Από την ημέρα εκλογής του, το ΠΑ.ΣΟ.Κ. κάνει ακριβώς τα αντίθετα από ότι υποσχέθηκε.
Πριν τις εκλογές υποσχόταν διασφάλιση του βιοτικού επιπέδου και αυξήσεις (έστω πενιχρές) πάνω από τον πληθωρισμό. Αντί γι’ αυτό βλέπουμε μείωση των μισθών, δραστικές περικοπές (10%) στα επιδόματα των δημοσίων υπαλλήλων και ένα φορολογικό τυφώνα ενάντια στα λαϊκά στρώματα που μόνο από τα τσιγάρα, τα ποτά και τα κινητά θα αφαιρέσει από τις τσέπες των λαϊκών στρωμάτων πάνω από 1 δις ευρώ φέτος (και για κάθε χρόνο που έρχεται).
Υποσχόταν ένα δίκαιο φορολογικό σύστημα που να ρίχνει τα βάρη στους πλούσιους αλλά ο κύριος όγκος των νέων φόρων προέρχεται από τη φορολογία των λαϊκών στρωμάτων. Χαρακτηριστικά, το 60% περίπου των συνολικών εσόδων από φόρους (στο νέο προϋπολογισμό) προέρχεται από έμμεσους φόρους – τη φορολογία δηλαδή της κατανάλωσης.
Έλεγε πως «υπάρχουν λεφτά» και τώρα λεει πως τα ταμεία είναι άδεια. Κατάγγελλε τις ιδιωτικοποιήσεις της Ν.Δ. σαν εισπρακτικές και τώρα κάνει ακριβώς το ίδιο εξαγγέλλοντας την ιδιωτικοποίηση ή μετοχοποίηση όσων επιχειρήσεων παραμένουν στο δημόσιο. Κατάγγελλε τις επιθέσεις της Ν.Δ. ενάντια στις συντάξεις και τα όρια συνταξιοδότησης και μόλις έγινε κυβέρνηση άνοιξε το ασφαλιστικό και συζητά δραματική αύξηση των ορίων για τις γυναίκες, μέχρι και 15 χρόνια, ή εναλλακτικά μεταφορά των δημοσίων υπαλλήλων στο Ι.Κ.Α.!
Σύμφωνα με το «Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης» (ΠΣΑ) που κατέθεσε η κυβέρνηση μέσα στα επόμενα 3 χρόνια το ΠΑΣΟΚ θα «εξοικονομήσει» 23,6 δις ευρώ για να καλύψει τα δημοσιονομικά ελλείμματα που έχουν φτάσει το 12,7% του ΑΕΠ και αντιστοιχούν σε 30,5 δις ευρώ περίπου.
Αυτές είναι οι «καλύτερες μέρες» που περίμεναν οι εργαζόμενοι από το ΠΑΣΟΚ…
Έλεγε ψέματα ή δεν «ήξερε»;
Το ερώτημα που πρέπει να απασχολήσει κάθε εργαζόμενο είναι αν ο Γ. Παπανδρέου και η υπόλοιπη ηγεσία του ΠΑΣΟΚ έλεγαν ψέματα συνειδητά, ή αν απλά δεν ήξεραν τι τους γινόταν όταν πριν τις εκλογές μοίραζαν παροχές. Είτε το ένα συμβαίνει είτε το άλλο – τρίτη εκδοχή δεν υπάρχει.
Αν το ΠΑ.ΣΟ.Κ. έλεγε ψέματα τότε πρέπει να καταδικαστεί στη συνείδηση του κάθε εργαζόμενου -προπάντων αυτών που το ψήφισαν- και οι εργαζόμενοι να βγάλουν συμπεράσματα για το μέλλον.
Αν από την άλλη το ΠΑ.ΣΟ.Κ., με όλο το επιστημονικό δυναμικό, την πληροφόρηση και τα μέσα που έχει στη διάθεσή του, δεν καταλάβαινε ακριβώς την κατάσταση, και ζούσε δηλαδή σε ένα πλασματικό κόσμο, έδινε ψεύτικες υποσχέσεις και δημιουργούσε φρούδες ελπίδες, τότε είναι εξίσου καταδικαστέο. Και πάλι οι εργαζόμενοι πρέπει να βγάλουν πολιτικά συμπεράσματα σε βάθος.
