3η Συνδιάσκεψη του ISp – Η παρακμή της Ευρώπης και η κρίση της Αριστεράς – Μέρος ΙΙ

Το κείμενο «Η παρακμή της Ευρώπης και η κρίση της Αριστεράς» αποτέλεσε κομμάτι της συζήτησης και ψηφίστηκε στο τέλος της 3ης συνδιάσκεψης του Internationalist Standpoint (ISp) που πραγματοποιήθηκε μεταξύ 30 Μαρτίου και 3 Απριλίου 2025.
Ακολουθώντας την παράδοση που καθιέρωσε το ISp από την ίδρυσή του, αποφεύγουμε να ξαναγράψουμε τα κείμενα για λόγους επικαιροποίησης. Η έμφαση που δίνουμε είναι περισσότερο στην περιγραφή των διαδικασιών παρά στα συγκεκριμένα γεγονότα και στοιχεία.
Όταν απαιτείται επικαιροποίηση για συγκεκριμένα θέματα, κατά κανόνα γράφουμε νέα, συμπληρωματικά κείμενα, όπως κάναμε για παράδειγμα με το ψήφισμα σχετικά με τον αντίκτυπο της εκλογής Τραμπ.
Το αρχικό σχέδιο του παρόντος κειμένου, γράφτηκε μεταξύ Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου του 2024, και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ορισμένα από τα στοιχεία και τις εξελίξεις που περιγράφονται είναι μερικούς μήνες πίσω. Όπου ήταν απαραίτητη η επικαιροποίηση, την κάναμε με τη μορφή υποσημείωσης.
Το κείμενο θα δημοσιευτεί μεταφρασμένο στο χekinima.org σε τρία μέρη. (Διαβάστε το πρώτο μέρος εδώ)

Ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός σε τέλμα

  1. Για το σύνολο της δεκαετίας του 2010 η ανάπτυξη των ευρωπαϊκών οικονομιών ήταν πολύ αδύναμη, σε τέτοιο βαθμό που ιδιαίτερα όσον αφορά τις πιο «ανεπτυγμένες», βιομηχανικές οικονομίες, της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Βρετανίας και της Ιταλίας, μπορεί να χαρακτηριστεί ως στασιμότητα. Η ίδια γενική εικόνα προβλέπεται και για τα επόμενα χρόνια, μέχρι το τέλος της δεκαετίας, για την ΕΕ και την ΕΖ.
  1. Σαν αποτέλεσμα των χαμηλών ρυθμών ανάπτυξης, η ΕΕ χάνει έδαφος όσον αφορά το μερίδιό της στο παγκόσμιο ΑΕΠ πράγμα που αναμένεται να συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια. Αυτό αποτελεί αντανάκλαση της ιστορικής παρακμής της ΕΕ στο οικονομικό επίπεδο. Σαν να μην έφτανε η οικονομική στασιμότητα, η Ευρώπη εισέρχεται σε μια περίοδο λιτότητας (η οποία θα υπονομεύσει περαιτέρω την ανάπτυξη) με την εκ νέου εφαρμογή του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ) το οποίο ανεστάλη κατά την περίοδο της κρίσης του Covid.
  1. Βασικός στόχος του ΣΣΑ είναι η αποτροπή υπερβολικών επιπέδων δημοσιονομικού ελλείμματος και δημόσιου χρέους, διατηρώντας τα ελλείμματα κάτω από το 3% του ΑΕΠ και το δημόσιο χρέος κάτω από το 60% του ΑΕΠ. Οι περιορισμοί του ΣΣΑ ανεστάλησαν το 2020 για να επιτρέψουν στις κυβερνήσεις της ΕΕ να αποφύγουν την οικονομική κατάρρευση την εποχή της πανδημίας του Covid. Τώρα τα κράτη μέλη πρέπει να επιστρέψουν στην εφαρμογή των κανόνων. Αυτό σημαίνει δημοσιονομικές περιστολές για τις χώρες με υψηλό χρέος και ελλείμματα, όπως η Ιταλία, η Γαλλία, η Ισπανία, το Βέλγιο, η Ελλάδα κ.λπ., και πιθανές αυξήσεις φόρων (που ήδη πραγματοποιούνται ή προγραμματίζονται σε ορισμένες χώρες της ΕΕ, καθώς και στη Βρετανία). Αυτή η δημοσιονομική σύσφιξη, δηλαδή οι περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες και στις δημόσιες επενδύσεις, θα πραγματοποιηθεί σε μια εποχή που η Κίνα και οι ΗΠΑ ακολουθούν επεκτατικές πολιτικές. Αυτό σημαίνει ότι η ΕΕ θα χάσει περαιτέρω έδαφος στην παγκόσμια οικονομία.
  2. Οι κορυφαίοι κύκλοι της άρχουσας τάξης δεν προσπαθούν να κρύψουν τις ανησυχίες τους για την πορεία της ΕΕ. Οι αντιλήψεις που επικρατούσαν στους κύκλους της ΕΕ, του τύπου «η Ευρώπη θα σφυρηλατηθεί μέσα στις κρίσεις» και «η Ευρώπη θα μπορέσει να προχωρήσει στη βάση της ελάχιστης συναίνεσης», έχουν πλέον τιναχτεί στον αέρα, δεδομένων των γεωπολιτικών ανταγωνισμών, των πολέμων στην Ουκρανία, τη Γάζα και το Λίβανο, της οικονομικής στασιμότητας (ή της χαμηλής ανάπτυξης), των αντιθέσεων για το μεταναστευτικό και των «εθνικών προτεραιοτήτων». Η έννοια της «μεγαλύτερης ευρωπαϊκής σύγκλισης» αμφισβητείται σήμερα ευθέως, ιδίως από τα ακροδεξιά κόμματα που βρίσκονται σε άνοδο σε ολόκληρη την ήπειρο και τη Βρετανία.
  3. Με απλά λόγια, οι 27 χώρες της ΕΕ δεν βλέπουν διέξοδο προς τα εμπρός. Η μεγαλύτερη και βαθύτερη ενοποίηση ως ο τρόπος για να ξεπεραστεί η κρίση, που προτείνεται από διάφορους εκπροσώπους του κεφαλαίου, είναι κενό γράμμα. Γίνεται ανοιχτή συζήτηση για την «έλλειψη οράματος» και την «έλλειψη ηγεσίας». Αυτό, φυσικά, δεν είναι πρόβλημα μεμονωμένων ηγετών διαφόρων ευρωπαϊκών χωρών – είναι αντανάκλαση της γενικευμένης, πολύ-επίπεδης κρίσης που αντιμετωπίζει ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός.
  4. Στο παρελθόν η ΕΕ συνήθιζε να «ταΐζει» τους λαούς της με «οράματα». Η Κοινή Αγορά, ο προπομπός της ΕΕ, υποτίθεται ότι θα βοηθούσε στην επίτευξη υψηλότερης ανάπτυξης και βιοτικού επιπέδου και θα υπηρετούσε την ειρήνη στην ήπειρο και διεθνώς. Στη συνέχεια, η Οικονομική και Νομισματική Ένωση, η δημιουργία της ΕΕ και αργότερα της ΕΖ, θα επέτρεπε υποτίθεται στις ευρωπαϊκές δυνάμεις να φύγουν μπροστά και «να γίνουν το πιο ανταγωνιστικό οικονομικό μπλοκ στον πλανήτη» – αυτό ήταν το σύνθημα που συνόδευσε την κυκλοφορία του ευρώ στην αλλαγή της χιλιετίας. Τίποτα από αυτά δεν συνέβη.
  5. Η «έλλειψη οράματος», είναι έντονο χαρακτηριστικό της περιόδου που διανύει η ΕΕ σήμερα. Τις προηγούμενες δεκαετίες όλες οι πολιτικές που ήθελαν να περάσουν οι Ευρωπαίοι καπιταλιστές εφαρμόζονταν στο όνομα των πλεονεκτημάτων που θα επέφερε, υποτίθεται, η ενοποίηση – «οικονομική ανάπτυξη», «θέσεις εργασίας», «ευημερία», «ειρήνη» κ.λπ. Τίποτα τέτοιο δεν υπάρχει σήμερα. Μεγάλα τμήματα των κυρίαρχων τάξεων στρέφονται στον εθνικισμό και σε πολιτικές που εξυπηρετούν πρώτα τα «εθνικά» τους συμφέροντα. Αυτό βέβαια συνδυάζεται με την άνοδο της Ακροδεξιάς.
  6. Ένα από τα πρόσφατα πλήγματα στην ιδέα της «ενωμένης» Ευρώπης ήρθε από την ίδια τη Γερμανία. Αφού ώθησε τον ευρωπαϊκό Νότο σε έναν εφιάλτη για το θέμα του υπερβολικού δημόσιου χρέους μετά το 2010, η Γερμανία ενθάρρυνε την αύξηση των ελλειμμάτων και των δημόσιων χρεών την εποχή της πανδημίας του Covid – εφαρμόζοντας έτσι δύο μέτρα και δύο σταθμά. Τον Σεπτέμβριο του 2024 η γερμανική κυβέρνηση μπλόκαρε την «εξαγορά», δηλαδή την ιδιοκτησία του 25% της Commerzbank από την ιταλική UniCredit – έτσι, με βάση αυτή τη γραμμή, η ευρωπαϊκή αγορά είναι «κοινή» μόνο αν εξυπηρετεί τα συμφέροντα της γερμανικής άρχουσας τάξης. Λίγες εβδομάδες αργότερα, μετά τη νίκη του ακροδεξιού AfD σε τρεις διαδοχικές εκλογές σε ομοσπονδιακά κρατίδια (βλ. συνέχεια) προχώρησε στην επιβολή συνοριακών χερσαίων ελέγχων, επιφέροντας έτσι πλήγμα στη Συνθήκη Σένγκεν, που επιτρέπει την ελεύθερη κυκλοφορία μεταξύ 29 ευρωπαϊκών χωρών [1]. Ωστόσο, η δυνατότητα της γερμανικής άρχουσας τάξης να επιβάλλει μονομερώς τους όρους της, όπως συνέβαινε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2010, δεν υφίσταται πλέον. Ιδιαίτερα καθώς υπάρχουν σοβαρές τριβές στον γαλλογερμανικό άξονα, ο οποίος αποτελούσε ανέκαθεν το κέντρο εξουσίας και λήψης αποφάσεων στην ΕΕ και την ΕΖ.

