Παραθέτουμε στη συνέχεια εκτενή αποσπάσματα από την αυτοκριτική του Παντελή Πουλιόπουλου πάνω στο Μακεδονικό ζήτημα, με επιστολή που έστειλε στο κόμμα (ΚΚΕ) το Σεπτέμβρη του 1926. Στο 3ο Έκτακτο Συνέδριο του ΣΕΚΕ (26/11-3/12 1924) που μετονόμασε το κόμμα σε ΚΚΕ, ο Πουλιόπουλος είχε υποστηρίξει ενεργά την υιοθέτηση της απόφασης του 5ου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς (17/6-8/7 1924) περί «ενιαίας και ανεξάρτητης Μακεδονίας και Θράκης». Η Διεθνής όπως και το κόμμα των Μπολσεβίκων βρισκόταν ήδη κάτω από τον σφικτό έλεγχο της Σταλινικής φράξιας, παρότι μέχρι τον πλήρη έλεγχο θα χρειαζόταν ακόμα πολύς χρόνος. Ο Π. Πουλιόπουλος ο οποίος είχε εκλεγεί γενικός γραμματέας στο συνέδριο του 1924, αναγνώρισε σύντομα μετά το τραγικό λάθος της πολιτικής αυτής θέσης. Τη σοβαρότητα του λάθους αυτού εξηγεί στο κείμενο που ακολουθεί.
Με βάση την εκτίμηση ότι η θέση που πήρε είχε τραγικά αποτελέσματα για το κόμμα, θεωρεί λανθασμένο να αναλάβει ηγετικά πόστα στο κόμμα και προτείνει η ηγεσία του κόμματος να περάσει στα χέρια της πτέρυγας που είχε αντιταχθεί στη θέση περί «ενιαίας και ανεξάρτητης Μακεδονίας και Θράκης».
…Οι σκέψεις που περιέχονται στην παρούσα μου δήλωση εξηγούν… για ποιους… λόγους γυρίζοντας από την εξορία μου [αποφάσισα] να υποβάλω την παραίτησή μου από τη Διοίκηση του Κόμματος, καθώς επίσης και γιατί δεν θα δεχόμουν να εκπροσωπήσω ενδεχομένως το Κόμμα μέσα στη Βουλή.
Ο αντιπρόσωπος της Διεθνούς σ’ ένα του γράμμα τον περασμένο Φλεβάρη [1925] (παράνομο Δελτίο της ΚΕ, αρ. 1, σ. 10) δεν εδίστασε να χαρακτηρίσει την όλη δράση της φυλακισμένης τότε ΚΕ ως «κακό παρελθόν», με το οποίο έλεγε «διακόπτουμε πλήρως κάθε σχέση». Βασισμένος στα διδάγματα της προσωπικής πείρας οφείλω να ομολογήσω, ότι όσο για τις προσπάθειες οργανωτικής στερέωσης του Κόμματος η ΚΕ τότε σημείωσε γενικά μια αποτυχία και, επομένως, εδώ δικαιολογείται σ’ ένα μεγάλο βαθμό ο χαρακτηρισμός του αντιπροσώπου. Εκεί όμως που αναμφισβήτητα το παρελθόν στάθηκε πολύ «κακό», ήταν η πολιτική μας και δράση μας πάνω στο εθνικό ζήτημα.
Η πολιτική πάνω στο εθνικό ζήτημα στη Μακεδονία και Θράκη αποδείχτηκε ολοφάνερα από τα πράγματα εσφαλμένη κι έφερε ως ένα σημείο καταστρεπτικά μπορούμε να πούμε, αποτελέσματα για τον επαναστατικό αγώνα του ελληνικού προλεταριάτου…
…Η πολιτική μας εκείνη (και εννοώ εδώ όχι την ορθή πολιτική της υπερασπίσεως του δικαιώματος πλήρους αυτοδιάθεσης των καταπιεζομένων εθνοτήτων μέχρι και του αποχωρισμού των, εάν και όπου οι ίδιες εκφράσουν μια τέτοια θέληση, αλλά τα συνθήματα «ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία», «ενιαία και ανεξάρτητη Θράκη», ριχνόμενα από το ΚΚΕ και διερμηνεύοντα μέσα στις εκμεταλλευόμενες μάζες της χώρας μας μια κάποια πολιτική μας για το εθνικό) χρεωκόπησε και δεν μπορούσε παρά να χρεωκοπήσει στην Ελλάδα, γιατί ήταν απαύγασμα όχι απλώς εσφαλμένης εκτιμήσεως του πραγματικού συσχετισμού των δυνάμεων μέσα στη χώρα μας, αλλά ενός καθαρού επαναστατικού ρομαντισμού. Τα πράγματα φωνάζουν δυνατά, ότι οι αντιπρόσωποι του Κόμματός μας στην VII Βαλκανική Σύσκεψη, ένας των οποίων ήταν και ο υποφαινόμενος, δεν έφεραν όπως έπρεπε υπόψη της Συνδιασκέψεως την πραγματική κατάσταση της χώρας μας και του κινήματός μας, ειδικά της ελληνικής Μακεδονίας και Θράκης, και [επί] τη βάση της οποίας να επιμείνουν να καθορισθεί η πολιτική του ΚΚΕ πάνω στο εθνικό. Ούτε την έλλειψη κινήματος εθνοεπαναστατικών μαζών στην Ελλάδα, ετόνισαν όσο έπρεπε, ούτε την τεράστια μεταβολή που επήλθε με την προσφυγική συσσώρευση, ούτε τον βεβαιότατο κίνδυνο που θα διέτρεχε το ΚΚΕ να μην κατανοηθούν και να παρεξηγηθούν τέτοια συνθήματα από τις μάζες…
[Έτσι η] πρώτη φορά που δινόταν στο κόμμα η ευκαιρία να αναπτύξει το διεθνιστικό πνεύμα μέσα στην Ελλάδα, τα συνθήματά μας στάθηκαν τόσο άτυχα ώστε άφηναν να δημιουργείται η τρομερή παρεξήγηση ότι επαναστατικός διεθνισμός δεν είναι άλλο τίποτε παρά συμμαχία με τους Βουλγάρους κομιτατζήδες. Του κάκου προσπαθήσαμε στις δίκες να διαλύσουμε τη σύγχυση. Τρανή απόδειξη της συγχύσεως είναι ότι και μέσα στο κόμμα ακόμα πολύ λιγοστοί σύντροφοι κατόρθωσαν να αποκτήσουν μια σαφή αντίληψη της πραγματικής έννοιας της πολιτικής μας πάνω στο εθνικό, παρ’ όλες τις προσπαθείς που καταβάλαμε γι’ αυτό βγάζοντας ακόμη στην ελληνική και ένα θεωρητικό λενινιστικό έργο του καθ. Μπράϊντ. Ακόμη και μέσα στο Συνέδριο του Νοέμβρη του 1924 άλλοι έθεταν το σύνθημα απλοϊκότατα ως βασικό σύνθημα προγραμματικό (… principielle άποψη με το σύνθημα της Δικτατορίας του Προλεταριάτου!) άλλοι μιλούσαν για τακτικόν ελιγμό της ΒΚ, κι άλλοι αλλιώς ανέμιζαν.
Από το άλλο μέρος: Η πολιτική μας πάνω στο εθνικό ανέκοψε κατά μεγάλο μέρος το ρεύμα συμπάθειας των μαζών προς το κόμμα που υπήρχε πριν από το Έκτακτο Συνέδριο. Τούτο αληθεύει πρώτιστος για τις προσφυγικές μάζες της Μακεδονίας και Θράκης [σημαντική ένδειξη .. κυκλοφορία «Ριζοσπάστη» / αναφέρεται ιδιόχειρα στο περιθώριο της επιστολής]. Θα χρειασθεί μεγάλο αγώνα για να διαλυθούν οι δυσπιστίες που γεννήθηκαν προς το κόμμα. Απομάκρυνε τα πάσχοντα μικροαστικά στρώματα από το κόμμα, γιατί άστοχα και όχι μαρξιστικά ζήτησε να κλονίσει τις εθνικιστικές τους προλήψεις. Δεν «εδημιούργησε» βέβαια το φασισμό στην Ελλάδα, όπως υποστήριξε στο Συνέδριο ο σύντροφος Κορδάτος, μα έδωσε στην αντίδραση τεράστια όπλα, για να χτυπήσει το κόμμα ανάμεσα στις καθυστερημένες μάζες και ασφαλώς σε μερικά μέρη υποβοήθησε αντικειμενικά τις προσπάθειες της ελληνικής μπουρζουαζίας για την καλλιέργεια και έξαψη των εθνικιστικών προλήψεων και για την οργάνωση φασιστικών ομάδων. Συνέβαλε κατά ένα μεγάλος μέρος στην ήττα μας στο επαγγελματικό. Έφερε χωρίς λόγο δυσχέρειες στη συνδικαλιστική εργασία των συντρόφων της Μακεδονίας και Θράκης και υπήρξε «ένας από τους σοβαρότερους λόγους της διαρροής των εργατικών σωματείων» εκεί πάνω (είναι τα ίδια λόγια ενός από τους πιο παλαίμαχους αγωνιστές μας, του συντρόφου Χατζησταύρου). Ασφαλώς δεν είναι η αιτία των διώξεων, μα θα εθελοτυφλούμε αν δεν παραδεχόμασταν, ότι χωρίς τα εσφαλμένα πάνω στο εθνικό συνθήματά μας, ούτε η αντίδραση θα είχε τόσο νωρίς αρχίσει, ούτε την έκταση εκείνη θάχε πάρει, μα και πολλά στελέχη του Κόμματος θα μπορούσαν να μην αποσπασθούν τόσο εύκολα από τις μάζες προφθάνοντας να προσανατολισθούν με τις νέες μεθόδους της παράνομης λειτουργίας του κόμματος. Η πολιτική εκείνη έκανε να ξεσπάσει κατά τρόπον εξαρθρωτικό μια εσωτερική κρίση στο Κόμμα. Συνδυασμένη με την ανεπάρκεια των δυνάμεων της ΚΕ και σφάλματα πάνω στην εφαρμογή της, έκανε να παραμεληθεί η οργανωτική εργασία και έτσι το Κόμμα να βρεθεί για μια στιγμή σε κατάσταση τόσο ελεεινή, ώστε ένα από τα πιο παλαιά και πεπειραμένα στελέχη μας, ο σύντροφος Σιάντος, να μην διστάσει μέσα στο Γ’ Συνέδριο της ΟΚΝΕ να εκστομίσει το επίθετο «τυχοδιωκτική» για την τακτική της τότε ΚΕ.
Τέλος απείλησε για μια περίοδο την τέλεια εξουθένωση του κύρους του Κόμματός μας μέσα στις ήδη κατακτημένες μάζες. Ας φαντασθεί κάθε σύντροφος την τραγικότητα της θέσεως των κατηγορουμένων συντρόφων στις τρεις πολύκροτες δίκες των «αυτονομιστών», υποχρεωμένων κάτω από την απειλή της εσχάτης ποινής να υπερασπισθούν μια πολιτική εγκαταλελειμμένη ήδη από το Κόμμα και τη Διεθνή. Αν μέσα στις δίκες εκείνες δεν εξευτελίστηκε το κόμμα και δεν αποδείχτηκε απαρνούμενο τα ίδια πολιτικά συνθήματα μπροστά στις απειλές της μπουρζουαζίας, τούτο οφείλεται όχι τόσο στη στάση των κατηγορουμένων όσο στη γελοία οργάνωση και την ανόητη θέση του κατηγορητηρίου από μέρους τη Δικτατορίας.
Αυτές είναι οι συνέπειες που είχε κατά τη γνώμη μου η πολιτική της οποίας έτυχε να είναι εισηγητής ο υποφαινόμενος στο Έκτακτο Συνέδριο του Νοεμβρίου 1924. Και δεν παύουν να υπάρχουν με το να κλείνουμε τα ματιά μπροστά τους. Αισθάνομαι βαθύτατα την υποχρέωση να ειπώ στο Κόμμα χωρίς δισταγμό και ξεκάθαρα:
Είναι προφανές ότι δεν πρόκειται για μικρό σφάλμα που δεν απομένει να το διορθώσουμε, αλλά για μια σειρά από βαρύτατα λάθη στα οποία υπέπεσε το Κόμμα από εσφαλμένες εισηγήσεις των συντρόφων εκείνων τους οποίους είχε εμπιστευθεί στην καθοδήγησή του.
Έχω την πεποίθηση, ότι από τη χρεωκοπία της πολιτικής μας πάνω στο εθνικό το ζήτημα πρέπει να τραβήξουμε και ως άτομα-αγωνιστές, με λογική συνέπεια και χωρίς προσωπικούς υπολογισμούς, όλα τα επιβαλλόμενα πρακτικά συμπεράσματα ως το τέλος. Και ως κόμμα που έχει συνείδηση των ιστορικών του ευθυνών απέναντι του προλεταριάτου, και ως άτομα-αγωνιστές που έχουμε την πρέπουσα συναίσθηση των ευθυνών μας απέναντι του Κόμματος και της εργατικής τάξης.
Το Κόμμα οφείλει χωρίς σοφιστικές δικαιολογίες να αναθεωρήσει την απόφαση του Έκτακτου Συνεδρίου του Νοεμβρίου 1924 πάνω στο εθνικό κατά τα σημεία εκείνα που αποδείχτηκαν εσφαλμένα και να χαράξει μια ορθή κι έξω από επαναστατικούς ρομαντισμούς γραμμή.
Όσο για τα πρόσωπα ο υποφαινόμενος με τον. σ. Μάξιμο υπήρξαν αντιπρόσωποι του Κόμματος την VII Βαλκανική Συνδιάσκεψη, εισηγητές και εκτελεστικοί επίτροποι για την πολιτική εκείνη. Η εξαπολυθείσα αντίδραση που πήρε τόση έκταση και τόσο θορυβώδη απήχηση έδωσε στην πολιτική εκείνη αναγκάζοντάς μας να την υπερασπιστούμε μέσα σε τρεις δίκες κάτω από την εντεταμένη προσοχή όλης της εργατικής τάξεως της χώρας συνέδεσε και ταύτισε μοιραία την τύχη της πολιτικής εκείνης με την ιδική μας ως αγωνιστών μέσα στο Κόμμα. Ύστερα από την χρεωκοπία της, ανάγκη αναπότρεπτη των πραγμάτων επιβάλλει στον καθένα να δεχτεί ότι δεν μας είναι καθόλου επιτετραμμένο ν’ αναλάβουμε και πάλι υπεύθυνα διοικητικά έργα μέσα στο Κόμμα, είτε μεσ’ τη Διοίκησή του, είτε στη διεύθυνση των εργασιών του μέσα στη Βουλή ενδεχομένως.
Όπως κατά το μικρό σχετικώς διάστημα που αγωνίστηκα μέσα στο Κόμμα απέδειξα, θαρρώ, έμπρακτα ότι εννοώ να τραβώ όλες ως το τέλος τις λογικές συνέπειες των ως ορθών παραδεγμένων, έτσι και τώρα είμαι υποχρεωμένος να κάνω το ίδιο.
Φυσικά η ίδια ανάγκη των πραγμάτων φέρει πάλι στη διοίκηση του Κόμματος τους παλαιούς συντρόφους που αποτέλεσαν μειοψηφία στο Συνέδριο του Νοεμβρίου 1924 και που οι απόψεις τους δικαιώθηκαν από την πράξη. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η εντελώς αστήρικτος θεωρία τους περί «προπαρασκευής» ήταν ένα μέσο για να αποφύγουν την άμεση σύγκρουση με το τεράστιο κύρος της Διεθνούς, προς τον αντιπρόσωπο της οποίας διαφώνησαν ριζικά, παραδεχόμενοι ως βασικώς εσφαλμένον το σύνθημα που πρότεινε αυτή.
Για όσους συντρόφους θα έσπευδον τυχόν από καθαρώς επαναστατικόν ζήλον να βγάλουνε επιφανειακά συμπεράσματα από την παρούσα μου… ίσως να μην είναι περιττό να προσθέσω, ότι με την ίδια όπως στο παρελθόν αφοσίωση, δεν θα λείψω να δίνω όταν μπορώ στο Κόμμα, είτε εργαζόμενος μέσα σε μια οργάνωσή του, είτε βοηθώντας τη νέα Διοίκησή του ανάλογα με τις μικρές μου δυνάμεις.
Θήβα 10 Σεπτεμβρίου 1926
Π. Πουλιόπουλος
#Μακεδονικό