Ο ΣΥΡΙΖΑ, μέσα από τις δηλώσεις του προέδρου, των στελεχών και των εντύπων που πρόσκεινται φιλικά σ’ αυτόν καταγγέλλει την πολιτική της κυβέρνησης της ΝΔ σαν εγκληματική – και βέβαια σ’ αυτό έχει δίκαιο. Εξάλλου κάτι τέτοιο δεν απαιτεί ούτε ιδιαίτερες ικανότητες ούτε κάποια ριζοσπαστική μαχητική πολιτική.
Έχει όντως ευθύνη η κυβέρνηση Μητσοτάκη για τη δραματική εξέλιξη της πανδημίας επειδή δεν προετοίμασε το ΕΣΥ, επειδή δεν πήρε μέτρα για την αποσυμφόρηση στα ΜΜΜ και στους μεγάλους εργασιακούς χώρους, επειδή άνοιξε βιαστικά και χωρίς ουσιαστικούς ελέγχους τον τουρισμό, επειδή υποχώρησε και υποχωρεί στις πιέσεις της Εκκλησίας και όλα αυτά αποδείχθηκαν στην πράξη. Επίσης είναι αλήθεια ότι η κυβέρνηση με αφορμή την πανδημία πέρασε μέτρα που χτυπούν τα δικαιώματα των εργαζομένων, μέτρα που υποβαθμίζουν τη δημόσια εκπαίδευση προς όφελος της ιδιωτικής. Επί κυβέρνησης ΝΔ είδαμε μια νέα «ποιότητα» στην αύξηση της καταστολής απέναντι στους αγώνες της νεολαίας και των εργαζομένων αλλά και ένα αποφασιστικό χτύπημα στα δημοκρατικά δικαιώματα με το πρόσχημα της πανδημίας.
Παρά την αντιπολιτευτική του στάση, όμως ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει σε πολύ χαμηλά ποσοστά. Τι είναι αυτό λοιπόν που κρατάει τη διαφορά του με τη ΝΔ στις δημοσκοπήσεις να κινείται σταθερά μεταξύ 15% και 20%;
Οι εξηγήσεις που προσπαθεί να δώσει το επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ, ότι φταίνε τα εξαγορασμένα από τη ΝΔ Μέσα Ενημέρωσης δεν μπορούν να θεωρηθούν σοβαρές. Γιατί όλοι θυμόμαστε πολύ καλά τον ρόλο των ΜΜΕ τόσο το 2012, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ εκτινάχθηκε δημοσκοπικά, όσο και το 2015 όταν πήρε την κυβέρνηση και όταν κερδήθηκε το δημοψήφισμα. Και τότε τα μεγάλα ιδιωτικά ΜΜΕ, πολύ περισσότερο από σήμερα, στήριζαν μονόπλευρα το μνημονιακό μπλοκ. Αν υπήρχε σοβαρή στροφή προς τον ΣΥΡΙΖΑ οι δημοσκοπικές εταιρείες δεν θα μπορούσαν να την αποκρύψουν.
Τι είδους αντιπολίτευση απέναντι στο Μητσοτάκη
Η πανδημία έβαλε στο τραπέζι με καθαρό τρόπο το είδος της αντιπολίτευσης που χρειάζεται η ελληνική κοινωνία απέναντι στην κυβέρνηση της ΝΔ. Απέναντι στην άρνηση της κυβέρνησης να πάρει ουσιαστικά μέτρα για την αντιμετώπιση του covid βρέθηκαν τα στρώματα εκείνα που ήταν στην πρώτη γραμμή για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Οι εργαζόμενοι στην Υγεία από την πρώτη στιγμή μίλησαν για την ανάγκη ενίσχυσης του ΕΣΥ με προσλήψεις υγειονομικών, αύξηση των κρεβατιών ΜΕΘ, ενίσχυση της πρωτοβάθμιας περίθαλψης κοκ. Οι εργαζόμενοι στον επισιτισμό και οι εργαζόμενοι στα Μέσα Μεταφοράς απαίτησαν μέτρα προστασίας στους χώρους εργασίας τους όταν η κυβέρνηση τους άφηνε εκτεθειμένους στον κορονοϊό. Οι εκπαιδευτικοί μίλησαν για μικρότερο αριθμό μαθητών ανά τάξη και προσλήψεις εκπαιδευτικών όταν η κυβέρνηση νομοθετούσε για αύξησή του στους 27.
