1968 – Η εξέγερση του Μάη

Πρόλογος στην έκδοση του 2008

 

O Μάης σαραντάρισε… αλλά παραμένει πάντα νέος!

 «Καλωσορίζω το 1968 με γαλήνη… Είναι αδύνατο να δούμε την Γαλλία σήμερα να παραλύει από κάποια κρίση, όπως ίσχυε στο παρελθόν…» Σαρλ Ντε Γκολ, πρόεδρος της Γαλλίας, σε δήλωση του την παραμονή πρωτοχρονιάς του 1968.

Τα φετινά αφιερώματα για το Μάη του ’68 είναι αρκετά διαφορετικά απ’ ότι 10 χρόνια πριν, όταν εκδόθηκε για πρώτη φορά η μπροσούρα του Ξεκινήματος «1968, η εξέγερση του Μάη – 30 χρόνια μετά».

Τα ένθετα των εφημερίδων και οι εκπομπές στην τηλεόραση είχαν τότε ένα ελαφρύ και θεωρητικό χαρακτήρα. Λίγα χρόνια πριν είχε καταρρεύσει το Ανατολικό μπλοκ, και η ιδεολογική επίθεση περί «τέλους της ιστορίας» ήταν ακόμα σε πλήρη εξέλιξη. Οι καπιταλιστές δεν φοβόταν για την κυριαρχία τους πάνω στον κόσμο. Με αυτή την έννοια έβλεπαν τον Μάη του ’68 σαν κάτι ακίνδυνο, κάτι που ανήκε οριστικά στο παρελθόν, κάτι που στην τελική μπορεί να είχε και λίγο πλάκα. Όχι ότι και τότε δεν προσπαθούσαν να διαστρεβλώσουν τα πραγματικά νοήματά του. Αλλά είχαν την αλαζονεία του νικητή…

Δέκα χρόνια μετά, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Το αντιπαγκοσμιοποιητικό (και στη συνέχεια το αντιπολεμικό) κίνημα από τις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας άλλαξε συνειδήσεις και δημιούργησε μια «παγκόσμια κουλτούρα» της αντίστασης. Οι εργατικοί αγώνες σε όλο τον κόσμο, κυρίως στην Ευρώπη, προκαλούν τεράστια ανησυχία στους αστούς. Τα νεολαιίστικα κινήματα επανέρχονται δριμύτατα. Το CPE στη Γαλλία το 2006 πέτυχε μια σπουδαία και καθαρή νίκη, το φοιτητικό κίνημα στην Ελλάδα την περίοδο 2006-07 συγκλόνισε την κοινωνία. Το καπιταλιστικό σύστημα ετοιμάζεται να περάσει «την μεγαλύτερη κρίση από την δεκαετία του ‘30», όπως εκτιμάνε οι ίδιοι οι αστοί οικονομολόγοι. Ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός, νικητής από τον ψυχρό πόλεμο, βρίσκεται σε δεινή στρατιωτική θέση, εγκλωβισμένος στην κινούμενη άμμο της Μέσης Ανατολής. Η Λατινική Αμερική, μια εξεγερμένη ήπειρος, με επίκεντρο το «ηφαίστειο των Άνδεων» (Βολιβία, Βενεζουέλα, Εκουαδόρ), ξαναθέτει τη συζήτηση για τον σοσιαλισμό στο τραπέζι. Όλα αυτά κάνουν τους αστούς να φοβούνται. Και το φάντασμα του Μάη δεν τους φαίνεται πια τόσο ξεδοντιασμένο όσο 10 χρόνια πριν.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο νέος πρόεδρος της Γαλλίας, ο μισητός πια, Νικολά Σαρκοζί. Σε πρόσφατη συνέντευξη του, αφού απαίτησε «να τελειώνουμε με την παράδοση του Μάη του ‘68», δήλωσε:

«Ο Μάης του ’68 επέβαλε σε όλους μας τον διανοητικό και ηθικό του σχετικισμό… Οι κληρονόμοι του Μάη του ’68 επέβαλαν την ιδέα ότι δεν υπάρχει πια διαφορά ανάμεσα στο καλό και στο κακό, στην αλήθεια και το ψέμα, στην ομορφιά και την ασχήμια. Αυτή η κληρονομιά του Μάη του ’68 εισήγαγε τον κυνισμό στην κοινωνία και την πολιτική».

Γιατί ένας πρόεδρος να κάνει δηλώσεις για το ’68; Προφανώς γιατί τον στοιχειώνει ακόμα.

Αυτό που τους καίει πιο πολύ είναι να εμποδίσουν την εξαγωγή συμπερασμάτων από τα ιστορικά γεγονότα. Να μας πείσουν ότι η πορεία είναι προδιαγεγραμμένη: «φοιτητής είσαι λίγο επαναστάτης, μετά όμως σοβαρεύεσαι»… Όπως ο Ντάνιελ Κον Μπετίτ: ηγέτης της εξέγερσης τότε, σοβαρός εκπρόσωπος του συστήματος τώρα. Άλλοι πάλι προσπαθούν να μας πουν ότι στην Γαλλία έπεσε μια «επαναστατική ιλαρά» που πρόσβαλε για λίγο την κοινωνία, πριν περάσει και ξαναγυρίσουν τα πράγματα στην ομαλότητα…

Στην εξαγωγή των συμπερασμάτων δίνει έμφαση και το παρακάτω κείμενο. Γιατί εξεγέρθηκαν οι φοιτητές και οι εργάτες και πώς; Γιατί δεν κατάφερε η εξέγερση να νικήσει; Μπορούμε να αποφύγουμε τα λάθη του παρελθόντος;

1968: Μια χρονιά που θα μείνει χαραγμένη στη μνήμη μας

Το ’68 ήταν μια ιστορική χρονιά, μια χρονιά την οποία θα θυμόμαστε έντονα, όχι μόνο για τον Γαλλικό Μάη, με την φοιτητική εξέγερση και την γενική απεργία, αλλά και παγκόσμια. Λίγες τέτοιες χρονιές υπάρχουν στην ιστορία. Συνήθως συνδέονται με κάποια γεγονότα πολεμικά (όπως οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι) ή επαναστατικά που εξαπλώνονται από χώρα σε χώρα (όπως για παράδειγμα το 1848 ή το 1917-18). Άλλα παραδείγματα είναι το 1929, χρονιά του οικονομικού κραχ, και το 1989, χρονιά της παλινόρθωσης του καπιταλισμού στην ανατολική Ευρώπη και την ΕΣΣΔ.

Το ’68 θα μείνει αξέχαστο με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο. Είναι η χρονιά που διαδραματίστηκαν τεράστιας σημασίας πολιτικά γεγονότα παγκόσμια – γεγονότα που ταρακούνησαν συθέμελα τις κυρίαρχες τάξεις σε όλο τον κόσμο. Τα μαζικά κινήματα που αναπτύχθηκαν τις ανάγκασαν να ξανασκεφτούν τις στρατηγικές τους για την εξουσία, και έδωσαν κουράγιο σε όλους αυτούς που αμφισβητούσαν τον καπιταλιστικό τρόπο λειτουργίας της κοινωνίας. Και όλα αυτά παρά το γεγονός ότι ο καπιταλισμός βρισκόταν στην φάση της μεταπολεμικής οικονομικής ανόδου (’50 – ’74) και ήταν σε θέση να κάνει σημαντικές παραχωρήσεις προς τους εργαζόμενους.

Τα παρακάτω γεγονότα, μόνο ενδεικτικά του συνολικού κλίματος της εποχής είναι.

ΗΠΑ και Βιετνάμ

Ήταν μια χρονιά φοιτητικών και εργατικών εξεγέρσεων ενάντια στον πόλεμο, την καταπίεση και τον αυταρχισμό οι οποίες εκτεινόταν από την Βραζιλία και την Πολωνία, τις ΗΠΑ, την Γερμανία ως την Ιαπωνία και το Μεξικό. Ήταν η χρονιά της αντεπίθεσης (ονομάστηκε Tet Offensive) των Βιετκόνγκ στο Βιετνάμ, που άλλαξε την πορεία του πολέμου των 10.000 ημερών. Ήταν τότε που η πιθανότητα να χάσει η μεγαλύτερη στρατιωτική μηχανή του πλανήτη έναν πόλεμο από κάποιους ρακένδυτους αγρότες άρχισε να στοιχειώνει τα μυαλά των στρατηγών. Τον Γενάρη της χρονιάς αυτής ήταν που έπεσε το 10.000στό αμερικάνικο αεροπλάνο στο Βιετνάμ. Ταυτόχρονα ήταν μια χρονιά μαζικών αντιπολεμικών και αντιιμπεριαλιστικών συλλαλητηρίων στις ΗΠΑ, την Βρετανία και αλλού.

Τον Μάρτιο ο αμερικανός πρόεδρος Johnson (του Δημοκρατικού Κόμματος) ανακοίνωσε ότι δεν θα είναι ξανά υποψήφιος για την προεδρία. Τον Αύγουστο, το συνέδριο του Δημοκρατικού Κόμματος στο Σικάγο πολιορκήθηκε από χιλιάδες διαδηλωτές που απαιτούσαν την άμεση απόσυρση των αμερικάνικων στρατευμάτων από το Βιετνάμ και το τέλος του πολέμου. Ο δήμαρχος της πόλης Daley έστειλε ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις ενάντια στους διαδηλωτές, και τους έδωσε το ελεύθερο να ξυλοκοπούν άγρια και να κάνουν μαζικές συλλήψεις. Όλα αυτά αναμεταδοθήκαν από τις τηλεοπτικές ειδήσεις σε κάθε χώρα. Η κραυγή «Όλος ο κόσμος σας βλέπει» έβγαινε από τους διαδηλωτές που δεχόταν τις επιθέσεις της αστυνομίας.

Η χρονιά αυτή όμως σημαδεύτηκε και από την σφαγή στο My Lai, όπου ο αμερικάνικος στρατός με βόμβες και χημικό πόλεμο εξόντωσε πάνω από 700 άμαχους Βιετναμέζους (κυρίως γυναίκες και παιδιά). Ήταν τόσο μεγάλη η κατακραυγή που ξέσπασε από αυτή τη βαρβαρότητα, που ο Westmoreland, διοικητής των επιχειρήσεων στο Βιετνάμ εκείνη την περίοδο, αργότερα έβγαλε το συμπέρασμα ότι έπρεπε να είχε επιβληθεί λογοκρισία στα μέσα ενημέρωσης!

Μέχρι το τέλος της χρονιάς ο Ρεπουμπλικανός υποψήφιος Richard Nixon εκλέχτηκε πρόεδρος – και θα ήταν αυτός που θα διέταζε το σταμάτημα του πολέμου, κατοχυρώνοντας ουσιαστικά την στρατιωτική ήττα της υπερδύναμης. Δεν θα το έκανε όμως πριν προλάβει να διατάξει τον δολοφονικό βομβαρδισμό της Καμπότζης.

Στις ΗΠΑ το κίνημα για τα δικαιώματα των μαύρων ήδη μαινόταν για κάποια χρόνια. Στις 4 Απριλίου του ’68, ο πιο επιφανής του ηγέτης, ο Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ, δολοφονήθηκε στο Memphis του Tennessee. Έχοντας κινηθεί σταδιακά προς τα αριστερά, ο Κίνγκ εκείνη την μέρα μίλησε σε συγκέντρωση συμπαράστασης στους απεργούς εργάτες της αποκομιδής των σκουπιδιών.

Έξι μήνες μετά, στους Ολυμπιακούς αγώνες στο Μεξικό, οι Αφροαμερικάνοι δρομείς Tommy Smith και John Carlos, σήκωσαν την πασίγνωστη πια γροθιά με το μαύρο γάντι την ώρα της απονομής των μεταλλείων στο πόντιουμ. Αυτή η γροθιά, σήμα κατατεθέν των Μαύρων Πανθήρων, συμβόλιζε την ανυπακοή απέναντι στην κυβέρνηση των ΗΠΑ και την αλληλεγγύη στον αγώνα των μαύρων για τα δικαιώματά τους στις ΗΠΑ. Εκατομμύρια σε όλο τον κόσμο τους υποδέχτηκαν σαν ήρωες, αντιμετώπισαν όμως την οργή των ΜΜΕ για την «προσβολή» των κανόνων. Η εμπάθεια της αμερικάνικης αστικής τάξης αντανακλάστηκε στο γεγονός ότι η Ολυμπιακή Επιτροπή τους απαγόρεψε την συμμετοχή στους Ολυμπιακούς Αγώνες για πάντα.

Δέκα μέρες πριν την έναρξη αυτών των Ολυμπιακών Αγώνων, έλαβε χώρα ένα από τα πιο φρικτά γεγονότα αυτής της θυελλώδους χρονιάς. Δεκάδες χιλιάδες διαδήλωσαν προς το Ολυμπιακό στάδιο για να εκφράσουν την οργή τους για τον πόλεμο και την δικτατορία. Τα τάνκ και τα όπλα του καθεστώτος του Diaz Ordaz, με την βοήθεια του Πενταγώνου, τους επιτέθηκαν, σκοτώνοντας πάνω από 300. Σκηνές των στοιβαγμένων πτωμάτων στην πλατεία Τλατελόλκο ταξίδεψαν σε όλο τον κόσμο, αυξάνοντας την οργή των εργαζομένων ενάντια στους καταπιεστές και το σύστημά τους.

Ασία και Αφρική

Το ’68 ήταν η χρονιά που στελέχη του κόμματος Μπαάθ στο Ιράκ έκαναν το πραξικόπημα που έφερε τον Σαντάμ Χουσεΐν στην εξουσία. Μια από τις χειρότερες δικτατορίες επιβλήθηκε στην χώρα και, όπως πολλές άλλες, απολάμβανε την στήριξη της Δύσης για πολλά χρόνια. Το ’68 επίσης είδε την εγκατάσταση στην Ινδονησία του δικτάτορα Στρατηγού Σουχάρτο. Με την πλήρη στήριξη των ΗΠΑ και του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού, τα προηγούμενα δύο χρόνια ήταν υπεύθυνος για την σφαγή 1 εκατομμυρίου (!) μελών και φίλων του κάποτε πολύ ισχυρού Κομμουνιστικού Κόμματος Ινδονησίας.

Στην Ροδεσία – σήμερα Ζιμπάμπουε – ο Ian Smith, ο λευκός επικυρίαρχος της χώρας που πέθανε αυτή τη χρονιά, προσπαθούσε να υπερασπιστεί την δικτατορία της μικρής λευκής μειοψηφίας ενάντια στην πλειοψηφία του μαύρου πληθυσμού. Στην Νότια Αφρική, το αποτρόπαιο καθεστώς του Άπαρντχαϊντ, βασισμένο, και αυτό, σε μια εξαρτημένη από τους ιμπεριαλιστές λευκή μειοψηφία κρατούσε χιλιάδες εργαζόμενους και νέους σκλαβωμένους κυριολεκτικά. Η αντίσταση όμως στη χώρα, αλλά και διεθνώς, όλο και μεγάλωνε.

Το ’68 συνεχίζεται η λεγόμενη «πολιτιστική επανάσταση» στην Κίνα, παρά τα αδιέξοδα που την χαρακτηρίζουν και την εξωφρενική και ανεξέλεγκτη βία. Η εκστρατεία αυτή είχε ξεκινήσει σαν μια προσπάθεια, υποτίθεται, για να καθαρίσει την γραφειοκρατική ελίτ από τους λεγόμενους «συνοδοιπόρους του καπιταλισμού». Στην πραγματικότητα πίσω από την «πολιτιστική επανάσταση» ήταν η προσπάθεια του Μάο να επανακτήσει τον έλεγχο, καθώς το κύρος του αδιαμφισβήτητου ηγέτη μέσα στον κομματικό μηχανισμό είχε καταρρακωθεί λόγω της τραγωδίας που προκάλεσε η πολιτική του «μεγάλου άλματος προς τα μπρος». Εμπνευστής του «μεγάλου άλματος» ήταν ο ίδιος ο Μάο και το αποτέλεσμα ήταν ο μεγάλος λιμός και ο θάνατος δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων. Όπως και στην Σοβιετική Ένωση και τα υπόλοιπα σταλινικά κράτη, η Κίνα ελεγχόταν από τη σκληρή δικτατορία μιας γραφειοκρατικής ελίτ, – στο όνομα του κομμουνισμού. Παρά τα μεγάλα λόγια του Μάο, η «επανάσταση» του δεν κατάφερε να προσφέρει ούτε ίχνος δημοκρατίας. Ποτέ στην διάρκεια της πολιτιστικής επανάστασης δεν τέθηκαν τα ζητήματα της πραγματικής εξουσίας της εργατικής τάξης, του εργατικού ελέγχου και διαχείρισης, της εργατικής δημοκρατίας – βασικές αρχές των κλασσικών του μαρξισμού και απαραίτητες προϋποθέσεις για τον σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό. Η «πολιτιστική επανάσταση» ώθησε την προσωπολατρία προς τον Μάο σε εφιαλτικά επίπεδα. Στο όνομα της εξουσίας των «από κάτω» ο Μάο μετέτρεψε τον εαυτό του σε «θεό»…

Στην Ινδία, η αντίθεση του κόσμου στις πολιτικές του Κόμματος του Κογκρέσου, ανάγκασε την Ίντιρα Γκάντι να προσποιηθεί ότι κινείται προς τα αριστερά, χρησιμοποιώντας όμως παράλληλα τις υπερεξουσίες της προεδρικής θέσης για να διατηρήσει τον έλεγχο σε τέσσερα από τα πιο μεγάλα κρατίδια της χώρας.

