Διαβάστε παρακάτω την εισήγηση της Δέσποινας Σπανούδη στη συζήτηση με τίτλο «Οικοφασισμός: όταν το μαύρο ντύνεται πράσινο» που πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 22/3 στο πλαίσιο του διημέρου AntifaCon 2025. Δείτε σχετικό ρεπορτάζ του Antinazi Zone εδώ.
Όταν το μαύρο βάφεται πράσινο και η Ακροδεξιά μιλάει για οικολογία
Συνήθως η ακροδεξιά ταυτίζεται με τα αντιπεριβαλλοντικά προτάγματα. Η οικολογική προσέγγιση είναι αντισυστημική και αντικαπιταλιστική. Απαιτώντας την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου και αναγνωρίζοντας ότι η αχαλίνωτη επιδίωξη του κέρδους καταστρέφει αλόγιστα τη φύση και την κοινωνία, οι οικολογικές στοχεύσεις προϋποθέτουν αποκέντρωση, συμμετοχική δημοκρατία, κοινωνικό έλεγχο των φυσικών πόρων.
Όμως όσο οξύμωρο και αν ακούγεται, πολύ συχνά η ακροδεξιά φοράει ένα περιβαλλοντικό καπέλο. Όπως όλες οι διαστρεβλωτικές θεωρίες, έτσι και ο οικοφασισμός χρησιμοποιεί πραγματικά προβλήματα στα οποία δίνει λάθος απαντήσεις, συνήθως απλοϊκές, από αυτές που μπορεί να αντιληφθεί κανείς χωρίς δεύτερες σκέψεις σχεδόν αντανακλαστικά.
Η πιο γνωστή -και παλιά- θεωρία του οικοφασισμού είναι ότι για τα προβλήματα του περιβάλλοντος φταίει ο υπερπληθυσμός. Πραγματικά σε ένα πεπερασμένο πλανήτη μοιάζει εύκολο να καταλάβει κανείς ότι υπάρχει ένα όριο κατοίκησης ανθρώπων. Ο Thomas Malthus, ο πρώτος που ανέπτυξε τη θεωρία για τον υπερπληθυσμό στα τέλη του 18ου αιώνα, ισχυρίστηκε ότι πρέπει να περιορίζεται η γεννητικότητα στις κατώτερες τάξεις.
Τι λύσεις προτείνει ο οικοφασισμός; Λιγότερους ανθρώπους και μάλιστα από αυτούς που πολλαπλασιάζονται πολύ, αφού σε ΗΠΑ και Ευρώπη αντιστοιχεί σήμερα μόλις το 5% των παγκόσμιων γεννήσεων.
Σε μια δεύτερη σκέψη όμως το 1% των πλουσιότερων του πλανήτη παράγει σχεδόν διπλάσιες εκπομπές CO₂ από το φτωχότερο 50% του πληθυσμού. Για την ακρίβεια το φτωχότερο 50% ευθύνεται μόνο για 7-10% των συνολικών εκπομπών. Οι εκπομπές διοξειδίου της μέσης πτήσης ιδιωτικού τζετ ισοδυναμούν με τις ετήσιες εκπομπές που αντιστοιχούν σε ένα Ευρωπαίο πολίτη. Αντίστοιχο είναι το μερίδιο των πλουσίων στη ρύπανση, την εξάντληση των πόρων, την ελάττωση της βιοποικιλότητας.
