«Ήπια κάτι μπύρες το βράδυ…»
Με αυτά τα κυνικά λόγια περιέγραψε ο σύζυγος της Κατερίνας το πώς τη δολοφόνησε.
«Είχα παθολογική ζήλια για εκείνη. Πίστευα ότι με απατούσε(…) Είδα ότι είχε ετοιμάσει βαλίτσες να φύγει ταξίδι. Τη ρώτησα “που πας;” και δεν μου απαντούσε. Εκνευρίστηκα και τη χτύπησα. Με χτύπησε και εκείνη. Άρπαξα το μαχαίρι από το τραπέζι και την χτύπησα. Πήρα τον γιο μας τηλέφωνο και έφυγα από το σπίτι».
Μέσα στο 2022 μετράμε πλέον την 5η επίσημα καταγεγραμμένη γυναικοκτονία, που πάνω κάτω έχει τα ίδια χαρακτηριστικά: «παθολογική ζήλια», «φόβο εγκατάλειψης», την αντίληψη που έχουν οι άντρες που ασκούν βία στις συντρόφους/συζύγους τους πως αυτές τους ανήκουν. Δεν έχουν το «δικαίωμα» να φύγουν από την κακοποιητική τους σχέση, να συνεχίζουν τις ζωές τους χωρίς αυτούς. Μπροστά σε αυτήν την «ύβρη», η τιμωρία είναι ο θάνατος.
Τον τελευταίο καιρό όμως, βλέπουμε και κάτι ακόμα. Πως οι συμβουλές του Μπαλάσκα μετά τη δολοφονία της Καρολάιν Κράουτς προς τους δράστες να ομολογούν το έγκλημά τους και να παραδίνονται στην αστυνομία ισχυριζόμενοι πως βρίσκονταν εν βρασμώ ψυχής, πιάνουν τόπο.
Ο δολοφόνος της Κατερίνας προσπάθησε να το ρίξει στο αλκοόλ, αν και σύμφωνα με τα μέχρι τώρα στοιχεία, το αλκοτέστ που έκανε δεν έδειξε υψηλή ποσότητα αλκοόλ στο αίμα του. Ομολόγησε τη δολοφονία στον γιο του, με έναν επίσης εξαιρετικά ψυχρό και κυνικό τρόπο, ενώ στη συνέχεια εξαφανίστηκε, κάνοντας στη συνέχεια απόπειρα αυτοκτονίας … προκύπτει έτσι αβίαστα η εικόνα ενός ανθρώπου που «τα είχε χαμένα».
Πόσο εύκολο είναι να μιλήσει ένα θύμα;
Ο αδερφός της δολοφονημένης Κατερίνας έκανε έκκληση στα θύματα έμφυλης βίας να μιλήσουν. Είναι μία προτροπή που ακούμε συχνά και που είναι σωστή, όμως, ενώ γίνεται συνήθως με τις καλύτερες προθέσεις αγνοεί μία σειρά από εμπόδια που αντιμετωπίζουν τα θύματα βίας.
Αρχικά την ψυχολογία των θυμάτων. Οι σεξιστικές αντιλήψεις πολύ συχνά κάνουν μία γυναίκα να νιώθει η ίδια υπεύθυνη για όσα της συμβαίνουν ή και αδύναμη να αντιδράσει και να υπερασπιστεί τον εαυτό της.
Στη συνέχεια, αγνοεί την εξάρτησή της από τον θύτη, είτε οικονομική, είτε συναισθηματική, είτε και τα δύο ταυτόχρονα. Την αντιμετώπιση της αστυνομίας που συνήθως αδιαφορεί όταν καλείται να διαχειριστεί ένα τέτοιο περιστατικό ή που τελικά συντάσσεται στο πλευρό του θύτη, δίνοντας συμβουλές τύπου «Μπαλάσκα», προτρέποντας το θύμα να μην διαλύσει την οικογένειά του, κοκ. Την πλήρη ανεπάρκεια των κρατικών δομών για να φιλοξενήσουν τις γυναίκες και τα παιδιά τους θύματα ενδοοικογενειακής βίας, να τις βοηθήσουν να σταθούν στα πόδια τους και να αποκτήσουν οικονομική ανεξαρτησία από τους κακοποιητές τους.
«Καμία άλλη δολοφονημένη»
Τελικά, η προτροπή στις γυναίκες να μιλήσουν, περιέχει τον κίνδυνο να μεταθέτει την ευθύνη στα ίδια τα θύματα.
Αν θέλουμε οι γυναίκες να μιλάνε και αν θέλουμε να τελειώσουμε μια και καλή με τη μακάβρια λίστα γυναικοκτονιών, χρειάζεται:
- Να αποδώσουμε τις ευθύνες στους πραγματικούς υπεύθυνους, στο 100%, χωρίς άλλοθι, δικαιολογίες ή ελαφρυντικά.
- Να απαιτήσουμε από το Κράτος να ενισχύσει και να δημιουργήσει επιπλέον δομές φιλοξενίας, ψυχολογικής στήριξης και προγράμματα κατάρτισης και εύρεσης εργασίας για τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας.
- Να υπάρχει αυστηρή τιμωρία των αστυνομικών που δεν κάνουν σωστά τη δουλειά τους απέναντι στα θύματα έμφυλης βίας.
- Και τελικά, να αγωνιστούμε για μία κοινωνία χωρίς σεξισμό, διακρίσεις και ανισότητες που γεννούν την έμφυλη βία και τις γυναικοκτονίες.