Στο Πακιστάν το ’68 μαζικά κινήματα αμφισβήτησαν τον ρόλο των φεουδαρχών, των τσιφλικάδων και του στρατού, οδηγώντας στην πτώση του δικτάτορα Ayub Khan την επόμενη χρονιά.

Ευρώπη

Τον Αύγουστο αυτού του χρόνου, η σταλινική γραφειοκρατία που διοικούσε την Σοβιετική Ένωση, υπό τον Μπρέζνιεφ, έστειλε 200.000 στρατιώτες για να καταπνίξουν την «Άνοιξη της Πράγας».Το κίνημα στην Τσεχοσλοβακία ζητούσε πραγματική δημοκρατία στα πλαίσια μιας εθνικοποιημένης και κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας – ήταν δηλαδή μια εξέγερση στην κατεύθυνση του πραγματικού σοσιαλισμού. Παρά το γεγονός ότι ο ηγέτης αυτού του κινήματος, ο Alexander Dubcek, δεν υποστήριζε με ένα καθαρό τρόπο μια πραγματική ρήξη με τον σταλινισμό, οι συζητήσεις που γινότανε στους δρόμους αφορούσαν ιδέες για πραγματική εργατική δημοκρατία, εργατικό έλεγχο και εργατική διαχείριση, ελευθερία της έκφρασης και του Τύπου, κτλ. Ο Μπρέζνιεφ και η σοβιετική γραφειοκρατία δεν μπορούσαν φυσικά να επιτρέψουν τέτοιου είδους αμφισβητήσεις, από το φόβο ότι θα δημιουργούσαν αντίστοιχες διεργασίες και στις υπόλοιπες χώρες του Ανατολικού μπλοκ, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο τη δική τους εξουσία και τα δικά τους προνόμια.

Ίσως σε καμιά άλλη χώρα δεν επέδρασε τόσο πολύ ο Γαλλικός Μάης όσο στην Ιταλία. Η έμπνευση των Ιταλών από τα επαναστατικά γεγονότα της Γαλλίας οδήγησε στο «Καυτό Φθινόπωρο» του ’69. Όπως περιγράφει την κατάσταση ο ιστορικός Paul Ginsborg:

«Ακολούθησε η πιο εκπληκτική και ασυνήθιστη περίοδος κοινωνικής αναταραχής, η πιο έντονη περίοδος συλλογικής δράσης στην ιστορία της Δημοκρατίας. Κατά την διάρκειά της, η οργάνωση της Ιταλικής κοινωνίας αμφισβητήθηκε σχεδόν σε όλα τα επίπεδα. Καμιά άλλη στιγμή η Ιταλία δεν έμοιαζε τόσο πολύ σε ένταση και επαναστατική προοπτική με την Γαλλία κατά τη διάρκεια του Μάη του ’68. Το Ιταλικό κίνημα όμως ήταν το πιο «βαθύ» και το πιο μακροσκελές στην Ευρώπη. Επεκτάθηκε από τα σχολεία και τα πανεπιστήμια στα εργοστάσια, και από εκεί στην κοινωνία σαν σύνολο.»

Το 1968 στην Βόρεια Ιρλανδία είχαμε τις πρώτες «εκρήξεις» του κινήματος για πολιτικά δικαιώματα ενάντια στην κυριαρχία των υπέρμαχων της «Ένωσης με την Βρετανία», Προτεσταντών. Κυνηγημένοι και κατατρεγμένοι από τις ακραίες Προτεσταντικές ομάδες και την μισητή αστυνομία, οι εργάτες και οι νέοι από τις καθολικές περιοχές του Derry εξεγέρθηκαν. Το μαζικό κίνημα που ακολούθησε έδωσε εξαίρετα παραδείγματα ταξικής ενότητας μεταξύ Καθολικών και Προτεσταντών εργαζομένων και νεολαίας (των οποίων τη σημασία, δυστυχώς, η αριστερά γενικά αγνόησε).

Να βγάλουμε τα συμπεράσματα απ’ το Μάη

Σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο, από την ανατολή ως τη δύση, πολιτικές και πολιτιστικές εξεγέρσεις βρισκόταν σε άνθηση. Ήταν μια χρονιά στην οποία ο αγώνας των γυναικών για ισότητα στα δικαιώματα και τους μισθούς και για απόκτηση του ελέγχου της ζωής τους είχε σημαντική άνοδο. Ήταν επίσης μια χρονιά στην οποία το κίνημα για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων άρχισε να ανεβαίνει. Ένα πνεύμα αμφισβήτησης και οργής διαπερνούσε την κοινωνία, και ειδικά την νεολαία.

Η οργή αυτή δεν έχει ακόμα δικαιωθεί. Οι καπιταλιστές, φοβισμένοι από τα φαντάσματα του Μάη, και πιεσμένοι από τους αγώνες, έκαναν κάποιες παραχωρήσεις τις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Από το ’90 όμως και μετά, όταν αισθάνθηκαν πάλι ισχυροί, άρχισαν να τα παίρνουν πίσω.

Σήμερα είμαστε πάλι στην κατάσταση όπου το σύστημα έχει εξαπολύσει ένα πόλεμο ενάντια στην κοινωνία. Να χρησιμοποιήσουμε τα συμπεράσματα του Μάη για προετοιμαστούμε γι’ αυτό τον πόλεμο. Και να δικαιώσουμε τελικά τους αγωνιστές του ’68 ξεμπερδεύοντας μια και καλά με τον καπιταλισμό, χτίζοντας μια σοσιαλιστική κοινωνία.

__________

Πρόλογος στην έκδοση του 1998

Οι επαναστάσεις είναι ένα πανηγύρι των καταπιεσμένων και όλων αυτών που είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης. Ποτέ άλλοτε η μάζα του λαού δεν έχει τη δυνατότητα να παίξει δυναμικά το ρόλο του δημιουργού μιας νέας κοινωνικής πραγματικότητας όσο τον καιρό της επανάστασης. Σε τέτοιους καιρούς, ο λαός είναι ικανός να κάνει θαύματα, σε σύγκριση με το στενό και εφικτό μέτρο της σταδιακής προόδου. Πρέπει, όμως, και οι ηγέτες των επαναστατικών κομμάτων να προβάλουν πιο ουσιαστικά και πιο τολμηρά τους στόχους τους, πρέπει τα συνθήματα τους να προπορεύονται πάντα από την επαναστατική πρωτοβουλία των μαζών, να είναι ένας ισχυρός φάρος, που να φωτίζει σε όλο τους το μεγαλείο και τη λαμπρότητα τα δημοκρατικά και σοσιαλιστικά μας οράματα και να τους δείχνει τον πιο σύντομο και τον πιο γρήγορο δρόμο για την πλήρη, την απόλυτη και την πιο αποφασιστική νίκη.
Λένιν (Δυο Ταχτικές της Σοσιαλδημοκρατίας στη Δημοκρατική Επανάσταση, 1905)

30 χρόνια κλείνουν από το Μάη του 1968 και τα ΜΜΕ στη Γαλλία την Ελλάδα και παγκόσμια θα γιορτάσουν με ιδιαίτερη επισημότητα αυτή την επέτειο. Θα γραφτούν χιλιάδες άρθρα θα παιχτούν ντοκιμαντέρ, θα γίνουν αμέτρητες συζητήσεις. Εχθροί, φίλοι, και πρωταγωνιστές του Μάη θα παρελάσουν στις οθόνες μας για να μεταφέρουν τις βαρύγδουπες απόψεις τους. Θα μας πουν ότι η εξέγερση ήταν κύρια ένα κίνημα φοιτητικό και πως οι εργάτες δεν έπαιξαν ουσιαστικό ρόλο. Θα μας εξηγήσουν ότι δε γύρευαν την ανατροπή του συστήματος, αλλά βασικά γύρευαν να βολευτούν και αυτοί, όπως έγινε με αρκετούς πρωταγωνιστές τότε του φοιτητικού κινήματος. Θα υποστηρίξουν ότι, βέβαια, κάτι τέτοιο δεν μπορεί να ξαναγίνει ούτε στη Γαλλία, ούτε κάπου αλλού, γιατί άλλαξαν οι συνθήκες. Έτσι κι αλλιώς, θα τονίσουν, οι εξεγερθέντες γύρευαν μια ουτοπία, δεν ήταν ρεαλιστές και γι΄ αυτό απέτυχαν.

Γιατί όμως αγωνίζονται όλοι αυτοί να παραχαράξουν τα πραγματικά γεγονότα και την πραγματική σημασία του Μάη του ’68; Γιατί με κάθε σημαντική κινητοποίηση των φοιτητών, των μαθητών, των εργατών ή ακόμα και των ανέργων στη Γαλλία, ξαναφουντώνουν οι ανησυχίες, οι συζητήσεις και τα ερωτηματικά και ξαναγεννιέται το φάντασμα του Μάη;

Πως έμπνευσε ο Μάης

Οι εργάτες και η νεολαία έδειξαν ξεκάθαρα το Μάη του ’68 στη Γαλλία ότι δεν πάλευαν απλά για κάποιες αυξήσεις, για κάποια επιδόματα, και για μερικές αίθουσες διδασκαλίας στα πανεπιστήμια, αλλά, για μια άλλη ζωή και μια άλλη κοινωνία. Έδειξαν με τόλμη, ενωμένοι και αποφασισμένοι, πώς εξεγέρθηκαν και παράλυσαν μέσα σε λίγες μέρες την οικονομία, τον κρατικό μηχανισμό και το πανίσχυρο καθεστώς του Ντε Γκώλ. Έδειξαν πως δεν υπάρχει τίποτε αδύνατο και όλα είναι δυνατά.

Το παράδειγμα τους συγκλόνισε τότε την Ευρώπη και τον κόσμο ολόκληρο, από τη Βόρεια και τη Λατινική Αμερική μέχρι την Ιαπωνία. Έμπνευσε τη νεολαία και τους εργάτες, τους έκανε να ριγήσουν από ενθουσιασμό, και προκάλεσε εκρηκτικά φοιτητικά και απεργιακά κινήματα. Οι Financial Times του Λονδίνου, έγραφαν στις 22 Μάη:

“Όταν ο Λουβοδίκος Φίλιππος εκδιώχτηκε από το θρόνο του το 1848, από τη λαϊκή εξέγερση στο Παρίσι, ξέσπασαν επαναστάσεις σε όλη την Ευρώπη. Η Δ. Γερμανία, το Βέλγιο, η Ισπανία και όλη η Ευρώπη αντιμετώπιζαν ήδη αρκετά προβλήματα, πριν ‘η μητέρα των επαναστάσεων’ αρχίσει τώρα να δίνει πάλι το κακό παράδειγμα”.

Τη δεκαετία του ’70 και στις αρχές της δεκαετίας του ’80 ο Μάης του ’68 έμπνευσε τα τεράστια απεργιακά κινήματα, τις λαϊκές εξεγέρσεις και τα απελευθερωτικά κινήματα που έδιωξαν τους ιμπεριαλιστές, που ανατρέψανε τις δικτατορίες, που σάρωσαν τις δεξιές κυβερνήσεις, που ταρακούνησαν την αστική τάξη. Που δημιούργησαν νέα σοσιαλιστικά κόμματα και νέους ηγέτες και τους ανέδειξαν με πρωτόγνωρες πλειοψηφίες στην κυβέρνηση, στη βουλή, στους δήμους, στα συνδικάτα, στα πανεπιστήμια και τα σχολεία, ελπίζοντας να αλλάξει έτσι ριζικά η ζωή τους. Τους γέλασαν όμως τελικά και πάλι.

Η νίκη του καπιταλισμού

Όπως ο παραλυμένος στρατηγός Ντε Γκώλ, αναστήθηκε και βγήκε στο τέλος νικητής, έτσι και ο κλονισμένος από τις κρίσεις του και κατατρεγμένος από τους αγώνες των εργαζομένων καπιταλισμός, νίκησε πάλι. Δε νίκησε όμως γιατί μπόρεσε να εξασφαλίσει στην ανθρωπότητα ευημερία, ειρήνη και δημοκρατία, αλλά γιατί χρεοκόπησε αναπόφευκτα ο Σταλινισμός, και κατέρρευσαν τα καθεστώτα της ΕΣΣΔ και της Ανατολικής Ευρώπης. Γιατί τα σοσιαλιστικά και τα κομμουνιστικά κόμματα της δύσης ξεπούλησαν την εμπιστοσύνη των εργαζομένων και ανάλαβαν ξανά να σώσουν το καπιταλιστικό σύστημα. Το εργατικό κίνημα και η νεολαία μετά από τόσους ηρωικούς αγώνες και πολύχρονες θυσίες, βρέθηκε πάλι ξαφνικά, ακέφαλο, προδομένο, απογοητευμένο και εξαντλημένο. Άρχισε έτσι η υποχώρηση από κεκτημένες θέσεις φούντωσε η ιδεολογική σύγχυση, κατέρρευσαν οι ελπίδες, κι άλλαξε έτσι ο συσχετισμός της δύναμης μέσα στην κοινωνία παγκόσμια.

Έτσι βρήκε τα περιθώρια η αστική τάξη να σηκώσει πάλι κεφάλι, να αισθανθεί κυρίαρχη και να περάσει στην επίθεση. Ξεκίνησε λοιπόν, μια τεράστια ιδεολογική εκστρατεία για να θάψει μια και καλή μαζί με αυτά τα καθεστώτα, όχι μόνο το σοσιαλισμό και το μαρξισμό, αλλά και κάθε αριστερή και προοδευτική ιδέα. Έσπευσε να διακηρύξει το τέλος των τάξεων και της ταξικής πάλης, το τέλος των ιδεολογιών, ακόμα και το τέλος της ιστορίας. Την ίδια ώρα με επικεφαλής το Ρήγκαν και τη Θάτσερ και με επιχειρήματα την ελευθερία της αγοράς και την ανταγωνιστικότητα, ξεκίνησαν μια σαρωτική επίθεση ενάντια στο βιοτικό επίπεδο, τις εργασιακές σχέσεις, το κοινωνικό κράτος, το δημόσιο τομέα, τα δημοκρατικά και συνδικαλιστικά δικαιώματα, που αποσκοπεί να γυρίσει το εργατικό κίνημα πίσω στις συνθήκες του μεσοπολέμου.

Μ’ αυτούς τους στόχους, και μ’ αυτή την επίθεση του νεοφιλελευθερισμού έχουνε τώρα τόσο πολύ ταυτιστεί όλες οι σοσιαλφιλελεύθερες κυβερνήσεις (Σημίτης, Μπλέρ κλπ.) και τα κόμματα καθώς και οι αντίστοιχες ηγεσίες των συνδικάτων που σύμφωνα με την ομολογία των ίδιων των καπιταλιστών κάνουνε καλύτερα, πολλές φορές, τη δουλειά τους από τα καθαρόαιμα δεξιά κόμματα και τις κυβερνήσεις.

Σε νέα κρίση το σύστημα

Η συγκλονιστική όμως κρίση που ξέσπασε πέρσι στη ΝΑ Ασία και κατέστρεψε ότι έκτιζαν για δεκαετίες οι τίγρεις του καπιταλισμού, είναι ήδη το πιο σημαντικό χτύπημα στο καπιταλιστικό σύστημα από την παγκόσμια κρίση του 1974-75. Η Ιαπωνία βρίσκεται ήδη σε σοβαρή ύφεση και η κρίση αναπόφευκτα θα αγκαλιάσει τις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Η νέα αυτή κρίση οδηγεί στην καταστροφή τεράστιων κεφαλαίων και παραγωγικών δυνάμεων και στο ρίξιμο στην ανεργία και την φτώχεια νέων δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων και οικογενειών.

Η σημασία όμως αυτής της κρίσης είναι μεγάλη επίσης γιατί αποκαλύπτει πόσο ψεύτικες ήταν οι θεωρίες ότι ο καπιταλισμός μπορεί να αναπτύσσεται συνεχώς και οι υποσχέσεις ότι έτσι η ευημερία θα εξαπλωθεί σταδιακά σε όλους. Επιβεβαιώνει την ανάλυση του Μαρξ που εξήγησε ότι οι κρίσεις είναι οργανικό χαρακτηριστικό του καπιταλισμού.

Η νίκη λοιπόν του καπιταλισμού ήταν προσωρινή. Γιατί αντί για ευημερία μεγαλώνει με άλματα, και η φτώχεια (1,3 δις άνθρωποι ζουν με ένα δολ. την ημέρα) και η ανεργία (900 εκ παγκόσμια). Αντί για δημοκρατία αυξάνεται η ανισότητα και η συγκέντρωση του πλούτου σε λίγα χέρια (447 πολυδισεκατομμυριούχοι έχουν ετήσιο εισόδημα όσο το εισόδημα του 50% του παγκόσμιου πληθυσμού). Αντί για ειρήνη πολλαπλασιάζονται οι εθνικοί και θρησκευτικοί πόλεμοι, οι συρράξεις και οι σφαγές, και φουντώνουν τα απεργιακά κινήματα και οι λαϊκές εξεγέρσεις. Έτσι ο πλανητάρχης, οι ΗΠΑ, είναι ανίκανος να σβήσει τις φωτιές που προκαλούν τα αδιέξοδα του συστήματος του.

