Το αποτέλεσμα των εκλογών της 9ης Σεπτέμβρη στη Σουηδία αποτέλεσε σοκ, όχι μόνο για τις οργανώσεις της Αριστεράς και τα αντιφασιστικά κινήματα στην Ευρώπη και διεθνώς αλλά και για τον κύριο όγκο της άρχουσας τάξης στην Ευρώπη, η οποία φοβάται πως η άνοδος της Ακροδεξιάς στη μία χώρα μετά την άλλη απειλεί την Ευρωπαϊκή Ένωση. Για τη μεγάλη πλειοψηφία των αρχουσών τάξεων στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο, η ΕΕ (και η Ευρωζώνη για όσες ανήκουν και σ’ αυτήν) είναι ένα εξαιρετικά πολύτιμο οικοδόμημα, στην υπηρεσία των ευρωπαϊκών πολυεθνικών, της πάλης για κυριαρχία απέναντι στα αμερικανικά, ασιατικά και ρωσικά κεφάλαια, και του Νεοφιλελευθερισμού.
Οι «Σουηδοί Δημοκράτες», όπως αρέσκονται οι Σουηδοί ακροδεξιοί να χαρακτηρίζουν τους εαυτούς τους, πήραν το 18% (κατ’ ακρίβεια το 17,9%) των ψήφων, απέναντι στους «Σοσιαλδημοκράτες» που πήραν το 28,3% και τους «Μετριοπαθείς» (το παραδοσιακό δεξιό κόμμα) που πήραν 19,8%. Για τους Σοσιαλδημοκράτες αυτό ήταν το χειρότερο αποτέλεσμα εδώ και 100 χρόνια!
Το μήνυμα που στέλνουν αυτές οι εκλογές είναι διπλό:
- Από τη μια, η Ακροδεξιά ανεβαίνει με ταχύτητα παντού κι αυτό για το αντιφασιστικό κίνημα και την Αριστερά πρέπει να σημάνει συναγερμό. Ο κίνδυνος δεν αφορά πια μόνο χώρες όπως την Ουγγαρία, την Αυστρία και την Ιταλία, αλλά μετά την άνοδο του AfD στη Γερμανία και των Σουηδών Δημοκρατών στη Σουηδία αφορά και τις πιο πλούσιες χώρες, το σύνολο της ΕΕ νότιας, κεντρικής και βόρειας.
- Από την άλλη, φέρνει μαζί του την κατάρρευση των μύθων που συνοδεύουν τη Σουηδία ότι λίγο πολύ είναι ένας επίγειος παράδεισος – κι αυτό είναι κάτι θετικό, κάτι που βοηθάει τη συνείδηση να προχωρήσει σε περισσότερο ταξικές κατευθύνσεις για σημαντικά τμήματα των κοινωνικών κινημάτων, ειδικά του αντιφασιστικού.
Σουηδία – ο παραπλανητικός μύθος του καπιταλιστικού παράδεισου
Οι Σκανδιναβικές χώρες γενικά και η Σουηδία πιο ειδικά, θεωρούνταν για δεκαετίες ο ιδανικός τόπος για να ζει κανείς. Από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα είχε εκλεγεί στην κυβέρνηση και είχε δημιουργήσει, κάτω από την πίεση του εργατικού κινήματος, το πιο ανεπτυγμένο κοινωνικό κράτος που έχει υπάρξει ποτέ σε καπιταλιστική χώρα – ήταν εποχές που ο καπιταλισμός μπορούσε να εμφανίζει σημαντική ανάπτυξη. Παράλληλα είχαν δημιουργηθεί οι καλύτερες συνθήκες εργασίας για τους εργαζόμενους, είτε στον ιδιωτικό είτε στο δημόσιο τομέα, με την πιο προχωρημένη, σε σχέση με άλλες χώρες, ισότητα ανάμεσα στα φύλα. Ήταν επίσης μια χώρα εξαιρετικά φιλόξενη για πρόσφυγες και μετανάστες.
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 και μετά η χώρα είναι αντιμέτωπη με αλλεπάλληλα κύματα νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Το κοινωνικό κράτος χτυπιέται αλύπητα, οι συνθήκες εργασίας γίνονται όλο και χειρότερες, η ανισότητα μεγαλώνει. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Σουηδία είναι η χώρα με τους περισσότερους δισεκατομμυριούχους σε αναλογία πληθυσμού στον πλανήτη!
