Άρθρο της Kshama Sawant για το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών, αρχικά δημοσιευμένο στο Counterpunch στις 15 Νοεμβρίου.
Το αποτέλεσμα των φετινών εκλογών δεν αποτελεί έκφραση μιας ξαφνικής άνθησης του φασισμού στην Αμερική, αλλά μια εξέγερση ενάντια στην αποξενωμένη και μισητή ελίτ του Δημοκρατικού Κόμματος.
Ο βασικός παράγοντας της ήττας ήταν η οργισμένη απόρριψη από την εργατική τάξη του status quo, εν μέσω μιας βαθιάς κρίσης του κόστους ζωής, για την οποία οι Δημοκρατικοί έχουν σημαντικό μερίδιο ευθύνης. Εργαζόμενοι που πλήττονται από τις εξωφρενικές αυξήσεις στις τιμές τροφίμων, βενζίνης και ενοικίων, σε συνδυασμό με τις καταρρέουσες κοινωνικές υποδομές, κλήθηκαν να στηρίξουν την Καμάλα Χάρις με την απειλή ότι διαφορετικά η κατάσταση θα χειροτερέψει. Τους ζήτησαν να αγνοήσουν τη γενοκτονία στη Γάζα – και ακόμα χειρότερα, να ψηφίσουν εκείνους που τη στηρίζουν. Το μόνο που είχαν να προσφέρουν οι Δημοκρατικοί ήταν μια ξαναζεσταμένη καμπάνια- σούπα κατά του Τραμπ.
Όπως ήταν φυσικό, οι Δημοκρατικοί έχασαν τη στήριξη πολλών στρωμάτων της κοινωνίας: Αράβων και μουσουλμάνων Αμερικανών, μαύρων και Λατίνων ψηφοφόρων, νέων, ακόμη και γυναικών.
Σύμφωνα με τους Financial Times, «η πλειοψηφία των νοικοκυριών με ετήσιο εισόδημα κάτω από 50.000 δολάρια ψήφισαν τον Τραμπ. Αντίθετα, όσοι κερδίζουν πάνω από 100.000 δολάρια στήριξαν τη Χάρις, όπως δείχνουν τα exit polls». Αξιοσημείωτο είναι ότι αυτή η τελευταία ομάδα ήταν η μόνη στην οποία η Χάρις κατέγραψε άνοδο: οι ψηφοφόροι με εισόδημα άνω των 100.000 δολαρίων στήριξαν τον Μπάιντεν με 42% το 2020, ενώ το ποσοστό αυτό αυξήθηκε σε 51% υπέρ της Χάρις.
Παράλληλα, η Χάρις εγκατέλειψε μια σειρά από προοδευτικές πολιτικές που είναι εξαιρετικά δημοφιλείς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι πρωτοβουλίες δημοψηφισμάτων σε πολιτείες που ψήφισαν υπέρ του Τραμπ: αυξήσεις του κατώτατου μισθού στα 15 δολάρια την ώρα (Αλάσκα, Μιζούρι), επέκταση της άδειας ασθενείας μετ’ αποδοχών (Αλάσκα, Μιζούρι, Νεμπράσκα), απόρριψη προγραμμάτων voucher για σχολεία (Κολοράντο, Κεντάκι, Νεμπράσκα) και απαγόρευση συναντήσεων που καλεί η διοίκηση σε εργασιακούς χώρους αναγκάζοντας ουσιαστικά τους εργαζόμενους να παραβρεθούν (Αλάσκα).
Η αφήγηση ότι οι Δημοκρατικοί έχασαν επειδή οι ψηφοφόροι της εργατικής τάξης γίνονται πιο συντηρητικοί είναι παραπλανητική. Φυσικά υπήρχαν δεξιές τάσεις που εκφράστηκαν στο εκλογικό αποτέλεσμα, καθώς είχε επίδραση η σιχαμερή προπαγάνδα και των δύο κομμάτων κατά των μεταναστών. Βασικά όμως, η πολιτική των Δημοκρατικών και των Ρεπουμπλικανών κινείται σταθερά προς τα δεξιά, προσπαθώντας να επιβάλλει στους εργαζόμενους το κόστος της διαρκούς κρίσης του καπιταλισμού.
Ενώ η ψήφος στον Τραμπ ήταν σε μεγάλο βαθμό ψήφος κατά της Χάρις, υπάρχουν εκατομμύρια άνθρωποι που έχουν μια νοσταλγία για τον Τραμπ, έχοντας ψευδαισθήσεις ότι θα επαναφέρει χαμηλότερες τιμές και θα τερματίσει τους πολέμους.
Όλες αυτές οι αβάσιμες ελπίδες θα καταρρεύσουν σύντομα. Παρά την απομονωτική ρητορική του και τους ψευδείς ισχυρισμούς του όταν μιλούσε σε αραβοαμερικανικό ακροατήριο ότι θα φέρει την ειρήνη στη Μέση Ανατολή, ο Τραμπ είναι ένας πολεμοκάπηλος εκπρόσωπος της τάξης των δισεκατομμυριούχων, όπως και η Χάρις. Ο Τραμπ δεν είναι φίλος των εργαζομένων και θα αυξήσει τις επιθέσεις εναντίον καταπιεσμένων ομάδων. Όσον αφορά τη γενοκτονία στη Γάζα, σίγουρα θα κάνει ό,τι μπορεί για να βοηθήσει τον Νετανιάχου να «τελειώσει τη δουλειά».
Οι Δημοκρατικοί δεν είναι το «μικρότερο κακό»- ούτε οι Ρεπουμπλικάνοι
Αποτελεί σκάνδαλο το γεγονός ότι οι Δημοκρατικοί προσπαθούν να ρίξουν το φταίξιμο στους εργαζόμενους της εργατικής τάξης, κατηγορώντας τους ότι είναι ρατσιστές και σεξιστές επειδή δεν υποστήριξαν τη Χάρις, ενώ οι ίδιοι προετοιμάζονται χωρίς αμφιβολία να κάνουν περαιτέρω προσεγγίσεις προς το παραδοσιακό κατεστημένο των Ρεπουμπλικάνων.
