«Τραγουδάω εσάς αδέλφια μου
εσάς, που χτίζετε τις μεγαλουπόλεις,
που καμπυλώνετε σαν ουράνια τόξα τις γέφυρες
εσάς, που ρίχνετε το βάρος της καρδιάς σας πάνω στα κομπρεσέρ
τραγουδάω εσάς μικρά μου αγόρια,
που ξεπαγιάζετε πουλώντας σπίρτα στους δρόμους του χειμώνα
εσάς, που αγοράζετε τα χαλασμένα λαχανικά απ’ τις αγορές
εσάς, που φοράτε εφημερίδες κάτω απ’ τα τριμμένα σας σακάκια
εσάς που πουλάτε τις κουβέρτες σας για ν’ αγοράσετε το φέρετρο του παιδιού σας
τραγουδάω εσάς, που πεινάτε
εσάς, που δεν πεινάτε πια γιατί πεθάνατε απ’ την πείνα.
Τραγουδάω εσάς, που ξεκινάτε κάθε αυγή
κουβαλώντας κάτω απ’ το τρύπιο σας πουκάμισο ένα κομμάτι ψωμί
κι ολάκερη την ισότητα του κόσμου».
Έχει περάσει πάνω από ένας αιώνας από τη γέννηση του σπουδαίου Τάσου Λειβαδίτη, και διόλου τυχαία παραμένει ένας ποιητής που εξακολουθεί να μας εμπνέει και να μας συγκινεί βαθιά. Το πλούσιο -ποσοτικά και ποιοτικά- έργο του άφησε ένα βαθύ αποτύπωμα στην ελληνική ποίηση και την κοινωνική συνείδηση, και παραμένει ένα ζωντανό σύμβολο του αγώνα για δικαιοσύνη, του ανθρωπισμού, της ελπίδας, αλλά και του βαθύτερου υπαρξιακού προβληματισμού.
Γεννήθηκε το 1922 σε ένα μικρό σπίτι στην οδό Λεωνίδου 74 στο Μεταξουργείο, ο μικρότερος από τα πέντε παιδιά της οικογένειας, και έζησε μέχρι τον θάνατό του στην οδό Αχαρνών 35. Η αρχικά ευκατάστατη οικογένειά του πτώχευσε κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, και ο πατέρας του πέθανε το 1943 στην Κατοχή. Το ενδιαφέρον του οικογενειακού του περιβάλλοντός για τις τέχνες και τη λογοτεχνία τον επηρέασε, διαμορφώνοντας από νωρίς τις καλλιτεχνικές του ευαισθησίες.
Σπούδασε στη Νομική Σχολή Αθηνών, από την οποία δεν αποφοίτησε, αφού τον πρόλαβε ο πόλεμος και οι εξορίες. Στη συνέχεια, ευτυχώς για εμάς, τον κέρδισε η ποίηση. Στο κοινό πρωτοεμφανίσθηκε το 1946, μέσα από τις στήλες του περιοδικού «Ελεύθερα Γράμματα», ενώ το 1947 συνεργάσθηκε στην έκδοση του περιοδικού «Θεμέλιο». Η πρώτη του ποιητική σύνθεση εκδόθηκε το 1952. Οι συλλογές που ακολούθησαν αμέσως μετά τον έκαναν ευρέως γνωστό, και αποτελούν από τα πιο αγαπητά και σπουδαία έργα του. Στη συνέχεια ο Λειβαδίτης θα γράψει ποιήματα με διαφορετικό ύφος και λυρισμό, τα οποία αγαπήθηκαν και εκτιμήθηκαν εξίσου.
