Του Άλαν Ακριβού
Το άρθρο που ακολουθεί δημοσιεύεται ταυτόχρονα στον 22ο τόμο του περιοδικού Μαρξιστική Σκέψη. Ο σύντροφος Α. Ακριβός είναι μέλος της Socialist Alternative (Σοσιαλιστικής Εναλλακτικής) αδελφής οργάνωσης του «Ξ» στις ΗΠΑ.
H προεδρία Τραμπ αντιπροσωπεύει μια απότομη αλλαγή στη πολιτική κατάσταση στις ΗΠΑ και διεθνώς. Οι πολιτικές του Τραμπ αποτελούν μια σαφή απόκλιση από το παραδοσιακό φάσμα των πολιτικών της άρχουσας τάξης των ΗΠΑ, ιδιαίτερα στα ζητήματα του ελεύθερου εμπορίου και των στρατιωτικών συμμαχιών υπό την ηγεμονία του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Ο Τραμπ προωθεί επιθετικά μια σκληρή δεξιά εθνικιστική ατζέντα, απειλώντας με επιστροφή σε πολιτικές προστατευτισμού, μια νέα διεθνή κούρσα εξοπλισμών καθώς και τη συνέχιση του δεξιού λαϊκισμού και των επιθέσεων στο κατεστημένο. Αυτό συμβαδίζει με τη χρησιμοποίηση αυταρχικών ή ακόμη και βοναπαρτιστικών τάσεων μαζί με την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά που χαρακτήρισε την προεκλογική του καμπάνια το περασμένο έτος. Είναι ένα καθεστώς «διαρκούς κρίσης» που εκφράζει την παρακμή του αμερικανικού ιμπεριαλισμού.
Η άρχουσα τάξη των ΗΠΑ είναι βαθιά διχασμένη όσον αφορά τον Τραμπ. Τα πιο αρπακτικά και κοντόφθαλμα τμήματά της στηρίζουν αυτή τη στιγμή τον Τραμπ. Σε αυτό το στάδιο, ο κύριος όγκος του αμερικάνικου κατεστημένου ανέχεται ακόμη τον Τραμπ στη βάση ενός βραχυπρόθεσμου και στενόμυαλου ενθουσιασμού για την ατζέντα του των φοροαπαλλαγών, της απορρύθμισης και των άγριων επιθέσεων στα δικαιώματα των εργαζομένων. Ωστόσο, υπάρχει επίσης τεράστια ανησυχία και αντίθεση προς τον Τραμπ ανάμεσα σε σημαντικά τμήματα της άρχουσας τάξης, του πολιτικού κατεστημένου και του κρατικού μηχανισμού. Αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με την αντίθεση στις πολιτικές του Τραμπ που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στον προστατευτισμό, στην περαιτέρω αστάθεια και σε κρίσεις στο σημερινό παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον. Πάνω απ’ όλα, οι στρατηγικοί διαμορφωτές του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού ανησυχούν για την υπονόμευση της νομιμότητας του πολιτικού συστήματος στο σύνολο του και την τεράστια πολιτική αναταραχή και εξέγερση που ο Τραμπ έχει πυροδοτήσει στις ΗΠΑ και διεθνώς.
Ο Τραμπ είναι σε σημαντικό βαθμό έξω από τον έλεγχο των βασικών τμημάτων της άρχουσας τάξης. Ακόμη «ζαλισμένοι» από την ήττα της υποψήφιας της Γουόλ Στριτ, Χίλαρι Κλίντον, οι «στρατηγοί» του καπιταλισμού δεν έχουν καταφέρει να υποτάξουν πλήρως τον Τραμπ μέσω των συνήθων ελέγχων και ισορροπιών της αστικής πολιτικής ή έστω να περιορίσουν την ικανότητά του να βλάπτει τα στρατηγικά συμφέροντά τους. Αν δεν είναι σε θέση να το πετύχουν τελικά, το ζήτημα της ανατροπής του Τραμπ θα μπει στο τραπέζι, καθώς ένα πλήθος σκανδάλων, ερευνών και κρίσεων θα συνεχίσουν να πλήττουν τη νέα κυβέρνηση. Προς το παρόν, αυτή η διαίρεση στα κορυφαία κλιμάκια της αμερικάνικης άρχουσας τάξης αντικατοπτρίζεται στον πρωτοφανή ανοιχτό πόλεμο μεταξύ των εφημερίδων και των ηλεκτρονικών ΜΜΕ (όπως οι New York Times, η Washington Post, το CNN κλπ.) και της διοίκησης Τραμπ.
Έκρηξη της αντίστασης
Οι πρώτες δράσεις του Τραμπ ήταν ένας αστραπιαίος «πόλεμος» από προεδρικά εκτελεστικά διατάγματα με στόχο τους μετανάστες, τους μουσουλμάνους, τα αναπαραγωγικά δικαιώματα των γυναικών, την υγειονομική περίθαλψη, το περιβάλλον και τη ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Ωστόσο, η πιο σημαντική εξέλιξη είναι η κλίμακα, το εύρος και η ένταση του κινήματος που ξέσπασε εναντίον του Τραμπ – μια πραγματική πλημμυρίδα αντίστασης από τη βάση της κοινωνίας έχει βγει στην επιφάνεια από την ημέρα των εκλογών. Είναι το μεγαλύτερο κίνημα που έχουμε δει στις ΗΠΑ από την εποχή του πολέμου του Βιετνάμ στη δεκαετία του ’60 και στις αρχές της δεκαετίας του ’70.
Έχουμε ήδη δει πιθανά τη μεγαλύτερη διαδήλωση στην ιστορία των ΗΠΑ, με τη μορφή των δεκάδων πορειών γυναικών στις 21 Ιανουαρίου οι οποίες εκτιμάται ότι έφτασαν σε συμμετοχή πάνω από 4 εκ. διαδηλωτές, με πιο εμβληματικές τις γιγάντιες διαδηλώσεις (εκατοντάδων χιλιάδων) στο Λος Άντζελες, τη Νέα Υόρκη, το Σικάγο, τις άλλες μεγάλες πόλεις και φυσικά την πρωτεύουσα Ουάσιγκτον· ένα συνεχές κύμα διαδηλώσεων ενάντια στον Τραμπ και ακτιβισμών σε όλη τη χώρα με τη συμμετοχή εκατομμυρίων ανθρώπων· μεγάλης κλίμακας άμεσες δράσεις υποστήριξης των δικαιωμάτων των μεταναστών με αποκορύφωμα τις μαζικές διαδηλώσεις και καταλήψεις σε πολλά μεγάλα αεροδρόμια στις 28 Γενάρη σαν διαμαρτυρία για την απαγόρευση εισόδου στις ΗΠΑ των υπηκόων 7 μουσουλμανικών χωρών.