Το φάντασμα του Μάη πλανιέται ξανά

Η κρίση και η σαρωτική επίθεση του νεοφιλελευθερισμού και του σοσιαλφιλελευθερισμού αναπόφευκτα προετοιμάζουν τεράστια κοινωνική αναταραχή εκρήξεις και πόλωση.

“Τα γεγονότα όμως και τα σκαμπανεβάσματα στον αγώνα ενάντια στο κεφάλαιο, οι ήττες πιο πολύ από τις νίκες, δεν είναι δυνατό να μην κάνουν τους ανθρώπους να συνειδητοποιήσουν την ανεπάρκεια των διαφόρων αγαπημένων τους κομπογιαννιτισμών και να ανοίξουν το δρόμο στην πλήρη κατανόηση των πραγματικών προϋποθέσεων της χειραφέτησης της εργατικής τάξης” (Κομμουνιστικό Μανιφέστο).

Η πρόσφατη αναβίωση της δημοτικότητας και του ενδιαφέροντος για το Μαρξ και το Μαρξισμό αντανακλά ουσιαστικά την κρίση και τα αδιέξοδα του καπιταλισμού που αναπόφευκτα στρέφουν ξανά τη νεολαία και τους εργάτες στην κατεύθυνση των σοσιαλιστικών ιδεών. Γιατί οι ελπίδες και τα όνειρα των μαζών για μια καλύτερη ζωή δεν μπορούν να ικανοποιηθούν μέσα σ’ αυτό στο σύστημα.Βέβαια όπως εξήγησε και ο Λέον Τρότσκι:

“Η σημερινή κρίση του ανθρώπινου πολιτισμού, είναι κρίση της ηγεσίας των εργαζομένων” (Μεταβατικό Πρόγραμμα).

Δηλαδή, η κοινωνία πλαντάζει, γιατί οι ηγεσίες των επισήμων κομμάτων της Αριστεράς ξεπούλησαν τους εργαζόμενους κι ενσωματώθηκαν στο σύστημα, αντί να παλεύουν για να το ανατρέψουν.

Η φθορά όμως και η χρεοκοπία των επίσημων πολιτικών κομμάτων και το τεράστιο πολιτικό κενό που δημιουργείται είναι τόσο μεγάλα που ανησυχούν ιδιαίτερα την αστική τάξη. Γιατί έτσι γίνονται ευνοϊκές οι συνθήκες για το κτίσιμο νέων μαχητικών και ανεξάρτητων εργατικών κομμάτων και ανοίγει ο δρόμος για τη μαζικοποίηση επαναστατικών οργανώσεων που παλεύουν για μια σοσιαλιστική κοινωνία.

Μάλιστα μέσα στις συνθήκες παγκοσμιοποίησης της διεθνούς οικονομίας το όραμα για μια σοσιαλιστική κοινωνία παίρνει τώρα περισσότερο από ποτέ άλλοτε ένα παγκόσμιο χαρακτήρα.

__________

1968

Η εξέγερση του Μάη

Του Νίκου Ρεμούνδου

Εισαγωγή

Τα συγκλονιστικά γεγονότα του Μάη στη Γαλλία, το ’68, που προκάλεσαν τη μεγαλύτερη γενική απεργία στην ιστορία και δημιούργησαν μια επαναστατική κατάσταση, ξέσπασαν σαν την έκρηξη ενός ηφαιστείου. Τα ωστικά τους κύματα έφτασαν σε κάθε γωνιά του κόσμου. Οι συνέπειες και η σημασία τους δεν πρόκειται να σβήσουν πραγματικά ποτέ.

Στην πιο ώριμη στιγμή τους απεργούσαν 10 εκ. εργάτες, που καταλάβανε όλου τους χώρους δουλειάς τους, σήκωσαν κόκκινες σημαίες και έφτιαξαν Επιτροπές Αγώνα. Τραγουδούσαν τον ύμνο της Διεθνούς και συζητούσαν δημόσια για το πώς καλύτερα θα πάρουν τον έλεγχο της ζωής τους στα δικά τους χέρια. Όλα τα στρώματα της κοινωνίας συγκλονίστηκαν από το παλιρροιακό αυτό κύμα, που οδηγούσε σε μια εντελώς νέα μορφή κοινωνίας, όπου θα άνθιζαν ανεμπόδιστα όλα τα ανθρώπινα ταλέντα. Πολύ λίγοι μπόρεσαν να προβλέψουν τον ερχομό του. Εκατοντάδες εκατομμύρια δέχτηκαν τη σαρωτική επιρροή του και οι αστικές τάξεις παντού έτρεμαν μπρος στις συνέπειες του.

Ξαφνικά και απρόοπτα

Η συνταρακτική όμως αυτή ταξική σύγκρουση φάνηκε πως ξέσπασε εντελώς ξαφνικά και απρόοπτα. Το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα γνώριζε ακόμα τότε μια πρωτοφανή και σχεδόν αδιάκοπη 20ετή ανάπτυξη. Η Γαλλία, μπρος στην ανάγκη να γίνει ανταγωνιστική στις διεθνείς αγορές, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη μέχρι τότε πολιτική της συνειδητής υποβάθμισης της βιομηχανίας από το φόβο των επαναστατικών παραδόσεων της Γαλλικής εργατικής τάξης και με την άνοδο του Ντε Γκώλ στην προεδρία (1958) να εφαρμόσει ένα εντατικό πρόγραμμα εκβιομηχάνισης και εκσυγχρονισμού της.

Έτσι, στα μέσα της δεκαετίας του ’60 η οικονομία της αναπτυσσόταν με 5% το χρόνο και αύξανε το μερίδιο της στις διεθνείς αγορές. Η γρήγορη αυτή ανάπτυξη ωφέλησε αρκετά στρώματα εργαζομένων (επαγγελματικά στελέχη και ειδικευμένους εργάτες), που γνώρισαν σημαντική βελτίωση του βιοτικού τους επιπέδου και της καταναλωτικής τους δυνατότητας.

Επιπλέον, ο στρατηγός Ντε Γκώλ, χρησιμοποιώντας τις υπερεξουσίες του προέδρου, επέβαλε ένα αυταρχικό πολιτικό καθεστώς. Υποβάθμισε το κοινοβούλιο και κυβέρνησε με προεδρικά διατάγματα και δημοψηφίσματα, στηριγμένος κύρια στην υποστήριξη του στρατού και ενός ισχυρού καταπιεστικού κρατικού μηχανισμού. Η Γαλλία είχε τότε αναλογικά το μεγαλύτερο αριθμό αστυνομικών απ’ όλες τις αναπτυγμένες χώρες και τις πιο αντιδραστικές ένοπλες μονάδες, όπως τα “δημοκρατικά σώματα ασφαλείας”, τα μισητά CRS. Σαν άλλος Λουδοβίκος, ο Ντε Γκώλ πίστευε ότι “το κράτος είμαι εγώ”. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες επικρατούσε σύγχυση, διάσπαση και αδυναμία στις γραμμές της επίσημης αριστεράς (Σοσιαλιστικό και Κομμουνιστικό Κόμμα) και της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς (μαοϊκοί, ορισμένες ομάδες που μιλούσαν στο όνομα του τροτσκισμού και άλλοι).

Οι Σοσιαλιστές (Ομοσπονδία της Αριστεράς) και οι Κομμουνιστές, που στις βουλευτικές εκλογές το 1967 είχαν συγκεντρώσει μαζί 9.2 εκ. ψήφους και 191 βουλευτές (σε σύνολο 28.4 εκ. ψήφων και 487 βουλευτών, η ΟΑ πήρε 4.2 εκ. ψήφους και 118 βουλευτές και το ΚΚ 5 εκ. ψήφους και 73), είχαν από πολλές ήδη δεκαετίες εγκαταλείψει την επαναστατική προοπτική κι είχαν μετατραπεί σε κόμματα του κοινοβουλευτικού κατεστημένου, που επιζητούσαν μόνο μεταρρυθμίσεις μέσα στα πλαίσια του καπιταλισμού και έδρες στη Βουλή.

Το ΚΚ μάλιστα είχε θεωρητικοποιήσει τη θέση του, υποστηρίζοντας ότι “η επανάσταση στη Γαλλία είναι αδύνατη, όσο το βιοτικό επίπεδο της ΕΣΣΔ είναι χαμηλότερο από αυτό της Δ. Ευρώπης”. Την ίδια ώρα, εξηγούσαν ότι “οι εργαζόμενοι δεν είναι έτοιμοι” και “η αντίδραση, η αστυνομία και ο στρατός είναι πολύ ισχυροί”. Γι’ αυτό και κατηγορούσαν όσους μιλούσαν για επανάσταση και ανατροπή του καπιταλισμού, σαν προβοκάτορες που δίνουν στην αντίδραση την ευκαιρία “να πνίξει το εργατικό κίνημα στο αίμα”.

Οι οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς (μαοϊκοί και τροτσκιστές) έβγαλαν τότε το συμπέρασμα ότι, από τη μία, ο καπιταλισμός “ανανεώθηκε” και απέκτησε πια τη δυνατότητα να αποφεύγει τις κρίσεις του και, από την άλλη, ότι η εργατική τάξη στις ανεπτυγμένες χώρες “αστικοποιήθηκε” και δε μπορεί πια να παίξει επαναστατικό ρόλο. Γι’ αυτό και στράφηκαν να αναζητήσουν “τη νέα πρωτοπορία” στα αντάρτικα κινήματα του Τρίτου Κόσμου (Κούβα, Αλγερία, Βιετνάμ) τα οποία υποστήριζαν τυφλά.

Εκρηχτικό υλικό

Στην πραγματικότητα, όμως, οι βασικές αντιφάσεις του καπιταλισμού συνέχισαν να λειτουργούν και να συσσωρεύουν εκρηκτικό υλικό. Ο πληθωρισμός στη Γαλλία αυξήθηκε κατά 45% σε 10 χρόνια. Η ανεργία αυξήθηκε κατά 70% από το 1960 κι έφτασε τις 700.000. Έξη εκατομμύρια άνθρωποι ζούσαν κάτω από το επίπεδο της φτώχειας και οι εργαζόμενοι δούλευαν 45 ώρες τη βδομάδα κατά μέσο όρο, ενώ το νόμιμο ήταν 40 από το 1936.

Επιπλέον οι συνθήκες εργασίας στα γιγαντιαία εργοστάσια και τα ορυχεία ήταν απάνθρωπες (“εικόνες από την κόλαση” σύμφωνα με τον Economist), τα συνδικάτα βρίσκονταν υπό διωγμό και ιδιωτικοί μπάτσοι αστυνόμευαν τους εργαζόμενους στη δουλειά και στα σπίτια τους.

Ήτανε ακριβώς οι ξαφνικές αυτές αλλαγές του βίαιου και αυταρχικού “εκσυγχρονισμού” της οικονομίας που ώθησαν το “αστικοποιημένο” προλεταριάτο να κάνει τη μεγαλύτερη Γενική Απεργία στην ιστορία και να αναζητήσει τη ριζική αλλαγή στη ζωή του, σε μια σοσιαλιστική κοινωνία. Ήτανε αυτές οι οργανικές αντιφάσεις που μετά από λίγο καιρό (1974/75) μετέτρεψαν την πολύχρονη άνθηση σε μακρόχρονη, παγκόσμια οργανική κρίση του συστήματος, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

Η εξέγερση των φοιτητών

Οι φοιτητές, λόγω της θέσης τους σαν ένα ιδιόμορφο στρώμα της κοινωνίας, που βρίσκεται σε μια μεταβατική και κρίσιμη περίοδο της ζωής του, αποτελούνε συχνά ένα ευαίσθητο βαρόμετρο των κοινωνικών και πολιτικών διεργασιών, σε περιόδους ιδιαίτερα αλλαγής προς την έξαρση ή την πτώση τους.

Γιατί εξεγέρθηκαν

Στη Γαλλία το 1968 το 33% του πληθυσμού ήταν κάτω των 20 ετών. Οι φοιτητές στα πανεπιστήμια έφταναν τις 500.000 (έναντι 200.000 το 1961). Γι’ αυτό, παρά τον 6πλασιασμό των δαπανών για την Παιδεία και το χτίσιμο πολλών νέων πανεπιστημίων η κατάσταση ήταν απελπιστική. Οι καθηγητές δεν επαρκούσαν, οι αίθουσες δε χωράγανε τους φοιτητές, οι βιβλιοθήκες και τα εργαστήρια είχαν ξεχειλίσει.

Την ίδια ώρα, το 50% των φοιτητών ήταν αναγκασμένοι να δουλεύουν για να σπουδάσουν. Έτσι το 30%-50% των φοιτητών αποτύχαιναν στις εξετάσεις για το δίπλωμά τους. Ο ίδιος ο υπουργός Παιδείας, ο Αλαίν Περεφίτ, δήλωσε το 1967 ότι το σύστημα αυτό έμοιαζε “με την οργάνωση ενός ναυάγιου με σκοπό να επιλεγούν οι καλύτεροι κολυμβητές”.

Το κράτος διοικούσε τα 22 Πανεπιστήμια σαν να ήταν εργοστάσια στην ΕΣΣΔ, συγκεντρωτικά και γραφειοκρατικά. Οι κανονισμοί που διέπουν τη φοιτητική ζωή, θυμίζουν στρατό και ξεφεύγουν και από την κοινή λογική.
Το νέο πανεπιστήμιο της Ναντέρ επρόκειτο να ‘ναι το μοντέλο για όλα τα πανεπιστήμια του μέλλοντος. Στην πραγματικότητα η Ναντέρ έγινε ο τάφος των χαμένων αυταπατών των φοιτητών και το κέντρο της εξέγερσης. Ο Αλαίν Τουραίν, καθηγητής κοινωνιολόγος της Ναντέρ δήλωσε ότι:

“οι νέες αυτές πανεπιστημιουπόλεις απομονώνουν τους φοιτητές όπως και τους εργάτες στις νέες εργατουπόλεις που χτίζουν οι εταιρείες στις ΗΠΑ. Αυτή η κατάσταση γεννάει μια μάζα φοιτητική, το ίδιο πυκνή και ανώνυμη, όπως το βιομηχανικό προλεταριάτο, με τις απαιτήσεις της, τους αρχηγούς της και τη συνείδηση της δύναμης της, που ολοένα αυξάνει”.

Ποιες ήταν λοιπόν οι απαιτήσεις των φοιτητών; Ξεκίνησαν φυσικά από τις ανάγκες νέων καθηγητών, αιθουσών, βιβλιοθηκών, εργαστηρίων και φοιτητικών εστιών, προχώρησαν στην απαίτηση του σεβασμού της προσωπικότητας και της νοημοσύνης τους και κατέληξαν στην αμφισβήτηση του αστικού πανεπιστημίου και του αστικού κράτους.

Οι φοιτητές δίκαια θεώρησαν ότι ο αυστηρός διαχωρισμός ανάμεσα στα χτίρια διαμονής των αγοριών και κοριτσιών στις φοιτητικές εστίες και η αυστηρή απαγόρευση των επισκέψεων στο άλλο φύλο αποτελούσε προσβολή και παραβίαση στοιχειωδών ελευθεριών και δικαιωμάτων τους. Το κίνημα για την κατάργησή του, που ξεκίνησε το κόκκινο φθινόπωρο του 1965 στο Παρίσι, εξαπλώθηκε το Φεβρουάριο του 1967 σ’ όλη τη Γαλλία και ανάγκασε τελικά το υπουργείο Παιδείας να αποδεχτεί ότι τα κορίτσια μπορούν να επισκέπτονται τα αγόρια (ως τις 11 το βράδυ), αλλά όχι το αντίθετο.

Στο τμήμα της κοινωνιολογίας της Ναντέρ οι φοιτητές είχαν την αίσθηση ότι δεν ήξεραν πια γιατί βρίσκονταν στο πανεπιστήμιο. Δε μάθαιναν τίποτα χρήσιμο και μόλις τελείωναν τους περίμενε μάλλον η ανεργία. Έτσι αποφάσισαν να αμφισβητήσουν και τον τρόπο διδασκαλίας και το περιεχόμενο σπουδών και να απαιτήσουν νέες θέσεις εργασίας. Στις 17 Νοέμβρη του ’67, με τη συμφωνία των καθηγητών τους άρχισαν απεργία που εξαπλώθηκε σε όλη τη σχολή (10.000 φοιτητές) και διάρκεσε 10 μέρες. Η επιτροπή καθηγητών και φοιτητών που ανέλαβε να κάνει προτάσεις για όλα αυτά, γρήγορα διασπάστηκε σε μεταρρυθμιστές και αγωνιστές, που ζητούσαν ριζικές αλλαγές και πήραν το όνομα “οι εξοργισμένοι”(enragees).

Για να ξεσηκώσουν τους φοιτητές με το μέρος τους, οργάνωσαν στις 26 Γενάρη του ’68, πικετοφορία που με φωτογραφίες αποκάλυπτε ότι πληροφοριοδότες της αστυνομίας κυκλοφορούσαν μέσα στο πανεπιστήμιο και παρακολουθούσαν φοιτητές. Επειδή οι πολιτικές εκδηλώσεις απαγορεύονταν μέσα στο πανεπιστήμιο, ο κοσμήτορας Γκραπέν κάλεσε την αστυνομία για να τους διαλύσει. Την στιγμή όμως που έμπαιναν μέσα οι αστυνομικοί άνοιξαν οι αίθουσες και βγήκαν στο προαύλιο 10.000 φοιτητές, που μόλις τους είδαν εκεί ξεσηκώθηκαν και με κραυγές “θάνατος στον κοσμήτορα”, “κάτω οι μπάτσοι”, “έξω οι ναζί” επιτέθηκαν ενάντιά τους και μετά από μάχη, τους πέταξαν έξω.

