από το site της CWI, socialistworld.net
Μετάφραση: Αλέξανδρος Πραντούνας
Μια διεθνής εκστρατεία από καπιταλιστές πολιτικούς και ΜΜΕ του κατεστημένου έχει εξαπολυθεί εναντίον της κυβέρνησης του πρόεδρου Νικόλα Μαδούρο στη Βενεζουέλα. Στη Βρετανία αυτή η εκστρατεία χρησιμοποιείται από τη δεξιά (Μπλερική) πτέρυγα του Εργατικού Κόμματος για να χτυπηθεί η αριστερή ηγεσία του κόμματος υπό τον Τζέρεμι Κόρμπιν. Στην Ισπανία, το «φάντασμα» της Βενεζουέλας έχει χρησιμοποιηθεί σαν μια προειδοποίηση για το τι θα σημαίνει μια κυβέρνηση υπό την ηγεσία των Ποδέμος. Οι στενοί δεσμοί που ο ηγέτης των Ποδέμος, Πάμπλο Ιγκλέσιας, είχε στο παρελθόν με το καθεστώς του Ούγκο Τσάβες αξιοποιούνται πλήρως σ’ αυτή την εκστρατεία. Σε όλη τη Λατινική Αμερική αυτή η εκστρατεία διεξάγεται για ακόμη μεγαλύτερο διάστημα σε μια προσπάθεια να δυσφημιστεί η ιδέα του σοσιαλισμού, με την Βενεζουέλα να παρουσιάζεται σαν «άλλη μια σοσιαλιστική αποτυχία». «Αποδεχτείτε τη θεραπεία μας (λιτότητα και περικοπές) ή θα έχετε μια επική κρίση του μεγέθους της Βενεζουέλας», ήταν η κραυγή των προέδρων Μισέλ Τεμέρ στη Βραζιλία και Μαουρίτσιο Μάκρι στην Αργεντινή. Άλλοι, όπως ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, και η Τερέζα Μέι στη Βρετανία, έχουν προσθέσει τις κατηγορίες της «δικτατορίας» και της «βάναυσης καταστολής» ενάντια στη κυβέρνηση Μαδούρο. Ο Τραμπ απείλησε ακόμη και με στρατιωτική επέμβαση. (Αυτό, βέβαια, χρησιμοποιήθηκε από τον Μαδούρο για να ενισχύσει την λαϊκή του υποστήριξη, παρότι η απειλή αυτή αποσύρθηκε γρήγορα από τους πιο οξυδερκείς ηγέτες του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού).
Τέτοιες κατηγορίες, όταν προέρχονται από τα στόματα των πολιτικών εκπροσώπων της ελίτ του 1%, στάζουν υποκρισία. Πόσα στρατιωτικά πραξικοπήματα έχουν πραγματοποιηθεί στη Λατινική Αμερική με την ενεργή συμμετοχή του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού με αποτέλεσμα τη σφαγή δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων και το φρικτό βασανισμό ακόμη περισσότερων; Ποιος άλλος από την Μάργκαρετ Θάτσερ ήταν φίλος και υποστηρικτής του Χιλιανού δικτάτορα Αουγκούστο Πινοσέτ, που αργότερα απελευθερώθηκε στη Βρετανία από τον Μπλερικό υπουργό εσωτερικών Τζακ Στρο;
Οι κραυγές για «δικτατορία» από τους ηγέτες της δεξιάς αντιπολίτευσης του MUD (Mesa de la Unidad Democrática – Στρογγυλό Τραπέζι Δημοκρατικής Ενότητας) στη Βενεζουέλα δεν έχουν μεγαλύτερη αξιοπιστία. Συμμετείχαν στο αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα κατά του Τσάβες το 2002, το οποίο αποσκοπούσε στην εγκατάσταση μιας νεοφιλελεύθερης στρατιωτικής δικτατορίας. Η υποκρισία των εκπροσώπων του καπιταλισμού δεν έχει όρια. Οι σοσιαλιστές και οι άνθρωποι της εργατικής τάξης διεθνώς πρέπει να γυρίσουν την πλάτη σε αυτές τις αντιδραστικές δυνάμεις που δεν έχουν καμία πρόθεση να υπερασπιστούν τα δημοκρατικά δικαιώματα ή τα κοινωνικά και πολιτικά συμφέροντα των εργαζομένων της Βενεζουέλας.
Ωστόσο, οι σοσιαλιστές χρειάζεται να βγάλουν συμπεράσματα για την τρέχουσα καταστροφική κρίση στη Βενεζουέλα προκειμένου να αντλήσουν ζωτικά διδάγματα και να απαντήσουν στην προπαγάνδα των υπερασπιστών του καπιταλισμού. Οι τελευταίοι ελπίζουν ότι ο ισχυρισμός τους ότι «ο σοσιαλισμός στη Βενεζουέλα» έχει αποτύχει θα έχει το ίδιο αποτέλεσμα με την κατάρρευση των σταλινικών καθεστώτων –των γραφειοκρατικών, δικτατορικών καθεστώτων που βασίζονταν σε εθνικοποιημένες, σχεδιασμένες οικονομίες– το 1989-’92. Όμως, η κατάσταση σήμερα είναι εντελώς διαφορετική. Τότε, η παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία αναπτυσσόταν. Σήμερα, υπάρχει μια παγκόσμια κρίση και η εργατική τάξη έχει την εμπειρία σκληρών νεοφιλελεύθερων πολιτικών και λιτότητας. Ακόμη και έτσι όμως, η καπιταλιστική προπαγάνδα θα έχει κάποια αποτελέσματα, ειδικά στη Λατινική Αμερική. Είναι επίσης απαραίτητο να αντλήσουμε τα σωστά συμπεράσματα για την Αριστερά από την ήττα που εκτυλίσσεται αυτή την εποχή στη Βενεζουέλα.
Τα όρια της Μπολιβαριανής Επανάστασης
Υπάρχει μια καταστροφική οικονομική, κοινωνική και πολιτική κρίση στη Βενεζουέλα. Αυτή έχει ξεσπάσει όχι εξαιτίας της αποτυχίας του σοσιαλισμού αλλά σαν συνέπεια της αποτυχίας να σπάσει οριστικά η χώρα από τον καπιταλισμό και να εγκαθιδρυθεί μια δημοκρατική, σοσιαλιστική, σχεδιασμένη οικονομία. Μια τέτοια διαδικασία θα έπρεπε να συνδεθεί με την εργατική τάξη και τις λαϊκές μάζες στις υπόλοιπες χώρες της Λατινικής Αμερικής με στόχο τη δημιουργία μιας σοσιαλιστικής ομοσπονδίας, δημοκρατικής, ισότιμης και εθελοντικής, που θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν αντίβαρο στον ιμπεριαλισμό. Η τραγωδία της σημερινής κατάστασης είναι ότι η ευκαιρία ανατροπής του καπιταλισμού υπήρχε στη Βενεζουέλα και σε ορισμένες άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής, ιδιαίτερα τη Βολιβία και το Εκουαδόρ. Αυτή η ευκαιρία χάθηκε.
