3η Συνδιάσκεψη του ISp – Η παρακμή της Ευρώπης και η κρίση της Αριστεράς – Μέρος ΙΙI

Το κείμενο «Η παρακμή της Ευρώπης και η κρίση της Αριστεράς» αποτέλεσε κομμάτι της συζήτησης και ψηφίστηκε στο τέλος της 3ης συνδιάσκεψης του Internationalist Standpoint (ISp) που πραγματοποιήθηκε μεταξύ 30 Μαρτίου και 3 Απριλίου 2025.
Ακολουθώντας την παράδοση που καθιέρωσε το ISp από την ίδρυσή του, αποφεύγουμε να ξαναγράψουμε τα κείμενα για λόγους επικαιροποίησης. Η έμφαση που δίνουμε είναι περισσότερο στην περιγραφή των διαδικασιών παρά στα συγκεκριμένα γεγονότα και στοιχεία.
Όταν απαιτείται επικαιροποίηση για συγκεκριμένα θέματα, κατά κανόνα γράφουμε νέα, συμπληρωματικά κείμενα, όπως κάναμε για παράδειγμα με το ψήφισμα σχετικά με τον αντίκτυπο της εκλογής Τραμπ.
Το αρχικό σχέδιο του παρόντος κειμένου, γράφτηκε μεταξύ Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου του 2024, και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ορισμένα από τα στοιχεία και τις εξελίξεις που περιγράφονται είναι μερικούς μήνες πίσω. Όπου ήταν απαραίτητη η επικαιροποίηση, την κάναμε με τη μορφή υποσημείωσης.
Το κείμενο θα δημοσιευτεί μεταφρασμένο στο χekinima.org σε τρία μέρη. (Διαβάστε το πρώτο μέρος εδώ και το δεύτερο μέρος εδω)

Συνείδηση και Αριστερά

  1. Το γενικότερο τοπίο από τη σκοπιά της εργατικής τάξης και των αγωνιζόμενων μαζών στην Ευρώπη είναι γεμάτο αντιφάσεις – υπάρχει ένα γενικότερο αρνητικό υπόβαθρο, μια υποχώρηση του αγώνα και της συνείδησης, αλλά μέσα σε αυτή τη γενική εικόνα λαμβάνουν χώρα σημαντικές εξελίξεις και διεργασίες –που μπορεί να πει κανείς ότι έχουν «μοριακό χαρακτήρα»– που δείχνουν το μέλλον και προετοιμάζουν μεγάλες αλλαγές.
  2. Η γενική εικόνα καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από δύο σημαντικά γεγονότα, αρνητικού χαρακτήρα για την εργατική τάξη, τις τελευταίες δεκαετίες. Το πρώτο είναι η καπιταλιστική παλινόρθωση στο σοβιετικό μπλοκ, η οποία έχει αναλυθεί εκτενέστερα σε προηγούμενο υλικό [κείμενο 2023]. Το δεύτερο είναι η αδυναμία της εργατικής τάξης και των καταπιεζόμενων μαζών να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις που έθεσε η μεγάλη ύφεση του 2007-8-9. Και τα δύο αυτά γεγονότα, ιδιαίτερα το πρώτο, αποτέλεσαν σοβαρές ήττες για τα μαζικά κινήματα.
  3. Η καπιταλιστική παλινόρθωση στο Ανατολικό Μπλοκ άνοιξε μια περίοδο αρνητικών εξελίξεων όσον αφορά την ταξική πάλη και την ταξική/σοσιαλιστική συνείδηση σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτό ήταν ιδιαίτερα έντονο κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, μια πολύ δύσκολη περίοδο για τις μαρξιστικές ιδέες και οργανώσεις. Οι εξελίξεις αυτές άρχισαν να ξεπερνιούνται εν μέρει προς το τέλος της δεκαετίας, με την εμφάνιση του κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης, με αφετηρία το Σιάτλ, στο τέλος της χιλιετίας. Η δεκαετία του 2000 ήταν μια περίοδος ανόδου των αγώνων και της συνείδησης. Αν και οι σοσιαλιστικές ιδέες και η σοσιαλιστική προοπτική ήταν ακόμα αδύναμες και απομακρυσμένες, μια νέα γενιά αγωνιστών έμπαινε στο προσκήνιο.
  4. Η κατάρρευση των κομμουνιστικών κομμάτων και η πλήρης συνθηκολόγηση των παλαιών ρεφορμιστικών Σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, τα οποία υιοθέτησαν και εφάρμοσαν νεοφιλελεύθερες πολιτικές (Εργατικοί στο Ηνωμένο Βασίλειο, Σοσιαλιστικό Κόμμα στη Γαλλία, SPD στη Γερμανία, PSOE στην Ισπανία, Δημοκρατικό Κόμμα στην Ιταλία, κ.λπ.) είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα κενό στην Αριστερά. Αυτό, σε συνδυασμό με την άνοδο των κοινωνικών αγώνων, αντανακλάστηκε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 και του 2000, στην εμφάνιση μιας σειράς νέων αριστερών κομμάτων, όπως το PRC στην Ιταλία, το Respect στη Βρετανία, το SSP στη Σκωτία, το PtB στο Βέλγιο, το SP στην Ολλανδία, το Die Linke στη Γερμανία, PSOL στη Βραζιλία κ.λπ. Η αντικαπιταλιστική Αριστερά είχε ξεκινήσει κάποιες πρωτοβουλίες που φαίνονταν ελπιδοφόρες, όπως το NPA στη Γαλλία, και κατάφερε να δημιουργήσει σημαντικές δυνάμεις σε ορισμένες περιπτώσεις, ιδίως στις περιπτώσεις του SP (Σοσιαλιστικό Κόμμα) και του PBP (Οι άνθρωποι πάνω απ’ τα κέρδη) στην Ιρλανδία. Νέα κινήματα ήταν σε άνοδο: αντιφασισμός/αντιρατσισμός, αντιπαγκοσμιοποίηση, φεμινισμός και αντισεξισμός, περιβάλλον κ.λπ.
  5. Η οικονομική κρίση του 2007-8-9 φαινόταν σαν το σημείο καμπής που θα μπορούσε να ωθήσει την ταξική πάλη και την ταξική συνείδηση σε νέα υψηλά επίπεδα και σε μια πιο ξεκάθαρα σοσιαλιστική κατεύθυνση σε μαζική βάση. Αυτή η προοπτική αποδείχθηκε λανθασμένη. Είχαμε ισχυρούς αγώνες, ιδιαίτερα με τις αραβικές επαναστάσεις στη Βόρεια Αφρική (γνωστές ως «Αραβική Άνοιξη») και την «κρίση χρέους» της Νότιας Ευρώπης που έδωσε αφορμή για μνημειώδεις αγώνες, ιδιαίτερα στην Ελλάδα. Αλλά αυτά τα κινήματα ηττήθηκαν.
  6. Αντανακλώμενες στο πολιτικό επίπεδο, οι συνθήκες αυτές είχαν δημιούργησαν ή έδωσαν μαζικές διαστάσεις σε μια δεύτερη γενιά κομμάτων της Νέας Αριστεράς – του τύπου του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, του Podemos στην Ισπανία, του Αριστερού Μπλοκ στην Πορτογαλία κ.λπ. Οδήγησαν επίσης στην άνοδο των φαινομένων Κόρμπιν και Σάντερς στη Βρετανία και στις ΗΠΑ αντίστοιχα. Το πρώτο μέρος της δεκαετίας του 2010 φάνηκε να αναβιώνει τον αριστερό ρεφορμισμό, ως μαζικό φαινόμενο, σε διεθνή κλίμακα. Αλλά μέχρι το τέλος της δεκαετίας, και παρά το νέο κύμα κοινωνικών εκρήξεων και επαναστάσεων σε πολλές πρώην αποικιακές  χώρες, ιδιαίτερα το 2019, και την εμφάνιση, με νέα δυναμική, των νέων κινημάτων ενάντια στον σεξισμό και την κλιματική κρίση, όλοι αυτοί οι σχηματισμοί συνθηκολόγησαν και ξεπουλήθηκαν. Με αυτόν τον τρόπο η δεκαετία του 2010 έφερε μια «διπλή ήττα» – τόσο σε επίπεδο συνδικαλιστικών και κοινωνικών αγώνων όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Η κρίση του Covid είχε επίσης ως αποτέλεσμα να ανακόψει τους αγώνες που αναπτύσσονταν, ειδικά γύρω από την κλιματική αλλαγή.
  7. Ο αντίκτυπος αυτών των ηττών είναι αισθητός ακόμη και σήμερα. Ταυτόχρονα υπάρχουν πολλά στοιχεία που ωθούν τη συνείδηση προς τα εμπρός, σε μια ριζοσπαστική, αριστερή και σε τελική ανάλυση σοσιαλιστική κατεύθυνση – αλλά οι διεργασίες είναι αργές. Υπάρχει μαζική οργή σε μεγάλα τμήματα των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Η πλειοψηφία του πληθυσμού έχει βαρεθεί τις κενές υποσχέσεις και τις ατελείωτες πολιτικές λιτότητας και νεοφιλελευθερισμού. Η επισφάλεια γίνεται όλο και περισσότερο η κυρίαρχη μορφή των εργασιακών σχέσεων. Η ανεργία είναι «χαμηλή» μόνο και μόνο επειδή η υποαπασχόληση είναι υψηλή. Το βιοτικό επίπεδο έχει διαβρωθεί από τον πληθωρισμό. Οι κοινωνικές υπηρεσίες δέχονται συνεχείς επιθέσεις και ιδιωτικοποιούνται. Ο πόλεμος στη Γάζα αποκαλύπτει τις εγκληματικές πολιτικές και την υποκρισία των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Η επίθεση στα δημοκρατικά δικαιώματα, στο δικαίωμα διαμαρτυρίας, διαδήλωσης, ακόμα και λόγου, με πρόσχημα τον «αντισημιτισμό», αυξάνει την οργή. Αυτά αναμειγνύονται με τα νέα κινήματα της πρόσφατης περιόδου, τον φεμινισμό, το ΛΟΑΤΚΙ και το περιβαλλοντικό. Η άνοδος των ακροδεξιών κομμάτων και των νεοφασιστικών ομάδων λειτουργεί ως έναυσμα για να αφυπνίσει μεγάλα τμήματα της κοινωνίας, ιδιαίτερα τη νεολαία, να κάνει κάτι γι’ αυτό. Αυτές οι συνθήκες προετοιμάζουν αγώνες και μεγάλα συνειδησιακά άλματα σε μεταγενέστερο στάδιο.