Μέχρι το θάνατό του, το 1988, υπήρξε εξαιρετικά παραγωγικός: έγραψε ποίηση, στίχους τραγουδιών, πεζογραφικά έργα, σενάρια για ταινίες, ενώ κατά καιρούς ασχολήθηκε με την κριτική ποίησης και με τη μεταφορά – διασκευή λογοτεχνικών έργων για περιοδικά ποικίλης ύλης. Έχουν εκδοθεί περίπου 24 ποιητικές του συλλογές, οι περισσότερες από αυτές όσο ήταν εν ζωή. Τα ποιήματά του μεταφράστηκαν σε τουλάχιστον 10 διαφορετικές γλώσσες, ενώ τιμήθηκε με βραβεία και διακρίσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Μια πολυδιάστατη καλλιτεχνική προσφορά
Το μεγάλο πολιτικό όραμα στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα για ένα μέλλον πιο ανθρώπινο, ελεύθερο και δίκαιο αποτέλεσε θέμα στο έργο πολλών καλλιτεχνών της γενιάς του Λειβαδίτη. Άλλωστε, αρκετοί από αυτούς έζησαν τη φτώχια, τον πόλεμο, τις διώξεις και της κακουχίες της εποχής, και ταυτόχρονα εμπνεύστηκαν από τους μεγάλους και σκληρούς αγώνες της περιόδου για ένα καλύτερο αύριο. Ο Λειβαδίτης δεν αποτέλεσε εξαίρεση, έζησε όλη του τη ζωή δίπλα στους ανθρώπους του μόχθου και υπήρξε και ο ίδιος αγωνιστής της Αριστεράς. Το έργο του εξέφρασε με απλότητα και τόλμη το δίκαιο των φτωχών, το θάρρος να ορίσεις το πεπρωμένο σου, το δικαίωμα στην ελπίδα. Η ποίηση του δεν είναι απλά παρατήρηση της ιστορίας, είναι αυτοβιογραφική και αποτελεί κομμάτι της μεταπολεμικής ιστορίας.
«Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δε θα πάψεις ούτε στιγμή ν’ αγωνίζεσαι για την ειρήνη και για το δίκιο.
Θα βγεις στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλια σου θα ματώσουν απ’ τις φωνές
το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες – μα ούτε βήμα πίσω».
Ταυτόχρονα, μίλησε για την αγάπη, τον έρωτα, την αλληλεγγύη, την ανθρωπιά, τη συντροφικότητα, όλα αυτά που κάνουν τη ζωή να αξίζει, ακόμη και κάτω από τις σκληρότερες συνθήκες. Ακόμη και στις πιο «σκοτεινές» ποιητικές του θεματικές, η απουσία του ανθρώπου, του συνοδοιπόρου, του ερωτικού συντρόφου, του οράματος, υπογραμμίζεται για να φωτίσει τη θεμελιώδη τους αξία στη ζωή και την ύπαρξή μας. Ειδικά τα ερωτικά του ποιήματα ξεχώρισαν και αγαπήθηκαν πολύ. Γι’ αυτό άλλωστε τον αποκάλεσαν «Ποιητή του Έρωτα και της Επανάστασης».
«Ναι, αγαπημένη μου,
εμείς γι’ αυτά τα λίγα κι’ απλά πράματα πολεμάμε
για να μπορούμε νάχουμε μια πόρτα έν’ άστρο, ένα σκαμνί
ένα χαρούμενο δρόμο το πρωί
ένα χαρούμενο όνειρο το βράδυ.
Για νάχουμε έναν έρωτα που να μη μας τον λερώνουν
ένα τραγούδι που να μπορούμε να το τραγουδάμε».
Η ποίησή του Λειβαδίτη δεν περιορίστηκε όμως μόνο σε κοινωνικά ζητήματα. Ιδιαίτερα προς το τέλος της ζωής του έγραψε μερικά από τα πιο βαθιά, εσωτερικά και υπαρξιακά ποιήματά του, που καταπιάνονται με θέματα όπως η μοναξιά, η φθορά, η απώλεια, ο σκοπός της ύπαρξης – έννοιες που αναμφίβολα απασχολούν τον άνθρωπο όσο απομακρύνεται από τη νιότη του. Η ηλικιακή και καλλιτεχνική του ωριμότητα του επιτρέπουν να εστιάσει σε θέματα πιο ευαίσθητα. Και άλλοι σπουδαίοι ποιητές της εποχής προσανατολίστηκαν με τα χρόνια σε αντίστοιχες θεματικές, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Γιάννη Ρίτσο. Αιτία αυτής της «μετατόπισης» αποτέλεσε σε ένα βαθμό η απογοήτευση μιας ολόκληρης γενιάς για τη διάψευση των συλλογικών οραμάτων, και η στροφή των ποιητών σε θέματα πιο προσωπικά.
«Και τώρα που ξεμπερδέψαμε πια με τα μεγάλα λόγια, τους άθλους, τα όνειρα, καιρός να ξαναγυρίσουμε στη ζωή μας
-αλλά μάταια, το σχέδιο της πόλης άλλαξε,
κατά που πέφτει ο δρόμος που αγαπηθήκαμε παιδιά,
που πήγε ο άνεμος που σκόρπισε τόσους συντρόφους,
υπάρχει ακόμα ο κόσμος;».
