Μιλήσαμε με την Κορίνα Καπετανάκη, μόνιμη κάτοικο Γαλλίας – Παρισιού και εργαζόμενη στον κλάδο της ψυχικής υγείας. Μας είπε πολλά και πολύ ενδιαφέροντα πράγματα για την καραντίνα στη Γαλλία, τις τραγικές ελλείψεις του συστήματος υγείας, τις ευθύνες της γαλλικής κυβέρνησης, τις αντιφάσεις του Μακρόν και τη συνέχεια των κινητοποιήσεων. Ταυτόχρονα, στέλνει μήνυμα αλληλεγγύης και αισιοδοξίας, μέσω της «Άνοιξης της Ψυχιατρικής».
Τη συνέντευξη επιμελήθηκε ο σ. Γιώργος Κασαμπαλάκος.
- Κορίνα καλησπέρα. Ο κόσμος είναι ευχαριστημένος από τη γενική στάση του Μακρόν απέναντι στην κρίση του κορονοϊού;
Όχι! Υπάρχει μια γενική δυσαρέσκεια από την αρχή της κρίσης.
Καταρχήν η στάση του Μακρόν και της κυβέρνησης άλλαξε ριζικά μέσα σε λίγες μέρες. Ενώ αρχικά μείωναν την επικινδυνότητα της κατάστασης (και αυτό πέρναγε πολύ και στη στάση των περισσότερων ανθρώπων) και βλέπαμε τον ίδιο τον Μακρόν να πηγαίνει στο θέατρο και να λέει χαλαρά ότι δε θα σταματήσει η ζωή, λίγες μέρες μετά, στις 12 Μαρτίου, ο Μακρόν έβγαλε ένα διάγγελμα όπου μίλαγε για την σοβαρότητα της κατάστασης και ανακοίνωνε το κλείσιμο των σχολείων από τις 16 Μαρτίου και την γενικότερη καραντίνα από τις 17 Μαρτίου! Οι αντιφάσεις στη στάση της κυβέρνησης συνεχίστηκαν και συνεχίζονται ακόμα. Ενώ υπήρχε αυτή η απότομη αλλαγή στάσης από την πλευρά της κυβέρνησης, έπρεπε όλος ο κόσμος αμέσως να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Ο λόγος της κυβέρνησης έγινε ιδιαίτερα επικριτικός απέναντι σε όλους αυτούς τους «ανεύθυνους πολίτες» που δε σέβονται αμέσως την αυστηρή καραντίνα. Και μέσα σε αυτό το κλίμα η κυβέρνηση αποφασίζει να μην ακυρώσει τον πρώτο γύρο των δημοτικών εκλογών!
Αμέσως μετά τις εκλογές η Agnès Buzyn (υπουργός Υγείας μέχρι τις εκλογές και υποψήφια του κόμματος της κυβέρνησης για τον δήμο του Παρισιού και μεγάλη ηττημένη) ανακοίνωνε ότι η ίδια από τον Γενάρη είχε μιλήσει για την σοβαρότητα του εν λόγω ιού αλλά δεν την είχαν ακούσει. Και η ίδια βέβαια συνέχισε το «έργο» της χωρίς να κάνει κάτι παραπάνω…
Αυτά όσο αφορά το θέμα της επικοινωνίας.
Γιατί η δυσαρέσκεια αφορά κυρίως τις ελλείψεις σχετικά με τις μάσκες αλλά και την γενικότερη κατάσταση με την οποία ήρθαν αντιμέτωποι οι γιατροί, οι νοσηλευτές και γενικότερα όσοι εργάζονται στα νοσοκομεία.
Μία άλλη πραγματικότητα που ήρθε στην επιφάνεια αφορά τις κοινωνικές ανισότητες.