Η πανδημία τελικά απέδειξε στην πράξη ποια είναι τα στρώματα τα οποία μπορούν να κρατήσουν όρθια μια κοινωνία ακόμα και σε καταστάσεις πανδημίας: οι εργαζόμενοι στην Υγεία και την Εκπαίδευση, οι εργαζόμενοι στην καθαριότητα, στον επισιτισμό, στις μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ.
Όλος αυτός ο κόσμος, οι εργαζόμενοι που χτυπήθηκαν από την πανδημία και από τα μέτρα της κυβέρνησης, η νεολαία που βλέπει κατακτήσεις δεκαετιών να παίρνονται πίσω, όλοι όσοι βλέπουν τα δημοκρατικά τους δικαιώματα να καταστέλλονται, δεν αρκεί να αναγνωρίζουν το πρόβλημα και τις επιθέσεις μιας κυβέρνησης για να κινητοποιηθούν, αλλά χρειάζονται ένα σημείο αναφοράς που να τους δίνει προοπτική. Ένα πολιτικό φορέα δηλαδή που θα εμπλακεί δυναμικά στις κινητοποιήσεις τους, θα υιοθετήσει τα αιτήματά τους, θα συγκρουστεί με τις απαιτήσεις των καπιταλιστών και θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ώστε να τα κάνει πράξη ανατρέποντας την κυβερνητική πολιτική.
Ο ΣΥΡΙΖΑ όμως δεν είναι ένας τέτοιος φορέας.
Το «διαζύγιο» με τα κινήματα
Η στροφή που έκανε το καλοκαίρι του 2015 η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ έκλεισε στην ουσία των κύκλο της σχέσης του κόμματος με τα κινήματα και την επαφή του με τον κόσμο του αγώνα.
Η πορεία της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ το απέδειξε αυτό μια και καλή, μιας και η υποταγή στον μνημονιακό «ρεαλισμό» της Τρόικα τελικά ήταν μόνο η αρχή. Η άρνησή του τότε να εφαρμόσει μέχρι τέλους τις συνέπειες του «Όχι», και η απόφαση της ηγετικής του ομάδας να υποκύψει στους «δανειστές» άνοιξε το δρόμο για τη συνολική υποταγή του στο σύστημα. Ως κυβέρνηση ξεπούλησε σημαντικά τοπικά κινήματα που μέχρι τότε στήριζε (Σκουριές, Ελληνικό), έφερε τις εξορύξεις υδρογονανθράκων παραχωρώντας το 1/3 της ηπειρωτικής και θαλάσσιας επικράτειας στις εξορυκτικές εταιρίες (όπως αναφέρει η Πρωτοβουλία Αθήνας ενάντια στις εξορύξεις υδρογονανθράκων), προχώρησε σε εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις δημόσιου πλούτου, δεσμεύθηκε σε πρωτογενή πλεονάσματα τέτοιου μεγέθους που μόνο με πολύ σκληρή λιτότητα θα μπορούσαν να επιτευχθούν.
Μετά από 5 χρόνια στην κυβέρνηση και εφαρμόζοντας όλα αυτά που κάποτε κατήγγειλε, ήταν αναμενόμενο να συγκρουστεί με κάθε κινηματική διαδικασία και να χάσει την εμπιστοσύνη που κάποτε είχε από αγωνιστικά στρώματα της κοινωνίας.