Αριθμοί-ρεκόρ επιστολών διαμαρτυρίας πλημμύρισαν τη Γερουσία με μηνύματα αντίθεσης στην επιλογή μιας σειράς υποψήφιων υπουργών από τον Τραμπ (στις ΗΠΑ οι υπουργοί προτείνονται από τον πρόεδρο, πρέπει ωστόσο να εγκριθούν από τη Γερουσία)· ενώ Ρεπουμπλικάνοι μέλη του Κογκρέσου αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν άρον-άρον εκδηλώσεις που είχαν οργανώσει, εξαιτίας των οργισμένων διαδηλωτών που διαμαρτύρονταν ενάντια στην επαπειλούμενη επίθεση στην υγειονομική περίθαλψη.
Είναι πιθανό να δούμε μαζικές κινητοποιήσεις ενάντια στα σχέδια για μαζικές απελάσεις μεταναστών, ενάντια σε ένα δεξιό υποψήφιο για το Ανώτατο Δικαστήριο και ενάντια στις επιθέσεις του Τραμπ στους περιβαλλοντικούς κανονισμούς. Οι διοργανωτές των Πορειών Γυναικών κάλεσαν για μια «γενική απεργία/μέρα χωρίς γυναίκες» στις 8 Μαρτίου, Παγκόσμια Μέρα της Γυναίκας, με συγκεντρώσεις στις μεγάλες πόλεις. Στις 15 Απρίλη, «Ημέρα Φόρου» (είναι η ημέρα κατά την οποία λήγει η προθεσμία υποβολής φορολογικών δηλώσεων, στμ) θα έχουμε δράσεις σε όλη τη χώρα. Θα οργανωθεί μια «πορεία υπέρ της επιστήμης» την Ημέρα της Γης, στις 22 Απριλίου και μια πιθανά τεράστια περιβαλλοντική διαδήλωση στις 29 Απριλίου. Όλες αυτές οι δράσεις θα μπορούσαν να κορυφωθούν στις διαδηλώσεις και τις απεργιακές κινητοποιήσεις για την Πρωτομαγιά, σε μια κλίμακα που δεν έχουμε δει από την Πρωτομαγιά του 2006, «ημέρας χωρίς μετανάστες», όταν υπήρχαν στοιχεία γενικής απεργίας στις μεγάλες πόλεις με το μπλοκάρισμα της λειτουργίας μεγάλων τομέων της οικονομίας στους οποίους είναι κυρίαρχη η παρουσία των μεταναστών εργατών.
To επίκεντρο της εσωτερικής πολιτικής του Τραμπ είναι μια κλιμάκωση των επιθέσεων κατά των μεταναστών (ιδιαίτερα από το Μεξικό και την Κεντρική Αμερική) που θα μπορούσε να δημιουργήσει οξύτατες αντιπαραθέσεις όπως έχει ήδη φανεί από την αντίσταση ενάντια στην απαγόρευση εισόδου στους μουσουλμάνους. Σε αυτές τις επιθέσεις ενάντια στις μεταναστευτικές κοινότητες περιλαμβάνεται και η επέκταση των επιδρομών των ειδικών δυνάμεων της αστυνομίας σε χώρους δουλειάς αλλά και γειτονιές όπου υπάρχει υψηλή συγκέντρωση μεταναστών. Αξίζει να σημειωθεί ότι 300 δήμαρχοι, οι περισσότεροι Δημοκρατικοί, αρνούνται να συνεργαστούν με τη διοίκηση Τραμπ για την απέλαση των μεταναστών ενώ σε πολλές περιπτώσεις η δημοτική αστυνομία έχει οδηγίες να μην συνεργάζεται με τις ομοσπονδιακές υπηρεσίες!
Επιπλέον, το πραγματικό μέγεθος της αντίστασης από τη μεριά των μεταναστών εργατών απέναντι στην απειλή των μαζικών απελάσεων έχει ήδη διαφανεί από τη σύντομη απεργία της Συμμαχίας Οδηγών Ταξί (που έχει μέλη κυρίως από το Μπαγκλαντές, την Ινδία και το Πακιστάν) στο κύριο διεθνές αεροδρόμιο της Νέας Υόρκης, το αεροδρόμιο Κένεντι, στις 28 Γενάρη – που, επιπλέον, φανέρωσε την υποστήριξη που δυνητικά μπορούν να έχουν από την υπόλοιπη εργατική τάξη.
Πολιτικοποίηση και πόλωση
Πίσω από αυτό το αναπτυσσόμενο μαζικό κίνημα αντίστασης βρίσκεται μια ευρέως διαδεδομένη πολιτικοποίηση της κοινωνίας των ΗΠΑ που εκφράστηκε καταρχήν στην προεκλογική καμπάνια του Σάντερς (η οποία, θα πρέπει να θυμόμαστε, έδειξε πόσο απίστευτα δημοφιλής έχει γίνει ο όρος «σοσιαλισμός» σε μια χώρα που η ίδια η λέξη ήταν ταμπού για πολλές δεκαετίες). Υπάρχει μια βαθιά πόλωση στο εσωτερικό της χώρας. Η εκλογική βάση του Τραμπ έχει ήδη αρχίσει να εμφανίζει ρωγμές, ιδιαίτερα στο θέμα της Υγείας, αλλά αυτό που ξεχωρίζει σε αυτό το στάδιο είναι η κλίμακα της αντίθεσης στον Τραμπ. Ο Τραμπ όχι μόνο έχασε τη λαϊκή ψήφο στις εκλογές του Νοέμβρη, αλλά γκρέμισε κάθε προηγούμενο ρεκόρ αρνητικών γνωμών από την πλειοψηφία μέσα σε μόλις 8 μέρες από την ανάληψη των καθηκόντων του.
Αυτό το μαζικό αντι-Τραμπ συναίσθημα δεν είναι φυσικά ομοιογενές. Ένα σημαντικό τμήμα του είναι ακόμη «μαλακό» και παθητικό ως προς την αντίθεσή του στον Τραμπ και μπορεί να τραβηχτεί προς ή ενάντια στον Τραμπ ανάλογα με τις εξελίξεις. Αλλά αυτό που είναι απολύτως καθοριστικό είναι το μέγεθος –αν και εξακολουθεί να είναι μειοψηφία– του τμήματος εκείνου της χώρας που έντονα και ενεργά αντιτίθεται στον Τραμπ και πιστεύει ότι αυτός εκπροσωπεί μια υπαρξιακή απειλή για τα δημοκρατικά δικαιώματα. Αυτό συνδέεται πλατιά με το γενικό αίσθημα ότι η «υπάρχουσα τάξη πραγμάτων», της αυξανόμενης ανισότητας, φτώχειας, ρατσισμού και αστυνομικής βαρβαρότητας, είναι ανυπόφορη και ένας ολομέτωπος αγώνας ενάντια στον Τραμπ είναι απαραίτητος.
