Η εφημερίδα Financial Times (Φαϊνάνσιαλ Τάιμς – ΦΤ) δεν είναι μια «απλή» εφημερίδα – είναι ένα από τα κορυφαία οικονομικά επιτελεία του διεθνούς κεφαλαίου. Ένα έντυπο το οποίο δεν «απευθύνεται» στα πλατιά λαϊκά στρώματα και δεν καταφεύγει σε φτηνή προπαγάνδα για να διαμορφώσει τη μαζική συνείδηση. Απευθύνεται στους ανθρώπους του μεγάλου κεφαλαίου, τους παρουσιάζει την εικόνα της πραγματικότητας όπως αυτή είναι και επεξεργάζεται γι’ αυτούς προτάσεις και λύσεις. Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο που συχνά οι εκτιμήσεις των πιο σοβαρών αναλυτών του κεφαλαίου (όπως είναι η ΦΤ) συμπίπτουν με τις αναλύσεις των Μαρξιστών – από ‘κει και πέρα βέβαια, οι προτάσεις που καταθέτουν οι μεν και οι δε, είναι διαμετρικά αντίθετες.
Το «Ξ» περιγράφει εδώ και καιρό τα τεράστια αδιέξοδα στα οποία βρίσκεται το καπιταλιστικό σύστημα παγκόσμια – που έχουν πάρει ιδιαίτερα οξύ χαρακτήρα από το 2007 με την απαρχή της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης η οποία ακόμα συνεχίζεται με τη μία ή την άλλη μορφή. Στο άρθρο που ακολουθεί ο συντάκτης των ΦΤ, Γκίντεον Ράχμαν (Gideon Rachman) παρουσιάζει την εικόνα του πλανήτη σήμερα και τον παρομοιάζει με «δαρμένο», «μελανιασμένο» και σε κατάσταση νευρικής κρίσης, τονίζοντας πως σ’ ολόκληρο τον πλανήτη δεν υπάρχει ούτε μία από τις μεγάλες δυνάμεις που αντιμετωπίζει το μέλλον με αισιοδοξία.
Ακολουθεί το άρθρο, με ημερομηνία εμφάνισης τις 29.12.15. Τη μετάφραση του άρθρου έκανε ο σ. Γιάννος Νικολάου
«Δαρμένος» και «μελανιασμένος» – ολόκληρος ο πλανήτης σε κατάσταση νευρικής κρίσης
Δεν υπάρχει ούτε μια παγκόσμια δύναμη που να είναι αισιόδοξη – ακόμα και στην Αμερική, η οποία θα έπρεπε να είναι ικανοποιημένη, η διάθεση είναι «ξινή»
Το 2015, μια αίσθηση αμηχανίας και ένα κακό προαίσθημα φάνηκε να κυριεύει όλα τα μεγάλα κέντρα εξουσίας στον κόσμο. Από το Πεκίνο ως την Ουάσιγκτον, από το Βερολίνο ως τη Μπραζίλια, από τη Μόσχα ως το Τόκιο – κυβερνήσεις, ΜΜΕ και πολίτες ήταν νευρικοί και σε κατάσταση πολέμου.
Αυτό το είδος του παγκοσμιοποιημένου άγχους είναι ασυνήθιστο. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων 30 και πλέον χρόνων, υπήρχε τουλάχιστον μια παγκόσμια δύναμη η οποία ήταν ξεκάθαρα αισιόδοξη. Στα τέλη της δεκαετίας του ‘80 οι Ιάπωνες εξακολουθούσαν να απολαμβάνουν μια οικονομική έκρηξη δεκαετιών – αγοράζοντας με αυτοπεποίθηση ακίνητα σε ολόκληρο τον κόσμο. Στη δεκαετία του ’90 η Αμερική απολάμβανε τη νίκη της στον Ψυχρό Πόλεμο και μια μεγάλη οικονομική ανάπτυξη. Στις αρχές του 2000 η ΕΕ βρίσκονταν σε κατάσταση ευφορίας, δρομολογώντας το κοινό νόμισμα και σχεδόν διπλασιάζοντας τα κράτη-μέλη της. Και για το μεγαλύτερο μέρος της περασμένης δεκαετίας, η αναπτυσσόμενη –πολιτικά και οικονομικά– δύναμη της Κίνας έχει κερδίσει το σεβασμό σε όλο τον κόσμο.
