Από την περασμένη άνοιξη παρακολουθούμε το Υπουργείο Παιδείας και τον ίδιο του πρωθυπουργό να παίρνουν πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση της ενδοσχολικής βίας και της παραβατικότητας των νέων. Οι πρωτοβουλίες αφορούν σε μέτρα τιμωρητικά και κατασταλτικά, χωρίς καμία μέριμνα για μέτρα πρόληψης στην εκπαίδευση, στην οικογένεια και την ψυχική υγεία. Τις τελευταίες εβδομάδες ο ακραίος και αναχρονιστικός λόγος κορυφώνεται με αφορμή περιστατικά βίας μεταξύ μικρών παιδιών και εφήβων. Περιστατικά άγρια, που προκαλούν πράγματι σοκ σε όσους τα παρακολουθούν. Ο τρόπος που παρουσιάζονται, μάλιστα, τα ΜΜΕ δραματοποιούν περαιτέρω τα γεγονότα, τσαλαπατούν επιπρόσθετα παιδιά δράστες και θύματα, ενοχοποιώντας όχι μόνο τα συγκεκριμένα παιδιά, αλλά και τη νεολαία ολόκληρη.
Μόνο μέτρα καταστολής…
Ο ηθικός πανικός ξεχειλίζει διατυμπανίζοντας ότι οι νέοι σήμερα είναι βίαιοι όσο ποτέ, ότι έχει ξεφύγει η κατάσταση, ότι χρειάζεται να πληρώσουν παραδειγματικά, ότι απειλούν την κοινωνία μας κ.ο.κ. Και ενώ η βία ξεχειλίζει στην κοινωνία μας, τόσο την ελληνική όσο και τη διεθνή, κυβερνητικά στελέχη παριστάνουν τους αποφασισμένους να βάλουν τέλος στη ασυδοσία χτυπώντας μόνο τους νέους. Φυσικά δεν τιμωρούν όσους με την αδιαφορία τους προκάλεσαν εγκλήματα εναντίον των νέων, όπως παρακολουθούμε στην περίπτωση του εγκλήματος στα Τέμπη και την εξόφθαλμη συγκάλυψή του. Για το έγκλημα αυτό, να επισημάνουμε, ότι δεν λέγεται τίποτα στα ΜΜΕ που ελέγχει η εξουσία.
Φτάνει, μάλιστα, ο Υπουργός Δικαιοσύνης, κύριος Φλωρίδης να νοσταλγεί την εποχή που οι γονείς σέβονταν τον δάσκαλο και του έδειχναν εμπιστοσύνη όταν ταπείνωνε τους μαθητές με ξύλο «για να γίνουν άνθρωποι». Και έρχεται και πάλι να νομιμοποιήσει την ξεπερασμένη αντίληψη ότι «το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο», που συνιστά παράφορη παραβίαση των δικαιωμάτων του παιδιού. Ο ίδιος ο Υπουργός Δικαιοσύνης υπερασπίζεται κάτι παράνομο, ανοιχτά και χωρίς αναστολές.
Έγινε επίσης μεγάλο θέμα η απαγόρευση χρήσης του κινητού στο σχολείο, που γενικά είναι ένα σωστό μέτρο, αλλά την ίδια ώρα δεν θα μαθαίναμε τίποτα για τις συγχωνεύσεις τμημάτων στα σχολεία αν οι ίδιοι οι μαθητές, οι εκπαιδευτικοί και οι γονείς δεν αντιδρούσαν. Η κυβέρνηση επιδιώκει να κάνει οικονομία εις βάρος των μαθητών και της εκπαιδευτικής κοινότητας μέσα από περικοπές που υποβαθμίζουν το σχολείο. Να θυμίσουμε ότι τα κενά είναι πολλά σε εκπαιδευτικό προσωπικό, παράλληλη στήριξη, ψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς και νοσηλευτές. Δεν ευνοούν όλα αυτά την ανάπτυξη της βίας; Η κυβέρνηση όμως εξαντλεί τα μέτρα που παίρνει στην κατεύθυνση της ποινικοποίησης των μαθητών και των οικογενειών τους και με αφορμή τα βίαια περιστατικά. Διαρρέουν μάλιστα προτάσεις που αφορούν στη μείωση του ηλικιακού ορίου για ποινική ευθύνη των νέων και προειδοποιούν για μεγιστοποίηση των ποινών στους γονείς τους με αύξηση του χρόνου φυλάκισης και αύξηση των χρηματικών προστίμων που πρέπει να καταβάλλουν σε περίπτωση που τα ανήλικα παιδιά τους προκαλέσουν καταστροφές.