Ένα μοναδικό ταλέντο του Λειβαδίτη, που τον έκανε αγαπητό τόσο στους ακαδημαϊκούς κύκλους όσο και στους καθημερινούς αναγνώστες, ήταν η ικανότητά του να εκφράζει όλα τα παραπάνω, συνδυάζοντας την απλότητα με τον λυρισμό. Η γλώσσα του, λιτή και προσιτή, ήταν γεμάτη ζωντανές εικόνες και συναισθηματικό πλούτο, και κατάφερνε να παντρέψει το απλό με το μεγαλειώδες.
«Μη χάνεις το θάρρος σου
εμείς πάντα το ξέραμε
πως δε χωράει
μέσα στους τέσσερις τοίχους
το μεγάλο μας όνειρο».
Το έργο του Λειβαδίτη απέκτησε απήχηση στο ευρύ κοινό και μέσα από τις μελοποιήσεις που γνώρισε από μεγάλους συνθέτες, ιδιαίτερα από τον Μίκη Θεοδωράκη. «Δραπετσώνα», «Την πόρτα ανοίγω το βράδυ», «Δρόμοι που χάθηκα», «Βρέχει στη φτωχογειτονιά», «Ερωτικό γράμμα (Μη χάνεις το θάρρος σου)», «Σαββατόβραδο», είναι μόνο κάποια από τα τραγούδια που συνέθεσε ο Θεοδωράκης βασισμένα σε ποίηση και στίχους του Λειβαδίτη. Πολλά από αυτά έγιναν τραγούδια – σύμβολα για την εποχή, υπήρξαν τεράστιες και διαχρονικές επιτυχίες και συνέβαλαν στο να γίνει και το έργο του ίδιου του Λειβαδίτη κομμάτι της λαϊκής κουλτούρας.
«Την πόρτα ανοίγω το βράδυ,
τη λάμπα κρατώ ψηλά,
να δούνε της γης οι θλιμμένοι,
να ’ρθούνε, να βρουν συντροφιά».
Ένας ποιητής αφοσιωμένος στη μάχη για δικαιοσύνη
Παρότι δεν προερχόταν από οικογένεια με τέτοιες καταβολές, ο Λειβαδίτης οργανώθηκε νέος στην Αριστερά, στην οποία ανέπτυξε έντονη πολιτική δραστηριότητα. Στα χρόνια της κατοχής, όταν ακόμα ήταν φοιτητής, οργανώνεται στην ΕΠΟΝ (Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων), και παίρνει μέρος σε διάφορους εράνους και πολιτιστικές εκδηλώσεις. Παίρνει επίσης μέρος στην αντίσταση, όπως έκαναν και τα αδέλφια του Αλέκος και Χρυσαφένια. Γι’ αυτή του τη δράση συλλαμβάνεται, εξορίζεται, και αφήνεται ελεύθερος μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας.
Τα επόμενα χρόνια γνωρίζει κι άλλες διώξεις και εξορίες για τα πολιτικά του φρονήματα και την αντιστασιακή του δράση. Το 1948 συνελήφθη και εξορίστηκε στον Μούδρο της Λήμνου. Έναν χρόνο αργότερα μεταφέρθηκε στη Μακρόνησο, στη συνέχεια τον Αη Στράτη, και από εκεί στις φυλακές Χατζηκώστα στην Αθήνα. Τελικά αφέθηκε ελεύθερος το 1951.
Ο Λειβαδίτης βρέθηκε στην εξορία μαζί με άλλους αριστερούς αγωνιστές, καλλιτέχνες και διανοούμενους, όπως τον Γιάννη Ρίτσο, τον Άρη Αλεξάνδρου και τον Μάνο Κατράκη. Στη Μακρόνησο ξεκίνησε και τη συγγραφή της σπουδαίας συλλογής «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου». Αυτή η συλλογή, όπως και τα σπουδαία «Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας» και «Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο», αντικατοπτρίζουν την σκληρή πραγματικότητα της εποχής, και ταυτόχρονα αναδεικνύουν την αξία του αγώνα και της συντροφικότητας.
