Ομιλία του σ. Σεραφείμ Σεφεριάδη, αναπληρωτή καθηγητή πολιτικής επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, στη συζήτηση που πραγματοποιήθηκε στο 4ο Αντιφασιστικό Φεστιβάλ Παραστατικών Τεχνών με θέμα: «Λαμπράκης-Φύσσας: Φασιστικές δολοφονίες, τότε και τώρα».
Ευχαριστώ θερμά για την πρόσκληση σ’ αυτή την εξαιρετικά σημαντική εκδήλωση –και είναι σημαντική τόσο λόγω της καθαυτό θεματικής της, όσο και λόγω της χρονικής συγκυρίας μέσα στην οποία γίνεται. Το ότι τα αναφέρω αμφότερα δεν είναι παράξενο∙ για την ακρίβεια πάντα έτσι γίνεται: τα δυο, συγκυρία και θεματικές, διαπλέκονται και αλληλοεπηρεάζονται: η σημασία των συζητήσεων αναδεικνύεται από την ιστορική συγκυρία μέσα στην οποία διεξάγονται και το αντίστροφο: η συγκυρία, η εκάστοτε πραγματικότητα, σε μεγάλο βαθμό διαμορφώνεται και πλάθεται από το πώς προσεγγίζουμε και πραγματευόμαστε τα θέματα τα οποία συζητούμε. Αν η οπτική μας είναι προωθητική, τότε τα συμπεράσματα των συζητήσεων γίνονται όπλα∙ αν όχι, είτε στοιβάζονται στα αζήτητα είτε, ακόμα χειρότερα, συσκοτίζουν και επιβαρύνουν τα προβλήματα.
Όταν λοιπόν συζητούμε για το σύγχρονο φασισμό (για τη φύση, τα εγκλήματα και την απειλή του) επωμιζόμαστε σοβαρές ευθύνες. Θα έλεγα μάλιστα, ότι στις μέρες μας αυτό ισχύει στο πολλαπλάσιο, καθώς δυόμιση, σχεδόν τρία χρόνια μετά τη στυγνή δολοφονία του Παύλου Φύσσα, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το φάσμα της αργής πλην σταθερής επανάκαμψης της Χρυσής Αυγής –μια εξέλιξη που ασφαλώς οφείλεται σε πολλούς παράγοντες στους οποίους, ξεκινώντας την τοποθέτησή μου, θα ήθελα εν συντομία να αναφερθώ. Μαζί όμως με αυτή η σύντομη επισκόπηση της σημερινής συγκυρίας (που, όπως μόλις έλεγα, αναδεικνύει με δραματικό τρόπο και τη σημασία της συζήτησής μας) θα επιχειρήσω δυο ακόμη πράγματα. Πάλι συνοπτικά, θα αναφερθώ στη φύση του φασισμού (ένα θέμα που, ακόμα κι αν σε μας εδώ είναι εν πολλοίς γνωστό, έχει πάντα αξία να επισημαίνουμε ως προϋπόθεση για οτιδήποτε άλλο σκεπτόμαστε ή πράττουμε) και, τέλος, ίσως στο πιο κρίσιμο απ’ όλα (που άλλωστε αποτελεί και τον τίτλο της κουβέντας μας) το τι μας διδάσκει το παρελθόν και η ιστορία για τους τρόπους με τους οποίους ο φασισμός αντιμετωπίζεται…
Ι
Ποια είναι λοιπόν η συγκυρία της συζήτησής μας; Υπαινίχθηκα ήδη ότι δεν είναι μια καλή συγκυρία –και, χωρίς στιγμή να θέλω να διεκτραγωδήσω την κατάσταση (πιστεύω μάλιστα ότι κάτι τέτοιο θα ήταν ένα ασυγχώρητο λάθος – η πραγματικότητα είναι πράγμα δυναμικό και υπό διαρκή διαμόρφωση), θεωρώ ότι τρεις είναι οι κύριοι παράγοντες που συνδυαστικά ευθύνονται γι’ αυτήν την κατάσταση.
Ο πρώτος δεν είναι άλλος από τους ρυθμούς με τους οποίους διεξάγεται η δίκη – η απαράδεκτη καθυστέρησή της που, όπως δήλωσε και η μητέρα του Πάυλου Φύσσα, εκ των πραγμάτων την απαξιώνει και την ευτελίζει.