Πολιτικοποίηση και οργάνωση

Οι αγωνιστές και οι οργανώσεις που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εξέγερση των φοιτητών και την εξέλιξή της οφείλουν τις πολιτικές ρίζες τους και την εκπαίδευσή τους στο σχολείο των αγώνων ενάντια στον πόλεμο της Αλγερίας και του Βιετνάμ. Ένα μεγάλο μέρος των αγωνιστών αυτών προήλθε από την Εθνική Ένωση Σπουδαστών Γαλλίας (ΕΕΣΓ) και την Ένωση Κομμουνιστών Φοιτητών (ΕΚΦ)

Η μεγάλη αγανάκτηση που συσσωρευόταν στη Γαλλία κατά του απάνθρωπου πολέμου του γαλλικού στρατού ενάντια στον εξεγερμένο αλγερινό λαό και η άρνηση της ηγεσίας του ΚΚΓ να υποστηρίξει πραγματικά τον αγώνα εθνικής ανεξαρτησίας των αλγερινών, έσπρωξε μια ομάδα αριστερών καθολικών φοιτητών, που βρίσκονταν στην ηγεσία της ΕΕΣΓ (την ΕΦΕΕ) να παίξει πρωτοπόρο ρόλο, οργανώνοντας τότε μαζικές κινητοποιήσεις (10.000 το 1960) που ξάφνιασαν όλους. Η μάχη για τον έλεγχο της ΕΕΣΓ συνεχίστηκε σκληρά τα επόμενα χρόνια ανάμεσα σε ανεξάρτητους αριστερούς φοιτητές και την ΕΚΦ, που συνεργαζόταν σταθερά με τη δεξιά.

Η πολιτική όμως αυτή της ηγεσίας της ΕΚΦ και του ΚΚΓ δημιούργησε μεγάλη αναταραχή μέσα στην ΕΚΦ, με αποτέλεσμα να χάσει το ΚΚ την πλειοψηφία και να αναγκαστεί να προχωρήσει σε μεγάλες διαγραφές και την ουσιαστική διάλυσή της (1964-65) για να ξαναποκτήσει τελικά τον έλεγχό της.

Έτσι, το 1966, πολλοί διαγραμμένοι από την ΕΚΦ, το ΚΚΓ, αλλά και τους σοσιαλιστές της Ομοσπονδίας, συσπειρώθηκαν στο Ενοποιημένο Σοσιαλιστικό Κόμμα, ένα μικρό κόμμα της σοσιαλιστικής αριστεράς, του Μισέλ Ροκάρ, που περιλάμβανε και αριστερούς καθολικούς και έκανε πολεμική από τ’ αριστερά και στην Ομοσπονδία και το ΚΚΓ Την ίδια χρονιά αρκετοί διαγραμμένοι από την ΕΚΦ συσπειρώθηκαν τότε σε δύο ακόμα μικρότερες οργανώσεις: την Κομμουνιστική Επαναστατική Νεολαία (ΚΕΝ), με επικεφαλής τον Αλαίν Κριβίν, που ιδρύθηκε με πρωτοβουλία μιας ομάδας τροτσκιστών της τάσης Ε. Μαντέλ – Π. Φράνκ και την Ένωση Κομμουνιστών Νεολαίων, Μαρξιστές-Λενινιστές (ΕΚΝ, Μ-Λ) στην οποία πρωτοστάτησαν μαοϊκοί φοιτητές. Παράλληλα, με πρωτοβουλία του Ενοποιημένου Σοσιαλιστικού Κόμματος (ΕΣΚ) της ΚΕΝ και άλλων αριστερών, ιδρύθηκε η Εθνική Επιτροπή για το Βιετνάμ (ΕΕΒ), που βρήκε σημαντική απήχηση, ιδιαίτερα στα σχολεία.

Λίγο πριν ξεσπάσουν τα γεγονότα του Μάη, το Γενάρη του ’68, αριστεροί μαθητές που πρωτοστατούσαν στις Επιτροπές για το Βιετνάμ, ίδρυσαν τις Επιτροπές Δράσης Λυκείων (ΕΔΛ), με αφορμή την απεργία των καθηγητών τους, στους οποίους συμπαραστάθηκαν. Στις 22 του Μάρτη, στην Ναντέρ, ιδρύθηκε η Κίνηση της 22 του Μάρτη, από φιλοαναρχικούς φοιτητές, με επικεφαλής τον Κον Μπεντίτ, για να αγωνιστεί ενάντια στις συλλήψεις μελών της Επιτροπής του Βιετνάμ – που έβαλαν μικρές βόμβες στα γραφεία της TWA και της Τράπεζας της Αμερικής – και το δικαίωμα να ασχολούνται με την πολιτική μέσα στο πανεπιστήμιο. Λίγες μέρες αργότερα, ιδρύθηκε στη Σορβόννη, σαν πολιτική οργάνωση, το Κίνημα Πανεπιστημιακής Δράσης (ΚΠΔ), από ανεξάρτητους αριστερούς πανεπιστημιακούς λέκτορες και ερευνητές, που συμμετείχαν επίσης και επηρέαζαν το Εθνικό Συνδικάτο Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΣΑΕ), που ήταν η συνδικαλιστική οργάνωση των διδασκόντων στα πανεπιστήμια.

3 Μάη: η πρώτη έκρηξη

Η πρώτη έκρηξη της εξέγερσης του Μάη ξεκίνησε από τη Ναντέρ και κορυφώθηκε στην Σορβόννη.

Στα τέλη του Απρίλη, “οι εξοργισμένοι” στην Ναντέρ ανακοίνωσαν ότι θα μποϋκοτάρουν τις …ιερές και όσιες εξετάσεις. Ο κοσμήτορας όμως έκανε το λάθος να απαντήσει ότι οι εξετάσεις θα γίνουν, αν χρειαστεί, με την προστασία της αστυνομίας. Στις 2 του Μάη, 300 “εξοργισμένοι” μπαίνουν σε μια αίθουσα διδασκαλίας, διακόπτουν το μάθημα και προβάλλουν ένα φιλμ για τον Τσε. Ο κοσμήτορας Γκραπέν αποφασίζει τότε να κλείσει η Ναντέρ και στέλνει τον Κον Μπεντίτ και 5 άλλους φίλους του στο πειθαρχικό συμβούλιο του πανεπιστημίου του Παρισιού.

Στις 3 του Μάη, Παρασκευή, 500 αριστεροί φοιτητές συγκεντρώνονται στην αυλή της Σορβόννης για να διαμαρτυρηθούν για τα γεγονότα στη Ναντέρ. Ο πρύτανης Ζαν Ρος, φοβούμενος μην ξεσπάσουν συγκρούσεις με τις οργανώσεις των δεξιών φοιτητών (την Ένωση Εθνικιστών Φοιτητών και την παραστρατιωτική οργάνωση ΔΥΣΗ), έδωσε την άδεια στην αστυνομία να παραβιάσει το απαραβίαστο μέχρι τότε άσυλο του πανεπιστημίου.

Όταν ισχυρές κι ένοπλες δυνάμεις της αστυνομίας κύκλωσαν τους φοιτητές, αυτοί δεν έφεραν αντίσταση και δέχτηκαν να αποχωρήσουν. Όταν όμως τους φόρτωσαν σε φορτηγά και ξεκίνησαν για να τους βγάλουν έξω, το πλήθος των φοιτητών που είχε μαζευτεί και παρακολουθούσε τα γεγονότα ξέσπασε.

Με την κραυγή “κάτω η καταπίεση” εκατοντάδες φοιτητές επιτέθηκαν στην αστυνομία με κάθε όπλο που μπόρεσαν πρόχειρα να βρουν (πέτρες, δέντρα, κάγκελα, παγκάκια). Όλο το βράδυ αστυνομικοί και φοιτητές εφορμούσαν και υποχωρούσαν και οι μάχες εξαπλώθηκαν γρήγορα στην γύρω περιοχή. Αγριεμένοι αστυνομικοί άρχισαν να ξυλοκοπούν και να συλλαμβάνουν θαμώνες των καφενείων και περαστικούς. Τα δακρυγόνα έκαναν την ατμόσφαιρα ανυπόφορη.

Το άλλο πρωί, εκατοντάδες άνθρωποι ήταν πληγωμένοι και 596 συνελήφθησαν, ανάμεσα τους ο Κον Μπεντίτ και ο Ζακ Σωβαζό, ο αντιπρόεδρος της ΕΕΣΓ. Αμέσως οι φοιτητές υιοθέτησαν το νέο αίτημα “ελευθερώστε τους συντρόφους μας”. Η ΕΕΣΓ και η ΕΣΑΕ κάλεσαν όλους τους φοιτητές του Παρισιού (160.000) και τους διδάσκοντες σε συγκέντρωση διαμαρτυρίας τη Δευτέρα 6 Μάη.

6 Μάη: η εξέγερση ξεκινάει

Από τη Δευτέρα, 6 Μάη, οι κινητοποιήσεις των φοιτητών μετατράπηκαν από τοπικές διαμαρτυρίες σε συνολική εξέγερση.

Οργισμένοι από το …βιασμό της Σορβόννης 4-5.000 φοιτητές συγκεντρώθηκαν τη Δευτέρα το πρωί και με συνθήματα “Ρος παραιτήσου”, “καθηγητές όχι μπάτσους”, διαδήλωσαν στο Καρτιέ Λατέν χωρίς επεισόδια. Το απόγευμα 10.000 φοιτητές, με δεκάδες πανεπιστημιακούς καθηγητές και εκατοντάδες μαθητές, που κινητοποίησαν οι ΕΔΛ, διαδήλωσαν στη Νότρ Νταμ και μέσω του Καρτιέ Λατέν επέστρεφαν ειρηνικά στη Σορβόννη, με συνθήματα “ανοίξτε τα πανεπιστήμια” “έξω οι μπάτσοι”, “ελευθερώστε τους συντρόφους μας” και για πρώτη φορά “φοιτητές κι εργάτες ενωμένοι”.

Ξαφνικά η αστυνομία χτύπησε άγρια την πορεία και οι συγκρούσεις που ξεκίνησαν διάρκεσαν 12 ώρες. Το Παρίσι είχε να δει τέτοια βίαια επεισόδια από τα γεγονότα της Αλγερίας. Η αγριότητα της αστυνομίας αγανάκτησε τους κατοίκους της περιοχής και τους περαστικούς που δεν πίστευαν στα μάτια τους. Το μίσος των φοιτητών ενάντια στην αστυνομία ήταν χωρίς προηγούμενο. Με τη βοήθεια πολλών νέων εργατών, που μπήκαν κι αυτοί στην μάχη, άρχισαν να στήνουν τα πρώτα οδοφράγματα. Ο απολογισμός αυτής της άγριας σύγκρουσης ήταν 739 τραυματίες και 422 συλλήψεις.

Την επομένη όλοι οι τοίχοι του Παρισιού ήτανε γεμάτοι από το σύνθημα “CRS = SS”. 30.000 φοιτητές στο Παρίσι έκαναν μια ενθουσιώδη πορεία γύρω- γύρω στο κέντρο, λες και η πόλη όλη τους ανήκε, φωνάζοντας “Είμαστε μια ομαδούλα” όπως τους κατηγορούσε η κυβέρνηση και η ηγεσία του ΚΚΓ. Άλλοι 30.000 φοιτητές διαδήλωσαν συγχρόνως σε 10 ακόμη πόλεις.

Την ίδια μέρα, το Γαλλικό Ινστιτούτο Κοινής Γνώμης ανακοίνωσε πως οι σφυγμομετρήσεις έδειχναν πως το 80% του παρισινού πληθυσμού υποστήριζε τους φοιτητές. Πέντε προσωπικότητες, κάτοχοι του Νόμπελ, ζήτησαν από τον Ντε Γκώλ αμνηστία για τους φοιτητές και άνοιγμα των πανεπιστημίων.

Η νύχτα των οδοφραγμάτων

Ο Ντε Γκώλ όμως δεν απάντησε και η κυβέρνηση του συνέχισε να επαναλαμβάνει, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, ότι “δε μπορούμε να ανεχτούμε την αναρχία” και πως “η τάξη πρέπει να αποκατασταθεί με κάθε θυσία”.

Στις 9 του Μάη, μπρος στην εκρηχτική κατάσταση που είχε δημιουργηθεί, ο πρύτανης της Σορβόννης ανακοίνωσε ότι το πανεπιστήμιο θα ανοίξει αύριο και θα αρχίσουν τα μαθήματα. Η απάντηση της ΕΕΣΓ και της ΕΣΑΕ ήρθε αμέσως. Η απεργία θα συνεχιστεί μέχρι να εκπληρωθούν και οι 3 όροι των φοιτητών και του διδακτικού προσωπικού.

5.000 μαθητές και εκατοντάδες νέοι εργάτες ενώθηκαν με την κεντρική συγκέντρωση των φοιτητών (15.000) μπρος στη Σορβόννη. Γρήγορα μαθεύτηκε ότι η αστυνομία είχε αποκλείσει την περιοχή και η διαδήλωση δεν μπορούσε να βγει από το Καρτιέ Λατέν. Μετά από μια σύντομη σύσκεψη αποφασίστηκε να καταλάβουν οι φοιτητές τη συνοικία τους και να οχυρωθούν εκεί. Το πρώτο οδόφραγμα από αναποδογυρισμένα αυτοκίνητα έγινε στην οδό Λε Γκοφ, γύρω στις 9 το βράδυ. Μέσα σε λίγες ώρες, με τη βοήθεια των νέων εργατών, έσκαψαν τα καλντερίμια κι έστησαν 60 τουλάχιστον ισχυρά οδοφράγματα μέσα στην περιοχή.

Η κυβέρνηση σε ειδική μεταμεσονύχτια σύσκεψη του Υπουργικού Συμβουλίου αποφάσισε τελικά να ανακαταληφθεί η συνοικία. Η αστυνομία στην επίθεσή της χρησιμοποίησε τα πάντα, εκτός από σφαίρες. Δακρυγόνα, καπνογόνα, ασφυξιογόνα κι ότι άλλο τους είχε απομείνει από τον πόλεμο της Αλγερίας.

Αγόρια και κορίτσια ρίχτηκαν στον αγώνα με ασύγκριτο θάρρος και αποφασιστικότητα. Οι άνισες μάχες σώμα με σώμα, μέσα σε μια αποπνιχτική για τους νεολαίους ατμόσφαιρα, συνεχίστηκαν για 5 ώρες. Οι πληγωμένοι έμειναν χωρίς βοήθεια, γιατί οι αστυνομικοί ξυλοκοπούσαν άγρια και τους εθελοντές του Ερυθρού Σταυρού, που προσπαθούσαν να γλιτώσουν τους χτυπημένους από τα νύχια τους.

Οι κάτοικοι της περιοχής, που αισθάνθηκαν φρίκη μπροστά στη βαρβαρότητα της αστυνομίας έκαναν ότι μπορούσαν για να περιθάλψουν και να κρύψουν τους κυνηγημένους νεολαίους. Η κραυγή “Ντε Γκώλ δολοφόνε” αντιλαλούσε πια σ’ όλη τη συνοικία.

Η “νύχτα των οδοφραγμάτων”, όπως ονομάστηκε το βράδυ της 10ης Μαΐου θα μείνει στην ιστορία σαν ένα δοξασμένο επεισόδιο στην πλούσια επαναστατική παράδοση της Γαλλίας. Τα γκλομπς μετέτρεψαν μια φοιτητική αναταραχή σε ανοιχτή πολιτική αναμέτρηση.

Φοιτητές – Εργάτες Ενωμένοι

Το Σάββατο το πρωί, 11 του Μάη, ο πρωθυπουργός Ζ. Πομπιντού επέστρεψε στο Παρίσι από την επίσκεψή του στο Ιράν. Σε λίγες ώρες βγήκε στην τηλεόραση και με χαμόγελο, σαν να μην είχε γίνει τίποτα, ανακοίνωσε ότι τα πανεπιστήμια θα ανοίξουν, η αστυνομία θα αποσυρθεί και οι κρατούμενοι φοιτητές θα απελευθερωθούν. Το ρητό του Ντε Γκώλ πως “το κράτος δεν υποχωρεί ποτέ” έγινε έτσι συντρίμμια.

Οι παραχωρήσεις όμως αυτές του Πομπιντού, που έγιναν μπρος στο φόβο να κλιμακωθεί η φοιτητική εξέγερση σε εργατική, ήταν τώρα πια πολύ λίγες και έγιναν πολύ αργά για να σταματήσουν τη χιονοστιβάδα. Λίγες ώρες πριν, οι φοιτητές στο Στρασβούργο έκαναν εισβολή και κατέλαβαν το Πανεπιστήμιο, σήκωσαν την κόκκινη σημαία και δήλωσαν ότι είναι τώρα πια ανεξάρτητο από το Υπουργείο Παιδείας. Λίγες ώρες μετά, μια ομάδα αγωνιστών του ΚΠΔ κατέλαβε τη Φιλοσοφική σχολή στο Παρίσι και άνοιξαν τις αίθουσες τους σε διαρκείς δημόσιες συνεδριάσεις ανταλλαγής απόψεων πάνω σε όλα τα ζητήματα.