Με δεδομένο ότι η απόσταση μεταξύ πλουσίων και φτωχών αυξάνεται σταθερά τα τελευταία 20 χρόνια, είναι φανερό ότι αν ήθελε κανείς να προστατέψει το περιβάλλον, στους πρώτους που θα έπρεπε να στραφεί είναι στους πλουσιότερους. Οι τελευταίοι καταστρέφουν τον πλανήτη όχι μόνο μέσω της προσωπικής τους καταναλωτικής συμπεριφοράς αλλά κυρίως μέσω της αναπαραγωγής ενός αδηφάγου και αχαλίνωτου συστήματος. Ενός παραγωγικού σύμπαντος που προωθεί fast food, fast fashion, προϊόντα μιας ή περιορισμένης χρήσης, υπερκατανάλωση ζωικών προϊόντων, κρυπτονομίσματα, συνεχή μετάδοση δεδομένων τα περισσότερα από τα οποία είναι για προώθηση προϊόντων και συνεχείς μεταφορές: σκόρδα ταξιδεύουν από την Κίνα, κρεμμύδια από τη Χιλή και τα σκουπίδια μας κάνουν το γύρο του πλανήτη για να καταλήξουν σε τρίτες χώρες. Η διεύρυνση των ανισοτήτων αναγνωρίζεται από όλους τους διεθνείς οργανισμούς ως ένα από τα δομικά εμπόδια της επιδίωξης της βιωσιμότητας και της αειφορίας.
Όπως γράφει ο Bruno Latour τo 2017, μέχρι σήμερα όσοι αποδέχονταν το σχέδιο του εκμοντερνισμού, αποδέχονταν το κάλεσμα από το τοπικό στο πλανητικό και από κει προς το άπειρο σύμπαν. Υπήρχε πάντα κάποια αμφιταλάντευση με την ανάγκη να επιστρέψουμε στο παρελθόν των παραδοσιακών βεβαιοτήτων αλλά σε γενικές γραμμές η πρόοδος προς τα εμπρός δεν αμφισβητούνταν. Όταν η παγκοσμιοποίηση έγινε αρνητική τότε και η έλξη προς το τοπικό έγινε απονενοημένη φυγή. Πρόκειται για ένα αρνητικό τοπικό που υπόσχεται προστασία, ταυτότητα και σιγουριά εντός εθνικών ή εθνοτικών συνόρων. Δεν είναι όμως πλέον ούτε καν αληθοφανές αφού η επίθεση προς τα δικαιώματα και το περιβάλλον είναι σαρωτική. Το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι η Γη είναι πάρα πολύ στενή και πεπερασμένη για τον κόσμο της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και από την άλλη η παγκοσμιοποίηση είναι υπερβολικά μεγάλη, δυναμική, σύνθετη για να χωρέσει στα όρια της τοπικότητας.
Ακροδεξιά και κλιματική αλλαγή
Σε διεθνές επίπεδο, πολλοί ακροδεξιοί είναι ενάντια στις πολιτικές για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Όπως επισημαίνει ο Αντρέας Μαλμ, η ακροδεξιά λειτουργεί ως επιθετικός υπερασπιστής της βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων, συνδέοντας την προστασία του περιβάλλοντος με εθνικιστικές και ξενοφοβικές απόψεις. Ορισμένες ακροδεξιές ομάδες υιοθετούν ένα παραλλαγμένο περιβαλλοντισμό που προωθεί τη διατήρηση της “εθνικής” φύσης όπως για παράδειγμα τα Μακεδονικά δάση. Σε ακροδεξιές αφηγήσεις, η διατήρηση του ελληνικού τοπίου συνδέεται με την «ελληνικότητα» και την ανάγκη να μην αλλοιωθεί από ξένες επιρροές.
Στην Ελλάδα, τα περιβαλλοντικά θέματα δεν αποτελούν σημαντική προτεραιότητα για την ακροδεξιά. Όμως όπως ο εθνικισμός έτσι και ο οικοφασισμός, συχνά αναπτύσσουν μια ρητορική που διαπερνά πολύ ευρύτερα ακροατήρια που βρίσκονται ακόμη και στο φάσμα της αριστεράς και της οικολογίας.