Ρεφορμισμός – παλιός και νέος

  1. Η ιστορική εμπειρία σχετικά με το ρόλο του ρεφορμισμού είναι πλούσια από την εποχή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι τη Ρωσική Επανάσταση, την περίοδο του Μεσοπολέμου, ιδίως στη Γαλλία και την Ισπανία στα μέσα της δεκαετίας του 1930 κ.λπ., τη μεταπολεμική περίοδο και τις τελευταίες δεκαετίες. Τα ρεφορμιστικά κόμματα όχι μόνο εγκαταλείπουν τον υποτιθέμενο στόχο τους για το «ειρηνικό» πέρασμα σε μια εναλλακτική (σοσιαλιστική) κοινωνία, αλλά προδίδουν τις εργαζόμενες μάζες και προετοιμάζουν το έδαφος για την επιστροφή της αντίδρασης. Η αντίδραση, σε συνθήκες βαθιάς κρίσης, μπορεί να πάρει τη μορφή της ανόδου ή της επανεμφάνισης της Ακροδεξιάς και των φασιστικών οργανώσεων. Οδηγεί επίσης στην κρίση των οργανώσεων της εργατικής τάξης, τόσο των πολιτικών όσο και των συνδικαλιστικών.
  2. Αυτά τα συμπεράσματα δεν τα έβγαλαν ποτέ τα νέα ρεφορμιστικά κόμματα, η «Νέα Αριστερά», που δημιουργήθηκαν στη μετασταλινική εποχή, στο κενό που δημιουργήθηκε από την πλήρη συνθηκολόγηση της Σοσιαλδημοκρατίας με τον καπιταλιστικό νεοφιλελευθερισμό και την κατάρρευση των σταλινικών, λεγόμενων «κομμουνιστικών», κομμάτων. Η βαθιά υποχώρηση της συνείδησης και της οργάνωσης της εργατικής τάξης στην Ευρώπη βάθυνε ακόμη περισσότερο κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης του 2007-9 και οδήγησε σε μια ευρεία υποχώρηση όλων των οργανώσεων του εργατικού κινήματος, ξεκινώντας από τα συνδικάτα, τα οποία ερμήνευαν όλο και περισσότερο το ρόλο τους ως εκπροσώπηση «ενός από τους πυλώνες της παραγωγής» και επομένως απλώς επικουρικά προς την καπιταλιστική παραγωγή. Σε αυτό το πλαίσιο, αρκετά ιστορικά ρεφορμιστικά κόμματα έχουν ουσιαστικά απομακρυνθεί από το πλαίσιο του εργατικού κινήματος, ενώ η νέα Αριστερά, παρόλο που συχνά υιοθετεί μια «αντισυστημική», ή «προοδευτική» στάση, το κάνει με γενικό και αφηρημένο τρόπο, χωρίς συγκεκριμένες αναφορές στο ρόλο της εργατικής τάξης και την υπέρβαση του σημερινού τρόπου παραγωγής.
  3. Η Ευρώπη αποτέλεσε πρόσφορο έδαφος για την ανάδυση ενός πλήθους τέτοιων «νέων ρεφορμιστικών» κομμάτων, στις δεκαετίες του 1990, 2000 και 2010, τα οποία, στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, απέτυχαν να προσφέρουν προοπτική. Είναι βάσιμο να υποστηρίξει κανείς ότι σήμερα στην Ευρώπη το κενό στην Αριστερά είναι το μεγαλύτερο από τις αρχές του 20ού αιώνα. Σήμερα η τεράστια πλειοψηφία των μαζικών αριστερών κομμάτων αρνείται ακόμη και να αναφέρει τη λέξη «σοσιαλισμός» ή ακόμη και «εθνικοποίηση». Αναπόφευκτα, επίσης, αποτυγχάνουν να ηγηθούν με συνεπή και μαχητικό τρόπο στους αγώνες της εργατικής τάξης και της νεολαίας.
  4. Αυτοί οι παράγοντες έχουν καθοριστικό αντίκτυπο στη συνείδηση της εργατικής τάξης. Το γενικό επίπεδο της ταξικής και σοσιαλιστικής συνείδησης σήμερα είναι πολύ χαμηλό σε σύγκριση με προηγούμενες εποχές. Σαν αποτέλεσμα, έχουμε μια γενικευμένη κρίση στις οργανώσεις της εργατικής τάξης, σε όλα τα επίπεδα, με αντίκτυπο στην κοινωνία και στα μαζικά κινήματα.
  5. Αυτό είναι κάτι που αναπόφευκτα θα αλλάξει: το βάθος της οικονομικής κρίσης, οι προοπτικές και η δυναμική των πολεμικών συγκρούσεων, το βάθος της κλιματικής κρίσης κ.λπ. προκαλούν μια σαφή κρίση ηγεμονίας μεταξύ των κυρίαρχων τάξεων και καλλιεργούν μια πλατιά συνειδητοποίηση της ανάγκης για ριζοσπαστικές απαντήσεις. Βλέπουμε πολλά στοιχεία «αναζήτησης» μέσα στις εργαζόμενες μάζες και τη νεολαία, μια σημαντική υποστήριξη των «σοσιαλιστικών ιδεών» γενικά, αν και με συγκεχυμένο και θολό τρόπο, μια υπεράσπιση του δημόσιου χαρακτήρα των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις, κ.λπ. Αλλά όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, οι διεργασίες είναι αργές λόγω της αδυναμίας της εργατικής τάξης.
  6. Είδαμε επίσης ότι οι πλατιές μάζες, οι εργαζόμενοι και η νεολαία, ξανά και ξανά, έδωσαν τεράστια ώθηση σε νέους πολιτικούς σχηματισμούς, όποτε ένας τέτοιος βρισκόταν στον ορίζοντα. Αυτό δείχνει τις τεράστιες δυνατότητες που υπάρχουν και οι οποίες μπλοκάρονται από την αδυναμία, την υποχώρηση της συνείδησης και τις διαιρέσεις στο εσωτερικό της εργατικής τάξης, σε συνδυασμό με το ρόλο των ηγεσιών της νέας Αριστεράς και των συνδικάτων.
  7. Η κατάσταση με την κρίση των οργανώσεων της εργατικής τάξης και της γενικής συνείδησης είναι από πολλές απόψεις χειρότερη στην Ευρώπη από ό,τι σε άλλες ηπείρους. Ο κύριος λόγος γι’ αυτό είναι ότι τα κόμματα της Αριστεράς έχουν επανειλημμένα δοκιμαστεί στην κυβέρνηση και έχουν αποτύχει τις τελευταίες δεκαετίες. Αυτό συμβαίνει για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, ξεκινώντας από τα μαζικά κόμματα της Σοσιαλδημοκρατίας και τα Κομμουνιστικά Κόμματα πριν από την καπιταλιστική παλινόρθωση στα πρώην σταλινικά κράτη και στη συνέχεια με τον «νέο» ρεφορμισμό της νέας Αριστεράς. Η Ευρώπη ήταν παραδοσιακά το επίκεντρο της ανάπτυξης των οργανώσεων και των ιδεών της εργατικής τάξης, αλλά σήμερα, υστερεί σε σχέση με τις εξελίξεις στην αμερικανική ήπειρο και σε άλλες περιοχές του πλανήτη, στην Ασία και την Αφρική. Αυτό δεν σημαίνει ότι αυτή η εικόνα δεν θα αλλάξει και πάλι στο μέλλον.

Ελλάδα

  1. Στην Ευρώπη, μετά την ύφεση του 2007-2009 και κατά τη διάρκεια της κρίσης δημόσιου χρέους, η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην ελληνική κυβέρνηση και το «ΟΧΙ» στο δημοψήφισμα του 2015, αποτέλεσαν για μαζικά στρώματα σε ολόκληρη την ήπειρο παράδειγμα της δυνατότητας ρήξης με τις πολιτικές λιτότητας και σκιαγράφησης μιας συστημικής αλλαγής. Η αντίσταση, με άλλα λόγια, φάνηκε όχι μόνο δυνατή αλλά και ικανή να επιβάλει μια διαφορετική προσέγγιση στη διαχείριση της οικονομικής κρίσης. Η συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ το 2015, όταν η ηγεσία του ανέλαβε να εφαρμόσει τις πολιτικές που απαιτούσε η Τρόικα, όχι μόνο διέψευσε τις ελπίδες και τις προσδοκίες εκατομμυρίων ανθρώπων, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, αλλά και κατέστησε λιγότερο αξιόπιστη μια συνολική αριστερή εναλλακτική λύση απέναντι στις άρχουσες τάξεις.
  2. Το αποτέλεσμα για τη νέα Αριστερά ήταν καταστροφικό – και ο αντίκτυπος στα μαζικά κινήματα τεράστιος. Το ιταλικό και το ελληνικό μαζικό κίνημα, παρά τις αγωνιστικές και επαναστατικές τους παραδόσεις, δεν έχουν ακόμη συνέλθει από την ήττα και την προδοσία των ηγετών των κομμάτων της νέας Αριστεράς.
  3. Η συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 οδήγησε σε πολλαπλές διασπάσεις. Καμία από αυτές δεν μπόρεσε να σχηματίσει μια υπολογίσιμη αριστερή εναλλακτική – η συντριπτική πλειοψηφία οδηγήθηκε σε κρίση τα χρόνια που ακολούθησαν τη διάσπασή τους. Το αποκορύφωμα του εκφυλισμού του ΣΥΡΙΖΑ ήταν η εκλογή του Κασσελάκη στην ηγεσία του. Ο Κασσελάκης είναι ένας πολυεκατομμυριούχος εφοπλιστής, ο οποίος ζούσε στις ΗΠΑ πριν έρθει στην Ελλάδα για να διεκδικήσει την ηγεσία. Αυτό που επέτρεψε σε αυτό το άτομο να διεκδικήσει την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν μόνο η δεξιά πολιτική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και το βοναπαρτιστικό καθεστώς που εγκαθίδρυσε ο Τσίπρας και η ηγετική πλειοψηφία στο κόμμα. Ο αρχηγός του κόμματος δεν ψηφιζόταν από τους αντιπροσώπους στο συνέδριο, που εκλέγονταν από κομματικές οργανώσεις, αλλά από τους ευρύτερους υποστηρικτές του κόμματος – έτσι, άτομα μπορούσαν να γίνουν «μέλη» απλά πληρώνοντας 2 ευρώ ετήσια συνδρομή και να ψηφίσουν για τον πρόεδρο. Η ΛΟΑΤ κοινότητα κινητοποιήθηκε για να ψηφίσει τον πρώτο ομοφυλόφιλο που ηγήθηκε ενός μαζικού πολιτικού κόμματος στην Ελλάδα και έτσι ο Κασσελάκης βρέθηκε να ηγείται ενός κόμματος στο οποίο δεν ανήκε ποτέ. Ούτε η δεξιά πτέρυγα του κόμματος δεν μπορούσε να το χωνέψει αυτό – το αποτέλεσμα ήταν ένα δεύτερο κύμα διάσπασης, με τον ΣΥΡΙΖΑ να πλέον στο 5% σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις. Μεταξύ άλλων, αυτό δείχνει και τον τραγικό αλλά και κωμικό ρόλο που μπορεί να παίξουν οι Πολιτικές Ταυτότητας όταν δοκιμάζονται.