Τα όνειρα της σύγκλισης και η πραγματικότητα της απόκλισης

  1. Μεγάλα τμήματα της ευρωπαϊκής αστικής τάξης ζητούν μεγαλύτερη σύγκλιση ως φάρμακο για τα προβλήματα της ΕΕ, και αυτό είναι που αποτυπώνεται και στις 400 σελίδες της έκθεσης Ντράγκι. Όμως οι προτάσεις αυτές έρχονται σε μια εποχή που η ΕΕ στην πραγματικότητα αποκλίνει. Μια έκφραση αυτού είναι η άνοδος της Ακροδεξιάς σε όλη την Ευρώπη, η οποία όχι μόνο ωθεί προς την κατεύθυνση πιο «εθνικιστικών» πολιτικών και της «λιγότερης» αντί της «περισσότερης» Ευρώπης, αλλά και σε σχέση με την εξωτερική πολιτική, ιδιαίτερα σε σχέση με τη Ρωσία και την Κίνα. Η Ουγγαρία και η Σλοβακία αντιτίθενται στην προσέγγιση της ΕΕ στον πόλεμο στην Ουκρανία, και την ίδια στάση μπορεί να υιοθετήσουν στο προσεχές μέλλον η Τσεχία και η Ρουμανία.
  2. Οι υποστηρικτές της «περισσότερης Ευρώπης» προτείνουν αποφάσεις με πλειοψηφία, προκειμένου να αποφευχθούν οι πονοκέφαλοι που προκαλούν τα κράτη μέλη που αρνούνται να συμφωνήσουν στις μεγάλες πολιτικές της ΕΕ που απαιτούν ομοφωνία. Αυτό δεν θα λύσει κανένα πρόβλημα. Θα μετατρέψει την ΕΕ όλο και περισσότερο σε μια ομοσπονδιακή δομή στην οποία τα διάφορα κράτη θα ακολουθούν διαφορετικές πολιτικές και θα δημιουργούν διαφορετικές συμμαχίες. Αυτό θα εντείνει τις τριβές και την παράλυση στο εσωτερικό της ΕΕ, δεν θα σημαίνει «περισσότερη» αλλά «λιγότερη» Ευρώπη.
  3. Προς αυτή την κατεύθυνση κινείται η ΕΕ στην παρούσα ιστορική συγκυρία. Η ΕΕ μπόρεσε να επιτύχει μεγαλύτερη σύγκλιση σε περιόδους ταχείας οικονομικής ανάπτυξης. Σε περιόδους οικονομικής ύφεσης ή στασιμότητας, επέρχεται παράλυση. Δεν είναι τυχαίο ότι το Brexit έλαβε χώρα στον απόηχο της οικονομικής κρίσης του 2007-8-9.
  4. Οι διεργασίες αυτές αντικατοπτρίζουν το γεγονός ότι η ΕΕ δεν είναι και δεν μπορεί να είναι ένα ενιαίο κράτος – είναι ένας σχηματισμός που προσπαθεί να ενοποιήσει όσο το δυνατόν περισσότερο τα διαφορετικά συμφέροντα 27 διαφορετικών αρχουσών τάξεων. Σε περιόδους μεγάλων αντιφάσεων –οικονομικών, κοινωνικών ή γεωπολιτικών–  αυτό καθίσταται αδύνατο, τα διαφορετικά καπιταλιστικά συμφέροντα τείνουν να συγκρούονται κι όχι να συγκλίνουν. Αυτή η διαδικασία συμβαδίζει με την άνοδο της Ακροδεξιάς σε όλη την ήπειρο.
  5. Σαν αποτέλεσμα αυτών των αντιφάσεων, διάφορα κράτη μέλη παρέχουν βοήθεια στην κυβέρνηση του Ζελένσκι όχι για λογαριασμό της ΕΕ αλλά για λογαριασμό τους. Η ΕΕ επιβάλλει δασμούς στα κινεζικά ηλεκτρικά αυτοκίνητα, αλλά ο κινεζικός γίγαντας BYD κατασκευάζει ένα τεράστιο εργοστάσιο στην Ουγγαρία για να εξάγει στην υπόλοιπη ΕΕ, χωρίς δασμούς. Όσον αφορά το θέμα των ευρωπαϊκών δασμών στα αυτοκίνητα, αυτό ψηφίστηκε με ισχνή σχετική (ούτε καν απόλυτη) πλειοψηφία στην ΕΕ, λόγω της αποχής πολλών χωρών, ενώ αρκετές ψήφισαν κατά, μεταξύ των οποίων και η Γερμανία.
  6. Η κατάσταση της ευρωπαϊκής αυτοκινητοβιομηχανίας είναι χαρακτηριστική της υποχώρησης της ευρωπαϊκής μεταποίησης και της αδυναμίας της να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της παγκόσμιας αγοράς και ιδιαίτερα να ανταγωνιστεί τα κινεζικά προϊόντα. Μεταξύ του καλοκαιριού και του φθινοπώρου του 2024, η ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία εξέπεμπε μηνύματα απελπισίας. Αυτό αφορά σχεδόν όλες τις μεγάλες αυτοκινητοβιομηχανίες που υπάρχουν στην Ευρώπη. Η Stellantis, η BMW, η Mercedes Benz, η Volkswagen, η Porche, η Volvo (τώρα υπό κινεζικό έλεγχο), η Aston Martin κ.λπ. είδαν τις μετοχές τους να πέφτουν σε αυτή την περίοδο κατά 20-40 % κατά μέσο όρο, φθάνοντας το 50% στην περίπτωση της Stellantis. Ως αποτέλεσμα, βλέπουμε μείωση του αριθμού των εργαζομένων στη βιομηχανία, αλλά και δημόσια συζήτηση για κλείσιμο εργοστασίων, όπως συμβαίνει με τη VW για πρώτη φορά στην 87χρονη ιστορία της, τη Stellantis στην Ιταλία και την Αγγλία κ.λπ. Η ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία βρίσκεται αντιμέτωπη με μαζική πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα: δηλαδή, δεν μπορεί να παράγει όσα επιτρέπει η δυναμικότητά της, γιατί δεν μπορεί να τα πουλήσει. Το ποσοστό αξιοποίησης της παραγωγικής ικανότητας είναι μόλις 56% για τη Γερμανία (από 70% το 2019), 52% για τη Βρετανία, 50% για τη Γαλλία και 38% για την Ιταλία!
  7. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ΕΕ έχουν άμεση συνάρτηση με την εποχή της κρίσης που αντιμετωπίζει ο παγκόσμιος καπιταλισμός και με τη γενικότερη οικονομική και γεωπολιτική αστάθεια, σε συνδυασμό με την άνοδο των ακροδεξιών κομμάτων, που με τη σειρά της αντανακλά την τεράστια ανικανότητα των «αριστερών» κομμάτων να δώσουν οποιαδήποτε προοπτική για το μέλλον. Σχετίζεται όμως και με έναν συγκεκριμένο παράγοντα μέσα σε αυτό το πλαίσιο, και αυτός είναι η κρίση της παραδοσιακής συμμαχίας μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας.