Εδώ υπάρχουν βέβαια τεράστιες πολιτικές ευθύνες που οι νομικοί φίλοι είναι πολύ πιο αρμόδιοι από εμένα να αναδείξουν, και γι’ αυτό θα αρκεστώ να αναφέρω απλώς τη μεγάλη αργοπορία που υπήρξε στην άρση της ασυλίας των βουλευτών της Χρυσής Αυγής, με αποτέλεσμα να επιβραδυνθεί και η ανάκριση. Επιστέγασμα και επιτομή όλων αυτών αποτελεί βέβαια η αποφυλάκιση Ρουπακιά, αλλά και το γεγονός ότι όλα σχεδόν τα υπόδικα στελέχη της Χρυσής Αυγής κυκλοφορούν ανάμεσά μας, ασκούν πολιτική, καιροφυλακτούν και προετοιμάζουν τις επόμενες κινήσεις τους.
Αυτό με πάει στον δεύτερο παράγοντα που επηρεάζει αρνητικά τη συγκυρία –είναι ένας παράγοντας που ενώ ευθέως απορρέει από τον πρώτο, εντούτοις διατηρεί την ιδιαιτερότητα και την αυτονομία του, και δεν είναι άλλος από το γεγονός ότι, συμπαρομαρτούντος ασφαλώς και του τρόπου με τον οποίο χειρίζονται το θέμα τα ΜΜΕ, διαμορφώνεται μια εικόνα –θα έλεγα– κανονικοποίησης (αν όχι απενοχοποίησης) της Χρυσής Αυγής.
Μια εικόνα που λέει ότι «Ναι, όλοι αυτοί είναι υπόδικοι και αποδεδειγμένοι εγκληματίες, αλλά αφού τους βλέπουμε και τους ακούμε καθημερινά, αφού αδιάλειπτα ενημερωνόμαστε για τα δελτία τύπου και τις πολιτικές τους θέσεις…, τι να κάνουμε, είναι κι αυτοί –σε τελική ανάλυση– άνθρωποι της διπλανής πόρτας» – και πάντως άλλο πράγμα οι συγκεκριμένοι δολοφόνοι και άλλο η Χρυσή Αυγή ως σύνολο, ως ένας ακόμη πολιτικός φορέας. Πρόκειται κατά τη γνώμη μου για εξαιρετικά αρνητικό φαινόμενο που, αν δεν αναχαιτιστεί, εγκυμονεί τεράστιους κινδύνους –που επιτείνονται από έναν τελευταίο, αν και διόλου λιγότερο σημαντικό, παράγοντα από την άτακτη μνημονιακή υποταγή μιας κυβέρνησης που επιμένει να μιλάει στο όνομα της Αριστεράς.
Οι μνήμες και οι αντιστάσεις των λαϊκών στρωμάτων παραμένουν βέβαια ισχυρές, όμως η και πιο επιφανειακή επισκόπηση της ιστορίας του φασισμού ξεκάθαρα αποκαλύπτει ότι αυτός ενδυναμώθηκε ακριβώς πάνω στα ερείπια αριστερών ανεπαρκειών (για να το πω ήπια) υπαναχωρήσεων και ηττών: έτσι έγινε στην Ιταλία, έτσι έγινε στη Γερμανία, έτσι όμως έγινε και πιο πρόσφατα στις περισσότερες μεταπολεμικές δικτατορίες. Πρέπει λοιπόν όσο πιο έντονα γίνεται να τονιστεί ότι ο αγώνας ενάντια στο φασισμό είναι πριν και πάνω απ’ όλα ένας πολιτικός αγώνας, ένας βαθιά πολιτικός αγώνας, που είναι διττός:
- από τη μια οφείλει να αποκαλύπτει την πραγματική φύση του φασισμού πίσω από το δήθεν φιλολαϊκό αντισυστημικό προσωπείο που ντύνεται, και
- από την άλλη να δείχνει στέρεα και πειστικά το δρόμο για μια πραγματική εναλλακτική πέρα από το αδιέξοδο καπιταλιστικό σύστημα.