Η κρίση επέτρεψε στην αντεπανάσταση να αντεπιτεθεί. Έχει επίσης οδηγήσει στην ανατροπή των μεταρρυθμίσεων που εισήγαγε ο Ούγκο Τσάβες ιδιαίτερα μετά το 2002.
Ο Τσάβες ανήλθε σαρωτικά στην εξουσία το 1998 υποσχόμενος μια «Μπολιβαριανή επανάσταση». Το τι σήμαινε αυτό δεν ήταν καθαρό, αλλά απειλούσε να πάρει μέτρα ενάντια στην άρχουσα τάξη και να εισαγάγει ορισμένες σημαντικές αν και περιορισμένες μεταρρυθμίσεις για να φέρει περισσότερη «κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα».
Ακόμη και αυτό προκάλεσε την οργή της άρχουσας τάξης και του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Σε μια σειρά γεγονότων που θύμιζαν τη Χιλή του 1973, ένα στρατιωτικό πραξικόπημα επιχειρήθηκε το 2002. Αυτό κατέρρευσε σαν αποτέλεσμα μιας αυθόρμητης μαζικής κινητοποίησης. Εκατομμύρια άνθρωποι ξεχύθηκαν στους δρόμους για να υπερασπιστούν τον Τσάβες και να αντιταχθούν στο πραξικόπημα της πλούσιας ελίτ. Ο στρατός διασπάστηκε, με μεγάλα τμήματα να παίρνουν θέση υποστήριξης του Τσάβες.
Σε εκείνο το στάδιο θα ήταν δυνατόν να ληφθούν μέτρα για να σπάσει η χώρα με τον καπιταλισμό και μάλιστα με έναν σχετικά ειρηνικό τρόπο. Η αντιδραστική Δεξιά ήταν ηττημένη, απογοητευμένη και αποπροσανατολισμένη, ο λαός ήταν με τον Τσάβες. Ο Τσάβες αρνήθηκε να πάρει αυτό το δρόμο. Έκανε έκκληση για «εθνική συμφιλίωση» χρησιμοποιώντας ταυτόχρονα πιο ριζοσπαστική φρασεολογία.
Διαπραγματεύτηκε με την άρχουσα τάξη, κάτι που της επέτρεψε να επανακτήσει την πρωτοβουλία και να οργανώσει το λόκ άουτ (σημ: ανταπεργία της εργοδοσίας, δηλαδή κλείσιμο των εργοστασίων και προσωρινή απόλυση όλων των εργαζομένων) του Δεκέμβρη του 2002. Αυτό είχε σαν βασικό στόχο την παράλυση της παραγωγής ειδικά στον κλάδο του πετρελαίου, προκαλώντας ασφυξία στην οικονομία και ήττα της κυβέρνησης. Αυτή η νέα προσπάθεια για πραξικόπημα επίσης ηττήθηκε από την δράση ενός τμήματος των πιο πολιτικά προχωρημένων εργαζομένων – των ίδιων στρωμάτων που είχαν νικήσει το πραξικόπημα τον Απρίλη.
Η ήττα της επίθεσης της αντεπανάστασης και των ιμπεριαλιστών το 2002, σε συνδυασμό με την ανάκαμψη της ταξικής πάλης σε άλλες λατινοαμερικάνικες χώρες και την κοινωνική έκρηξη στην Αργεντινή (Αργεντινάντζο 2001) την κινητοποίηση των μαζών ενάντια στη NAFTA (2003) και την εξέγερση στη Βολιβία (2003-5) προκάλεσε μαζική ριζοσπαστικοποίηση των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων στη Βενεζουέλα.
Η πιο προηγμένη εικόνα αυτής της κατάστασης εκφράστηκε στη προεκλογική εκστρατεία για την επανεκλογή του προέδρου το 2004. Αυτή περιλάμβανε μια ανοιχτή αμφισβήτηση της γραφειοκρατίας και σε πολλές περιοχές την εκλογή από συνελεύσεις από τα κάτω εναλλακτικών επιτροπών κινηματικής δράσης από αυτές που πρότεινε το καθεστώς.
Ο Τσάβες ανταποκρίθηκε σε αυτή τη μαζική πίεση προς τα αριστερά, μιλώντας για πρώτη φορά για μια «επανάσταση μέσα στην επανάσταση». Στη συνέχεια, χωρίς να καταλήξει στα απαραίτητα συμπεράσματα, δήλωσε πως η «επανάσταση» θα ήταν σοσιαλιστική.
Κάτω από την πίεση του κινήματος και απέναντι στην εχθρότητα του ιμπεριαλισμού και των ολιγαρχών της Βενεζουέλας, ο Τσάβες εγκαθίδρυσε τις μεταρρυθμίσεις που έγιναν γνωστές ως «Μισιόνες». Αυτές ήταν πολύ θετικές στους τομείς της υγείας και της εκπαίδευσης, δίνοντας πρόσβαση για πρώτη φορά σε αυτούς για εκατομμύρια ανθρώπους. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις καθώς και άλλα οικονομικά μέτρα εκείνη την περίοδο είχαν ως αποτέλεσμα τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου για τους εργαζόμενους και ιδιαίτερα τα πιο καταπιεσμένα στρώματα ανάμεσα τους.
Ενθουσιασμένοι από αυτές τις εξελίξεις οι εργαζόμενοι ζητούσαν εθνικοποιήσεις και εργατικό έλεγχο και την ίδια στιγμή προχωρούσαν σε καταλήψεις σε μια σειρά σημαντικών εταιρειών. Ο Τσάβες ανακοίνωσε την εθνικοποίηση κάποιων εταιρειών, αν και κατά κύριο λόγο, αυτές πραγματοποιήθηκαν μέσω της εξαγοράς μετοχών των εταιρειών αυτών. Ωστόσο, δεν υπήρχε ποτέ ένα σοβαρό σχέδιο να επεκταθούν οι εθνικοποιήσεις στους τομείς-κλειδιά της οικονομίας. Ακόμα και σε εκείνες τις εταιρείες όπου έγινε αποδεκτό ότι οι εργαζόμενοι θα εκλέγαν διοικητικά συμβούλια, ο αυθεντικός εργατικός έλεγχος δεν επιτράπηκε ποτέ καθώς η διοίκηση των επιχειρήσεων πέρασε στα χέρια κυβερνητικών στελεχών.