Η μεγαλύτερη διείσδυση τέτοιων απόψεων αφορά το κίνημα ενάντια στην ασύδοτη εγκατάσταση διατάξεων εκμετάλλευσης ΑΠΕ. Η προσχηματική και απατηλή επίκληση της πράσινης ανάπτυξης για να δικαιολογηθεί η πρωτοφανούς κλίμακας καταστροφή που εξελίσσεται στην ελληνική φύση, οδηγεί μέρος του κινήματος στην απόρριψη του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής. Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα «αντανακλαστικής» αντίδρασης: Βάζουν ΑΠΕ επικαλούμενοι την κλιματική αλλαγή, με αυτό τον τρόπο κερδοσκοπούν και καταστρέφουν, άρα αυτά που λένε για την κλιματική αλλαγή είναι ψέματα. Παραβλέποντας το γεγονός ότι συνήθως είναι οι ίδιοι ενεργειακοί όμιλοι που απλώνουν τις δραστηριότητές τους από τους υδρογονάνθρακες μέχρι τα αιολικά.
Έτσι μεγάλο μέρος του κινήματος αντί να αμφισβητήσει το οικονομικό και παραγωγικό μοντέλο που οδηγεί στην φρενήρη υπερκατανάλωση ενέργειας, η περισσότερη από την οποία σπαταλιέται άσκοπα, αμφισβητεί την κλιματική αλλαγή και ζητά επιστροφή στα ορυκτά καύσιμα ή ακόμη και στην πυρηνική ενέργεια.
Οι αρνητές της κλιματικής αλλαγής έχουν δύο προσεγγίσεις. Η μια απορρίπτει πλήρως το φαινόμενο τονίζοντας ότι ακραίες θερμοκρασίες υπάρχουν διαχρονικά, ενώ η άλλη αναγνωρίζει το φαινόμενο αλλά το αποδίδει σε γεωλογικές περιόδους που έρχονται και παρέρχονται και όχι σε ανθρωπογενείς παρεμβάσεις. Και στις δύο περιπτώσεις η άρνηση διαστρεβλώνει τόσο πρόβλημα όσο και την λύση του. Είναι γεγονός ότι ο καπιταλισμός προκαλεί μια κρίση και μετά πουλάει ένα φάρμακο με τρόπο που συχνά την επιδεινώνει. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η κρίση δεν είναι πραγματική, ούτε ότι μπορεί να υπάρχει απάντηση που δεν θα αμφισβητεί το μοντέλο που την προκάλεσε. Είναισαν να αρνούμαστε ότι υπάρχει παγκόσμια πείνα επειδή οι μεγάλες εταιρείες βιοτεχνολογίας λανσάρουν μεταλλαγμένα ως απάντηση.
Ποιος προωθεί την άρνηση και την εναλλακτική πραγματικότητα;
Μία προφανής αιτία για την άνοδο των θεωριών συνωμοσίας είναι η γενικευμένη κοινωνική αμφισβήτηση των θεσμών αφού οι κυβερνήσεις υπηρετούν ολοένα και πιο απροκάλυπτα οικονομικές εξουσίες. Όμως δεν είναι η μοναδική αιτία. Η εναλλακτική πραγματικότητα καλλιεργήθηκε παράλληλα με την συνειδητοποίηση της επερχόμενης οικολογικής κρίσης ήδη από τη δεκαετία του 60 με προειδοποιήσεις που πύκνωσαν τις επόμενες δεκαετίες.
Οι οικονομικές και πολιτικές εξουσίες που ενημερώθηκαν πρώτες, προσπάθησαν να διασφαλίσουν ότι ο κόσμος δεν θα αντιδρούσε με ενιαίο τρόπο διεκδικώντας δομικές αλλαγές. Δισεκατομμύρια δαπανήθηκαν για την παραπληροφόρηση έτσι ώστε οι πολίτες να μην πάρουν σοβαρά το μέγεθος του κίνδυνου της περιβαλλοντικής υποβάθμισης. Η άρνηση, η αποδοχή των fake news, συνδέεται με την άνοδο ακροδεξιών, λαϊκιστικών και αντιεπιστημονικών κινημάτων με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον Τραμπ, όταν στην πιο προηγμένη επιστημονικά και τεχνολογικά χώρα του πλανήτη, επικράτησε ένα ψευδοεπιστημονικό παραλήρημα.