Αυτό είναι όμως ένα θέμα στο οποίο θα επιστρέψω.
ΙΙ
Επιτρέψτε όμως πριν, να αναφερθώ επιγραμματικά σε ένα ή δυο στοιχεία του φασισμού ως φαινομένου, σ’ αυτό που μόλις αποκάλεσα τη «φύση του».
Δεν πρέπει στιγμή να ξεχνούμε αυτό που όλοι μ’ έναν σχετικά εύκολο τρόπο λέμε –και είναι απόλυτα σωστό– ότι ο φασισμός είναι το «μακρύ χέρι του συστήματος»: και με αυτό αναφερόμαστε βέβαια σε πράγματα όπως το ότι οι φασίστες, ανοιχτά ή συγκαλυμμένα, πάντα υποστηρίζουν τη θέση της εργοδοσίας ενάντια σε εργατικές διεκδικήσεις ή, ακόμα πιο χαρακτηριστικά, τις οργανικές σχέσεις που έχουν με το βαθύ κράτος: Ποιος δεν ξέρει για τις διασυνδέσεις τους με τις δυνάμεις καταστολής και με κυκλώματα μέσα και γύρω από τα σώματα ασφαλείας (κι αυτό είναι κάτι που συνεχίζεται και επί των ημερών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ/ είναι π.χ. ενδεικτικό αυτό που έγινε πρόσφατα στην Πετρούπολη όπου το Α/Τ συνεργεί σε μια προσπάθεια στοχοποίησης τοπικών αγωνιστών και συγκάλυψης παραγόντων της Χρυσής Αυγής); Ποιος ξεχνάει τις πάνω από 30 δικογραφίες στα διαβόητα συρτάρια του Δένδια, και ποιος δεν αντιλαμβάνεται ότι και η ίδια η δικαστική δίωξη της Χρυσής Αυγής δεν θα γινόταν ποτέ αν δεν είχε προηγουμένως υπάρξει η θυσία του Παύλου Φύσσα και η ενεργοποίηση του αντιφασιστικού κινήματος…
Όλα αυτά είναι γνωστά, όμως είναι απαραίτητο να αναλογιζόμαστε τη σημασία τους: ότι, δηλαδή, αφού η Χ/Α είναι σε τελική ανάλυση μια συστημική εφεδρεία και αφού η δίωξή της επήλθε ως αποτέλεσμα όχι πρωτοβουλιών της εξουσίας (που μάλιστα επί τόσα χρόνια παράκαμπτε και συγκάλυπτε τα αδιαμφισβήτητα εγκλήματά της), αλλά της πίεσης του αντιφασιστικού κινήματος, συνεπάγεται ότι δεν μπορούμε (και θα ήταν τεράστιο σφάλμα) να περιμένουμε παθητικά από τους θεσμούς του συστήματος να την αντιμετωπίσουν.
Με αυτό δεν υποστηρίζω βέβαια ότι η δίκη δεν έχει σημασία –το ακριβώς αντίθετο, η σημασία της και ο ρόλος που μπορεί να διαδραματίσει η έκβασή της είναι τεράστιες. Όμως αυτό δεν θα επιτευχθεί αν το διακύβευμά της απο-πολιτικοποιηθεί και –όπως υποστηρίζουν μερικοί– «αφεθεί η δικαιοσύνη ανεπηρέαστη να επιτελέσει το έργο της». Όπως και η ποινική δίωξη που οδήγησε στη δίκη, έτσι και η ίδια η δίκη –για να τελεσφορήσει– προϋποθέτει λαϊκή ενεργοποίηση και διαρκή εγρήγορση. Αυτό άλλωστε μας διδάσκει η ιστορία και αυτό με πάει στο τρίτο και τελευταίο μέρος της τοποθέτησής μου.
ΙΙΙ
Ας θυμηθούμε προς στιγμή, για το σκοπό αυτό κάτι: ότι αν, πριν 53 ακριβώς χρόνια στις 22 Μαΐου, ο Μανώλης Χατζηαποστόλου (ο «τίγρης») δεν πηδούσε πάνω στο τρίκυκλο των Γκοτζαμάνη και Εμμανουηλίδη, οι δράστες αυτοί ποτέ δεν θα πιάνονταν και η δολοφονία αναμφίβολα θα μετατρεπόταν σε τροχαίο ατύχημα –όπως άλλωστε ήταν έτοιμες να γράψουν και οι δεξιές εφημερίδες της επόμενης μέρας.