Αλλά δεν πρέπει να μας εκπλήσσει αυτό, γιατί το Δημοκρατικό Κόμμα δεν ήταν ποτέ κόμμα της εργατικής τάξης. Ήταν ανέκαθεν κόμμα των αφεντικών. Αρχικά, ήταν το κόμμα των δουλοκτητών και, στη συνέχεια, το κόμμα του βάρβαρου φυλετικού διαχωρισμού των νόμων Τζιμ Κρόου. Έχουν επιτεθεί σφοδρά στο εργατικό κίνημα, καλώντας επανειλημμένα την Εθνοφρουρά για να καταστείλει απεργούς. Έχουν υποστηρίξει ενεργά – ή ηγηθεί – κάθε αιματηρού πολέμου του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, περιλαμβανομένης της έναρξης του Πολέμου του Βιετνάμ. Τώρα είναι υπεύθυνοι για μια γενοκτονία.
Υπό την ηγεσία του Μπάιντεν και της Χάρις, οι Δημοκρατικοί διέλυσαν την απεργία των σιδηροδρομικών. Μαχαίρωσαν πισώπλατα τον Μπέρνι Σάντερς και τους εργαζόμενους δύο φορές, εξασφαλίζοντας ότι ένας υποψήφιος με αιτήματα της εργατικής τάξης δεν θα επιτρεπόταν να εκπροσωπήσει το κόμμα στις εκλογές. Αντί να αντισταθεί, ο Σάντερς μας πρόδωσε υποστηρίζοντας απροκάλυπτα τον Μπάιντεν και μετά τη Χάρις.
Υπάρχει μια μεγάλη λίστα των «μεταρρυθμιστών» του Δημοκρατικού Κόμματος που εκλέχθηκαν ως μέρος μιας νέας αριστερής πτέρυγας του κόμματος, όπως η AOC (Αλεξάνδρια Οκάζιο-Κορτές), οι οποίοι απορροφήθηκαν σχεδόν αμέσως από το μηχανισμό του κόμματος, αντί να συγκρουστούν με την ηγεσία του.
Ο Σάντερς και η AOC πέρασαν τα τελευταία τέσσερα χρόνια προωθώντας το Δημοκρατικό Κόμμα και φράζοντας τον δρόμο των κινημάτων της εργατικής τάξης. Δεν πρέπει να τους δοθεί ίχνος αξιοπιστίας στις προσπάθειές τους να παρουσιαστούν ως ηγεσία της νέας «Αντίστασης 2.0» ενάντια στον Τραμπ 2.0. Θα μας οδηγήσουν ξανά στον αδιέξοδο δρόμο του Δημοκρατικού Κόμματος.
Στα δέκα χρόνια της θητείας μου στο Σιάτλ ως εκλεγμένη σοσιαλίστρια σύμβουλος της πόλης, το Δημοκρατικό Κόμμα υπήρξε διαρκής εχθρός των κινημάτων μας. Στο δημοτικό συμβούλιο του Σιάτλ δεν υπάρχουν Ρεπουμπλικάνοι, πράγμα που σημαίνει ότι οι Δημοκρατικοί αναλαμβάνουν εξ ολοκλήρου το ρόλο του υπερασπιστή των μεγάλων επιχειρήσεων. Δεν μιλάμε απλώς για περιστασιακά εμπόδια – πολέμησαν λυσσαλέα, είτε για να μπλοκάρουν τις πρωτοβουλίες μας είτε για να τις αποδυναμώσουν. Από τον κατώτατο μισθό των 15 δολαρίων την ώρα, μέχρι τον «φόρο Amazon» για τις μεγάλες επιχειρήσεις και τα νομοσχέδια για τα δικαιώματα των ενοικιαστών, το Δημοκρατικό Κόμμα βρισκόταν συνεχώς απέναντί μας.
Οι Δημοκρατικοί δεν είναι το «μικρότερο κακό». Είναι ένα από τα πιο ισχυρά καπιταλιστικά κόμματα στον κόσμο.
Το ίδιο ισχύει και για τους Ρεπουμπλικάνους. Δεν ήταν ποτέ, ούτε πρόκειται να γίνουν κόμμα της εργατικής τάξης. Αντίθετα, είναι ένα ακραία αντι-συνδικαλιστικό, φιλοπόλεμο, βαθιά συντηρητικό κόμμα – και ήταν έτσι πολύ πριν την εμφάνιση του Τραμπ.
Το πρόβλημα είναι συστημικό. Και τα δύο κόμματα –Δημοκρατικό και Ρεπουμπλικανικό– εκπροσωπούν την ίδια κοινωνική τάξη: τους καπιταλιστές. Αυτός είναι ο λόγος που συνεχίζουν να λειτουργούν ενάντια στα συμφέροντα της εργατικής τάξης, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε προσπάθεια μεταρρύθμισης. Ακόμα και όταν οι επιλογές τους κοστίζουν εκλογικές νίκες –όπως συνέβη στους Δημοκρατικούς– παραμένουν προσηλωμένοι στη διατήρηση της κυριαρχίας του καπιταλισμού.
Αυτός είναι ο λόγος που οι Μαρξ και Ένγκελς τόνιζαν την αναγκαιότητα η εργατική τάξη να έχει την δική της πολιτική εκπροσώπηση, ήδη από το 1850:
«Η εργατική τάξη πρέπει να έχει τα δικά της κόμματα και υποψήφιους. Ακόμα και αν δεν υπάρχει προοπτική εκλογής, οι εργάτες οφείλουν να προβάλλουν τους δικούς τους υποψηφίους για να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους, να μετρήσουν τη δύναμή τους και να δημοσιοποιήσουν την επαναστατική τους θέση. Δεν πρέπει να παρασυρθούν από τα κενολογικά επιχειρήματα των δημοκρατών, που ισχυρίζονται ότι έτσι διχάζεται το “δημοκρατικό στρατόπεδο”. Αυτά τα λόγια δεν είναι τίποτε άλλο παρά προσπάθεια εξαπάτησης του προλεταριάτου. Η πρόοδος που θα επιτύχει το εργατικό κίνημα μέσα από την ανεξάρτητη δράση είναι απείρως πιο σημαντική από τα όποια μειονεκτήματα της παρουσίας αντιδραστικών δυνάμεων στην εξουσία».