Ο γαλλο-γερμανικός άξονας

  1. Οι δύο χώρες-κλειδιά της ΕΕ και της ΕΖ είναι η Γερμανία και η Γαλλία, όχι μόνο επειδή είναι οι ισχυρότερες οικονομίες, αλλά και επειδή η ΕΕ και η ΕΖ βασίστηκαν από την ίδρυσή τους στη στενή συνεργασία μεταξύ των δύο, που πάντα δούλευαν στο παρασκήνιο, πρώτα για να προετοιμάσουν τη δημιουργία της ΕΕ και της ΕΖ και στη συνέχεια για να προετοιμάσουν τις πολιτικές που θεωρούσαν καταλληλότερες για το κοινό τους σχέδιο. Την τελευταία περίοδο οι διαφορές γίνονται πιο εμφανείς και οξείς – οι δύο χώρες έχουν διαφορές ως προς την οικονομική πολιτική ενώ και οι δύο αντιμετωπίζουν πολύ σοβαρά οικονομικά προβλήματα και πολιτική αστάθεια.
  2. Τον Νοέμβριο (2024) ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς απέλυσε τον υπουργό Οικονομικών του, Κρίστιαν Λίντνερ, των Φιλελευθέρων (Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα), δίνοντας έτσι ένα απότομο τέλος στην κυβερνητική τριμερή συμμαχία των Σοσιαλδημοκρατών (SPD), των Φιλελευθέρων (FDA) και των Πρασίνων. Η Γερμανία θα οδηγηθεί έτσι σε πρόωρες εκλογές τον Φεβρουάριο του 2025. Αυτό αντανακλά τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η γερμανική οικονομία και τις διαφορές εντός του συνασπισμού σχετικά με την οικονομική πολιτική που πρέπει να ακολουθηθεί: η οικονομία αντιμετωπίζει ύφεση ή στασιμότητα τα τελευταία δύο χρόνια, που αναμένεται να συνεχιστεί και το 2025· η Ευρώπη πρέπει να κινηθεί προς την κατεύθυνση των περικοπών και της λιτότητας· υπάρχει ένα σημαντικό δημοσιονομικό έλλειμμα της τάξης των 9 δισ. € που πρέπει να περιοριστεί· υπάρχει σύγκρουση στο εσωτερικό του γερμανικού υπουργικού συμβουλίου με τους Φιλελεύθερους να απαιτούν αυξήσεις φόρων και περικοπές στις δαπάνες· το SPD από την άλλη, θέλει να «σπάσουν τους κανόνες» του Συμφώνου Σταθερότητας· τέλος, οι Πράσινοι διαμαρτύρονται επειδή τα σχέδια για «πράσινη ανάπτυξη» έχουν εγκαταλειφθεί.
  3. Ο Scholz και το SPD του είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα χάσουν τις επερχόμενες εκλογές. Σύμφωνα με τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις μόνο το 14% του γερμανικού πληθυσμού δηλώνει ικανοποιημένο από την κυβέρνηση. Οι Χριστιανοδημοκράτες (με τους συμμάχους τους, CSU) αναμένεται να λάβουν περίπου 32%, ενώ το SPD μόνο 16% και να έρθουν τρίτοι, μετά το ακροδεξιό AfD. Τα τρία κυβερνητικά κόμματα μαζί θα μπορούσαν να λάβουν λιγότερο από το 1/3 των ψήφων. Τα κόμματα που αναμένεται να κερδίσουν περισσότερο από τις επόμενες εκλογές είναι το ακροδεξιό AfD (Εναλλακτική για τη Γερμανία) και το αριστερό-συντηρητικό-αντιμεταναστευτικό BSW (Συμμαχία Σάρα Βάκενκνεχτ).
  4. Η κατάσταση της γερμανικής οικονομίας, που μέχρι το 2007 ήταν η τρίτη μεγαλύτερη του πλανήτη (μετά τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία), αποτελεί έναν καλό δείκτη του αδιεξόδου που αντιμετωπίζει ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός. Σε κοινή τους δήλωση, τα 5 κορυφαία οικονομικά ινστιτούτα της Γερμανίας (DIW, IfW, IFo, IWH και RWI) προβλέπουν ότι η ανάπτυξη θα είναι της τάξης του -0,1% για το 2024, 0,8% για το 2025 και 1,3% για το 2026.
  5. Η μεταποίηση ήταν το καμάρι της γερμανικής οικονομίας, αλλά χάνει έδαφος με ταχείς ρυθμούς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση της αυτοκινητοβιομηχανίας, η οποία αδυνατεί να ανταγωνιστεί τα κινεζικά προϊόντα. Μετά τη νίκη του Τραμπ στις εκλογές στις ΗΠΑ, τα πράγματα θα είναι πολύ χειρότερα για τη Γερμανία, αλλά και για ολόκληρη την Ε.Ε. Σύμφωνα με το Ifo, το πιο αξιόλογο από τα γερμανικά οικονομικά ινστιτούτα, οι γερμανικές εξαγωγές αυτοκινήτων θα μπορούσαν να μειωθούν έως και 32%, ενώ η πτώση στις εξαγωγές φαρμακευτικών προϊόντων θα μπορούσε να φτάσει το 35%.
  6. Η γαλλική οικονομική ανάπτυξη δεν είναι τόσο κακή όσο η γερμανική, αλλά η εικόνα απέχει πολύ από το να είναι καλή. Η ανάπτυξη ήταν στο 0,7% το 2023 και προβλέπεται να είναι η ίδια (0,7%) για το 2024. Το δημοσιονομικό έλλειμμα είναι πολύ υψηλότερο από ό,τι επιτρέπει η Συνθήκη του Μάαστριχτ και το δημόσιο χρέος είναι ένα από τα υψηλότερα στην ΕΕ, στο 110,6% του ΑΕΠ το 2023 που προβλέπεται να ανέλθει στο 112,4% για το 2024 και στο 113,8% για το 2025. Η Γαλλία σχεδιάζει περικοπές δαπανών και αυξήσεις φόρων περίπου 60 δισ. € τον επόμενο χρόνο, σε μια προσπάθεια να περιορίσει το διευρυνόμενο δημοσιονομικό έλλειμμα. Ο στόχος είναι να μειωθεί το δημοσιονομικό έλλειμμα στο 5% του ΑΕΠ από περίπου 6,1% φέτος. Σύμφωνα με τον προϋπολογισμό της Γαλλίας για το 2025, το δημόσιο χρέος αναμένεται να αυξηθεί στο 115% του ΑΕΠ από 113% το 2024.
  7. Η κοινωνική κατάσταση, αποτέλεσμα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών του Μακρόν, σημαδεύτηκε από μια άνοδο της ταξικής πάλης (που εξετάζεται αργότερα στο κείμενο) και μια άνοδο του ακροδεξιού κόμματος RN, με επικεφαλής τη Μαρίν Λεπέν. Οι Ευρωεκλογές του Ιουνίου 2024 αποτέλεσαν σημείο καμπής για τις πολιτικές εξελίξεις στη Γαλλία, καθώς η Λεπέν ήρθε πρώτη. Μπροστά σε αυτή την εξέλιξη, ο Μακρόν προσπάθησε να διατηρήσει την πρωτοβουλία, προκηρύσσοντας αμέσως πρόωρες εκλογές λίγες εβδομάδες αργότερα, τον Ιούλιο. Προσπάθησε να χρησιμοποιήσει τον συνήθη εκβιασμό του «μικρότερου κακού», που παραδοσιακά χρησιμοποιείται από την κεντροδεξιά στη Γαλλία, δηλαδή «ψηφίστε με ενάντια στους εξτρεμιστές». Προς μεγάλη απογοήτευση της γαλλικής αστικής τάξης, ο κύριος νικητής των εκλογών του Ιουλίου ήταν ο Μελανσόν, ηγέτης του αριστερού κόμματος La France Insoumise και του Νέου Λαϊκού Μετώπου που δημιουργήθηκε για να διεκδικήσει τις εκλογές (βλ. αργότερα). Παρά την ήττα του, ο Μακρόν χρησιμοποίησε την προεδρική του εξουσία για να σχηματίσει κυβέρνηση της επιλογής του, με την υποστήριξη της Μαρίν Λεπέν.
  8. Εν ολίγοις, τόσο η Γερμανία όσο και η Γαλλία, χάνουν έδαφος στο οικονομικό επίπεδο, βρίσκονται αντιμέτωπες με ασταθείς και αδύναμες κυβερνήσεις και, όπως θα φανεί αργότερα, με αυξανόμενους ταξικούς αγώνες. Έτσι, οι «εγκέφαλοι» της ΕΕ είναι απασχολημένοι με τα δικά τους εσωτερικά προβλήματα και τα δικά τους «εθνικά» συμφέροντα – αυτό μπορεί μόνο να υπονομεύσει τις προοπτικές της ΕΕ, ιδιαίτερα τις ιδέες για μεγαλύτερη σύγκλιση και για μεγαλύτερο ρόλο της ΕΕ στη διεθνή σκηνή και την παγκόσμια ισορροπία δυνάμεων.