ΠΑΣΟΚ – κόμμα του κεφαλαίου
Το «Ξ» υποστήριζε σταθερά σε όλη την προεκλογική εκστρατεία ότι το ΠΑ.ΣΟ.Κ. θα εφάρμοζε μια σκληρή πολιτική λιτότητας, όπως αυτή που εφαρμόζει σήμερα. Αυτό δεν οφείλεται σε κανενός είδους προφητικές ικανότητες. Οφείλεται, απλά, στην κατανόηση του πώς λειτουργεί το καπιταλιστικό σύστημα, το οποίο φορτώνει στα λαϊκά στρώματα την κρίση γιατί το πρωταρχικό «έργο» του καπιταλισμού είναι η δημιουργία και μεγιστοποίηση των κερδών των καπιταλιστών.
Το ΠΑΣΟΚ είναι ένα κόμμα του κεφαλαίου – παρά τις αντιφάσεις που μπορεί να το χαρακτηρίζουν, και παρά τις αυταπάτες γι αυτό σε ένα κομμάτι της κοινωνίας και των εργαζομένων. Σαν τέτοιο δεν υπάρχει καμία περίπτωση να έρθει σε σύγκρουση είτε με τη λογική του κέρδους των καπιταλιστών είτε με το ίδιο το σύστημα – και γι’ αυτό αναπόφευκτα θα υποτάσσεται στις πιέσεις του μεγάλου κεφαλαίου, ελληνικού και ξένου, και θα κτυπά τους εργαζόμενους. Επομένως δεν είναι θέμα «γνώσεων» ή «ικανοτήτων» των στελεχών του ΠΑΣΟΚ. Είναι θέμα φυσιογνωμίας του κάθε πολιτικού σχηματισμού. Είναι θέμα ποια τάξη τελικά υπηρετεί ένα κόμμα: τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα ή το κεφάλαιο.
Αν ήταν κυβέρνηση η Ν.Δ. τι θα γινόταν;
Αν η κυβέρνηση της Ν.Δ. είχε τολμήσει να προχωρήσει σε τέτοιας έκτασης επίθεση ενάντια στα λαϊκά στρώματα θα έχει προκαλέσει μια κοινωνική έκρηξη που δεν έχουμε δει για πάρα πολλά χρόνια. Στην πραγματικότητα αυτή η επίθεση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. είναι από πολλές σκοπιές πιο σκληρή από αυτή της Ν.Δ. τα προηγούμενα χρόνια. Παρόλα αυτά η δημοτικότητα του ΠΑ.ΣΟ.Κ. παραμένει ψηλή, κοντά στο 40%, με τη Ν.Δ. 10 μονάδες πιο κάτω και την Αριστερά στα κλασικά θλιβερά ποσοστά – το Κ.Κ.Ε. γύρω στο 7% και ο ΣΥΡΙΖΑ γύρω στο 4%.
Υπάρχει ερμηνεία γι’ αυτό το επιφανειακά παράδοξο φαινόμενο. Τα λαϊκά στρώματα νοιώθουν ότι για τα χάλια στα οποία βρίσκεται η οικονομία φταίει η προηγούμενη κυβέρνηση της Ν.Δ. Δεν κατανοούν, τουλάχιστο σε όλη την έκταση του, ότι το πρόβλημα οφείλεται στην ίδια τη λειτουργία, τη δομή και τη λογική του καπιταλιστικού συστήματος. Βλέπουν επίσης την παρέμβαση της Ε.Ε. και άλλων διεθνών οργανισμών και προσωπικοτήτων και νοιώθουν πως αυτοί «επιβάλλουν» στην κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ τις δυσάρεστες πολιτικές. Τα λαϊκά στρώματα νοιώθουν πως βρίσκονται μπροστά σ’ ένα τεράστιο αδιέξοδο και σαν αποτέλεσμα επιλέγουν το «μικρότερο κακό», το ΠΑΣΟΚ, απέναντι στο μεγαλύτερο που είναι η Ν.Δ.