Ιταλία

  1. Στην Ιταλία είχαμε ένα από τα σημαντικότερα κομμουνιστικά κόμματα στον κόσμο και ένα από τα πιο σπουδαιότερα αριστερά κινήματα στην Ευρώπη. Ακόμα και στη δεκαετία του 1980, παρά τις συνθηκολογήσεις του ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (ΚΚΙ) και των συνδικάτων (ο «ιστορικός συμβιβασμός» και η εισοδηματική πολιτική), κατάφεραν να ηγηθούν μαζικών αγώνων (όπως για την Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή, τα κινήματα κατά των πυραύλων και των πυρηνικών, τις επιτροπές βάσης στα σχολεία και τις μεταφορές, τα φοιτητικά κινήματα το 1985 και το 1989). Η διάλυση του ΚΚΙ και η ανάδειξη ενός δεξιού ρεφορμιστικού κόμματος (PDS/DS) δημιούργησαν τον χώρο για την ανασύνθεση της Αριστεράς. Το PRC (Κόμμα Κομμουνιστικής Επανίδρυσης) έφτασε περίπου τα 100.000 μέλη (μέχρι το 2006) και συγκέντρωσε μεταξύ 4,5% και 6% των ψήφων, έχοντας φτάσει και το 8,5% το 1996. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αναγέννηση των αγώνων στις αρχές της δεκαετίας του 1990, στο κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης και στις εργατικές κινητοποιήσεις στις αρχές της δεκαετίας του 2000 (FIOM και νόμος περί απολύσεων).
  2. Η πορεία του PRC σημαδεύτηκε από διάφορες εσωτερικές συγκρούσεις: μεταξύ σταλινικών και αντισταλινικών παρατάξεων· μεταξύ μιας «δημοκρατικής συμμαχίας» και ενός εναλλακτικού πόλου στις «δύο δεξιές» (κεντροαριστερά και δεξιά)· μεταξύ ενός «κομμουνιστικού» προσανατολισμού και μιας ριζοσπαστικής αριστερής προσέγγισης. Η απόφαση να συμμετάσχει στην κυβέρνηση (2006) και να υπερβεί το «κομμουνιστικό» προφίλ (Αριστερά Ουράνιο Τόξο) οδήγησε στην κοινοβουλευτική καταστροφή του 2008, με την Αριστερά να αποκλείεται από το Κοινοβούλιο. Ακριβώς τη στιγμή που η ηγεμονία των κυρίαρχων τάξεων διαβρωνόταν από την κρίση, δεν υπήρχε σημείο αναφοράς για την κοινωνική αντίσταση. Το ρεφορμιστικό DS εγκατέλειψε κάθε δεσμό με την εργατική τάξη, ιδρύοντας ένα φιλελεύθερο «προοδευτικό» κόμμα (PD υπό τον Βελτρόνι και τον Ρέντσι). Το PRC διασπάστηκε μεταξύ των «κομμουνιστικών» παρατάξεων και της ριζοσπαστικής Αριστεράς (2009).
  3. Εκείνα τα χρόνια είχαμε μια βαριά ήττα για την εργατική τάξη, με τις χωριστές συμφωνίες για τις συμβάσεις το 2009 (αποδιάρθρωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων), τη συνθηκολόγηση της FIOM στη FIAT (ακολουθούμενη από την κατάρρευση του «κοινωνικού συνασπισμού» το 2015 και την κακή ανανέωση των συμβάσεων το 2016) και την επίθεση του Ρέντσι (από το Δημοκρατικό Κόμμα). Το προφίλ της ιταλικής Αριστεράς άλλαξε βαθιά. Αυτό οδήγησε στη διφορούμενη άνοδο του Κινήματος των Πέντε Αστέρων και στην εδραίωση ενός αντιδραστικού μπλοκ το 2018/2019. Η Αριστερά διατήρησε μια πρωτοπορία δεκάδων χιλιάδων ακτιβιστών: εναλλακτικά δίκτυα με μειωμένη εκλογική απήχηση (1-2% των ψήφων, συχνά συσπειρωμένα σε απίθανες, προσωρινές λίστες συνδεδεμένες με μεμονωμένα πρόσωπα)ᣟ μια πληθώρα ομάδων (συμπεριλαμβανομένων όσων έχουν απομείνει από το PRC- το ΚΚΙ)ᣟ ένας νεοσταλινικός και τολιατικός σχηματισμόςᣟ το PoterealPopolo, μια σταλινική και λαϊκιστική δύναμηᣟ οι Μποντριγκιστικοί κύκλοι που ηγούνται των SiCobasᣟ η ρεφορμιστική αριστερά που ανασυγκροτήθηκε στην Πράσινο-Κόκκινη Συμμαχία (AVS, κομμάτια που αποσχίστηκαν από το PRC προς τα δεξιά με τους Πράσινους). Μέσα σε όλα αυτά, κάθε αναφορά στην εργατική τάξη, και συχνά κάθε πραγματική μαζική επιρροή, έχει χαθεί.

Πορτογαλία, Ισπανία, Γερμανία

  1. Στην Ισπανία, την Πορτογαλία και τη Γερμανία είχαμε επίσης την εμφάνιση σημαντικών κομμάτων της νέας Αριστεράς, τις τελευταίες δεκαετίες. Όλα τους βρίσκονται τώρα αντιμέτωπα με μια βαθιά κρίση. Το κοινό χαρακτηριστικό σε όλα, όπως και στα προαναφερθέντα παραδείγματα, είναι ότι συμμετείχαν σε αστικές κυβερνήσεις – στην Ισπανία και την Πορτογαλία σε εθνικό επίπεδο, στη Γερμανία σε επίπεδο ομοσπονδιακών κρατιδίων.
  2. Η συμμετοχή της Αριστεράς σε μια αστική κυβέρνηση μπορεί να γίνει μόνο υπό τους όρους της άρχουσας τάξης. Σε συνθήκες βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης, το σύστημα δεν έχει περιθώρια για φιλεργατικές μεταρρυθμίσεις. Αλλά αυτή είναι και η στιγμή που η άρχουσα τάξη χρειάζεται αριστερά κόμματα για να μπορέσει να κυβερνήσει, ακριβώς επειδή η κυριαρχία της αμφισβητείται από τις μάζες. Έτσι, τα κόμματα της Αριστεράς καταλήγουν να εφαρμόζουν τις πολιτικές που απαιτούν οι καπιταλιστές, να λειτουργούν ως «πυροσβέστες» ενάντια στους εργατικούς αγώνες, να καταλήγουν και τα ίδια σε κρίση και να προετοιμάζουν το έδαφος για την επιστροφή της αντίδρασης.
  3. Είναι τραγική ειρωνεία όταν τα «αριστερά» κόμματα διακηρύσσουν ότι βρίσκονται στην πρώτη γραμμή του αγώνα ενάντια στην Ακροδεξιά, ενώ είναι ακριβώς οι πολιτικές τους που προετοιμάζουν το έδαφος για την Ακροδεξιά. Η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Γερμανία αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτών των διεργασιών. Το Vox στην Ισπανία εμφανίστηκε μόλις το 2014, η Chega στην Πορτογαλία το 2019 και το AfD στη Γερμανία το 2013. Και όλα είχαν θεαματική άνοδο.

Bloco

  1. 24. Το Bloco de Esquerda (BdE – Μπλόκο της Αριστεράς) κατάφερε να ανέβει κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους 2010-5 που συγκλόνισε τη νότια Ευρώπη, από μια μικρή δύναμη, και να συνάψει συμμαχία με το Σοσιαλιστικό Κόμμα (αλλά και το Κομμουνιστικό Κόμμα και τους Πράσινους) της Πορτογαλίας, ώστε να επιτρέψει στο ΣΚ να κυβερνήσει ως κυβέρνηση μειοψηφίας. Η συμμαχία τους συνεχίστηκε και μετά τις επόμενες εκλογές, αυτές του 2019. Η συμμαχία κατέρρευσε το 2022, όταν το ΣΚ αποφάσισε να στοχεύσει σε κυβέρνηση πλειοψηφίας, ώστε να μην εξαρτάται από τους αριστερούς συνεργάτες του. Στην πράξη, το ΣΚ χρησιμοποίησε τα αριστερά κόμματα, όταν τα χρειαζόταν, και στη συνέχεια τα εγκατέλειψε. Στο απόγειό του, το 2015, το Bloco είχε 19 έδρες στο πορτογαλικό κοινοβούλιο, ενώ στις βουλευτικές εκλογές του 2024 έπεσε στις 5. Δεν είναι τυχαίο ότι το 2019 δημιουργήθηκε το ακροδεξιό κόμμα Chega. Τότε πήρε το 1,3% των ψήφων· στις εκλογές του 2022 πήρε 7,15% και 12 έδρες. Ενώ το 2015 το Μπλόκο ήταν στο 10,2%, το τρίτο μεγαλύτερο κόμμα στο κοινοβούλιο με 19 έδρες, έπεσε στο 6,6% στις εκλογές του 2019 και στο 4,6% στις εκλογές του 2022 με μόλις 5 έδρες. Η ήττα του ’22 οδήγησε σε αλλαγή ηγεσίας – η MarianaMortágua, που αντικατέστησε την Catarina Martins, να φαίνεται ότι προσπαθεί να ωθήσει το BdE προς τα αριστερά.