Δεν πρόκειται για μια ανήθικη επιλογή ή μια προδοσία. Η οικονομία της αγοράς, υποχρεώνει το σύστημα να κινείται διαρκώς επιταχυνόμενο και μεγεθυνόμενο αντλώντας υπεραξία από τους ανθρώπους και εξαντλώντας τη φύση με ολοένα και εντονότερους ρυθμούς. Έτσι η συσκότιση δεν είναι τυχαία αλλά είναι μια επιλογή για την επιβίωση του συστήματος με υπερπληθώρα πληροφοριών χωρίς αξιολόγηση και ιεράρχηση με διαφορετικά μηνύματα που φθάνουν ταυτόχρονα από διαφορετικές πηγές.
Ο οικοφασισμός εξελίσσεται
Νομίζω ότι το μόνο πράγμα που είναι πιο τρομακτικό από ένα ακροδεξιό, ρατσιστικό κίνημα που αρνείται την πραγματικότητα της κλιματικής αλλαγής, είναι ένα ακροδεξιό, ρατσιστικό κίνημα που δεν την αρνείται…. Τα παραπάνω λόγια της Ναόμι Κλάιν σε συνέντευξή της το 2019 περιγράφουν τον κίνδυνο που αποτελεί το νέο ρεύμα του οικοφασισμού που αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια, αφήνοντας πίσω τους πιο παραδοσιακούς ακροδεξιούς αρνητές της κλιματικής αλλαγής.
Οι υποστηρικτές του ισχυρίζονται ότι η κλιματική κρίση και συνολικότερα η υποβάθμιση του περιβάλλοντος είναι αποτέλεσμα της μεγάλης αύξησης του ανθρώπινου πληθυσμού –βασικά του μη λευκού πληθυσμού– και των μεταναστευτικών ροών.
Το «Πρόβλημα του πληθυσμού» έχει τη μορφή ενός φοίνικα: αναγεννάται από τις στάχτες του τουλάχιστον κάθε γενιά και μερικές φορές κάθε δεκαετία, έλεγε ο Murray Bookchin.
Αυτή η θεωρία συνοδεύεται με τη θεωρία της «Μεγάλης Αντικατάστασης», σύμφωνα με την οποία κάποια σκοτεινά κέντρα εξουσίας έχουν σχεδιάσει τη μείωση του λευκού πληθυσμού στον ανεπτυγμένο κόσμο και τη σταδιακή αντικατάστασή του από πληθυσμούς μεταναστών από την Αφρική, την Ασία και τη Νότια Αμερική.
Στις ΗΠΑ, ανάμεσα στις ακροδεξιές και νεοφασιστικές οργανώσεις που αναπτύσσονται τα τελευταία χρόνια, υπάρχουν και αυτές που έχουν αναφορές στον «οικοφασισμό». Βίαιες επιθέσεις όπως αυτή σε πολυκατάστημα του Τέξας το 2019 με 23 νεκρούς, ή αυτή σε σούπερ μάρκετ της πόλης Μπάφαλο το 2022 με δέκα νεκρούς έγιναν από ανθρώπους που δήλωναν οικοφασίστες. Το 2019, στην πόλη Christchurch της Νέας Ζηλανδίας, ο δράστης της δολοφονικής επίθεσης σε δύο μουσουλμανικά τεμένη με 51 θύματα, αναφερόταν και στην ανάγκη «διατήρησης της φύσης» και της «φυσικής τάξης».
Η νέα ακροδεξιά ρητορεία ισχυρίζεται ότι αν μπει φρένο στις προσφυγικές ροές ο ανεπτυγμένος κόσμος θα καταφέρει να διατηρήσει τα δικά του εδάφη ανεπηρέαστα από την περιβαλλοντική υποβάθμιση, συνεχίζοντας την υποβάθμιση του υπόλοιπου πλανήτη.
