Άρθρο των Αντώνη Δραγανίγου, μέλους του Γραφείου της Π.Ε. του ΝΑΡ και της ΚΣΕ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και Γιάννη Μπαλάση, μέλους του Γραφείου του Κ.Σ. της νΚΑ και της ΚΣΕ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Aναδημοσίευση από το site του ΝΑΡ
Κρατάμε κυρίως την δυνατότητα
Για μια συζήτηση που πρέπει να γίνει πολιτικά και συντροφικά
Οι συζητήσεις πάνω σε συγκεκριμένα γεγονότα του τελευταίου διαστήματος δεν πρέπει να αφήσουν να χαθεί το καταστάλαγμα μιας ουσιαστικής συζήτησης, ανάμεσα σε ένα σύνολο δυνάμεων και αγωνιστών με στόχο την μετωπική συμπόρευση των δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής-αντιιμπεριαλιστικής, αντι-ΕΕ αριστεράς – όχι μόνο ανάμεσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ και το Σχέδιο Β.
Από την αντιπαραβολή των πολιτικών προτάσεων όπως αυτές αποτυπώνονται στα δύο κείμενα που κυκλοφορούν, αυτό της τελικής, συνθετικής πρότασης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και αυτό που ενέκρινε η πανελλαδική συνδιάσκεψη του σχεδίου Β, φαίνεται το προχώρημα μιας διαδικασίας στην οποία οι δυνάμεις που συμμετείχαν έκαναν μεγάλα βήματα επικοινωνίας, αλληλοκατανόησης και προσέγγισης. Δεν υπάρχει αμφιβολία για αυτό. Αποτελεί λοιπόν μια σημαντική παρακαταθήκη για το μέλλον.
Ταυτόχρονα, είναι ευδιάκριτες οι διαφορές εκείνες που εμπόδισαν, στην φάση αυτή, την κατάληξη. Πρόκειται για τα σημεία που περιλαμβάνονται στην τελική συνθετική πρόταση που υποστήριξε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά όχι στην απόφαση του Σχεδίου Β, παρά το γεγονός ότι στην τελευταία συζήτηση της 14.02 η τελική πρόταση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αντιμετωπίστηκε θετικά από όλους τους συμμετέχοντες.
Η κοινή επεξεργασία των κειμένων και η κοινή τους δομή επιτρέπει τον ακριβή εντοπισμό των σημείων που υπάρχουν διαφορές, που προφανώς μετά από τόση συζήτηση μόνο τυχαία δεν είναι. Από τα ζητήματα που τέθηκαν μπορούμε να ξεχωρίσουμε τρία θεμελιακά:
Ζήτημα πρώτο: Τι μέτωπο θέλουμε; «Συνολικό μέτωπο ανατροπής» ή «μέτωπο κατά του ευρώ»;
Στην λογική και την πρόταση που στήριξε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αλλά και σε όλες τις διατυπώσεις που είχαν γίνει μέχρι τώρα, ξεκαθαριζόταν ότι επιδιώκουμε να οικοδομήσουμε ένα μέτωπο και ένα πρόγραμμα ανατροπής της βάρβαρης επίθεσης του κεφαλαίου, της ΕΕ και του ΔΝΤ που θέλουν να φορτώσουν την κρίση του καπιταλισμού, της ευρωζώνης και της ΕΕ στους εργαζόμενους και την λαϊκή πλειοψηφία.
Αυτό αποτυπώνεται στο κείμενο που ενέκρινε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ λέγοντας: «προσβλέπουμε στην διαμόρφωση ενός προγράμματος ανατροπής της βάρβαρης επίθεσης που δέχεται ο εργαζόμενος λαός από τις δυνάμεις των δανειστών, του κεφαλαίου, και της ΕΕ». Και λίγο παρακάτω: «Πολιτικός στόχος μας είναι να συγκροτήσουμε ένα πλατύ κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο που να μπορέσει να οδηγήσει στην ανατροπή της επίθεσης της κυβέρνησης, της ΕΕ και του ΔΝΤ, σε μια έξοδο από την κρίση προς όφελος της εργαζόμενης λαϊκής πλειοψηφίας. Κρίκος σε αυτή την πάλη και ειδικά στη χώρα μας, είναι η ρήξη με τη λογική του «ευρω-μονόδρομου» που έχουν επιβάλλει οι δυνάμεις του κεφαλαίου και οι κυβερνήσεις τους σε συνεργασία με τους ηγεμονικούς καπιταλισμούς της Ευρωζώνης και της ΕΕ.»