Podemos

  1. 25. Το Podemos («Μπορούμε») είναι πολύ γνωστό έχοντας δημιουργηθεί «μέσα» από το μεγάλο κίνημα των Αγανακτισμένων που συγκλόνισε την Ισπανία το 2011 (μέρος του παγκόσμιου «κινήματος καταλήψεων» της περιόδου). Δημιουργήθηκε τον Ιανουάριο του 2014, από γνωστούς ακαδημαϊκούς και διανοούμενους. Κατέβηκε για πρώτη φορά στις Ευρωεκλογές του 2014 και πήρε 8% των ψήφων. Ένα χρόνο αργότερα, στις γενικές εκλογές του 2015, κέρδισε 20,7% – το τρίτο μεγαλύτερο κόμμα, πίσω από το Λαϊκό Κόμμα (PP) και το Ισπανικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα (PSOE), σπάζοντας έτσι το παραδοσιακό δικομματικό σύστημα της Ισπανίας. Τον Ιούνιο του 2016 ένωσε τις δυνάμεις του με την Ενωμένη Αριστερά για να σχηματίσουν τον συνασπισμό UnidosPodemos (Ενωμένοι Μπορούμε). Πήρε το 21,1% των ψήφων, μια μικρή αύξηση σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές, αποτυγχάνοντας στον στόχο του να ξεπεράσει το PSOE.
  2. Σύντομα μετά τη δημιουργία του το Podemos κινήθηκε όλο και περισσότερο προς τα δεξιά. Ο Πάμπλο Ιγκλέσιας, ο πιο επιφανής ηγέτης του, πρόσφερε ξεκάθαρη υποστήριξη στον Τσίπρα μετά την συνθηκολόγησή του το καλοκαίρι του 2015, εντείνοντας τις εσωτερικές διαιρέσεις στο Podemos. Το εσωτερικό καθεστώς παρουσιάστηκε σαν «άμεση» δημοκρατία, μέσω του διαδικτύου – τα μέλη μπορούσαν υποτίθεται να «συμμετέχουν» και να «ψηφίζουν» online, αλλά αυτό σήμαινε απλά ότι η ηγεσία ήταν εντελώς ανεξέλεγκτη, παίρνοντας όποια απόφαση ήθελε, αγνοώντας ό,τι δεν συμφωνούσε και χωρίς η βάση του κόμματος να έχει κάποιο τρόπο να αλλάξει τις πολιτικές ή την ίδια την ηγεσία. Μέχρι τον Απρίλιο του 2019 το Unidos Podemos είχε πέσει στο 14,3% και τον Νοέμβριο του 2019, σε επαναληπτικές εκλογές λόγω πολιτικού αδιεξόδου, στο 12,8%. Ως φυσικό επακόλουθο της δεξιάς του πορείας, το Unidos Podemos σχημάτισε κυβέρνηση με το PSOE. Ο Πάμπλο Ιγκλέσιας διετέλεσε δεύτερος αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Κοινωνικών Δικαιωμάτων μέχρι το 2021… οπότε και εγκατέλειψε την πολιτική! Τον Ιούλιο του 2023 οι Podemos προσχώρησαν σε έναν νέο συνασπισμό, το Sumar, με επικεφαλής τη Γιολάντ αΝτίαζ και έλαβαν το 12,4% των ψήφων (πρόσφατες δημοσκοπήσεις δίνουν στο Sumar περίπου 10%). Ουσιαστικά το Podemos δεν έχει πλέον ανεξάρτητη ύπαρξη.

DieLinke

  1. Το Die Linke δημιουργήθηκε το 2007 μέσω της ενοποίησης του WASG στη Δυτική Γερμανία, που αποσχίστηκε από το SPD, και του PDS που είχε τη βάση του στην Ανατολική Γερμανία. Από την πρώτη του συμμετοχή στις εκλογές για το ομοσπονδιακό κοινοβούλιο έλαβε ένα πολύ καλό αποτέλεσμα, 11,9% – γεγονός που το καθιστούσε το τέταρτο μεγαλύτερο κόμμα στην Μπούντεσταγκ. Αλλά το Die Linke απέτυχε να προσφέρει ένα αριστερό εναλλακτικό όραμα στη γερμανική εργατική τάξη, είτε στη δυτική είτε στην ανατολική Γερμανία. Τα ποσοστά του το 2013 έπεσαν στο 8,6%, το 2017 αυξήθηκαν ελαφρώς στο 9,2%, αλλά το 2021 έπεσαν στο 4,9%. Δέχθηκε πιέσεις από τους Πράσινους, οι οποίοι αύξησαν τη δύναμή τους σε βάρος του, αλλά και από το ακροδεξιό AfD (Εναλλακτική για τη Γερμανία – δημιουργήθηκε το 2013, αλλά αύξησε σημαντικά την υποστήριξή του μετά την προσφυγική κρίση του 2015-16) το οποίο υπονόμευσε την υποστήριξή του στην ανατολική Γερμανία όπου το Die Linke είχε τα προπύργιά του.

Σάρα Βάγκενκνεχτ

  1. Η περίπτωση του BSW (Sarah Wakengnecht Alliance) που αναφέρθηκε νωρίτερα στο κείμενο, αξίζει σίγουρα την προσοχή μας. Η Σ.Β. αποσχίστηκε από το Die Linke τον Οκτώβριο του 2023, για να δημιουργήσει μια Συμμαχία στο όνομά της, και ήταν πολύ πιο επιτυχημένη από ό,τι θα μπορούσε να προβλέψει κανείς σε βάρος του Die Linke που βρίσκεται σε σύγχυση και κρίση. Συνδυάζει τα αιτήματα που προβάλλει η Ακροδεξιά, ειδικά για το μεταναστευτικό, με συντηρητικές ιδέες για φεμινιστικά και ΛΟΑΤΚΙ ζητήματα, και με αιτήματα υπέρ των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Είναι σημαντικό ότι παίρνει αντιπολεμικές θέσεις, ασκώντας κριτική στη γερμανική κυβέρνηση και την ΕΕ, τόσο σε σχέση με την Ουκρανία όσο και με τον πόλεμο στη Γάζα (επικρίνει το Ισραήλ, υποστηρίζει τη δημιουργία παλαιστινιακού κράτους).
  2. Η Βάγκενκνεχτ ισχυρίζεται ότι δημιούργησε το BSW για να σταματήσει την άνοδο του AfD, αλλά τίποτα τέτοιο δεν συνέβη – αντίθετα το Die Linke βυθίστηκε σε βαθύτερη κρίση. Η επιτυχία του BSW είναι φυσικά μια αντανάκλαση της κρίσης του DieLinke- που δεν έχει καθαρές θέσεις για τον πόλεμο στην Ουκρανία ή την Παλαιστίνη και συμμετέχει συχνά στις κυβερνήσεις των ομόσπονδων κρατιδίων, εφαρμόζοντας πολιτικές νεοφιλελεύθερου χαρακτήρα. Το BSW δεν κατάφερε να αποσπάσει ψήφους από το AfD, παίρνοντας βασικά ψήφους από απογοητευμένους ψηφοφόρους του SPD (Σοσιαλδημοκράτες) και το Die Linke [1].

Κόρμπιν

  1. Η εμφάνιση του Τζέρεμι Κόρμπιν και του ρεύματος γύρω απ’ αυτόν (Corbynism) στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 2010 προκάλεσε έκπληξη – εξίσου μεγάλη έκπληξη και ενδιαφέρον αποτέλεσε και το φαινόμενο του Μπέρνι Σάντερς στο Δημοκρατικό Κόμμα στις ΗΠΑ. Ο Κόρμπιν ανέλαβε την ηγεσία του βρετανικού Εργατικού Κόμματος και προσπάθησε να του δώσει μια ώθηση προς τα αριστερά, χωρίς όμως να είναι έτοιμος να έρθει σε ανοιχτή σύγκρουση με τη δεξιά πτέρυγα. Απέτυχε πλήρως και αυτό επέτρεψε στη δεξιά αντίδραση στο εσωτερικό των Εργατικών να ανακτήσει τον έλεγχο, να πετσοκόψει την αριστερά του κόμματος και να διαγράψει ακόμη και τον Κόρμπιν. Ωστόσο, έθεσε υποψηφιότητα στις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές (Ιούλιος 2024) και εξελέγη βουλευτής.
  2. Σήμερα ο Κόρμπιν επιχειρεί μια συμμαχία με βουλευτές που ανήκαν στους Εργατικούς, για να δημιουργήσει ένα είδος κοινοβουλευτικής αντιπολιτευτικής ομάδας. Αυτό είναι εντελώς ανεπαρκές. Οι προϋποθέσεις για ένα νέο κόμμα της εργατικής τάξης στη Βρετανία υπάρχουν. Και ο Κόρμπιν θα μπορούσε να αποτελέσει καταλύτη για τη δημιουργία του – αλλά δεν μπόρεσε να παίξει αυτό τον ρόλο λόγο λόγω των ρεφορμιστικών του θέσεων.
  3. Κατά την περίοδο της ηγεσίας του Κόρμπιν δημιουργήθηκε το «Momentum» ως μια ευρεία οργάνωση για την παροχή υποστήριξης στις ιδέες του Κόρμπιν τόσο εντός όσο και εκτός του Εργατικού Κόμματος. Απέτυχε παταγωδώς, αφενός λόγω των συντηρητικών δεξιών ρεφορμιστικών ιδεών του και αφετέρου λόγω της εντελώς γραφειοκρατικής προσέγγισής του απέναντι σε όποιον δεν συμμεριζόταν τις απόψεις της ηγεσίας. Το Momentum έδειξε για άλλη μια φορά ότι οι δυνατότητες που υπάρχουν αντικειμενικά για τη δημιουργία νέων αριστερών σχηματισμών, ριζοσπαστικού αν όχι ανοιχτά σοσιαλιστικού χαρακτήρα, μπορούν να καταστραφούν εξαιτίας υποκειμενικών παραγόντων, από το ρόλο δηλαδή που παίζει η ηγεσία.
  4. Εν μέρει ως απάντηση στον πόλεμο στη Γάζα και εν μέρει λόγω του περαιτέρω εκφυλισμού του Εργατικού Κόμματος (ΕΚ), εμφανίστηκε προς το τέλος του 2023 το «Collective», το οποίο συγκέντρωσε υποστηρικτές του Κόρμπιν, πρώην δημ. συμβούλους του ΕΚ, αριστερούς ανεξάρτητους υποψηφίους, ομάδες και ακτιβιστές. Ο διακηρυγμένος στόχος του Collective είναι «η ανοικοδόμηση ενός μαζικού σοσιαλιστικού κινήματος ως θεμέλιο για ένα νέο αριστερό πολιτικό κόμμα». Μένει να δούμε αν θα πετύχει τον διακηρυγμένο στόχο του. Αποτελεί όμως άλλη μια ένδειξη για το πόσο ώριμη είναι η αντικειμενική κατάσταση για τη δημιουργία των τόσο αναγκαίων ριζοσπαστικών αριστερών πλατιών οργανώσεων που θα δώσουν διέξοδο στην εργατική τάξη και τα άλλα καταπιεσμένα στρώματα της κοινωνίας.