Παρόλα αυτά η ιδέα ότι η Σουηδία είναι «παράδεισος» σε σχέση με οτιδήποτε άλλο υπάρχει, ήταν βαθιά ριζωμένη στα λαϊκά στρώματα, ιδιαίτερα σε χώρες μέσης ή χαμηλής ανάπτυξης. Ως ένα βαθμό γιατί δεν ήξεραν τι πραγματικά συμβαίνει και που πηγαίνουν τα πράγματα. Κι επίσης γιατί παρά τις περικοπές στη Σουηδία, ήταν τόσες πολλές οι κατακτήσεις που είχαν υπάρξει στο παρελθόν που πολλές εξακολουθούσαν να παραμένουν, καθιστώντας την έτσι ότι καλύτερο μπορούσε να παρουσιάσει ο καπιταλιστικός κόσμος.
Έτσι η Σουηδία άφηνε το περιθώριο σε πολύ κόσμο να νομίζει ότι είναι δυνατόν ο καπιταλισμός να δημιουργήσει μια «ανθρώπινη κοινωνία». Κι αφού μπορεί η Σουηδία γιατί να μην μπορεί και οποιαδήποτε άλλη χώρα; Γιατί να μην μπορεί και… η Ελλάδα; Αυτά δεν πίστευε ο ανόητος κύριος ΓΑΠ ο οποίος τελικά έφαγε τα μούτρα του, γελοιοποιήθηκε και διάλυσε και το κόμμα του;
Η συντριβή των παραδοσιακών κομμάτων η οποία αποτυπώθηκε στο αποτέλεσμα και στη νίκη των ακροδεξιών επιφέρει ένα καίριο πλήγμα σ’ αυτό το μύθο, του «Σουηδικού παράδεισου».
Βοηθά, έτσι, τη συνείδηση του κόσμου που έχει την αυταπάτη ότι μπορεί ο καπιταλισμός να δημιουργήσει μια ανθρώπινη κοινωνία, να κάνει βήματα προς τα μπρος – παρά την ταυτόχρονη απογοήτευση και την αίσθηση της ήττας που προκαλεί η άνοδος της Ακροδεξιάς. Βοηθά δηλαδή πλατιά στρώματα των πιο συνειδητών εργαζόμενων και νεολαίων να κατανοήσουν ότι, τελικά, δεν υπάρχει κανένας καπιταλιστικός παράδεισος, ότι η πάλη για την ανατροπή του καπιταλισμού και για μια σοσιαλιστική κοινωνία είναι μονόδρομος, σε όποια χώρα ή τμήμα του πλανήτη και αν ζει κανείς.
Ένα μεγάλο κενό
Η κατανόηση αυτή είναι εντελώς απαραίτητη αν είναι να νικηθεί η Ακροδεξιά που ανεβαίνει ακάθεκτη από τη μια χώρα στην άλλη. Γιατί η πάλη ενάντια στο φασισμό δεν μπορεί να είναι νικηφόρα αν δεν εξαλειφθούν οι αιτίες που γεννούν το φαινόμενο. Το να παλεύει κανείς μόνο πολιτικά, δεν είναι ασφαλώς αρκετό – η Ακροδεξιά και οι φασιστικές οργανώσεις πρέπει να αντιμετωπιστούν και στο δρόμο. Από την άλλη όμως το να προβάλλει κανείς μόνο τη μάχη στο δρόμο, όπως κάνουν π.χ. οι αναρχικές οργανώσεις, από μόνο του δεν φτάνει. Αν δεν χτιστούν οι πολιτικές εκείνες δυνάμεις που να δώσουν προοπτική στην κοινωνία, με σαφείς προτάσεις για την αντιμετώπιση της φτώχειας, της ανισότητας, των πολέμων και της προσφυγιάς, η άνοδος της Ακροδεξιάς και των Νεοναζί είναι αναπόφευκτη. Για να μπορέσει να παίξει αυτό το ρόλο η Αριστερά ασφαλώς θα πρέπει να είναι έτοιμη να προχωρήσει μέχρι την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος – δεν υπάρχει κανένας άλλος τρόπος να αντιμετωπιστούν τα φαινόμενα της βαρβαρότητας που γεννά ο καπιταλισμός όπως το σύννεφο τη βροχή.
Η θέση των διάφορων αναλυτών της άρχουσας τάξης ότι πίσω από την άνοδο της Σουηδικής Ακροδεξιάς βρίσκεται το προσφυγικό ζήτημα είναι παραπλανητική. Έχει σαν στόχο να αποσπάσει την προσοχή από την κρίση που προκαλούν στη σουηδική κοινωνία οι πολιτικές του νεοφιλελευθερισμού – δηλαδή του καπιταλισμού. Οι ενδείξεις γι’ αυτό είναι ξεκάθαρες.
Κατ’ αρχήν το κόμμα των «Σουηδών Δημοκρατών», το οποίο δημιουργήθηκε το 1988, εκλέχτηκε για πρώτη φορά στη βουλή το 2010, έχοντας σπάσει το φράγμα του 4% που απαιτούνταν. Η προσφυγική κρίση εμφανίστηκε το 2015. Με άλλα λόγια υπήρχαν άλλες αιτίες πίσω από την μαζικοποίησή τους, πριν από την προσφυγική κρίση.