Μια κίνηση του Λειβαδίτη, σχετικά άγνωστη, είναι η ανθολόγηση και παρουσίαση το 1963 στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» 29 γραμμάτων που διέσωσε ο ίδιος προς πολιτικούς κρατούμενους – εξόριστους από οικεία τους πρόσωπα. Στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, που το καθεστώς κάνει ό,τι μπορεί για να σβηστεί η πρόσφατη ιστορία και οι πρωταγωνιστές της, ο Λειβαδίτης παλεύει για τη διάσωση της συλλογικής μνήμης. Στο κείμενο που συνοδεύει την παρουσίαση, γράφει:
«Κι εδώ, σ’ αυτόν τον κύκλο, τον πιο απάνθρωπο, βασανίζονται εκείνοι που αρνήθηκαν να υποταγούν. Ο κύκλος αυτός έχει χίλια εκατό σπίτια και πέντε μεγάλα, σταχτιά καγκελόφραχτα κτίρια. Ανάμεσά τους, θάλασσα, απαγορευτικές διαταγές, μέρες και νύχτες ατέλειωτες, ύψωσαν ένα γιγάντιο, σκοτεινό τοίχο που ετούτα τα γράμματα, σα νύχια ματωμένα, τον γδέρνουν, απεγνωσμένα, δεκαοχτώ χρόνια τώρα».
Η δίκη και οι διώξεις για το καλλιτεχνικό του έργο
Για το «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου» ο Λειβαδίτης τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία, το 1953. Στην Ελλάδα από την άλλη, όχι μόνο δεν βραβεύθηκε γι’ αυτό, αλλά αντιθέτως διώχθηκε από την μετεμφυλιακή δεξιά που προφανώς ενοχλήθηκε από το περιεχόμενό του έργου. Κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία και βρέθηκε υπόλογος απέναντι στο κράτος, με βάση τον νόμο 509/1947 «Περί μέτρων ασφαλείας του Κράτους, του πολιτεύματος, του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών» (ο νόμος αυτός, μεταξύ άλλων, έθετε εκτός νόμου το ΚΚΕ, το ΕΑΜ και την Εθνική Αλληλεγγύη). Η συντηρητική άρχουσα τάξη κατηγόρησε τον Λειβαδίτη ότι το συγκεκριμένο αντιπολεμικό ποιητικό του έργο του στρέφεται ιδεολογικά εναντίον του καθεστώτος που «υπερασπίζεται» τη χώρα.
«…γεννάτε γεννάτε
χρειάζεται κι’ άλλους νεκρούς ο πόλεμος
φυσάει
Φυσάει μες απ’ τους σκισμένους αγκώνες των χαμάληδων
φυσάει μες απ’ τα τρύπια βρακιά των ανέργων
φυσάει
φυσάει μέσα στην οργισμένη καρδιά του λαού
Ο υπουργός χειρονομεί
πάνω στο χαμηλό μαύρο ουρανό
τα χέρια του σχεδιάζουν την προδοσία».
Το βιβλίο κατασχέθηκε και ο ίδιος φυλακίστηκε. Η δίκη του, που πραγματοποιήθηκε το Φεβρουάριο του 1955 στο Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, προκάλεσε το ενδιαφέρον όχι μόνο των λογοτεχνικών κύκλων αλλά και του ευρύτερου κοινού, και συσπείρωσε ένα παγκόσμιο κύμα υπεράσπισης του ποιητή. Τελικά αθωώθηκε, μιας και το δικαστήριο τον απάλλαξε λόγω αμφιβολιών.
Όπως ήταν αναμενόμενο, η ποίηση του Λειβαδίτη θεωρήθηκε επικίνδυνη και κατά τη διάρκεια της χούντας των Συνταγματαρχών, οπότε και τα έργα του τέθηκαν υπό αυστηρή λογοκρισία.
«Αποστολή μου έχω να τραγουδάω τον λαό μου»
Ανάμεσα σε διώξεις, εξορίες και δίκες, ο Λειβαδίτης δεν διστάζει να στηλιτεύσει όλους όσους θέλησαν να λογοκρίνουν το έργο του και να αποσιωπήσουν το νόημά του. Και εξέφρασε ευθέως τη γνώμη του για τη θέση του ποιητή μέσα στην κοινωνία, για το πώς το ποιητικό στοιχείο μπορεί να συμβαδίσει με το πολιτικό.
«Γιατί λοιπόν θέλετε να μιλήσει ένας ποιητής;
Αν ήμουν ανθρακωρύχος θάσκαβα οχτώ ώρες τη γη
ανεβάζοντας σαν ένα βρέφος ψηλά στον ήλιο
το κάρβουνο.