Η Ανυπότακτη Γαλλία και το «Νέο Λαϊκό Μέτωπο»

  1. Ένας από τους λίγους μεγάλους αριστερούς σχηματισμούς στην Ευρώπη που δεν έχει δοκιμαστεί, εκτεθεί και βρεθεί σε κρίση, παρά τις μεγάλες προκλήσεις και τα πολλά εσωτερικά προβλήματα που αντιμετωπίζει, είναι η Ανυπότακτη Γαλλία (La France Insoumise – LFI), με επικεφαλής τον Jean-LucMélenchon (πρώην βουλευτή και υπουργό του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, από το οποίο αποσχίστηκε το 2008). Το LFI συνδυάζει ριζοσπαστικά αριστερά αιτήματα και συνθήματα με κινητοποιήσεις στο δρόμο, ένα εθνικιστικό προγραμματικό πλαίσιο και μια ουσιαστικά ρεφορμιστική προσέγγιση. Δημιουργήθηκε το 2016 και συνεχίζει να αυξάνει την υποστήριξή του. Στις προεδρικές εκλογές του 2017, ο Mélenchon κέρδισε το μεγαλύτερο ποσοστό ψήφων που πήρε ποτέ υποψήφιος στα αριστερά του Σοσιαλιστικού Κόμματος (PS) στη μεταπολεμική περίοδο. Το 2022, έφτασε το 22%, αποτυγχάνοντας οριακά (για 1,2% των ψήφων) να περάσει στον δεύτερο γύρο απέναντι στον Μακρόν.
  2. Στις βουλευτικές εκλογές του 2024 (30 Ιουνίου και 7 Ιουλίου) το LFI ανέλαβε την πρωτοβουλία για τη δημιουργία του Νέου Λαϊκού Μετώπου (Nouveau Front Populaire – NFP) μιας συμμαχίας μεταξύ της Ανυπότακτης Γαλλίας, των Σοσιαλιστών, του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, των Πρασίνων και άλλων μικρότερων δυνάμεων. Η συμμαχία αυτή δημιουργήθηκε για πρώτη φορά το 2022 για να διεκδικήσει τις βουλευτικές εκλογές, με την ονομασία NUPES (Νέα Λαϊκή Ένωση). Η δημιουργία του NPF ήταν η απάντηση στον Μακρόν που προκήρυξε πρόωρες εκλογές μετά την συντριπτική ήττα του συνδυασμού του στις Ευρωεκλογές της 9ης Ιουνίου 2024. Σε αυτές τις εκλογές το RN της Μαρίν Λεπέν ήρθε πρώτο με 31,37% των ψήφων, ενώ η λίστα του Μακρόν (L’EE) πήρε λιγότερο από το μισό του ποσοστού αυτού, 14,60%. Ο Μακρόν επιχείρησε να κινηθεί γρήγορα, προκηρύσσοντας αμέσως πρόωρες εκλογές για να αιφνιδιάσει τους αντιπάλους του και να κάνει χρήση του συνήθους εκβιασμού του «μικρότερου κακού»: «ψηφίστε με, εναντίον των εξτρεμιστών». Το NFP, συμπεριλαμβανομένου του LFI, υιοθέτησε μια τακτική «δημοκρατικού μετώπου» στο δεύτερο γύρο, αποσύροντας τους δικούς του υποψηφίους και προτρέποντας τους πολίτες να ψηφίσουν τους υποψηφίους του Μακρόν. Η Λεπέν πράγματι ηττήθηκε με αυτόν τον τρόπο, το NFP κέρδισε 178 έδρες, το στρατόπεδο του Μακρόν 162 και η Λεπέν 142.
  3. Ο Μακρόν αρνήθηκε να δώσει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στο NFP, παρά την επικράτησή του, κάνοντας χρήση του αριθμού των εδρών του και των προεδρικών υπερεξουσιών του. Όρισε μια κυβέρνηση μειοψηφίας της δικής του επιλογής, υπό τον πρωθυπουργό Michel Barnier, ο οποίος προέρχεται από την παραδοσιακή Δεξιά (Ρεπουμπλικάνοι) – με την υποστήριξη της Marine Le Pen. Αυτό οδήγησε σε μαζικές διαδηλώσεις εκατοντάδων χιλιάδων σε διαμαρτυρίες που κάλεσε το NFP. Η κυβέρνηση Μπαρνιέ έπεσε στις αρχές Δεκεμβρίου λόγω πρότασης δυσπιστίας του NFP που ψηφίστηκε επίσης από το RN, για να αντικατασταθεί μετά από λίγες εβδομάδες από την κυβέρνηση Μπαϊρού, με το ίδιο πολιτικό υπόβαθρο. Η γαλλική αστάθεια θα συνεχιστεί έτσι και τους επόμενους μήνες, προκαλώντας πιθανά νέες εκλογές τους επόμενους μήνες ή ακόμη και πρόωρες προεδρικές εκλογές.
  4. Παρά το «ριζοσπαστικό» πρόσωπο και τη «φήμη» που έχει η LFI, εν μέρει λόγω των επιθέσεων εναντίον της από την άρχουσα τάξη, δεν είναι μαρξιστική οργάνωση, δεν μπορεί καν να χαρακτηριστεί αντικαπιταλιστική. Δεν περιγράφει τον εαυτό της ως κόμμα αλλά ως «κίνημα» και ως «δίκτυο» και δεν στοχεύει στην ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος – ουσιαστικά θέλει να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις για να το κάνει «καλύτερο», πιο ανθρώπινο – η συνηθισμένη αυταπάτη των ρεφορμιστών. Τα κόμματα με τα οποία έχει συμμαχήσει στο NFP, ιδιαίτερα το SP, αλλά και το PCF και οι Πράσινοι, έχουν δοκιμαστεί στο παρελθόν και έχουν δείξει ότι δεν είναι διατεθειμένα να εισέλθουν σε καμία μεγάλη αντιπαράθεση με τη γαλλική άρχουσα τάξη, να αμφισβητήσουν με οποιονδήποτε τρόπο το καπιταλιστικό σύστημα. Επιπλέον, το LFI επαναλαμβάνει την προσέγγιση των κομμάτων της νέας Αριστεράς, υπερασπιζόμενο ένα υποτιθέμενο γαλλικό κοινωνικό μοντέλο, χωρίς καμία ρητή αναφορά στο ρόλο της εργατικής τάξης και χωρίς καμία αναφορά σε οποιονδήποτε ταξικό διεθνισμό.
  5. Εκτός από το πολιτικό πρόγραμμα και τη φυσιογνωμία του LFI, υπάρχει και μια άλλη κρίσιμη έλλειψη, και αυτή είναι ο αντιδημοκρατικός χαρακτήρας του LFI (και επίσης του NFP). Η LFI είναι μια οργάνωση με κατακόρυφες δομές και ιεραρχία, χωρίς ουσιαστικό έλεγχο της γενικής πολιτικής γραμμής ή του Mélenchon από τα μέλη (που υπολογίζονται σε περίπου 400.000).
  6. Το LFI, κατά τα τελευταία δύο χρόνια, ακριβώς τη στιγμή που ο πόλεμος στην Ουκρανία εγκαινίαζε μια νέα φάση ενδοϊμπεριαλιστικής σύγκρουσης, πρότεινε μια τακτική ευρέων συμμαχιών στο πλαίσιο του «προοδευτικού» μετώπου που, τόσο στο όνομα όσο και στην ουσία, θυμίζει ρητά το Λαϊκό Μέτωπο της δεκαετίας του 1930. Το NFP καθώς και ο προκάτοχός του, το NUPES (Nouvelle Union Populaire Écologique et Sociale) περιλαμβάνουν όχι μόνο δυνάμεις από το εργατικό κίνημα που έχουν προηγουμένως δείξει ότι δεν είναι πρόθυμες να εμπλακούν σε μια σοβαρή αντιπαράθεση με τη γαλλική άρχουσα τάξη (όπως το PCF), αλλά και δυνάμεις που τώρα ευθυγραμμίζονται πλήρως με την «προοδευτική» αστική τάξη (οι Πράσινοι και το PS). Με αυτόν τον τρόπο, η LFI επαναλαμβάνει θεωρητικά και πολιτικά τα ίδια λάθη που έγιναν πριν από 90 χρόνια. Δεν είναι τυχαίο ότι τον περασμένο Σεπτέμβριο (2024) το LFI ψήφισε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υπέρ της έγκρισης της χρήσης ευρωπαϊκών όπλων για τη στόχευση στρατιωτικών στόχων στη Ρωσία.
  7. Το πολιτικό πρόγραμμα του NFP (και της NUPES πριν από αυτό) περιλαμβάνει αιτήματα όπως: πάγωμα των τιμών του πετρελαίου, του φυσικού αερίου και των τροφίμων· αύξηση των μισθών· λιγότερες ώρες εργασίας· μείωση της ηλικίας συνταξιοδότησης· αύξηση της φορολογίας των πλουσίων και των επιχειρήσεων· αύξηση των δαπανών για την πρόνοια και τις κοινωνικές υπηρεσίες· κατάργηση της πυρηνικής ενέργειας και των ορυκτών καυσίμων· κατά του ρατσισμού και υπέρ των δικαιωμάτων των μεταναστών και των προσφύγων· υποστήριξη των δικαιωμάτων των γυναικών και των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων· αναθεώρηση του Συντάγματος για την κατάργηση των ακραίων/βοναπαρτιστικών εξουσιών του προέδρου· κ.λπ. Τα αιτήματα αυτά εγείρουν την εχθρότητα της γαλλικής άρχουσας τάξης, η οποία προφανώς θεωρεί τον Mélenchon πολύ πιο απρόβλεπτο και επικίνδυνο από τη Marine Le Pen. Παρά τον –όχι ιδιαίτερα ριζοσπαστικό– μεταρρυθμιστικό χαρακτήρα του, το πρόγραμμα του LFI θα ήταν αδύνατο να εφαρμοστεί στα πλαίσια του καπιταλισμού και μιας διαταξιακής συμμαχίας λόγω της σφοδρής αντίθεσης της γαλλικής (και διεθνούς) αστικής τάξης.
  8. Παρά τη στρατηγική αυτή και παρά την αδυναμία της να προσφέρει μια εναλλακτική κατεύθυνση στους συνδικαλιστικούς αγώνες, όπως το κίνημα για τις συντάξεις, η LFI και το NPF, στην παρούσα συγκυρία, θεωρούνται από τις μάζες ότι παρέχουν μια προοπτική, τόσο σε επίπεδο καθημερινών αγώνων και διαμαρτυριών όσο και πολιτικά, για να αμφισβητήσουν την κεντροδεξιά κυβέρνηση και την Ακροδεξιά. Σαν αποτέλεσμα, η LFI έχει πολύ σημαντική υποστήριξη στη γαλλική εργατική τάξη, τη νεολαία και τα κοινωνικά κινήματα.
  9. Το NFP οικοδομήθηκε στη βάση της συγκέντρωσης των «δημοκρατικών/προοδευτικών» δυνάμεων για να αντιταχθεί στην προοπτική η Ακροδεξιά να κερδίσει την κυβέρνηση. Αλλά αν το NFP ήταν σε θέση να σχηματίσει το ίδιο κυβέρνηση, όλες οι εσωτερικές του αντιφάσεις θα έβγαιναν στην επιφάνεια με εκρηκτική δύναμη. Αντιμέτωπο με την αποφασιστική αντίθεση της άρχουσας τάξης στις μεταρρυθμίσεις που θέλει να περάσει, το NFP θα είχε την επιλογή να συμβιβαστεί (δηλαδή να εγκαταλείψει το πρόγραμμά του) ή να καταρρεύσει. Το NPF είναι επομένως ένας ασταθής σχηματισμός.
  10. Η πολυπλοκότητα της σημερινής πολιτικής δυναμικής, η γενική αδυναμία της εργατικής τάξης, η αδυναμία των ταξικών και επαναστατικών δυνάμεων και το χάσμα μεταξύ της μαζικής συνείδησης και της πραγματικότητας της στρατηγικής του Λαϊκού Μετώπου δημιουργούν ένα χώρο για διάφορες πολιτικές και εκλογικές τακτικές την επόμενη περίοδο – από την παροχή στο NFP κριτικής υποστήριξης στις εκλογές μέχρι την οικοδόμηση ενός εναλλακτικού μετώπου στο NFP.
  11. Η αντικαπιταλιστική Αριστερά είναι διχασμένη ως προς την προσέγγιση της LFI. Μεγάλα τμήματα της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς αντιτίθενται στην LFI και ιδιαίτερα στο NPF, αλλά άλλα παρέχουν υποστήριξη ή/και συμμετέχουν. Η πιο μεγάλη αντικαπιταλιστική ομάδα στη Γαλλία, το NPA (Nouveau Parti Anticapitaliste – Νέο Αντικαπιταλιστικό Κόμμα) διασπάστηκε πάνω σε αυτό (και σε μια σειρά άλλων σημαντικών ζητημάτων) τον Δεκέμβριο του 2022. Η διάσπαση χώρισε το NPA στα δύο, με περίπου 700 μέλη σε κάθε πλευρά. Το ένα προσχώρησε στο NPF, το άλλο (NPA Revolutionaire) αρνήθηκε ακόμη και να καλέσει σε ψήφο σε αυτό.
  12. Πέρα από οποιαδήποτε πολιτική ή εκλογική τακτική, για τους Μαρξιστές μια πολιτική θέση αρχών ενάντια στη δημιουργία του γαλλικού «λαϊκού μετώπου», και πιο συγκεκριμένα για την ένταξη του ΣΚ σε αυτό, είναι απαραίτητη: ιστορικά, ένα λαϊκό μέτωπο είναι ένας «απεργοσπαστικός μηχανισμός», για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Τρότσκι – και έτσι, θα δημιουργήσει τις συνθήκες για την επιστροφή της δεξιάς αντίδρασης. Αυτή η κριτική πρέπει να απευθύνεται προς την LFI που ήταν η βασική δύναμη πίσω από το NPF, για την αποτυχία της να αντλήσει τα διδάγματα από την αποτυχημένη εμπειρία του Λαϊκού Μετώπου της δεκαετίας του 1930. Στόχος πρέπει πάντα να είναι να πείθουμε μέσα από υπομονετική εξήγηση. Πολιτική παρέμβαση μαζί με κριτική, σημαίνει να αγωνιζόμαστε για την πλήρη εφαρμογή των αιτημάτων του μαζικού κινήματος που υιοθετούνται στο πρόγραμμα του NFP, τονίζοντας όμως ότι η επίτευξη αυτού του στόχου απαιτεί την πλήρη αυτονομία και πολιτική ανεξαρτησία της εργατικής τάξης πάνω σε μια σαφή προοπτική ανατροπής του συστήματος.
  13. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, μπορούμε να εξετάσουμε διαφορετικές τακτικές όπως κριτική υποστήριξη ή εισοδισμό, με στόχο την οικοδόμηση των μαρξιστικών δυνάμεων και, όταν είναι δυνατόν, την ανατροπή της ταξικής-συμβιβαστικής δυναμικής του Λαϊκού Μετώπου.
  14. Η γενική διάθεση για πλατιά ενότητα έτσι ώστε να αντιμετωπιστεί η Ακροδεξιά είναι μια πραγματικότητα την οποία δεν μπορούμε να αγνοούμε ή να αντιτασσόμαστε σ΄ αυτή. Σε ένα πλαίσιο,