Αυτό ισοδυναμεί με μια διάθεση εξέγερσης μέσα σε σημαντικά τμήματα της αμερικάνικης κοινωνίας με χαρακτηριστικά που θυμίζουν μία κατάσταση παρόμοια με του 1968, αν και ξεκινώντας από μια πολύ χαμηλότερη συνείδηση και με πολύ ασθενέστερη Αριστερά και εργατικό κίνημα. Η σημερινή κατάσταση αποτελεί τη μεγαλύτερη ευκαιρία για τη ριζοσπαστική Αριστερά στις ΗΠΑ από την εποχή του Πολέμου του Βιετνάμ για να κάνει ένα σημαντικό άλμα μπροστά, σε πανεθνικό επίπεδο.
Βασικοί παράγοντες που τροφοδοτούν αυτό το αντι-Τραμπ κίνημα είναι: η λαϊκή οργή για τη δεξιά ατζέντα του Τραμπ, που «ξεπερνάει τα όρια» σε σχέση με την υπάρχουσα ισορροπία δυνάμεων και τις διαθέσεις της «κοινής γνώμης» στην αμερικάνικη κοινωνία που σαφώς κινείται προς τα αριστερά· η ριζοσπαστικοποίηση και οι αγώνες που έχουν αναπτυχθεί από το 2011, με το κίνημα Occupy Wall Street, το κίνημα Black Lives Matter και τον αγώνα για βασικό μισθό 15 δολάρια/ώρα, και έφτασαν στο υψηλότερο σημείο τους κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του Μπέρνι Σάντερς στις αρχές του 2016· η ευρέως αντιληπτή «έλλειψη νομιμότητας» του Τραμπ να κυβερνήσει, που απορρέει από το γεγονός ότι έχασε τη λαϊκή ψήφο για σχεδόν 3 εκατομμύρια ψήφους απέναντι στη Χίλαρι Κλίντον, καθώς και η χυδαία και απεχθής συμπεριφορά του, ιδίως όσον αφορά τις γυναίκες και τις μειονότητες· και τελευταίο, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, οι διαιρέσεις και η ισχυρή αντίθεση προς τον Τραμπ από μεγάλα τμήματα της άρχουσας τάξης.
Ο Τραμπ έχει λειτουργήσει σαν καταλύτης που συνενώνει τα διάφορα ρεύματα της δυσαρέσκειας σε ένα κοινό αγώνα ενάντια σε ένα μισητό στόχο. Μέσα σε αυτή τη «θάλασσα» της αντίστασης εμφανίζονται μια σειρά αναδυόμενες πολιτικές τάσεις και μια μεγάλη ποικιλία πολιτικών προσεγγίσεων.
Η μεγαλύτερη τάση είναι «φιλελεύθερη». Αυτή η τάση βασίζεται στην περιορισμένη εμπειρία του κινήματος και στα λιγότερο ενεργά, μεγαλύτερης ηλικίας και οικονομικά σε καλύτερη κατάσταση στρώματά του. Αντανακλά τις απόψεις της ηγεσίας του Δημοκρατικού Κόμματος καθώς και των ηγεσιών ορισμένων από τις πιο δημοφιλείς οργανώσεις τύπου ΜΚΟ (π.χ. όπως η Planned Parenthood που ασχολείται με τα αναπαραγωγικά δικαιώματα, η Αμερικάνικη Ένωση Πολιτικών Ελευθεριών – ACLU, που ασχολείται με τα πολιτικά δικαιώματα, ή τo NAACP που ασχολείται με τα δικαιώματα των Αφροαμερικανών). Αυτή η τάση ενισχύεται από τα ΜΜΕ και τμήματα της άρχουσας τάξης. Στη χαμηλή ταξική συνείδηση που ιστορικά υπάρχει στις ΗΠΑ, αναπόφευκτα, ακόμα και σε αυτή την τάση του κυρίαρχου κατεστημένου φιλελευθερισμού υπάρχουν ισχυρά στοιχεία ενός ριζοσπαστικοποιημένου εργατικού φιλελευθερισμού ιδιαίτερα ανάμεσα στους λευκούς εργαζόμενους σε διανοητικές εργασίες και τους νέους ανθρώπους στις μεγάλες πόλεις που τείνουν να στρέφονται στο Δημοκρατικό Κόμμα.
Άλλες σημαντικές αναδυόμενες μαζικές τάσεις είναι οι προοδευτικοί Δημοκρατικοί και οι αριστεροί λαϊκιστές, όπως φαίνεται στο παράδειγμα των Δημοκρατικών Γερουσιαστών Ελίζαμπεθ Γουόρεν και Μπέρνι Σάντερς, αντίστοιχα καθώς και σε αρκετές νέες κινήσεις που προσπαθούν να ωθήσουν το Δημοκρατικό Κόμμα προς μια αριστερή/λαϊκίστικη κατεύθυνση.
Η μικρότερη τάση είναι η ριζοσπαστική Αριστερά, η οποία περιέχει εντός της πολλές διαφορετικές αποχρώσεις, συμπεριλαμβανόμενων της αριστερής πτέρυγας του κινήματος γύρω από τον Σάντερς, του κινήματος Black Lives Matter και αριστερών κινημάτων, σοσιαλιστών-μαρξιστών και αναρχικών.
«Λαϊκή κυριαρχία»
Είδαμε στις Πορείες Γυναικών και σε άλλες μαζικές διαδηλώσεις μια αίσθηση αυτού που ονομάζεται στις ΗΠΑ «λαϊκή κυριαρχία» («people’s power»). Αυτό αποτελεί ένα τεράστιο βήμα προς τα μπρος, αλλά δείχνει επίσης και το χαμηλό επίπεδο συνείδησης από το οποίο ξεκινά το κίνημα, με εκτεταμένες αυταπάτες για το φιλελευθερισμό και το λαϊκισμό.