Καταρχήν υπήρχαν αυτοί που μπορούσαν να καταφύγουν στην τηλεργασία και αυτοί που δεν μπορούσαν και ήταν περισσότερο εκτεθειμένοι όπως οι εργαζόμενοι στα σούπερ μάρκετ, οι εργαζόμενοι στην αποκομιδή σκουπιδιών, όσοι δούλευαν στην παράλληλη οικονομία χωρίς καμία κοινωνική προστασία, οι οδηγοί στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Ένα μέρος όπου ο αριθμός των θυμάτων ήταν ιδιαίτερα υψηλός ήταν το Seine-Saint-Denis που περιλαμβάνει τα πιο φτωχά προάστια του Νομού του Παρισιού. Οι προϋπάρχουσες ανισότητες ως προς τη στέγαση, την πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας, στην εργασία αποτέλεσαν παράγοντες που αύξησαν το βαθμό έκθεσης στον κορονοϊό.
Μια άλλη πτυχή αφορά την εμπειρία της καραντίνας.
Ιδιαίτερα στο Παρίσι υπάρχει σοβαρό πρόβλημα στέγασης. Έτσι η εμπειρία ήταν πολύ διαφορετική για μια τετραμελή οικογένεια που ζει σε ένα στούντιο και σε μία οικογένεια που πέρασε την καραντίνα σε ένα άνετο εξοχικό στη Νορμανδία.
- Πώς ανταποκρίθηκε το σύστημα υγείας;
Τα περισσότερα κρούσματα ήταν συγκεντρωμένα στο Παρίσι και την ανατολική Γαλλία. Η πίεση ήταν τεράστια για όσους καλούνταν να αντιμετωπίσουν αυτή την κατάσταση. Χρειάστηκε να εμπλακούν επίσης γιατροί που είχαν βγει στη σύνταξη, νοσηλευτές που μόλις είχαν τελειώσει την εκπαίδευσή τους ή που δεν γνώριζαν καθόλου τη δουλειά στις ΜΕΘ, νοσηλευτές που ταξίδεψαν σε περιοχές της Γαλλίας που υπήρχαν περισσότερες ανάγκες. Και παράλληλα ο κόσμος σταμάτησε σε μεγάλο βαθμό να πηγαίνει στους γιατρούς και στα νοσοκομεία για άλλους λόγους εκτός από τα συμπτώματα του κορονοϊού. Όλες οι προσπάθειες είχαν επικεντρωθεί στην αντιμετώπιση των ασθενών covid-19. Και έτσι το σύστημα «άντεξε» κατά μια έννοια. Αλλά υπάρχει μεγάλος θυμός σε όσους εργάζονται στα νοσοκομεία και αυτό σχετίζεται και με το κίνημα που προϋπήρχε της κρίσης. Επίσης λόγω των ελλείψεων σε υλικό προστασίας στα νοσοκομεία, οι εργαζόμενοι έμειναν εκτεθειμένοι, κάποιες φορές μάλιστα δουλεύανε ενώ ήταν άρρωστοι.
- Πριν την κρίση του κορονοϊού, θυμόμαστε όλοι τις μεγάλες κινητοποιήσεις της γαλλικής νεολαίας και των εργαζομένων, ιδιαίτερα στον τομέα της Υγείας. Πάγωσε το κίνημα λόγω κορονοϊού;
Όπως έλεγα ο θυμός είναι μεγάλος και αυτό είναι αισθητό. Την περίοδο πριν την κρίση υπήρχε ένα πολύ σημαντικό κίνημα με αφορμή τη μεταρρύθμιση για τις συντάξεις, με μαζικές απεργίες στο δημόσιο τομέα κυρίως στα μέσα μαζικής μεταφοράς και την εκπαίδευση. Η κυβέρνηση έδειξε άκαμπτη και υπεροπτική στάση παρά την μαζικότητα των κινητοποιήσεων και την αποδοχή τους από μεγάλο μέρος του κόσμου. Παράλληλα υπήρχε ένα άλλο κίνημα στα νοσοκομεία που είχε ξεκινήσει περίπου ένα χρόνο πριν. Επίκεντρο αυτών των κινητοποιήσεων ήταν τα τμήματα των επειγόντων. Αργότερα το κίνημα αυτό επεκτάθηκε και σε άλλα τμήματα με τη συμμετοχή από κάποιο σημείο και μετά γιατρών-διευθυντών τμημάτων. Το κίνημα αυτό, το οποίο εκφράζεται μέσα από τα συνδικάτα αλλά και διάφορες συλλογικότητες, καταγγέλλει τις συνθήκες εργασίες στα νοσοκομεία: την μείωση κλινών τη στιγμή που οι ανάγκες αυξάνονται, τους ιδιαίτερα χαμηλούς μισθούς του νοσηλευτικού προσωπικού που σε συνδυασμό με τις δύσκολες συνθήκες εργασίας έχει σαν αποτέλεσμα την ”φυγή” πολλών εργαζομένων από τα νοσοκομεία, τις ολοένα και μεγαλύτερες διοικητές υποχρεώσεις που αφαιρούν από το χρόνο που οι φροντιστές μπορούν να αφιερώσουν στους ασθενείς. Πολλά τμήματα λοιπόν επειγόντων ήταν σε απεργία για αρκετούς μήνες και ταυτόχρονα αρνούνταν να υπακούσουν στις επιταγές για ολοένα και μεγαλύτερη πρωτοκολοποίηση της φροντίδας των ασθενών. Ένα άλλο αίτημα αφορά τον τρόπο χρηματοδότησης των νοσοκομείων που δίνει έμφαση στον αριθμό των ασθενών και στην κατηγοριοποίηση των ασθενειών με λογικές οφέλους και κόστους. Ουσιαστικά καταγγέλλουν την πολιτική που στοχεύει στη δημιουργία ενός «νοσοκομείου-επιχείρηση».