Όχι ψήφοι για τη γενοκτονία!
Η οργάνωσή μου, Workers Strike Back, υποστήριξε την υποψηφιότητα της Τζιλ Στάιν, διεξάγοντας δυναμική εκστρατεία για την ενίσχυση της υποψηφιότητάς της, ακόμα και στις πολιτείες που το αποτέλεσμα ήταν αμφίρροπο. Δεν το κάναμε επειδή περιμέναμε να κερδίσει ή να εξασφαλίσει το 5% των ψήφων, ούτε επειδή θεωρούμε το Πράσινο Κόμμα ως τη λύση που χρειάζεται η εργατική τάξη.
Διεξαγάγαμε εκστρατεία υπέρ της Στάιν επειδή ήταν η ισχυρότερη ανεξάρτητη, αριστερή και αντιπολεμική υποψηφιότητα. Στόχος μας ήταν να ενισχύσουμε το αντιπολεμικό και εργατικό κίνημα, να δείξουμε γιατί οι εργαζόμενοι πρέπει να απορρίψουν και τα δύο κόμματα των αφεντικών και να ξεκινήσουμε να δημιουργούμε τη βάση για μια πραγματική εναλλακτική.
Η εκστρατεία μας ξεκίνησε με διαμαρτυρίες στο Εθνικό Συνέδριο των Δημοκρατικών (DNC). Το Workers Strike Back διοργάνωσε συγκεντρώσεις μαζί με την εκστρατεία της Στάιν, την πρωτοβουλία Abandon Harris, το Revolutionary Blackout Network και άλλες οργανώσεις.
Στη συνέχεια, συνεχίζοντας αυτή την ενιομετωπική τακτική, επικεντρωθήκαμε στο Μίσιγκαν – την πολιτεία με τον μεγαλύτερο πληθυσμό Αραβοαμερικανών και μουσουλμάνων ψηφοφόρων. Στην αραβοαμερικανική κοινότητα, η μαζική υποστήριξη στον Τραμπ αντικατοπτρίζει την απογοήτευση και την οργή απέναντι στους Δημοκρατικούς. Ιδιαίτερα έντονη ήταν η απόρριψή τους λόγω της στάσης των Δημοκρατικών στη γενοκτονία της Γάζας, την οποία ζητούσαν από τους ψηφορόρους να ξεχάσουν. Δεν το έκαναν.
Τελικά, το Workers Strike Back αφιέρωσε σημαντικό μέρος του χρόνου του στο Μίσιγκαν για να πείσει τους ψηφοφόρους να μην ψηφίσουν τον Τραμπ και να στηρίξουν αντ’ αυτού τη Στάιν. Καταφέραμε σε μεγάλο βαθμό να πετύχουμε αυτόν τον στόχο, αν και ήμασταν μια πολύ μικρή δύναμη για να σταματήσουμε τη γενικότερη στροφή προς το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, που καθοδηγήθηκε από την επιθυμία να τιμωρηθεί η Χάρις. Είμαστε, επίσης, περήφανοι για κάθε ψήφο που αφαιρέσαμε από τη γενοκτόνο Αντιπρόεδρο.
Η Τζιλ Στάιν ξεπέρασε την Κάμαλα Χάρις σε 11 εκλογικά τμήματα στο Ντίρμπορν. Σε δύο από αυτά τα τμήματα, βρέθηκε σε απόσταση 30 ψήφων από το να ξεπεράσει τον Τραμπ. Η μεγαλύτερη στήριξη για τη Στάιν καταγράφηκε στη βορειοανατολική περιοχή του Ντίρμπορν, όπου υπάρχει πολύ μεγάλη μουσουλμανική και αραβική κοινότητα, στα τμήματα όπου η Workers Strike Back ήταν πιο ενεργή στην καμπάνια της.
Η αφήγηση ότι ο πόλεμος στη Γάζα δεν έπαιξε ρόλο στις εκλογές εξυπηρετεί απλώς την πολιτική των Δημοκρατικών και των φιλελεύθερων μέσων ενημέρωσης, που θέλουν να συνεχίσουν να στηρίζουν τη σφαγή. Παρότι δεν ήταν ο μοναδικός λόγος για την ήττα της Χάρις, ο πόλεμος ήταν ένας σημαντικός παράγοντας. Όπως ανέφεραν οι New York Times, εσωτερικές δημοσκοπήσεις έδειξαν ότι οι αναποφάσιστοι ψηφοφόροι στις πολιτείες-κλειδιά ήταν έξι φορές πιο πιθανό να επηρεαστούν από τις απόψεις τους για τον πόλεμο στη Γάζα.
Πρέπει να αποτιμήσουμε με ψυχραιμία το σχετικά χαμηλό αποτέλεσμα της Στάιν, που φαίνεται να παίρνει 750,000 ψήφους, περίπου το μισό αριθμό από ότι πήρε το 2016.
Κάθε μία από αυτές τις ψήφους είναι σημαντική. Αντιπροσωπεύουν μια θαρραλέα στάση ενάντια στη γενοκτονία και στα δύο κόμματα που εξυπηρετούν την τάξη των δισεκατομμυριούχων. Αποτελούν μια βάση πάνω στην οποία μπορούμε να χτίσουμε.
Ωστόσο, το συνολικό ποσοστό ψήφων ήταν πολύ χαμηλότερο από αυτό που οι Πράσινοι είχαν οδηγήσει τους υποστηρικτές τους να περιμένουν.