Η αμερικάνικη εργατική τάξη δεν έχει βάλει ακόμη τη δική της ανεξάρτητη σφραγίδα στο κίνημα ενάντια στον Τραμπ με ένα αποφασιστικό τρόπο. Παρότι πολλά μέλη εργατικών σωματείων έχουν συμμετάσχει σε διαδηλώσεις σαν άτομα, η οργανωμένη συνδικαλιστική παρουσία είναι πολύ περιορισμένη και σε επίπεδο ηγεσίας του κινήματος πρακτικά ανύπαρκτη, αποκαλύπτοντας έτσι την τεράστια υποχώρηση και παρακμή την οποία περνά τα τελευταία 30 χρόνια.
Τη στιγμή που γράφεται αυτό το άρθρο υπάρχει μια πλατιά συζήτηση σχετικά με τη λήψη «απεργιακής δράσης» ιδιαίτερα τη Πρωτομαγιά και ακόμη και η ιδέα μιας γενικής απεργίας έχει αρχίσει να εξαπλώνεται με έναν αυθόρμητο τρόπο. Είναι αξιοσημείωτο το πόσο γρήγορα αυτή η ιδέα έχει μπει στο τραπέζι και πόσο πλατιά συζητιέται.
Αυτό υπογραμμίζει την εκτεταμένη πολιτικοποίηση, την εκρηκτική διάθεση εξέγερσης και τη διάθεση για αποφασιστικές και μαχητικές μορφές πάλης. Εκατομμύρια ψάχνουν για ένα δρόμο μπροστά, για τα μέσα για να καταφέρουν βαριά χτυπήματα κατά του Τραμπ και, έτσι, στρέφονται σε παραδοσιακές μεθόδους αγώνα της εργατικής τάξης, παρότι αυτό τον αγώνα τον αντιλαμβάνονται σαν στοιχείο ενός αφηρημένου, ευρύτερου κινήματος «λαϊκής κυριαρχίας». Ανεξάρτητα από το βαθμό στον οποίο αυτά τα καλέσματα θα υλοποιηθούν πραγματικά σε απεργιακές κινητοποιήσεις –ένα ερώτημα που παραμένει ανοιχτό– το ίδιο το γεγονός ότι αυτή η συζήτηση, για πρώτη φορά σε μισό αιώνα, έχει ανοίξει δυναμικά στις ΗΠΑ είναι μια σημαντική ένδειξη της κατεύθυνσης προς την οποία κινούνται τα πράγματα.
Το είδος των απεργιών που συζητούνται αυτή τη περίοδο μοιράζεται πολλές ομοιότητες με εκείνες που έλαβαν χώρα το 2011, πρώτα σαν μέρος της μάχης ενάντια στον κυβερνήτη Σκοτ Γουόκερ στο Ουισκόνσιν και, αργότερα την ίδια χρονιά, κατά τη διάρκεια του κινήματος Occupy (σημ «Ξ»: το κίνημα των καταλήψεων πλατειών, όπως είχαμε και στην Ελλάδα με τους «Αγανακτισμένους»).
Αυτές οι κινητοποιήσεις απείχαν μακράν από τις παραδοσιακές εργατικές απεργίες. Ήταν πιο πολύ «μεμονωμένες, προσωπικές διαμαρτυρίες», με δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενους να παίρνουν ρεπό ή να δηλώνουν ασθένεια, αλλά όχι απεργία, προκειμένου να βγουν στους δρόμους και να διαμαρτυρηθούν. Μόνο μια μικρή μειοψηφία των απεργιών αποτελούσαν συλλογικά οργανωμένες στάσεις εργασίας που συσπείρωσαν την πλειοψηφία των εργαζομένων στους χώρους δουλειάς τους.
Αυτή ήταν χαρακτηριστικά η περίπτωση με τη «γενική απεργία» του κινήματος Occupy που έλαβε χώρα στο Όκλαντ/Σαν Φρανσίσκο στα τέλη του 2011, όταν δεκάδες χιλιάδες παράτησαν τη δουλειά και διαδήλωσαν αλλά μόνο δυο συνδικάτα οργάνωσαν απεργιακή δράση στους χώρους δουλειάς – κυρίως το συνδικάτο ILWU, ένα παραδοσιακά αριστερό και δραστήριο συνδικάτο των Λιμενεργατών του Όκλαντ, και εν μέρει ο Σύλλογος Εκπαιδευτικών του Όκλαντ. Στο Ουισκόνσιν, το βάρος του οργανωμένου εργατικού κινήματος ήταν πιο μεγάλο, με την Ένωση Εργαζομένων Φοιτητών του Πανεπιστημίου του Ουισκόνσιν και το Συνδικάτο των καθηγητών των δημόσιων σχολείων να οργανώνουν απεργιακή δράση και μια πλατιά συζήτηση στις γραμμές των εργαζομένων για την ιδέα της οργάνωσης πιο πλατιών απεργιακών δράσεων. Αλλά ακόμη και εκεί κυριαρχούσε ένα χαλαρό, ανοργάνωτο αίσθημα για απεργιακή δράση που βασικά ξέσπασε από τα κάτω. Ακόμη και στη περίπτωση των εκπαιδευτικών του Ουισκόνσιν, οι κινητοποιήσεις είχαν περισσότερο το χαρακτήρα μιας αυθόρμητης εξόδου των εκπαιδευτικών από τις τάξεις, που ακολούθησε την αυθόρμητη έξοδο των μαθητών που απείχαν για να διαδηλώσουν.
Η εμπειρία των απεργιών και των διαδηλώσεων του κινήματος για 15 δολάρια βασικό μισθό την ώρα, έχει επίσης σημασία. Ενώ υιοθετήθηκαν ριζοσπαστικές, εργατικές μέθοδοι αγώνα όπως η απεργία, αυτές που οργανώθηκαν είχαν περισσότερο το χαρακτήρα πολιτικών διαμαρτυριών, με μόνο μια μικρή μειοψηφία των εργαζομένων να αρνούνται να δουλέψουν προκειμένου να πάρουν μέρος στις διαδηλώσεις.
Η έλλειψη οργάνωσης και το κενό της Αριστεράς σημαίνουν ότι –σε συνδυασμό με την εμβέλεια των μέσων κοινωνικής δικτύωσης– μπορεί να υπάρχει μεγάλη ανταπόκριση σε νέες ιδέες, που ξεσπούν από τα κάτω με έναν ταχύ, σχεδόν εκρηκτικό τρόπο. Αυτή η δυναμική, σε συνδυασμό με τον ακραίο συντηρητισμό και το πολύ περιορισμένο κύρος των ηγετών του συνδικαλιστικού κινήματος καθώς και τη συνολική αποδυνάμωση του οργανωμένου εργατικού κινήματος (τα ποσοστά των συνδικαλισμένων εργατών έχουν πέσει από το 25% το 1980 σε λιγότερο από 11% σήμερα, με τη μεγαλύτερη συγκέντρωση, 34%, στο δημόσιο τομέα) υποδηλώνει τη δυνατότητα εκρηκτικών δράσεων που να παρακάμπτουν τις επίσημες δομές και ηγεσίες των συνδικάτων και συχνά να ξεκινούν με πρωτοβουλία φρέσκων, ανοργάνωτων εργαζομένων και νεολαίας.