Όσο κράτησε η πολύ μεγάλη κρίση τους δύο μήνες, τον Μάρτιο και τον Απρίλιο, φυσικά όλοι ήταν κάτι παραπάνω από παρόντες στα πόστα τους. Στα διάφορα τμήματα όμως υπήρχαν ακόμα οι αφίσες από την προηγούμενη περίοδο που θύμιζαν ότι τίποτα από ό,τι κατήγγειλαν δεν έχει εισακουστεί. Στον τύπο, ακόμα και σε κεντρώες εφημερίδες, υπήρχαν άρθρα κριτικά απέναντι στην κυβέρνηση που υπογραμμίζανε τις ευθύνες της. Κάθε βράδυ στις 8 ο κόσμος χειροκροτούσε στα μπαλκόνια ως ένδειξη υποστήριξης και αναγνώρισης των γιατρών και των νοσηλευτών και σε αρκετά μπαλκόνια υπήρχαν πανό με πολιτικά συνθήματα. Η κυβέρνηση προσπαθεί να παίξει το παιχνίδι της «ηρωοποίησης» των φροντιστών δίνοντας μπόνους και μετάλλια αλλά αυτή η τακτική δε φαίνεται να έχει κανένα αποτέλεσμα.
Τέλη Απριλίου, άρχισε να μειώνεται σιγά-σιγά ο αριθμός των ασθενών που νοσηλευόταν λόγω του κορονοϊού. Αρχές Μαΐου η συλλογικότητα collectif inter-hôpitaux, που όλο το διάστημα πριν την κρίση κατήγγειλε τις συνθήκες που αναφέραμε παραπάνω, σε μια συνέντευξη τύπου έκανε έναν απολογισμό της περιόδου όπου υπήρχε η μεγάλη όξυνση των κρουσμάτων (Μάρτιος-Απρίλιος): Είπαν λοιπόν ότι το σύστημα άντεξε γιατί κάνανε μόνο αυτό! Και ταυτόχρονα για αυτό το διάστημα οι διοικήσεις των Νοσοκομείων τους άφησαν να δουλέψουν χωρίς να τους πιέζουν με τις συνήθεις γραφειοκρατικές απαιτήσεις που έχουν άξονα τη λογική κόστους και οφέλους. Από τέλη όμως Απριλίου, όταν ο αριθμός των ασθενών covid στα νοσοκομεία άρχισε να μειώνεται, οι Διοικήσεις επανήλθαν φυσικά στις παλιές πρακτικές.
Η κυβέρνηση, υπό την πίεση του κινήματος και της μεγάλης δυσαρέσκειας, άνοιξε τέλη Μαΐου έναν κύκλο διαπραγματεύσεων (που ονομάστηκε Ségur de la Santé) διάρκειας επτά βδομάδων με στόχο να γίνουν κάποιες αλλαγές στον χώρο της Υγείας. Υπάρχουν ήδη σοβαρά προβλήματα και εντάσεις όσο αφορά το πλαίσιο των συζητήσεων. Και από τον τρόπο που η κυβέρνηση βάζει τα θέματα φαίνεται να χρησιμοποιεί το θέμα των χαμηλών μισθών των νοσηλευτών για να επιβάλει άλλα φλέγοντα για αυτήν ζητήματα όπως το 35ωρο.