Ωστόσο, αυτή τη στιγμή όλοι οι μεγάλοι παίκτες φαίνονται από αβέβαιοι έως φοβισμένοι. Η μόνη μερική εξαίρεση που συνάντησα στη διάρκεια αυτού του χρόνου ήταν η Ινδία, όπου η επιχειρηματική και πολιτική ελίτ ακόμη φαινόταν να απολαμβάνει τα οφέλη από το μεταρρυθμιστικό ζήλο του πρωθυπουργού Ναρέντρα Μόντι.
Αντίθετα, στην Ιαπωνία, η πίστη ότι οι ριζικές μεταρρυθμίσεις, γνωστές ως Abenomics, μπορούν να σπάσουν τον κύκλο του χρέους και του αποπληθωρισμού στον οποίο βρίσκεται η χώρα, εξανεμίζεται. Το άγχος των Ιαπώνων τροφοδοτείται από τις συνεχιζόμενες τριβές και εντάσεις με την Κίνα. Ωστόσο, η κύρια εντύπωση που αποκόμισα από μια επίσκεψη στην Κίνα στις αρχές του χρόνου, είναι ότι και αυτή η χώρα αισθάνεται πολύ λιγότερο σταθερή σε σχέση με δύο χρόνια πριν. Η εποχή όπου η κυβέρνηση πετύχαινε εύκολα ανάπτυξη 8% και άνω μέσα σε ένα χρόνο, έχει τελειώσει. Οι ανησυχίες για την εγχώρια χρηματοπιστωτική σταθερότητα αυξάνονται, όπως αποκάλυψαν αναταραχές στο χρηματιστήριο της Σαγκάης το καλοκαίρι που πέρασε.
Ωστόσο, η κύρια πηγή ανησυχίας είναι πολιτική. Η ηγεσία του προέδρου Ξι Τσινπίνγκ είναι πιο δυναμική, αλλά λιγότερο προβλέψιμη από εκείνη των προκατόχων του. Ο φόβος εξαπλώνεται ανάμεσα στους αξιωματούχους και τους επιχειρηματίες, οι οποίοι φοβούνται ότι βρίσκονται παγιδευμένοι σε μια εκστρατεία κατά της διαφθοράς η οποία έχει ήδη οδηγήσει στη σύλληψη περισσότερων από 100.000 ανθρώπων.
Η επιβράδυνση της Κινέζικης οικονομίας έχει παγκόσμιες επιπτώσεις. Όταν η Κίνα τροφοδοτούσε την «έκρηξη» της αγοράς εμπορευμάτων, πρώτων υλών κλπ, η Βραζιλία, για παράδειγμα, ακολουθούσε από κοντά, όπως ένας θαλάσσιος σκιέρ ακολουθεί ένα ταχύπλοο. Φέτος, όμως, η οικονομία της Βραζιλίας «βυθίστηκε» – σημειώνοντας συρρίκνωση κατά -4,5%. Η πρόεδρος Ντίλμα Ρούσεφ έχει εμπλακεί σε ένα σκάνδαλο διαφθοράς, εν μέσω προσπαθειών για την παραπομπή της σε δίκη.
Το κλίμα στην Ευρώπη είναι επίσης δυσοίωνο. Η χρονιά σημαδεύτηκε από δύο αιματηρές τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι. Η οικονομική κρίση που μαστίζει την ήπειρο εδώ και αρκετά χρόνια, κορυφώθηκε απειλητικά τον Ιούλιο, καθώς η Ελλάδα έφτασε στο χείλος της εξόδου από την Ευρωζώνη. Εν τω μεταξύ, η Γερμανία – η οποία έχει ξεχωρίσει ως φάρος πολιτικής και οικονομικής ισχύος– τώρα παλεύει να διαχειριστεί την άφιξη περισσότερων από 1 εκατομμύριο πρόσφυγες, που φεύγουν ως επί το πλείστον λόγω των συγκρούσεων στη Μέση Ανατολή. Το ευρώ είχε ήδη δημιουργήσει διαχωριστικές γραμμές μεταξύ της Γερμανίας και των κρατών της νότιας Ευρώπης, και η προσφυγική κρίση έχει μπει σαν σφήνα μεταξύ αυτής και των χωρών που βρίσκονται ανατολικά. Την ίδια στιγμή η Βρετανία απειλεί να αποχωρήσει από την ΕΕ και οι Γάλλοι ψηφοφόροι στρέφονται προς την ακροδεξιά σε όλο και μεγαλύτερους αριθμούς.