Σε αυτό το πλαίσιο, υπάρχουν μεγάλες δυνατότητες για τη μικρή μειοψηφία των πιο προοδευτικών-μαχητικών συνδικάτων και πρωτοβάθμιων σωματείων, που υποστήριξαν την εκστρατεία του Σάντερς, να κερδίσουν σημαντική υποστήριξη για πιο καθαρά εργατικά αιτήματα και μεθόδους αγώνα στο βαθμό που είναι διατεθειμένα να παρέχουν μια τολμηρή και αποφασιστική ηγεσία στους αγώνες. Δυστυχώς, ως επί το πλείστον, οι ηγέτες ακόμα και αυτών των συνδικάτων δεν έχουν μέχρι σήμερα σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Σε κάποιες περιοχές, από την άλλη, όπως για παράδειγμα στο Σιάτλ, το Συνδικάτο των Καθηγητών, κάποια πρωτοβάθμια σωματεία της πόλης, καθώς και το τοπικό Εργατικό Κέντρο, έχουν υποστηρίξει δημοσίως την ιδέα των απεργιακών κινητοποιήσεων την Πρωτομαγιά, κυρίως κάτω από τη πίεση σοσιαλιστών ακτιβιστών.
Πρόγραμμα και στρατηγική για να ηττηθεί ο Τραμπ
Το καυτό ερώτημα της περιόδου, που θα δοκιμάσει όλες τις τάσεις της Αριστεράς, θα είναι: «Ποια είναι η πιο αποτελεσματική στρατηγική για να παλέψουμε ενάντια στον Τραμπ;» Η ριζοσπαστική-σοσιαλιστική Αριστερά πρέπει να προτείνει πρόγραμμα, στρατηγική, τακτική, συνθήματα και ορολογία που αντιστοιχούν σε αυτό το ριζικά νέο έδαφος, συνείδηση και κίνημα που έχει προκύψει και να μην «κολλήσει» στη προηγούμενη περίοδο.
Ένα από τα βασικά συνθήματα πρέπει να είναι «Αντίσταση, όχι συνεργασία με τον Τραμπ» – σύνθημα που μπορεί να φαίνεται στοιχειώδες για τους σοσιαλιστές και τους ριζοσπάστες, αλλά δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι κατανοητό από τα ευρύτερα φρέσκα στρώματα που μπαίνουν τώρα στο κίνημα.
Στη πραγματικότητα, ένας βασικός στόχος για το κίνημα είναι να διεξάγει μια αδυσώπητη ιδεολογική πάλη ενάντια στις εκκλήσεις για συμβιβασμό και συνεργασία που γίνονται από τη δεξιά πτέρυγα του Δημοκρατικού Κόμματος όπως και από κάποιους συνδικαλιστές ηγέτες. Η προσέγγιση αυτή εκφράστηκε πιο καθαρά από τις δηλώσεις της Κλίντον και του Ομπάμα μετά τις εκλογές ότι «ο Τραμπ αξίζει τη στήριξή μας» και ότι πρέπει «να του δώσουμε μια ευκαιρία».
Αυτό συμβαδίζει με το σχέδιο των Δημοκρατικών να περιορίσουν το κίνημα στο εκλογικό πεδίο με σκοπό να αποκομίσουν κέρδη στις ενδιάμεσες εκλογές του 2018. Η πρόταση για οικοδόμηση τώρα ενός μαζικού κινήματος στους δρόμους που μπορεί να μπλοκάρει αποτελεσματικά τις πολιτικές του Τραμπ και τελικά ακόμη και να τον ανατρέψει (αντί της αναμονής για τις εκλογές του 2018 και του 2020 για να καταψηφιστούν οι Ρεπουμπλικάνοι) είναι πολύ κρίσιμη για να οπλίσει αυτό το νέο κίνημα: Αυτό που χρειάζεται είναι μαζικός, συλλογικός αγώνας για να χτίσουμε τη δύναμη, την αυτοπεποίθηση και την οργάνωση των εργαζομένων και όλων όσων έχουν περιθωριοποιηθεί από το καπιταλιστικό σύστημα.
Το κίνημα πρέπει να προχωρήσει πέρα από τις συμβολικές διαμαρτυρίες και να αγκαλιάσει πρακτικές πολιτικής ανυπακοής σε μαζικό επίπεδο και μαζικές άμεσες δράσεις για να μπλοκάρει την οικονομική δραστηριότητα και να απειλήσει τα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων – όπως οι μαζικές απεργίες και μαζικές καταλήψεις αεροδρομίων σε όλη τη χώρα που είδαμε σαν απάντηση στην απαγόρευση εισόδου στους μουσουλμάνους.
Η αποτελεσματική τακτική πρέπει επίσης να συνδέεται με την υποβολή τολμηρών αιτημάτων που μπορούν να εμπνεύσουν τα λαϊκά στρώματα και να ενώσουν μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης με την υπόσχεση μιας δραστικής βελτίωσης της ζωής της μεγάλης πλειοψηφίας – αιτήματα σαν αυτά που έκανε εξαιρετικά δημοφιλή η καμπάνια του Μπέρνι Σάντερς, όπως η υγειονομική περίθαλψη για όλους, η δωρεάν ανώτατη εκπαίδευση, τα 15 δολάρια/ώρα βασικό μισθό, το τέλος των ρατσιστικών μαζικών φυλακίσεων και η φορολόγηση των πλουσίων για να χρηματοδοτηθεί ένα μαζικό πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων που να δημιουργεί θέσεις εργασίας, να ανοικοδομήσει τις υποδομές και να αναπτύξει τη πράσινη ενέργεια. Τα αιτήματα αυτά ξεκινάνε από ένα χαμηλό επίπεδο ταξικής συνείδησης, όμως στις συνθήκες των ΗΠΑ έχουν ένα ξεκάθαρο μεταβατικό χαρακτήρα, καθώς αναπόφευκτα θα αντιμετωπίσουν τεράστια αντίσταση από την άρχουσα τάξη ενώ ταυτόχρονα δίνουν μια γεύση για την ανάγκη μιας νέας, σοσιαλιστικής κοινωνίας ενάντια στην απληστία και την αρπακτικότητα του καπιταλιστικού συστήματος.
Βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτό είναι ένα πολύ νέο κίνημα. Ο Τραμπ βρίσκεται στη κυβέρνηση μόλις μερικές εβδομάδες. Η κατάσταση είναι εξαιρετικά ασταθής. Μια τόσο γρήγορα κινούμενη κατάσταση είναι παρόμοια με τη δεκαετία του ’30, όταν ο Τρότσκι παρατηρούσε ότι οι προοπτικές και οι τακτικές έπρεπε να επεξεργάζονται σε χρονοδιάγραμμα «εβδομάδων και μηνών» αντί για χρόνων. Αν και πρέπει να είμαστε έτοιμοι για απότομες και ταχείες στροφές στην κατάσταση, όλα δείχνουν ότι πρέπει να περιμένουμε μια συνέχιση των διαμαρτυριών μεγάλης κλίμακας και του αγώνα ενάντια στον Τραμπ για όλους τους επόμενους μήνες.
Το κίνημα που έχει ξεσπάσει θα έχει τα πάνω του και τα κάτω του. Το υψηλό επίπεδο δραστηριότητας που είδαμε τις περασμένες βδομάδες δεν μπορεί να διατηρηθεί για πάντα. Θα υπάρξουν περίοδοι που το κίνημα θα σταματάει για να πάρει ανάσα, να χωνέψει τις εμπειρίες του και να αντλήσει διδάγματα από αυτές. Διαφορετικά τμήματα της νεολαίας, των μεσαίων στρωμάτων και της εργατικής τάξης θα κινούνται με διαφορετικές ταχύτητες και κατά περιόδους σε διαφορετικές, ακόμη και αντίθετες, κατευθύνσεις.
Παρών είναι και ο κίνδυνος το κίνημα να φτάσει σε ένα συγκεκριμένο αδιέξοδο, ιδιαίτερα δεδομένης της ανεπάρκειας της ηγεσίας του και του χαμηλού επίπεδου οργάνωσης. Αυτό μπορεί να προκληθεί από (ή να επιτρέψει να υπάρξει) μια νίκη του Τραμπ επί της αντίστασης συγκεκριμένων κοινοτήτων, που μπορεί να οδηγήσει στην εξάπλωση του κλίματος απογοήτευσης. Επίσης γεγονότα όπως πιθανές τρομοκρατικές επιθέσεις ή πολεμικές συγκρούσεις στο εξωτερικό, μπορούν να υποσκάψουν το κίνημα ή ακόμα και να δυναμώσουν τον Τραμπ για μια περίοδο.
Νέα κατάσταση
Η πολιτική συζήτηση στις γραμμές των προοδευτικών εργαζομένων και της νεολαίας κυριαρχείται τώρα από το ζήτημα της αντίστασης ενάντια στον Τραμπ. Αυτή η είσοδος μαζικών φρέσκων δυνάμεων στη πολιτική σκηνή έχει προσωρινά αλλάξει το πώς βλέπουν τους Δημοκρατικούς σημαντικά στρώματα που μπαίνουν τώρα στον αγώνα. Οι Δημοκρατικοί, το κόμμα του κεφαλαίου και του κατεστημένου, μπορούν τώρα πιο εύκολα να παριστάνουν την αντιπολιτευτική δύναμη και να εμφανίζονται σαν «το λιγότερο κακό» σε αντίθεση με τις άγρια δεξιές πολιτικές του Τραμπ και των Ρεπουμπλικάνων.
Σημαντικά τμήματα του κινήματος θα ριζοσπαστικοποιηθούν και θα βγάλουν προχωρημένα συμπεράσματα για τον καπιταλισμό και το χαρακτήρα του Δημοκρατικού Κόμματος. Αλλά σε αυτό το στάδιο, ακόμη και τα καλύτερα στοιχεία των προοδευτικών εργαζόμενων και νεολαίων εστιάζουν στο χτίσιμο ενός κινήματος από τα κάτω και όχι στη δημιουργία ενός νέου κόμματος. Παρόλο που πολλοί είναι εξαιρετικά επικριτικοί προς τους Δημοκρατικούς, κύριο μέλημα τους είναι να δουν τον Τραμπ να ηττάται. Η μεγάλη πλειοψηφία των πιο αριστερών στοιχείων ακόμη ελπίζουν ότι οι Δημοκρατικοί μπορούν «να σπρωχτούν προς τα αριστερά» και δεν επιδιώκουν να χτίσουν μια πολιτική εναλλακτική στο Δημοκρατικό Κόμμα, αν και αυτό θα αλλάξει σε μεταγενέστερο στάδιο στη βάση των γεγονότων και των εμπειριών.
Οι δυνατότητες για τη δημιουργία ενός ριζοσπαστικού αριστερού ή ακόμα και σοσιαλιστικού κόμματος δεκάδων χιλιάδων μελών στις ΗΠΑ φαίνονται μέσα από τη ραγδαία ανάπτυξη της οργάνωσης Democratic Socialists of America («Δημοκρατικοί Σοσιαλιστές της Αμερικής» – DSA) ο αριθμός των μελών της οποίας τριπλασιάστηκε φτάνοντας τις 20.000 μέσα σε ένα χρόνο. Η ανάπτυξη μιας τέτοιας δύναμης θα μπορούσε να παίξει ένα σημαντικό ρόλο στην προετοιμασία του εδάφους για την εμφάνιση σε ένα μεταγενέστερο στάδιο, όταν οι συνθήκες γίνουν πιο ευνοϊκές, ενός μαζικού αριστερού πολιτικού φορέα εκατοντάδων χιλιάδων μελών στις ΗΠΑ – ένα γεγονός που θα είχε τεράστια σημασία για την εργατική τάξη παγκόσμια αλλά και που θα επηρέαζε τον συσχετισμό δυνάμεων και τις διεθνείς σχέσεις σε παγκόσμιο επίπεδο.