Συμπληρωματικά στοιχεία

  1. Το παρόν κείμενο δεν αποσκοπεί να δώσει μια λεπτομερή εικόνα των όσων συμβαίνουν στις διάφορες χώρες της Ευρώπης, σε οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Επιχειρεί να περιγράψει γενικές διεργασίες. Ο ρόλος των κυρίαρχων οικονομιών είναι αρκετά σαφής στον καθορισμό αυτών των διεργασιών. Η Ιταλία ως η τρίτη μεγάλη δύναμη της ΕΕ πρέπει να αναφερθεί, καθώς και η Βρετανία λόγω του οικονομικού της βάρους αν και δεν είναι μέλος της ΕΕ. Άλλες χώρες θα αναφερθούν αργότερα λόγω της σημασίας που έχουν σε άλλα πεδία, π.χ. στην ταξική πάλη και στις πολιτικές εξελίξεις, παρά το γεγονός ότι δεν έχουν κάποιο ιδιαίτερο οικονομικό βάρος.
  2. Η Ιταλία είναι παραδοσιακά μια χώρα με μεγάλη πολιτική αστάθεια στο πλαίσιο μιας μακροχρόνιας ηγεμονίας των Χριστιανοδημοκρατών και της ανικανότητας του ΚΚ να οδηγήσει στην ανατροπή της. Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου έφερε το τέλος αυτής της ιστορικής ισορροπίας δυνάμεων (που οδήγησε στην κατάρρευση των παραδοσιακών κομμάτων της Ιταλίας: Χριστιανοδημοκρατία, Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα και Σοσιαλιστικό Κόμμα) και σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση και τις τριβές που δημιούργησαν οι διαδικασίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης γέννησε «ασυνήθιστα» πολιτικά φαινόμενα. Τέτοια φαινόμενα ήταν ο Μπόσι και στη συνέχεια ο Σαλβίνι και η Λέγκα, (ένα κόμμα αρχικά υπέρ της ομοσπονδοποίησης της χώρας και της ανεξαρτησίας των πλουσιότερων περιοχών, που αργότερα εξελίχθηκε σε μια αντιδραστική εθνικιστική δύναμη)· ο Berlusconi και η ForzaItalia του (ένα φιλελεύθερο συντηρητικό κόμμα που ανήκε προσωπικά σε έναν μεγάλο επιχειρηματία)· ο Γκρίλο και σήμερα ο Κόντε με το «κίνημα των 5 αστέρων» (μια λαϊκιστική δύναμη, που συνδυάζει προοδευτικά και αντιδραστικά χαρακτηριστικά, τώρα μέρος της Αριστεράς στο κοινοβούλιο της ΕΕ) και άλλοι.
  3. Ο «Σούπερ Μάριο» –όπως καθιερώθηκε να αποκαλείται ο Μάριο Ντράγκι αφού δήλωσε ότι «θα κάνουμε ό,τι χρειαστεί για να σώσουμε το ευρώ» κι έτσι υποτίθεται ότι έσωσε το ευρώ την εποχή της κρίσης χρέους της Ν. Ευρώπης– δεν είχε και πολλή τύχη σαν πρωθυπουργός της Ιταλίας το 2021. Άντεξε μόνο 1,5 χρόνο προτού παραιτηθεί. Το κύριο «επίτευγμά» του ήταν να προετοιμάσει το έδαφος για τη Μελόνι, ηγέτιδα της Ακροδεξιάς Fratelli d’ Italia και σημερινή πρωθυπουργό της Ιταλίας. Η Μελόνι έδειξε ότι, παρά τις πολλές «αντισυστημικές» δηλώσεις της, μόλις βρέθηκε στην εξουσία προσαρμόστηκε πολύ καλά στις ανάγκες της ιταλικής αστικής τάξης (και η τελευταία έδειξε ότι μπορούσε να τα βρει εξίσου καλά έναν εκπρόσωπο της Ακροδεξιάς). Η Μελόνι δεν έχει αμφισβητήσει ούτε την ΕΕ ούτε το ΝΑΤΟ σε καμία από τις σημαντικές πολιτικές τους αποφάσεις από τη στιγμή που ανέλαβε την εξουσία το 2022. Τώρα μοιάζει με την ισχυρότερη ηγέτιδα μεταξύ των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, αλλά αυτό οφείλεται στην αδυναμία όλων των άλλων, όχι στη δική της δύναμη ή στη δύναμη της ιταλικής οικονομίας και του πολιτικού συστήματος. Η Ιταλία παραμένει μια αδύναμη μεγάλη βιομηχανική χώρα και αυτό φαίνεται από την κατάσταση της οικονομίας της: με δημοσιονομικό έλλειμμα 7,4%, δημόσιο χρέος στο 112,4% του ΑΕΠ και αξιοποίηση της παραγωγικής ικανότητας της αυτοκινητοβιομηχανίας της στο 38% (που αντανακλά τη γενικότερη εικόνα της ιταλικής μεταποίησης) δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια σταθερότητας.
  4. Η Βρετανία δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει τις επιπτώσεις της κρίσης του 2007-8-9. Αυτό οδήγησε το 2016 στο Brexit, το οποίο, φυσικά, δεν έλυσε κανένα από τα προβλήματα του βρετανικού καπιταλισμού. Θα ήταν λάθος να αποδώσουμε την ευθύνη για τα προβλήματα της βρετανικής οικονομίας στο Brexit – το σωστό είναι να τονίσουμε ότι είτε εντός είτε εκτός ΕΕ δεν υπήρχε λύση στα αδιέξοδα του βρετανικού καπιταλισμού. Αποτελεί ειρωνεία το γεγονός ότι οι «σοφοί» και αλαζόνες «στρατηγοί» του κεφαλαίου στην ηπειρωτική Ευρώπη, έδειχναν με το δάχτυλο τη Βρετανία προβλέποντας τη συντέλεια εξαιτίας του Brexit, για να βρεθούν λίγο αργότερα σε παρόμοια κατάσταση με αυτή της Βρετανίας.
  5. Τα τελευταία χρόνια έχουμε ζήσει μια από τις πιο ταραχώδεις πολιτικές περιόδους στην πρόσφατη βρετανική ιστορία: Όλες οι κυβερνήσεις μεταξύ 2016 και 2024 ήταν αδύναμες και ασταθείς. Αυτή ήταν επίσης η περίοδος κατά την οποία η Ακροδεξιά μπόρεσε να εδραιωθεί ως ισχυρός παίκτης. Οι Εργατικοί κέρδισαν τις εκλογές του 2024 μόνο επειδή οι Συντηρητικοί κατέρρευσαν. Ο Στάρμερ είναι πιθανά ο πιο δεξιός ηγέτης του Εργατικού Κόμματος που υπήρξε ποτέ. Αμέσως μετά την εκλογή του ανακοίνωσε ότι παρέλαβε «καμένη γη» από τους Συντηρητικούς και ότι ήταν απαραίτητη μια περίοδος λιτότητας. Έχει μια σταθερή κοινοβουλευτική πλειοψηφία λόγω της κατάρρευσης των Συντηρητικών, αλλά παρόλο που υπήρξε μια ύφεση στους εργατικούς αγώνες μετά τη νίκη των Εργατικών (που ενισχύθηκε από το γεγονός ότι οι Εργατικοί υποστηρίζονται, τουλάχιστον προς το παρόν, από βασικά συνδικάτα όπως το GMB, UNISON, RMT και UNITE) αυτή η «περίοδος χάριτος» θα είναι βραχύβια, καθώς οι εργαζόμενοι θα βλέπουν τις υποσχέσεις για παροχές να αναιρούνται και τη λιτότητα να τίθεται σε εφαρμογή. Ήδη έχουν ξεκινήσει διεργασίες κι είναι πιθανό να δούμε αγώνες των εκπαιδευτικών και των νοσηλευτών σύντομα.
  6. Έχει γίνει πολύς λόγος μεταξύ των αστών αναλυτών, κατά τη διάρκεια του 2024, ότι οι ασθενέστερες οικονομίες της περιφέρειας, δηλαδή του Νότου, της Ανατολής και των Βαλκανίων, αναπτύσσονται πολύ ταχύτερα, εξισορροπώντας την υποχώρηση των κύριων δυνάμεων. Αυτές οι συζητήσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν σοβαρές. Ο υπερχρεωμένος Νότος, με μεγάλη εξάρτηση από τον τουρισμό και τη γεωργία, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αντισταθμίσει την οικονομική υποχώρηση των μεγάλων βιομηχανικών οικονομιών και δεν μπορεί να δώσει διέξοδο προς τα εμπρός.
  7. Δύο αιφνιδιαστικές πολιτικές εξελίξεις η μία στην Κύπρο και η δεύτερη στη Ρουμανία είναι άξιες αναφοράς. Στις ευρωεκλογές του Ιουνίου 2024 στην Κύπρο ένα άτομο που δεν είχε καμία σχέση με κανένα από τα πολιτικά κόμματα, ο Φειδίας Παναγιώτου, εκλέχτηκε στο Ευρωκοινοβούλιο. Στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών της Ρουμανίας τον Νοέμβριο του 2024, ένας υποψήφιος που θεωρούνταν απόλυτο αουτσάιντερ, και από τα συστημικά αλλά και τα ανεξάρτητα ΜΜΕ (παρά το γεγονός ότι είχε προταθεί από τον πρώην πρόεδρο της Ρουμανίας Μπασέσκου σαν υποψήφιος για πρωθυπουργός το 2011 και ξαναπροτάθηκε από το ακροδεξιό AUR το 2020 για την ίδια θέση), με ποσοστό μόλις περίπου 1% στις προεκλογικές δημοσκοπήσεις (του έδιναν 6-7% τις τελευταίες μέρες), ήρθε πρώτος με 22,9% των ψήφων. Ο Καλίν Γκεοργκέσκου σόκαρε τη Δύση, λόγω των φιλορωσικών του θέσεων και θα αντιμετωπίσει, στον 2ο γύρο, έναν νεοφιλελεύθερο φιλοδυτικό υποψήφιο [2]. Δεν υπάρχει τίποτα προοδευτικό σε αυτούς τους δύο υποψηφίους. Όμως αυτές οι εξελίξεις τονίζουν πολύ έντονα το τεράστιο κενό που υπάρχει στην πολιτική σκηνή.