…που μπορεί τελικά να αυξήσουν τη βία
Ο Ψυχίατρος και Πρόεδρος του Ινστιτούτου Υγείας του παιδιού, κύριος Γιώργος Νικολαΐδης τοποθετήθηκε δημόσια για να αμφισβητήσει τα όσα λέγονται για αύξηση της νεανικής παραβατικότητας. Αποσαφήνισε ότι υπήρξε αύξηση της παραβατικότητας νέων κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης και έπειτα μείωση. Αναδεικνύει, εκτός από την οικονομική κρίση, και την πανδημία ως περίοδο κατά την οποία επικράτησε ο φόβος του άλλου, ο κίνδυνος του άλλου.
Μέσα σε ένα κλίμα ανταγωνισμού και κοινωνικής αποστασιοποίησης, οι νέοι άνθρωποι βίωσαν φόβο και μοναξιά χωρίς να βρίσκουν ανακούφιση στο πλησίασμα με τους άλλους. Είναι ενδεικτικό το παρακάτω απόσπασμα από την ομιλία του στο 5ο Συνέδριο Υγείας με τίτλο «Το Σύστημα Υγείας και οι Προκλήσεις του Μέλλοντος», με το οποίο αναφέρεται στο αποτυχημένο παράδειγμα των ΗΠΑ:
«Οι κοινωνίες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, οι οποίες επέλεξαν για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της βίας από τα παιδιά να επενδύσουν σε τεχνολογίες ασφάλειας ?υπό την έννοια του security και όχι του safety? και επιτήρησης μάλλον δεν κατάφεραν τίποτα. Αντιθέτως, φιγουράρουν σταθερά ως outliers, ως πολύ ψηλότερα από τον μέσο όρο των άλλων χωρών του ΟΟΣΑ, σε δείκτες βίας από τα παιδιά. Παρότι έχουν ανιχνευτές μετάλλου στην είσοδο κάθε σχολείου, παρότι έχουν οπλισμένες υπηρεσίες ασφαλείας μέσα στα campus στο σχολείο. Τι γίνεται με αυτό; Όλοι ξέρουμε από τη νευροβιολογία των ζώων μέχρι των ανθρώπινων κοινωνιών ότι ο φοβισμένος επιτίθεται. Αν φοβίσουμε αρκετά την κοινωνία και τα παιδιά μας, θα μας επιβεβαιώσουν. Θα γίνουν επιθετικά. Αν φοβίσουμε τους ανθρώπους ότι το διπλανό παιδί είναι δυνητικά κίνδυνος για μένα, όντως θα αυξηθούν τα κρούσματα διαπροσωπικής βίας και ανάμεσα στα παιδιά».
Η επιλογή της κυβέρνησης να επικαλείται την αντιμετώπιση της βίας μέσω αυταρχικών μέτρων και αποκλεισμών στοχεύει στη δημιουργία ενός σχολείου που αυξάνει τις διακρίσεις και μεγαλώνει τις αντιθέσεις και τους διαχωρισμούς. Και χαίρει μάλιστα αποδοχής γιατί είναι πολλοί που λένε «επιτέλους να μπει μια τάξη, να τιμωρηθούν οι απείθαρχοι, να αναλάβουν οι γονείς να μαζέψουν τους αλήτες τους». Υπάρχουν πολλοί που αποδέχονται τη λογική της καταστολής, της τιμωρίας, της αποβολής γιατί νομίζουν ότι είναι αποτελεσματική και γρήγορη. Έχουν φροντίσει, μάλιστα, μέσω των ΜΜΕ, να προβάλλουν τη βία των νέων με τρόπο που σοκάρει και με αποτέλεσμα να κινητοποιεί τον φόβο που όλοι έχουμε για να δεχτούμε μέτρα σκληρά που υπόσχονται λύσεις στο λεπτό.