Και αυτό γίνεται. Τα τροπικά δάση του Αμαζονίου και της νοτιοανατολικής Ασίας καταστρέφονται μαζικά τις τελευταίες δεκαετίες. Ο βασικός λόγος έχει να κάνει με την ανάγκη της βιομηχανίας κτηνοτροφικών προϊόντων να αποκτήσει νέα εδάφη για καλλιέργειες ζωοτροφών και για κτηνοτροφικές μονάδες που να ανταποκρίνονται στο αδιέξοδο διατροφικό μοντέλο που έχει χτίσει το σύστημα του κέρδους. Αυτές τις καταστροφές θα τις υποστούν πρωτίστως οι ντόπιοι. Τα προϊόντα που θα παραχθούν στα εκχερσωμένα δάση απευθύνονται στους καταναλωτές του ανεπτυγμένου κόσμου. Τα κέρδη θα πάνε σε ελάχιστες εταιρείες που ελέγχουν τη διατροφή στον πλανήτη.
Η Νιγηρία, υφίσταται εδώ και δεκαετίες τις επιπτώσεις της ρύπανσης του Δέλτα του Νίγηρα που έχει μετατραπεί σε μια γιγάντια πετρελαιοκηλίδα με βασική υπεύθυνη την ολλανδική πολυεθνική Shell. Μια σειρά χώρες της Αφρικής, η Μοζαμβίκη, η Ναμίμπια, η Μποτσουάνα, αλλά και η Ελλάδα απειλούνται από νέα καταστροφικά σχέδια εξόρυξης και μεταφοράς πετρελαίου και φυσικού αερίου. Μεγάλο μέρος αυτών των κοιτασμάτων προορίζονται για την αγορά της Δύσης και βέβαια θα τα εκμεταλλευτούν δυτικές επιχειρήσεις όπως η Total, η Exxonmobil, η BP.
Τα απόβλητα που παράγει ο ανεπτυγμένος κόσμος σε ΗΠΑ και Ευρώπη εξάγονται σε χώρες της Νότιας Αμερικής, της Αφρικής και της Νοτιοανατολικής Ασίας.
Οι στρατιωτικές δραστηριότητες σε ολόκληρο τον πλανήτη ευθύνονται για το 5,5% των συνολικών εκπομπών αερίων ρύπων, χωρίς να περιλαμβάνονται αυτές που παράγονται στα ενεργά πολεμικά μέτωπα. Αν στα παραπάνω προσθέσουμε τις εμπόλεμες ζώνες του πλανήτη, η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο δραματική. Εκατομμύρια τόνοι αερίων του θερμοκηπίου, ανυπολόγιστη φυσική καταστροφή.
Μόνοι κερδισμένοι από τις ακροδεξιές θεωρίες είναι αυτοί που καταστρέφουν πραγματικά: οι μεγάλες επιχειρήσεις ενέργειας, εξορύξεων, τροφίμων, προϊόντων τεχνολογίας, η πολεμική βιομηχανία, αυτοί που ελέγχουν την παραγωγή και τον πλούτο του πλανήτη. Την ώρα που κάποιοι από τους φτωχούς κατηγορούν κάποιους ακόμη φτωχότερους, η αγορά εξαντλεί τους φυσικούς πόρους, ρυπαίνει και απορρυθμίζει το κλίμα.
Μια άλλη πλευρά του οικοφασισμού: Το «Greenwashing» αυταρχικών ή ακόμη και γενοκτονικών καθεστώτων
Οικολογικά ζητήματα χρησιμοποιούνται από αυταρχικά και στρατοκρατικά καθεστώτα για να ενισχύσουν την εξουσία τους ή για να δικαιολογήσουν ακόμη και γενοκτονίες. Η περίπτωση του Ισραήλ είναι η πιο χαρακτηριστική.
Το Ισραήλ έχει αναπτύξει μια σειρά από πολιτικές και πρωτοβουλίες για την προστασία του περιβάλλοντος και την προώθηση της οικολογικής βιωσιμότητας. Η περιβαλλοντική πολιτική του Ισραήλ περνάει μέσα και από το Εβραϊκό Εθνικό Ταμείο, ένα οργανισμό που ιδρύθηκε το 1901 από το Σιωνιστικό Κίνημα, με σκοπό την αγορά και διαχείριση γης στην τότε Οθωμανική Παλαιστίνη για τη δημιουργία ενός εβραϊκού εθνικού κράτους.