Αυτή η μειωμένη υποστήριξη οφείλεται σε διάφορους παράγοντες. Μεταξύ αυτών, οι τεράστιες πιέσεις που ασκήθηκαν για ψήφο στο «μικρότερο κακό» –με το αφήγημα ότι η επανεκλογή του Τραμπ θα οδηγούσε στη «διάλυση της δημοκρατίας»–, η κατακερματισμένη αριστερά (με άλλους υποψηφίους της αριστεράς να συγκεντρώνουν πάνω από 350.000 ψήφους) και ορισμένες αδυναμίες εντός του ίδιου του Κόμματος των Πρασίνων.
Ο πιο σημαντικός παράγοντας, όμως, ήταν η αποτυχία της αριστεράς και των προοδευτικών συνδικάτων να υποστηρίξουν και να κάνουν εκστρατεία για την υποψηφιότητα της Τζιλ Στάιν. Αν συνδικαλιστές όπως ο Σον Φέιν ή οργανώσεις όπως οι Δημοκρατικοί Σοσιαλιστές της Αμερικής (DSA) είχαν παρέμβει ενεργά, το αποτέλεσμα θα μπορούσε να ήταν πολύ διαφορετικό.
Ακόμα και τα τμήματα της αριστεράς που δεν υποστήριξαν ανοιχτά την Καμάλα Χάρις, κράτησαν μια διφορούμενη στάση, όπως έκαναν καθ’όλη την περίοδο της θητείας Μπάιντεν. Συχνά έβαζαν ως προτεραιότητα να μη «βλάψουν» τους Δημοκρατικούς, επιτρέποντάς τους να κινηθούν ακόμα πιο δεξιά. Ορισμένες τάσεις του DSA, όπως το Reform and Revolution, κάλεσαν μάλιστα ανοιχτά σε ψήφο υπέρ της Χάρις στις αμφίρροπες πολιτείες (Σημ: όπως μας ενημέρωσαν, αυτή δεν ήταν η «επίσημη» θέση της ομάδας, παρόλα αυτά δημοσιεύτηκεεπανειλημμένα στην ιστοσελίδα της). Αυτή η στάση έχει υπονομεύσει τη φερεγγυότητα του DSA απέναντι στους εργαζόμενους που θέλουν να αγωνιστούν. Παρότι υπήρξε μια αυξητική τάση προσχώρησης νέων μελών στο DSA προκειμένου να οργανωθεί η αντίσταση κατά της απειλής Τραμπ, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η ηγεσία του DSA είναι πλέον σφιχτά δεμένη στο άρμα του Δημοκρατικού Κόμματος, γεγονός που την καθιστά ανίκανη να ανταποκριθεί σε αυτό το καθήκον.
Η πρώην οργάνωσή μου, Socialist Alternative, παρόλο που τυπικά δήλωνε πως υποστηρίζει την Τζιλ Στάιν, δεν έκανε την παραμικρή εκστρατεία υπέρ της ή οποιουδήποτε άλλου υποψηφίου με αντιπολεμικές και φιλεργατικές θέσεις. Αντίθετα, επαναλάμβανε διαρκώς πόσο επικίνδυνος είναι ο Τραμπ και ότι ήταν «σωστό» να τον φοβόμαστε και λάθος να τιμωρήσουμε τη Χάρις για την υποστήριξή της στη γενοκτονία. Έκαναν ξεκάθαρο ότι διαφωνούσαν με την εκστρατεία του Workers Strike Back στις αμφίρροπες πολιτείες υπέρ της Στάιν. Η θέση τους ήταν μια σαλάτα, μια ψευδο-σοσιαλιστική εκδοχή της λογικής του «μικρότερου κακού». Και είναι λυπηρό να βλέπουμε πόσο μακριά έχει φτάσει η Socialist Alternative σε αυτόν τον αδιέξοδο δρόμο.
Η Socialist Alternative ισχυρίζεται ότι υποστηρίζει την αναγκαιότητα για ένα κόμμα της εργατικής τάξης, αλλά είναι είτε αφελές είτε υποκριτικό να υπονοεί ότι ένα τέτοιο κόμμα θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς σοβαρές ήττες για το Δημοκρατικό Κόμμα!
Δηλώνουν ότι είναι υπέρ της επανάστασης αλλά δεν θέλουν να διαταράξουν το status quo, φοβούμενοι μήπως αποξενωθούν από δυνάμεις που συνδέονται με το Δημοκρατικό Κόμμα. Και φαίνεται πως δεν έχουν μάθει τίποτα από τη δεκαετή μας εμπειρία στο Σιάτλ, όπου, προκειμένου να αξιοποιήσουμε την εκλεγμένη μας θέση στο συμβούλιο για να αποσπάσουμε πάρα πολλές νίκες, έπρεπε να οδηγήσουμε σε ήττα τους Δημοκρατικούς ξανά και ξανά.
Χρειαζόμαστε ένα νέο κόμμα για τους εργαζόμενους
Χρειαζόμαστε επειγόντως ένα νέο κόμμα για τους εργαζόμενους, όμως ένα τέτοιο κόμμα δεν θα πέσει από τον ουρανό. Θα απαιτήσει έναν σκληρό πολιτικό αγώνα. Και αυτοί/ες που θα το υποστηρίξουν, θα δεχτούν μια πολύ σκληρή επίθεση, όπως έγινε με την Στάιν και τους υποστηρικτές της σε αυτές τις εκλογές.
Ένα νέο κόμμα ΔΕΝ πρόκειται να αναπτυχθεί όσο τα συνδικάτα και οι αριστερές οργανώσεις συνεχίζουν να υποστηρίζουν τους Δημοκρατικούς — πρέπει να αντισταθούμε στη λογική του «μικρότερου κακού» σε κάθε εκλογική αναμέτρηση.