Που είναι η αριστερά;
Που είναι η αριστερά σ’ αυτή την εξίσωση; Ένα πράγμα είναι ξεκάθαρο: οι εργαζόμενοι δεν νοιώθουν ότι η Αριστερά έχει αντιπρόταση.
Και δεν έχουν άδικο! Γιατί δεν φτάνει να λεει η αριστερά ότι «χρειάζεται αντίσταση» στις επιθέσεις, όπως συνήθως λεει.
Πρέπει να εξηγήσει πώς μέσα από την αντίσταση υπάρχει λύση στα προβλήματα, λύση και στο πρόβλημα της κρίσης, λύση στο πρόβλημα των ελλειμμάτων, λύση στο πρόβλημα της απο-ανάπτυξης και της ανεργίας.
Η κρίση του καπιταλισμού δικαιώνει την μαρξιστική Αριστερά. Μόνο ο μαρξισμός μπορεί να προβλέψει τέτοιας έκτασης και τέτοιου βάθους κρίσεις, όπως αυτή του ζούμε σήμερα. Ο κόσμος χρειάζεται την αριστερά περισσότερο από ποτέ την ώρα της κρίσης, της οικονομίας και της κοινωνίας. Αν όμως απέναντι στην κρίση η Αριστερά δεν έχει μια συνολική, μια ολοκληρωμένη αντιπρόταση τότε η κρίση θα λειτουργήσει ενάντια της – θα την αποδυναμώσει και θα ισχυροποιήσει τους χειρότερους εχθρούς της, ιδιαίτερα την ακροδεξιά.
Απαντήσεις υπάρχουν! Αν τα λαϊκά στρώματα δεν τις έχουν «ακούσει» και υιοθετήσει, είναι γιατί η Αριστερά, με την έννοια των μαζικών κομμάτων που έχουν ισχύ και «δυνατή» φωνή ώστε να ακουστούν, δεν τις έχει προτείνει (το «γιατί» είναι μια άλλη, «πονεμένη», ιστορία). Και αυτό ισχύει και για τους δύο μαζικούς (και μ’ αυτή την έννοια σημαντικούς) σχηματισμούς της αριστεράς στην Ελλάδα: το Κ.Κ.Ε. από τη μια και τον ΣΥΡΙΖΑ από την άλλη.
Ποια στρατηγική για την αριστερά.
Αυτή η κρίση και αυτό το αδιέξοδο θα έπρεπε να ξεκαθαρίζουν ένα πράμα με σαφήνεια: μέσα στα πλαίσια του καπιταλισμού είναι αδύνατο να υπάρξει άλλη πολιτική από αυτήν που φορτώνει την κρίση στους εργαζόμενους. Είναι αδύνατο να γίνει αποδεκτή οποιαδήποτε άλλη πολιτική είτε από τους Έλληνες καπιταλιστές, είτε από τις πολυεθνικές, είτε από την Ε.Ε., είτε από το ΔΝΤ είτε από οποιονδήποτε διεθνή οργανισμό.
Επομένως οποιαδήποτε πολιτική επιχειρεί να δώσει απαντήσεις με αφετηρία τα συμφέροντα των εργαζομένων, οποιαδήποτε πολιτική επιχειρεί να δώσει λύσεις στην βαθιά οικονομική κρίση διασφαλίζοντας ταυτόχρονα το βιοτικό επίπεδο και τα δικαιώματα των εργαζομένων, είναι υποχρεωτικό ότι πρέπει να συγκρουστεί μετωπικά με τα συμφέροντα των καπιταλιστικών. Και μ’ αυτή την έννοια να θέσει θέμα αμφισβήτησης του υπάρχοντος συστήματος, ρήξης και ανατροπής του καπιταλισμού, προτείνοντας ταυτόχρονα στη θέση του και περιγράφοντας μια εναλλακτική σοσιαλιστική κοινωνία.
Καμία τέτοια στρατηγική πρόταση δεν μπαίνει μπροστά στο εργατικό κίνημα ούτε από τη μεριά του ΚΚΕ ούτε απ’ τη μεριά του ΣΥΡΙΖΑ. Μπαίνει μόνο από μικρότερες οργανώσεις της αριστεράς, κάποιες από τις οποίες είναι στον ΣΥΡΙΖΑ (όπως το Ξεκίνημα) και κάποιες όχι. Η κοινή προσπάθεια αυτών των οργανώσεων, όπου και αν βρίσκονται, για την υιοθέτηση αυτών των προτάσεων από την αριστερά συνολικά και από το μαζικό, εργατικό κίνημα, αποτελεί ένα από τα πρώτα καθήκοντα της περιόδου που διανύουμε.