Ο θυμός όμως παραμένει μεγάλος. Από το τέλος της καραντίνας οργανώνονται κάθε βδομάδα αυτό που ονομάστηκε «Τρίτες του θυμού» και «Πέμπτες του θυμού», συγκεντρώσεις μπροστά από διάφορα Νοσοκομεία με τη συμμετοχή όχι μόνο των εργαζομένων στα νοσοκομεία αλλά και διαφόρων συλλογικοτήτων, συνδικάτων, κίτρινων γιλέκων, πολιτών…Σε αυτές τις συγκεντρώσεις ακούγονται φωνές από διαφορετικούς χώρους αλλά έχοντας πάντα σαν προοπτική την ανάγκη για βαθιά και ουσιαστική αλλαγή στον χώρο της Υγείας αλλά και της κοινωνίας γενικότερα.
- Πώς είναι η κατάσταση των εργαζομένων στην Ψυχική Υγεία στη Γαλλία;
Το Νοσοκομείο είναι ο κατεξοχήν τομέας που επλήγη κατά τη διάρκεια της κρίσης στην Ελλάδα αλλά και τα τελευταία χρόνια στη Γαλλία, ειδικά από την περίοδο της Προεδρείας του Σαρκοζύ και μετά όπου το Νοσοκομείο αντιμετωπίζεται όλο και περισσότερο ως επιχείρηση.
Ο τομέας της Ψυχιατρικής δέχεται την ίδια επιθετική πολιτική. Είναι σημαντικό να πούμε ότι η Γαλλία είναι μια χώρα που ανέπτυξε, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, μια πρωτοποριακή πολιτική ως προς την δημόσια Ψυχική Υγεία με ένα πολύ πλούσιο δίκτυο δομών ανοιχτό και προσβάσιμο σε όλους. Αυτή η πολιτική ονομάστηκε τομεοποίηση και είχε μια σαφώς ανθρωποκεντρική κατεύθυνση.
Στο σημερινό όμως τοπίο ο τομέας της Ψυχιατρικής υποφέρει όλο και περισσότερο: υπάρχει ολοένα και μεγαλύτερη μείωση των μέσων στις ψυχιατρικές δομές, στα περισσότερα Κέντρα Ψυχικής Υγείας για παιδιά η αναμονή είναι κατά μέσο όρο ένα χρόνο. Ετοιμάζεται αυτή την περίοδο μια μεταρρύθμιση σχετικά με την χρηματοδότηση των ψυχιατρικών δομών που ενθαρρύνει την λογιστική λογική, δηλαδή βάζει εν μέρει την ιδέα ότι το μέγεθος της χρηματοδότησης θα σχετίζεται με τον αριθμό των καινούριων περιστατικών εις βάρος της ποιότητας της δουλειάς. Και όλα αυτά σε συνδυασμό με την παρατήρηση ότι οι κοινωνικές συνθήκες των οικογενειών γίνονται όλο και πιο δυσχερείς και οι παθολογίες όλο και βαριές και πολύπλοκες κάτι που απαιτεί πολύ καλό συντονισμό της ομάδας των επαγγελματιών, χρόνο για να σκέφτονται μαζί και να συζητάνε, για να επικοινωνούν με άλλες δομές, χρήματα για την εκπαίδευσή τους. Την ίδια στιγμή που μειώνεται ο χρόνος που μπορούμε να αφιερώνουμε στους ασθενείς, μας ζητάνε όλο και περισσότερο να αφιερώνουμε χρόνο μπροστά στους υπολογιστές για να συμπληρώνουμε διάφορα δεδομένα και πληροφορίες.