  8. Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της πολιτικής κατάστασης στην Ευρώπη κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες ήταν η αναζωπύρωση αυτού που περιγράφεται ως «αριστερό», «προοδευτικό» ή εθνικιστικό κίνημα «πολιτών» σε αρκετές χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Στην Ιρλανδία, το Σιν Φέιν (ΣΦ), το οποίο ήταν σταθερά το 2ο εθνικιστικό κόμμα στο βορρά (Βόρεια Ιρλανδία) έγινε το μεγαλύτερο εθνικιστικό κόμμα το 2001 και στη συνέχεια το μεγαλύτερο κόμμα συνολικά το 2022. Στο νότο της Ιρλανδίας, από μία μόνο έδρα στο κοινοβούλιο το 1997 έγινε το μεγαλύτερο κόμμα στις εθνικές εκλογές του 2019. Το εθνικιστικό κίνημα της Καταλονίας, με μια μεγάλη αριστερή συνιστώσα στο εσωτερικό του, ένοιωσε αρκετή αυτοπεποίθηση ώστε να τα βάλει με το ισπανικό κράτος στο αποτυχημένο δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία το 2017. Το Εθνικό Κόμμα Σκοτίας (ΕΚΣ) ξεπέρασε το Εργατικό Κόμμα της Σκοτίας ως το μεγαλύτερο κόμμα στις αστικές περιοχές στις αρχές του 2000 και το 2007 έγινε το κυβερνών κόμμα στη Σκοτία, ενώ έφτασε κοντά στο να κερδίσει το δημοψήφισμα του 2014 υπέρ της ανεξαρτησίας. Και τα τρία αυτά κινήματα είχαν σοβαρή υποχώρηση τον τελευταίο χρόνο. Το ΣΦ έπεσε στις τοπικές, γενικές και ευρωπαϊκές εκλογές στη νότια Ιρλανδία, το ΕΚΣ έχασε πολλές έδρες από το Εργατικό Κόμμα στις εθνικές εκλογές του Ηνωμένου Βασιλείου και οι αριστερές καταλανικές εθνικιστικές ομάδες έχασαν μέρος της υποστήριξης τους στις φετινές εκλογές στο ισπανικό κράτος. Τα αριστερά εθνικιστικά κινήματα απέκτησαν δυναμική εξαιτίας, πρώτον, της κρίσης του καπιταλισμού και δεύτερον, της αδυναμίας της Αριστεράς να δώσει απαντήσεις στα φλέγοντα ζητήματα των εργαζομένων. Όπως ακριβώς η Αριστερά έμεινε πίσω στις εξελίξεις, την ίδια πορεία ακολούθησε και ο αριστερός εθνικισμός. Έτσι, παντού έχουν έρθει στο προσκήνιο παραλλαγές του δεξιού, αλυτρωτικού εθνικισμού.
  9. Όσον αφορά το εθνικό ζήτημα, πρέπει να σημειωθεί ότι κανένα από τα εθνικά ζητήματα που υπάρχουν σε μια σειρά χώρες της ΕΕ δεν έχει λυθεί. Αντίθετα, σε πολλά από αυτά έχουμε αδιέξοδο, με την πιθανότητα να ξαναεμφανιστούν σημαντικές συγκρούσεις. Η περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου και τα Βαλκάνια αντιμετωπίζουν τα πιο εκρηκτικά προβλήματα. Ο Ελληνο-τουρκικός ανταγωνισμός στο Αιγαίο γίνεται πιο βαθύς και επικίνδυνος, ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη μια «τρελή» κούρσα εξοπλισμών. Το Κυπριακό είναι σε πλήρες αδιέξοδο, με την Τουρκική πλευρά να δηλώνει ότι αρνείται να συζητήσει οτιδήποτε άλλο από την λύση των δύο ξεχωριστών κρατών στο νησί. Η ανακάλυψη κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην ΝΑ Μεσόγειο έχει πολώσει ακόμα περισσότερο την κατάσταση, με την Τουρκία να μπλοκάρει κάθε προσπάθεια Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ να εκμεταλλευτούν τα κοιτάσματα για λογαριασμό τους, αφήνοντας απ’ έξω την Τουρκία και την Β. Κύπρο. Στα Βαλκάνια, η σύγκρουση μεταξύ Σερβίας και Αλβανίας στο Κόσσοβο παραμένει ανοιχτή. Η Σερβία αρνείται να αναγνωρίσει την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του Κοσόβου (του 2008) και υπάρχει ανάφλεξη κάθε τόσο με επίκεντρο την σερβική μειονότητα στο νότιο Κόσοβο. Τα προβλήματα μεταξύ Ελλάδας και Βόρειας Μακεδονίας για το θέμα του ονόματος, και μεταξύ Βουλγαρίας και Βόρειας Μακεδονίας για την βουλγαρική μειονότητα στη χώρα, έχουν παγώσει τις διαδικασίες ένταξης της Βόρειας Μακεδονίας στην ΕΕ. Ο καπιταλισμός δεν έχει τρόπο να λύσει τέτοια προβλήματα. Μόνο η εργατική τάξη μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο, στη βάση των κοινών ταξικών της συμφερόντων. Προϋπόθεση γι’ αυτό φυσικά είναι το χτίσιμο μαζικών εργατικών οργανώσεων με Μαρξιστική αντίληψη των πραγμάτων.
  10. Η κρίση της ΕΖ αποκάλυψε πόσο κούφιοι ήταν στην πραγματικότητα οι ισχυρισμοί περί οικονομικής ενοποίησης και αλληλεγγύης στην ΕΕ. Και η προσφυγική κρίση του 2015 κατέστησε ακόμη πιο σαφείς τις ρωγμές στις «ενιαίες» πολιτικές της. Ενώ οι περισσότερες χώρες δεν δέχονταν το μερίδιο των προσφύγων που τους αναλογούσε, και μερικές δεν δέχονταν ούτε ένα συμβολικό αριθμό προσφύγων, ορισμένες δεν επέτρεπαν καν στις απελπισμένες μάζες που διέφευγαν από τον πόλεμο και την πείνα να περάσουν από το έδαφός τους στο δρόμο προς τη Γερμανία! Έκτοτε, η ΕΕ έχει συνάψει άθλιες συμφωνίες με την Τουρκία και τη Λιβύη για να περιορίσει τον αριθμό των απελπισμένων που μπορούν να φτάσουν στα σύνορά της.
  11. Και όμως, ενώ ο αστικός Τύπος μιλάει για «κύματα» προσφύγων που «κατακλύζουν» τον ντόπιο πληθυσμό, δίνοντας σχεδόν την εντύπωση ότι δεν έχει μείνει καν χώρος για να σταθεί κανείς στην ΕΕ, υπάρχει μια δημογραφική κρίση που αντιμετωπίζουν περίπου τα μισά μέλη της ΕΕ, ιδίως τα πιο ανεπτυγμένα βιομηχανικά. Έντεκα χώρες της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Ισπανίας, έχουν δείκτες γονιμότητας κάτω από το «εξαιρετικά χαμηλό» όριο του 1,4 του ΟΗΕ. Ακόμη και η Γαλλία με το υψηλότερο ποσοστό γονιμότητας στην ΕΕ, 1,68 το 2023, βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο από το τέλος του πολέμου το 1945. Λαμβάνοντας υπόψη ότι το επίπεδο αναπλήρωσης του πληθυσμού θεωρείται το 2,1, οι δημογραφικές προοπτικές της ΕΕ είναι δυσοίωνες. Ορισμένες χώρες θα δουν μείωση του πληθυσμού τους σε λίγα χρόνια. Η Ιταλία, για παράδειγμα, θα μπορούσε να έχει μείωση του πληθυσμού της κατά 1 εκατομμύριο μέχρι το 2030. Η μείωση του δείκτη της Ιταλίας (1,2 το 2023) και η γήρανση του πληθυσμού θα επηρεάσουν τις υπηρεσίες Υγείας, την ηλικία συνταξιοδότησης και τα επίπεδα συντάξεων, τα αναπαραγωγικά δικαιώματα, τα εργασιακά δικαιώματα κοκ.
  12. Η μείωση των ποσοστών γονιμότητας και η γήρανση του πληθυσμού θα επηρεάσουν επίσης την αύξηση του ΑΕΠ της ΕΕ. Η ΕΕ έχει ήδη χαμηλότερο επίπεδο παραγωγικότητας της εργασίας από τις ΗΠΑ και χάνει περαιτέρω έδαφος. Για παράδειγμα, μεταξύ του τέταρτου τριμήνου του 2019 και του πρώτου τριμήνου του 2024, στον βιομηχανικό τομέα, η ωριαία παραγωγικότητα της εργασίας αυξήθηκε κατά 8,8% στις ΗΠΑ, ενώ στην Ευρωζώνη αυξήθηκε μόλις κατά 0,8%… Αλλά η αστική ιδεολογία δεν αφήνει ποτέ τα πραγματικά γεγονότα και στοιχεία να εμποδίσουν την υπονόμευση της αλληλεγγύης της εργατικής τάξης και την ενίσχυση της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Τα γεγονότα και τα στοιχεία παρουσιάζονται με τα πόδια πάνω και το κεφάλι κάτω, με κυριαρχία των ιδεοληψιών περί «πολιτιστικού πολέμου» για τη διαπόμπευση και τη δαιμονοποίηση των μεταναστών, ιδιαίτερα αν είναι μουσουλμάνοι ή/και μαύροι.