Ποιες θέσεις για την αριστερά
Ρήξη και ανατροπή βέβαια, για τους εργαζόμενους, δεν μπορεί να είναι κάποιου είδους φιλοσοφική αναζήτηση, ή κάποια «στρατηγική» και γενικόλογη πρόταση (συνηθισμένη πρακτική σε κύκλους διανοούμενων). Μπορεί μόνο να έχει νόημα αν αποτελεί ένα «πακέτο» πρακτικών αιτημάτων του μαζικού κινήματος, αιτημάτων που ξεκινούν από τα άμεσα προβλήματα, προτείνουν λύσεις στα αδιέξοδα στα οποία οδηγεί η κρίση του συστήματος και μέσα απ’ αυτό το δρόμο θέτουν τις βάσεις για την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου και το πέρασμά της στα εργατικά στρώματα.
Τέτοιες προτάσεις στη σημερινή φάση είναι οι ακόλουθες:
– Αναίρεση της παροχής των 28 δις στους τραπεζίτες, τα οποία δόθηκαν για να στηριχτεί υποτίθεται το τραπεζικό σύστημα της χώρας. Αν οι τραπεζίτες δεν μπορούν να επιβιώσουν οι εργαζόμενοι δεν έχουν κανένα λόγο να τους σώσουν – κάθε άλλο!
– Εθνικοποίηση του συνόλου του τραπεζικού συστήματος για να σταματήσουν οι τράπεζες το κερδοσκοπικό παιγνίδι τους που τόσο ακριβά πληρώνουμε οι εργαζόμενοι και που οδήγησε στη μεγαλύτερη διεθνή κρίση από το 1929 και, επίσης, για να περάσουν τα κέρδη των τραπεζών -που συνεχίζουν να είναι τεράστια παρά την κρίση- στο δημόσιο.
– Εργατικός και κοινωνικός έλεγχος και διαχείριση στο τραπεζικό σύστημα, που σημαίνει η διοίκηση στα χέρια ανακλητών εκπροσώπων των εργαζομένων και κοινωνικών φορέων, έτσι ώστε να λειτουργεί το τραπεζικό σύστημα με βάση τις ανάγκες της οικονομίας και της κοινωνίας κι όχι της κερδοσκοπίας αλλά και για να μπορούν να ελέγχονται οι ροές κεφαλαίων. Ενδεικτικά, μέσα σε μερικές μέρες μετά που ανέλαβε η κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. «εξαφανίστηκαν» (πήγαν στο εξωτερικό) γύρω στα 5 δισ. ευρώ, επειδή το ΠΑ.ΣΟ.Κ. μίλησε για γενικευμένη εφαρμογή του «πόθεν έσχες». Αυτό αποδεικνύει ότι οι «γνωστοί άγνωστοι» μεγάλο-καπιταλιστές είχαν όχι μόνο πολλά λεφτά αλλά κι ότι αυτά τα λεφτά δεν είχαν καν νόμιμη προέλευση (κλοπή δημόσιου, φοροδιαφυγή, εισφοροδιαφυγή, μαύρο χρήμα κλπ).
– Βαριά φορολογία στο κεφάλαιο: επιστροφή στο 45% επί των κερδών που ίσχυε την προηγούμενη δεκαετία. Τα φορολογικά μέτρα και η έκτακτη εισφορά (περίπου 1 δις ευρώ) που το ΠΑΣΟΚ επιβάλλει στις επιχειρήσεις είναι ψίχουλα μπροστά στα αμύθητα ποσά που έχουν κερδίσει, πέρα από επιδοτήσεις κλπ, μέσα από τη μείωση του ανώτατου συντελεστή φορολογίας των κερδών που σήμερα είναι στο 25%, από 45% πριν μια περίπου δεκαετία.