Εξ άλλου η Σουηδία ήταν πάντα φημισμένη για τη φιλοξενία που παρείχε σε πρόσφυγες και μετανάστες. Ξαφνικά η κοινωνία αρχίζει να στρέφεται ενάντια στους πρόσφυγες, παρότι γενιές επί γενεών «εκπαιδεύτηκαν» να βλέπουν τους πρόσφυγες σαν καλοδεχούμενους; Γιατί; Κάτι, σίγουρα, μεσολάβησε!
Κατά δεύτερο, στη δεκαετία του 2006 η Σουηδία ήταν η χώρα στην οποία εμφανίστηκε το Κόμμα των Πειρατών το οποίο έκανε δυναμική εμφάνιση και εκκίνηση: έγινε σύντομα το τρίτο κόμμα σε αριθμό μελών και πήρε πάνω από 7,% στις πρώτες εκλογές που κατέβηκε! Η δυναμική αυτή εμφάνιση των «Πειρατών» απέδειξε ότι μέσα στη Σουηδική κοινωνία, υπήρχαν μαζικά στρώματα που ασφυκτιούσαν – υπήρχε μια κρίση στην κοινωνία και στρώματα που αναζητούσαν ριζοσπαστικές απαντήσεις.
Βέβαια οι «Πειρατές» δεν άντεξαν στη δοκιμασία του χρόνου. Η θέση τους «δεν είμαστε ούτε Αριστερά, ούτε Δεξιά», αλλά «συνεργαζόμαστε με όλους» σήμαινε πως δεν ήταν σε θέση να δώσουν καμία ουσιαστική και πραγματική απάντηση στα κοινωνικά αδιέξοδα, κι έτσι η ιστορία τους έληξε άδοξα.
Η Αριστερά – στη Σουηδία και την Ευρώπη
Την ίδια στιγμή στη Σουηδία υπήρχε ένα κόμμα της Αριστεράς με μαζική απήχηση: το «Αριστερό Κόμμα» που είχε δημιουργηθεί εδώ και πάνω από ένα αιώνα, το 1917. Το κόμμα αυτό ξεκίνησε σαν επαναστατικό, κατέληξε σε Σταλινικό (όπως όλα τα κόμματα της «Κομμουνιστικής Διεθνούς» μετά τις σταλινικές εκκαθαρίσεις) και μεταλλάχτηκε μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991 σε κάτι που θυμίζει τον ελληνικό «ΣΥΝ» πριν τη δημιουργία του ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτό το κόμμα δεν κατάφερε στις εκλογές της 9ης Σεπτέμβρη, και μέσα σ’ αυτή την κρίση της σουηδικής κοινωνίας, τίποτα περισσότερο από το να αυξήσει τα ποσοστά του κατά 2% περίπου – από 5,7% σε 7,9%. Ο λόγος είναι πολύ συγκεκριμένος – αυτό το κόμμα είναι σε μια σχέση μόνιμης συνεργασίας με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, το αντίστοιχο του ΠΑΣΟΚ, που κυβερνά τη χώρα για το μεγαλύτερο μέρος των προηγούμενων δεκαετιών και σχεδόν μονοπωλούσε την κυβέρνηση στη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα. Και βέβαια, τελικά, «όλα εδώ πληρώνονται»!
Η χρεοκοπία του υπάρχοντος μαζικού Αριστερού Κόμματος σε συνδυασμό με τη χρεοκοπία του ριζοσπαστικού πρώην νέου σχηματισμού των «Πειρατών», που εξαφανίστηκε, οδήγησε στην άνοδο της Ακροδεξιάς η οποία έτσι κατάφερε να καλύψει το πολιτικό κενό που είχε δημιουργηθεί και παραμένει.
Δεν είναι αυτή η πορεία που είδαμε να εμφανίζεται και πανευρωπαϊκά; Η μαζική εμφάνιση της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη είναι φαινόμενο των τελευταίων χρόνων. Πριν από αυτό είχαμε τη μαζική εμφάνιση νέων αριστερών σχηματισμών σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Αναφέρουμε μερικά παραδείγματα όπως έρχονται πρόχειρα στο μυαλό: Κομμουνιστική Επανίδρυση στην Ιταλία – διαλύθηκε, εξαφανίστηκε. Σκωτσέζικο Σοσιαλιστικό Κόμμα – κατέρρευσε. Βρετανικό Respect – διαλύθηκε, εξαφανίστηκε. Νέο Αντικαπιταλιστικό Κόμμα Γαλλίας – κατέρρευσε. Αριστερό Μπλοκ Πορτογαλίας – σε κοινή κυβέρνηση με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (ΠΑΣΟΚ) Πορτογαλίας. Ποδέμος, Ισπανία – υποστηρίζει την πολιτική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ. Die Linke Γερμανίας – συγκυβερνά με τους Σοσιαλδημοκράτες σε μια σειρά γερμανικά κρατίδια. ΣΥΡΙΖΑ, Ελλάδα – η πορεία του είναι γνωστή.