Κι όταν αποδέχεται μεγάλη μερίδα της κοινωνία την απλοϊκή λογική του άσπρου – μαύρου και αυτή του «πονάει χέρι, κόβεις χέρι» τότε είναι που ανοίγουν δρόμοι αυταρχισμού και επικράτησης ακροδεξιών αντιλήψεων. Φτωχαίνει η σκέψη και η προοπτική για ουσιαστικές λύσεις που ποτέ δεν είναι γρήγορες κι απλές.
Όπως σημείωσε πρόσφατα ο πρώην συνήγορος του παιδιού, Γιώργος Μόσχος:
«παγκοσμίως τα ερευνητικά στοιχεία έχουν δείξει ότι η αυστηροποίηση της μεταχείρισης των ανηλίκων δεν φέρνει θετικά αποτελέσματα, μερικές φορές μάλιστα οδηγεί εφήβους από ευάλωτες κοινωνικές ομάδες σε μεγαλύτερο κοινωνικό αποκλεισμό και περισσότερες αποκλίνουσες συμπεριφορές. Αντίθετα, θετικά αποτελέσματα έχουν οι δράσεις πρόληψης που λαμβάνουν χώρα στα σχολεία ή στις κοινότητες, με ενίσχυση των ψυχο-κοινωνικών υπηρεσιών, υποστήριξη των οικογενειών σε κρίση και αναζήτηση τρόπων για να μπορούν οι έφηβοι να απολαμβάνουν την κοινωνική συμμετοχή και να αποκτούν κύρος, αναγνώριση και αυτοπεποίθηση με νομιμοποιημένους τρόπους».
Τι μπορεί να γίνει;
Η προσπάθεια πρέπει να γίνει στην κατεύθυνση να καταλάβουμε τους νέους και να εξηγήσουμε τι τους ωθεί να έχουν την μια ή την άλλη συμπεριφορά. Δε μπορούμε να απαντήσουμε σωστά αυτό το ερώτημα αν δεν βάλουμε ως προϋπόθεση την παραδοχή ότι τα παιδιά και οι νέοι έχουν δικαίωμα σεβασμού και ελευθερίας. Ο σχολικός θεσμός θα έβρισκε πιο εύκολα άλλες λύσεις, όχι αστυνομικές, αν επιδίωκε να αφουγκραστεί τους νέους και όσα τους κάνουν να υποφέρουν. Γιατί όταν οι νέοι υποφέρουν συχνά επιτίθενται είτε στους ίδιους τους εαυτούς τους είτε στους άλλους. Όταν βλέπουμε την πτώση της σχολικής επίδοσης των μαθητών ή την αλλαγή της συμπεριφοράς τους, για παράδειγμα, καλό θα ήταν να ψάξουμε να δούμε τι συνέβη στους μαθητές αυτούς, τι τους κλόνισε, τι τους πόνεσε. Και όχι να ταπεινώσουμε και να αποκλείσουμε τους μαθητές, αλλά να ανοίξουμε ένα διάλογο.