«…όπου η παγκόσμια οικονομική κρίση επιδεινώνεται, η ανεργία αυξάνεται, σε κάθε σχεδόν χώρα το διεθνές κεφάλαιο έχει περάσει σε μια συστηματική επίθεση εναντίον των εργαζομένων… υπάρχει μια νέα διάθεση μεταξύ των εργαζομένων – μια αυθόρμητη επιδίωξη προς την ενότητα, η οποία είναι κυριολεκτικά ασυγκράτητη… Τα νέα στρώματα των πολιτικά άπειρων εργατών που μόλις άρχισαν να δραστηριοποιούνται επιθυμούν την ενότητα όλων των εργατικών κομμάτων, ακόμα και όλων των εργατικών οργανώσεων γενικά, ελπίζοντας με αυτόν τον τρόπο να ενισχύσουν την αντίσταση στην καπιταλιστική επίθεση» [Θέσεις για το Ενιαίο Μέτωπο, Εκτελεστική Επιτροπή της Κομιντέρν, 18 Δεκεμβρίου 1921].

Αυτή η γενική παρατήρηση ίσχυε στις δεκαετίες του 1920 και του 1930, όταν οι μάζες ήταν οργανωμένες σε ρεφορμιστικά κόμματα και συνδικάτα, και εξακολουθεί να ισχύει και σήμερα, ακόμη και όταν οι μάζες είναι συχνά ανοργάνωτες και διασκορπισμένες.

«Η τακτική του ενιαίου μετώπου είναι απλώς μια πρωτοβουλία με την οποία οι κομμουνιστές προτείνουν να ενωθούν με όλους τους εργάτες που ανήκουν σε άλλα κόμματα και ομάδες και όλους τους ανένταχτους εργάτες σε έναν κοινό αγώνα για την υπεράσπιση των άμεσων, βασικών συμφερόντων της εργατικής τάξης ενάντια στην αστική τάξη».

Η τακτική του ενιαίου μετώπου (ΕΜ) λειτουργεί, επομένως, μέσα σε μια μαζική και ταξική διάσταση, εμπλέκοντας όλες τις δυνάμεις του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς στην κοινωνική δράση και στοχεύοντας στην ανάπτυξη ενιαίων οργανωτικών βάσεων ανάμεσα στις μάζες (απεργιακές επιτροπές, συντονισμοί, αυτοοργανωμένες συνελεύσεις κ.λπ.). Η τακτική του ΕΜ είναι το ακριβώς αντίθετο των διαταξικών λαϊκών μετώπων.

  1. Οι Mαρξιστές στη Γαλλία θα είχαν καθήκον να ασκήσουν αυτή την κριτική στην LFI, αλλά με προσεκτικό και ευαίσθητο τρόπο δεδομένης της υποστήριξης που έχει το LFI/NPF στην εργατική τάξη, τους μετανάστες, τη νεολαία κ.λπ. Ο στόχος θα πρέπει πάντα να είναι να πείσουμε μέσα από υπομονετική εξήγηση. Ωστόσο, το να πάρουμε μια θέση αρχής απέναντι στο NPF είναι διαφορετικό από την τακτική που πρέπει να ακολουθηθεί απέναντι του ή απέναντι στην LFI. Ένας συγκεκριμένος προσανατολισμός προς αυτές τις δυνάμεις θα ήταν απαραίτητος επειδή προσελκύουν (βλ. παρακάτω) μεγάλους αριθμούς ακτιβιστών της εργατικής τάξης και της νεολαίας. Το μέγεθος, ωστόσο, μιας μαρξιστικής οργάνωσης είναι ένας άλλος σημαντικός παράγοντας για την απόφαση σχετικά με μια τέτοια τακτική. Για μια πολύ μικρή επαναστατική ομάδα, πιθανά η καλύτερη τακτική θα ήταν να κάνει εισοδισμό στην LFI – οι δομές της το επιτρέπουν αυτό. Ανεξάρτητα όμως από το μέγεθος και τις πρακτικές λεπτομέρειες της τακτικής, οι οποίες δεν μπορούν να αποφασιστούν από μακριά (καθώς δεν έχουμε οργάνωση στη Γαλλία) και οι οποίες θα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο συζήτησης με ανοικτό μυαλό, θα ήταν απαραίτητη η εφαρμογή της «μεθόδου» του ΕΜ προς την LFI, δηλαδή η συνεργασία και η κοινή δράση με τους ακτιβιστές της βάσης της. 