Η κατάσταση σε κάποιες ψυχιατρικές δομές ενηλίκων είναι δραματική. Από το 2018 γίνονται πολύ σημαντικές κινητοποιήσεις σε κάποια Ψυχιατρεία, σε κάποιο μάλιστα στην πόλη της Ρουέν στη Βόρεια Γαλλία, τον Απρίλιο του 2018, εργαζόμενοι έκαναν απεργία πείνας και για να εξηγήσουν την πράξη τους λέγανε ότι εξαιτίας αυτών των συνθηκών, αισθάνονταν ότι κακοποιούσαν τους ασθενείς. Περίπου εκείνη την περίοδο γεννήθηκε το κίνημα που ονομάστηκε «Η άνοιξη της Ψυχιατρικής» με σημαντικές κινητοποιήσεις στον χώρο της Ψυχικής Υγείας.
Ο τομέας παιδοψυχιατρικής στον οποίο εργάζομαι, συμμετέχει στην απεργία που ξεκίνησε μέσα στην περίοδο της καραντίνας το κίνημα «Άνοιξη της Ψυχιατρικής». Πρόκειται για μία ασυνήθιστη απεργία γιατί συνίσταται στην άρνηση των εργαζομένων να περνάνε στα ηλεκτρονικά λογισμικά τις πληροφορίες σχετικά με τον αριθμό των ραντεβού που κάνουν. Μια παρόμοια απεργία γινόταν το προηγούμενο διάστημα και στα Γενικά Νοσοκομεία. Αυτή η στάση αντιτίθεται στη λογική του αριθμού και του κόστους-κέρδους, στην απαίτηση να περνάμε όλο και περισσότερο χρόνο μπροστά στους υπολογιστές ενώ χρειαζόμαστε περισσότερο χρόνο για τους ασθενείς. Μια άλλη σημαντική διάσταση είναι η χρήση όλων αυτών των δεδομένων προς άλλους σκοπούς που αφορούν συνεργασίες του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα.
- Πώς προχωράει η τηλεργασία;
Η τηλεργασία αποτέλεσε τον κανόνα κατά την περίοδο της καραντίνας για όσα επαγγέλματα αυτό ήταν εφικτό. Στον τομέα μου, η τηλεργασία μας επέτρεψε να διασφαλίσουμε μια συνέχεια, να κρατήσουμε το δεσμό και να στηρίξουμε οικογένειες που αντιμετώπιζαν σοβαρές δυσκολίες.
Παράλληλα ακουγόταν συχνά στα ΜΜΕ απόψεις που υποστήριζαν ότι η τηλεϊατρική θα πρέπει να αναπτυχθεί και μετά την περίοδο της κρίσης. Ένα κομμάτι της μεταρρύθμισης για τα νοσοκομεία που ετοιμάζει η κυβέρνηση αφορά την ανάπτυξη της τηλεϊατρικής. Αυτό το σημείο θέλει μεγάλη προσοχή γιατί προκύπτουν διάφορα θέματα: Στη Γαλλία υπάρχουν περιοχές, οι «έρημοι της ιατρικής» όπως ονομάζονται, όπου υπάρχει μεγάλη έλλειψη γιατρών. Αυτό γίνεται ακόμα πιο προβληματικό από την τάση να κλείνουν νοσοκομεία ή τμήματα νοσοκομείων κυρίως σε πιο περιφερειακές περιοχές ακολουθώντας τη λογική των συγχωνεύσεων με πιο κεντρικά νοσοκομεία. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να αυξάνεται ο αριθμός των πολιτών που είτε δεν έχει πρόσβαση στην ιατρική περίθαλψη είτε αυτό καθίσταται εξαιρετικά δύσκολο. Σε αυτό το κενό που δημιουργείται, η τηλεϊατρική μπορεί να παρουσιαστεί σαν μία λύση ενώ δεν μιλάμε καθόλου για το ίδιο πράγμα. Κατά τη διάρκεια της καραντίνας ο τζίρος μιας γνωστής ιδιωτικής πλατφόρμας τηλεϊατρικής (Doctolib) εκτινάχθηκε στα ύψη (δυόμιση εκατομμύρια τηλεεπισκέψεις) και ο πρόεδρός της εκτιμά ότι μετά την κρίση 15% με 20% των επισκέψεων θα γίνονται ηλεκτρονικά. Η εν λόγω εταιρεία χρηματοδοτείται από τις συνδρομές των γιατρών αλλά δημιουργήθηκε με την υποστήριξη