Δεν υπάρχει τρόπος να το αποφύγουμε, και δεν ωφελεί να προσποιούμαστε ότι η προσπάθεια οικοδόμησης μιας ανεξάρτητης δύναμης της εργατικής τάξης δεν θα βλάψει τους Δημοκρατικούς. Πρέπει να το αποδεχθούμε — όπως έκανε το Workers Strike Back και εγώ όταν δήλωσα στην ομιλία μου στο Μίσιγκαν: «Η Κάμαλα Χάρις αξίζει να χάσει χίλιες φορές». Το απόσπασμα αυτό έγινε viral και παρακολουθήθηκε από τέσσερα εκατομμύρια ανθρώπους.
Είμαστε εδώ για να δημιουργήσουμε προβλήματα στους Δημοκρατικούς, όπως διακηρύξαμε σε αυτές τις εκλογές, αλλά και στους Ρεπουμπλικανούς. Σε όλη την ιστορία τους, οι Δημοκρατικοί έχουν καταστρέψει ζωές εργαζόμενων και καταπιεσμένων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο. Δεν είναι δική μας δουλειά να τους δώσουμε χείρα βοηθείας. Όταν ένα κομμάτι της εργατικής τάξης είναι εξοργισμένο μαζί τους, δική μας δουλειά είναι να συμβάλουμε στην πτώση τους.
Πάνω απ’ όλα, δική μας δουλειά είναι να διαρρήξουμε τη σχέση μεταξύ των εργαζομένων και του Δημοκρατικού Κόμματος. Αυτό έγινε σε κάποιο βαθμό σε αυτές τις εκλογές, και αποτελεί ένα θετικό βήμα προς τα εμπρός. Η πρόκλησή μας είναι να κάνουμε αυτό το ρήγμα μεταξύ της εργατικής τάξης και του Δημοκρατικού Κόμματος μόνιμο. Γιατί οι Δημοκρατικοί είναι, και πάντα ήταν, ένα φιλοπόλεμο κόμμα των καπιταλιστών.
Το άλλο ρήγμα που πρέπει να επιτρέψουμε και να ενθαρρύνουμε είναι μεταξύ της εργατικής τάξης και του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Γιατί και τα δύο κόμματα είναι κόμματα του καπιταλισμού. Ο Τραμπ είναι ένας επικίνδυνος εκπρόσωπος των δισεκατομμυριούχων, όπως φαίνεται από την ενθουσιώδη υποστήριξη ατόμων όπως ο Έλον Μασκ, παρά την προτίμηση των περισσότερων δισεκατομμυριούχων στη Χάρις, η οποία θεωρείται πιο αξιόπιστη και λιγότερο χαοτική υπηρέτρια των συμφερόντων τους.
Είναι αυτός ο αμερικανικός φασισμός;
Όχι, δεν πρόκειται για την αρχή μιας φασιστικής δικτατορίας.
Ο Τραμπ, φυσικά, θα ήθελε να γίνει δικτάτορας, αλλά απλώς δεν υπάρχουν οι αντικειμενικές συνθήκες για κάτι τέτοιο.
Η πλειονότητα της εργατικής τάξης δεν υποστηρίζει την υπονόμευση της δημοκρατίας. Μια από τις πιο αντιδημοφιλείς κινήσεις του Τραμπ ήταν η 6η Ιανουαρίου, που απορρίφθηκε σθεναρά από τη συντριπτική πλειονότητα των εργαζομένων, ακόμη και από όσους ψηφίζουν Ρεπουμπλικάνους.
Επιπλέον, η καπιταλιστική τάξη δεν θα υποστήριζε τον Τραμπ σε μια απόπειρα διάλυσης των δημοκρατικών θεσμών των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι καπιταλιστές βλέπουν την καπιταλιστική δημοκρατία —όσο περιορισμένη και αν είναι— ως το καλύτερο πλαίσιο για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους. Ξέρουν καλά ότι αν οι θεσμοί αυτοί καταρρεύσουν, όπως συνέβη με τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι, θα κινδύνευε η σταθερότητα του συστήματός τους και, τελικά, τα κέρδη τους.
Φυσικά, οι καπιταλιστές δεν ενδιαφέρονται για τη δημοκρατία καθαυτή. Θα υποστήριζαν, και έχουν υποστηρίξει στο παρελθόν, τον φασισμό, όταν ένιωθαν ότι απειλούνται από επαναστατικά κινήματα της εργατικής τάξης — όπως στη Γερμανία και την Ιταλία κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου. Ωστόσο, σήμερα η καπιταλιστική τάξη δεν νιώθει καμία ουσιαστική απειλή από την αριστερά, που παραμένει αδύναμη και διχασμένη, όπως φάνηκε ξεκάθαρα στις πρόσφατες εκλογές.
Το πρόβλημα με τη ρητορική περί «φασισμού» είναι ότι χρησιμοποιείται από τους Δημοκρατικούς και τους φιλελεύθερους για να καταπνίξουν την ανεξάρτητη αριστερή ψήφο και να αποτρέψουν την εργατική τάξη από το να χειραφετηθεί πολιτικά από τα δύο καπιταλιστικά κόμματα. Τη ρητορική αυτή την είδαμε να χρησιμοποιείται και εναντίον του Τζορτζ Μπους, τον οποίο τώρα οι ίδιοι φιλελεύθεροι σχεδόν εξυμνούν.
Πρέπει να οικοδομήσουμε ένα κίνημα που θα παλεύει ενάντια στους πλούσιους και τα κόμματά τους και θα που περιλαμβάνει εργαζόμενους που ψήφισαν και τα δύο μεγάλα κόμματα, όπως και αυτούς/ες που ψήφισαν άλλους υποψηφίους, όπως τη Στάιν.