Μετά την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ το 1948, το JNF-KKL μετατράπηκε σε περιβαλλοντικό και αναπτυξιακό οργανισμό, αναλαμβάνοντας δράσεις όπως Διαχείριση Υδάτων, Ανάπτυξη γεωργικών εκτάσεων, Δημιουργία πάρκων και φυσικών καταφυγίων και Αναδασώσεις: Το Ισραήλ είναι μία από τις λίγες χώρες στον κόσμο όπου η δασική κάλυψη αυξήθηκε τον 20ό αιώνα. Ωστόσο αυτό χρησιμοποιήθηκε για την ιστορική «εξαφάνιση» Παλαιστινιακών χωριών.
Το Εβραϊκό Εθνικό Ταμείο (JNF) έχει προχωρήσει σε μεγάλης κλίμακας αναδασώσεις και δημιουργία φυσικών πάρκων σε περιοχές όπου υπήρχαν παλαιστινιακά χωριά πριν το 1948. Με τον τρόπο αυτό αλλοιώνει την ιστορική μνήμη, καλύπτοντας με δάση τα ίχνη των χωριών που εκκενώθηκαν ή καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια της πρώτης Νάκμπα.
Ένας σημαντικός τομέας είναι η προστασία και διατήρηση των λεγόμενων «ιερών φυσικών χώρων» που διασυνδέουν την θρησκεία με την προστασία της φύσης. Αυτές οι προσπάθειες περιλαμβάνουν όχι μόνο την προστασία της βιοποικιλότητας αλλά και στρατηγικές διαχείρισης τοπίου. «Αυτό που ξεχωρίζει αυτές τις τοποθεσίες είναι ο διπλός τους ρόλος ως πνευματικών και οικολογικών καταφυγίων. Στους θρησκευτικούς οικολογικούς χώρους, υπάρχει μια αναγνώριση της διασύνδεσης μεταξύ της ανθρώπινης πνευματικότητας και του φυσικού κόσμου. Η σημασία αυτών των περιοχών εκτείνεται πέρα από την οικολογική και πνευματική τους αξία. Έχουν επίσης πολιτιστική και ιστορική σημασία, λειτουργώντας ως ιεροί τόποι προσκυνήματος για διάφορες θρησκευτικές κοινότητες. Αυτές οι τοποθεσίες προσελκύουν επισκέπτες από όλο τον κόσμο». Η διαχείριση των ιερών φυσικών χώρων στο Ισραήλ είναι σύνθετη και μοιράζεται μεταξύ κρατικών φορέων, θρησκευτικών αρχών και περιβαλλοντικών οργανισμών.
Το Ισραήλ, προβάλλει τους Εβραίους ως αυτόχθονες της γης του Ισραήλ, ενώ απορρίπτει την αντίστοιχη ταυτότητα των Παλαιστινίων. Αυτό γίνεται και μέσω της ένταξης συγκεκριμένων τοποθεσιών σε προστατευόμενες περιοχές με ιστορική ή θρησκευτική σημασία για τον εβραϊκό λαό, όπως αρχαιολογικοί χώροι ή περιοχές που σχετίζονται με βιβλικές αφηγήσεις. Οι περιοχές αυτές, γνωστές ως αυτόχθονες και κοινοτικές προστατευόμενες περιοχές συχνά διαχειρίζονται από τοπικές κοινότητες.
Σε πολλές περιπτώσεις αυτές οι περιβαλλοντικές ρυθμίσεις έχουν χρησιμοποιηθεί για να απαγορεύσουν την επιστροφή Παλαιστινίων στις περιοχές τους. Στην πραγματικότητα η προστασία «ιερών φυσικών χώρων» και η σύνδεσή τους με την εβραϊκή ιστορία αποτελεί τρόπο εδαφικής διεκδίκησης και πολιτιστικής ηγεμονίας, αποκλείοντας ή περιθωριοποιώντας την παλαιστινιακή παρουσία.