Σε πολλές περιπτώσεις αυτό οδήγησε σε παράλυση της παραγωγής και την υιοθέτηση από μέρους των κυβερνητικών στελεχών καπιταλιστικών, αντεργατικών πολιτικών, παρόμοιων με αυτές που κυριαρχούσαν στον ιδιωτικό τομέα. Σε άλλες περιπτώσεις είχαμε μερική εθνικοποίηση που δημιούργησε «μικτές εταιρείες» όπου το κράτος είχε μέρος της ιδιοκτησίας.
Η κυβέρνηση του Τσάβες σε αυτό το στάδιο υιοθέτησε μια πολιτική ριζοσπαστικού, αριστερού ρεφορμισμού συνδυασμένου με κάποια επαναστατική ρητορική. Αυτό τρομοκράτησε και εξόργισε την άρχουσα τάξη και τον ιμπεριαλισμό που σωστά φοβήθηκαν ότι η επαναστατική διαδικασία και το μαζικό κίνημα θα οδηγούσαν τον Τσάβες ακόμη περισσότερο προς τα αριστερά και θα απειλούσαν την ίδια την ύπαρξη του καπιταλισμού.
Οι ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις ήταν εξαιρετικά δημοφιλείς και η CWI τις υποστήριξε. Υποστηρίξαμε επίσης πως για να διατηρηθούν και να αναπτυχθούν ήταν απαραίτητο ένα πρόγραμμα ανατροπής του καπιταλισμού και εισαγωγής μιας σοσιαλιστικής σχεδιασμένης οικονομίας βασισμένης στην εθνικοποίηση και τον δημοκρατικό εργατικό έλεγχο και διαχείριση. Οι μεταρρυθμίσεις υπό τον Τσάβες χρηματοδοτούνταν από την άνοδο της τιμής του πετρελαίου. Αν δεν ανατρεπόταν ο καπιταλισμός, μια πτώση της τιμής του πετρελαίου θα είχε καταστροφικές συνέπειες για το μεταρρυθμιστικό πακέτο και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση.
Η CWI προειδοποίησε γι’ αυτή την απειλή από νωρίς. Σε άρθρο μας με τίτλο «Βενεζουέλα: η επανάσταση σε κίνδυνο» (στο θεωρητικό περιοδικό της CWI, Socialism Today, τεύχος 115, Φλεβάρης 2008) επισημάναμε σημαντικά διδάγματα από την ιστορία:
«Ενώ το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων χρηματοδοτήθηκε σε μεγάλο βαθμό από την αυξανόμενη τιμή του πετρελαίου, αυτό μπορεί να αλλάξει με το ξέσπασμα μιας κρίσης στην παγκόσμια οικονομία. Αυτό μπορεί να προκαλέσει πτώση των εσόδων από το πετρέλαιο και να οδηγήσει στην ανατροπή των μεταρρυθμίσεων. Μεταξύ του 1974-79, το κεντροαριστερό εθνικιστικό, λαϊκίστικο καθεστώς του Κάρλος Αντρές Πέρεζ εισήγαγε κάποιες σημαντικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που πληρώθηκαν από τις αυξανόμενες τιμές του πετρελαίου. Μέχρι το 1979, το πετρέλαιο είχε φτάσει τα 80 δολάρια το βαρέλι. Ωστόσο οι μεταρρυθμίσεις αυτές εξαφανίστηκαν την δεκαετία του ’80 καθώς η μεγάλη οικονομική κρίση χτύπησε τη Βενεζουέλα μετά από τη συντριβή των τιμών του πετρελαίου στα 38 δολάρια το βαρέλι. Το ποσοστό αυτών που ζούσαν κάτω από το όριο της φτώχειας εκτοξεύτηκε από 17% το 1980 σε 65% το 1996. Αυτό αποτελεί μια προειδοποίηση προς τον Τσάβες και την εργατική τάξη για το τι θα συμβεί αν ο καπιταλισμός δεν αντικατασταθεί με μια δημοκρατικά σχεδιασμένη σοσιαλιστική οικονομία».
Η προέλαση της αντεπανάστασης
Δυστυχώς, αυτή η προειδοποίηση έχει εκπληρωθεί με τον πιο βάναυσο και ταχύ τρόπο. Η οικονομική κρίση, σε συνδυασμό με το σαμποτάζ της άρχουσας τάξης, τις διαβρωτικές επιδράσεις μιας μαζικά διεφθαρμένης κρατικής γραφειοκρατίας και την απουσία γνήσιου δημοκρατικού εργατικού ελέγχου, έχουν σαν αποτέλεσμα την κατάρρευση και την παράλυση. Λίγα πράγματα απομένουν από τις μεταρρυθμίσεις που εισήγαγε η κυβέρνηση Τσάβες. Η Βενεζουέλα βρίσκεται τώρα στο μέσον αυτού που ορισμένοι οικονομολόγοι χαρακτηρίζουν ως η χειρότερη οικονομική κρίση στην ιστορία της. Ο πληθωρισμός έχει σκαρφαλώσει πάνω από το 500% και η ανεργία βρίσκεται επίσημα περίπου στο 20%. Οι ελλείψεις των ιατρικών προμηθειών, των τροφίμων και κάθε άλλου είδους διαπερνούν την οικονομία. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την πείνα και μια έκρηξη ασθενειών που οφείλονται στην διατροφική ανεπάρκεια.
Παράλληλα με την οικονομική υπάρχει και μια κοινωνική καταστροφή. Η αποτυχία του κινήματος των Τσαβιστών να λύσουν τα περιβόητα προβλήματα εγκληματικότητας και βίας της Βενεζουέλας έχει φτάσει σε νέα βάθη. Το 2016, υπήρξαν 28.479 βίαιοι θάνατοι στη χώρα, κάτι που αντιστοιχεί σε 91,8 φόνους ανά 100.000 κατοίκους! Αυτοί οι αριθμοί κάνουν την Βενεζουέλα τη δεύτερη πιο βίαιη χώρα στην οποία δεν υπάρχει πόλεμος, με μόνο το Ελ Σαλβαδόρ να τη ξεπερνά.
Σε αυτό το πλαίσιο η δεξιά αντιπολίτευση του MUD έχει καταφέρει σημαντικές προόδους.
Στις εκλογές του 2015 για την εθνική συνέλευση η δεξιά αντιπολίτευση κέρδισε την πλειοψηφία για πρώτη φορά. Οι ψήφοι της έφτασαν τα 7.700.000 – σημειώνοντας άνοδο κατά 2.400.000 ψήφους σε σχέση με τις εκλογές του 2010. Το Ενωμένο Σοσιαλιστικό Κόμμα της Βενεζουέλας (PSUV – που ιδρύθηκε από τον Τσάβες) και οι σύμμαχοι του κέρδισαν 5.622.844 ψήφους.