Το DSA έχει τις ρίζες του σε μια σοσιαλδημοκρατική τάση (συνδεδεμένη με τη Δεύτερη Διεθνή) η οποία είχε αφιερωθεί σε μια μακρόχρονη στρατηγική «μεταμόρφωσης» του Δημοκρατικού Κόμματος μέσω ενός είδους «εισοδισμού» και πιέσεων. Μέχρι μόλις πριν μερικά χρόνια ήταν μια οργάνωση σε μεγάλο βαθμό ανενεργή και σε πλήρη παρακμή. Αυτό άρχισε να αλλάζει μετά το ξέσπασμα του κινήματος Occupy Wall Street, όταν μια ομάδα νεότερων, πιο ριζοσπαστών διανοούμενων γύρω από το νεοεκδοθέν περιοδικό Jacobin, άρχισε να μπαίνει στο DSA και με την εκστρατεία του Μπέρνι Σάντερς – όταν υπήρχε ένα «πολιτικό ξύπνημα» εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων που παρακολουθούσαν μαζικές συναντήσεις σε όλη τη χώρα και εκατομμύρια άνθρωποι έδιναν τη ψήφο τους σε κάποιον που δήλωνε ανοιχτά σοσιαλιστής, που κατέβαινε με ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα και με το σύνθημα για μια «πολιτική επανάσταση ενάντια στους δισεκατομμυριούχους», πράγματα πρωτοφανή για το πολιτικό προσκήνιο των ΗΠΑ. Το DSA –ιδιαίτερα η νεανικότερη, αριστερή του πτέρυγα γύρω από το Jacobin– μπήκε ενεργητικά στην καμπάνια του Σάντερς, απευθυνόμενο στην αριστερή νεολαία γύρω από αυτόν και καλώντας την να μπει στο DSA για να χτίσει ένα σοσιαλιστικό κίνημα.
Η νίκη του Τραμπ ενεργοποίησε ξανά την αριστερά του κινήματος γύρω από τον Σάντερς, επιτρέποντάς της να «επιστρέψει» μαζί με το τεράστιο ξέσπασμα της διαμαρτυρίας ενάντια στον Τραμπ και την οργή ενάντια στο πολιτικό κατεστημένο των Δημοκρατικών που απέτυχαν να τον νικήσουν. Σε αυτή τη κατάσταση, το DSA και άλλες αριστερές και σοσιαλιστικές οργανώσεις έχουν αναπτυχθεί πολύ γρήγορα, γινόμενες έτσι ένα σημείο συσπείρωσης για πολλούς από τους αριστερούς υποστηρικτές του Σάντερς που έβγαλαν το συμπέρασμα ότι πρέπει να μπουν ενεργά στη μάχη. Αυτή η κίνηση έχει τη βάση της στις τεράστιες αλλαγές και την τεράστια κρίση που βιώνει η αμερικανική κοινωνία – στην ανισότητα, τη φτώχεια, το ρατσισμό, την κρίση στην Παιδεία την Υγεία, το περιβάλλον, την κατοικία κλπ.
Το DSA εξελίσσεται και αλλάζει ραγδαία. Ανάμεσα σε αυτούς που μπαίνουν στις γραμμές του υπάρχει μίσος για το κατεστημένο των Δημοκρατικών και ενθουσιασμός για το χτίσιμο ενός πλατιού σοσιαλιστικού-ριζοσπαστικού κινήματος. Υπάρχει ένα ευρύ φάσμα απόψεων στο εσωτερικό της οργάνωσης. Η γνωστή ακτιβίστρια Ναόμι Κλάιν συνόψισε αυτό το αυξανόμενο συναίσθημα όταν είπε: «ή πρέπει να παλέψουμε αποφασιστικά ενάντια στους νεοφιλελεύθερους υποστηρικτές των επιχειρήσεων στο Δημοκρατικό Κόμμα ή πρέπει να το εγκαταλείψουμε» (Huffington Post, 21/1/17).
Στις συγκεκριμένες συνθήκες που επικρατούν στις ΗΠΑ η ανάπτυξη του DSA αποτελεί ένα μεγάλο βήμα μπροστά, στην πορεία προς το ξαναχτίσιμο του σοσιαλιστικού κινήματος. Αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό τμήμα της αριστεράς του κινήματος του Σάντερς που έχει αρχίσει να οργανώνεται – αυτό είναι ένα βήμα που πρέπει να το δούμε θετικά. Το DSA είναι μια πλατιά αριστερή οργάνωση, με ένα ευρύ φάσμα πολιτικών απόψεων στο εσωτερικό της. Μια τέτοια δύναμη είναι χρήσιμη στις ΗΠΑ προκειμένου να εκλαϊκεύσει και να διαδώσει πλατιά τις σοσιαλιστικές ιδέες και να βοηθήσει στην αποκρυστάλλωση της ταξικής συνείδησης της εργατικής τάξης (από μια «τάξη καθ’ εαυτή» σε μια «τάξη για τον εαυτό της»).
Την ίδια στιγμή όμως υπάρχει η αναγκαιότητα για μια ξεχωριστή, συνεκτική μαρξιστική οργάνωση που να μπορεί συστηματικά να προβάλλει τις επαναστατικές σοσιαλιστικές πολιτικές μέσα στο ευρύτερο κίνημα.
Η οργάνωση Socialist Alternative («Σοσιαλιστική Εναλλακτική» – συμμετέχει στην Επιτροπή για μια Εργατική Διεθνή, CWI) στις ΗΠΑ, παλεύει για το χτίσιμο μιας τέτοιας μαρξιστικής δύναμης την ίδια στιγμή που συνεργάζεται με όσες δυνάμεις συμφωνούν για το χτίσιμο μιας ευρύτερης, μαζικής Αριστεράς.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως θα προκύψουν πολλά συγκεκριμένα ζητήματα που θα προκαλέσουν συζητήσεις και αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό του DSA καθώς αυτό θα συνεχίσει να αναπτύσσεται. Ποιο είναι το όραμά τους για το σοσιαλισμό; Ένα σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο όπως αυτό που καταρρέει στη Δυτική Ευρώπη ή μια άποψη η οποία έχει για στόχο την εργατική εξουσία και μια άλλη κοινωνία; Ως η μεγαλύτερη δύναμη στις γραμμές της ριζοσπαστικής Αριστεράς, το DSA θα βρεθεί άμεσα αντιμέτωπο με σημαντικά ερωτήματα για τις πολιτικές του προτάσεις μέσα στο κίνημα ενάντια στον Τραμπ, για την ανάγκη να κατεβάσει δικούς του υποψήφιους ανεξάρτητα από το Δημοκρατικό Κόμμα, για το πώς θα αντιμετωπίσει τις τεράστιες πιέσεις του οπορτουνισμού και του καριερισμού που αναπόφευκτα θα προκύπτουν παράλληλα με αυτά τα καθήκοντα, κοκ.
Η Socialist Alternative θα συμμετάσχει σ’ αυτές τις συζητήσεις και θα καταθέτει τις δικές της προτάσεις για το πώς μπορούν οι οργανώσεις της σοσιαλιστικής Αριστεράς, το DSA και άλλοι, να έχουν τη μεγαλύτερη δυνατή επίδραση. Πολλοί που τώρα στρέφονται προς το DSA θα βγάλουν πιο προχωρημένα συμπεράσματα μέσα από τις εμπειρίες τους στον αγώνα και καθώς θα δοκιμάζουν τις διαφορετικές θέσεις και προτάσεις στη πράξη και μέσα στο κίνημα.