Στο κείμενο που ενέκρινε το Σχέδιο Β φαίνεται σαν να επιστρέφουμε σε ένα μέτωπο κατά του ευρώ, η έστω του «ευρωμονόδρομου». Αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Πολιτικός στόχος είναι να συγκροτήσουμε ένα πλατύ κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο που να μπορέσει να οδηγήσει σε μια έξοδο από την κρίση προς όφελος της εργαζόμενης λαϊκής πλειοψηφίας, σε ρήξη με τη λογική του «ευρω-μονόδρομου» που έχουν επιβάλλει οι δυνάμεις του κεφαλαίου και οι κυβερνήσεις τους σε συνεργασία με τους ηγεμονικούς καπιταλισμούς της Ευρωζώνης και της ΕΕ.»
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν υποτιμά καθόλου το ζήτημα του «ευρωμονόδρομου». Ίσα-ίσα το θεωρεί βασικό, στρατηγικό κρίκο της ταξικής πάλης και για αυτό το ενσωματώνει στην λογική της. Είναι άλλο όμως αυτό και άλλο ένα εφ’ όλης της ύλης μέτωπο κατά του «ευρωμονόδρομου» και στην πραγματικότητα κατά του ευρώ.
Ζήτημα δεύτερο: Η γενική λογική του προγράμματος. «Ρήξη με τα διεθνή κέντρα του ιμπεριαλισμού» ή αγώνας «ενάντια στα συμφέροντα του κεφαλαίου, των δανειστών, της ΕΕ»
Στην διάρκεια των συζητήσεων η ΑΝΤΑΡΣΥΑ επέμεινε σταθερά στην λογική ότι το πρόγραμμα δεν είναι «άθροισμα στόχων» αλλά διαπνέεται από ενιαία πολιτική λογική.
Στην τελική πρόταση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αφού πήραμε υπόψη και τις διατυπώσεις του Σχεδίου Β γράψαμε: (απαιτούνται) «…βαθιές τομές στην οικονομία, την πολιτική, την οργάνωση της κοινωνίας, ενάντια στα συμφέροντα του κεφαλαίου, των δανειστών, της ευρωζώνης και της ΕΕ. Απαιτούνται ρήξεις με τα διεθνή κέντρα του ιμπεριαλισμού, που με διάφορες μορφές σημαίνουν αγώνες ενάντια στο υπεύθυνο για την κρίση καπιταλιστικό σύστημα και τους πολιτικούς συνασπισμούς που το υπηρετούν».
Η πρόταση του Σχεδίου Β λέει: «Σήμερα όμως, ακόμη και για να κατακτήσει ο λαός στοιχειώδη δικαιώματα και να βγει από το πολιτικό περιθώριο απαιτούνται βαθιές τομές στην οικονομία, την πολιτική, την οργάνωση της κοινωνίας, ρήξεις με τα διεθνή κέντρα του ιμπεριαλισμού, που με διάφορες μορφές σημαίνουν αγώνες ενάντια στο υπεύθυνο για την κρίση καπιταλιστικό σύστημα και τους πολιτικούς συνασπισμούς που το υπηρετούν».