Η αντικαπιταλιστική Αριστερά

Γαλλία

  1. Υπάρχουν χώρες όπου η αντικαπιταλιστική Αριστερά παίζει σημαντικό ρόλο στο εργατικό και στα κοινωνικά κινήματα και μια σειρά από περιπτώσεις όπου έφτασε κοντά στη δημιουργία σημαντικών νέων αριστερών σχηματισμών, αλλά τελικά απέτυχε να αλλάξει σημαντικά το τοπίο της Αριστεράς.
  2. Μια από τις πιο σημαντικές χώρες όπου οι οργανώσεις που έχουν αναφορά στον Τρότσκι έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο παρελθόν, είναι η Γαλλία. Το NPA, που ήδη αναφέρθηκε, είχε αναζωπυρώσει τις ελπίδες πολλών ακτιβιστών κατά τη δημιουργία του τον Φεβρουάριο του 2009, μετρώντας 9.200 ιδρυτικά μέλη. Η «άκρα αριστερά» είχε παίξει σημαντικό ρόλο σε όλα τα κινήματα των Γάλλων εργαζομένων και της νεολαίας από τη δεκαετία του 1960 μέχρι σήμερα. Στις προεδρικές εκλογές του 2002, οι υποψήφιοι της Τροτσκιστικής Αριστεράς έλαβαν αθροιστικά το 10,44% των συνολικών ψήφων! Στις εκλογές του 2007 έλαβαν το 7% – σημαντικά χαμηλότερο από το 2002, αλλά ακόμα μεγάλο, ενδεικτικό της δυναμικής που υπήρχε αντικειμενικά.
  3. Την πρωτοβουλία για τη δημιουργία του NPA πήρε η μεγαλύτερη από τις τροτσκιστικές οργανώσεις, η LCR (Επαναστατική Κομμουνιστική Λίγκα) που συνδέεται με την Ενιαία Γραμματεία της 4ης Διεθνούς (USFI). Το NPA ήταν ένας ευρύς σχηματισμός με στόχο να ενώσει την κατακερματισμένη γαλλική αντικαπιταλιστική Αριστερά. Η ιδέα ήταν σωστή, αλλά εφαρμόστηκε με λάθος τρόπο. Ακολουθώντας την τακτική που χαρακτηρίζει την USFI διεθνώς, η LCR διαλύθηκε μέσα στο NPA. Αυτό σήμαινε ότι είχαν εγκαταλείψει τον στόχο της ύπαρξης ενός οργανωμένου επαναστατικού πυρήνα στο κέντρο του NPA (ως πλατιού σχηματισμού). Το NPA, επομένως, ήταν βέβαιο ότι θα κατέληγε σε περιπέτειες (οπορτουνιστικές ή σεχταριστικές). Η LCR απαίτησε ότι όλες οι ομάδες που αποφάσιζαν να ενταχθούν στο NPA θα έπρεπε επίσης να αυτοδιαλυθούν πριν από την ένταξή τους. Αυτό το λάθος είναι κρίσιμης σημασίας, γιατί δεν αναγνωρίζει την ανάγκη οι επαναστάτες να λειτουργούν οργανωμένα μέσα σε ευρύτερους αριστερούς σχηματισμούς, οι οποίοι, διαφορετικά, θα έτειναν να είναι ρεφορμιστικοί, αριστερορεφορμιστικοί ή κεντριστικοί ανάλογα με τις συνθήκες, αλλά σίγουρα όχι επαναστατικοί.
  4. Η άνοδος του Mélenchon ως ισχυρής αριστερής προσωπικότητας, που οικοδόμησε γύρω του ευρείες αριστερές συμμαχίες και κατέβηκε στις προεδρικές εκλογές από το 2012 και μετά, δημιούργησε αμέσως αντιπαραθέσεις και διασπάσεις στο NPA λόγω της απόφασης του να κατέβει μόνο του αντί να διερευνήσει τις δυνατότητας μιας εκλογικής συνεργασίας με τον Μελανσόν.
  5. Οι αντιθέσεις αυτές έγιναν ακόμη πιο έντονες γύρω από τις προεδρικές εκλογές του Απριλίου 2022. Στον πρώτο γύρο ο Μακρόν ήρθε πρώτος με 27,85%, η Λεπέν δεύτερη με 23,15% και ο Μελανσόν τρίτος με 21,95% – δηλαδή ο Mélenchon έχασε από τη LePen κατά 1,2% και έτσι βγήκε από την κούρσα του 2ου γύρου. Στον πρώτο γύρο συμμετείχαν αρκετοί αριστεροί υποψήφιοι, από τους Πράσινους (Jadot, 4,63%), το PCF (Roussel, 2,28%), το PS (Hidalgo, 1,75%). Οι τροτσκιστές υποψήφιοι του NPA, F. Poutou, και του Loute Ouvrier (Εργατικός Αγώνας) N. Artaud, έλαβαν 0,77% και 0,56% αντίστοιχα, δηλαδή συνολικά 1,33%. Αυτό είναι υψηλότερο από τη διαφορά μεταξύ Λεπέν και Μελανσόν. Αν οι δύο κύριες τροτσκιστικές οργανώσεις είχαν καλέσει σε ψήφο υπέρ του Μελανσόν στο πλαίσιο μιας εκλογικής συμφωνίας, ο δεύτερος γύρος των προεδρικών εκλογών θα διεξαγόταν πιθανότατα μεταξύ του Μακρόν και του Μελανσόν, αντί του Μακρόν και της Λεπέν. Η ήττα του Μελανσόν οδήγησε την LFI στην κατεύθυνση της οικοδόμησης του Νέου Λαϊκού Μετώπου, απευθυνόμενη κυρίως στα δεξιά της, στους Πράσινους και στο PS. Οι συνθήκες αυτές αύξησαν αναπόφευκτα τις πιέσεις στο εσωτερικό του NPA, το οποίο διασπάστηκε πριν από το τέλος του ίδιου έτους, ιδιαίτερα καθώς τα ποσοστά του στις διαδοχικές προεδρικές εκλογές μειώνονταν σταθερά: 1,15% το 2012, 1,09% το 2017 και 0,76% το 2022.
  6. Υπάρχουν σαφή ταξικά χαρακτηριστικά στην ψήφο προς τον Mélenchon, όπως προκύπτει, πχ, από τις προεδρικές εκλογές του 2022. Ο Mélenchon είχε θεαματικά αποτελέσματα σε ορισμένα προάστια της εργατικής τάξης του Παρισιού: 49,09% στο Seine-Saint-Denis, 64% στο La Courneuve, 55,22% στο Montreuil, 53,83% στο Pantin, 61,13% στο Saint-Denis, 54,20% στο Villepinte, 60% στο Gennevilliers, κ.λπ. Συνολικά, ο Mélenchon ήρθε πρώτος σε ψήφους, σε πέντε από τα οκτώ διαμερίσματα της περιφέρειας Ile-de-France γύρω από το Παρίσι! Ο Mélenchon ήταν επίσης πρώτος στις Γαλλικές Αντίλλες στην Καραϊβική, πήρε 56,16% στη Γουαδελούπη, 53,1% στη Μαρτινίκα κ.λπ. Το ίδιο συνέβη και με όσους ψηφοφόρους αυτοπροσδιορίζονται ως Μουσουλμάνοι, όπου έλαβε το 70% των ψήφων τους! Κέρδισε επίσης την πλειοψηφία μεταξύ εκείνων που ψηφίζουν για πρώτη φορά στη ζωή τους και (σύμφωνα με δημοσκόπηση) πήρε το 38,4% των ψήφων μεταξύ των ψηφοφόρων ηλικίας 18-24 ετών. Αυτό το μοτίβο επαναλήφθηκε στις γενικές εκλογές του 2024. Υπάρχει μια σαφής κοινωνική δυναμική γύρω από την Ανυπότακτη Γαλλία και η μεθοδολογία του ενιαίου μετώπου προς αυτή θα ήταν απαραίτητη, δηλαδή, στην πράξη, η ανάγκη συνεργασίας και χτισίματος κοινών εκστρατειών, κοινωνικών κινημάτων και τοπικών επιτροπών με τους ακτιβιστές της βάσης της.

Ιρλανδία

  1. Η Ιρλανδία είναι μια ιδιαίτερη κατάσταση από πολλές απόψεις. Οι δύο ημιμαζικοί αριστεροί σχηματισμοί της νέας Αριστεράς, με παρουσία στο κοινοβούλιο, συνδέονται με τον τροτσκιστικό χώρο: το Σοσιαλιστικό Κόμμα (SP), προερχόμενο από την παράδοση της CWI (αποσχίστηκε από την CWI το 2021 και από την ISA το 2024) και το «Οι άνθρωποι πάνω απ’ τα κέρδη» (PBP), προερχόμενο από τη βρετανική παράδοση του SWP.
  2. Η Ιρλανδία δείχνει τις δυνατότητες. Το SP κατάφερε στο παρελθόν να ηγηθεί σπουδαίων μαζικών εκστρατειών κατά των τελών ύδρευσης και κατά του φόρου στην αποκομιδή των απορριμμάτων, μεταξύ άλλων, ενώ κάποιοι από τους εκπροσώπους του συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν λόγω των αγώνων στους οποίους ηγούνταν. Έτσι, δημιουργήθηκαν νέες μαχητικές ταξικές παραδόσεις. Μένει να δούμε αν το SP και το PBP θα μπορέσουν να διατηρήσουν και να αυξήσουν την υποστήριξή τους την επόμενη περίοδο.

