Στις 20 Ιουλίου του 1944 μια ομάδα αξιωματικών του γερμανικού στρατού επιχείρησε να δολοφονήσει τον Αδόλφο Χίτλερ. Ένα μεγάλο κομμάτι των ΜΜΕ και του κατεστημένου αναφέρουν την επέτειο αυτή ως μια σημαντική στιγμή αντίστασης κατά του Ναζισμού στη Γερμανία.
Ποια είναι όμως η πραγματικότητα πίσω από αυτή την απόπειρα δολοφονίας και ποια ήταν τα πραγματικά κίνητρα των αξιωματικών του γερμανικού στρατού;
Το υπόβαθρο της απόπειρας δολοφονίας
Η «επιχείρηση Βαλκυρία» αρχικά αποτέλεσε ένα σχέδιο έκτακτης ανάγκης του στρατού, ώστε να υπερασπιστεί και να διατηρήσει το ναζιστικό καθεστώς, σε περίπτωση μαζικής εξέγερσης εργατών και αιχμαλώτων ή βομβαρδισμού από τις Συμμαχικές Δυνάμεις. Ο Χίτλερ είχε ενημερωθεί και είχε δώσει την έγκρισή του για αυτό το σχέδιο.
Το 1943 και το 1944, ο χιτλερικός στρατός είχε αρχίσει να σημειώνει σημαντικές απώλειες σε όλα σχεδόν τα μέτωπα του πολέμου και οι ήττες που κατέγραφε ήταν τεράστιες. Η ήττα στο Στάλινγκραντ από τα σοβιετικά στρατεύματα, αλλά και η απόβαση στη Νορμανδία από τις Συμμαχικές Δυνάμεις, έδειχναν ότι η πλάστιγγα έγερνε εις βάρος του γερμανικού στρατού. Αυτές οι ήττες είχαν σαν αποτέλεσμα να θέσουν υπό αμφισβήτηση την κυριαρχία του Χίτλερ, ενώ κομμάτια του στρατού άρχιζαν να χάνουν κάθε ελπίδα ότι η Γερμανία θα μπορούσε να κερδίσει τον πόλεμο κατηγορώντας τον Χίτλερ ότι οδήγησε τη χώρα στην καταστροφή.
Έτσι, ανάμεσα σε ένα κομμάτι αξιωματικών γεννήθηκε η ιδέα να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους προκειμένου να σώσουν ό,τι μπορούσε να διασωθεί, καταστρώνοντας ένα σχέδιο πραξικοπήματος βασισμένο στην επιχείρηση Βαλκυρία.
Μία ομάδα αξιωματικών, υπό την καθοδήγηση του συνταγματάρχη Κλάους Φίλιπ Μαρία Σενκ φον Στάουφενμπεργκ και του υποστράτηγου Χένινγκ φον Τρέσκοβ, ήθελε να ενεργοποιήσει αυτό το σχέδιο, προκειμένου να πάρουν την εξουσία στα χέρια τους και στη συνέχεια να διαπραγματευτούν με τους Συμμάχους. Μάλιστα, οι συνωμότες είχαν προχωρήσει στον σχεδιασμό συγκεκριμένων βημάτων που θα τους οδηγούσαν στην εξουσία.
Το πρώτο και πιο σημαντικό βήμα ήταν να δολοφονηθεί ο Χίτλερ, ενώ στη συνέχεια το σχέδιο απαιτούσε καταλήψεις στρατηγικών σημείων όπως υπουργικά κτίρια, ραδιοφωνικούς σταθμούς, τηλεγραφικά κέντρα κ.ά. Παράλληλα, θα προχωρούσαν σε κατάληψη όλων των στρατοπέδων συγκέντρωσης με σκοπό τη διακοπή της εξόντωσης των Εβραίων και όλων των εχθρών του ναζιστικού καθεστώτος. Τέλος, θα προωθούσαν ένα νέο Σύνταγμα που θα προέβλεπε σχηματισμό κυβέρνησης προσωπικοτήτων (στρατιωτικών και πολιτικών). Και αφού όλα αυτά τα βήματα είχαν ολοκληρωθεί, θα μπορούσαν να ξεκινήσουν τις διαπραγματεύσεις με τους Συμμάχους, για την έκβαση του πολέμου.