Η διατύπωση αυτή –που δεν είχε συζητηθεί ποτέ μέχρι τότε- έχει σημαντικά προβλήματα: Στρεφόμαστε μόνο ενάντια στα «διεθνή κέντρα του ιμπεριαλισμού»; Αυτό από μόνο του σημαίνει «τομές, ρήξεις» κλπ με τον καπιταλισμό; Δεν χάνεται ή τέλος πάντων υποβαθμίζεται το κοινωνικό-ταξικό πρόσημο της πολιτικής στόχευσης του προγράμματος, καθώς ο πρώτος και ο κύριος εχθρός βρίσκεται πάντα μέσα στην «ίδια μας» την χώρα και είναι το ελληνικό κεφάλαιο, φυσικά στην άρρηκτη σύνδεσή του με τις ιμπεριαλιστικές χώρες;
Γιατί δεν υιοθετήθηκε η σαφής, λιτή, λαϊκή και υιοθετημένη σε όλα μέχρι τώρα τα κείμενα τοποθέτηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ; Γιατί αλλάζει το κέντρο βάρους της λογικής του προγράμματος, μετά από τόσο μακρά συζήτηση;
Ζήτημα τρίτο: Έξω από την ευρωζώνη ή «έξω από την ευρωζώνη και την ΕΕ»; (και γιατί έξω;)
Το ζήτημα της στάσης απέναντι στην ευρωζώνη και την ΕΕ αναδείχτηκε τελικά σε λυδία λίθο της όλης συζήτησης. Έχει προφανή σημασία, πόσο μάλλον που βρισκόμαστε ενόψει ευρωεκλογών.
Από την πρώτη στιγμή της συζήτησης για την συμπόρευση, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είχε θέσει σαν στόχο και βασικό κριτήριο-«κόκκινη γραμμή» να περιέχει το πρόγραμμα την «ρητή διατύπωση του στόχου για ρήξη-αποδέσμευση από την ΕΕ».
Σε αυτόν τον στόχο το Σχέδιο Β –για να είμαστε δίκαιοι- δεν συμφώνησε ποτέ.
Το Σχέδιο Β διατυπώνει στην πρότασή του τους στόχους που αφορούν το ευρώ και την ΕΕ έτσι:
- έξοδος από το ευρώ, ως ελάχιστη προϋπόθεση ενός εθνικού ελέγχου της δημοσιονομικής και οικονομικής πολιτικής.
- απειθαρχία στις συνθήκες, τις οδηγίες και την επιτήρηση της ΕΕ.
Στο τέλος του πλαισίου, η σχέση με την ΕΕ διατυπώνεται έτσι:
- «πάλη για την υπεράσπιση των λαϊκών συμφερόντων, για την κατάργηση των μνημονίων και των δανειακών συμβάσεων μας φέρνει αναγκαστικά σε ρήξη με την ΕΕ. Ένα σύστημα ιμπεριαλιστικής ενοποίησης που δεν αλλάζει ούτε μεταρρυθμίζεται. Σήμερα η απειθαρχία στις συνθήκες της ΕΕ, ο αγώνας για τη ρήξη και την έξοδο από την ΕΕ αναδεικνύεται σε καθοριστικό κρίκο των αγώνων. Στόχος μας είναι η ισότιμα και αμοιβαία επωφελής συνεργασία των λαών σε διεθνιστική βάση.»
Έτσι, στην συλλογιστική του Σχεδίου Β η «έξοδος από το ευρώ» και η «απειθαρχία στις συνθήκες της ΕΕ» έχουν χαρακτήρα άμεσων πολιτικών στόχων, ενός άμεσου προγράμματος. Και αντίθετα με αυτό, ο στόχος της εξόδου από την ΕΕ δεν διατυπώνεται σαν πολιτικός στόχος (αν και τυπικά αποτελεί σημείο του προγράμματος), μετατρέπεται σε μια διαπίστωση (η πάλη… μας φέρνει αναγκαστικά σε ρήξη με την ΕΕ) και «αναδεικνύεται σε κρίκο των αγώνων». Πάντως δεν είναι ένας άμεσος, αυτοτελής, θετικός και ρητά διατυπωμένος στόχος πάλης του εργατικού και λαϊκού κινήματος στο σήμερα.
Αυτή είναι η κεντρική διαφορά των δύο προγραμμάτων. Και αυτή η διαφορά δεν κρύβεται με διατυπώσεις. Το ζήτημα αυτό συζητήθηκε εκτενέστατα στην διάρκεια των συναντήσεων. Ας μην υποτιμάμε τόσο πολύ ούτε τις διαφορές, ούτε τους συμμετέχοντες.