Γιατί έτσι το σχολείο, οι δάσκαλοι, δίνουν με τη στάση τους το παράδειγμα ότι προσπαθούν να τους νιώσουν, να επικοινωνήσουν και τελικά να βοηθήσουν. Είναι ένα παράδειγμα που θα το αξιοποιήσουν κατόπιν στη ζωή τους, στις σχέσεις τους για να καταλάβουν και να νιώσουν τους άλλους με τη σειρά τους. Όταν το σχολείο λειτουργεί σαν μια μηχανή που αποκλείει πριν τεθεί στην υπηρεσία του παιδιού, το σχολείο τιμωρεί με τη σχολική αποτυχία τα παιδιά και ειδικά αυτά που είναι εύθραυστα (π.χ. από φτωχές οικογένειες και γειτονιές, κακοποιητικά περιβάλλοντα κτλ). Ξέρουμε πολύ καλά πια ότι όταν τα παιδιά ταπεινώνονται ή ενοχοποιούνται, επιδεινώνεται το άγχος τους και γίνονται πιο σκληροί. Έτσι οι ίδιοι με τη σειρά τους γίνονται αναίσθητοι στον πόνο των άλλων και διαιωνίζουν τις σχέσεις ισχύος και περιφρόνησης. Αυτό το συναντάμε και μέσα στην οικογένεια, όταν η διαπαιδαγώγηση γίνεται μέσω της τιμωρίας, της υποταγής και της ενοχής. Συχνά, μάλιστα το παιδί φέρεται να φταίει για όλα τα δεινά μιας οικογένειας.
Υπάρχουν παιδαγωγοί που έχουν αφήσει έργο που ακόμα εμπνέει. Ανάμεσά τους ο Γιάνους Κόρτσακ, που υπήρξε ένας φλογερός κι ειλικρινής υπερασπιστής των παιδιών. Η παιδαγωγική προσέγγιση που ανέπτυξε είχε στο επίκεντρο το παιδί και την ολόπλευρη αγωγή του. Διεκδικούσε τον σεβασμό των μεγάλων προς το δικαίωμα του παιδιού να είναι παιδί. Προς το δικαίωμα του παιδιού να βιώνει, όπως του αξίζει, τον παροντικό χρόνο της παιδικής του ηλικίας, ώστε να μπορέσει ν’ ανθίσει στη μεταγενέστερη ενήλικη ζωή, δίχως τα βαρίδια μιας μίζερης κι ακρωτηριασμένης παιδικής ηλικίας. Ο ίδιος διατεινόταν ότι όλη η παιδαγωγική επιδιώκει να διαμορφώσει βολικά παιδιά: φρόνιμα, υπάκουα, καλά, πρόθυμα. Δεν λαμβάνεται υπόψη ότι με αυτόν τον τρόπο τα παιδιά μέσα τους δεν είναι ελεύθερα και γι’ αυτόν τον λόγο δεν είναι ικανά να αντιμετωπίσουν τη ζωή.
Την εποχή μας γίνονται προσπάθειες εξαιρετικές προς την κατεύθυνση του σεβασμού. Η πρωτοβουλία «πρώτα 12» υπερασπίζεται το Δικαίωμα της Σύμβασης των δικαιωμάτων του παιδιού και αφορά στην ελευθερία έκφρασης του. Αξίζει να δει κανείς τις δράσεις που σχεδιάζει και υλοποιεί με τα σχολεία, μέσα στα σχολεία. Μεταξύ αυτών οργανώνει εκπαιδεύσεις εκπαιδευτικών ουσιαστικές, συζητήσεις με γονείς και βιωματικά εργαστήρια με μαθητές. Προτείνει επίσης έναν οδηγό για εκπαιδευτικούς, γονείς και παιδιά, από το νηπιαγωγείο μέχρι το λύκειο για τη συνέλευση των παιδιών. Δείχνει τα πρώτα βήματα άσκησης στη δημοκρατία με τρόπο άμεσο και εφικτό για κάτι που προβλέπεται αλλά έχει εξασθενίσει. Θέτει σε όλους την πρόκληση να οργανώνουν τις συνελεύσεις των παιδιών δείχνοντας τον τρόπο για να γίνονται αυτές δημοκρατικά.
Η Πρωτοβουλία για την Ψυχική Υγεία των Παιδιών και των Εφήβων οργανώνει ομάδες νέων που συζητούν και επεξεργάζονται θέματα ψυχικής υγείας των νέων και αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες εντός του σχολείου τους.
Υπάρχουν πρωτοβουλίες πρόληψης όπως αυτή της «Ομάδας του Μεγάλου Μας Σπιτιού» όπου μέσα από την κοινωνικοποίηση και την ψυχαναλυτική ματιά υποδέχονται τα μικρά παιδιά και τους συνοδούς τους σε κλίμα ασφάλειας και σεβασμού για να διευκολύνουν τα πρώτα βήματα στη ζωή τους, για να άρουν εμπόδια στην ανάπτυξη τους και την πορεία τους στην αυτονομία.