Η Socialist Alternative προέβλεπε και προετοιμαζόταν για την προοπτική να δημιουργηθούν οι δυνατότητες για το χτίσιμο ενός νέου, πλατιού, αριστερού σοσιαλιστικού (με την ευρύτερη έννοια της λέξης) κινήματος. Εντοπίσαμε γρήγορα αυτή τη δυνατότητα βασισμένοι, αρχικά, στην εμπειρία μας από το Ουισκόνσιν και το κίνημα Occupy και στη συνέχεια μέσα από την εκστρατεία, πάνω σε σοσιαλιστική βάση και σοσιαλιστικό πρόγραμμα, της συντρόφισσας Σάμα Σαγουάντ για το Συμβούλιο του Σιάτλ το 2012. Αυτό επιβεβαιώθηκε περαιτέρω από την εκστρατεία μας στη Μινεάπολη το 2013 (όταν ο υποψήφιος μας, Τάι Μουρ, δεν εκλέχτηκε στο Συμβούλιο της πόλης για λιγότερο από 250 ψήφους) και την ιστορικής σημασίας επανεκλογή της Σαγουάντ την ίδια χρονιά και ξανά τo 2016 στο Σιάτλ. Επιβεβαιώθηκε επίσης μέσα από την ανάπτυξη του περιοδικού και της ιστοσελίδας Jacobin και, πάνω από όλα, από την εκστρατεία του Σάντερς η οποία συγκέντρωσε συνολικά 13 εκατομμύρια ψήφους υπέρ ενός «σοσιαλιστή» στις ΗΠΑ!
Η Socialist Alternative μπόρεσε να φτάσει και να ξεπεράσει πρόσφατα τα 1.100 μέλη –ένα ορόσημο– και να παίξει πολύ σημαντικό ρόλο στα κινήματα και την ευρύτερη Αριστερά, να κερδίσει τεράστια εμπειρία στη καθοδήγηση μαζικών κινημάτων όπως αυτό για τα 15 δολάρια/ώρα βασικό μισθό, για το ζήτημα των εργατικών-λαϊκών κατοικιών, σε εργατικούς και νεολαιίστικους αγώνες σε πολλές πόλεις.
Η όλη δράση της Socialist Alternative προσφέρει ένα πρωτοποριακό παράδειγμα για το πώς να διαδίδει κανείς τις σοσιαλιστικές ιδέες στην ευρύτερη κοινωνία και στις σημερινές συνθήκες, ιδιαίτερα μέσα από το ρόλο που διαδραματίζει η συντρόφισσα Σάμα Σαγουάντ στο Σιάτλ – η οποία έχει καθιερωθεί σαν ένα σύμβολο της συνεπούς Αριστεράς και των κινημάτων, όχι μόνο στις ΗΠΑ αλλά και διεθνώς, σαν γυναίκα και μετανάστρια, που βρίσκεται μπροστά στον αγώνα για το σοσιαλισμό και τα εργατικά δίκαια και υπέρ όλων των καταπιεσμένων.
Τώρα, με την ανάπτυξη του DSA, της Socialist Alternative αλλά και άλλων δυνάμεων στην Αριστερά, τα γεγονότα αρχίζουν να συμβαδίζουν με τις αντικειμενικές δυνατότητες για τις σοσιαλιστικές ιδέες στις ΗΠΑ. Το DSA είναι πιθανό να φτάσει σύντομα τις 30.000 και ίσως ακόμη τις 50.000 μέλη –κάτι που εξαρτάται από τις πολιτικές και την προσέγγιση που θα υιοθετήσει καθώς και από τη γενικότερη πορεία της αντικειμενικής κατάστασης. Αυτές οι νέες αριστερές δυνάμεις θα χρειαστεί να έχουν τις πιο σαφείς και αποτελεσματικές πολιτικές ιδέες, στρατηγική και τακτικές για να αποφύγουν σοβαρές οπισθοδρομήσεις και επανάληψη των λαθών του παρελθόντος.
Στην πορεία αυτών των εξελίξεων, η Socialist Alternative θα παίξει ενεργό ρόλο στο διάλογο που θα προκύψει ανάμεσα στα πιο προχωρημένα και σκεπτόμενα τμήματα των εργαζομένων και της νεολαίας. Αυτές οι νέες αριστερές δυνάμεις μπορεί να πέσουν πολύ γρήγορα σε κρίση αν αποτύχουν να ανταποκριθούν στις ανάγκες της κατάστασης, όπως έχει επανειλημμένα γίνει με τους νέους αριστερούς σχηματισμούς διεθνώς την περασμένη περίοδο (π.χ. το Nέο Αντικαπιταλιστικό Κόμμα στη Γαλλία, το Momentum στη Βρετανία, το SSP στη Σκωτία, η Κομμουνιστική Επανίδρυση στην Ιταλία, κλπ.). Το παράδειγμα του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα είναι μόνο η πιο πρόσφατη και πιο δραματική απεικόνιση της πλήρους ανεπάρκειας του ρεφορμισμού να καλύψει τις ανάγκες της εργατικής τάξης στην εποχή της καπιταλιστικής αποσύνθεσης. Αυτή η αποτυχία του ρεφορμισμού τονίζεται ακόμη περισσότερο μέσα από την πικρή διεθνή εμπειρία της εργατικής τάξης κατά τα τελευταία 100 χρόνια.
Ολόκληρη η αμερικανική κοινωνία έχει μπει σε μια καινούργια φάση κρίσης και ταξικών-κοινωνικών συγκρούσεων. Στη βάση αυτής της εμπειρίας, των νέων κινημάτων, σε συνδυασμό με την απαραίτητη συζήτηση και διάλογο μέσα στο κίνημα για τα άμεσα ζητήματα και το πρόγραμμα που απαιτείται, μεγάλα τμήματα αυτού του νέου ριζοσπαστικού-σοσιαλιστικού κινήματος στις ΗΠΑ, της χώρας-σύμβολο του διεθνούς καπιταλισμού, θα αρχίσουν να βγάζουν επαναστατικά μαρξιστικά και διεθνιστικά συμπεράσματα για την ανάγκη να μπει ένα τέλος στον καπιταλισμό και να χτιστεί μια νέα, σοσιαλιστική κοινωνία.
Σχετικά άρθρα: