Χρήστου Κεφαλή
(μέλος της Συντακτικής Επιτροπής της Μαρξιστικής Σκέψης)
Πριν μερικό καιρό γράφαμε για τον εφησυχασμένο «αντιφασισμό» ορισμένων δημοσιολόγων της Αριστεράς, που ενώ στα λόγια εμφανίζονται εξαιρετικά αισιόδοξοι για το μέλλον της δημοκρατίας στη χώρα μας, στην πράξη είναι μέσα τους εντελώς φοβισμένοι, εφησυχασμένοι και απρόθυμοι να εξετάσουν τις απαιτήσεις ενός σοβαρού αντιφασιστικού αγώνα[1]. Τέτοιες περιπτώσεις υπάρχουν πολλές και στο χώρο της αστικής φιλελεύθερης δημοσιολογίας. Μάλιστα, οι πρόσφατες διώξεις ενάντια στη Χρυσή Αυγή δυναμώνουν αυτές τις τάσεις, προσφέροντάς τους μια φαινομενική δικαίωση. Δεν θα ήταν άσκοπο, λοιπόν, να εξετάσουμε ορισμένα τυπικά παραδείγματα επιχειρηματολογιών της τελευταίας κατηγορίας, στην καθαρή μορφή με την οποία παρουσιάζονταν πριν από τις τελευταίες εξελίξεις.
Το κοινό γνώρισμα όλων αυτών των τάσεων είναι η αναιμική καταδίκη του φασισμού, από μια σκοπιά και λογική ταυτόσημη εκείνης του Δον Κιχώτη ή της στουρθοκαμήλου. Οι εκπρόσωποί τους είναι βέβαια ελαφρώς καλύτεροι από την κύρια μερίδα των ταγών του κατεστημένου, που ως χτες δεν έβλεπαν κανένα πρόβλημα και χαριεντίζονταν πρόθυμα στα τηλεοπτικά παράθυρα με τους Μιχαλολιάκους και τους Κασιδιάρηδες. Ωστόσο, επιστρατεύουν την εξυπνάδα τους στο να αποφύγουν να εκθέσουν ή και να αρνηθούν τις βάσεις του φασιστικού κινδύνου, καταλήγοντας έτσι να τον υποτιμούν και να ονειρεύονται φανταστικές διεξόδους. Θα αναφερθούμε σε δυο κείμενα των Άννας Φραγκουδάκη και Δημήτρη Μητρόπουλου, δημοσιευμένα στα Νέα στις 20-21 Ιουλίου 20132.
Ο αντιφασιστικός στουρθοκαμηλισμός της Α. Φραγκουδάκη…
Η Φραγκουδάκη εξετάζει το θέμα αποκλειστικά και μόνο από την άποψη της αφηρημένης λογικής. Οι χρυσαυγίτες ευαγγελίζονται κρεμάλες και έκρυθμες καταστάσεις, όμως αυτά είναι εμφανώς κακά πράγματα που πρέπει να αποφεύγονται. Όλοι οι λογικοί άνθρωποι το καταλαβαίνουν ή θα όφειλαν να το καταλαβαίνουν αυτό. Ωστόσο, η Χρυσή Αυγή βρίσκει περιέργως ακροατήριο καλλιεργώντας την οξύτητα που της προσφέρει δημοσιότητα:
«Κάθε ακρότητα όπως η λέξη “χιμπαντζής”, κάθε παραβίαση των κανόνων του δημόσιου λόγου, κάθε έκφραση βίας λεκτικής ή υλικής βίας επιφέρει αυτόματα δημοσιότητα. Μα αυτή η δημοσιότητα είναι αρνητική, θα έλεγε η κοινή λογική. Ναι, αλλά η λογική της διαφήμισης είναι πριν απ’ όλα η επωνυμία».