Η δραματική αυτή στροφή του Πομπιντού ήρθε πολύ αργά για να εμποδίσει την ένωση του αγώνα των φοιτητών με τους εργάτες, που έβραζαν ήδη από αγανάκτηση ενάντια στην κυβέρνηση. Την ίδια μέρα λοιπόν, τα δύο μεγαλύτερα συνδικάτα, η Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας (ΓΣΕ – φιλοκομμουνιστική) και η Γαλλική Δημοκρατική Συνομοσπονδία Εργασίας (ΓΔΣΕ – ανεξάρτητη) μαζί με την Ομοσπονδία Εθνικής Εκπαίδευσης (ΟΕΕ) κάλεσαν τα μέλη τους σε 24ωρη Γενική Απεργία και διαδήλωση, τη Δευτέρα, 13 Μάη, ημέρα της 10ης επετείου του αλγερινού πραξικοπήματος, που είχε δώσει στον Ντε Γκώλ την εξουσία.

Οι ηγέτες των συνδικάτων όμως αναγκάστηκαν να καλέσουν αυτή την απεργία παρά τη θέληση τους, γιατί ήταν ανεπανόρθωτα εκτεθειμένοι στα μάτια των εργαζομένων για την εντελώς εχθρική στάση που κράτησαν μέχρι τότε απέναντι στο φοιτητικό ξεσήκωμα. Τόσο το ΚΚΓ, όσο και η ΓΣΕ αποκαλούσαν τους φοιτητές “ψευτοεπαναστάτες” και “εξτρεμιστικές ομαδούλες” που “δεν αφήνουν τους σπουδαστές να πάνε στα μαθήματα τους”, όπως ακριβώς και η κυβέρνηση.

Ωστόσο, την ίδια ώρα οι συνδικαλιστές ηγέτες έλπιζαν ότι με την 24ωρη απεργία θα ξεφούσκωνε το κίνημα και θα μπορούσαν έτσι παίρνοντας τον έλεγχο της κατάστασης, να κλείσουν γρήγορα το ζήτημα και να απομονώσουν τους “εξτρεμιστές”. Έπεσαν, όμως, πολύ έξω στους υπολογισμούς τους, όπως και η κυβέρνηση.

Γιατί η γενική απεργία αντί να σταματήσει τη φοιτητική εξέγερση έδωσε φτερά στους εργάτες για να πάρουν αυτοί τώρα την πρωτοβουλία. Η απεργία παράλυσε τα πάντα και η συγκέντρωση στο Παρίσι 1 εκ. ανθρώπων ήταν συγκλονιστική. Ένας Βρετανός δημοσιογράφος την περιέγραψε σαν “μια ανθρώπινη παλίρροια που κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει”.

Παρά τις διαιρέσεις που οι ηγέτες είχαν επιβάλλει ανάμεσα στα συνδικάτα υπήρχαν εκατοντάδες κοινά πανό. Το σύνθημα “εργάτες, φοιτητές ενωμένοι”, βρισκόταν παντού, όπως και οι κόκκινες σημαίες και ο ύμνος της Διεθνούς. Τα συνθήματα “Ντε Γκώλ δολοφόνε” και “Ντε Γκώλ παραιτήσου” ήταν τα πιο δημοφιλή. Η παράλυση της οικονομίας από την απεργία και ο τεράστιος όγκος και ο ενθουσιασμός της διαδήλωσης έκαναν τους εργάτες να συνειδητοποιήσουν τη μεγάλη δύναμη τους. Το φράγμα ήταν έτοιμο να σπάσει.

Ο Αλαίν Ζισμάρ, γενικός γραμματέας του ΕΣΑΕ, δήλωσε σωστά πως:

“από τις 13 του Μάη την πιο θαυμαστή μέρα που έφερε την έξοδο των φοιτητών από τα γκέτο των πανεπιστημίων, την έξοδο των εργατών από τα γκέτο των επιχειρήσεων, την ανάμειξη των ανθρώπων που μάχονταν στον δρόμο και εκείνων που κοίταζαν τη μάχη, ο αγώνας πήρε την εργατική του διάσταση”.

Ποιος είναι πρωτοπορία

Οι φοιτητές μόλις τελείωσε η διαδήλωση επέστρεψαν στην Σορβόννη, την κατέλαβαν, άνοιξαν τις αίθουσες κι άρχισαν να συζητάνε δημόσια πως θα αλλάξουν ριζικά το πανεπιστήμιο και θα χτίσουν μια νέα κοινωνία. Γρήγορα οι καταλήψεις εξαπλώθηκαν σε όλη τη Γαλλία και οι φοιτητές άρχισαν να αναζητούν παντού με πάθος πως θα υλοποιήσουν τις ελπίδες και τα όνειρα τους, όπως αντανακλούνταν στα συνθήματα τους: “δημιουργικότητα, αυθορμητισμός, ζωή”, “η φαντασία στην εξουσία”, “το μέλλον θα είναι αυτό που θα δημιουργήσουμε τώρα”, “εργάτες όλων των χωρών διασκεδάστε”, “όλα είναι δυνατά” κ.α..

Για να τα πετύχουν όμως όλα αυτά οι φοιτητές έπρεπε να πάρουν πρώτα την εξουσία, όχι μόνο στα πανεπιστήμια αλλά και στην κοινωνία. Για να φτάσουν όμως μέχρι εκεί καταλάβαιναν ότι έπρεπε να στηριχτούν στους εργαζόμενους. Για να πειστούν όμως οι εργαζόμενοι και η κοινωνία να διακινδυνέψουν τα πάντα, έπρεπε να καταλάβουν πως θα πάρουν την εξουσία, πως θα την κρατήσουν και πως θα οργανώσουν τη νέα κοινωνία για να λειτουργήσει καλύτερα από αυτή.

Οι φοιτητές με τον αυθορμητισμό τους, την τόλμη και τη μαχητικότητα τους έπαιξαν το ρόλο του καταλύτη στα κρίσιμα αυτά γεγονότα ή του “ελαφρού ιππικού” όπως εξηγούσε ο Λ. Τρότσκι, που άνοιξαν το δρόμο “στις βαριές μεραρχίες του προλεταριάτου”. Ωστόσο, ο κρίσιμος αυτός ρόλος που έπαιξαν δημιούργησε πολλές αυταπάτες στους ηγέτες του αλλά και πλατύτερα, πως δηλαδή το φοιτητικό κίνημα ήταν η ατμομηχανή της λαϊκής εξέγερσης και οι εργάτες θα παίζανε βοηθητικό απλά ρόλο.

Ο Κον Μπεντίτ και η φιλοαναρχική οργάνωση της 22ας του Μάρτη αποδέχτηκαν απλά τον πρωτοπόρο ρόλο των φοιτητών και δεν ενδιαφέρονταν για τις “λεπτομέρειες” που έκαιγαν τους εργαζόμενους. Δεν ενδιαφέρονταν να οργανωθούν για να πάρουν την εξουσία, ούτε θέλανε να οργανώσουν τη νέα κοινωνία. Όπως χαρακτηριστικά έλεγε και ξαναέλεγε ο Κον Μπεντίτ “το κίνημα δεν έχει ούτε οργάνωση, ούτε δομή, ούτε ιεραρχία, ούτε προκαθορισμένο πρόγραμμα”.

Η τροτσκιστική ΚΕΝ (Κριβίν), της ομάδας Ε. Μαντέλ – Π. Φράνκ, από την άλλη, αντί να παλέψει ενάντια σ’ αυτή την αδιέξοδη νοοτροπία, αποφάσισε δυστυχώς να διαλυθεί μέσα στο Κίνημα του Μπεντίτ για “να βοηθήσει έτσι το φοιτητικό κίνημα”. Την ίδια ώρα, υιοθέτησαν εύκολα τις θεωρίες του Μαρκούζε που υποστήριζε “την πρωτοπορία” των φοιτητών, μια και οι ίδιοι πίστευαν ότι οι εργάτες είχαν πια “αστικοποιηθεί”.

Αφού όμως ανακήρυξαν όλοι τους φοιτητές “στρατηγούς της λαϊκής εξέγερσης” ήταν αναπόφευκτο να μην μπορούν να προβλέψουν την εργατική εξέγερση που ερχόταν και την τεράστια σημασία της, να μην μπορούν να βοηθήσουν το φοιτητικό κίνημα να συνδεθεί πραγματικά με τους εργάτες και να παλέψουν μαζί οργανωμένα για την εξουσία.

Επαναστατική κατάσταση

Το να ζεις σε μια επαναστατική κατάσταση είναι μια συγκλονιστική εμπειρία. Υπάρχει κάτι το συναρπαστικό και εκπληκτικό ταυτόχρονα να βλέπεις την εξουσία να γελοιοποιείται και να κλονίζεται. Στις δύο ή τρεις βδομάδες που ακολούθησαν τη νύχτα των οδοφραγμάτων η Γαλλία έζησε σε ένα επαναστατικό κλίμα. Όλες οι δομές του συστήματος που είχε επιβάλλει η εξουσία αμφισβητήθηκαν βαθιά, σε μερικές περιπτώσεις ανατράπηκαν κι έγιναν πολλές προσπάθειες να αντικατασταθούν με κάτι άλλο. Φοιτητές, εργάτες και δραστήριοι πολίτες ενώθηκαν αυθόρμητα σε εκατοντάδες Επιτροπές σε όλο το Παρίσι και την επαρχία. Αυτή η γενικευμένη εξέγερση ενάντια στις παλιές μορφές της κατεστημένης εξουσίας συνοδεύτηκε κι από μια πολύ ευχάριστη αίσθηση απελευθέρωσης και λύτρωσης. Ένας φρέσκος και ζωηρός αέρας φύσηξε, παρέσυρε τις σκόνες και τις αράχνες κι έφερε μια απίστευτη ανανέωση στη ζωή τους.

Η απεργιακή πλημμύρα

Στις 14 του Μάη την επόμενη της 24ωρης Γενικής Απεργίας, απεργούσαν μόνο 200 άτομα. Στις 19 οι απεργοί έφτασαν τα 2 εκ. και στις 22 είχαν ξεπεράσει τα 10 εκ. Η απεργία εξαπλώθηκε με εξαιρετική ταχύτητα και αυθόρμητα χωρίς καμιά κεντρική οργάνωση. Οι συνδικαλιστικές ηγεσίες πιάστηκαν κυριολεκτικά στον ύπνο. Κι όμως μια ήρεμη κι ακαταμάχητη απεργιακή πλημμυρίδα παράλυσε ολόκληρη την οικονομία της χώρας. Μέσα σε χιλιάδες εργοστάσια οι εργάτες όχι μόνο απεργούσαν, αλλά και τα κατέλαβαν μετατρέποντας τα σε οχυρωμένα φρούρια.

Η εξέγερση των φοιτητών έγινε ένας καταλύτης για το απεργιακό ξεσήκωμα των εργατών. Οι αιτίες όμως που το προκάλεσαν ήταν η συσσωρευμένη ήδη αγανάκτηση μέσα στα εργοστάσια για τα χαμηλά μεροκάματα και τις άθλιες συνθήκες δουλειάς, το χάσμα που μεγάλωνε ανάμεσα στους εργάτες και τους πλούσιους εργοδότες, το άπιαστο όνειρο της ευημερίας και το αυταρχικό κράτος που τους αστυνόμευε. Αυτή την εκρηκτική ύλη πυροδότησε το φυτίλι των φοιτητών.

Οι νεαροί μεταλλεργάτες της Αεροναυπηγικής Εταιρείας του Νότου, στη Νάντη ήταν αυτοί που πρώτοι ξεκίνησαν την ιστορική αυτή Γενική Απεργία. Τις προηγούμενες εβδομάδες κάνανε ήδη στάσεις εργασίας ενάντια στην εργοδοσία. Ενθουσιασμένοι από την 24ωρη απεργία της Δευτέρας αποφάσισαν να συνεχίσουν την Τρίτη κι έπεισαν γρήγορα όλους τους εργάτες να καταλάβουν το εργοστάσιο.

Κλείδωσαν τους διευθυντές στα γραφεία τους και έβαλαν έξω από τις πόρτες τους μεγάφωνα που έπαιζαν δυνατά τη Διεθνή για να τους κάνουν να μάθουνε τα λόγια. Βάλανε μάλιστα φρουρούς απ’ έξω για να τους συνοδεύουν στην τουαλέτα. Μετά έφτιαξαν μια Επιτροπή Αγώνα κι άρχισαν να καλούν όλα τα γύρω εργοστάσια να τους μιμηθούν.

Την ίδια μέρα, στο εργοστάσιο της Ρενώ, κοντά στη Ρουέν, 200 περίπου νέοι μεταλλεργάτες κατέλαβαν τα μηχανουργεία, αμπάρωσαν τις πόρτες του εργοστασίου και κλείδωσαν το διευθυντή στο γραφείο του. Δύο λεωφορεία με απεργούς έφυγαν αμέσως για το άλλο εργοστάσιο της Ρενώ, στο Φλεν, όπου έπεισαν γρήγορα τους εργάτες να κάνουνε το ίδιο και ύψωσαν την κόκκινη σημαία. Στη συνέχεια έτρεξαν στο γιγαντιαίο εργοστάσιο της Ρενώ, στη Μπιγιανκούρ, που σύντομα αμπάρωσε κι αυτό τις πόρτες του. Έτσι, στις 16 Μάη, 60.000 εργάτες της Ρενώ είχαν καταλάβει και τα έξι εργοστάσια της.

Σε ένα εργοστάσιο της Σιτροέν, που ήταν γνωστό με το όνομα “εργοστάσιο του τρόμου” κι όπου μόνο 200 εργάτες ήταν συνδικαλισμένοι (από τους 18.000) στη γενική συνέλευση που καλέστηκε από μαχητικούς νεαρούς, η πλειοψηφία των εργατών ήταν διστακτικοί για να κατέβουν σε απεργία. Ένας συνδικαλιστής κάλεσε τότε ένα μπάτσο της εταιρείας να εξηγήσει τη θέση της εργοδοσίας. Ήταν όμως τόσο προκλητικός που μόλις τελείωσε ψήφισαν όλοι να μπουν στον αγώνα.

Μέσα σε λίγες μέρες χιλιάδες εργοστάσια είχαν καταληφθεί, τα λεωφορεία και τα τρένα είχαν παραλύσει, τα λιμάνια και τα αεροδρόμια είχαν κλείσει και όσες δημόσιες επιχειρήσεις λειτουργούσαν είχαν την άδεια των απεργών.

Σε όλους τους χώρους δουλειάς επικρατούσε ένα γιορταστικό κλίμα ενθουσιασμού και αισιοδοξίας και η πολιτικοποίηση προχωρούσε με άλματα. Οι κόκκινες σημαίες και η Διεθνής υπήρχαν παντού. Νέες αφίσες κυκλοφορούσαν με συνθήματα “Ντε Γκώλ παραιτήσου”, “Απεργία Διαρκείας”, “Είμαστε η εξουσία”.

Στις 22 του Μάη η απεργία έφτασε στο απόγειο της. Το εμπορικό ναυτικό άρχισε απεργία. Τα μεγάλα καταστήματα και τα ξενοδοχεία καταλήφθηκαν, τα δημαρχεία, το Νομισματοκοπείο, το Υπουργείο Οικονομικών και η Τράπεζα της Γαλλίας έκλεισαν τις πόρτες τους. Τα συνδικάτα έκλεισαν το ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Η πλημμυρίδα αγκάλιασε κάθε εργατικό κλάδο σε κάθε γωνιά της χώρας.

Μαζί με τους εργάτες

Η επαναστατική σημασία που είχε η εξέγερση των φοιτητών και κύρια το απεργιακό ξεσήκωμα των εργατών, που παράλυσε όλη την οικονομία, φάνηκε κι από τη σαρωτική επίδραση που είχαν σε όλα τα στρώματα των εργαζομένων, των διανοουμένων και της μεσαίας τάξης. Σε χτυπητή αντίθεση με το απεργιακό κύμα του 1936, όπου τα μεσαία στρώματα συμπαρατάχτηκαν με την εξουσία, το Μάη του ’68 τα πράγματα εξελίχτηκαν πολύ διαφορετικά. Όχι μόνο ήταν φιλικά προς τους εργάτες, αλλά συμμετείχαν τώρα ενεργά στην ξεσηκωμό.

Νεαροί καθολικοί κρατώντας πλακάτ εισέβαλαν στην εκκλησία του Αγίου Σεβερίνου φωνάζοντας “θέλουμε να ξαναφτιάξουμε την εκκλησία”. Φοιτητές της θεολογίας έγραφαν συνθήματα όπως “τα οδοφράγματα μίλησαν, η εκκλησία είναι ένα απομονωμένο και αποξενωμένο κατεστημένο”. Ακόμα και ο νέος αρχιεπίσκοπος του Παρισιού αναγκάστηκε να επισκεφτεί το Καρτιέ Λατέν και να δηλώσει:

“Ο θεός θέλει τη δικαιοσύνη και δεν είναι συντηρητικός. Οι χριστιανοί πρέπει να αμφισβητούν την κοινωνία, όταν παραμελεί τους πιο μύχιους πόθους του ανθρώπου “.