– Παύση πληρωμών στους δανειστές (Έλληνες και ξένους τραπεζίτες). Το ελληνικό κράτος είναι υπερχρεωμένο χρωστάει δηλαδή τεράστια ποσά στους πιστωτές του που δεν είναι άλλοι από τους ξένους και ντόπιους τραπεζίτες. Αυτή είναι μια πραγματικότητα που αντικειμενικά δημιουργεί την πιθανότητα χρεοκοπίας – δηλαδή αδυναμία πληρωμής των μισθών των συντάξεων αλλά των και δόσεων αποπληρωμής του χρέους. Το κράτος χτυπά αλύπητα το βιοτικό επίπεδο για να βρει τα λεφτά που θέλουν οι πιστωτές του, δηλαδή οι Έλληνες και ξένοι τραπεζίτες. Η απάντηση της αριστεράς σ’ αυτό πρέπει να είναι: αρκετά κέρδη έχουν βγάλει οι τραπεζίτες, αρκετή ζημιά έχουν προκαλέσει, οι εργαζόμενοι δεν έχουν ούτε σεντ να δώσουν στους τραπεζίτες, να αγωνιστούμε για να επιβάλουμε παύση πληρωμών των δόσεων του δημόσιου χρέους. Εδώ θα βρεθούν πολλοί «ειδήμονες» που θα μας πουν πως «αυτά τα πράγματα δεν γίνονται» κοκ… Κι εμείς θα απαντήσουμε πως αυτό είναι η προπαγάνδα των κονδυλοφόρων του συστήματος. Και θα τους παραπέμψουμε στο τι γίνεται αυτή τη στιγμή στην Ισλανδία όπου κάτω από την πίεση ενός μαζικού κινήματος ο πρόεδρος της χώρας αρνήθηκε να υπογράψει απόφαση της βουλής για πληρωμή ποσών που απαιτούν η Βρετανική και Ολλανδική κυβέρνηση και το θέμα πάει σε δημοψήφισμα στις αρχές Μάρτη. Ο πρόεδρος της Ισλανδίας, παρεμπιπτόντως δεν είναι κάποιος μαρξιστής επαναστάτης… Υπενθυμίζουμε ακόμα σε όσους λένε πως το σύστημα δεν επιτρέπει παύσεις πληρωμών στους πιστωτές, πως μετά την κρίση του 2001 η Αργεντινή προχώρησε σε παύση πληρωμών στους ιμπεριαλιστές-πιστωτές της. Παρεμπιπτόντως, ούτε στην Αργεντινή είχαμε καμιά επαναστατική κυβέρνηση στην εξουσία… Όταν οι αστοί προχωρούν σε τέτοια μέτρα, τι εμποδίζει την αριστερά να το διεκδικήσει, πολύ περισσότερο όταν ζητά κατάργηση των χρεών των «αναπτυσσόμενων» χωρών;
– Κοινωνικοποιήσεις. Να περάσουν στην κοινωνία (εθνικοποίηση – χωρίς αποζημιώσεις στους μεγαλομετόχους) όλες οι δημόσιες επιχειρήσεις που ιδιωτικοποιήθηκαν τις περασμένες δύο δεκαετίες, καθώς και όλες οι επιχειρήσεις που παίζουν σημαντικό ρόλο στην πορεία της οικονομίας, είτε είναι ελληνικές είτε ξένες. Έτσι τα κέρδη των επιχειρήσεων αυτών θα πηγαίνουν στην κοινωνία και όχι στις τσέπες των καπιταλιστών και θα μπορούν να επενδυθούν προς όφελος του συνόλου. Και πάλι οι «ειδήμονες» θα πουν πως αυτά τα πράγματα είναι αδιανόητα, ότι δεν είναι εποχές για εθνικοποιήσεις προπάντων ξένων επιχειρήσεων. Εμείς θα απαντήσουμε ότι εθνικοποιήσεις γίνονται αυτή τη στιγμή σε χώρες όπως τη Βενεζουέλα και τη Βολιβία, όχι μόνο εθνικών επιχειρήσεων αλλά και πολυεθνικών! Ο τρόπος που γίνονται οι εθνικοποιήσεις σ’ αυτές στις χώρες της Λ. Αμερικής, χωρίς εργατικό και κοινωνικό έλεγχο και διαχείριση, μας βρίσκει ριζικά αντίθετους, αλλά αυτό είναι η κριτική που κάνουμε στα καθεστώτα αυτά από μια αριστερή σκοπιά. Το ότι κάποιοι αριστεροί ηγέτες τολμούν σήμερα τέτοια μέτρα δείχνει όχι μόνο ότι είναι δυνατά, αλλά κι ότι οι ιμπεριαλιστές παρά τη δύναμη τους και παρά τη λύσσα τους ενάντια σε τέτοια μέτρα που κτυπούν τις πολυεθνικές επιχειρήσεις τους, δεν μπορούν να κάνουν τίποτα για να τα εμποδίσουν.