Η Φραγκουδάκη δεν θέτει, και πολύ περισσότερο δεν εξετάζει πουθενά το ζήτημα των συνθηκών που μπορεί να κάνουν ελκυστικό σε σχετικά πλατιές μάζες ένα «σχέδιο» όπως αυτό της Χρυσής Αυγής. Το σχέδιο, όπως η ίδια το περιγράφει –κρεμάλες για τους προδότες πολιτικούς, βία στους δρόμους ενάντια στους μετανάστες, κοκ– ήταν πάντα το ίδιο εδώ και τρεις δεκαετίες. Γιατί λοιπόν αυτό το σχέδιο δεν έβρισκε ακροατήριο επί τόσες δεκαετίες και βρίσκει σήμερα;
Η προφανής απάντηση είναι η αλλαγή των συνθηκών ζωής, η καταστροφή συγκεκριμένα πλατιών μερίδων του πληθυσμού, ιδιαίτερα μικροαστών, από την κρίση, που τις κάνουν ευάλωτες στη φασιστική δημαγωγία. Η «λογική» είναι σίγουρα εξαιρετικό πράγμα, όταν όμως κάποιος δεν έχει να φάει και πιέζεται αφόρητα από τα βιοτικά προβλήματα, η λογική θολώνει. Σε μια τέτοια κατάσταση, πολλοί θα ενδώσουν στον πειρασμό να επιλέξουν οποιαδήποτε λύση, ακόμη και το φασισμό, αν με αυτό τον τρόπο μπορεί έστω να ανακουφίσουν προσωρινά το άμεσο πρόβλημα. Και όταν μάλιστα αυτή η «λύση» εμφανίζεται να έχει τη δύναμη του κράτους και της αστυνομίας πίσω της, όταν ενισχύεται πολύπλευρα από ομάδες του κατεστημένου, εφοπλιστές, κ.λπ., τότε οι πειρασμοί σίγουρα αυξάνονται.
Η Φραγκουδάκη όχι μόνο αγνοεί αυτούς τους παράγοντες, αλλά στο πρόσφατα εκδομένο βιβλίο της Ο Εθνικισμός και η Άνοδος της Ακροδεξιάς βεβαιώνει ρητά ότι δεν είχαν και δεν έχουν αποφασιστικό ρόλο στην άνοδο του νεοφασισμού:
«Δεν είναι τα κοινωνικοπολιτικά αίτια αυτά που κυρίως έδωσαν ώθηση στη Χρυσή Αυγή. Αντίθετα, ιδεολογικές αιτίες, όπως ο απομονωτικός εθνικισμός της μεταπολίτευσης, που μετατράπηκε σε… αντιευρωπαϊκό φανατισμό, συνέβαλαν πιο καθοριστικά στη γιγάντωση ενός κόμματος οι βασικές θέσεις του οποίου για το έθνος, τον πατριωτισμό και τη σύγχρονη θέση της Ελλάδας κυκλοφορούν ευρύτατα ανάμεσά μας».[3]
Θα πρέπει λοιπόν να πιστέψουμε πως δεν ήταν η παγκοσμιοποίηση και η παγκόσμια οικονομική κρίση που έφεραν τους ναζί στο προσκήνιο, αλλά καθαρά ιδεολογικά φαινόμενα όπως ο «αντιευρωπαϊσμός», που αν είχαν αποφευχθεί δεν θα είχαμε κανένα πρόβλημα. Απ’ αυτή την τελείως επιδερμικά αντιφασιστική άποψη γίνεται βέβαια αδύνατη κάθε πραγματική αντιφασιστική στάση και αγώνας. Έτσι, το μόνο που απομένει στη Φραγκουδάκη είναι μια φρασεολογική πολεμική, μια έκκληση για «αφύπνιση» των πολλών που για τη Χρυσή Αυγή είναι εχθροί.
«Το αισιόδοξο πολιτικό σενάριο είναι τούτο: πέρα από τους “ξένους” ανθέλληνες, ακόμη και με την απλή αριθμητική, για τους “σωτήρες του έθνους” [δηλαδή, τους χρυσαυγίτες] “εχθροί” είναι περίπου όλοι οι έλληνες πολίτες».
Μια τέτοια «αφύπνιση» που εξεγείρεται μόνο φραστικά ενάντια στη Χρυσή Αυγή και εθελοτυφλεί απέναντι σε όλα όσα καθιστούν πραγματική τη φασιστική απειλή δε διαφέρει τελικά πολύ από την ύπνωση, το στουρθοκαμηλικό χώσιμο του κεφαλιού στην άμμο.
… και το κυνήγι ανεμόμυλων του Δ. Μητρόπουλου
Αν η Φραγκουδάκη είναι μια απλή πανεπιστημιακός, καθηγήτρια κοινωνιολογίας, ο Δ. Μητρόπουλος είναι ένας επίσημος σχολιαστής του συγκροτήματος Λαμπράκη, που όσα λέει ορίζουν τη γραμμή των πολιτικών του παρεμβάσεων. Οι απόψεις του λοιπόν έχουν σαφώς μεγαλύτερη βαρύτητα και έχει μια σημασία να παρακολουθήσουμε κάπως αναλυτικά τη συλλογιστική του.