Οι εργάτες της γης και οι φτωχοί αγρότες κατέλαβαν τα μεγάλα αγροκτήματα και τις αποθήκες αγροτικών προϊόντων. Η Εθνική Οργάνωση Νέων Αγροτών κάλεσε τους αγρότες σε Γενική Απεργία για “πραγματική οικονομική και κοινωνική δημοκρατία”.

Οι πρωτοδίκες κατέβηκαν σε απεργία και άρχισαν να συζητούνε το ρόλο των δικαστών σε μια σοσιαλιστική κοινωνία. Οι αστρονόμοι του αστεροσκοπείου Μεντόν αποφάσισαν ότι ο κανονισμός λειτουργίας του είναι απαρχαιωμένος και πρέπει να καταργηθεί. Οι διευθυντές 200 μουσείων δήλωσαν ότι “συμφωνούν με το πνεύμα της ανανέωσης που σαρώνει τη χώρα”. Οι γιατροί στα νοσοκομεία έφτιαξαν επιτροπές μαζί με τους νοσοκόμους, το βοηθητικό προσωπικό και τους ασθενείς και ανακήρυξαν τα νοσοκομεία “αυτόνομα”. Οι ποδοσφαιριστές απεργήσανε με αίτημα “το ποδόσφαιρο στους ποδοσφαιριστές”.

Οι πολιτικοί μηχανικοί, οι αρχιτέκτονες και οι πολεοδόμοι άρχισαν να πιστεύουν ότι τα πιο απίστευτα όνειρα τους μπορεί τώρα να γίνονταν πραγματικότητα, ώστε να προσφέρουν τα ταλέντα τους για την κοινωνική πρόοδο και όχι για τους πλούσιους.

Όπως όταν πέφτει στην έρημο βροχή και ξαφνικά γεμίζει το τοπίο με απίστευτη ποικιλία από περίεργα και πανέμορφα λουλούδια και φυτά, έτσι και η φλόγα της επανάστασης άρχισε να γεννά νέες, περίεργες και πανέμορφες ιδέες και έργα στην τέχνη, τη μουσική και τη λογοτεχνία.

50 λογοτέχνες κατέλαβαν το κτίριο της Εταιρείας Ανθρώπων και Γραμμάτων, ίδρυσαν μια νέα επαναστατική Ένωση Γραμμάτων και άρχισαν να συζητούν τις απόψεις του Μαρξ και του Λένιν για τη θέση του συγγραφέα στην σοσιαλιστική κοινωνία. 1.300 κινηματογραφιστές αποφάσισαν τη διακοπή και το κλείσιμο του Φεστιβάλ των Καννών και οργάνωσαν στο Παρίσι “Γενική Συνέλευση του Κινηματογράφου” με στόχο τη ριζική αναδιάρθρωση της βιομηχανίας για να μπει στην υπηρεσία του κοινού.

Ζωγράφοι, κριτικοί και διευθυντές εκθέσεων τέχνης κατέλαβαν το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, κρέμασαν μπρος στην είσοδο του ένα πανό με το σύνθημα “κλειστό γιατί είναι ανώφελο” κι έτρεξαν στα εργοστάσια και στις πλατείες για να εκθέσουν τα έργα τους. Ηθοποιοί του θεάτρου και ορχήστρες κλασσικής μουσικής μετάφεραν τις έδρες τους στα πανεπιστήμια, τις γειτονιές και τα εργοστάσια.

Οι μαθητές Λυκείου κάλεσαν γενική συνέλευση αντιπροσώπων στο μεγάλο αμφιθέατρο της Σορβόννης στις 19 Μάη και πήραν την απόφαση να κάνουν γενική απεργία και κατάληψη των σχολείων. Πολλοί καθηγητές συμμετείχαν στις καταλήψεις που ήταν πολύ πιο σοβαρές και οργανωμένες από ότι στα πανεπιστήμια, όπου επικρατούσε μια αναρχική ελευθεριότητα. Οι Ομάδες Μελέτης που δημιουργήθηκαν στα Λύκεια και στις οποίες συμμετείχαν καθηγητές, γονείς και εργάτες, σύνταξαν πάνω από 300 σχέδια ριζικής αναμόρφωσης του σχολείου. Οι Επιτροπές Δράσης Λυκείου (ΕΔΛ) είχαν τόσο μεγάλη επιτυχία που το ΚΚΓ και οι Γκωλικοί έσπευσαν να δημιουργήσουν δικές τους οργανώσεις στα σχολεία για να απομονώσουν τις ΕΔΛ.

Επιτροπές Αγώνα

Για περισσότερο από ένα μήνα από τις 13 Μάη ως τις 16 Ιούνη, η Σορβόννη ήταν το κεντρικό οχυρό του φοιτητικού κινήματος. Το Καρτιέ Λατέν αντανακλούσε ένα ενθουσιώδες κλίμα εξέγερσης και φαινόταν σαν ένα ελεύθερο κράτος στην καρδιά του Γαλλικού καθεστώτος.

Όλες οι αποφάσεις που παίρνονταν στην Σορβόννη υποβάλλονταν στην έγκριση της γενικής συνέλευσης, που γινόταν κάθε βράδυ και η οποία εξέλεγε μια 15μελή Επιτροπή Κατάληψης, που είχε εξουσία μέχρι το επόμενο βράδυ. Οι συζητήσεις ήταν διαρκείς και το κλίμα που επικρατούσε ήταν “απαγορεύεται το απαγορεύεται”. Την ίδια ώρα φτιάχτηκαν δεκάδες υποεπιτροπές που ασχολούνταν με ότι μπορεί να φανταστεί κανείς.

Από την αρχή ωστόσο, το βασικό πρόβλημα που διαιρούσε τους φοιτητές ήταν η διαμάχη ανάμεσα στους μεταρρυθμιστές και τους επαναστάτες. Οι μεν έβλεπαν την εξέγερση σαν μέσο για να πιέσουν την κυβέρνηση να οργανώσει τα πανεπιστήμια πάνω σε εντελώς νέες βάσεις και οι δε πίστευαν ότι το κύριο καθήκον ήταν η επαναστατική δράση και η ανατροπή του καθεστώτος του Ντε Γκώλ.

Για να εξουδετερώσουν τους ρεφορμιστές οι επαναστάτες φοιτητές επέλεξαν σαν όπλο την καθημερινή δράση μέσα κι έξω από τα πανεπιστήμια. Στις 15 Μάη οι φοιτητές έκαναν έφοδο και καταλάβανε ξαφνικά το Οντεόν, που θεωρούνταν το επίσημο θέατρο της Γαλλίας και κυκλοφόρησαν φήμες ότι σχεδίαζαν να καταλάβουν και το Ραδιοφωνικό Σταθμό. Η κυβέρνηση θορυβήθηκε γιατί αυτό θα ήταν ένα μεγάλο χτύπημα στο καθεστώς, αλλά ευτυχώς γι’ αυτούς έσπευσε η ΓΣΕ να τους σώσει κατηγορώντας τους φοιτητές για “προβοκάτορες”.

Εκτός από τα πανεπιστήμια, τα εργοστάσια και τα σχολεία εκατοντάδες Επιτροπές Αγώνα άρχισαν να δημιουργούνται παντού. Η ανάγκη συντονισμού όλων αυτών των Επιτροπών έσπρωξε τους αριστερούς αγωνιστές του Κινήματος Πανεπιστημιακής Δράσης (ΚΠΔ) να πάρουν την πρωτοβουλία να καλέσουν τις Επιτροπές του Παρισιού στο Ινστιτούτο Τέχνης στις 19 του Μάη. Εκεί αντιπρόσωποι από 250 Επιτροπές συζήτησαν πως μπορεί να οργανωθεί καλύτερα και να συντονιστεί η εξωκοινοβουλευτική λαϊκή δράση ενάντια στο καθεστώς.

Οι Επιτροπές Αγώνα είχαν τοπική αυτονομία και μεγάλη ποικιλία καθηκόντων. Άλλες προτίμησαν να ασχοληθούν με πρακτικές ανάγκες, όπως συλλογή χρημάτων και τροφίμων για τις φτωχές οικογένειες απεργών, καθάρισμα των δρόμων, έλεγχο της κυκλοφορίας, μεταφορά ανθρώπων που είχαν ανάγκη με ιδιωτικά αυτοκίνητα κλπ

Άλλες πάλι λειτουργούσαν περισσότερο σαν πολιτικά κύτταρα. Έφτιαχναν αφίσες, τύπωναν προκηρύξεις, οργάνωναν συγκεντρώσεις και γενικά προσπαθούσαν να συσπειρώσουν τον κόσμο στον αγώνα ενάντια στην κυβέρνηση.

Την τελευταία βδομάδα του Μάη οι Επιτροπές στο Παρίσι είχαν φτάσει τις 450 περίπου κι εκατοντάδες ακόμα είχαν δημιουργηθεί στις άλλες πόλεις. Το ΚΚΓ που ανησυχούσε σοβαρά για την επιτυχία και την εξάπλωση τους έκανε ότι μπορούσε για να μη συνδεθούν οι εργάτες στα εργοστάσια με αυτές τις Επιτροπές. Για να διασπάσει και να σαμποτάρει αυτό το κίνημα έφτασε μέχρι το σημείο να οργανώσει ένα αριθμό δικό του Επιτροπών Αγώνα με στόχο “μια λαϊκή και δημοκρατική κυβέρνηση”. Έτσι δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι όπου το ΚΚΓ και η ΓΣΕ ήταν πιο αδύναμα εκεί φτιάχτηκαν και οι πιο ισχυρές και δραστήριες Επιτροπές.

Στη Νάντη δημιουργήθηκε στις 26 Μάη η πιο προχωρημένη Συντονιστική Επιτροπή Αγώνα, που αντιπροσώπευε τα εργατικά συνδικάτα, τους αγρότες και τους φοιτητές, εγκαταστάθηκε στο Δημαρχείο και έγινε η πραγματική τοπική εξουσία.

Το πρώτο καθήκον ήταν ο έλεγχος της κυκλοφορίας που οργάνωσαν οι εργάτες μεταφορών μαζί με τους φοιτητές και μαθητές. Η Επιτροπή κατάσχε τα αποθέματα βενζίνης και πετρελαίου και έφτιαξε κουπόνια και ειδικές άδειες κυκλοφορίας για τους οδηγούς που μετάφεραν αναγκαίες προμήθειες στην πόλη.

Οι εργάτες φρόντισαν να μη διακοπεί η παροχή ρεύματος στους αγρότες και να παίρνουν κανονικά βενζίνη και εκείνοι αποφάσισαν να βοηθήσουν στην διατροφή των απεργών. Ομάδες εργατών και φοιτητών πήγαν να βοηθήσουν τους αγρότες στην συγκομιδή της πατάτας και σε άλλες δουλειές. Καταργώντας τους μεσάζοντες, η Επιτροπή Αγώνα κατόρθωσε να μειώσει δραστικά τις τιμές των αγροτικών προϊόντων.

Οι γυναίκες στην λαϊκή γειτονιά Μπατινιόλ αποφάσισαν να πάρουν απευθείας στα χέρια τους τη διανομή τροφίμων και να παραμερίσουν τα μεγάλα μαγαζιά και το παράδειγμα τους ξαπλώθηκε σε όλη την πόλη. Μόνο τα μικρά μαγαζιά πήραν την άδεια να ανοίξουν, αλλά οι τιμές τους ελέγχονταν κάθε πρωί από τους εργάτες. Έτσι για λίγες μέρες η Νάντη ζούσε και λειτουργούσε σαν να είχε λαϊκή εξουσία.
Το συμπέρασμα που έβγαλαν η εφημερίδα του Λονδίνου Evening Standard (29/5) και ο Economist (1/6) ήταν ξεκάθαρο:

“Με λίγα λόγια μπορούμε να πούμε ότι η Γαλλία βρίσκεται τώρα σε μια κλασσική επαναστατική κατάσταση”.

Η αντεπαναστατική συμμαχία

Ο Ντε Γκώλ, ο πανίσχυρος, ο έξυπνος και πολυαγαπημένος ηγέτης της αστικής τάξης της Γαλλίας, με μεγάλο διεθνές κύρος μετατράπηκε ξαφνικά σ’ ένα γεροντάκι, που είχε χάσει πια την επαφή με την πραγματικότητα και φαινόταν να τα ‘χει κυριολεκτικά χαμένα. Όλοι αυτοί που μέχρι χθες τον επαινούσαν και το θαύμαζαν τώρα ζητούσαν έντρομοι την παραίτηση του. Οι πιο διορατικοί εκπρόσωποι της προχώρησαν να κάνουνε γρήγορα παραχωρήσεις για να ξεφουσκώσουνε την εκρηχτική κατάσταση, όμως αντί να καταλαγιάσει η εξέγερση φούντωσε ακόμα παραπέρα. Αναγκάστηκαν λοιπόν να στραφούν ξανά στους ηγέτες της επίσημης Αριστεράς και να εκλιπαρήσουν τη βοήθεια τους, για να σώσουνε, το σύστημα. Κι αυτοί έσπευσαν με μεγάλη προθυμία να τους ευχαριστήσουν.

Η άρχουσα τάξη τα ‘χει χαμένα

Ο Μαρξ εξηγούσε ότι συνήθως οι επαναστάσεις ξεκινάνε από την κορυφή. Η συσσωρευμένη κρυφή οργή και αγανάκτηση κάτω από την επιφάνεια της κοινωνίας αναγκάζει πρώτα τις κορυφές ν’ αρχίσουν να τρώγονται μεταξύ τους, να διαφωνούν και να διασπώνται για τον τρόπο που θα αντιμετωπίσουν τα ανοιχτά μέτωπα που βρίσκονται μπροστά τους. Ένα μέρος τους πιστεύει ότι πρέπει να μείνουν αμετακίνητοι και σκληροί κι ένα άλλο πιστεύει ότι πρέπει να γίνουν κάποιες παραχωρήσεις. Οι διαφωνίες όμως αυτές στην κορυφή δίνουν θάρρος στις δυνάμεις τις επανάστασης να γίνουν πιο τολμηρές και να επιτεθούν από τα κάτω.

Η αυταρχική κυβέρνηση των Γκωλικών κατάληξε διασπασμένη και απελπισμένη. Η μέθοδος των γκλομπ δοκιμάστηκε ξανά και ξανά ενάντια στους φοιτητές και απότυχε να γονατίσει το κίνημα. Αντίθετα, απειλούσε να προκαλέσει λαϊκή εξέγερση. Οι αριστεροί, Γκωλικοί δήλωσαν γρήγορα ότι είναι με το μέρος των φοιτητών και καταγγείλανε τις αγριότητες των CRS. Οι παραχωρήσεις όμως του Πομπιντού λειτούργησαν ενάντια τους κι έδωσαν θάρρος στους εξεγερμένους.

Έτσι, όταν γύρισε ο Ντε Γκώλ από τη Ρουμανία, στις 20 Μαΐου, κάλεσε αγανακτισμένος τον Πομπιντού και τον Π. Μεσμέρ, υπουργό Στρατιωτικών και τους δήλωσε ότι ήταν αποφασισμένος να επιβάλει την τάξη στη χώρα πάση θυσία. Ο Πομπιντού όμως τον έπεισε τελικά ότι μια επίθεση ενάντια στα κατειλημμένα εργοστάσια θα έβαζε φωτιά στον δυναμίτη και αναγκάστηκε να υποχωρήσει.

Τα ζιγκ-ζαγκ όμως από τις επιθέσεις στις παραχωρήσεις και ξανά πάλι στις επιθέσεις αποκάλυπταν τον πανικό των κυβερνώντων που φαινόταν ότι είχαν χάσει τον έλεγχο της κατάστασης. Αυτό αντανακλάστηκε και στη μεγάλη άνοδο της τιμής του χρυσού και την τεράστια φυγή κεφαλαίων από τη χώρα.

Η κυβέρνηση πίστεψε ότι το παιχνίδι είχε χαθεί. Ο υπουργός Κ. Φουσσέ δήλωσε: “Είμαστε τελειωμένοι”. Ο ίδιος ο Ζ. Πομπιντού παραδέχτηκε “αυτό είναι το τέλος της πολιτικής μου καριέρας”.

Το κράτος έχει παραλύσει

Μέσα σ’ αυτές τις εκπληκτικές συνθήκες, το ΚΚΓ που είχε γυρίσει την πλάτη στην επανάσταση κι έτρεμε την εξέγερση όσο και η κυβέρνηση, κραύγαζε ότι “η επανάσταση είναι τυχοδιωκτισμός” και πως “η αστυνομία και ο στρατός είναι πανίσχυροι”.

Ποια ήταν όμως η πραγματική κατάσταση; Οι αστυνομικές δυνάμεις αποτελούνταν από 60.000 δημοτικούς αστυνομικούς που ελέγχονταν από τις Νομαρχίες, από 14.000 CRS και 16.000 χωροφύλακες, που ελέγχονταν από τον στρατό.

Από τις 13 Μάη ακόμα, εκπρόσωπος των συνδικάτων των αστυνομικών κατηγόρησε την κυβέρνηση γιατί τους διέταξαν να χτυπήσουν τους φοιτητές, υποστηρίζοντας ότι

“ο διάλογος με τους φοιτητές έπρεπε να ξεκινήσει πριν τις απαράδεχτες βίαιες συγκρούσεις”.