Ήταν αυτή η πράξη και βέβαια το μαζικό κίνημα που επακολούθησε που –όπως και η θυσία του Παύλου Φύσσα στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής– λειτούργησαν σαν ο καταλύτης για την αποκάλυψη της παρακρατικής συνομωσίας, διαμόρφωσαν το χώρο για το νομικό ακτιβισμό του τότε ανακριτή Χρήστου Σαρτζετάκη και έκαναν την κυβέρνηση Καραμανλή να παραιτηθεί τρεις εβδομάδες αργότερα.
Στη μετεμφυλιακή Ελλάδα το παρακράτος ήταν βέβαια πολύ ισχυρότερο απ’ ό,τι είναι σήμερα –όμως ο χαρακτήρας της σχέσης παραμένει ο ίδιος.
Το κράτος δεν ενεργοποιήθηκε ποτέ από μόνο του (ούτε τότε, ούτε τώρα) για να πατάξει το φασισμό –άλλωστε αν πράγματι το ήθελε θα ήταν πολύ εύκολο να το επιτύχει. Αυτό που αντίθετα κάνει το Κράτος είναι είτε να συγκαλύπτει, είτε σε κάποιες περιπτώσεις και να προστατεύει (αν όχι ευθέως να υποθάλπει) τις φασιστικές δράσεις (κι ας θυμηθούμε εδώ για άλλη μια φορά την περίπτωση Μπαλτάκου και το πόσο στα ψιλά πράγματι πέρασε).
Ήταν πάντοτε η ενεργοποίηση του κινήματος που έφερνε αποτέλεσμα – ό,τι αποτέλεσμα έχει υπάρξει στον τομέα αυτό είναι απόρροια της ενεργοποίησης του κινήματος.
Ισχύει όμως δυστυχώς και το αντίθετο – κι αυτό είναι ένα πολύ κρίσιμο μάθημα που δεν πρέπει στιγμή να φεύγει από τη συνείδησή μας: ότι όταν το κίνημα αποσύρεται από την ενεργό δράση, τα όποια αποτελέσματα έχουν κερδηθεί σταδιακά (πότε πιο γρήγορα, πότε πιο αργά) υπονομεύονται ή και χάνονται.
Είναι ενδεικτικό, λ.χ., το πόσο στα μαλακά έπεσαν οι δολοφόνοι του Λαμπράκη σε μια δίκη που, όπως και αυτή της Χρυσής Αυγής άργησε χαρακτηριστικά να αρχίσει (ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1966 –πάνω από δυόμιση χρόνια μετά τη δολοφονία)∙ οι φυσικοί αυτουργοί δε δικάστηκαν για ανθρωποκτονία, αλλά για θανατηφόρα σωματική βλάβη και πήραν 11 και 8,5 χρόνια∙ ενώ οι λεγόμενοι «ηθικοί αυτουργοί» –το παρακράτος της Θεσσαλονίκης και τα διάφορα λουλούδια του στους κατασταλτικούς μηχανισμούς– δεν πήραν ποινές άνω του ενός έτους. Κρίσιμος παράγοντας εδώ υπήρξε ασφαλώς η υποχώρηση του λαϊκού κινήματος μετά τα Ιουλιανά και η απογοήτευση από το ρόλο των ηγεσιών. Πάνω σ’ αυτή τη γενικευμένη κούραση άλλωστε λίγο αργότερα επιβλήθηκε και η δικτατορία.