Αυτό αποτελούσε ένα σημαντικό προχώρημα για τις δυνάμεις της αντεπανάστασης. Η απογοήτευση και ο θυμός για την οικονομική και κοινωνική κατάσταση αντανακλάστηκαν σ’ αυτή την αλλαγή ισορροπίας στα εκλογικά αποτελέσματα. Ο Τσάβες είχε κερδίσει τις προηγούμενες εκλογές με πάνω από 60% των ψήφων και τη συμμετοχή να ξεπερνά το 80%.
Μια βδομάδα μετά τις εκλογές για την εθνοσυνέλευση (κοινοβούλιο), ο Μαδούρο ανακοίνωσε ότι επρόκειτο να καλέσει ξανά εκλογές, για ένα νέο σώμα, την «συνέλευση των κοινοτήτων» όπως την ονόμασε. Αυτό ήταν το υπόβαθρο για τις εκλογές για τη Συντακτική Συνέλευση που πραγματοποιήθηκαν τον Ιούλιο αυτού του χρόνου. Εντωμεταξύ η εθνοσυνέλευση είχε σχεδόν απογυμνωθεί από τις εξουσίες της.
Αυτές οι αναταράξεις ήταν προϊόν της αποτυχίας της κυβέρνησης να σπάσει με τον καπιταλισμό. Και αυτό το αδιέξοδο οδήγησε σε μια σειρά επιπλοκών και πισωγυρισμάτων για την εργατική τάξη και τους σοσιαλιστές. Η εκλογική ενίσχυση της Δεξιάς, ειδικά μέσα στη μεσαία τάξη, είναι συνέπεια της αποτυχίας της κυβέρνησης να προχωρήσει και να διατηρήσει τις μεταρρυθμίσεις σπάζοντας με τον καπιταλισμό. Ο Τσάβες είχε αρχικά κερδίσει σημαντική υποστήριξη από τμήματα της μεσαίας τάξης. Αυτό έχει μειωθεί σημαντικά εξαιτίας της αποτυχίας να εισαχθούν οι πολιτικές και το πρόγραμμα που θα μπορούσε να απευθυνθεί σε αυτούς και ταυτόχρονα να υπερασπίσει τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των φτωχών. Οι ρεφορμιστικές πολιτικές (φιλολαϊκές μεταρρυθμίσεις) της περιόδου Τσάβες έχουν εγκαταλειφθεί καθώς η κυβέρνηση έχει στραφεί όλο και περισσότερο προς τα δεξιά υιοθετώντας μεθόδους όλο και πιο κατασταλτικές, βοναπαρτιστικές και στρατιωτικές. Ο Μαδούρο εισάγει όλο και περισσότερα φιλοκαπιταλιστικά και αντεργατικά μέτρα, προσπαθώντας να κατευνάσει την παραδοσιακή δεξιά ελίτ και την άρχουσα τάξη που όμως δεν ενδιαφέρονται να τα «βρούνε» με τον Μαδούρο.
Σε μια προσπάθεια να καθησυχάσει τη Δεξιά στην πορεία προς την ψηφοφορία για τη Συντακτική Συνέλευση, ο Μαδούρο προσπάθησε να ενισχύσει τη θέση του σχηματίζοντας μια συμμαχία με τους λεγόμενους «παραγωγικούς» ή «πατριώτες» εργοδότες.
Πλήρωσε άμεσα τους τόκους για το εξωτερικό χρέος και τα χρήματα που η κυβέρνηση χρωστούσε σε πολυεθνικές εταιρείες. Οι δαπάνες για επιδότηση τροφίμων έχουν μειωθεί κατά 76% μέσα στα 3 τελευταία χρόνια. Εφαρμόστηκαν περικοπές θέσεων εργασίας στις κρατικές επιχειρήσεις καθώς και επιθέσεις στα εργατικά δικαιώματα. Ειδικές οικονομικές ζώνες δημιουργήθηκαν επιτρέποντας αυξημένη εκμετάλλευση των εργαζομένων. Οι φυσικοί και ορυκτοί πόροι διατέθηκαν στις πολυεθνικές για να τις λεηλατήσουν.
Στη Βραζιλία, η πρώην πρόεδρος Ντίλμα Ρουσέφ (του Εργατικού Κόμματος – ΡΤ) επιχείρησε μια παρόμοια πολιτική κατευνασμού προσπαθώντας να αποτρέψει το κοινοβουλευτικό πραξικόπημα εναντίον της. Απέτυχε και τελικά αντικαταστάθηκε από τον ούλτρα-νεοφιλελεύθερο Μισέλ Τεμέρ, μέχρι πρότινος αντιπρόεδρο της.
Ισχυρά κεκτημένα συμφέροντα
Ενώ ο καπιταλισμός δεν έχει ανατραπεί στη Βενεζουέλα έχει υπάρξει μια αλλαγή στη σύσταση της άρχουσας τάξης. Παρόλο που η παραδοσιακή ελίτ παραμένει, μια νέα πτέρυγα της καπιταλιστικής τάξης αναδύθηκε μέσα από την προηγούμενη περίοδο, η αποκαλούμενη «Βολιμπουρζουαζία» (η «βολιβαριανή», συνδεδεμένη με το κίνημα του «Τσαβισμού» άρχουσα τάξη). Αυτό το φαινόμενο επισημάνθηκε από τη CWI το 2009 σε ένα άρθρο με τίτλο «Βενεζουέλα: Μια νέα φάση και μεγαλύτεροι κίνδυνοι».
Τμήματα της Βολιμπουρζουαζίας έκαναν κυριολεκτικά μια περιουσία στη πλάτη του επαναστατικού κινήματος. Για παράδειγμα, ο Βίλμερ Ρουπερτί μεταμορφώθηκε από έναν σχετικά μικρό επιχειρηματία σε εφοπλιστικό μεγιστάνα και δισεκατομμυριούχο, γινόμενος σε μια φάση ο πλουσιότερος άνθρωπος στη Βενεζουέλα. Έφτιαξε τη περιουσία του κατά τη διάρκεια της ανταπεργίας των εργοδοτών (το 2002) χρησιμοποιώντας τα τάνκερ του για να σπάσει την «απεργία» και να παραδώσει πετρέλαιο στην κυβέρνηση. Μετά την ανταπεργία ανταμείφτηκε με πολύ επικερδή κρατικά συμβόλαια.
Αυτό το τμήμα της Βολιιμπουρζουαζίας είναι πλήρως διαπλεκόμενο με τη κυβέρνηση Μαδούρο. Αυτή η διαδικασία ξεκίνησε υπό τις κυβερνήσεις του Τσάβες. Είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της προσπάθειας να διατηρηθεί το καπιταλιστικό κράτος και η ατομική ιδιοκτησία στους τομείς -κλειδιά της οικονομίας. Σε αυτή την εξέλιξη βλέπουμε κάτι παραπάνω από μια αντανάκλαση αυτού που συνέβη με το Εθνικό Αφρικανικό Κογκρέσο (ANC) στη Νότια Αφρική. Μετά την κατάρρευση του συστήματος του Απαρτχάιντ ένα νέο στρώμα της ανώτερης μεσαίας τάξης και των καπιταλιστών αναπτύχθηκε μέσω του ANC.
To MUD και τα παραδοσιακά τμήματα της άρχουσας τάξης έχουν επιχειρήσει να προκαλέσουν την πτώση των κυβερνήσεων Τσάβες και Μαδούρο. Ένα από τα κύρια εμπόδια που αντιμετωπίζουν όμως είναι ότι η πλειοψηφία του στρατού και της κρατικής μηχανής είναι πλήρως συνυφασμένα με το καθεστώς Μαδούρο. Ένα τρίτο των υπουργικών χαρτοφυλακίων είναι στα χέρια εν ενεργεία ή απόστρατων στρατηγών, συμπεριλαμβανομένου του υπουργού Εσωτερικών, στρατηγού Νέστορ Ρεβερόλ. Όλοι οι υπουργοί της κυβέρνησης λογοδοτούν στον υπουργό Άμυνας, στρατηγό Βλαντιμίρ Παδρίνο Λόπεζ.
Πράγματι, η ανώτατη στρατιωτική διοίκηση έχει τα δικά της οικονομικά συμφέροντα συνδεδεμένα με το καθεστώς. Η στρατιωτικοποίηση της κρατικής μηχανής άρχισε να αναπτύσσεται επί Τσάβες, αλλά γίνεται όλο και πιο εμφανής τα τελευταία χρόνια. Ο Τσάβες προερχόταν από τις ένοπλες δυνάμεις και παρότι ήταν εξαιρετικά δημοφιλής υιοθέτησε μια «στρατιωτική» προσέγγιση. Το 2016, ο Μαδούρο εξέδωσε ένα εκτελεστικό διάταγμα για την ίδρυση της «Ανώνυμης Στρατιωτικής Εταιρείας Βιομηχανίας, Ορυκτών, Πετρελαίου και Αερίου», μιας κρατικής πετρελαϊκής εταιρείας που διευθύνεται από τον στρατό και το υπουργείο Άμυνας.
Αποτέλεσμα της απουσίας ενός ισχυρού, ανεξάρτητου και πολιτικά συνειδητού μαζικού εργατικού κινήματος – μιας από τις κυριότερες αδυναμίες της επαναστατικής διαδικασίας στη Βενεζουέλα – είναι αυτές οι «από τα πάνω» διοικητικές μέθοδοι. Χωρίς ένα σύστημα δημοκρατικού εργατικού ελέγχου, δεν μπορεί να υπάρξει λογοδοσία ή έλεγχος. Αυτό αναπόφευκτα επέτρεψε στη διαφθορά να αναπτυχθεί και την αναποτελεσματικότητα να ευδοκιμήσει. Τώρα έχουν φτάσει σε ένα καταστροφικό επίπεδο, ένα σάπιο τέλμα.
Σε αντίθεση με τις παραδόσεις του εργατικού κινήματος
Ακόμη και στο υψηλότερο σημείο του επαναστατικού κινήματος όλα περιστρέφονταν γύρω από τον Τσάβες σαν προσωπικότητα. Ακόμα και με τις καλύτερες προθέσεις, ένα άτομο δεν μπορεί να φέρει σε πέρας τη σοσιαλιστική επανάσταση. Αυτή απαιτεί την ενεργό, μαζική συμμετοχή της εργατικής τάξης.
Το γεγονός ότι ο ρόλος του Τσάβες προσέλαβε τόση σημασία αντανακλούσε μια κρίσιμη αδυναμία στην ιστορία και την παράδοση της εργατικής τάξης της χώρας. Η οποία δεν είχε καταφέρει ποτέ να χτίσει γνήσια μαζικά ανεξάρτητα εργατικά κόμματα ή οργανώσεις, σε αντίθεση με άλλες λατινοαμερικάνικες χώρες όπως η Χιλή ή η Βραζιλία.
Ο Τσάβες θεωρήθηκε η κύρια μορφή – σχεδόν σαν Θεός για ορισμένα τμήματα που κοιτούσαν προς αυτόν για να λύσει όλα τα προβλήματα. Αυτή δεν ήταν η κατάσταση στη Χιλή το 1970-73. Ο Σαλβαδόρ Αλιέντε είχε μαζική υποστήριξη και μεγάλο κύρος, όμως, επιπλέον υπήρχε μια ισχυρή παράδοση μαζικών εργατικών κομμάτων και ανεξάρτητων εργατικών οργανώσεων. Υπήρχε το Σοσιαλιστικό και το Κομμουνιστικό Κόμμα, παρά τις λαθεμένες πολιτικές τους, καθώς και μια μακρά ιστορία συνδικαλισμού και άλλες μεγάλες σοσιαλιστικές οργανώσεις, όπως το Κίνημα Επαναστατικής Αριστεράς, MIR, ή η Χριστιανική Αριστερά. Η ενεργή παρουσία όλων αυτών διασφάλιζε ότι υπήρχε ένας συνεχής αγώνας και διαπάλη για το θέμα του προγράμματος και της ιδεολογίας της Αριστεράς. Τα γεγονότα του 1970-73 θεωρήθηκαν από όλους ως μια επαναστατική διαδικασία κάτω από τον ηγεμονικό ρόλο της εργατικής τάξης. Δεν ήταν «ιδιοκτησία» ή αποτέλεσμα της δράσης ενός ατόμου όπως ο κόσμος αντιλαμβανόταν τις διεργασίες στη Βενεζουέλα. Φυσικά, στο τέλος, ακόμη και στη Χιλή η απουσία ενός μαζικού επαναστατικού κόμματος με ένα καθαρό πρόγραμμα για να ολοκληρωθεί η επανάσταση και να ανατραπεί ο καπιταλισμός, οδήγησε σε μια αιματηρή ήττα για τους Χιλιανούς εργαζόμενους – κάτι με το οποίο δεν έχουν βρεθεί ακόμη αντιμέτωποι οι εργαζόμενοι στη Βενεζουέλα.