Ο Μητρόπουλος ξεκινά στο άρθρο από την ίδια ακριβώς αφετηρία με τη Φραγκουδάκη, αποκλείοντας εκ των προτέρων από το οπτικό του πεδίο όλους τους πραγματικούς κοινωνικούς παράγοντες που εξέθρεψαν και μεγέθυναν τον νεοφασισμό. Σε αυτή τη βάση, επιχειρεί να εμφανίσει την τακτική των παραδοσιακών κομμάτων του κατεστημένου, του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, να δανείζονται από την ατζέντα της Χρυσής Αυγής και να την υποθάλπουν, ως το προϊόν μιας πλάνης.
«Η κοινή πεποίθηση», γράφει, «είναι ότι το πολιτικό σκηνικό έχει, εδώ και δώδεκα μήνες, γείρει προς τα δεξιά. Σύμφωνα με τη φορά αυτή, ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ πήγαν στη ΝΔ και ψηφοφόροι της ΝΔ πάνε προς τη Χρυσή Αυγή… Η ανάλυση αυτή οδηγεί σε ένα απλό συμπέρασμα. Η εξισορρόπηση του πολιτικού συστήματος δεν μπορεί παρά να προέλθει από τον επαναπατρισμό των γαλάζιων ψηφοφόρων που γίνονται μαύροι. Είναι ένα χαρτί που το παίζουν οι πάντες».
Και ο ίδιος αναφέρει παραπέρα τους σκληρούς δεξιούς έως ακροδεξιούς τόνους που υιοθετεί η ΝΔ, «δημιουργώντας χώρους στην κυβέρνηση για προερχόμενους από τον ακραίο δεξιό χώρο πολιτικούς» όπως ο Άδωνις Γεωργιάδης και ο Βορίδης, ως μια κατάδειξη αυτού του προσανατολισμού.
Ο Μητρόπουλος είναι της γνώμης πως πρόκειται για ένα λαθεμένο προσανατολισμό, όχι επειδή καταλήγει στην πράξη να ενισχύει τους νεοναζί, αλλά επειδή δεν βοηθά τους τωρινούς κυβερνώντες να βγουν από πάνω. Κατά τη γνώμη του υπάρχει καλύτερος δρόμος για την ενίσχυση των παραδοσιακών δυνάμεων του κατεστημένου, που είναι η στροφή προς το κέντρο, αντί για τα ακροδεξιά αλληθωρίσματα και τις ερωτοτροπίες με τους νεοναζί. Αναφέρεται σε αυτή τη συνάρτηση στο τελευταίο βιβλίο του πρώην διευθυντή της Le Monde Ζαν-Μαρί Κολομπανί, ο οποίος επισημαίνει ότι η στροφή προς την ακροδεξιά δεν απέδωσε σε τρεις περιπτώσεις το 2012-13: στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ, όπου ο ακραίος Ρόμνεϊ ηττήθηκε από το μετριοπαθή Ομπάμα, και στις εκλογές στη Γαλλία και το Ισραήλ, όπου ανάλογη τύχη είχαν ο Σαρκοζί και ο Νετανιάχου.
Το συμπέρασμα του αρθρογράφου των Νέων είναι:
«Στην πραγματικότητα, οι δεξαμενές είναι στο Κέντρο. Εκεί βρίσκονται οι τελευταίες δημοκρατικές εφεδρείες. Αν αυτό ισχύει, τότε το κρυπτοφλέρτ με τον ακραίο δεξιό πολιτικό λόγο αναδεικνύεται σε κλασική παγίδα της νέας εποχής. Είναι κάτι που στην ανάπαυλα του Αυγούστου θα πρέπει να το σκεφτούν όλα τα επιτελεία».