Εμείς θα είμαστε αυτοί που θα πολεμήσουν τον Τραμπ
Κατανοώ ότι πολλοί φοβούνται τι μπορεί να σημαίνει μια νέα κυβέρνηση Τραμπ. Ο Τραμπ, όπως και πριν, θα επιτεθεί στις καταπιεσμένες ομάδες και στην αριστερά. Θα χρειαστεί να αντισταθούμε, όπως κάναμε και το 2016.
Αλλά τι έκαναν οι Δημοκρατικοί μετά την πρώτη εκλογή του Τραμπ; Ο Μπαράκ Ομπάμα ζήτησε από τους πολίτες να «δώσουν στον Τραμπ μια ευκαιρία».
Εμείς, οι σοσιαλιστές/τριες, ήμασταν εκείνοι/ες που, υπό την απειλή της απαγόρευσης εισόδου μουσουλμάνων του Τραμπ, κλείσαμε με μαζική πολιτική ανυπακοή ένα διεθνές αεροδρόμιο, το SeaTac. Ήταν το μόνο αεροδρόμιο στις ΗΠΑ που έκλεισε πλήρως. Στο SeaTac, οι Δημοκρατικοί δεν έπαιξαν κανέναν ρόλο, πέρα από το να εμφανιστούν για φωτογραφίες, όπως έκανε η Πραμίλα Τζαγιαπάλ, και στη συνέχεια να αποχωρήσουν. Στην πραγματικότητα, οι Δημοκρατικοί ήταν τόσο δυσαρεστημένοι με την πολιτική ανυπακοή του κινήματός μας εκείνη τη νύχτα, που μου το δήλωσαν επανειλημμένα μέσω τηλεφωνημάτων όσο διαδηλώναμε στο αεροδρόμιο.
Όταν το Ανώτατο Δικαστήριο προετοιμαζόταν να ανατρέψει την απόφαση Roe v. Wade και οι Δημοκρατικοί για άλλη μια φορά υπέκυπταν, εμείς, σοσιαλιστές/τριες, εργαζόμενοι/ες και μέλη συνδικάτων, οργανώσαμε διαδηλώσεις. Το κίνημά μας κέρδισε την πρώτη ζώνη προστασίας των δικαιωμάτων στην άμβλωση στη χώρα, στο Σιάτλ. Αυτό καθιστούσε παράνομο για την αστυνομία του Σιάτλ να συλλάβει οποιαδήποτε ερχόταν στην πόλη κατηγορούμενη για παραβίαση νόμου περί αμβλώσεων σε άλλη πολιτεία. Αργότερα εκείνη τη χρονιά, εξασφαλίσαμε πλήρη χρηματοδότηση για όλες τις ανάγκες που σχετίζονται με αμβλώσεις για οποιονδήποτε άτομο βρίσκεται στο Σιάτλ, είτε κάτοικο είτε επισκέπτη για αυτόν τον σκοπό.
Το πρόβλημα με τη λεγόμενη «Αντίσταση™» ήταν πάντοτε η αντίληψη ότι το Δημοκρατικό Κόμμα μπορούσε να είναι το μέσο για την αντιμετώπιση του Τραμπ και της δεξιάς πτέρυγας. Αυτή είναι μια εντελώς αποτυχημένη και αδιέξοδη στρατηγική. Κατά την πρώτη διακυβέρνηση Τραμπ, το Δημοκρατικό Κόμμα διοχέτευσε μεγάλο μέρος της οργής εναντίον του Τραμπ πίσω στην παθητική εκλογική υποστήριξη προς το ίδιο. Αποθάρρυναν τα μαζικά κινήματα. Αντίθετα, δημιούργησαν μια σειρά από μη κερδοσκοπικές οργανώσεις για να απορροφήσουν την ενέργεια και τελικά να εκτονώσουν τη δυσαρέσκεια χωρίς να επιτευχθεί τίποτα ουσιαστικό.
Οι Δημοκρατικοί δεν θα προστατέψουν τους εργαζόμενους ή τις καταπιεσμένες ομάδες περισσότερο από ό,τι έκαναν την προηγούμενη φορά που εξελέγη ο Τραμπ. Και πάλι, θα δώσουν προτεραιότητα στη σταθερότητα του καπιταλιστικού τους συστήματος. Η μόνη πρόκληση προς τον Τραμπ κατά την πρώτη του θητεία ήταν μέσω των δικαστηρίων. Γιατί; Επειδή φοβούνται περισσότερο τα κινήματα της εργατικής τάξης και τους ίδιους τους εργαζόμενους συνολικά, παρά τον Τραμπ.
Αυτό που χρειάζεται είναι να οικοδομήσουμε ενότητα γύρω από μια μαχητική στρατηγική εναντίον των πολέμων και υπέρ ουσιαστικών κατακτήσεων για τα συλλογικά συμφέροντα των εργαζομένων. Η βάση της ενότητάς μας δεν μπορεί να είναι το πώς ψήφισε κάποιος – είτε για τον Τραμπ, είτε για τη Χάρις, είτε για ένα τρίτο κόμμα – αλλά το αν είναι προετοιμασμένος να παλέψει μαζί μας ενάντια στην πολεμοκάπηλη ατζέντα των δισεκατομμυριούχων που εξυπηρετούν και τα δύο κόμματα. Δεν μπορούμε να ενδώσουμε στη λογική να κατηγορούμε τους εργαζόμενους για την ψήφο τους. Χρειάζεται να ηγηθούμε του αγώνα μπροστά.
Όπως είπα στο Σιάτλ στη συγκέντρωσή μας πριν από δύο εβδομάδες: εμείς θα είμαστε εκείνοι που θα πολεμήσουμε τον Τραμπ. Όπως κάναμε και την προηγούμενη φορά.
Το 2016, μετά την εκλογή του Τραμπ, οι εργαζόμενοι, το γραφείο μου στο Συμβούλιο και οι σύντροφοί μου σοσιαλιστές οργανώσαμε διαδηλώσεις εδώ στο Σιάτλ, όταν οι Δημοκρατικοί παρέμεναν αποσβολωμένοι. Την επόμενη μέρα οργανώσαμε διαδηλώσεις σε ολόκληρη τη χώρα, στις οποίες συμμετείχαν δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι.