Αν ήμουν αχθοφόρος θα κουβάλαγα στην πλάτη μου το μπετόν
βοηθώντας να χτιστεί αυτός ο κόσμος που ζούμε.
Είμαι ποιητής
και αποστολή μου έχω να τραγουδάω τον λαό μου».
Ταυτόχρονα καλούσε ανοιχτά τους συναδέλφους του να έρθουν σε επαφή με την κοινωνική πραγματικότητα και να μιλήσουν και οι ίδιοι γι’ αυτή.
«Ε! τι καθόσαστε λοιπόν ποιητές
βγήτε στους δρόμους, καβαλήστε στα λεωφορεία, ανεβήτε στις αμαξοστοιχίες
να δήτε καθώς θ’ απαγγέλετε τα τραγούδια σας
ν’ ανθίζει μες στην καρβουνόσκονη σαν έν’ άσπρο τριαντάφυλλο
το γέλιο των μηχανοδηγών…
Ανεβήτε με τα πριονοπέδιλα πάνω στους στύλους του τηλέγραφου
και τραγουδήστε και ξανατραγουδήστε
και κουνώντας σαν ένα τσαλακωμένο κασκέτο την καρδιά σας
χαιρετήστε
το μέλλον».
Ένας «ποιητής της ήττας» που δεν έχασε την πίστη του
Πολλές αναλύσεις έχουν γίνει κατά καιρούς για τους λεγόμενους «ποιητές της ήττας», ένας όρος που κατά καιρούς έχει διχάσει. Εκτός από τον Λειβαδίτη, αυτός ο χαρακτηρισμός δόθηκε στους Μανώλη Αναγνωστάκη, Άρη Αλεξάνδρου, Τίτο Πατρίκιο, Γιάννη Θεοδωράκη, κ.ά. (αν και ο Αναγνωστάκης αποποιούταν τον όρο, «Δεν είναι ποίηση της ήττας» έλεγε, «είναι μια αγωνία για την εποχή»).
Πρόκειται για μια σειρά ποιητών της πρώτης Μεταπολεμικής γενιάς, που έζησαν τη νιότη τους μέσα στις φλόγες των μεγάλων κινημάτων, για να έρθουν αργότερα αντιμέτωποι όχι μόνο με τη στρατιωτική ήττα του εμφυλίου, αλλά και την σκληρή πολιτική και ιδεολογική ήττα που έμελλε να καθορίσει τα επόμενα χρόνια. Είδαν το μεγάλο όνειρο για μιαν άλλη κοινωνία να καταρρέει και ολόκληρη τη γενιά τους που πίστεψε σ’ αυτό τσακισμένη, πράγμα που προφανώς επηρέασε και το έργο τους. Άλλοι περισσότερο, άλλοι λιγότερο, εξέφρασαν στην τέχνη τους την απαισιοδοξία της εποχής, τη ματαιότητα, την έλλειψη προοπτικής.
Αντίστοιχα και ο Λειβαδίτης, στο μεταγενέστερο έργο του, εξέφρασε συχνά αυτή του την απογοήτευση, αποδεικνύοντας ξανά ότι δεν ήταν ένας καλλιτέχνης αποκομμένος από τα κοινωνικά και πολιτικά γεγονότα της περιόδου. Όμως την ίδια στιγμή, η απαισιοδοξία του Λειβαδίτη μοιάζει να μην είναι απόλυτη, κυνική ή αδιαπέραστη. Στα ποιήματά του αφήνει πάντα χώρο για την τρυφερότητα, τη συμπόνια, την ανθρωπιά. Και παρά την απογοήτευση και την πικρία του, δε χάνει την πίστη του, ούτε αμφισβητεί τη μεγάλη αξία που έχουν οι αγώνες που δόθηκαν και η μάχη για έναν καλύτερο κόσμο.
«…και τίποτα δε χάνεται, μα όλα είναι για πάντα μέσα σου
κι οι νεκροί κι οι σημαίες
κι οι όρκοι και τα χρόνια που φύγανε
και τα χρόνια που έρχονται.
Και τα τραγούδια και τα δάκρυα
κι οι φτυσιές κι οι ταπεινώσεις
κι όλα τα όνειρα μέσα σου.
Κι είσαι ξέχειλος από ανθρώπινα πεπρωμένα».
