Στις 17 Αυγούστου 1944, Γερμανικές στρατιωτικές μονάδες μαζί με τους Έλληνες συνεργάτες τους (τάγματα ασφαλείας, χωροφυλακή, δωσίλογους – κουκουλοφόρους), περικυκλώνουν την περιοχή της Κοκκινιάς, γύρω από την περιοχή στην οποία βρίσκεται η σημερινή Νίκαια.
Η Ελλάδα βρίσκεται υπό την κατοχή των Γερμανικών Ναζιστικών δυνάμεων, οι οποίες μετράνε αντίστροφα, καθώς οι συμμαχικές δυνάμεις σε παγκόσμιο επίπεδο έχουν ξεκινήσει τη νικηφόρα αντεπίθεσή τους.
Στη χώρα μας το ίδιο διάστημα το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) και οι αντάρτες στην επαρχία υπό την καθοδήγηση του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ), εδραιώνουν τις δυνάμεις τους και απελευθερώνουν την μία περιοχή μετά την άλλη.
Μέσα σε αυτό το αρνητικό κλίμα για τον Χίτλερ, δίνεται η εντολή να υπάρξουν τρομοκρατικά αντίποινα στις περιοχές που αντιστέκονται στους κατακτητές διεκδικώντας την ελευθερία τους.
Η στρατηγική των μπλόκων
Τα μπλόκα ήταν σχεδιασμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις με σκοπό τον μαζικό εκφοβισμό του πληθυσμού.[1] Κατά βάση οργανώνονταν σε περιοχές που είχαν ανεπτυγμένη αντιστασιακή δράση.
Στα μπλόκα συλλαμβάνονταν κυρίως όσοι είχαν ενεργό συμμετοχή στην αντίσταση, μέλη του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, αλλά όχι μόνο. Πολλά θύματα δεν είχαν ανάμειξη με την οργανωμένη αντίσταση. Οι δυνάμεις των SS (παραστρατιωτική ναζιστική οργάνωση) θέλανε να δημιουργήσουν συνολική ευθύνη σε όλο τον ελληνικό πληθυσμό με σκοπό την απομάκρυνση του από το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ.
Τα μπλόκα όμως εξυπηρετούσαν τους Γερμανούς Ναζί (και τους κεφαλαιοκράτες της εποχής BMW, Deutsche Bank, Siemens, Hugo Boss)[2] και σε κάτι άλλο. Ήταν ένας βίαιος τρόπος εύρεσης απλήρωτης εργατικής δύναμης για την στρατιωτική και οικονομική ανάπτυξη της Γερμανίας. Όσοι δεν εκτελούνταν επί τόπου, μεταφέρονταν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης για καταναγκαστική εργασία κάτω από απάνθρωπες συνθήκες.
Γιατί επιλέχτηκε η Κοκκινιά
Το μπλόκο της Κοκκινιάς δεν ήταν δυστυχώς το μοναδικό. Περιοχές όπως η Καισαριανή, η Καλλιθέα, το Δουργούτι, η Καλογρέζα[3] αλλά και επαρχιακές πόλεις και χωριά, είχαν υποστεί παρόμοιες ομαδικές εκτελέσεις και λεηλασίες.
Η Κοκκινιά αποκαλούνταν «Μικρή Μόσχα». Εργάτες και πρόσφυγες από την Μικρά Ασία αποτελούσαν τον κύριο πληθυσμό της συνοικίας. Η οργάνωση του ΕΑΜ Κοκκινιάς ήταν από τις μεγαλύτερες στην Αθήνα και αποτελούσε πυρήνα αντίστασης απέναντι στους κατακτητές αλλά και τους ντόπιους οικονομικούς εκμεταλλευτές και μαυραγορίτες της εποχής.
Τον Μάρτιο του 1944 είχε προηγηθεί στην Κοκκινιά η πρώτη μάχη στην Αττική ανάμεσα σε αντάρτες και κατακτητές. Ο ηρωισμός των κατοίκων της Κοκκινιάς μαζί με την οργανωμένη αντίσταση των ΕΑΜιτών συνέβαλε καθοριστικά στην ήττα των Γερμανικών κατοχικών δυνάμεων, γεγονός το οποίο οι Ναζί εγκληματίες δεν θα το άφηναν στην τύχη του.
Τα γεγονότα της 17ης Αυγούστου
Στις 3 τα ξημερώματα οι Ναζί κατακτητές μαζί με το μηχανοκίνητο τμήμα της ελληνικής αστυνομίας, περικυκλώνουν την περιοχή. Τρεις χιλιάδες Γερμανοί και Έλληνες οπλισμένοι με πολυβόλα, όλμους και αυτόματα, δέχονται τις εντολές του συνταγματάρχη Πλυντζανόπουλου και του ταγματάρχη Σγουρού, αρχηγών της κτηνωδίας που πρόκειται να ακολουθήσει.
