Η είδηση ότι ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Μπ. Νετανιάχου ανακοίνωσαν σχέδιο – συμφωνίας για τον τερματισμό του πολέμου στην Γάζα, που σύμφωνα με τον πρώτο σηματοδοτεί «μια από τις σπουδαιότερες μέρες στην ιστορία του πολιτισμού» δεν κρύβει τίποτα ελπιδοφόρο για τον δοκιμαζόμενο παλαιστινιακό λαό. Το σχέδιο προβλέπει ανάμεσα σε άλλα το σχεδόν ολοκληρωτικό πέρασμα της εξουσίας στην Γάζα στα χέρια του Ισραήλ και των ΗΠΑ, συγκεκριμένα ότι θα την αναλάβει μια
«…προσωρινή μεταβατική κυβέρνηση από μια τεχνοκρατική, απολιτική παλαιστινιακή επιτροπή, υπεύθυνη για την καθημερινή λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών και των δήμων για τον λαό της Γάζας. Η επιτροπή αυτή θα αποτελείται από εξειδικευμένους Παλαιστινίους και διεθνείς εμπειρογνώμονες, υπό την εποπτεία και την επίβλεψη ενός νέου διεθνούς μεταβατικού οργάνου, του «Συμβουλίου Ειρήνης», το οποίο θα διευθύνεται και θα προεδρεύεται από τον Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, με άλλα μέλη και αρχηγούς κρατών που θα ανακοινωθούν, συμπεριλαμβανομένου του πρώην Πρωθυπουργού Τόνι Μπλερ».
Το σχέδιο στην ουσία αποδέχεται όλα τα αιτήματα του Ισραήλ και δημιουργεί μια επαρχία-προτεκτοράτο όπου οι παλαιστίνιοι θα ζουν υπό την επίβλεψη των Ισραηλινών και των συμμάχων τους. Η γενοκτονική ισραηλινή κυβέρνηση, ο Τόνι Μπλερ που ισοπέδωσε το Ιράκ λέγοντας ψέματα για τα όπλα μαζικής καταστροφής, ο Τραμπ που στηρίζει τα εγκλήματα του ισραηλινού στρατού από την πρώτη στιγμή, δεν πείθουν κανέναν ότι θα φέρουν την «αιώνια ειρήνη» για την οποία μιλάνε, ούτε βέβαια ότι θα σεβαστούν τα δικαιώματα των Παλαιστινίων.
Το σχέδιο έχει πολλά «θολά σημεία», που ακόμα και αν γίνει αποδεκτό από την Χαμάς, θα επιτρέψει στο Ισραήλ να το αγνοήσει όποτε θέλει. Και βέβαια, όπως είπε ο Τραμπ, αν δεν γίνει αποδεκτό, το Ισραήλ θα έχει την πλήρη κάλυψη των ΗΠΑ να «κάνει ότι χρειαστεί», δηλαδή να τελειώσει την γενοκτονική του επιχείρηση.
Σε αυτές τις συνθήκες, είναι ακόμα πιο κρίσιμη η ανάπτυξη και κλιμάκωση του αντιπολεμικού κινήματος.
Το Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου, το Βερολίνο γνώρισε μία από τις μεγαλύτερες διαδηλώσεις υπέρ της Παλαιστίνης που έχουν γίνει στη Γερμανία. Πάνω από 100.000 άνθρωποι συμμετείχαν στη διαδήλωση με κεντρικό σύνθημα «Μαζί για τη Γάζα». Η εικόνα αυτή θα ήταν έτσι κι αλλιώς εντυπωσιακή, αποκτά όμως ιδιαίτερο βάρος στην περίπτωση της Γερμανίας, μιας χώρας που αποτελεί έναν από τους πιο σταθερούς στρατηγικούς συμμάχους του Ισραήλ στην Ευρώπη.
Η στρατηγική στήριξη της Γερμανίας στο Ισραήλ
Η περίφημη «Staatsräson» -η εθνική δέσμευση ότι η ασφάλεια του Ισραήλ αποτελεί «λόγο ύπαρξης» του γερμανικού κράτους- έχει μετατραπεί σε δόγμα. Η πολιτική αυτή μεταφράζεται σε συνεχή στρατιωτική, οικονομική και διπλωματική υποστήριξη στο Ισραήλ. Η κυβέρνηση του Φρίντριχ Μερτς (CDU/CSU) συνεχίζει την παράδοση των προηγούμενων κυβερνήσεων, προσφέροντας κάλυψη στις επιχειρήσεις του ισραηλινού στρατού στη Γάζα και ενισχύοντας μέχρι πρότινος τις εξαγωγές όπλων. Παράλληλα, επιχειρεί να καταστείλει κάθε φωνή αλληλεγγύης: απαγορεύσεις διαδηλώσεων, ποινικοποίηση συνθημάτων και διώξεις οργανώσεων.