Στα πρόθυρα της ύφεσης;

  1. Τα πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι η οικονομία της Ευρώπης στο σύνολό της βρίσκεται σε υποχώρηση και πιθανά εισέρχεται σε ύφεση. Τα στοιχεία του Δείκτη Υπευθύνων Προμηθειών (PMI) για τον Νοέμβρη δείχνουν υποχώρηση όχι μόνο όσον αφορά τη μεταποίηση αλλά και τις υπηρεσίες, οι οποίες μέχρι τον Οκτώβριο έτειναν να λειτουργούν ως αντίβαρο στην πτώση της μεταποίησης. Ο δείκτης PMI για τις υπηρεσίες τον Νοέμβριο διαμορφώθηκε στο 49,2 (δηλαδή κάτω από το 50 που είναι το όριο μεταξύ ανάπτυξης και ύφεσης) από 51,6 τον Οκτώβριο – ενώ ο δείκτης PMI για τη μεταποίηση μειώθηκε περαιτέρω, στο 45,3 από 46 τον Οκτώβριο (δηλαδή η μεταποίηση ήταν ήδη σε ύφεση τον Οκτώβριο).
  2. Η κατάσταση των ευρωπαϊκών οικονομιών, το κλείσιμο και η απώλεια καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας πλήρους απασχόλησης που αντικαθίστανται από κακοπληρωμένες/επισφαλείς θέσεις εργασίας, οι επιθέσεις στα συνδικαλιστικά και δημοκρατικά δικαιώματα, η επίθεση στις κοινωνικές υπηρεσίες κλπ, συνδυάζονται με την αύξηση του πληθωρισμού που έχει διαβρώσει δραστικά το βιοτικό επίπεδο. Παρά το γεγονός ότι ο πληθωρισμός (στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ) βρίσκεται πλέον κοντά στο στόχο των κεντρικών τραπεζών που είναι περίπου 2%, κατά μέσο όρο, ο σωρευτικός πληθωρισμός στις βιομηχανικές χώρες (μέσος όρος ΟΟΣΑ) αυξήθηκε κατά 30% μεταξύ Δεκεμβρίου 2019 και Σεπτεμβρίου 2024, ενώ οι αυξήσεις των μισθών την ίδια περίοδο υστερούν κατά πολύ. Το χειρότερο για τους εργαζόμενους είναι ότι ο πληθωρισμός των τροφίμων, (δηλαδή η αύξηση της τιμής των τροφίμων, η οποία επηρεάζει περισσότερο το βιοτικό επίπεδο της εργατικών στρωμάτων) αυξήθηκε κατά 50% την ίδια περίοδο. Ήταν αναπόφευκτο ότι αυτές οι συνθήκες θα προκαλούσαν μια νέα περίοδο οξυμένης ταξικής πάλης.