Αν κρίνουμε από τα οικονομικά μεγέθη, οι ΗΠΑ θα έπρεπε να αποτελούν μια εξαίρεση σε όλη αυτή την κατήφεια. Η χώρα βρίσκεται στο έκτο έτος της οικονομικής της μεγέθυνσης. Η ανεργία είναι περίπου 5%. Οι ΗΠΑ κυριαρχούν στην οικονομία του ίντερνετ. Κι όμως, η διάθεση της κοινής γνώμης είναι «ξινή». Η προοπτική ότι οι Ρεπουμπλικάνοι, ένα από τα δύο μεγάλα κόμματα της Αμερικής, μπορεί να δώσουν το χρίσμα στον Ντόναλτ Τραμπ, έναν αγροίκο δημαγωγό, ως υποψήφιό τους για την προεδρία, δείχνει ότι οι ΗΠΑ δεν νιώθουν καθόλου άνετα με τον εαυτό τους. Πράγματι, ολόκληρη η εκστρατεία του κ. Τραμπ, βασίζεται στην ιδέα ότι η Αμερική βρίσκεται σε μια επικίνδυνη παρακμή.
Πέρα από τους εσωτερικούς-εθνικούς παράγοντες, υπάρχουν κοινά στοιχεία που να δικαιολογούν την παγκόσμια ανησυχία; Είναι σαφές ότι η παγκόσμια οικονομία δεν έχει ανακάμψει πλήρως από την οικονομική κρίση. Υπάρχει επίσης ένας ευρέως διαδεδομένος φόβος, ότι μετά από χρόνια ακραίας ανορθόδοξης νομισματικής πολιτικής, μια ακόμη χρηματοπιστωτική ή οικονομική κρίση μπορεί να βρίσκεται στα σκαριά.
Στο πολιτικό μέτωπο και αυτό της ασφάλειας, η κατάρρευση στη Μέση Ανατολή συνεχίζεται. Οι εξωτερικές δυνάμεις αποδείχτηκαν ανίκανες να αποκαταστήσουν την τάξη στην περιοχή και διαπιστώνουν ότι η αναταραχή εξαπλώνεται στην Αφρική και την Ευρώπη, με τη μορφή των προσφυγικών ροών και της τρομοκρατίας των τζιχαντιστών.
Ο μεγαλύτερος κοινός παράγοντας, είναι η διαμόρφωση ενός συναισθήματος εναντίον των ελίτ, που συνδυάζει την αγωνία για την ανισότητα και την οργή για τη διαφθορά, το οποίο είναι ορατό σε χώρες τόσο διαφορετικές όσο είναι η Γαλλία, η Βραζιλία, η Κίνα και οι ΗΠΑ. Στην Αμερική και την Ευρώπη, αυτές οι διαμαρτυρίες συχνά συνδυάζονται με μια ρητορική περί γενικευμένης εθνικής παρακμής. Αυτές οι κοινωνικές και οικονομικές ανησυχίες έχουν πολιτικό αντίκρισμα, τροφοδοτώντας τη «ζήτηση» για «ισχυρούς» ηγέτες όπως ο κ. Ξι στην Κίνα, ο κ. Τραμπ στις ΗΠΑ, ή ο Βλαντιμίρ Πούτιν της Ρωσίας, οι οποίοι υπόσχονται (υποκριτικά) την αντιμετώπιση των διεφθαρμένων ελίτ, ότι θα αγωνιστούν για τον καθημερινό πολίτη και θα σταθούν στο ύψος των εθνικών συμφερόντων.
Η παγκόσμια απαισιοδοξία κάνει το διεθνές πολιτικό σύστημα να αισθάνεται σαν ένας ασθενής που εξακολουθεί να αγωνίζεται να ανακάμψει από μια πολύ σοβαρή ασθένεια, η οποία ξεκίνησε με την οικονομική κρίση του 2008. Αν δεν υπάρξουν κι άλλα άσχημα σοκ, η ανάκαμψη θα μπορέσει πιθανά να προχωρήσει σταδιακά και τα αρνητικά πολιτικά συμπτώματα να εξασθενίσουν. Ο ασθενής, ωστόσο, είναι πολύ ευάλωτος. Ένα ακόμα σοβαρό σοκ, όπως ένα σημαντικό τρομοκρατικό χτύπημα ή μια σοβαρή οικονομική ύφεση, θα μπορούσε να είναι πραγματικά καταστροφικό.