Επόμενα βήματα για τα κινήματά μας
Πρέπει να οργανώσουμε διαδηλώσεις διαμαρτυρίας κατά την ορκωμοσία του Τραμπ, απαιτώντας τον τερματισμό της γενοκτονίας. Αν είχε κερδίσει η Χάρις, η στρατηγική μας θα ήταν η ίδια, όπως είχα δηλώσει πριν από την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων.
Ο Τραμπ ισχυρίζεται ότι θα τερματίσει τους πολέμους — γνωρίζουμε, όμως, ότι ούτε αυτός ούτε οι Δημοκρατικοί είναι ενάντια στον πόλεμο. Η λήξη κάθε στρατιωτικής βοήθειας για τη σφαγή στη Γάζα και το αιματοκύλισμα στην Ουκρανία θα εξαρτηθεί από τα μαζικά κινήματα.
Δεν μπορούμε να βασιστούμε στον Μπέρνι Σάντερς, την AOC ή άλλους αυτοαποκαλούμενους ηγέτες της «Αντίστασης™», που θα προσπαθήσουν να μας οδηγήσουν ξανά στο Δημοκρατικό Κόμμα. Μπορεί βέβαια να οργανώσουν μαζικές συγκεντρώσεις. Οφείλουμε να είμαστε παρόντες σε αυτές, εξηγώντας γιατί οι εργαζόμενοι πρέπει να απορρίψουν τη χρεοκοπημένη ηγεσία τους και να επιλέξουν έναν ανεξάρτητο δρόμο.
Χρειαζόμαστε ένα νέο αντιπολεμικό κόμμα για τους εργαζόμενους. Παρότι αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει καμία πολιτική δύναμη με τους πόρους και το κύρος να δημιουργήσει άμεσα ένα τέτοιο κόμμα, μπορούμε να κάνουμε βήματα προς αυτή την κατεύθυνση. Απαραίτητο πρώτο βήμα είναι να κόψουμε τους δεσμούς μας με το Δημοκρατικό Κόμμα και να προετοιμάσουμε το έδαφος για ένα πραγματικά εργατικό κόμμα.
Τι κόμμα χρειάζεται;
Οι υποψήφιοί μας πρέπει να είναι ανεξάρτητοι από τα δύο κόμματα των δισεκατομμυριούχων και να εκπροσωπούν ξεκάθαρα τα συμφέροντα της εργατικής τάξης με αιτήματα όπως τον τερματισμό κάθε στρατιωτικής βοήθειας στο Ισραήλ και την επιβολή κατώτατου μισθού 25 δολαρίων την ώρα. Οι υποψήφιοι αυτοί πρέπει να χρησιμοποιήσουν τις εκλογικές τους καμπάνιες στην κατεύθυνση χτισίματος μαζικών κινημάτων γύρω από τα παραπάνω αιτήματα. Πρέπει να δεσμευτούν ότι θα λαμβάνουν μόνο τον μισθό ενός μέσου εργάτη αν εκλεγούν.
Πρέπει να αξιοποιήσουν τις εκστρατείες τους και τις εκλεγμένες θέσεις που ενδεχομένως κερδίσουν για να αποκαλύψουν το κατεστημένο και να διαταράξουν τη συνηθισμένη λειτουργία των πραγμάτων — θα καταλάβουμε ότι το πέτυχαν αν δεχτούν επιθέσεις από εκπροσώπους των δύο μεγάλων κομμάτων, αντί να γίνουν αποδεκτοί ή να αγνοηθούν από αυτούς.
Ωστόσο, δεν πρέπει να επικεντρωθούμε στο να κατεβάσουμε δεκάδες ή εκατοντάδες υποψήφιους — θα ήταν πολύ καλύτερα αν λίγοι υποψήφιοι κατέβαιναν με ξεκάθαρη εργατική βάση, παρά πολλοί που δεν έχουν λογοδοσία στα κινήματά μας και τελικά μας προδίδουν.
Πάνω απ’ όλα, χρειαζόμαστε ένα ισχυρότερο αντιπολεμικό κίνημα και ένα ισχυρότερο εργατικό κίνημα με μαχητική οργάνωση από τη βάση.
Το εργατικό κίνημα θα έχει καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία ενός νέου κόμματος, αλλά πρώτα χρειαζόμαστε ένα τμήμα προοδευτικών συνδικάτων που να αποσπαστούν από τους Δημοκρατικούς.
Ήταν θετικό ότι αρκετά εργατικά συνδικάτα υιοθέτησαν ψηφίσματα για κατάπαυση του πυρός μετά την επίθεση στη Γάζα. Όμως, οι ηγέτες αυτών των ίδιων συνδικάτων, συμπεριλαμβανομένου του Σον Φέιν, στη συνέχεια υποστήριξαν τον Μπάιντεν και την Χάρις. Η ιστορία θα κρίνει τους ηγέτες που έκαναν τα στραβά μάτια και έδωσαν τη στήριξή τους σε υποψήφιους που εξοπλίζουν και χρηματοδοτούν μια γενοκτονία.
Θα συζητήσουμε τα επόμενα συγκεκριμένα βήματα στο επικείμενο μαζικό οργανωτικό συνέδριο που θα διεξαχθεί στις 22 Φεβρουαρίου του επόμενου έτους στο Σιάτλ. Την επόμενη μέρα, θα πραγματοποιηθεί το πρώτο εθνικό συνέδριο του “Workers Strike Back”, όπου θα συζητήσουμε και θα θέσουμε τα σχέδια του κινήματός μας, καθώς και θα εκλέξουμε δημοκρατικά τη νέα συντονιστική επιτροπή.