Η περιβαλλοντική πολιτική του Ισραήλ, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας «ιερών φυσικών χώρων» και της σύνδεσης με «αυτόχθονες πληθυσμούς», χρησιμοποιείται ως εργαλείο για τη διαμόρφωση μιας αφήγησης ιστορικής συνέχειας που ενισχύει τη νομιμοποίηση του σύγχρονου κράτους του Ισραήλ.
Ας σημειωθεί ότι στην προηγούμενη περίοδος της διακυβέρνησης Τραμπ είχαν αναπτυχθεί συνεργασίες για την ενδυνάμωση της διαφύλαξης της βιοποικιλότητας του Ισραήλ. Η κρατική περιβαλλοντική αρχή του Ισραήλ έχει την σημαντική και ιερή ευθύνη να προστατέψει όχι μόνο τα άγρια φυτά και ζώα αλλά και την πιο πολύτιμη πολιτιστική κληρονομιά και τις φυσικές περιοχές στους Άγιους Τόπους.
Τι να κάνουμε;
Η μετάβαση ένα άλλο σύστημα προϋποθέτει την απαλλαγή από την κυριαρχία του οικονομισμού. Η οικολογία είναι το πολιτικό ρεύμα που προσπάθησε να αλλάξει την κατεύθυνση μεταμορφώνοντας τα πάντα σε πεδίο διαμάχης, από το κρέας μέχρι το κλίμα. Τις τελευταίες δεκαετίες, δεν υπάρχει αναπτυξιακό πρόγραμμα ή πρόταση ή έργο που να μην εγείρει αντιδράσεις. Οι περισσότερες πολιτικές δολοφονίες και διώξεις αφορούν ακτιβιστές για οικολογικά θέματα.
Από την άλλη πλευρά παρά την ασυδοσία των αγορών, η ανάπτυξη δεν αμφισβητείται από καμία εκδοχή της Αριστεράς, της Δεξιάς και της Ακροδεξιάς. Οι θεωρίες της αποανάπτυξης έχουν πολύ μικρή απήχηση.
Όμως είναι επιτακτική ανάγκη να προσδιορίσουμε τους ταξικούς αγώνες λαμβάνοντας υπόψη τον νέο υλισμό που επιβάλλεται λόγω των περιβαλλοντικών περιορισμών. H βασική αντίθεση είναι ανάμεσα στην προσδοκία της συνεχούς μεγέθυνσης, εκσυγχρονισμού και επιτάχυνσης και στην διασφάλιση ενός κατοικήσιμου πλανήτη. Η διαρκής πρόοδος της παγκοσμιοποίησης δεν υπάρχει, αφού στερείται υλικής βάσης. Η εθνική, εθνοτική ή τοπική προστασία μοιάζει καθησυχαστική, αλλά ούτε αυτή υπάρχει για τον ίδιο λόγο. Το καίριο ερώτημα είναι: Πως θα καταφέρουμε να νιώθουμε ασφαλείς χωρίς να αναδιπλωθούμε στην ταυτότητα και την υπεράσπιση των συνόρων;
Η ταξική οπτική πρέπει να προσαρμοστεί στην ανάγκη για τη διατήρηση της ισορροπίας στη γη. Τα ζητήματα φύλου, φυλής, εκπαίδευσης, διατροφής, εργασίας, τεχνολογικών επιτευγμάτων, θρησκείας, διαχείρισης ελευθέρου χρόνου πρέπει να περιέχουν την οικολογική διάσταση.
Η πραγματική μάχη πρέπει να δοθεί για ένα διαφορετικό περιεχόμενο στο σύνολο των ανθρώπινων δραστηριοτήτων που δεν θα έχουν ως στόχο τη διαρκή επιτάχυνση τους, αλλά τη συμβίωση. Αν θέλουμε να κερδίσουμε τη μάχη με τον εθνικισμό, την ακροδεξιά και την οικολογική καταστροφή, δεν υπάρχει άλλος δρόμος από την έφοδο στον ουρανό.