Οι πρώτες απόπειρες δολοφονίας
Καθώς η ομάδα των συνωμοτών είχε προετοιμάσει το σχέδιο της, αποφάσισε ότι ο Ιούλης του 1944 ήταν η κατάλληλη περίοδος για να το εφαρμόσει. Αρχικά, η ημερομηνία της δολοφονίας του Χίτλερ ορίστηκε στις 7 Ιουλίου, στο Σάλτσμπουργκ της Αυστρίας. Ο στρατηγός Χέλμουτ Στιφ είχε αναλάβει να δολοφονήσει τον Χίτλερ, όμως την τελευταία στιγμή δείλιασε και έκανε πίσω. Μετά από αυτό, ο Φον Στάουφενμπεργκ αποφάσισε να σκοτώσει ο ίδιος τον Χίτλερ, καθώς ήταν ο μοναδικός που είχε άμεση πρόσβαση στον Φύρερ.
Στις 11 Ιουλίου αποφασίστηκε ο Φον Στάουφενμπεργκ να τοποθετήσει εκρηκτικά στην αίθουσα συσκέψεων, όμως το σχέδιο αναβλήθηκε, καθώς από τη σύσκεψη έλειπαν ο Χάινριχ Χίμλερ και ο στρατάρχης του Ράιχ, Χέρμαν Γκέρινγκ και οι συνωμότες τους ήθελαν και αυτούς νεκρούς.
Στις 15 Ιουλίου ο Φον Στάουφενμπεργκ επιχείρησε ξανά να τους δολοφονήσει με εκρηκτικά, όμως και πάλι την τελευταία στιγμή το σχέδιο ακυρώθηκε επειδή ο Χίτλερ αποχώρησε από τη σύσκεψη.
Η αποτυχημένη απόπειρα της 20ης Ιούλη
Μετά από μια σειρά αποτυχημένων προσπαθειών, ο Φον Στάουφενμπεργκ αποφάσισε ότι η κατάλληλη στιγμή ήταν στις 20 Ιουλίου στο καταφύγιο του Χίτλερ, Wolfsschanze, (η φωλιά του λύκου) στην Πολωνία. Το σχέδιο ήταν να τοποθετήσει ένα χαρτοφύλακα με εκρηκτικά δίπλα στον Χίτλερ και να φύγει πριν την έκρηξη που θα σκότωνε όλους όσους βρίσκονταν στον χώρο.
Ο χαρτοφύλακας όντως ανατινάχθηκε, αλλά μόνο 4 από τους 24 παρευρισκόμενους σκοτώθηκαν, με τον Χίτλερ να γλιτώνει μόλις με κάποια ελαφρά τραύματα. Ο Φον Στάουφενμπεργκ ταξίδεψε αεροπορικώς στο Βερολίνο, προκειμένου να ηγηθεί του πραξικοπήματος, πιστεύοντας ότι ο Χίτλερ ήταν πλέον νεκρός.
Η είδηση όμως ότι ο Χίτλερ ήταν ζωντανός κυκλοφόρησε άμεσα κι έτσι, οι συνωμότες απέτυχαν να επιβληθούν, οι υφιστάμενοί τους αρνήθηκαν να ακολουθήσουν τις διαταγές τους και το πραξικόπημα απέτυχε.
Ο Χίτλερ έδρασε άμεσα προχωρώντας στην καταστολή του πραξικοπήματος. Η Γκεστάπο συνέλαβε περίπου 7.000 άτομα ως συνωμότες και εκτέλεσε τους 4.980. Την επόμενη μέρα εκτελέστηκαν οι Φον Στάουφενμπεργκ, Βέρνερ Φον Χέφτεν, Φρίντριχ Όλμπριχτ και Άλμπρεχτ Φον Κβιρνχάιμ, ενώ οι εκτελέσεις συνωμοτών συνεχίστηκαν μέχρι την πτώση του ναζισμού, την άνοιξη του 1945.
Ήταν μια πραγματική στιγμή αντίστασης;
Οι συνωμότες που εκτελέστηκαν, παρουσιάζονται σήμερα ως οι άνθρωποι που αντιστάθηκαν εκ των έσω κατά του ναζισμού.