Το Σχέδιο Β θεωρεί το ζήτημα της «ευρωζώνης», όχι συνολικά της ΕΕ, σαν «κρίκο» της καθημερινής, τρέχουσας, δηλαδή της πραγματικής πολιτικής του. Έγραφε λόγου χάρη στην προκήρυξη του με αφορμή τις αγροτικές κινητοποιήσεις: «άρνηση πληρωμής του δημόσιου χρέους, έξοδος από την ευρωζώνη, για να επιβιώσει η κοινωνία, για να ανακτηθεί ο εθνικός έλεγχος της οικονομικής πολιτικής, με κυρίαρχη την εργαζόμενη πλειοψηφία». Στην πολιτική πρόταση που ψήφισε αντιμετωπίζει την έξοδο από το ευρώ «…ως ελάχιστη προϋπόθεση ενός εθνικού ελέγχου της δημοσιονομικής και οικονομικής πολιτικής».
Οι απόψεις αυτές δεν είναι «απαράδεκτες» ή «εχθρικές». Δεν μπορούν όμως να απαντήσουν στα κεντρικά ζητούμενα της πάλης το επόμενο διάστημα.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην τελική συνθετική της πρόταση αντιμετωπίζει την έξοδο από την ευρωζώνη «ως αναγκαίο, αφετηριακό βήμα για μια νομισματική, δημοσιονομική και οικονομική πολιτική που θα υπηρετεί τις εργατικές και λαϊκές ανάγκες», επιχειρώντας και μέσα από αυτό να αναδείξει το ταξικό πρόσημο της πάλης κατά της ευρωζώνης. Την αντιμετωπίζει σαν μια πολιτική ρήξης με την Ευρωπαική Κεντρική Τράπεζα, με τις συνθήκες που συνοδεύουν την δημιουργία της ευρωζώνης (Μάαστριχτ, Συνθήκη για την Οικονομική Νομισματική Σταθερότητα κλπ) σε διάκριση με λογικές ότι αποτελεί εργαλείο «αναπτυξιακής πολιτικής», αποκατάστασης της ρευστότητας χώρια από τις προτεινόμενες αντικαπιταλιστικές αλλαγές.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αντιμετωπίζει την πάλη κατά της ευρωζώνης, στην σχετική της αυτοτέλεια, σαν πλευρά της πάλης κατά της ΕΕ. Ούτε αυτονομημένη, ούτε ισότιμα με αυτήν. Η ΕΕ είναι το πολιτικό θεσμικό οικοδόμημα που στηρίζει την ευρωζώνη, η οποία με την σειρά της σήμερα αποτελεί τον πυρήνα της.Για αυτό και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρότεινε ως πολιτικό στόχο την «έξοδο από την ευρωζώνη, ρήξη-αποδέσμευση από την ΕΕ».
Η έξοδος από την ΕΕ αποτελεί τον πιο θεμελιακό πολιτικό στόχο του σήμερα. Η απάντηση στο ερώτημα της αστικής τάξης «μέσα ή έξω» από την ΕΕ πρέπει να είναι ένα μεγάλο, καθαρό, ηχηρό «ΕΞΩ». Πρέπει να προβάλλεται μέσα στους αγώνες. Η μη διατύπωση ρητά του στόχου για ρήξη -αποδέσμευση λοιπόν αναιρεί το θεμέλιο λίθο όλης αυτής της λογικής.
Παρόλα αυτά, στην τελική πρόταση που στήριξε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ λειτούργησε συνθετικά, λαμβάνοντας υπόψη τις ιεραρχήσεις και τις ευαισθησίες του Σχεδίου Β. Υιοθέτησε την έξοδο από την ευρωζώνη σαν αυτοτελή στόχο, θέτοντας όμως παράλληλα με την ίδια σαφήνεια και εντός του πολιτικού προγράμματος τον στόχο της «εξόδου από την ΕΕ».
Η τελική πρόταση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα μπορούσε να είναι μία ενωτική βάση. Δεν έγινε όμως αποδεκτή. Ούτε καν συζητήθηκε. Υπήρξε, αντίθετα, επιμονή από την αρχή μέχρι το τέλος στην αμεσότητα του στόχου για «έξοδο από το ευρώ», για «ρήξη με τις συνθήκες» κλπ, με υποβάθμιση και παραπομπή στις καλένδες του στόχου της εξόδου από αυτήν.