Στις 6 το πρωί ακούγονται τα χωνιά, όχι ως συνήθως του ΕΛΑΣ που καλούσε τον λαό να αντισταθεί, αλλά των Ελλήνων συνεργατών των Ναζί:
«Προσοχή-προσοχή! Σας μιλάνε τα τάγματα ασφαλείας. Όλοι οι άνδρες από 14-60 ετών να πάνε στην πλατεία της Οσίας Ξένης για έλεγχο ταυτοτήτων. Όσοι πιαστούν στα σπίτια τους θα τουφεκίζονται επί τόπου».
Επικρατεί πανικός στους δρόμους της πόλης. Οι πόρτες των φτωχικών σπιτιών γκρεμίζονται και οι κάτοικοι σέρνονται κυριολεκτικά στην κεντρική πλατεία. Όσοι δεν υπακούν στις εντολές εκτελούνται επί τόπου μέσα στα σπίτια τους.
Στην πλατεία εμφανίζονται Κοκκινιώτες που φορούν μαύρες κουκούλες. Αρχίζουν να υποδεικνύουν ποιοι πρέπει να εκτελεστούν από τους συγκεντρωμένους συμπολίτες τους.
Ο γνωστός χαφιές της Κοκκινιάς Μπατράνης, διακρίνει μέσα στο πλήθος τον λοχαγό του ΕΛΑΣ Αποστόλη Χατζηβασιλείου, του οποίου βγάζουν το μάτι και του σχίζουν τα μάγουλα με την ξιφολόγχη. Στη συνέχεια τον περιφέρουν ανάμεσα στο πλήθος ζητώντας του να προδώσει τους συντρόφους του. Η απάντηση του ΕΛΑΣίτη λοχαγού (σε αντίθεση με τους χρυσαυγίτες πολιτικούς απόγονους των Ναζί σήμερα) ήταν:
«Πατριώτες, σηκώστε το κεφάλι, μη φοβάστε. Δεν πρόκειται να προδώσω κανέναν».
Τον σέρνουν σχεδόν αναίσθητο λόγω βασανιστηρίων και τον κρεμάνε σε δημόσια θέα. Πριν εκτελεστούν, όλοι οι κάτοικοι βασανίζονται με σκοπό να προδώσουν κάποιον από τους συναγωνιστές τους.
Όμως, ακόμη και με αντάλλαγμα την ίδια τους τη ζωή, κανείς δεν πρόδωσε άλλο συναγωνιστή του. Πολλοί ήταν αυτοί που αφήνοντας την τελευταία τους πνοή έδιναν θάρρος στους υπόλοιπους προτρέποντάς τους να αγωνιστούν ενάντια στο φασισμό.
Ηρωισμός και αντίσταση από γυναίκες
Στις 11 π.μ., ενώ οι εκτελέσεις συνεχίζονται, ανακαλύπτεται το κρησφύγετο μιας ομάδας του εφεδρικού ΕΛΑΣ, στην οποία συμμετείχαν οι ηρωικές ΕΑΜίτισσες Διαμάντω Κουμπάκη και Αθηνά Μαύρου. Καθώς τις χτυπούσαν στο δρόμο προς τη Μάντρα, η Διαμάντω τους έβριζε και τους απαντούσε:
«Σαν και εσάς προδότες εγώ έφαγα 65!».
Με βάση στοιχεία από έρευνες που έχουν γίνει, από τις εκατοντάδες χιλιάδες των οργανωμένων μελών της εθνικής αντίστασης, η πλειοψηφία ήταν γυναίκες, όπως γυναίκες και κορίτσια ήταν τα περισσότερα μέλη της Ενιαίας Πανελλαδικής Οργάνωσης Νέων (ΕΠΟΝ) και του παιδικού της τμήματος.
Οι γυναίκες της αντίστασης μπήκαν μπροστά στην ίδρυση 679 λαϊκών ιατρείων, 169 λαϊκών νοσοκομείων και 1.253 λαϊκών φαρμακείων σε όλη τη χώρα.
Η δράση και ο ηρωισμός που επέδειξαν μέσα σε αντίξοες συνθήκες και κακουχίες, ξεπερνούσε πολλές φορές και έδινε κουράγιο ακόμη και στους πιο σκληραγωγημένους συναγωνιστές τους στον απελευθερωτικό αγώνα.
Η επόμενη μέρα
Αφήνουμε τον απολογισμό και τα συμπεράσματα σε κάποιους που επέζησαν από το μπλόκο όπως η Δέσποινα Κρομμυδάκη, μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης, η οποία αναφέρει[4]:
«Οι εκτελεσμένοι ήταν γύρω στα 200 άτομα. Είχανε στοιβάσει όλα τα άτομα το ένα πάνω στο άλλο και βγήκε το χωνί και είπε να έρθουν οι οικογένειες να πάρουν τους νεκρούς τους για να τους θάψουνε. Όμως δεν υπήρχανε τότε τα κατάλληλα μέσα, εμένα προσωπικά μου έκανε εντύπωση του Μπογδάνου η περίπτωση, που ήρθε στη μάντρα στα Αρμένικα και πήρε το παιδί του σαν σφαγμένο πρόβατο, το έβαλε στον ώμο του και το κατέβασε σπίτι του, βάφοντας όλο τον δρόμο με αίμα».