Το εργατικό κίνημα στη Βενεζουέλα είχε μια ασθενέστερη παράδοση ανεξάρτητων μαζικών εργατικών κομμάτων και οργανώσεων. Η πρώτη εργατική ομοσπονδία, η CTV, σχηματίστηκε το 1936 και ελέγχονταν από τα καπιταλιστικά κόμματα Δημοκρατική Δράση και Κοινωνικό Χριστιανικό Κόμμα. Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Βενεζουέλας ιδρύθηκε μόλις το 1931 – κι ήταν από την αρχή κάτω από τον έλεγχο των Σταλινικών – και δούλεψε σε συνθήκες παρανομίας μέχρι το 1941. Ενώ ανέπτυξε σημαντική επιρροή ανάμεσα σε τμήματα της εργατικής τάξης δεν κατάφερε να δημιουργήσει μια μαζική βάση όπως τα Κομμουνιστικά, Σοσιαλιστικά και άλλα αριστερά κόμματα στη Χιλή ή στη Βραζιλία. Αυτή η αδυναμία των μαζικών ανεξάρτητων εργατικών κομμάτων ήταν ένας παράγοντας που επέτρεψε σε ριζοσπαστικές λαϊκίστικες προσωπικότητες όπως ο Τσάβες να αποκτήσουν μια τόσο ισχυρή παρουσία.
Από τα πάνω
Ακόμη και στο ζενίθ της επαναστατικής ανόδου που ακολούθησε το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2002, οι οργανώσεις που δημιουργήθηκαν ξεκίνησαν εν μέρει από τα πάνω και δεν χτίστηκαν μέσω της ανεξάρτητης δράσης και των αγώνων της εργατικής τάξης. Η νέα συνδικαλιστική ομοσπονδία, UNETE, ιδρύθηκε το 2003 από την κυβέρνηση και λειτουργούσε αντιδημοκρατικά από την πρώτη στιγμή.
Παρότι η ηγεσία της ποτέ δεν εκλέχθηκε από τους εργαζόμενους, στο πρώτο της συνέδριο τον Αύγουστο του 2003 ο έλεγχος της γραφειοκρατίας ήταν εξαιρετικά αδύναμος. Αυτό αντανακλάστηκε στο πρόγραμμα που ψηφίστηκε από το συνέδριο. Σε μια στιγμή που κανείς δεν μιλούσε για «σοσιαλισμό», το πρόγραμμα αυτό έθετε το ζήτημα της εθνικοποίησης των τραπεζών υπό εργατικό έλεγχο και του κρατικού μονοπωλίου του εξωτερικού εμπορίου. Κι εξηγούμε πως μόνο μ’ αυτό το πρόγραμμα μπορούσε να αντιμετωπιστεί η επιθετικότητα της Δεξιάς. Αυτό το πρόγραμμα δεν εφαρμόστηκε ποτέ ούτε καν δημοσιοποιήθηκε από τους ηγέτες του FBT (της συνδικαλιστικής παράταξης που ελεγχόταν από το MVR, το κόμμα του Τσάβες την περίοδο πριν την ίδρυση του PSUV) ή ακόμα και από αυτούς στην ηγεσία που αποκαλούσαν τους εαυτούς τους Τροτσκιστές!
Η αποτυχία αυτών των στοιχείων, παρότι είχαν την πλειοψηφία στο 1ο συνέδριο των Συνδικάτων, να προωθήσουν ένα πρόγραμμα στο δεύτερο συνέδριο για τη σύγκρουση με τους καπιταλιστές και με την γραφειοκρατία και να χτίσουν ένα ενιαίο μέτωπο με την βάση του κινήματος των Τσαβιστών, ήταν μια μεγάλη χαμένη ευκαιρία. Αυτό επέτρεψε στη γραφειοκρατία να διασπάσει και να απομονώσει την UNETE και να παραλύσει τα πιο προχωρημένα στρώματα της εργατικής τάξης σε μια αποφασιστική συγκυρία για τους επαναστατικούς αγώνες στη Βενεζουέλα.
Ακόμη και το PSUV, που συμπεριλάμβανε στις γραμμές του και ορισμένες μικρές αριστερές ομάδες, ήταν στην πραγματικότητα μια πρωτοβουλία του ίδιου του Τσάβες, από τα πάνω, το 2007. Στην αρχή το PSUV μπορούσε να κινητοποιήσει εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους και η βάση κατάφερε να αποπέμψει κάποια από τα στελέχη του που ήταν ταυτισμένα με γραφειοκρατικές συμπεριφορές και διαφθορά. Ωστόσο, η γραφειοκρατία μπόρεσε να ελέγξει την κατάσταση μέσα από τον έλεγχο και τη διαχείριση των κρατικών πόρων. Αυτοί που απομακρύνθηκαν αποκαταστάθηκαν, από τον ίδιο τον Τσάβες.
Αυτά τα χαρακτηριστικά παραμόρφωσαν την επαναστατική διαδικασία, ακόμη και στο ανώτατο σημείο της, και τώρα έχουν οδηγήσει σε περαιτέρω εκφυλισμό. Η ανάγκη για γνήσιο εργατικό έλεγχο και ανεξάρτητα μαζικά κόμματα της εργατικής τάξης είναι ένα από τα βασικά διδάγματα που πρέπει να βγει από τις μεγάλες δυσκολίες που αντιμετωπίζει η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα στη Βενεζουέλα. Υπάρχουν σημαντικά διδάγματα για όλη την Αριστερά και ειδικά τους νέους σχηματισμούς, από αυτές τις εξελίξεις.
Ισορροπία εξουσίας
Ωστόσο, παρά την οικονομική και κοινωνική καταστροφή, οι παραδοσιακές δυνάμεις της Δεξιάς δεν έχουν καταφέρει να ανατρέψουν τον Μαδούρο. Εν μέρει αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο στρατός, κυρίως για να προστατεύσει τα συμφέροντα του, παραμένει πιστός στο καθεστώς το οποίο σε μεγάλο βαθμό ελέγχει σε αυτό το στάδιο.
Παρότι η Δεξιά είχε κέρδη στις εκλογές για την εθνοσυνέλευση, δεν μπόρεσε να διατηρήσει αυτή τη δυναμική και να κινητοποιήσει επαρκείς δυνάμεις. Αυτό αντανακλάστηκε στην αποτυχία της «απεργίας» που κάλεσε τον Ιούλη του 2017. Οι μάζες των εργαζομένων και των φτωχών, παρότι απογοητευμένες και θυμωμένες από την προδοσία της κυβέρνησης, δεν στρέφονται προς την υποστήριξη της Δεξιάς. Δεν έχουν εμπιστοσύνη στους γκάνγκστερς που υποστήριξαν το πραξικόπημα του 2002 και που θέλουν μια επιστροφή στο οικονομικό και πολιτικό καθεστώς που επικρατούσε πριν τον Τσάβες.