Διαφορές στρατηγικής στις προεδρικές εκλογές
Υπήρξαν μια σειρά διαφωνίες κατά την εκστρατεία για την υποστήριξη της Τζιλ Στάιν, της πιο ισχυρής υποψηφιότητας κατά του πολέμου και υπέρ των εργατικών συμφερόντων. Αυτές οι συζητήσεις είναι χρήσιμες, εφόσον γίνονται ανοιχτά και με σεβασμό, προκειμένου να διατηρηθεί η ενότητα σε μια βάση αρχών και να βελτιώνουμε τις στρατηγικές μας αναγνωρίζοντας τα λάθη μας.
Μερικές από αυτές τις διαφωνίες εκφράστηκαν ανοιχτά κατά τη διάρκεια της εκστρατείας. Διαφωνήσαμε με τους Πράσινους και την καμπάνια της Στάιν σχετικά με το να λέμε στους υποστηρικτές μας ότι η Στάιν θα κερδίσει ή ότι θα φτάσει στο 5% ή άλλες τέτοιες υπερβολές.
Είπαμε ότι αυτό θα απογοήτευε τους ανθρώπους όταν ανακοινώνονταν τα αποτελέσματα των εκλογών — και ότι οι ψήφοι θα ήταν «πιο πιθανό στις εκατοντάδες χιλιάδες παρά στα εκατομμύρια», όπως είχα πει στη κοινή μας συγκέντρωση στο Συνέδριο των Δημοκρατικών.
Οι Πράσινοι διαφώνησαν μαζί μας όταν δηλώσαμε ότι θέλαμε να ηττηθεί η Κάμαλα Χάρις για τη στήριξή της στη γενοκτονία και τις επιθέσεις της ενάντια στην εργατική τάξη. Ξεκαθαρίσαμε ότι, φυσικά, θα θέλαμε πολύ να ηττηθεί και ο Τραμπ, αλλά δεν είχαμε τη δυνατότητα να το πετύχουμε.
Οι Πράσινοι προσπαθούν εδώ και πολύ καιρό να αποφύγουν να φανούν ως οι «διασπαστές». Αλλά δεν έχει νόημα να το αρνούνται· πρέπει να το αποδεχτούμε. Πρέπει όντως να διαταράξουμε τα σχέδια του Δημοκρατικού Κόμματος, που προσποιείται ότι εκπροσωπεί την εργατική τάξη, όπως και του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και ολόκληρου αυτού του σάπιου συστήματος.
Πρέπει να υιοθετήσουμε μια επιθετική στάση απέναντι στο Δημοκρατικό Κόμμα. Πρέπει να δηλώνουμε ξεκάθαρα ότι δεν αξίζουν την ψήφο μας, όπως όταν είπα σε συγκέντρωση στο Σιάτλ ότι η Χάρις «άξιζε να χάσει χίλιες φορές». Δεν πρέπει να απολογούμαστε για τη θέση μας — οι Δημοκρατικοί δεν είναι το μικρότερο κακό, είναι προδότες της εργατικής τάξης και πρέπει να ξεσκεπαστούν.
Μια ακόμη διαφορά προέκυψε τις τελευταίες ημέρες της εκστρατείας. Θεωρούμε εξαιρετικά ατυχές ότι την τελευταία στιγμή των εκλογών, ο υποψήφιος αντιπρόεδρος της Τζιλ Στάιν, Μπατς Γουέαρ, αποξένωσε ένα σημαντικό τμήμα ανεξάρτητων ψηφοφόρων αμφισβητώντας το δικαίωμα στην άμβλωση και τα δικαιώματα των τρανς αθλητών. Ο Γουέαρ απάντησε στις αντιδράσεις για τα σχόλιά του, αλλά ουσιαστικά δεν αναίρεσε τις δηλώσεις του. Κυρίως είπε ότι παρερμηνεύτηκε και ότι θα χρειαστεί περισσότερη συζήτηση μετά τις εκλογές. Στην εκστρατεία μας από πόρτα σε πόρτα και στις τηλεφωνικές κλήσεις, μιλήσαμε με πολλούς ανθρώπους που, όχι μόνο δικαιολογημένα προσβλήθηκαν από αυτά τα σχόλια, αλλά ψήφισαν και άλλον υποψήφιο εξαιτίας τους.
Ο καπιταλισμός είναι η αιτία των κρίσεων που αντιμετωπίζουμε
Μια θεμελιώδης διαφορά που έχουμε εμείς, οι Επαναστάτες Εργάτες, με το Πράσινο Κόμμα και άλλους στο κίνημα είναι ότι δεν πιστεύουμε πως ο καπιταλισμός μπορεί να μεταρρυθμιστεί.
Ο καπιταλισμός πρέπει να καταστραφεί και να αντικατασταθεί από έναν σοσιαλιστικό κόσμο, βασισμένο στην αλληλεγγύη, τη γνήσια δημοκρατία και μια ορθολογικά σχεδιασμένη, βιώσιμη σοσιαλιστική οικονομία. Αν αυτό δεν συμβεί, ο καπιταλισμός θα καταστρέψει το περιβάλλον και μαζί του τον ανθρώπινο πολιτισμό.
Αυτό συνεπάγεται την καταστροφή των δύο αμερικανικών καπιταλιστικών κομμάτων. Αυτή είναι μία από τις βασικές προτεραιότητες του αγώνα μας.
Όπου κι αν οικοδομούμε γνήσιες καμπάνιες της εργατικής τάξης, πρέπει να δρούμε ως διαταράκτες της πολιτικής «ειρήνης», όχι ως συνεργάτες μέσα σε αυτήν.
Για την Kshama Sawant
Η Kshama Sawant είναι επαναστάτρια σοσιαλίστρια, ιδρυτικό μέλος του σχήματος Workers Strike Back και πρώην σύμβουλος του Σιάτλ. Έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην κατάκτηση του πρώτου κατώτατου μισθού των 15 δολαρίων/ώρα και στην επιβολή του Amazon Tax στις μεγάλες επιχειρήσεις, για τη χρηματοδότηση οικονομικά προσιτών κατοικιών.