– Εργατικός και κοινωνικός έλεγχος και διαχείριση στην παραγωγή. Χωρίς εργατικό έλεγχο και διαχείριση είναι αναπόφευκτο να αναπτυχθούν φαινόμενα διαφθοράς και κακοδιαχείρισης σε κάθε επιχείρηση που ανήκει στο δημόσιο (είναι χαρακτηριστικό το τι έγινε με τις εθνικοποιήσεις του ΠΑΣΟΚ στη δεκαετία του ’80 καθώς και με το δημόσιο τομέα γενικά). Επιτροπές ελέγχου που να αποτελούνται από εκπροσώπους του εργατικού κινήματος είναι απαραίτητες και στον ιδιωτικό τομέα γιατί μόνο έτσι μπορεί να ελεγχθεί αποτελεσματικά η φοροδιαφυγή, η εισφοροδιαφυγή οι κομπίνες κοκ των ιδιωτών καπιταλιστών.
– Σχεδιασμός: πάνω στη βάση όλων των πιο πάνω δημοκρατικός σχεδιασμός της οικονομίας με βάση τις ανάγκες της κοινωνίας, των εργαζομένων και της νεολαίας, κι όχι του κέρδους των καπιταλιστών.
Σύγκρουση με την ΕΕ και τα ξένα κεφάλαια
Μια τέτοια πολιτική αναμφίβολα θα σήμαινε μετωπική σύγκρουση με την Ε.Ε. – κι αυτό, κατά τους «ειδήμονες», κονδυλοφόρους του κεφαλαίου, είναι κάτι που δεν μπορούμε να αντέξουμε…
Ποιοι δεν μπορούν να το αντέξουν; Μήπως σύγκρουση δεν είναι αυτό που υπάρχει αυτή τη στιγμή με την ΕΕ; Μήπως δεν απειλούν με αποπομπή από το ευρώ; Μήπως δεν έρχονται στην Ελλάδα σαν νέοι αποικιοκράτες να ειρωνευτούν, να χλευάσουν, να μας πουν ότι ζούμε πέρα από τα όριά μας, αυτοί που ζούνε μέσα στη χλιδή και τον προκλητικό πλούτο και να κουνήσουν το δάκτυλό τους διατάζοντας οι Έλληνες εργαζόμενοι, που είναι στα όρια της φτώχειας, να φτύσουν αίμα για να δώσουν άλλα 23,6 δις ευρώ;
Αυτοί που δεν μπορούν να αντέξουν την σύγκρουση με την ΕΕ είναι οι Έλληνες καπιταλιστές! Οι Έλληνες εργαζόμενοι μπορούν να την αντέξουν, και με το παραπάνω. Γιατί στο τέλος-τέλος οι εργαζόμενοι δεν έχουν να χάσουν τίποτε. Μήπως όταν η Ελλάδα έμπαινε στην ΕΕ και στο ευρώ είχαν πει ποτέ αυτοί οι κύριοι ότι το μέλλον θα ήταν αυτό που ζούμε σήμερα; Υποσχόντουσαν ανάπτυξη, ευημερία και απασχόληση και αυτό που έχουμε είναι κρίση, φτώχεια και 20% ανεργία (επιτέλους είπαν και μια αλήθεια – για την ανεργία)! Και, μήπως μπορούν στα σοβαρά να υποσχεθούν καλύτερες μέρες; Αυτά πια για να τα πιστέψει κανείς πρέπει πραγματικά να ζει στο βασίλειο της άγνοιας και της αφέλειας!