Στη συνέχεια, αστυνομικοί άρχισαν να μαζεύουν υπογραφές σ’ ένα κείμενο διαμαρτυρίας που τόνιζε ότι

“δε θα ανεχτούμε άλλο να είμαστε οι κλόουν της κυβέρνησης”.

Στις 22 του Μάη, ο κύριος τίτλος της εφημερίδας Evening Standard ήταν: “Σε απεργία η αστυνομία του Παρισιού;”. Ένας εκπρόσωπος των συνδικάτων τους δήλωσε ότι:

“Θα αναγκαστούμε να αμφισβητήσουμε τις εντολές αν συνεχίσουν να μας στέλνουνε να χτυπάμε απεργούς που αγωνίζονται για τα δικαιώματα τους. Κατανοούμε καλά τα αιτήματα τους και καταγγέλλουμε το νομικό καθεστώς που δε μας επιτρέπει να κατεβούμε κι εμείς σε απεργία”.

Οι ένοπλες δυνάμεις είχαν περίπου 300.000 άνδρες με 170.000 στο στρατό, από τους οποίους οι 120.000 ήταν κληρωτοί που έκαναν τη θητεία τους. Η μεγάλη πλειοψηφία τους είχε γονείς, αδέλφια, συγγενείς και φίλους που ήταν τώρα στις απεργίες και τις καταλήψεις.

Όταν το 5ο Σώμα Στρατού μπήκε σ’ επιφυλακή με σκοπό να χρησιμοποιηθούνε σαν απεργοσπάστες, δημιουργήθηκαν αμέσως Επιτροπές Φαντάρων, για να σταματήσουν τους αξιωματικούς. Στο 153ο Σύνταγμα Μηχανικών, κοντά στο Στρασβούργο, Επιτροπή Φαντάρων κυκλοφόρησε προκήρυξη που δήλωνε πως:

“Οι φοιτητές και οι εργάτες πρέπει να ξέρουν ότι δεν πρόκειται ποτέ οι φαντάροι να πυροβολήσουν ενάντια τους. Αν θα μας στείλουν στα εργοστάσια εμείς θα συναδελφωθούμε με τους εργάτες. Φαντάροι φτιάξτε τις δικές σας Επιτροπές”.

Στα τέλη του Μάη, το αεροπλανοφόρο Κλεμανσώ έπλεε στον Ειρηνικό όταν ξέσπασε ανταρσία και ο πλοίαρχος αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω το πλοίο στην Τουλόν.

Η έγκυρη εφημερίδα Le Monde αποκάλυψε ότι

“το υπουργείο Αμύνης αρνείται να επιτρέψει τη χρησιμοποίηση του στρατού σε καθήκοντα που μπορεί να το φέρουν σε σύγκρουση με τους απεργούς”.

Τόσο απελπιστική ήταν η κατάσταση στην Γαλλία, που ο Ντε Γκώλ αναγκάστηκε να επισκεφθεί κρυφά στο Μπάντεν-Μπάντεν της Γερμανίας, τους αξιωματικούς των εκεί Γαλλικών Δυνάμεων για να ζητήσει συμπαράσταση.

Στην πραγματικότητα, κάθε προσπάθεια του Ντε Γκώλ να χρησιμοποιήσει μέσα σ’ αυτές τις επαναστατικές συνθήκες τον στρατό ενάντια στους απεργούς θα είχε σαν αποτέλεσμα τη διάλυση κυριολεκτικά του στρατού και τη συναδέλφωση του με τους εργάτες. Γιατί οι φοιτητές και οι εργάτες ήταν αποφασισμένοι και οι φαντάροι δε μπορούσαν να πυροβολήσουν τ’ αδέλφια τους.

Έτσι, το πανίσχυρο Γκωλικό κράτος παράλυσε.

“Όλα τα συνταγματικά όπλα που ο ίδιος ο Ντε Γκώλ δημιούργησε για να προστατέψουν το καθεστώς του σε περιόδους κρίσης έγιναν τώρα παλιόχαρτα χωρίς καμιά αξία” (Evening Standard).

Μέσα σ’ αυτές τις κρίσιμες στιγμές που όλα χάνονταν, ο Πομπιντού πήρε μια τελευταία πρωτοβουλία. Κάλεσε τους ηγέτες της επίσημης Αριστεράς να συζητήσουν μια διέξοδο από την κρίση.

Οι κ. δημοκράτες…

Ο Μαρξ και ο Ένγκελς έγραψαν επανειλημμένα για τις επαναστατικές εξεγέρσεις στη Γαλλία (1848-51 και 1871). Ξανά και ξανά αποκάλυψαν τον επαίσχυντο ρόλο που έπαιξαν οι ηγεσίες τους “οι κ. Δημοκράτες”, που άρπαζαν τη νίκη μέσα από τα χέρια των επαναστατημένων μαζών και την προσφέρανε στην αντίδραση. Έτσι και το Μάη του 1968 στην πιο κρίσιμη στιγμή της επαναστατικής εξέγερσης των μαζών, οι ηγέτες ετοιμάζονταν με αγωνία να ξεπουλήσουν πάλι τους εργάτες και τη νεολαία.

Οι αστοί “ριζοσπάστες” και οι “σοσιαλιστές” της Ομοσπονδίας της Αριστεράς (ΟΑ) στην αρχή κράτησαν μεγάλες αποστάσεις από τις “υπερβολές” της εξέγερσης, στην οποία ούτε συμμετείχαν, ούτε έδιναν υποστήριξη. Στη συνέχεια, όταν είδαν ότι φουντώνει, έκαναν ότι μπορούσαν για να τη στρέψουν σε ασφαλή κοινοβουλευτικά κανάλια, με τους εαυτούς τους αρχηγούς. Ο ηγέτης τους, Φ. Μιτεράν, είδε ξαφνικά την ανέλπιστη ευκαιρία να αναδειχτεί Πρόεδρος, ή τουλάχιστον Πρωθυπουργός της Γαλλίας, με τη συνεργασία και του ΚΚΓ, μόλις ο Ντε Γκώλ αναγκαζόταν να παραιτηθεί.

Ωστόσο, απόφευγε την ίδια ώρα να δεσμευτεί να σχηματίσει κυβέρνηση μαζί με τους κομμουνιστές, όσο η Ο.Α. δε θα ‘ταν αρκετά δυνατή για να μπορεί να την ελέγχει πλήρως. Ήθελε δηλαδή να εμφανίζεται σαν η αριστερή εναλλακτική λύση απέναντι στον Ντε Γκώλ, αλλά δεν ήθελε και να τρομάζει τους μετριοπαθείς ψηφοφόρους εναγκαλιζόμενος τους κομμουνιστές. Έτσι, απόφευγε να τους δώσει εγγυήσεις για συμμετοχή τους στην κυβέρνηση.

… και οι Κομμουνιστές

Ενώ οι εργάτες προσπαθούσαν “να κυριέψουν τον ουρανό” όπως έγραψε ο Μαρξ, οι ηγέτες τους τους σιγοτραγουδούσαν νανουρίσματα.

Η ηγεσία του ΚΚΓ και της ΓΣΕ, που ούτε περίμεναν, ούτε βέβαια ήθελαν μια τέτοια εξέγερση, στην αρχή έκαναν ότι μπορούσαν για να την περιορίσουν σε μια απεργία για μισθολογικά μόνο ζητήματα. Όταν δεν το κατόρθωσαν και βρέθηκαν κάτω από πίεση να προσφέρουν μια επαναστατική εναλλακτική λύση υποσχέθηκαν τότε μια “λαϊκή δημοκρατική κυβέρνηση” με το Μιτεράν, που θα έκανε μεταρρυθμίσεις.

Παρουσιάστηκαν σαν μια “ήρεμη δύναμη”, ενώ στην πραγματικότητα έτρεχαν πανικόβλητοι πίσω από την εξέγερση που τους είχε ξεπεράσει για να την σταματήσουν. Στην αρχή ξεκίνησαν πόλεμο “μέχρις εσχάτων” ενάντια στους “τυχοδιώχτες υπεραριστεριστές” φοιτητές. Στην συνέχεια, μπρος στον κίνδυνο να μολύνουν οι “εξτρεμιστές” τους νεαρούς ξαναμμένους εργάτες, έδωσαν εντολή στα μέλη τους στα εργοστάσια να ορθώσουν “σιδηρούν παραπέτασμα” για να μην αφήσουν τους φοιτητές να περάσουν.

Επιτέθηκαν με πρωτοφανή σκληρότητα ενάντια στο Ενοποιημένο Σοσιαλιστικό Κόμμα (ΕΣΚ), που για να κερδίσει επιρροή παρασύρθηκε από την εξέγερση κι άρχισε να μιλάει για “εργατική εξουσία” και “σοσιαλιστική κοινωνία” και στη Γαλλική Δημοκρατική Συνομοσπονδία Εργασίας (ΓΔΣΕ) γιατί άρχισε να προβάλλει συνθήματα όπως “δημοκρατία στα εργοστάσια” και “εργατικό έλεγχο”.

Αυτή η προδοτική πολιτική δημιούργησε αναπόφευκτα ισχυρούς τριγμούς μέσα στις γραμμές του ΚΚΓ, που ήταν τότε το πιο μονολιθικό και σταλινικό Κ.Κ. της Δύσης. Χιλιάδες μέλη και στελέχη του αποχώρησαν, όπως ο Αντρέ Μπαρζονέ, Γραμματέας του Κέντρου Οικονομικών και Κοινωνικών Μελετών της ΓΣΕ, που κατηγόρησε το ΚΚΓ ότι “προδίνει την επανάσταση” και εκατοντάδες άλλα διαγράφτηκαν.

Έτσι, “το Κ.Κ. και τα συνδικάτα που φαίνονται να συγκρούονται με την Γκωλική κυβέρνηση” σημειώνει η βρετανική εφημερίδα Observer “στην ουσία βρίσκονται στην ίδια πλευρά των χαρακωμάτων”. Η έγκυρη Wall Street Journal, στις ΗΠΑ, παρατηρεί:

“Οι λόγοι των ηγετών στο Κοινοβούλιο ηχούν τελείως, άσχετοι. Ο Φ. Μιτεράν και ο ηγέτης του Κ.Κ. Β. Ροσσέ φαίνονται να ‘ναι τόσο εκτός πραγματικότητας όσο και ο Ζ. Πομπιντού. Είναι όλοι εξαρτήματα του κατεστημένου και γι’ αυτό όλοι μαζί φοβούνται τη λαϊκή παλίρροια που τους απειλεί”.

Το αισχρό ξεπούλημα

Γι’ αυτό ακριβώς, ενώ χιλιάδες νέοι εργάτες και φοιτητές φώναζαν τώρα πια στους δρόμους “Αντίο Ντε Γκώλ”, “η εξουσία βρίσκεται στους δρόμους”, “η εξουσία στους εργάτες”, οι ηγέτες των συνδικάτων, με τη συμφωνία του ΚΚΓ και της Ο.Α., δέχτηκαν με χαρά την πρόσκληση του Πομπιντού να συζητήσουν τα ζητήματα των εργατών. Ενώ η κυβέρνηση είχε παραλύσει και οι εργοδότες ήταν κλειδωμένοι στα γραφεία τους με φρουρούς εργάτες από έξω, αυτοί έσπευσαν να συνομιλήσουν με σεβασμό μαζί τους. Όπως σχολίασε ένας Γάλλος δημοσιογράφος

“αντί να τους ανατρέψουν έτρεξαν να διαπραγματευτούν πως θα σταματήσουν την εξέγερση”.

Η συνάντηση με τους εργοδότες και τον Πομπιντού διαιτητή, έγινε στο υπουργείο Κοινωνικών Υποθέσεων στην οδό Γκρενέλ και διάρκεσε τρεις μέρες (25-27 Μάη). Και οι τρεις πλευρές φλέγονταν να ‘ρθουν σε συμφωνία. Οι εργοδότες και η κυβέρνηση καταλάβαιναν πολύ καλά ότι για να μπορέσουν τα συνδικάτα να πείσουν τους εργάτες να σταματήσουν την απεργία και τις καταλήψεις έπρεπε να κάνουν σημαντικές παραχωρήσεις.

Έτσι, οι συνδικαλιστές ηγέτες ξαφνιάστηκαν όταν ο Πομπιντού δέχτηκε σχεδόν χωρίς συζήτηση όλα τα αιτήματα τους. Αυξήσεις 10% για όλους τους εργάτες, 35% αύξηση του βασικού μεροκάματου στα εργοστάσια, 56% στα αγροκτήματα και μέχρι 73% στα μαγαζιά. Αύξηση στα οικογενειακά επιδόματα και τα επιδόματα γήρατος και παραχωρήσεις στα ωράρια εργασίας, τα όρια συνταξιοδότησης και στα συνδικαλιστικά δικαιώματα. Η Συμφωνία της Γκρενέλ ήταν η πιο σημαντική επιτυχία των συνδικάτων από την απελευθέρωση.

Ωστόσο, όπως σωστά παρατήρησε ο ανταποκριτής των Sunday Times στο Παρίσι:

“Μέσα σε τέτοια επαναστατική κατάσταση ο κάθε ερασιτέχνης θα μπορούσε να κερδίσει πολύ περισσότερα”.

Μπρος στον άμεσο κίνδυνο να τα χάσουν όλα οι εργοδότες με χαρά παραχώρησαν αυτά τα ψίχουλα γι’ αυτούς, που θα βρίσκανε μετά τον τρόπο να τα πάρουνε ξανά όλα πίσω, όπως έκαναν μετά το μεγάλο απεργιακό κίνημα το 1936, με την ανάλογη τότε Συμφωνία της Ματινιόν.

Ιστορική ευκαιρία

Ο Πομπιντού, οι εργοδότες και οι συνδικαλιστές ηγέτες – ο Ζ. Σεγκύ της ΓΣΕ, ο Ε. Ντεκάμ της ΓΔΣΕ και ο Α. Μπερζερόν της Εργατικής Δύναμης – βγήκαν από τις συνομιλίες, στις 27 Μάη, το πρωί, εξαντλημένοι, αλλά φανερά χαρούμενοι και αντιμετώπισαν τους δημοσιογράφους σίγουροι ότι τώρα πια θα σταματούσαν την απεργία, τις καταλήψεις και την εξέγερση.

Η εξουσία βρίσκεται στους δρόμους

Ο Ζ. Σεγκύ, πήγε κατευθείαν από το υπουργείο στο τεράστιο εργοστάσιο της Ρενώ, στη Μπιγιανκούρ, που ήταν οχυρό της ΓΣΕ, για να ανακοινώσει στους εργάτες τη μεγάλη επιτυχία της Συμφωνίας της Γκρενέλ. Τον περίμεναν 25.000 ανυπόμονοι εργάτες, που είχαν γεμίσει φίσκα την κεντρική αλάνα του εργοστασίου. Λίγα λεπτά μετά που άρχισε να μιλάει άρχισαν τα πρώτα σφυρίγματα και σε λίγο δεν μπορούσε να συνεχίσει από τις φωνές και τα γιουχαΐσματα.

Σε λίγες ώρες, τα κεντρικά τηλέφωνα των συνδικάτων στο Παρίσι είχαν πάρει φωτιά. Συνδικαλιστές και εργάτες τηλεφωνούσαν από κάθε γωνιά της Γαλλίας για να απορρίψουν τη Συμφωνία και να κατηγορήσουν τους ηγέτες τους ότι τους ξεπούλησαν. Μέχρι τις 29 Μάη εκατοντάδες αντιπροσωπείες κατέφθαναν στα κεντρικά γραφεία των συνδικάτων για να τους πετάξουν στα μούτρα τη Συμφωνία, παρά το γεγονός ότι οι εργοδότες στα μεγάλα εργοστάσια έσπευσαν αμέσως να υποσχεθούν κι άλλες παραχωρήσεις. Και το πιο ανησυχητικό για τους ηγέτες ήταν ότι οι απεργοί σκόπευαν πολύ μακρύτερα από τα χρηματικά οφέλη και απαιτούσαν “Λαϊκή Κυβέρνηση”. Ζητούσαν δηλαδή ριζική αλλαγή της ζωής τους.

Οι ηγέτες του ΚΚΓ και των συνδικάτων ξεσκεπάστηκαν, όπως ακριβώς έγινε και με τη Συμφωνία της Ματινιόν, το 1936.

Η Evening Standard παρατηρούσε:

“Η Γενική Απεργία όχι μόνο δε δείχνει σημάδια υποχώρησης, αλλά παίρνει ένα ολοένα και περισσότερο πολιτικό χαρακτήρα και τείνει να μετατραπεί σε εξέγερση. Εκατοντάδες Επιτροπές Αγώνα στα εργοστάσια ζητούν κυβέρνηση του Λαού”.

Ο Πομπιντού που είχε πάρει την πρωτοβουλία και είχε προετοιμάσει με τόση προσοχή τη Συμφωνία με τα συνδικάτα δέχτηκε ένα καίριο πολιτικό χτύπημα. “Η Γαλλία δεν έχει ουσιαστικά κυβέρνηση” γράφανε οι εφημερίδες.Ο Ντε Γκώλ, ο αρχιτέκτονας του “ισχυρού κράτους” είχε πολιτικά παραλύσει.

“Ο στρατηγός” έγραψε αργότερα ο Πομπιντού στα απομνημονεύματα του “έπαθε κατάρρευση ηθικού. Πίστεψε ότι το παιχνίδι είχε πια τελειώσει κι αποφάσισε να παραιτηθεί”.