Ελλάδα

  1. Στην Ελλάδα, υπάρχει μια ισχυρή παρουσία της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, όλων των αποχρώσεων: τροτσκιστών, σταλινικών, μαοϊκών, και αρκετών μικτού ή ασαφούς χαρακτήρα. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ υπάρχει με τη μία ή την άλλη μορφή για περισσότερες από δύο δεκαετίες. Στο απόγειό της, στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 2010, είχε περίπου 2.500 ακτιβιστές και ήταν σε θέση να πάρει στις εκλογές μέχρι και 1,2% των ψήφων. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει ένα ριζοσπαστικό, αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα, αλλά είναι ταυτόχρονα σεχταριστική, αρνούμενη να εφαρμόσει την προσέγγιση του ενιαίου μετώπου και τις πολιτικές-εκλογικές συμμαχίες με άλλες δυνάμεις του εργατικού κινήματος. Αρνήθηκε να το κάνει αυτό στα τέλη της δεκαετίας του 2000 και στις αρχές του 2010 απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ, όταν ο τελευταίος μπορούσε ακόμη να χαρακτηριστεί ως κόμμα της Αριστεράς, και αρνείται να το κάνει και σήμερα ακόμη και απέναντι στο ΚΚΕ, για να μην αναφέρουμε το ΜΕΡΑ25. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει στην ουσία την αντίληψη ότι η προσέγγιση του ΕΜ αφορά μόνο τις οργανώσεις του «επαναστατικού χώρου». Απέτυχε πλήρως να αξιοποιήσει την κρίση του ΣΥΡΙΖΑ μετά το 2015 με αποτέλεσμα να καταλήξει και η ίδια σε μεγάλη κρίση, με αλλεπάλληλες διασπάσεις. Στις τελευταίες βουλευτικές (Ιούνιος 2023) πήρε 0,3% (λιγότερες από 16.000 ψήφους) με την αποχή σε ύψος ρεκόρ, περίπου 50%.
  2. Η πλειοψηφία των αντικαπιταλιστικών αριστερών οργανώσεων δεν συμμετέχει στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Το ελληνικό τμήμα του ISp, το Ξεκίνημα, δεν συμμετέχει στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ ουσιαστικά για έναν βασικό λόγο: τη σεχταριστική απόρριψη του ΕΜ και των ευρύτερων συμμαχιών με άλλες αριστερές δυνάμεις. Ωστόσο, στις τοπικές εκλογές του Οκτωβρίου 2023, ο ευρύς αντικαπιταλιστικός χώρος αναγκάστηκε να συσπειρωθεί σε πολλούς δήμους (συμπεριλαμβανομένων των μεγάλων, της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης) σε ένα ψηφοδέλτιο. Αιτία ήταν ένας νέος νόμος της κυβέρνησης της ΝΔ που επέβαλε όριο 3% για να κερδίσει οποιοδήποτε κόμμα έδρες στα δημοτικά συμβούλια. Αυτό ήρθε να συμπληρώσει μια σειρά από άλλα εμπόδια, π.χ. στους μεγάλους δήμους θα έπρεπε κάθε συνδυασμός να παρουσιάσει περισσότερους από 100 υποψηφίους για να έχει δικαίωμα να συμμετέχει στις εκλογές… Η συνεργασία αυτή της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς οδήγησε σε κάτι που μόνο ως ιστορικό μπορεί να χαρακτηριστεί: πήρε περίπου 6% στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, όχι λιγότερο από 4% στους υπόλοιπους από τους 15 δήμους όπου τέτοιες συμμαχίες κατέβηκαν στις εκλογές, και σε μία περίπτωση 9%. Τα συμπεράσματα ωστόσο δεν έχουν βγει, ο αντικαπιταλιστικός χώρος παραμένει πολυδιασπασμένος. Όμως τα αποτελέσματα των τοπικών εκλογών δείχνουν τις δυνατότητες και τη σημασία της μεθόδου του ΕΜ και της ανάπτυξης ενός κοινού πολιτικού-εκλογικού χώρου για την ελληνική αντικαπιταλιστική Αριστερά.

Συμπεράσματα

  1. Ένα από τα κύρια σημεία που πρέπει να αναδειχθεί είναι ότι ενώ κατανοούμε τις περιπλοκές που υπάρχουν στην αντικειμενική κατάσταση, αυτό που είναι ακόμα πιο σημαντικό είναι να κατανοήσουμε τις δυνατότητες που προσφέρονται. Υπάρχει τεράστιος θυμός στην κοινωνία και μεγάλες ευκαιρίες για τις επαναστατικές ιδέες. Η δυναμική όμως αυτή δεν υλοποιείται λόγω του ρόλου των κομμάτων της νέας Αριστεράς και των ελλειμμάτων της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Υπάρχουν μεγάλες δυνατότητες για επαναστατικές ιδέες, αλλά δυστυχώς η πλειοψηφία της Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς χαρακτηρίζεται από σεχταρισμό, έλλειψη επαρκούς σύνδεσης με την εργατική τάξη και άρνηση συνεργασίας σε κοινές καμπάνιες, εκλογικές συνεργασίες, κοινές πρωτοβουλίες κλπ.
  2. Οι εμπειρίες των τελευταίων ετών και δεκαετιών έχουν δείξει ότι η εργατική τάξη και η νεολαία θα κινηθούν ξανά και ξανά σε μια προσπάθεια να οικοδομήσουν πολιτικές οργανώσεις που θα υπερασπίζονται τα συμφέροντά τους. Κατά τη διάρκεια όλων των μεγάλων κρίσεων και γεγονότων των τελευταίων τριών δεκαετιών οι μάζες στράφηκαν σε μικρές αριστερές οργανώσεις (π.χ. ΣΥΡΙΖΑ) ή δημιούργησαν νέες από το μηδέν (π.χ. Podemos) και τους έδωσαν μαζική υποστήριξη ώστε να μπορέσουν να πάρουν την εξουσία. Το αποτέλεσμα όμως ήταν η μαζική απογοήτευση, επειδή όλα τα κόμματα της νέας Αριστεράς απορρίπτουν τον επαναστατικό δρόμο, έχοντας αυταπάτες σε έναν «ανθρώπινο» καπιταλισμό, με αποτέλεσμα να συνθηκολογούν κάτω από τις πιέσεις της άρχουσας τάξης.
  3. Οποιοσδήποτε νέος αριστερός σχηματισμός, ο οποίος δεν έχει στον πυρήνα του ένα ισχυρό μαρξιστικό στελεχιακό δυναμικό, θα αναπτυχθεί αναπόφευκτα προς μια ρεφορμιστική κατεύθυνση και θα καταλήξει να απογοητεύσει την εργατική τάξη, θέτοντας έτσι τις βάσεις για την επιστροφή της αντίδρασης με πιο καταπιεστικές και αυταρχικές μορφές.
  4. Η τεράστια άνοδος της Ακροδεξιάς τις τελευταίες δύο δεκαετίες συνδέεται άμεσα με την αποτυχία των κομμάτων της Αριστεράς, παλαιών και νέων, να δώσουν διέξοδο σε συνθήκες οικονομικής και κοινωνικής κρίσης.
  5. Μια νέα γενιά αριστερών κομμάτων είναι αναπόφευκτη την επόμενη περίοδο, όμως αυτό μπορεί να πάρει χρόνο λόγω του βάρους των προηγούμενων ηττών και απογοητεύσεων. Οι Μαρξιστές πρέπει να παρακολουθούν στενά αυτές τις διεργασίες, προκειμένου να παρέμβουν και να μπολιάσουν με επαναστατικές μαρξιστικές ιδέες τις γραμμές τους. Υπάρχουν χώρες στις οποίες η Αντικαπιταλιστική Αριστερά έχει αρκετή δύναμη για να αναλάβει πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση της οικοδόμησης ευρύτερων αριστερών σχηματισμών, αρκεί να συμφωνήσει να συνεργαστεί προς αυτή την κατεύθυνση. Υπάρχει σημαντικό δυναμικό σε μια σειρά από χώρες, το οποίο θα μπορούσε να λειτουργήσει ως παράδειγμα για να ακολουθήσουν κι άλλες, αν οι οργανώσεις της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς εγκαταλείψουν τον σεχταρισμό που χαρακτηρίζει τις περισσότερες από αυτές.
  6. Το Internationalist Standpoint θα συνεχίσει να εργάζεται σε τρία επίπεδα, όπως έχει κάνει από την ίδρυσή του το 2022:

α) για την ενίσχυση των δυνάμεών μας,

β) για να συνεργαστεί με άλλες οργανώσεις, που συνδέονται με τους εργαζόμενους και τη νεολαία, στο πλαίσιο του ενιαίου μετώπου, για να αγωνιστούν από κοινού για συγκεκριμένα ζητήματα ή σε συγκεκριμένες εκστρατείες,

γ) για να οικοδομήσουμε νέες μαχητικές οργανώσεις της εργατικής τάξης ή νέους αριστερούς σχηματισμούς, είτε συμμετέχοντας σε αυτούς αν άλλες δυνάμεις αναλάβουν την πρωτοβουλία, είτε αναλαμβάνοντας εμείς οι ίδιοι την πρωτοβουλία μαζί με άλλες δυνάμεις του αντικαπιταλιστικού χώρου. Αυτοί οι σχηματισμοί θα πρέπει να λειτουργούν στη βάση της εσωτερικής δημοκρατίας και με πλήρη ανεξαρτησία στις συνιστώσες τους.

Ταυτόχρονα, το ISp θα στοχεύει στην εμβάθυνση των σχέσεών του με άλλες επαναστατικές διεθνείς οργανώσεις.


[1] Στις ομοσπονδιακές εκλογές της 23ης Φεβρουαρίου 2025, το BSW δεν μπόρεσε να πιάσει το όριο του 5% για την είσοδο στην βουλή. Σε αυτές τις εκλογές, το AfD κατάφερε να διπλασιάσει σχεδόν τις ψήφους του, ερχόμενο δεύτερο με 20,8% έναντι των Συντηρητικών (Χριστιανοδημοκρατική Ένωση, CDU, και η αδελφή της Χριστιανοκοινωνική Ένωση, CSU) που έλαβαν 28,6%. Το Diel Linke κατάφερε να ανακάμψει σημαντικά κερδίζοντας 8,8%. Αυτό οφειλόταν εν μέρει στη μεγάλη κινητοποίηση των απογοητευμένων πρώην ψηφοφόρων του SPD και των πρώην Πράσινων για να σταματήσουν το AfD- η συμμετοχή στις εκλογές έφτασε σε ποσοστό ρεκόρ 82,5%.

Ακολουθήστε το «Ξ» στο Google News για να ενημερώνεστε για τα τελευταία άρθρα μας.

Μπορείτε επίσης να βρείτε αναρτήσεις, φωτογραφίες, γραφικά, βίντεο και ηχητικά μας σε facebook, twitter, instagram, youtube, spotify.

Ενισχύστε οικονομικά το xekinima.org

διαβάστε επίσης:

7,273ΥποστηρικτέςΚάντε Like
990ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
1,118ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
437ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής

Επίκαιρες θεματικές

Πρόσφατα άρθρα