Αυτή η επιδερμική ανάλυση είναι επικίνδυνα παραπλανητική, στο βαθμό που φαίνεται να δικαιώνεται σήμερα. Πραγματικά, δεν αποτελούν οι διώξεις εναντίον της Χρυσής Αυγής απόδειξη ότι ο λεγόμενος μεσαίος χώρος διατηρεί ακόμη μια ζωτικότητα και ότι είναι δυνατή μια άλλη αστική πολιτική που να παίρνει αποστάσεις από το φασισμό ή ακόμη να του καταφέρει κτυπήματα και να τον βάζει στο περιθώριο;
Αυτό όμως είναι μόνο η επιφανειακή όψη των πραγμάτων. Πραγματικά, η ίδια η αστική πολιτική, ακόμη και με τη φυλάκιση των ηγετικών στελεχών της Χρυσής Αυγής, αποδεικνύεται τελείως ανίκανη να κάμψει την επιρροή της. Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν μια σταθερή απήχηση της νεοναζιστικής συμμορίας της τάξης του 8%[4]. Στο βαθμό που αυτό σημαίνει μια περιορισμένη πτώση από ακόμη μεγαλύτερα ποσοστά που έδειχναν προηγούμενα οι δημοσκοπήσεις, αυτή θα πρέπει να αποδοθεί περισσότερο στις μαζικές λαϊκές αντιφασιστικές κινητοποιήσεις την επαύριο της δολοφονίας του Φύσσα, παρά στις κινήσεις κορυφής της κυβέρνησης. Και τι να πει κανείς για τα «επιτελεία» που ως χτες δεν έβλεπαν κανένα πρόβλημα και σήμερα μόνο, επειδή τους συμφέρει ή θεωρούν ότι τους συμφέρει, ανακαλύπτουν τον κίνδυνο του φασισμού; Δεν είναι βέβαιο σχεδόν ότι σε μια νέα στροφή, όταν πάλι θα τους βολεύει, θα ξεχάσουν τον όψιμο αντιφασισμό τους αύριο;
Μια εξαιρετική ανάλυση του Τρότσκι
Στα κείμενά του για τη γερμανική κρίση την περίοδο της ανόδου του Χίτλερ ο Τρότσκι προβαίνει σε μια εύστοχη συνοπτική κριτική των διαφόρων στάσεων απέναντι στο φασισμό, που μας επιτρέπει να αξιολογήσουμε βαθύτερα τη λογική που αποπνέουν οι θέσεις της Φραγκουδάκη και του Μητρόπουλου:
«Αν τοποθετήσει κανείς μια σφαίρα στην κορυφή μιας πυραμίδας, τότε το παραμικρότερο σπρώξιμο μπορεί να την κάνει να κυλήσει είτε δεξιά είτε αριστερά. Σε μια τέτοια κατάσταση πλησιάζει τώρα η Γερμανία. Υπάρχουν δυνάμεις που θέλουν να κυλήσει η σφαίρα προς τα δεξιά και να σπάσει τη ραχοκοκαλιά της εργατικής τάξης. Υπάρχουν δυνάμεις που επιθυμούν να μείνει η σφαίρα στην κορφή. Αυτό είναι ουτοπία. Η σφαίρα δεν μπορεί να κρατηθεί στην κορυφή της πυραμίδας. Οι κομμουνιστές θέλουν να κυλήσει η σφαίρα αριστερά και να σπάσει τη ράχη του καπιταλισμού. Αλλά δεν φτάνει να θέλεις. Πρέπει να ξέρεις πώς» [5].
Δημοσιολόγοι όπως η Φραγκουδάκη και ο Μητρόπουλος εκφράζουν τυπικά την οπτική εκείνης της παραδοσιακής μερίδας του κατεστημένου που θέλει και προσπαθεί να κρατήσει τη σφαίρα στην κορυφή της πυραμίδας. Είναι αυτό το γνώρισμά τους που τους μετατρέπει αναπόφευκτα σε Δον Κιχώτες και στουρθοκαμήλους.
Η έξοχη αυτή σύγκριση του Τρότσκι μπορεί ίσως να βελτιωθεί σε ένα σημαντικό σημείο, που επιτρέπει να δείξουμε ακριβέστερα γιατί η προσπάθεια αυτών των ομάδων είναι μάταιη και καταδικασμένη σε αποτυχία. Ο καπιταλισμός δεν μοιάζει ακριβώς με μια πυραμίδα με αιχμηρή κορυφή, αλλά με μια πυραμίδα που στην κορυφή της έχει μια μικρή κοιλάδα. Σε ομαλές εποχές, οι πιέσεις και οι δυνάμεις που ασκούνται στη σφαίρα από τις κοινωνικές συγκρούσεις είναι σχετικά μικρές, έτσι που οι κυβερνώντες μπορούν να την κρατούν μέσα στην κοιλάδα, εφαρμόζοντας τις κατάλληλες αντιπιέσεις. Σε εποχές κρίσης όπως η τωρινή όμως οι δυνάμεις που τείνουν να εξοστρακίσουν τη σφαίρα από την κοιλάδα γίνονται εξαιρετικά ισχυρές, ενώ η βάση της κοιλάδας στενεύει. Στις συνθήκες αυτές είναι βέβαιο ότι οι δυνάμεις θα φτάσουν κάποια στιγμή την ισχύ που κάνει αναπόφευκτο το πέταγμα της μπάλας προς τη μια ή προς την άλλη μεριά.