Στις εκλογές για τη Συντακτική Συνέλευση τον Ιούλη, η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η συμμετοχή έφτασε το 41,5% και ότι κέρδισε 8.089.320 ψήφους. Το MUD και οι υποστηρικτές του μποϋκόταραν τις εκλογές. Στις περιοχές που ελέγχονται από τη μεσαία τάξη και τη Δεξιά εξαπέλυσαν μια εκστρατεία που εμπόδιζε τους ανθρώπους να ψηφίσουν. Ακόμη κι αν ληφθεί υπόψη ότι υπήρχε κάποια εκλογική απάτη από το καθεστώς, το αποτέλεσμα δείχνει ότι ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού εξακολουθεί να είναι διατεθειμένο να υποστηρίξει το καθεστώς ενάντια στην απειλή της αντιδραστικής παραδοσιακής Δεξιάς του MUD και τις απειλές που εξαπολύει ο Τραμπ.
Ένα άλλο σημαντικό χαρακτηριστικό παρουσιάστηκε ωστόσο. 54.000 άνθρωποι κατέβηκαν ως υποψήφιοι για την Συντακτική Συνέλευση έξω από τον έλεγχο της επίσημης γραφειοκρατίας – κυρίως «διαφωνούντες Τσαβίστες», μια εμβρυακή αντιπολίτευση από τα αριστερά.
Στην πρωτεύουσα Καράκας κέρδισαν 200.000 ψήφους, παρά την πολωτική φύση της εκστρατείας και τα εμπόδια που δημιουργήθηκαν από τη γραφειοκρατία. Είναι από αυτές τις δυνάμεις που είναι δυνατόν να προκύψει μια νέα σοσιαλιστική Αριστερά σε αντίθεση με την παραδοσιακή Δεξιά και την διεφθαρμένη κυβερνώσα γραφειοκρατική κάστα.
Οι εκλογές έδωσαν τη δυνατότητα στη Δεξιά διεθνώς να εντατικοποιήσει την εκστρατεία της για την ανατροπή του Μαδούρο και για να κατηγορήσει το καθεστώς ως αντιδημοκρατικό. Οι εκλογές καλέστηκαν σαν ένας τρόπος να διαλυθεί η εθνοσυνέλευση της οποίας τον έλεγχο έχασε το PSUV το 2015. Ήταν σημαντικό πως, πριν από τις εκλογές, ο Μαδούρο ακύρωσε τις εκλογές στα τοπικά συμβούλια και ακόμη και στα συνδικάτα, φοβούμενος πως οι «διαφωνούντες Τσαβίστες» θα κέρδιζαν. Υποστήριξε πως οι εκλογές για τη Συντακτική Συνέλευση ήταν ένα επαναστατικός τρόπος για να ξαναγραφτεί το Σύνταγμα (επίσης τις παρουσίασε σαν ένα τρόπο για να χτιστεί η «εθνική ενότητα»). Ωστόσο, δεν ήταν μια επαναστατική πράξη. Ήταν μια απόπειρα να δυναμώσει το γραφειοκρατικό καθεστώς του οποίου ηγείται. Το Σύνταγμα το οποίο ξαναγράφεται και αναθεωρείται είναι το Σύνταγμα του Τσάβες, το οποίο εισήχθη το 1999 ως ένα «πρότυπο επαναστατικό Σύνταγμα»!
Στη Χιλή, κατά τη διάρκεια της επαναστατικής διαδικασίας του 1970-73, η Δεξιά είχε τον έλεγχο του κοινοβουλίου. Αυτό χρησιμοποιήθηκε σε κάθε ευκαιρία για να εμποδίσει την προεδρία του Αλιέντε. Πέρα από αυτό, όμως, υπήρχαν μαζικές επιτροπές εκλεγμένες στους χώρους δουλειάς, επιτροπές γειτονιάς και λαϊκές συνελεύσεις που είχαν αναδυθεί σε πόλεις όπως η Κονσεπσιόν τις οποίες ουσιαστικά έλεγχαν. Οι εκπρόσωποι σε αυτά τα σώματα εκλέγονταν και υπόκεινταν σε ανάκληση και υπήρχε έντονη πολιτική συζήτηση και αγώνας μεταξύ των κομμάτων. Αυτό συνέβαινε στο ζενίθ του επαναστατικού κινήματος στη Χιλή.
Μια βδομάδα πριν από το στρατιωτικό πραξικόπημα της 11ης Σεπτέμβρη του 1973, μια μαζική διαδήλωση έλαβε χώρα στη πρωτεύουσα Σαντιάγκο η οποία απαιτούσε όπλα για να υπερασπιστεί τον Αλιέντε και επίσης για να κλείσει το κοινοβούλιο. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, όπου μια πιο δημοκρατική εναλλακτική ως προς το αντιδημοκρατικό καπιταλιστικό κοινοβούλιο υπήρχε, αυτό το αίτημα ήταν σωστό. Ωστόσο, αυτή δεν είναι η κατάσταση στη Βενεζουέλα σήμερα. Οι εκλογές για τη Συντακτική Συνέλευση δεν ήταν ένα βήμα για να προχωρήσει η επανάσταση μπροστά. Ήταν η απόπειρα μιας διεφθαρμένης γραφειοκρατικής κάστας για να καταφέρει να προσκολληθεί στην εξουσία όντας αντιμέτωπη με μια απειλή από ένα ακόμη πιο εκφυλισμένο και διεφθαρμένο τμήμα της άρχουσας τάξης – το οποίο ενδυναμώθηκε εξαιτίας των αποτυχιών του οικονομικού και πολιτικού προγράμματος της κυβέρνησης Μαδούρο.
Σοσιαλιστική εναλλακτική
Στη Βενεζουέλα οι σοσιαλιστές έρχονται αντιμέτωποι με μια εξαιρετικά περίπλοκη κατάσταση που οφείλεται στην αποτυχία να ολοκληρωθεί η σοσιαλιστική επανάσταση και να ανατραπεί ο καπιταλισμός.
Αυτό έχει προκαλέσει πολλή συζήτηση και αντιπαραθέσεις και στις γραμμές της επαναστατικής Αριστεράς. Δεν μπορεί ασφαλώς να γίνει λόγος για υποστήριξη από μέρους των σοσιαλιστών της καπιταλιστικής αντιδραστικής αντιπολίτευσης της οποίας ηγείται το MUD με την στήριξη του ιμπεριαλισμού και του διεθνούς καπιταλισμού. Την ίδια στιγμή, όμως, είναι απαραίτητο να αντιταχθούμε στις πολιτικές, το πρόγραμμα και τις μεθόδους της κυβέρνησης Μαδούρο.