Ταξική πάλη

  1. Το 2022 και το 2023 ήταν χρόνια αυξημένων ταξικών αγώνων σε μια ολόκληρη σειρά ευρωπαϊκών χωρών, όπως ήταν αναμενόμενο, (βλ. κείμενο προοπτικών 2022) κυρίως σαν αποτέλεσμα της αύξησης του πληθωρισμού και της δραστικής διάβρωσης των εισοδημάτων των εργαζομένων. Αυτό ήταν το αντίθετο από αυτό που συνέβη την εποχή της ύφεσης του Covid. Το 2024 ήταν μια χρονιά χαμηλότερων επιπέδων ταξικής πάλης. Η πίεση στους μισθούς είχε μειωθεί σαν αποτέλεσμα του πληθωρισμού που είχε πέσει στο 2% περίπου, οι αγώνες της περιόδου 2022-23 είχαν περιορισμένα αποτελέσματα κι επίσης, πρέπει να πούμε ότι οι αγώνες δεν αναπτύσσονται ποτέ σε μια συνεχή ανοδική πορεία αλλά έχουν σκαμπανεβάσματα. Αυτό συνδέεται επίσης με το ρόλο των συνδικαλιστικών ηγεσιών – με το γεγονός ότι οι αγώνες στην πλειοψηφία ήταν αποτέλεσμα πίεσης στις ηγεσίες των συνδικάτων από τα κάτω. Τέλος, τα κόμματα της Αριστεράς, όλων των αποχρώσεων, δεν μπόρεσαν να προσφέρουν μια εναλλακτική και αγωνιστική προοπτική στους εργαζόμενους και την κοινωνία γενικότερα. Μια σύντομη αναφορά σε μερικούς από τους πιο σημαντικούς αγώνες που ήταν αξιοσημείωτοι στην Ευρώπη, ακολουθεί παρακάτω. Προφανώς, δεν είναι δυνατόν και δεν έχει νόημα να απαριθμήσουμε κάθε έναν αγώνα σε κάθε χώρα.
  2. Μετά τις διαμαρτυρίες των Κίτρινων Γιλέκων (Gilets Jaunes) στη Γαλλία, οι οποίες ξεκίνησαν τον Νοέμβριο του 2018 και διήρκεσαν όλο το 2019 (με περιστασιακές αναζωπυρώσεις τα επόμενα χρόνια), το 2022 και το 2023 σημειώθηκε ένα νέο κύμα μαζικών διαμαρτυριών. Οι διαμαρτυρίες αυτές πυροδοτήθηκαν αρχικά από την αύξηση των φόρων στα καύσιμα και το κόστος ζωής, αλλά γρήγορα εξελίχθηκαν σε ένα ευρύτερο κίνημα, ιδίως κατά της προσπάθειας του Μακρόν να αυξήσει την ηλικία συνταξιοδότησης από τα 62 στα 64. Το κίνημα έλαβε χώρα στα τέλη του 2022 και αφορούσε εργαζόμενους στις μεταφορές, την εκπαίδευση και την ενέργεια, ενώ σε ορισμένες διαδηλώσεις συμμετείχαν πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι. Κατά τη διάρκεια του 2023, προκηρύχθηκαν 14 γενικές απεργίες στη Γαλλία. Στην πρώτη απεργία, στις 19 Ιανουαρίου 2023, 2 εκατομμύρια συμμετείχαν στις διαδηλώσεις σε εθνικό επίπεδο. Στις διαδηλώσεις της 31ης Ιανουαρίου συμμετείχαν 2,8 εκατομμύρια, σύμφωνα με τη συνδικαλιστική συνομοσπονδία CGT. Ο συντονισμός των απεργιών από όλα τα μεγάλα συνδικάτα της Γαλλίας –μεταφορές, ενέργεια, εκπαίδευση, δημόσιος τομέας κ.λπ.– χαρακτηρίστηκε σαν μια «σπάνια επίδειξη ενότητας». Οι διαμαρτυρίες αυτές κορυφώθηκαν γύρω από την Πρωτομαγιά του 2023, όταν εκατοντάδες χιλιάδες διαδήλωσαν σε όλη τη Γαλλία.
  3. Στη Γερμανία, οι απεργίες σε όλους τους τομείς, συμπεριλαμβανομένων των μεταφορών και των δημόσιων υπηρεσιών, ήταν συχνές το 2022. Το βασικό ζήτημα ήταν ο αυξανόμενος πληθωρισμός και ο αντίκτυπός του στους μισθούς, με συνδικάτα όπως το Verdi να παίζουν κεντρικό ρόλο. Οι εργαζόμενοι στον τομέα των μεταφορών, ειδικότερα, πραγματοποίησαν στάσεις εργασίας, απαιτώντας καλύτερες αμοιβές εν μέσω της αύξησης του κόστους διαβίωσης. Επίσης, οι υγειονομικοί και οι ταχυδρομικοί προχώρησαν σε σημαντικές απεργιακές κινητοποιήσεις. Τα γερμανικά συνδικάτα, ιδίως το IGMetall, διοργάνωσαν πολυάριθμες διαμαρτυρίες, συμπεριλαμβανομένης μιας μεγάλης διαδήλωσης την Πρωτομαγιά του 2023, η οποία κινητοποίησε σχεδόν 300.000 άτομα σε 400 διαμαρτυρίες. Στη χώρα σημειώθηκαν επίσης διαμαρτυρίες σχετικά με το κλίμα, ιδίως από τη νεολαία, που απαιτούσαν ισχυρότερη κυβερνητική δράση για περιβαλλοντικές πολιτικές.
  4. Το Ηνωμένο Βασίλειο είδε ένα κύμα απεργιών, ιδίως κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2022. Οι εργαζόμενοι στους σιδηροδρόμους, οι νοσηλευτές, οι ταχυδρομικοί υπάλληλοι και οι υπάλληλοι του δημόσιου τομέα πραγματοποίησαν σημαντικές απεργιακές κινητοποιήσεις. Σιδηροδρομικά συνδικάτα, όπως το Εθνικό Συνδικάτο Εργαζομένων στους Σιδηροδρόμους, τη Ναυτιλία και τις Μεταφορές (RMT), ηγήθηκαν πολλαπλών απεργιών. Ο «χειμώνας της δυσαρέσκειας» σημαδεύτηκε από συντονισμένες απεργίες, ιδίως από τους νοσηλευτές και τους ταχυδρομικούς υπαλλήλους, με αίτημα μισθολογικές αυξήσεις που να συμβαδίζουν με τον πληθωρισμό. Οι απεργίες συνεχίστηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια του 2023, με τους εκπαιδευτικούς, τους εργαζόμενους στο NHS, τους σιδηροδρομικούς και τους δημόσιους υπαλλήλους να πραγματοποιούν στάσεις εργασίας. Το «καλοκαίρι των απεργιών» στο Ηνωμένο Βασίλειο ανέδειξε την αυξανόμενη αναταραχή σε πολλούς τομείς. Η Βρετανία, μετά από δεκαετίες καθυστέρησης στους αγώνες, κατά τη διάρκεια του 2022-23 βρέθηκε στην πρώτη γραμμή των αγώνων στην Ευρώπη – μια εξέλιξη ιστορικής, μπορούμε να πούμε, σημασίας. Η εκλογή της κυβέρνησης των Εργατικών οδήγησε σε προσωρινή αναστολή της μαζικής δράσης λόγω της διευθέτησης από την κυβέρνηση πολλών μακροχρόνιων μισθολογικών διαφορών με την υποστήριξη των κορυφών των βασικών συνδικάτων.
  5. Οι Ισπανοί οδηγοί φορτηγών, ξεκίνησαν διαμαρτυρίες τον Μάρτιο του 2022 ενάντια στην εκτίναξη των τιμών των καυσίμων. Υπήρξαν επίσης σημαντικές απεργίες στους τομείς της Υγείας και της Εκπαίδευσης, ζητώντας καλύτερες συνθήκες εργασίας και αμοιβές. Τα ισπανικά συνδικάτα διοργάνωσαν πάνω από 70 πορείες το 2023, ζητώντας αυξήσεις μισθών που να συμβαδίζουν με τον πληθωρισμό. Ενώ πολλές διαδηλώσεις επικεντρώθηκαν στα εργασιακά δικαιώματα, υπήρξε επίσης ισχυρή υποστήριξη για τη μείωση της εργάσιμης εβδομάδας σε τέσσερις ημέρες.
  6. Στην Ιταλία σημειώθηκαν επίσης σημαντικές εργατικές διαμαρτυρίες για τα μέτρα κατά της φτώχειας και τις αλλαγές που εισήγαγε η Τζόρτζια Μελόνι, ιδίως μεταξύ των εργαζομένων στα logistics, το ηλεκτρονικό εμπόριο και τη διανομή τροφίμων. Αλλά γενικά, το ιταλικό κίνημα δεν ανέκαμψε ποτέ τις τελευταίες δύο δεκαετίες μετά την προδοσία, την κατάρρευση και τη διάλυση της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης (Rifondazione Comunista). Οι εργαζόμενοι στις πλατφόρμες έχουν κινητοποιηθεί και σε άλλες χώρες – π.χ. στην Κύπρο, τη Ρωσία και την Τουρκία. Στη Ρουμανία είχαμε μια πολύ σημαντική απεργία των καθηγητών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Στο Βέλγιο, 80.000 εργαζόμενοι συμμετείχαν στην «Εθνική Ημέρα Δράσης», την οποία κάλεσαν τα συνδικάτα μεταξύ 20 και 22 Μαρτίου (2023) – τα συνδικάτα αρνήθηκαν να καλέσουν σε απεργία παρά τη διάθεση των εργαζομένων. Στην Ελλάδα, στη γενική ύφεση του εργατικού κινήματος, χαρακτηριστική της κατάστασης μετά την προδοσία του ΣΥΡΙΖΑ το 2015, πραγματοποιήθηκαν δύο πολύ επιτυχημένες γενικές απεργίες, τον Νοέμβριο του 2022 και τον Μάρτιο του 2023, ενδεικτικές των προσπαθειών του μαζικού κινήματος να βρει τον βηματισμό του, παρά τον ρόλο που έπαιξαν οι ηγέτες των συνδικάτων. Μία από τις σημαντικότερες απεργίες που πραγματοποιήθηκαν στην Ευρώπη ήταν η απεργία κατά της TESLA, η οποία απέκτησε παν-σκανδιναβικό χαρακτήρα.
  7. Η επίθεση στα συνδικαλιστικά και άλλα δικαιώματα συνεχίζεται αμείωτη. Η Μελόνι στην Ιταλία καταβάλλει συνεχείς προσπάθειες να περιορίσει τη δυνατότητα των συνδικάτων να προκηρύσσουν απεργίες. Στην Ελλάδα, η δεξιά κυβέρνηση της ΝΔ με ισχυρή παρουσία της ακροδεξιάς πτέρυγας της στο υπουργικό συμβούλιο, εισήγαγε την 6ήμερη εβδομάδα συν τη νομιμοποίηση του «δικαιώματος» των εργαζομένων να εργάζονται έως και 13 ώρες την ημέρα – δηλαδή συνολικά 72 ώρες την εβδομάδα εργασίας! Αυτή η απροκάλυπτη επίθεση πέρασε χωρίς να πέσει ούτε μια τουφεκιά από τα συνδικάτα! Αυτός είναι ένας από τους καλύτερους τρόπους για να καταλάβουμε το μέγεθος της ήττας της ελληνικής εργατικής τάξης, την ευθύνη για την οποία φέρει φυσικά η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και ο αποστάτης Τσίπρας.
  8. Το 2024 ξεκίνησε με κινητοποιήσεις αγροτών σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες – στη Γερμανία, τη Γαλλία, το Βέλγιο, τη Ρουμανία, την Ιταλία, την Ισπανία (ιδιαίτερα την Καταλονία), την Πολωνία και την Ελλάδα κ.λπ., με αποκλεισμούς δρόμων και συλλαλητήρια για να προβάλουν τα αιτήματά τους. Οι διαμαρτυρίες αυτές επεκτάθηκαν από τη μια χώρα στην άλλη με ταχύτητα, δείχνοντας ότι ιδιαίτερα στη σημερινή εποχή, με τη γρήγορη μετάδοση της πληροφορίας, οι διαμαρτυρίες μπορούν να εξαπλωθούν γρήγορα και να αποκτήσουν μαζικό χαρακτήρα, χωρίς οι συνδικαλιστικές ηγεσίες να σχεδιάζουν και χωρίς να επιθυμούν μια τέτοια εξέλιξη. Αυτό, βέβαια, ισχύει ακόμη περισσότερο για τους εργατικούς αγώνες – οι απεργίες των τρένων στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια του Ιανουαρίου 2023, που ξεκίνησαν από τη Γερμανία και προκάλεσαν την ακινητοποίηση του 80% των υπεραστικών τρένων, σύντομα επεκτάθηκαν στην Ιταλία, όπου είχαμε 24ωρη απεργία στις μεταφορές, στη Βρετανία (Ηνωμένο Βασίλειο και Βόρεια Ιρλανδία) κ.λπ. Αυτό δείχνει την εγγενή και ενστικτώδη ταξική αλληλεγγύη και τον διεθνισμό πέρα από τα σύνορα, αλλά οι ηγεσίες των συνδικάτων στους σιδηροδρόμους αρνούνται να αναλάβουν οποιαδήποτε πρωτοβουλία για την οργάνωση/συντονισμό του αγώνα σε πανευρωπαϊκή βάση. Σαν αποτέλεσμα, βλέπουμε κινήσεις από εργαζόμενους σε διάφορες χώρες να προχωρούν σε αυτό που χαρακτηρίζεται σαν «ανεξάρτητα συνδικάτα», «σωματεία βάσης», «επιτροπές βάσης», κλπ, αντανακλώντας διαφορετικές παραδόσεις από χώρα σε χώρα. Πρόκειται για σημαντικές κινήσεις, ιδιαίτερα από νέα στρώματα εργαζομένων εκτός των παραδοσιακών βιομηχανιών, αλλά βρίσκονται ακόμη σε πρωταρχικό στάδιο.
  9. Βρισκόμαστε σε μια περίοδο όξυνσης της ταξικής πάλης. Όχι μόνο στην Ευρώπη, αλλά παγκόσμια. Αυτό θα συνεχιστεί αναπόφευκτα σ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου που διανύουμε, επειδή το καπιταλιστικό σύστημα δεν έχει τρόπο να ξεπεράσει την κρίση του και να προσφέρει καλύτερες συνθήκες ζωής για την εργατική τάξη, τη νεολαία και τους φτωχούς. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της σημερινής περιόδου όμως είναι ότι ο «ριζοσπαστισμός» που αναπτύσσεται στην κοινωνία δεν κατευθύνεται προς τα αριστερά αλλά προς τα δεξιά, οδηγώντας στην επανεμφάνιση σε μαζική κλίμακα της Ακροδεξιάς, σε βαθμό που δεν έχουμε ξαναδεί μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι λόγοι σχετίζονται προφανώς με την κρίση της Αριστεράς – σε μια εποχή οικονομικής και κοινωνικής κρίσης οι ρεφορμιστές δεν είναι σε θέση να προσφέρουν μεταρρυθμίσεις, οπότε οδηγούνται σε υπαρξιακή κρίση, το κόστος της οποίας μεταφέρεται τελικά στην εργατική τάξη.