Μπορεί η εσωκομματική συζήτηση να αλλάξει την πορεία του;
Σήμερα είναι στην επικαιρότητα ξανά το θέμα των «τάσεων» του ΣΥΡΙΖΑ μετά το ανακάτεμα της τράπουλας του εσωκομματικού παιχνιδιού. Η τάση ΡΕΝΕ (Ριζοσπαστική Εναλλακτική Ενότητα) που προβάλλεται ως η πιο «προεδρική», η «Ομπρέλα» που κατά βάση αποτελούν οι 53+ μαζί με Βούτση, Σκουρλέτη, Παπαδημούλη και άλλους και υποτίθεται εκφράζει την «Αριστερά» του κόμματος, δημοσιοποίησαν κείμενα ενόψει και του επικείμενου συνεδρίου.
Πρόκειται για εντελώς ανώδυνα «κείμενα σκέψης» που αντανακλούν την αμηχανία του πιο παλιού κομματιού των στελεχών του κόμματος μπροστά στη μη αναστρέψιμη πορεία του ΣΥΡΙΖΑ προς τα δεξιά. Ίσως είναι ενδεικτικό του που πηγαίνει ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά αυτοί που κάποτε αποτελούσαν τη «δεξιά» τάση του ΣΥΡΙΖΑ όπως ο Παπαδημούλης, σήμερα μάλλον θεωρούνται η «αριστερή» του τάση στο εσωκομματικό σκηνικό.
Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα ανακάμψει δημοσκοπικά κάποια στιγμή και ότι έχει χάσει διά παντός το τρένο της κυβέρνησης. Ειδικά όσο υπάρχει ένα μεγάλο πολιτικό κενό στα αριστερά, οι εργαζόμενοι και η νεολαία θα τείνουν να επιλέγουν «το μικρότερο κακό» στις εκλογικές αναμετρήσεις, παράλληλα με τα μεγάλα ποσοστά αποχής. Το «μικρότερο κακό» του ΣΥΡΙΖΑ όμως δεν πρόκειται να λύσει κανένα από τα μεγάλα προβλήματα της κοινωνίας, ιδιαίτερα καθώς έχουμε μπει σε μια περίοδο βαθιάς κρίσης του συστήματος – είτε με τον Covid-19 είτε χωρίς αυτόν. .
Η ανάγκη για μια νέα Αριστερά
Το «σοκ» που προκάλεσε η κωλοτούμπα και η υποταγή του ΣΥΡΙΖΑ στο σύστημα και η ήττα που υπέστη το κίνημα, δεν έχει ξεπεραστεί ακόμα πλήρως. Αυτό έχει επηρεάσει το σύνολο της Αριστεράς, συμπεριλαμβανομένων και των δυνάμεων της εξωκοινοβουλευτικής/ανατρεπτικής Αριστεράς να ανταποκριθούν στη νέα κατάσταση. Ενώ σε κεντρικό επίπεδο δεν έχει υπάρξει κάποια σημαντική πρωτοβουλία συσπείρωσης δυνάμεων, σε τοπικό επίπεδο – όπως π.χ. γύρω από τη δημοτική κίνηση «Πόλη Ανάποδα» στη Θεσσαλονίκη– σε χώρους εργασίας, σε πρωτοβουλίες αλληλεγγύης κλπ έχουν γίνει κάποια τέτοια βήματα.
Το χτίσιμο μιας νέας μαζικής ανατρεπτικής κι επαναστατικής Αριστεράς, που δεν θα επαναλάβει τα λάθη του παρελθόντος, είναι αυτό που έχουν ανάγκη οι εργαζόμενοι, η νεολαία, τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Αυτό το καθήκον πρέπει να το λάβουν πολύ σοβαρά υπόψη οι δυνάμεις της Αριστεράς που έχουν αναφορά στον επαναστατικό σοσιαλισμό, να έρθουν σε επαφή και να δουλέψουν από κοινού, ενωτικά, με ειλικρίνεια και χωρίς καπελώματα, για να φέρουμε αυτό το στόχο ένα βήμα πιο κοντά.