Αν και ο Μερτς, υπό τη μαζική πίεση του κόσμου αλλά και των αποφάσεων που πήραν άλλες ευρωπαϊκές χώρες είχε ανακοινώσει από τον Αύγουστο περιορισμούς στις πωλήσεις όπλων προς το Ισραήλ, για την ώρα αρνείται να επιβάλει κυρώσεις στο Ισραήλ και δεν αναγνωρίζει το κράτος της Παλαιστίνης, σε αντίθεση με αρκετούς δυτικούς συμμάχους του.
Η κυβέρνηση Μέρτς αποφεύγει ακόμη και να προφέρει τη λέξη «γενοκτονία», παρ’ όλο που η πλειοψηφία της κοινωνίας -όπως καταγράφεται σε δημοσκοπήσεις- καταδικάζει την γενοκτονική πολιτική του Ισραήλ. Πάνω από το 60% της γερμανικής κοινωνίας θεωρεί τις ενέργειες του Ισραήλ γενοκτονία. Αυτό το χάσμα ανάμεσα σε κυβέρνηση και κοινωνία είναι που αποτυπώθηκε καθαρά στον δρόμο.
Σημείο καμπής για το κίνημα;
Η διαδήλωση της 27ης Σεπτεμβρίου μπορεί να σηματοδοτήσει σημείο καμπής για το κίνημα αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη. Από τη μια μεριά έχουμε τη συμμετοχή συνδικάτων, με την εκπαιδευτική ένωση GEW Βερολίνου και το Berlin Hospital Movement να καλούν επίσημα στη διαδήλωση. Από την άλλη, είναι σημαντικό να σημειώσουμε την αντοχή και την ανοδική του πορεία, αφού τον περασμένο Ιούνη είχαν πραγματοποιηθεί μεγάλες διαδηλώσεις στο Βερολίνο και τον Αύγουστο στη Φρανκφούρτη. Παρά τις απαγορεύσεις, τη σκληρή καταστολή, τη λογοκρισία, το κίνημα μεγαλώνει και αναγκάζει κατά διαστήματα εκπροσώπους του πολιτικού συστήματος να παίρνουν θέση, ακόμη κι αν πρόκειται για υποκριτικές δηλώσεις χωρίς ουσία.
Η σημασία του Βερολίνου
Η μαζικότητα της 27ης Σεπτεμβρίου δείχνει ότι το κίνημα αλληλεγγύης στη Γερμανία ξεπερνά τα όρια της προηγουμένης περιόδου και βάζει το ζήτημα ψηλά στην πολιτική ατζέντα. Η παρουσία χιλιάδων νέων, εργαζομένων, φοιτητών, είναι ελπιδοφόρα, ιδιαίτερα στον βαθμό που οι κινητοποιήσεις αυτές θα κλιμακωθούν και θα αναζητήσουν διεθνείς συμμαχίες και συντονισμό.
Η κυβέρνηση Μερτς επιμένει στη στρατηγική συμμαχία με το Ισραήλ, όμως η κοινωνία δείχνει έτοιμη να αμφισβητήσει ανοιχτά αυτή την κατεύθυνση. Παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση της Γερμανίας παίζει συστηματικά το χαρτί του «αντισημιτισμού», ταυτίζει δηλαδή την αλληλεγγύη στην Παλαιστίνη με τα εγκλήματα των ναζί ενάντια στους Εβραίους, ποντάροντας στην ευαισθησία μεγάλων κομματιών του πληθυσμού γύρω από αυτό το θέμα, το σχέδιο δεν φαίνεται να πιάνει. Αντίθετα, όσο εντείνεται η καταστολή, η τρομοκρατία και η υποκρισία, το κίνημα αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη συνδέεται όλο και περισσότερο με την πάλη για δημοκρατικά δικαιώματα και ενάντια στην ποινικοποίηση της διαμαρτυρίας.
Η διαδήλωση στο Βερολίνο δεν ήταν μια «στιγμιαία έκρηξη». Όπως έχει φανεί και σε άλλες χώρες το τελευταίο διάστημα (Ιταλία, Ισπανία, κα) η συμμετοχή του εργατικού κινήματος στην πάλη για την Παλαιστίνη μπορεί να οδηγήσει σε πολύ μαζικές κινητοποιήσεις, που προκαλούν πραγματικό φόβο και ασκούν μεγάλη πίεση στις κυβερνήσεις των χωρών – συμμάχων του Ισραήλ.