Με μια τέτοια τολμηρή στάση οι εργαζόμενοι όχι μόνο δεν έχουν να χάσουν τίποτα αντίθετα, έχουν να κερδίσουν «ένα κόσμο ολάκερο». Γιατί η ανατροπή της εξουσίας των καπιταλιστών είναι μονόδρομος αν θέλουμε να ζήσουμε σαν άνθρωποι. Ερχόμενο σε σύγκρουση με το διευθυντήριο της ΕΕ, το ελληνικό εργατικό κίνημα θα ανακαλύψει ένα μεγάλο δυνητικά σύμμαχο: τους Ισπανούς εργαζόμενους που ήδη έχουν φτάσει στο 20% ανεργία, τους Ιρλανδούς εργαζόμενους των οποίων οι μισθοί μειώθηκαν μέσα σε ένα χρόνο (το 2009) κατά 13%, τους Λετονούς που τους κλείσανε τα μισά νοσοκομεία μέσα στο 2009, τους Πορτογάλλους, τους Γάλλους, τους Ιταλούς, κοκ… Όλο το εργατικό κίνημα, όλης της Ευρώπης, στενάζει κάτω από την λιτότητα που επιβάλλουν οι αδίστακτοι καπιταλιστές και οι πολιτικοί τους εκπρόσωποι, είτε «Σοσιαλιστές» είτε δεξιοί. Και σε όλη την Ευρώπη -αλλά και διεθνώς- οι μαρξιστές είναι μπροστά στην προσπάθεια σύνδεσης και διεθνοποίησης των αγώνων.
Στόχος μας δεν είναι η Ευρώπη, γενικά και αφηρημένα, γιατί, με μία έννοια, υπάρχουν δύο Ευρώπες: αυτή των καπιταλιστών από τη μια και η «άλλη Ευρώπη», των εργαζομένων και του σοσιαλισμού, από την άλλη. Η «δεύτερη» αξίζει να αποτελέσει το όραμα των Ελλήνων και όλων των Eυρωπαίων εργαζομένων. Για να γίνει πραγματικότητα όμως απαιτείται η σύγκρουση με την Ευρώπη των καπιταλιστών, με το ευρωπαϊκό διευθυντήριο και τους Έλληνες καπιταλιστές που αποτελούν τμήμα, εξάρτημα και στήριγμα του ευρωπαϊκού καπιταλισμού.
Η αριστερά που χρειαζόμαστε
Υπάρχει μια προϋπόθεση για να δρομολογηθούν όλα τα πιο πάνω: να τα προτείνει η αριστερά, να τα θέσει μπροστά στους εργαζόμενους, να δημιουργήσει σταδιακά τις προϋποθέσεις για να υιοθετηθούν αυτά τα αιτήματα από το μαζικό κίνημα, να αναπτυχθεί αυτή η πάλη γι’ αυτούς τους στόχους σε μαζική έκταση, να προτείνει μαχητικές μορφές πάλης, απεργίες και γενικές απεργίες, πορείες, διαδηλώσεις, καταλήψεις, με πλατύ συντονισμό, με ενωτική προσέγγιση σε όλα τα τμήματα της αριστεράς, με δημοκρατία και σεβασμό στις μαζικές διαδικασίες του κινήματος, κοκ.
Τα σημερινά κόμματα της αριστεράς δεν ανταποκρίνονται σ’ αυτό το καθήκον. Το έργο μας είναι χτίσουμε την αριστερά που θα ανταποκριθεί σ’ αυτό το έργο. Να θέσουμε τέρμα στην αριστερά των συμβιβασμών και των νερωμένων προγραμμάτων, είτε ρεφορμιστική είτε σταλινική. Το πιο σημαντικό συμπέρασμα για τους πιο προχωρημένους εργαζόμενους σήμερα είναι το να μπουν μπροστά στην πάλη για το χτίσιμο μιας μαζικής επαναστατικής αριστεράς. Είναι η πιο κρίσιμη προϋπόθεση για να μπορέσει η κοινωνία να ξεφύγει από τη θανάσιμη μέγγενη του καπιταλισμού. Είναι το πιο σημαντικό καθήκον της εποχής μας.
Αντρέας Παγιάτσος