Μάλιστα, στις 20 Ιουλίου του 2019 πραγματοποιήθηκαν εκδηλώσεις στη Γερμανία με αφορμή τη συμπλήρωση των 75 χρόνων από την απόπειρα δολοφονίας του Χίτλερ. Η Μέρκελ μαζί με την τότε Υπουργό Άμυνας της Γερμανίας, Ανεγκρετ Καρενμπάουερ, συμμετείχαν σε μια τελετή στο Κέντρο Μνήμης της γερμανικής Αντίστασης στο Βερολίνο, η οποία στην ομιλία της ανέφερε ότι «Έβαλαν την ανθρωπότητα πάνω από τη δική τους ζωή», προσπαθώντας να τους παρουσιάσει σαν ήρωες.
Στην πραγματικότητα, η επιχείρηση Βαλκυρία δεν είχε καμία σχέση με την αντίσταση κατά του ναζισμού. Οι αξιωματικοί δεν έβαλαν την ανθρωπότητα πάνω από τη ζωή τους, αλλά τη ζωή και την επιβίωσή τους πάνω από τη ζωή του Χίτλερ. Άλλωστε, η συντριπτική πλειονότητα των συνωμοτών δεν επεδίωκε την επιστροφή στην κοινοβουλευτική δημοκρατία, οι ίδιοι προέρχονταν από την αριστοκρατία και οι πολιτικές τους αντιλήψεις ήταν βαθιά αντιδραστικές.
Οι λόγοι για τους οποίους οι αξιωματικοί του γερμανικού στρατού σχεδίασαν να δολοφονήσουν τον Χίτλερ, ήταν δυο.
Από τη μια, βλέποντας πως ο πόλεμος δεν εξελισσόταν καλά για το ναζιστικό καθεστώς, καθώς η γερμανική προέλαση προς τα ανατολικά είχε ανακοπεί, πολλοί από τους αξιωματικούς του Χίτλερ άρχισαν να τον θεωρούν υπεύθυνο για την πορεία που είχε πάρει ο πόλεμος. Για αυτούς, το έγκλημα του Χίτλερ δεν ήταν ότι ξεκίνησε έναν βάρβαρο πόλεμο, αλλά το γεγονός ότι τελικά δεν μπορούσε να τον κερδίσει, οπότε έπρεπε να βγει από τη μέση.
Από την άλλη, ήταν ο φόβος για τις συνέπειες των εγκλημάτων πολέμου που είχαν πραγματοποιηθεί. Εκατομμύρια Εβραίων, Σλάβων, Ρομά κλπ είχαν δολοφονηθεί από το χιτλερικό καθεστώς και μια ενδεχόμενη ήττα του καθεστώτος θα σήμαινε πως τα ανώτερα στρατιωτικά στελέχη θα έρχονταν αντιμέτωπα με τις συνέπειες των πράξεών τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι, ο Έντουαρντ Βάγκνερ ο οποίος διηύθυνε στρατόπεδα αιχμαλώτων και ήταν υπεύθυνος για τον θάνατο εκατομμυρίων Σοβιετικών αιχμαλώτων πολέμου. Συμμετείχε στη συνωμοσία φοβούμενος τα σοβιετικά αντίποινα σε περίπτωση που η Γερμανία έχανε τον πόλεμο.
Σήμερα, το κατεστημένο προσπαθεί να «ξεπλύνει» την ιστορία του ναζισμού, να δημιουργήσει «ήρωες» εκεί που υπήρχαν αντιδραστικοί στρατιωτικοί και πολιτικοί καιροσκόποι και να στρέψει τη συζήτηση στο αφαιρετικό ερώτημα «πως θα εξελισσόταν η ιστορία αν είχε ολοκληρωθεί με επιτυχία η Επιχείρηση Βαλκυρία». Με αυτόν τον τρόπο, προσπαθεί να αποτινάξει από πάνω του τις ευθύνες του ίδιου του συστήματος, της εθνικιστικής ιδεολογίας και των πολεμικών συμφερόντων που «γέννησαν» τον Χίτλερ και τον φασισμό.
Τα εκατομμύρια των νεκρών και όσων μπήκαν με πραγματική αυτοθυσία στη μάχη ενάντια στον Χίτλερ τότε και οι αντιφασίστες/τριες σήμερα, κρατούν την ιστορική μνήμη ζωντανή, αποκαλύπτουν τις πραγματικές αιτίες για την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία και αγωνίζονται για να μην υπάρξουν ποτέ ξανά τόσο μαύρες σελίδες στην ανθρώπινη ιστορία.