Η ισχυρή αυτονόμηση της πάλης κατά της ευρωζώνης, με την παράλληλη υποβάθμιση, θόλωμα, άρνηση του ξεκάθαρου στόχου της ρήξης-αποδέσμευσης από την ΕΕ, η άρνηση ακόμα και για την ισότιμη προβολή τους, είναι έξω από το όριο και τις συλλογικές αποφάσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Μας οδηγεί σε αποφασιστικό «θόλωμα» της πολιτικής και των στόχων μιας πραγματικά ανατρεπτικής αριστερής μετωπικής συμπόρευσης, είναι πίσω από τις ανάγκες του λαϊκού κινήματος και της ταξικής πολιτικής αντιπαράθεσης στην Ελλάδα. Δεν ανταποκρίνεται στην θέληση όλων σχεδόν των συμμετεχόντων σε αυτήν την διαδικασία που ήταν ξεκάθαρα υπέρ της εξόδου από την ΕΕ. Και τέλος, θα αποτελούσε κατάφωρη παραβίαση των αποφάσεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Το πρόβλημα θα γίνεται οξύτερο όσο συνειδητοποιείται από πλατύτερα στρώματα εργαζόμενων ότι η παραμονή στην ΕΕ είναι ταυτόσημη με «μνημονιακού τύπου» πολιτικές. Όταν ο επικεφαλής του Σχεδίου Β διαπιστώνει (σωστά) ότι «η μακάβρια λειτουργία της τρόικας, δηλαδή ο έλεγχος του προϋπολογισμού, οι συστάσεις, οι επιτόπιες αποστολές, οι προειδοποιήσεις, οι κυρώσεις, η μόνιμη και αυξημένη επιτήρηση και τα πρόστιμα, η περικοπή των κονδυλίων, με ή χωρίς την εμπλοκή του ΔΝΤ γίνονται πια μόνιμο χαρακτηριστικό τους» αυτό δεν πρέπει να οδηγεί στον ρητό στόχο της ρήξης-αποδέσμευσης από την ΕΕ; Η άρνηση της σαφούς διατύπωσής του οξύνει τις αντιφάσεις αυτής της πολιτικής. Αντιφάσεις που αναγκαστικά θα αναδειχθούν στο έπακρο μέσα στις συνθήκες της οξυμένης πολιτικής και ιδεολογικής διαπάλης των αμέσως επόμενων μηνών.
Τέταρτο ζήτημα: κρατάμε κυρίως την δυνατότητα
Σαν μέλη του ΝΑΡ και της νεολαίας Κομμουνιστική Απελευθέρωση στην ΚΣΕ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ θεωρούμε ότι έχουμε τις δικές μας ευθύνες για την όλη διαδικασία. Για τα θετικά και τα αρνητικά της σημεία.
Αυτό που κυρίως κρατάμε είναι η δυνατότητα. Αν κάτι αναδείχτηκε σε αυτήν την διαδικασία –που για πρώτη φορά πήρε τόσο εκτεταμένο και συστηματικό τρόπο- είναι η δυνατότητα να γίνουν βήματα στην κατεύθυνση του πόλου της αντικαπιταλιστικής αντιιμπεριαλιστικής αντιΕΕ αριστεράς.
Η αδυναμία να υπάρξει συμφωνία σε αυτήν την φάση δεν χαροποιεί κανέναν. Δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να μπούμε σε παιγνίδια εντυπώσεων. Θα δώσουμε την μάχη για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, θεωρώντας ότι η υπόθεση της συμπόρευσης παραμένει ουσιαστικά ανοιχτή. Και σαν τέτοια πρέπει θα την αντιμετωπίσουμε.
ΥΓ: Η εκτίμηση πως οι πολιτικές διαφορές είναι ήσσονος σημασίας ή «βυζαντινισμοί» είναι επιπόλαιη. Αν ήταν έτσι, τότε το Σχέδιο Β, θα είχε αποδεχτεί την πρόταση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά έγινε το αντίθετο.