του κράτους, του δήμου του Παρισιού και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ένα άλλο θέμα αφορά την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Τα εκατομμύρια των πολιτών που επισκέπτονται αυτή την πλατφόρμα αφήνουν πληροφορίες σχετικά με την υγεία τους αλλά και προσωπικά δεδομένα. Στις 21 Απριλίου η κυβέρνηση πέρασε μια απόφαση η οποία επιτρέπει στο Εθνικό Ταμείο της ιατρικής ασφάλειας και στην πλατφόρμα Health Data Hub (μία νέα πλατφόρμα υγείας που λειτουργεί με βάση τη τεχνητή νοημοσύνη) να συλλέγουν ένα πολύ μεγάλο αριθμό δεδομένων κατά τη διάρκεια της καραντίνας με στόχο «τη διαχείριση της κρίσης και τις γνώσεις σχετικά με τον ιό covid 19». Για την εν λόγω πλατφόρμα έχουν εκφραστεί πολύ σοβαροί ενδοιασμοί αξιοπιστίας από την CNIL (Commission nationale de l’informatique et des libertés : εθνική επιτροπή για την πληροφορική και τις ελευθερίες), καθώς τη συγκέντρωση των δεδομένων υγείας σε αυτή την πλατφόρμα έχει αναλάβει η Microsoft, η οποία ως αμερικάνικη εταιρεία υπόκειται στο νόμο των Η.Π.Α που επιτρέπει στην κυβέρνηση να έχει πρόσβαση στα δεδομένα που αυτή συγκεντρώνει.
- Εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση έκτακτης ανάγκης η κυβέρνηση για να περάσει αντεργατικούς νόμους;
Ναι. Στις 15 Μαΐου, με αφορμή την κατάσταση έκτακτης ανάγκης, η κυβέρνηση ψήφισε να έχουν τη δυνατότητα οι εργοδότες μέχρι το τέλος του 2020 να ορίσουν τους κανόνες σχετικά με τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Η κυβέρνηση βρήκε τον τρόπο να συνεχίσει την αποσύνθεση του κώδικα εργασίας και να επιτεθεί στους εργαζόμενους που ήταν ήδη εκτεθειμένοι. Έτσι για την κυβέρνηση μια επιχειρισιακή σύμβαση θα μπορεί να ορίζει «τον μέγιστο αριθμό ανανέωσης μίας σύμβασης ορισμένου χρόνου». Το μόνο όριο που υπάρχει πλέον ορίζεται από την ευρωπαϊκή νομοθεσία σύμφωνα με την οποία μια σύμβαση ορισμένου χρόνου δε μπορεί να ξεπεράσει τα 5 χρόνια. Έτσι οι διαπραγματεύσεις σχετικά με τη συνέχεια ή μη των συμβάσεων ορισμένου χρόνου θα γίνονται μέχρι το τέλος του 2020 στο επίπεδο της κάθε επιχείρησης, όπου δυστυχώς τα συνδικάτα δεν έχουν πάντα μεγάλη βαρύτητα.
Την ίδια στιγμή, η οικονομική κρίση δίνει την ευκαιρία στην κυβέρνηση να επαναφέρει το θέμα του χρόνου εργασίας. Η ερώτηση που επανερχόταν συχνά σε κάποια ΜΜΕ ήταν αν πρέπει «να δουλέψουμε περισσότερο για να σωθεί η οικονομία;». Η κυβέρνηση επωφελήθηκε της κατάστασης έκτακτης ανάγκης για να αυξήσει το ανώτατο όριο εργασίας από 48 σε 60 ώρες τη βδομάδα. Δύο μεγάλα νεο-φιλελεύθερα ινστιτούτα (το institut Montaigne και το Ifrap) πρότειναν την άρση του 35ωρου για να αναδομηθεί η οικονομία.
Ακόμα και στις διαπραγματεύσεις σχετικά με τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν στα Νοσοκομεία μετά την κρίση, ο χρόνος εργασίας μπαίνει επί τάπητος από την πλευρά της κυβέρνησης καθώς θεωρείται ότι οι νοσηλευτές θα δουλεύουν σε καλύτερες συνθήκες αν καταργηθεί το 35ωρο!