Μεγάλο ενδιαφέρον έχει ένα κείμενο του Λειβαδίτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» τον Σεπτέμβρη του 1966, με τίτλο «Η ποίηση της ήττας, Ένα θέμα για διερεύνηση». Σε αυτό ο Λειβαδίτης αποδεικνύει ότι αυτό που τον ενδιαφέρει ως καλλιτέχνη και ως πολιτικό ον, δεν είναι μια επιφανειακή συζήτηση λογοτεχνικού επιπέδου για την «ποίηση της ήττας», αλλά μια ουσιαστική πολιτική συζήτηση για τα αίτια της ήττας, από την οποία πηγάζει και η ενδοσκόπηση των ποιητών. Για το πώς θα προκύψουν συμπεράσματα και συνειδητοποίηση των ιστορικών γεγονότων, και για το πώς ένας τέτοιος διάλογος θα βοηθήσει να προχωρήσει η κοινωνία και η τέχνη.
«Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας»
Ο Λειβαδίτης μίλησε με αμεσότητα και ευαισθησία για τη φτώχεια, τον πόλεμο, την αγάπη, τον αγώνα της λαϊκής τάξης για επιβίωση και ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Η τέχνη του κατάφερε να αγγίξει τόσο βαθιά το συλλογικό συναίσθημα γιατί το βίωμα που αποτύπωνε -των καταπιεσμένων, των αγωνιστών, των διωκόμενων- δεν ήταν ξένο, ήταν και δικό του.
«Τα σπίτια στην πατρίδα μου είναι χαμηλά, οι στέγες τους στάζουν, στην κουζίνα είναι ένας κουβάς για τα βρόμικα νερά. Οι άνθρωποι κάθονται στο τραπέζι όπως γύρω από ένα νεκρό. Απ’ τα σπασμένα παράθυρα μπαινοβγαίνει η νύχτα, η βροχή κι ο χρόνος. Τα παιδιά δουλεύουν στα μηχανουργεία και τα κορίτσια μένουν ανύπαντρα. Σ’ ένα τέτοιο σπίτι γεννηθήκαμε. Σ’ ένα τέτοιο σπίτι μεγαλώσαμε, αγαπήσαμε, ονειρευτήκαμε. Σ’ ένα τέτοιο σπίτι οχυρωθήκαμε και πολεμήσαμε. Αυτή είναι η ιστορία μου».
Το σπουδαιότερο στοιχείο του έργου του είναι βέβαια η μεγάλη ουμανιστική του καρδιά. Γιατί στο επίκεντρο των στίχων του βρίσκεται πάντα η πίστη στον άνθρωπο και τις δυνατότητές του, η αξία της αλληλεγγύης, της συνύπαρξης, η σημασία του να πορεύεσαι χέρι-χέρι με τον διπλανό σου. Αυτό το σπουδαίο νόημα είναι συνυφασμένο και με τη ζωή του ίδιου του ποιητή, ο οποίος υπήρξε αλληλέγγυος ακόμα και σε εποχές που ο ίδιος δεν είχε τίποτα να προσφέρει, παρά μόνο τα λόγια και την παρουσία του.
Διαβάζοντας τα ποιήματά του, είναι αδύνατο να μη φανταστείς κι εσύ έναν κόσμο ελευθερίας και δικαιοσύνης. Ο Λειβαδίτης σε παρακινεί να σταθείς δίπλα στον συνάνθρωπό σου και να συμβάλεις στη διαμόρφωση ενός μέλλοντος που να αξίζει σε όλους. Εξάλλου, ο τίτλος του εμβληματικού του ποιήματος «Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας», συμπυκνώνει ακριβώς αυτό το όραμα: πως ένα καλύτερος και δίκαιος κόσμος δεν πρέπει να αφορά λίγους, αλλά όλους. Και πως δεν μπορούμε να τον κατακτήσουμε -αλλά ούτε και να τον απολαύσουμε- μόνοι μας. Γιατί τελικά, όπως γράφει κι ο ίδιος, «ο κόσμος μόνο όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει».
«Κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνη
Μ’ ένα άστρο ή μ’ ένα γιασεμί
Σαν ένα τραγούδι που καθώς βρέχει
Παίρνει το μέρος των φτωχών».
(Τάσος Λειβαδίτης, 20 Απριλίου 1922 – 30 Οκτωβρίου 1988)