Από την αντιπαραβολή με την υπόθεση Λαμπράκη, συνάγεται όμως και κάτι ακόμα προς επίρρωση πολλών από τα παραπάνω: συνάγεται η συντονισμένη προσπάθεια των κρατικών θεσμών να αποκρύψουν τον οργανωμένο χαρακτήρα της φασιστικής δολοφονικής βίας, εμφανίζοντάς την ως απλή κακουργηματική συμπεριφορά κάποιων μεμονωμένων ατόμων –με άλλα λόγια να την απο-πολιτικοποιήσουν…
Αυτό οδηγεί μαθηματικά σε μειωμένες ποινές, όμως το κυριότερο είναι ότι αφήνει αλώβητο τον πολιτικό πυρήνα του φασισμού, επιτρέποντάς του να αναπαράγεται. Και αυτό μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με λαϊκή ενεργοποίηση και διαρκή πίεση. Αν αφεθούν μόνοι του οι θεσμοί του Κράτους είναι βέβαιο ότι η πραγματικότητα θα διαστραφεί και οι φασιστικές εφεδρείες θα παραμείνουν αναμένοντας την επόμενη ευκαιρία για να ενεργοποιηθούν.
Προκύπτουν λοιπόν μερικά πολύ ξεκάθαρα αλλά και κρίσιμα συμπεράσματα για το φαινόμενο των φασιστικών δολοφονιών, αλλά και του φασισμού γενικότερα. Θα τελειώσω αναφέροντάς τα επιγραμματικά.
Ο φασισμός, καταρχάς, δεν είναι ατύχημα∙ είναι ένα οργανωμένο εγχείρημα βίαιης επιβολής της συστημικής κυριαρχίας. Είναι μια εφεδρεία του συστήματος –που θα πει ότι το σύστημα δεν τον επιλέγει και δεν τον προκρίνει όταν τα πράγματα είναι ομαλά, αλλά δεν θέλει και να τον πατάξει πλήρως, ακριβώς διότι προσβλέπει σε αυτόν για τις περιόδους της κρίσης –σαν κι αυτήν που σήμερα περνάμε.
Συνάγεται επίσης ότι οι θεσμοί του αστικού κράτους ενεργοποιούνται για την αντιμετώπισή του μόνο κάτω από λαϊκή πίεση –είναι αφέλεια να πιστεύουμε ότι κάποια ανεπηρέαστη δικαιοσύνη θα καταφέρει να αντιμετωπίσει το φασισμό. Τόσο στο παρελθόν όσο και σήμερα –μπροστά στα μάτια μας– βλέπουμε πως για να τελεσφορήσουν οι δικαστικές διώξεις (και το έργο ανθρώπων όπως οι σ. της συζήτησης) προϋποτίθενται οι δράσεις ενός μεγάλου, ενωτικού και πολιτικοποιημένου αντιφασιστικού κινήματος.
Επιτρέψτε μου όμως να πω επίσης πως έχει μεγάλη σημασία να αναλογιζόμαστε και τις προϋποθέσεις που υφίστανται προκειμένου το κίνημα αυτό να παραμείνει ισχυρό: και για να το πω όσο πιο απλά και σύντομα γίνεται, πιστεύω πως προϋπόθεση για την ενδυνάμωση του αντιφασιστικού κινήματος είναι η ένταξη του στόχου της καταπολέμησης του φασισμού μέσα σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο που θα πηγαίνει τα πράγματα μέχρι τη ρίζα τους –που δεν είναι άλλη από το παράλογο σύστημα της γενικευμένης φτωχοποίησης και της καταστολής στο οποίο ζούμε, το σύγχρονο καπιταλισμό της καταστροφής…
Είναι με άλλα λόγια επιτακτικό πάντα να συνδέουμε την πάλη ενάντια στο φασισμό (το σύμπτωμα ενός γερασμένου και άρρωστου οργανισμού) με την αιτία. Όχι απλά καταγγέλλοντας αμυντικά τα αδιέξοδα, αλλά εμπνέοντας επιθετικά με το όραμα του «άλλου κόσμου» που ήταν και παραμένει εφικτός – σήμερα, περισσότερο από ποτέ.
Κι αν αυτό ακούγεται σαν απλή συνθηματολογία (ή ίσως και μαξιμαλισμός) επιτρέψτε μου να τονίσω ότι δεν είναι. Για την ακρίβεια, και ιδιαίτερα στις μέρες μας, πιστεύω πως αποτελεί την πιο βασική παρακαταθήκη τόσο της πρόσφατης όσο και της πιο απώτερης ιστορικής εμπειρίας.
Σας ευχαριστώ…