Ο οικοφασισμός δεν έρχεται από το μέλλον
Ένας από τους πρώτους θεωρητικούς του οικοφασισμού ήταν ο αμερικανός Μάντισον Γκραντ, συγγραφέας του βιβλίου «Ο θάνατος της Μεγάλης Φυλής, ή η φυλετική βάση της ευρωπαϊκής ιστορίας», τον οποίο θαύμαζε και ο Χίτλερ. Ο Γκραντ ήταν «περιβαλλοντιστής». Κατά τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα δημιούργησε στις ΗΠΑ μεγάλα πάρκα και καταφύγια άγριας ζωής. Ταυτόχρονα ζητούσε να περιοριστεί η μετανάστευση από τη Νότια Ευρώπη ενώ προπαγάνδιζε τον κίνδυνο εξαφάνισης των σκανδιναβικών λαών, τα βιολογικά χαρακτηριστικά των οποίων έπρεπε, κατά τη γνώμη του, να κυριαρχήσουν ως πιο «ευγενή».
Παράλληλα στη Γερμανία του 19ου και 20ού αιώνα, οι εθνικιστές ρομαντικοί (όπως οι Βάγκνερ, Χάινριχ Χίμλερ και άλλοι) πίστευαν ότι η «φυλή» ήταν άρρηκτα δεμένη με το φυσικό περιβάλλον της. Η αγάπη για το «φυσικό κόσμο» και την «οικολογία» από ένα μυστικισμό της φύσης κι ένα φυλετικό εθνικισμό, ένα κράμα από μυστικιστικές και ψευδο-επιστημονικές απόψεις, οι οποίες βρήκαν έδαφος κυρίως τη δεκαετία του ’20. Αυτή η ιδεολογία υιοθετήθηκε από το ναζιστικό καθεστώς, το οποίο εισήγαγε πολιτικές προστασίας της φύσης, όπως η προστασία των δασών και των ζώων, αλλά πάντα στο πλαίσιο μιας ρατσιστικής και εθνοκεντρικής λογικής.
Ο Thomas Malthus ήταν ο πρώτος που ανέπτυξε τη θεωρία για τον υπερπληθυσμό το 1798. Όποτε το ζήτημα του υπερπληθυσμού υιοθετήθηκε από τα έθνη-κράτη και από υπερεθνικές οργανώσεις, οδήγησε σε τρομακτικές πρακτικές όπως η καταναγκαστική στείρωση. Ένα από τα πιο χειρότερα παραδείγματα είναι η Ινδία, όπου, τη δεκαετία του ’70, ενθαρρύνθηκε με δεκάδες εκατομμύρια δολάρια δανεισμού από την Παγκόσμια Τράπεζα, τη Σουηδική Αρχή Διεθνούς Ανάπτυξης και το Ταμείο του ΟΗΕ για τον Πληθυσμό, ξεκινώντας μεγάλης κλίμακας στειρώσεις, υπό την πρωθυπουργία της Indira Gandhi. Οι προσπάθειες αυτές κορυφώθηκαν το 1975, όταν η πρωθυπουργός ανέστειλε τις πολιτικές ελευθερίες, δηλώνοντας κατάσταση «έκτακτης ανάγκης» και στειρώνοντας πάνω από έξι εκατομμύρια ανθρώπους σε ένα χρόνο -ένα ποσό που εκτιμάται ως 15 φορές μεγαλύτερο από τον αριθμό των ανθρώπων που στειρώθηκαν από τους ναζί. Για άλλη μια φορά ήταν οι φτωχότεροι και οι χωρίς δύναμη που θυσιάστηκαν στο όνομα του ελέγχου του πληθυσμού. Ο υπερπληθυσμός χρησιμοποιήθηκε ως πρόσχημα για τις άρχουσες τάξεις να ξεφορτωθούν τους ανθρώπους στο περιθώριο της κοινωνίας, οι οποίοι έγιναν περιττοί για τα γρανάζια του συστήματος.