Άλλοι 8.000 άνδρες μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Χαϊδαρίου και από εκεί στα Ναζιστικά στρατόπεδα της Γερμανίας και της Πολωνίας.
Ο Δημήτρης Μαυράκης, επίσης αυτόπτης μάρτυρας και μέλος της ΠΕΑΕΑ, λέει σε συνέντευξη του:
«Παρά τα θύματα που είχε ο Κοκκινιώτικος λαός, συνέχισε τον αγώνα με διαμαρτυρίες, με συγκεντρώσεις και ξαναβρήκε το ηθικό του, μέσα σε ένα τέτοιο κακό. Ο αντίκτυπος του μπλόκου ήταν να δυναμώσει το αντιστασιακό κίνημα».
Και συνεχίζει παρακάτω αναφερόμενος στην σημερινή δράση της Χρυσής Αυγής στις ιστορικές γειτονιές της Νίκαιας και του Πειραιά αλλά και την σχέση που έχει με τα μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα:
«Για το σήμερα, για τις ομάδες των νοσταλγών του φασισμού που εμφανίζονται αμελητέες, έχω να πω ότι το μικρό γίνεται μεγάλο. Ξεκινάει κάτι με 5-6 άτομα, γίνονται 10-20 και ανεβαίνει. Το κακό πρέπει να το χτυπάς στη ρίζα του. Βλέπω ότι ορισμένοι μεγαλοκαρχαρίες και κυβερνήσεις, υποστηρίζουν έμμεσα τους νεοναζί. Εάν θέλουνε μπορούσαν να τους είχαν εξαφανίσει μόλις είχαν εμφανιστεί, όμως τους άφησαν και μεγαλώνουν και τους βοηθάνε».
Οι επικεφαλής του μπλόκου της Κοκκινιάς αντί στη συνέχεια να τιμωρηθούν από την Ελληνική δικαιοσύνη, επιβραβεύτηκαν για την προσφορά τους.
Ο Πλυντζανόπουλος έγινε υποστράτηγος του κυβερνητικού στρατού και ο Σγουρός διοικητής του 3ου τάγματος Μακρονήσου.
Ενώ την περίοδο της χούντας των συνταγματαρχών ο ανιψιός του Πλυντζανόπουλου διορίστηκε δήμαρχος στην Κοκκινιά, ο οποίος φρόντισε, βέβαια, να διαστρεβλώσει την ιστορική αλήθεια τοποθετώντας επιγραφή στο σημείο του μπλόκου που έγραφε:
«Προδόται και μασκοφόροι κομμουνισταί, και εαμίται, ελασίται, παρέδωσαν εις τους βαρβάρους κατακτητάς την 17ην Αυγούστου 1944, αγνούς πατριώτας αγωνιστάς της Εθνικής Αντίστασης. Τέκνα ηρωικά της Νίκαιας, οι οποίοι και εξετελέσθησαν εις τον χώρον τούτον.»[5]
Το αντιφασιστικό κίνημα σήμερα
Ο ναζισμός, ο φασισμός και όλες οι μορφές του εθνικισμού δεν οδηγούν σε λύση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι λαοί, αλλά αντιθέτως συνεχίζουν να εξυπηρετούν, με τον πιο βάναυσο τρόπο τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα. Ακόμη περισσότερο οδηγούν σε δολοφονίες αμάχων, στρατόπεδα συγκέντρωσης και στέρηση στοιχειωδών ελευθεριών.
Καθήκον του αντιφασιστικού κινήματος, αλλά και κάθε απλού δημοκρατικού πολίτη, είναι να θυμίζουμε τα δεινά που έχει υποφέρει η ανθρωπότητα από το φασισμό, να αποκαλύπτουμε την αλήθεια η οποία αποκρύπτεται από το οικονομικό και πολιτικό κατεστημένο και να αγωνιζόμαστε καθημερινά ενάντια στις αιτίες που γεννάνε τις ναζιστικές ιδέες.
Η μεγάλη νίκη του αντιφασιστικού κινήματος που οδήγησε τα βασικά στελέχη της εγκληματικής οργάνωσης της Χρυσής Αυγής στη φυλακή, ήταν ένα κομβικό σημείο για τους αγώνες ενάντια στον φασισμό συνολικά. Η νίκη αυτή όμως δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο εφησυχασμού, καθώς ο κίνδυνος του φασισμού παραμένει, όσο υπάρχει το σύστημα της εκμετάλλευσης, της ανισότητας και των διαχωρισμών.