Από το enet.gr
Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας επί της συνταγματικότητας της μεταρρύθμισης του δικαίου των αλλοδαπών, που επιχείρησε ο λεγόμενος νόμος Ραγκούση, δικαίως έγινε αντικείμενο έντονης νομικής και πολιτικής κριτικής. Το κύριο πρόβλημά της ήταν η σύγχυση στο σκεπτικό της δύο εντελώς ανόμοιων μεγεθών: της κοινωνικοπολιτικής διάστασης του έθνους με το νομικό ζήτημα της χορήγησης της ιθαγένειας.
Η ιθαγένεια αποτελεί το νομικό δεσμό με το κράτος και όχι πιστοποιητικό εθνικής συνείδησης. Οσοι ξένοι ποδοσφαιριστές, για παράδειγμα, την αποκτούν, δεν το κάνουν λόγω εθνικής έξαρσης, αλλά για καθαρά πρακτικούς, νομικούς λόγους.
Εν πάση περιπτώσει, η νομική κριτική της απόφασης έχει γίνει εκεί που πρέπει, δηλαδή στον ειδικό επιστημονικό Τύπο. Οι τεχνικές λεπτομέρειες της συζήτησης δεν είναι για εδώ. Η ουσία είναι ότι σε μια δημοκρατία τα δικαστήρια είναι οι αναγκαίοι φρουροί των δικαιωμάτων ακόμη και απέναντι (αν χρειαστεί) στις αποφάσεις της πλειοψηφίας. Για όλα τα άλλα θέματα, όμως, ο δήμος αποφασίζει. Ακόμη και για τον αυτοπροσδιορισμό του. Στο κάτω κάτω, το ΣτΕ δεν είναι συνταγματικό δικαστήριο. Δεν έχει συνταγματική αρμοδιότητα να ακυρώσει νόμο. Παρά την απόφασή του, λοιπόν, είναι δυνατή η νομοθετική επέμβαση με τρόπο που και το Σύνταγμα να γίνει σεβαστό, αλλά και να εξασφαλιστεί η προστασία της ανθρώπινης αξίας. Της αξίας την οποία μοιράζονται και οι Ελληνες και οι «άλλοι».
Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, λοιπόν. Η δικανική κρίση του ΣτΕ δεν μπορεί να αποτελέσει φύλλο συκής για την εγκατάλειψη μιας πολιτικής απόφασης που ευθυγραμμίζει την Ελλάδα με το δημοκρατικό διεθνές κεκτημένο. Και καλά η Νέα Δημοκρατία, η οποία από την αρχή είχε υιοθετήσει επί του θέματος τη σχετική ατζέντα της Χρυσής Αυγής. Το ότι και το ΠΑΣΟΚ κρύβεται πίσω από το επιχείρημα ότι δεν γίνεται αλλιώς, γιατί διαφορετικά κινδυνεύει το κύρος των δημοτικών εκλογών, δείχνει απλώς το πόσο βαθιά και ανεπίστρεπτη έχει γίνει η συντηρητική μετάλλαξή του.
Αν η Βουλή θεωρούσε την αρχική πολιτική της απόφαση ορθή και δημοκρατική, θα έπρεπε να εμμείνει σε αυτή, να μην αλλάξει το νόμο και να παραπέμψει την τελική δικαστική κρίση στο φυσικό, κατά το Σύνταγμα, εκλογικό δικαστή, που είναι το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο. Ούτως ή άλλως μόνο αναιρετικό έλεγχο έχει σήμερα το ΣτΕ επί του κύρους των δημοτικών εκλογών. Θα μπορούσε να διατηρήσει την αναιρετική αρμοδιότητα επί όλων των άλλων θεμάτων, να προβλεφθεί όμως με τροποποίηση των άρθρων 46 του νόμου 3852/2010 και 6 του νόμου 340/1976 ότι η κάθε είδους αμφισβήτηση της συνταγματικότητας της εκλογικής νομοθεσίας, περιλαμβανομένων των δικαιωμάτων εκλέγειν και εκλέγεσθαι, εισάγεται με ειδική ένσταση στο ΑΕΔ.
Γιατί όμως να γίνεται τόσος θόρυβος για μερικές εκατοντάδες ψήφους; (Δεν είναι περισσότεροι όσοι θα επωφελούνταν από τις σχετικές ρυθμίσεις του νόμου.) Αλλού είναι το πραγματικό διακύβευμα. Σε τελική ανάλυση, το ζήτημα αποτελεί λυδία λίθο, όχι τόσο για τη στάση κάθε κόμματος απέναντι στη μετανάστευση, όσο σημαντικό και να είναι το θέμα αυτό, όσο για τη διαμόρφωση της πολιτικής φυσιογνωμίας του απέναντι στην πολιτική ατζέντα που διαμορφώνεται ως απάντηση στη δράση της Χρυσής Αυγής. Υπάρχει το εξής παράδοξο: αφ’ ενός μεν να συζητείται στη συγκυβέρνηση η απαγόρευση του κόμματος αυτού και από την άλλη μεγάλο τμήμα του ξενοφοβικού προγράμματός της να αφομοιώνεται στη νέα φυσιογνωμία της Νέας Δημοκρατίας.
Το παράδοξο είναι μόνο φαινομενικό: αφού δεν είναι πια δυνατή, όπως ήθελαν κύκλοι του συστήματος, να οργανωθεί μια μετεκλογική συνεργασία με μια «σοβαρότερη» Χρυσή Αυγή, επιχειρείται ο επαναπατρισμός όσο το δυνατόν μεγαλύτερου τμήματος των ψηφοφόρων της στη Νέα Δημοκρατία, με την υιοθέτηση ακροδεξιών θέσεων (θέσεις τις οποίες, άλλωστε, ουδέποτε είχε ξεχάσει εντελώς σημαντικό μέρος του παραδοσιακού ακροατηρίου του κόμματος αυτού). Αυτή η τακτική όμως συνεπάγεται την αποξένωση του κόμματος του κυρίου Σαμαρά από τα κεντρώα στρώματα, τα οποία επίσης απεγνωσμένα επιχειρεί να προσεταιριστεί.
Πρόκειται για ακόμη μία άλυτη αντίφαση που προεξοφλεί τη στρατηγική ήττα της συντηρητικής παράταξης στις επικείμενες εκλογές.