Υπάρχουν υγιείς συλλογικότητες εκπαιδευτικών, όπως το «Σκασιαρχείο», και αρκετοί ακόμα μέσα σε σχολεία που δεν παραιτούνται από το να προσπαθούν να χτίσουν το δημοκρατικό σχολείο, υπάρχουν συλλογικότητες γονέων που δεν αρκούνται στο να επιτίθενται στους δασκάλους και στέκονται αλληλέγγυοι με αυτούς για το όφελος των παιδιών τους, καλλιεργώντας ατμόσφαιρα συνεργασίας και σεβασμού. Και υπάρχουν συλλογικότητες μαθητών που παλεύουν, παρά την ατομικιστική λογική που κυριαρχεί, να κρατηθούν ζωντανοί μέσα από τις ομάδες των συνομηλίκων παραμένοντας δημιουργικοί κι ανήσυχοι.
Δυστυχώς η συνεργασία, όσο κι αν όλοι παραδεχόμαστε την αναγκαιότητά της, δεν επιτυγχάνεται εύκολα. Άλλωστε, όπως η πλειοψηφία της κοινωνίας, έτσι και όσοι ανήκουν στην εκπαιδευτική κοινότητα δεν μένουν ανεπηρέαστοι από τις κυρίαρχες αντιλήψεις. Γι’ αυτό, οι όποιες συλλογικότητες μπορούν να ξεπεράσουν τις αγκυλώσεις τους, τα συντεχνιακά ή μικροκομματικά τους συμφέροντα και την αντίληψη ότι έχουν μόνο αυτοί δίκιο, πρέπει να έρθουν κοντά και από κοινού να συζητήσουν, να σκεφτούν, να αποφασίσουν δημοκρατικά και με σεβασμό για να χτίσουν γέφυρες μεταξύ τους και με την κοινωνία, προκειμένου να διοργανώσουν:
- Γιορτές από κοινού σχεδιασμένες από εκπαιδευτικούς όλων των ειδικοτήτων, μαθητές και γονείς
- Κοινές συνελεύσεις εκπαιδευτικών, μαθητών, γονέων που θα αποφασίζουν για ποια ζητήματα θέλουν να παλέψουν και πως, αλλά και για να καταλάβουν γιατί κάποιοι μαθητές προκαλούν με την παραβίαση των ορίων και πως θα τους υποστηρίξουν αντί να τους αποκηρύξουν.
- Απεργίες εκπαιδευτικών που θα στηρίζουν μαθητές και γονείς και με τη μέριμνα να βρίσκονται λύσεις για τα μικρά παιδιά που οι γονείς τους εργάζονται σε μέρες απεργίας.
Είναι σημαντικό να υποστηρίξουμε όλοι μαζί το δημόσιο σχολείο που σέβεται και δεν ταπεινώνει κανέναν από όσους ανήκουν σε αυτό. Δεν πρέπει να καταδικάσουμε τη νέα γενιά που μας φέρνει αντιμέτωπους με τη βαρβαρότητα που την έχει ποτίσει η κυρίαρχη ιδεολογία. Οφείλουμε να δρούμε καθημερινά δημιουργώντας μικρές συλλογικές ευκαιρίες, με μικρές χειροπιαστές πρωτοβουλίες αλλά και διεκδικώντας συλλογικά μια καλύτερη εκπαίδευση και μια καλύτερη κοινωνία κόντρα στην εντατικοποίηση και τη φτωχοποίηση. Όσο ζούμε σε ένα σύστημα που έχει ως δομικό του στοιχείο τη βία, αυτή θα αντανακλάται και στη νεολαία. Δεν θα γίνει μονομιάς και με καθολική συμμετοχή, αλλά είναι σημαντικό να τολμάμε να κάνουμε βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση χωρίς να παριστάνουμε ότι δε μας αφορά και χωρίς να λέμε τίποτα δε μπορεί να αλλάξει!