“Το ΚΚΓ μπορεί να πάρει την εξουσία”, έγραφε η Evening Standard, “αλλά δεν τη θέλει”.

Ποιος θα πάρει την εξουσία

Μια Γενική Απεργία, που τείνει να μετατραπεί σε εξέγερση και παίρνει επαναστατικά χαρακτηριστικά βάζει αναπόφευκτα σε αμφισβήτηση την εξουσία της άρχουσας τάξης. Δε μεταφέρει όμως αυτόματα την εξουσία στα χέρια της εργατικής τάξης, όσο δυνατή και ιστορική κι αν είναι αυτή η απεργία. Χρειάζεται, όπως έκανε η αστική τάξη στη Γαλλία το 1789 κι η εργατική τάξη στη Ρωσία το 1917 και αποπειράθηκε η εργατική τάξη να κάνει το 1850-51 και το 1871, με την Παρισινή Κομμούνα ξανά στη Γαλλία, να πάρει την εξουσία όχι μόνο στα εργοστάσια, αλλά και στην κοινωνία και ν’ ανατρέψει το παλαιό καθεστώς. Αυτή την κρίσιμη στιγμή αγωνιούσε ο Economist το Μάη

“το πιο καυτό ζήτημα στο Παρίσι είναι ποιος θα πάρει την εξουσία”.

Τι άλλο έπρεπε λοιπόν να κάνουν οι εργάτες την τελευταία βδομάδα του Μάη για να πάρουνε την εξουσία και να οργανώσουνε τη νέα κοινωνία, που ονειρεύονταν;

Έπρεπε να καλέσουν όλες τις Επιτροπές Αγώνα στα εργοστάσια, τις υπηρεσίες , τις γειτονιές, τις σχολές και την ύπαιθρο να συνδεθούνε μεταξύ τους σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, όπως στην Νάντη, ν’ αναλάβουνε την τοπική εξουσία και να στείλουν εκλεγμένους αντιπροσώπους τους στο Παρίσι, για να σχηματιστεί ένα πραγματικά Λαϊκό Κοινοβούλιο, που να εκλέξει μια επαναστατική κυβέρνηση, όχι από πολιτικάντηδες, αλλά από εκπροσώπους των εργατών κι όλων των λαϊκών στρωμάτων. Όπως στην Παρισινή Κομμούνα, όλοι οι αντιπρόσωποι έπρεπε να είναι άμεσα ανακλητοί ανά πάσα στιγμή από αυτούς που τους εξέλεξαν, (όχι κάθε 4 χρόνια) και να αμείβονται μόνο όσο ένας ειδικευμένος εργάτης (αντί για πολλά εκατομμύρια). Γιατί μόνο έτσι μπορεί να υπάρχει άμεση και πραγματική δημοκρατία.

Μια τέτοια κυβέρνηση θα καλούσε άμεσα τους φαντάρους να φτιάξουν δικές τους Επιτροπές σε κάθε στρατώνα και να απομονώσουν τους αντιδραστικούς αξιωματικούς.Θα έπαιρνε μέτρα για τη δήμευση της περιουσίας των πλουσίων καπιταλιστών (εργοστασιαρχών, τραπεζιτών, μεγαλεμπόρων και γαιοκτημόνων) και θα προχωρούσε στην κεντρική οργάνωση της παραγωγής και γενικότερα της οικονομίας, βασισμένη δημοκρατικά στις Επιτροπές κάθε χώρου. Θα μπορούσε έτσι, χάρις στις προτάσεις των ίδιων των εργαζομένων και την πλατιά εφαρμογή της νέας τεχνολογίας, να βελτιώσει δραστικά την παραγωγικότητα και την ποιότητα των προϊόντων και, με την κατάργηση της σπατάλης και των μεσαζόντων, να μειώσει σημαντικά τις τιμές και τις ώρες εργασίας και να αυξήσει τους μισθούς.

Θα επένδυε τα δημευμένα πλούτη των καπιταλιστών στην παιδεία, την υγεία στη στέγαση, το περιβάλλον, την επιστημονική έρευνα και τις τέχνες, για να βελτιώσει με άλματα την ποιότητα ζωής, τη φυσική και την πνευματική ανάπτυξη των εργαζομένων.Η φτώχεια, η δυστυχία κι η καταπίεση θα μπορούσαν να εξαφανιστούν μέσα σε λίγα χρόνια. Με αυτά τα όπλα οι εργαζόμενοι της Γαλλίας θα μπορούσαν να απευθυνθούν στους εργαζόμενους στην Ευρώπη και σ’ όλο τον κόσμο και να τους καλέσουνε να τους συμπαρασταθούνε και να τους μιμηθούνε. Ο αντίχτυπος παγκόσμια θα ήτανε συγκλονιστικός και θα ξεπέρναγε κατά πολύ τους πολιτικούς σεισμούς που προκάλεσε η Επανάσταση του 1848-51, η Παρισινή Κομμούνα και ακόμα και η Ρωσική Επανάσταση.

Πολιτικό κενό

Το ξεπούλημα των παραδοσιακών ηγεσιών δημιούργησε ξαφνικά στην πιο κρίσιμη στιγμή της εξέγερσης ένα τεράστιο πολιτικό κενό. Το εργατικό κίνημα έμεινε κυριολεκτικά ακέφαλο και χωρίς ηγεσία ή ακόμα χειρότερα με μια ηγεσία που σαμπόταρε τον αγώνα του. Για να μη χαθεί η ιστορική ευκαιρία έπρεπε το κενό αυτό να καλυφτεί γρήγορα.

Δυστυχώς, όμως δεν υπήρχε στη Γαλλία ένα επαναστατικό κόμμα, έστω μικρό, με ρίζες μέσα στην εργατική τάξη, που να έχει κατανοήσει τις επαναστατικές εμπειρίες της Παρισινής Κομμούνας και της Ρωσικής Επανάστασης και τον προδοτικό ρόλο των ηγεσιών της επίσημης Αριστεράς. Που να μπορεί να βοηθήσει τους εργάτες και τη νεολαία να καταλάβουν τη δύναμη τους, να κατανοήσουν τι έπρεπε να κάνουν για να πάρουν και να κρατήσουν την εξουσία και να οργανώσουν μια νέα σοσιαλιστική κοινωνία.

Στις 27 του Μάη το κενό αυτό ήταν εκκωφαντικό. Έτσι, η πρωτοβουλία που πήρε η Ένωση Σπουδαστών (ΕΕΣΓ) με την οργάνωση μιας πολιτικής συγκέντρωσης στο στάδιο Σαρλετύ είχε σαν στόχο να συσπειρώσει όλους τους υποστηρικτές της εξέγερσης και να καλύψει ίσως αυτό το κενό.

Το στάδιο γέμισε ασφυκτικά με 35-50.000 κόσμο, που έψαχνε απεγνωσμένα να καταλάβει τι να κάνει τώρα και πως πρέπει να προχωρήσει η εξέγερση. Στην συγκέντρωση συμμετείχαν το Ενοποιημένο Σοσιαλιστικό Κόμμα (ΕΣΚ), η Γαλλική Δημοκρατική Συνομοσπονδία Εργασίας, οι πανεπιστημιακές, φοιτητικές και μαθητικές Επιτροπές και οι οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Το ΚΚΓ έδωσε αυστηρή εντολή στα μέλη του να μη συμμετέχουν. Δυστυχώς όμως, οι πολιτικοί λόγοι ήταν γενικόλογοι, συγχυσμένοι και διαφωνούσαν μεταξύ τους και η κύρια έμφαση ήταν οι επιθέσεις ενάντια στο ΚΚΓ κι όχι το τι έπρεπε να γίνει τώρα.

Ο Μαντές Φρανς, που ήταν μέλος του ΕΣΚ, παλιά αλεπού στο πολιτικό παιχνίδι, έλπιζε να προλάβει το Μιτεράν στον δρόμο διαδοχής του Ντε Γκώλ. Το ίδιο το ΕΣΚ και ο ηγέτης του Ροκάρ, έλπιζαν να κερδίσουν ψήφους και πολιτική επιρροή. Η ΓΔΣΕ μίλαγε αόριστα για δημοκρατία και αυτοδιαχείριση στα εργοστάσια, αλλά συμμετείχε στη συμφωνία της Γκρενέλ. Οι φοιτητές και οι ομάδες τις εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς δε φαίνονταν να ξέρουν τι θέλουν κι ενώ είχαν κερδίσει τη συμπάθεια των εργατών, δεν είχαν κερδίσει την εμπιστοσύνη τους.

Η ανάσταση της αντίδρασης

“Η εργατική τάξη περιμένει τα κόμματα και τις οργανώσεις της να πάρουν την πρωτοβουλία. Όταν καταλάβει ότι τα όνειρα και οι ελπίδες της διαψεύστηκαν η διαδικασία της ριζοσπαστικοποίησης μετατρέπεται γρήγορα σε απογοήτευση, απάθεια και σπασμωδικές εκρήξεις απελπισίας”

(Λ. Τρότσκι, Που βαδίζει η Γαλλία, 1936)

Οι εργάτες δεν ήθελαν να σταματήσουν την απεργία και να γυρίσουν πίσω και έψαχναν απεγνωσμένα τι να κάνουν. Ήξεραν τι δεν ήθελαν, ήξεραν μόνο γενικά τι θα ήθελαν και δεν ήξεραν πως να το πετύχουν. Μέσα σ’ αυτές όμως τις κρίσιμες στιγμές, αν το κίνημα δεν προχωρήσει να πάρει την εξουσία, αναπόφευκτα τότε η κατάσταση θα υποχωρήσει, θα πάρει θάρρος η αντίδραση και θα σηκώσει ξανά κεφάλι.

Στις 29 Μάη, ξαφνικά σαν να αναστήθηκε, ο Ντε Γκώλ επέστρεψε στο Προεδρικό Μέγαρο και την άλλη μέρα απευθύνθηκε στο Γαλλικό λαό. Τους ανακοίνωσε ότι δεν παραιτείται, ότι διαλύει τη Βουλή και προκηρύσσει νέες εκλογές στα τέλη του Ιούνη. Κατηγόρησε τους σοσιαλιστές και τους κομμουνιστές ότι συνωμοτούν εναντίον της δημοκρατίας και κάλεσε τον εθνικόφρονα λαό να στηρίξει ενεργά την κυβέρνηση και τον κρατικό μηχανισμό για να αποκατασταθεί η τάξη.

Αμέσως, τα αντιδραστικά και καθυστερημένα στρώματα, που υποστήριζαν τον Γκωλισμό και που της προηγούμενες μέρες είχαν λουφάξει και κρύβονταν, βγήκαν ξαφνικά και διαδήλωσαν στους δρόμους, με συνθήματα όπως: “Η Γαλλία στους Γάλλους”, “ο κομμουνισμός δε θα περάσει”, “ο Μιτεράν στην πυρά”, “ο Κον Μπεντίτ στο Νταχάου” κ.α. Ο παραλυμένος κρατικός μηχανισμός άρχισε να συνέρχεται και οι αξιωματικοί μπόρεσαν να επιβάλλουν ξανά πειθαρχία στην αστυνομία και στον στρατό. Οι μεσαίες τάξεις απογοητεύτηκαν και ξαναγύρισαν γρήγορα πίσω στην καθημερινή τους ζωή.

Οι ηγέτες της επίσημης Αριστεράς τα ‘χασαν κι απογοητευμένοι κατάλαβαν ότι ο Ντε Γκώλ τους την έφερε. Σιγοτραγούδησαν τη Διεθνή για πρώτη φορά στη Βουλή και αποχώρησαν με κατεβασμένα κεφάλια.

Οι εργάτες, όμως, δε γύριζαν πίσω. Δε μπορούσαν να πιστέψουν πως χάθηκε αυτή η ιστορική ευκαιρία μέσα από τα χέρια τους. Σ’ όλα τα μεγάλα εργοστάσια συνέχισαν την απεργία μέχρι τις εκλογές (23 Ιούνη) και δεν έφευγαν από τα εργοστάσια. Η ΓΣΕ, με την προτροπή του Πομπιντού, προσπαθούσε να επιβάλει μυστικές ψηφοφορίες, αλλά οι εργάτες δεν τις δέχτηκαν. Οι εργοδότες υπόσχονταν κι άλλες οικονομικές παραχωρήσεις και η κυβέρνηση άρχισε να στέλνει σε επιλεγμένα εργοστάσια τα CRS για να διώξουν τους εργάτες. Έτσι, στις 10 Ιούνη, εργάτες και φοιτητές επιτέθηκαν σε 5 αστυνομικά τμήματα στο Παρίσι για να ελευθερώσουν συναδέλφους τους που είχαν συλληφθεί, έστησαν 72 οδοφράγματα και συγκρούστηκαν για ώρες με την αστυνομία. Το ΚΚΓ και η ΓΣΕ είχαν εγκαταλείψει εντελώς τους εργάτες και ασχολούνταν μόνο με την προεκλογική εκστρατεία.

Η τάξη βασιλεύει στο Παρίσι

Η κυβέρνηση, έχοντας ανακτήσει το ηθικό της, πέρασε στην αντεπίθεση. Στις 12 Ιούνη απαγόρευσε όλες τις συγκεντρώσεις και έστειλε τα CRS να ανακαταλάβουν όλα τα κτίρια και να κατεβάσουν τις κόκκινες σημαίες. Αποφάσισε τη διάλυση 10 πολιτικών οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς (ανάμεσα σ’ αυτές την ΚΕΝ και την ΕΚΝ Μ-Λ) και προχώρησε στην απέλαση χιλιάδων ξένων φοιτητών και μεταναστών. Τραμπούκοι της δεξιάς σχημάτισαν Επιτροπές Δράσης, τρομοκρατούσαν κι έδερναν πυροβολώντας στον αέρα.

Οι ηγέτες της επίσημης Αριστεράς δεν κατόρθωσαν ούτε καν να συνεργαστούν και να παρουσιάσουν μια αξιόλογη έστω κοινοβουλευτική εναλλακτική λύση στους Γκωλικούς και κατέβηκαν ξεχωριστά στις εκλογές. Ο Πομπιντού μπόρεσε έτσι εύκολα να εκμεταλλευτεί τις διαφωνίες και τις αντιθέσεις μέσα στην Ομοσπονδία της Αριστεράς και ανάμεσα σ’ αυτήν και το ΚΚΓ για να τους γελοιοποιήσει στα μάτια των ψηφοφόρων.

Στις εκλογές λοιπόν, οι Γκωλικοί θριάμβευσαν κερδίζοντας 296 έδρες (έναντι 197 στις προηγούμενες εκλογές του ’67) και μια απόλυτη και ισχυρή πλειοψηφία στη Βουλή (487 έδρες). Κέρδισαν 1.2 εκ ψήφους παραπάνω από το 1967.

Τα επίσημα κόμματα της Αριστεράς, αντί να διπλασιάσουν τους ψήφους τους (10 εκ. απεργοί με τις οικογένειες τους), έπαθαν καθίζηση. Το ΚΚΓ έχασε 600.000 ψήφους και τους μισούς βουλευτές του, έβγαλε 34 από 73) και η ΟΑ έχασε 570.000 ψήφους και επίσης τους μισούς βουλευτές της (57 από 118). Έτσι πλήρωσαν τα κόμματα αυτά για το ξεπούλημα της εξέγερσης του Μάη.

Το Ενοποιημένο Σοσιαλιστικό Κόμμα, αντίθετα, που στάθηκε κοντά στους φοιτητές και στους εργάτες, διπλασίασε σχεδόν τους ψήφους του (875.000 από 495.000 το ’67).

Ο Ντε Γκώλ νίκησε τελικά και φάνηκε ότι έσωσε ξανά τη Γαλλία. Στην πραγματικότητα αυτοί που έσωσαν το καθεστώς του ήταν οι ηγέτες της επίσημης Αριστεράς και ειδικά του ΚΚΓ και της ΓΣΕ, που είχαν τη μεγαλύτερη δύναμη και επιρροή ανάμεσα στους εργάτες. Βέβαια, ο ίδιος ο Ντε Γκώλ δεν μπόρεσε να χαρεί για πολύ τη νίκη του και τον επόμενο χρόνο αναγκάστηκε να παραιτηθεί όταν έχασε ένα δημοψήφισμα που πρότεινε.

Έτσι, χάθηκε μια εκπληκτική επαναστατική ευκαιρία, που θα μπορούσε να αλλάξει όλη την ιστορική πορεία της ανθρωπότητας. Παρόλα αυτά, όμως, το φάντασμα του Μάη του ’68 ζει, έχει γίνει μόνιμος εφιάλτης της άρχουσας τάξης στη Γαλλία και συνεχίζει να εμπνέει τη νεολαία και τους πρωτοπόρους εργάτες σ’ όλη την Ευρώπη και παγκόσμια.

Ακολουθήστε το «Ξ» στο Google News για να ενημερώνεστε για τα τελευταία άρθρα μας.

Μπορείτε επίσης να βρείτε αναρτήσεις, φωτογραφίες, γραφικά, βίντεο και ηχητικά μας σε facebook, twitter, instagram, youtube, spotify.

Ενισχύστε οικονομικά το xekinima.org

διαβάστε επίσης:

7,275ΥποστηρικτέςΚάντε Like
987ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
1,118ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
434ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής

Επίκαιρες θεματικές

Πρόσφατα άρθρα