Ο Μητρόπουλος επικαλείται ουσιαστικά το γεγονός ότι οι δυνατότητες συγκράτησης της μπάλας δεν έχουν ακόμη εξαντληθεί εντελώς, ότι σε μερικές χώρες μπορεί στιγμιαία η κίνησή της ακόμη να ελέγχεται. Ωστόσο, η ίδια η επιχειρηματολογία του φανερώνει τον ασύστατο χαρακτήρα της.
Πρώτ’ απ’ όλα, οι κεντρώες δεξαμενές στις οποίες στηρίζει τις ελπίδες του μπορούσε να είναι πολυπληθείς μόνο στην περίοδο που υπήρχε μια μεγάλη μάζα λίγο-πολύ βολεμένων μικροαστών. Σήμερα όμως οι μικροαστοί καταστρέφονται μαζικά και αυτό το γεγονός περιορίζει ασφυκτικά τις δυνατότητες σταθεροποίησης στη βάση των τωρινών κοινωνικών συμμαχιών, που ήταν αποτελεσματικές στο προηγούμενο στάδιο. Επιπλέον οι συνταγές αυτές μπορεί να έχουν ακόμη μια αποτελεσματικότητα σε προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, όπως οι ΗΠΑ και η Γαλλία, που συγκριτικά έχουν πληγεί λιγότερο από την κρίση ή είχαν πολύ περισσότερα μέσα για να την ξεπεράσουν κάπως, φορτώνοντάς την στις πιο αδύναμες χώρες. Στην Ελλάδα, η καταστροφή των «μεσαίων τάξεων» έχει πάρει συγκριτικά πολύ πιο δραματικές, ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Γι’ αυτό η αποτελεσματικότητα των παραδοσιακών συνταγών δεν μπορεί παρά να είναι πολύ πιο περιορισμένη. Είναι η αίσθηση αυτού του γεγονότος, και όχι κάποια πλάνη όπως φαντάζεται ο Μητρόπουλος, που στρέφει τα επιτελεία των παραδοσιακών αστικών κομμάτων στο φλερτ με την ακροδεξιά. Και αυτή η ανάγκη τους για αναζήτηση ακροδεξιών στηριγμάτων, σε μια πιο «μετριοπαθή» και «λογική» Χρυσή Αυγή, κοκ, δεν εξαλείφεται από την τωρινή τους στροφή, ούτε έχουν βέβαια απομακρυνθεί τα στοιχεία της κυβέρνησης, του κρατικού μηχανισμού, κ.λπ., που θώπευαν το νεοναζισμό.
Κατά δεύτερο λόγο, ποια είναι η εξέλιξη ακόμη και στην πολύ πιο προηγμένη και ισχυρή καπιταλιστικά Γαλλία; Εκεί μπορεί να επικράτησε στις εκλογές ο Ολάν, αλλά άρκεσε ένας μόνο χρόνος για να απαξιωθεί πλήρως και σήμερα οι δημοσκοπήσεις δίνουν την πρώτη θέση στην ακροδεξιά νοσταλγό του φασισμού κόρη του Λεπέν.
Αυτά και μόνο τα περιστατικά δείχνουν ότι η μπάλα δεν μπορεί να διατηρηθεί και σήμερα στην κορυφή. Αργά ή γρήγορα θα κυλήσει προς τα δεξιά ή προς τα αριστερά. Εκείνοι που προσπαθούν να την κρατήσουν στην κορυφή και εφευρίσκουν θεωρίες υπέρ αυτής της προσέγγισης, όπως η οικεία θεωρία των «δυο άκρων», απλά ματαιοπονούν και χρονοτριβούν καιροσκοπικά.
Ο ίδιος ο αρθρογράφος των Νέων το ομολογεί αυτό έμμεσα όταν λέει ότι στο κέντρο βρίσκονται οι «τελευταίες εφεδρείες». Αυτό εμπεριέχει μια έμμεση αναγνώριση ότι η αστάθεια του συστήματος είναι γενικευμένη και ότι μόνο προσωρινά και για τελευταία φορά ίσως να μπορεί να ελεγχθεί. Αλλά τι θα γίνει τότε όταν αυτές οι τελευταίες εφεδρείες εξαντληθούν και οι παράγοντες που θρέφουν το φασισμό, η κρίση και τα Μνημόνια, η μαζική ανεργία και η φτωχοποίηση, εξακολουθούν να είναι παρόντες; Τους απολογητές του κατεστημένου, όπως ο Μητρόπουλος και η Φραγκουδάκη, που κοιτάζουν να βολευτούν όπως μπορούν σήμερα, αδιαφορώντας για το αύριο, δεν τους απασχολούν τέτοια ενοχλητικά ερωτήματα. Και για να τα αποφύγουν και να τα κρύψουν από τους αναγνώστες τους, παρερμηνεύουν την πραγματική κατάσταση.
Αντί συμπεράσματος
Στο κορυφαίο έργο του Θερβάντες, ο Σάντσο Πάντσα προειδοποιεί τον Δον Κιχώτη όταν ρίχνεται ενάντια στους ανεμόμυλους, νομίζοντας ότι πολεμά με γίγαντες:
«Μια ώρα δεν φώναζα στην ευγένειά σας να προσέξει καλά τι κάνει, γιατί δεν ήταν γίγαντες, αλλά ανεμόμυλοι;»
Στο οποίο ο γενναίος ιππότης έχει έτοιμη την απάντηση:
«Όσο το σκέφτομαι, τόσο πείθομαι ότι εκείνος ο μάγος ο Φρεστώνας μεταμόρφωσε αυτούς τους γίγαντες σε ανεμόμυλους για να μου στερήσει τη δόξα που θα κέρδιζα αν τους νικούσα. Όμως δεν θα καταφέρουν τίποτα τα φθονερά του μάγια απέναντι στην καλοσύνη του σπαθιού μου!»
Σε τελική ανάλυση, τα μυαλά και τα σπαθιά των φιλελεύθερων απολογητών της τωρινής κατάστασης δεν είναι ούτε τόσο δα καλύτερα ή πιο αποτελεσματικά από τα παρωχημένα όπλα του Δον Κιχώτη.
Μόνο το μαζικό κίνημα θα μπορέσει να θέσει έναν αποτελεσματικό φραγμό στο φασισμό, παλεύοντας ενάντια στις κυρίαρχες αντιδραστικές πολιτικές αλλά και στο σάπιο καπιταλιστικό σύστημα που είναι η τελική αιτία της φασιστικής ανόδου.
_____________
Σημειώσεις
1. Χ. Κεφαλή, «Διάλογοι κι αντιπαραθέσεις στην Αριστερά: Για τον εφησυχασμό απέναντι στο φασισμό», https://xekinima.org/arthra/view/article/dialogoi-ki-antiparatheseis-stin-aristera-gia-ton-efis/. Ως παράδειγμα αυτού του εφησυχασμού στο χώρο της αριστερής δημοσιογραφίας φέρναμε εκεί ένα άρθρο του Πάνου Σώκου, «Οι πληγές και η θεραπεία της δημοκρατίας», Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 28/7/2013.
2. Ά. Φραγκουδάκη, «Το πολιτικό σχέδιο της Χρυσής Αυγής» και Δ. Μητρόπουλου, «Η παγίδα της άκρας δεξιάς», Τα Νέα, 20-21 Ιουλίου 2013.
3. Εκδ. Αλεξάνδρεια, 2013, όπως παρατίθεται στη βιβλιοκριτική του Παναγιώτη Δημητρά, «Ο εθνικός απομονωτισμός γιγάντωσε τη Χρυσή Αυγή», 8/9/2013, http://tvxs.gr/news/synergates/o-apomonotikos-ethnikismos-gigantose-ti-xrysi-aygi-toy-panagioti-dimitra?quicktabs_happens_now=0. Ο αρθρογράφος, ένας ομοϊδεάτης της Φραγκουδάκη, εκτιμά πως «αν δεν κατανοηθεί η ανάλυσή της δεν θα γίνει ποτέ δυνατή η αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής» (στο ίδιο).
4. «ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ κονταροχτυπιούνται και η Χρυσή Αυγή σταθερή στις δημοσκοπήσεις», 19/10/2013, http://gr.news.yahoo.com.
5. Λ. Τρότσκι, «Ενιαίο εργατικό μέτωπο ενάντια στο φασισμό», στο Γερμανία, ο Φασισμός και το Εργατικό Κίνημα, εκδ. Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη, σελ. 57.