Με άλλα λόγια, τα λαϊκά στρώματα στην Ευρώπη στράφηκαν σε πρώτη φάση προς τα αριστερά απαντώντας στην κρίση. Απογοητεύτηκαν όμως οικτρά καθώς οι νέοι αριστεροί σχηματισμοί, που ήρθαν να αντικαταστήσουν τους χρεοκοπημένους παραδοσιακούς αριστερούς σχηματισμούς, αποδείχτηκαν «μία από τα ίδια». Συμβιβάστηκαν, μεταλλάχτηκαν ή διαλύθηκαν! Κι αυτό άφησε την Ακροδεξιά να παίξει μονότερμα!
Αυτή η μάχη δεν έχει κριθεί – έχει ακόμα πολύ δρόμο μπροστά της
Οι επιτυχίες της Ακροδεξιάς δεν αποτελούν το τελευταίο στάδιο μιας ιστορικής σύγκρουσης, αλλά είμαστε ακόμη στα πρώτα της στάδια.
Χρειάζεται κατ’ αρχήν να επαναλάβουμε το βασικό διαχωρισμό ανάμεσα στην (λαϊκιστική) Ακροδεξιά και το Φασισμό. Ο τελευταίος χαρακτηρίζεται, ιστορικά, από την έμπρακτη κινητοποίηση μεγάλων μαζών και τη δημιουργία ταγμάτων εφόδου. Σε αντίθεση με το φασισμό του μεσοπολέμου, η Ακροδεξιά της σημερινής εποχής έχει κύρια εκλογικό χαρακτήρα. Στις γραμμές της λειτουργούν ασφαλώς ομάδες καθαρών φασιστών, όμως δεν έχουν τον έλεγχο αυτών των κομμάτων. Η μαζικοποίηση της Ακροδεξιάς συνοδεύεται από ισχυροποίηση των «μετριοπαθών» στοιχείων στις γραμμές τους, πράγμα που παίρνει ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις όταν αναλαμβάνουν τη διακυβέρνηση. Τότε συχνά, εισέρχονται σε κρίση και συχνά αντιμετωπίζουν διασπάσεις καθώς εφαρμόζουν νεοφιλελεύθερες πολιτικές που αποξενώνουν στρώματα που είχαν αυταπάτες σ’ αυτούς. Σ’ αυτές τις συνθήκες τα καθαρά ναζιστικά στοιχεία διαχωρίζουν τη θέση τους και διασπώνται.
Δεν έχουμε δει ακόμη συνθήκες στις οποίες η διάσπαση των ακραίων στοιχείων να καταφέρει να οδηγήσει στη δημιουργία ενός μαζικού φασιστικού κόμματος. Η πιο «επιτυχημένη» τέτοια προσπάθεια ήταν αυτή της Χρυσής Αυγής στην Ελλάδα, η οποία όμως, μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα τεράστιο αντιφασιστικό κίνημα που ανάγκασε το αστικό κράτος να προχωρήσει στην καταστολή της – μια διαδικασία που δεν έχει ακόμα κριθεί καθώς η δίκη της ηγεσίας της συνεχίζεται.
Όλα αυτά δείχνουν ότι το κίνημα έχει μπροστά του χρόνο για να δώσει τη μάχη ενάντια στην Ακροδεξιά και τους Ναζί με επιτυχία.
Όμως χρειάζεται να ξέρει τι πρέπει να στοχεύει. Το ένα επίπεδο είναι η μάχη στο δρόμο. Είναι εκ των ων ουκ άνευ. Όπου χρειάζεται το κίνημα πρέπει να χτίζει «ομάδες άμυνας» καλά εκπαιδευμένες για να αντιμετωπίζουν τους φασίστες. Όπου χρειάζεται πρέπει να παίρνει επιθετικές ενέργειες καταστολής των φασιστικών ταγμάτων και δράσης. Όμως παράλληλα πρέπει να χτίζει τις πολιτικές δυνάμεις που θα μπορέσουν να θέσουν τέρμα στις συνθήκες που γεννούν το φασιστικό φαινόμενο: δηλαδή την απελπισία που γεννά ο καπιταλισμός. Αυτό σημαίνει πάλη όχι για μια οποιαδήποτε Αριστερά –αυτό δοκιμάστηκε κι απέτυχε, φτάνει πια– αλλά για μια μαζική επαναστατική σοσιαλιστική Αριστερά, που θα δώσει τη μάχη του κοινωνικού μετασχηματισμού μέχρι το τέλος, χωρίς συμβιβασμούς και με καθαρότητα στόχων και στρατηγικής.