Υπάρχει εδώ ένας ισχυρός παραλληλισμός με την κατάσταση που αναπτύχθηκε στη Βραζιλία όταν η Δεξιά επιχείρησε να ανατρέψει την Ντίλμα Ρουσέφ, την πρώην πρόεδρο του PT, και να την αντικαταστήσει με έναν ακόμη πιο δεξιό αντιδραστικό νεοφιλελεύθερο, τον Μισέλ Τεμέρ. Το τμήμα της CWI στη Βραζιλία, η οργάνωση «Ελευθερία, Σοσιαλισμός και Επανάσταση» (LSR) και άλλοι, σωστά υποστήριξαν την ανάγκη να αντιταχθούν στην απόπειρα της Δεξιάς να ανατρέψει τη Ντίλμα. Την ίδια στιγμή όμως ήταν απαραίτητο να αντιταχθούν στις πολιτικές της Ντίλμα, σαν τμήμα της εκστρατείας για να χτίσουν μια μαζική σοσιαλιστική εναλλακτική.
Σε αυτούς που ισχυρίζονταν ότι δεν υπήρχε διαφορά μεταξύ της Ντίλμα και του Τεμέρ, ο νεοφιλελεύθερος τυφώνας που εισήγαγε από την στιγμή του κοινοβουλευτικού πραξικοπήματος είναι μια καθαρή απάντηση. Στη Βενεζουέλα, αυτό το στοιχείο είναι επίσης παρόν, αλλά σε ακόμη πιο οξεία μορφή οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά. Μόνο ένα ανεξάρτητο κίνημα της εργατικής τάξης μπορεί να παλέψει για μια εναλλακτική στους δεξιούς καπιταλιστές και τη κυβερνώσα γραφειοκρατική κάστα.
Εντούτοις, κάποιοι στις γραμμές της βραζιλιάνικης επαναστατικής Αριστεράς, όπως η πλειοψηφία του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος των Εργαζομένων (PSTU) προβάλλουν το σύνθημα «Να φύγουν όλοι» και αρχικά στήριξαν την μομφή ενάντια στη Ντίλμα και έπειτα κάλεσαν σε αποχή. Είδαν λανθασμένα την αποπομπή της Ντίλμα σαν μια νίκη της εργατικής τάξης. Ωστόσο η νίκη του Τεμέρ άνοιξε απλώς το δρόμο σε μια πιο διεφθαρμένη, δεξιά, καπιταλιστική, νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση. Επαναλαμβάνουν το ίδιο λάθος στη Βενεζουέλα απαιτώντας «Να φύγει ο Μαδούρο». Σε αυτή τη φάση, αυτό μπορεί να σημαίνει μόνο την αντικατάσταση του Μαδούρο με μια κυβέρνηση στην οποία θα ηγείται μια αντιδραστική συμμαχία υπό το MUD.
Το βασικό καθήκον είναι να συνενωθούν οι εργαζόμενοι και τα σοσιαλιστικά στοιχεία μέσα στο κίνημα και τη βάση της κοινωνίας, ιδιαίτερα οι διαφωνούντες Τσαβίστες που επιθυμούν να παλέψουν για να υπερασπιστούν τις μεταρρυθμίσεις του παρελθόντος. Ο στόχος πρέπει να είναι να ηττηθεί η αντιδραστική Δεξιά και ο καπιταλισμός, η γραφειοκρατία και η Βολιμπουρζουαζία και να χτιστεί ένα κόμμα και ένα κίνημα με ένα πρόγραμμα που έχει σαν στόχο την σοσιαλιστική επανάσταση.
Η κρίση στη Βενεζουέλα δεν είναι μια αποτυχία του σοσιαλισμού, αλλά μια κρίση της αποτυχίας να εισαχθεί ένα πλήρες σοσιαλιστικό πρόγραμμα. Πρόκειται για μια προειδοποίηση σε μελλοντικές αριστερές κυβερνήσεις, όπως πχ υπό τον Κόρμπιν στη Βρετανία ή τους Ποδέμος στην Ισπανία, όσον αφορά τις συνέπειες του να επιχειρήσει κανείς να εισάγει μεταρρυθμίσεις χωρίς να κάνει επίσης τα απαραίτητα βήματα για να ανατρέψει τον καπιταλισμό. Από αυτή την άποψη, η Βενεζουέλα αποτελεί μια τραγικά χαμένη ευκαιρία. Αν ο καπιταλισμός είχε ηττηθεί και ένα δημοκρατικά σχεδιασμένο σοσιαλιστικό σύστημα είχε εγκαθιδρυθεί στη Βενεζουέλα, τη Βολιβία και τον Ισημερινό (όπου υπήρχαν ταυτόχρονες και παράλληλες επαναστατικοί αγώνες με επικεφαλής τον Έβο Μοράλες και τον Ραφαέλ Κορέα αντίστοιχα) μαζί με την Κούβα, μια σοσιαλιστική ομοσπονδία αυτών των χωρών θα μπορούσε να δημιουργηθεί. Αυτό θα είχε σημαντικό αντίκτυπο στις ΗΠΑ, ιδιαίτερα δεδομένης της εμφάνισης του κινήματος των πλατειών, «Occupy», την προηγούμενη περίοδο, αλλά και όπως έδειξε το μαζικό κίνημα υποστήριξη προς τον Μπέρνι Σάντερς που αναπτύχθηκε στη συνέχεια.
Αυτό θα επέτρεπε στο εργατικό κίνημα σε άλλες χώρες να προετοιμάσει το έδαφος για να λάβει παρόμοια μέτρα. Θα μπορούσε να σχηματίσει ένα αρχικό αντίβαρο στον ιμπεριαλισμό και τον καπιταλισμό. Πέρα από τη Λατινική Αμερική, μια τέτοια ομοσπονδία θα μπορούσε να είχε σφυρηλατήσει δεσμούς με τους Έλληνες και Ισπανούς εργαζομένους – και μια σοσιαλιστική εναλλακτική στον ιμπεριαλισμό και τον καπιταλισμό θα μπορούσε να είχε αρχίσει να αναδύεται. Αυτή η ευκαιρία χάθηκε. Είναι ζωτικής σημασίας όμως να αντληθούν τα διδάγματα για να μπορέσουμε να αντιπαλέψουμε την προπαγάνδα των αστών αναλυτών και των υποστηρικτών τους και να προετοιμαστούμε για τους μελλοντικούς αγώνες και τις μελλοντικές ευκαιρίες.