Η Ακροδεξιά

  1. Η ανάδυση της Ακροδεξιάς και η εξέλιξή της σε σημαντική δύναμη στην Ευρώπη και διεθνώς έχει εξεταστεί εκτενώς στο κείμενο «Η άνοδος της Ακροδεξιάς και η μάχη εναντίον της» που εγκρίθηκε από την τελευταία συνδιάσκεψη (Μαρτίου ‘24) του ISp. Στο παρόν κείμενο θα ασχοληθούμε με κάποιες επικαιροποιήσεις και θα επαναλάβουμε κάποια από τα γενικά συμπεράσματα.
  2. Οι πιο πρόσφατες εκλογές, τη στιγμή που συντάσσεται το παρόν κείμενο, ήταν αυτές στην Αυστρία (30.09.2024). Νικητής ήταν το ακροδεξιό Κόμμα Ελευθερίας (FPÖ) με 28,8% και αύξηση 12,6 ποσοστιαίων μονάδων από τις προηγούμενες εκλογές (2019). Το παραδοσιακό δεξιό «Λαϊκό Κόμμα», ÖVP, έχασε 11,1 ποσ. μονάδες και πήρε 26,3%, οι Σοσιαλδημοκράτες, SPÖ, πήραν 21,1%, οριακά χαμηλότερα από το 2019, και οι Πράσινοι, πλήρωσαν την παρουσία τους στην προηγούμενη κυβέρνηση, χάνοντας 5,6 π.μ. και πήραν 8,3%.
  3. Τις εβδομάδες πριν από τις αυστριακές εκλογές είχαμε εκλογές σε τρία ομόσπονδα κρατίδια της Γερμανίας. Στο Βρανδεμβούργο (22.09.2024) το ακροδεξιό AfD ήρθε δεύτερο με 29,2% (άνοδος κατά 5,7 ποσ. μονάδες σε σχέση με τις εκλογές του 2019), μόνο οριακά πίσω από το Σοσιαλδημοκρατικό SPD που τερμάτισε πρώτο με 30,9%. Η Συμμαχία Sahra Wagenknecht (BSW, ένα «περίεργο» αντιμεταναστευτικό, συντηρητικό, «αριστερό» κόμμα – δείτε αργότερα περισσότερα) έκανε το ντεμπούτο της με 13,5%. Οι Πράσινοι κατέρρευσαν και έμειναν κάτω από το εκλογικό όριο του 5%, χάνοντας όλες τις έδρες τους. Η Αριστερά (DieLinke) κατέρρευσε στο 3% (χάνοντας επίσης το όριο του 5%), από 10,7% το 2019. Ένα παρόμοιο μοτίβο επαναλήφθηκε στη Σαξονία και τη Θουριγγία την 1η Σεπτέμβρη. Στη Σαξονία το AfD πήρε 30,6%, οριακά πίσω από τους Χριστιανοδημοκράτες (CDU) που έλαβαν 31,9% και το BSW έκανε το ντεμπούτο του στο 11,8%. Στη Θουριγγία το AfD ήρθε πρώτο με 32,8% πολύ πάνω από το δεύτερο, το CDU, που έλαβε 23,6%, το BSW έλαβε 15,8%, ενώ το DieLinke (που ηγείτο της κυβέρνησης του κρατιδίου μαζί με το SPD και τους Πράσινους) κατέρρευσε στο 13% από 31%.
  1. Το μοτίβο είναι παρόμοιο σε όλη την Ευρώπη: τα παραδοσιακά αστικά κόμματα, Συντηρητικά (Χριστιανοδημοκρατικά) και Σοσιαλδημοκρατικά, χάνουν έδαφος. Νικητής είναι η Ακροδεξιά, ενώ τα κόμματα της Αριστεράς αδυνατούν να δώσουν οποιαδήποτε προοπτική και αντιμετωπίζουν ήττες και, συχνά, περιθωριοποίηση και κρίση.
  2. Τον Νοέμβριο του 2023 στην Ολλανδία, το ακροδεξιό Κόμμα της Ελευθερίας (PVV) του Geert Wilders κέρδισε τις βουλευτικές εκλογές. Στην Ιταλία, η Τζόρτζια Μελόνι εξελέγη πρωθυπουργός μετά τις γενικές εκλογές που διεξήχθησαν στις 25 Σεπτεμβρίου 2022. Στην Ουγγαρία ο Βίκτορ Όρμπαν βρίσκεται συνεχώς στην εξουσία, από την επανεκλογή του το 2010, έχοντας κερδίσει πολλές συνεχόμενες θητείες, συμπεριλαμβανομένης της πιο πρόσφατης επανεκλογής του τον Απρίλιο του 2022.
  3. Στη Γαλλία, η Μαρίν Λεπέν αυξάνει σταθερά την απήχησή της την τελευταία δεκαετία: Στις προεδρικές εκλογές του 2012 (η πρώτη της υποψηφιότητα για την προεδρία) τερμάτισε τρίτη στον πρώτο γύρο με 17,9% των ψήφων. Στις προεδρικές εκλογές του 2017 έφτασε στον δεύτερο γύρο αλλά έχασε από τον Εμανουέλ Μακρόν με 33,9% των ψήφων, έναντι 66,1% του Μακρόν. Στις προεδρικές εκλογές του 2022 (Απρίλιος) έφτασε στον δεύτερο γύρο αλλά έχασε και πάλι από τον Μακρόν, λαμβάνοντας 41,5% των ψήφων, με τον Μακρόν να κερδίζει με 58,5%. Στην Πολωνία το κυβερνών κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη (PiS) βρίσκεται στην κυβέρνηση από το 2015.
  4. Παρόμοιες διεργασίες υπάρχουν και στη Σκανδιναβία. Στη Φινλανδία, από το 2023, το Κόμμα των Φινλανδών (πρώην Αληθινοί Φινλανδοί) συμμετέχει σε κυβέρνηση συνασπισμού. Στη Σουηδία οι Σουηδοί Δημοκράτες (Sverigedemokraterna, SD) έγιναν το δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα στις γενικές εκλογές του 2022, εξασφαλίζοντας 20,5%. Στη Νορβηγία, το Κόμμα της Προόδου (Fremskrittspartiet, FrP) έλαβε 11,7% στις βουλευτικές εκλογές του 2021. Η Πολωνία κυβερνάται επίσης, τα περισσότερα από τα τελευταία 20 χρόνια από το Κόμμα Νόμου και Δικαιοσύνης (PiS) και στο Βέλγιο, τα δύο Ακροδεξιά κόμματα, η «Νέα Φλαμανδική Συμμαχία» και το «Vlaams Belang» (Φλαμανδικό Συμφέρον) έλαβαν περίπου το 28% των ψήφων στη χώρα και το 50% των ψήφων στη Φλάνδρα.
  5. Η πραγματικότητα της Νότιας Ευρώπης δείχνει με πολύ σαφή τρόπο την σχέση μεταξύ της κρίσης της Αριστεράς και της ανόδου της Ακροδεξιάς. Ένα παράδειγμα αποτελεί η Ιταλία: η δεύτερη κυβέρνηση Πρόντι σηματοδότησε, αφενός, την οριστική μετατόπιση του «προοδευτικού» (λεγόμενου) πόλου σε ένα φιλελεύθερο πλαίσιο και, αφετέρου, τον αποκλεισμό των αριστερών δυνάμεων από την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση και τη διάλυση του της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης. Αυτό δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την άνοδο ενός διφορούμενου φορέα, του Κινήματος των Πέντε Αστέρων, το οποίο, μέχρι το τέλος της επόμενης δεκαετίας, βοήθησε στην εδραίωση της αντιδραστικής στροφής στη χώρα με την υποστήριξη του στην κυβέρνησης της Λέγκας. Στις υπόλοιπες χώρες της νότιας Ευρώπης βλέπουμε παρόμοιες, αν και όχι πανομοιότυπες, διεργασίες. Η άνοδος της Ακροδεξιάς λαμβάνει χώρα στο δεύτερο μέρος της δεκαετίας του 2010, δηλαδή αφού οι μάζες στράφηκαν πρώτα προς τα κόμματα της Νέας Αριστεράς (στην Κύπρο εξέλεξαν το παραδοσιακό αριστερό κόμμα, το ΑΚΕΛ, στην εξουσία για πρώτη φορά στην ιστορία του) μετά την κρίση του 2007-8-9, για να απογοητευτούν στη συνέχεια. Η Ακροδεξιά, εκμεταλλευόμενη τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα καθώς και την κρίση της Αριστεράς, γνώρισε πολύ γρήγορη ανάπτυξη. Στην Ελλάδα, τα Ακροδεξιά κόμματα στις ευρωεκλογές του 2024 έλαβαν αθροιστικά το πρωτοφανές 21% των ψήφων – σε συνδυασμό με ένα εξίσου πρωτοφανές ποσοστό αποχής σχεδόν 60%. Στην Πορτογαλία η ακροδεξιά Chega έλαβε 1,3% το 2019, 7,2% (12 έδρες) το 2022 και 18,1% (50 έδρες) στις εκλογές του 2024. Στην Κύπρο, το ΕΛΑΜ, αδελφή οργάνωση της ελληνικής Χρυσής Αυγής, με σαφή νεοφασιστικά στοιχεία στο πρόγραμμα και τις δράσεις του, έλαβε μόλις 0,2% στις ευρωεκλογές του 2009, 2,7% το 2014, 8,3% το 2019 και 11,2% το 2024, αποτελώντας την τρίτη μεγαλύτερη πολιτική δύναμη στο νησί. Στην Ισπανία, το VOX, που ξεκίνησε τη δημόσια δράση του το 2014, κέρδισε 10,3% (24 βουλευτές) στις βουλευτικές εκλογές του Απριλίου 2019 και 15,1% (52 έδρες) στις εκλογές του Νοεμβρίου του ίδιου έτους. Στις βουλευτικές εκλογές του 2023 έχασε λίγο έδαφος, αλλά έλαβε 12,4% των ψήφων και παρέμεινε τρίτη δύναμη.
  6. Αυτό που πρέπει να επαναληφθεί και εδώ, καθώς έχει ήδη τονιστεί σε προηγούμενο υλικό του ISp, είναι ότι τα Ακροδεξιά κόμματα δεν είναι φασιστικά κόμματα. Η θεμελιώδης διαχωριστική γραμμή είναι ότι ο φασισμός καταστρέφει τις οργανώσεις της εργατικής τάξης και τα βασικά δημοκρατικά δικαιώματα που προβλέπονται σε ένα κοινοβουλευτικό σύστημα. Τα ακροδεξιά κόμματα της σημερινής εποχής δεν μπορούν να το κάνουν αυτό, ο συσχετισμός δυνάμεων δεν τους το επιτρέπει. Ωστόσο, η ζημιά που μπορούν να προκαλέσουν, με την καταστολή των δημοκρατικών, συνδικαλιστικών, γυναικείων, ΛΟΑΤΚΙ δικαιωμάτων, δεν πρέπει καθόλου να υποτιμάται. Παρόλα αυτά, υπάρχει χρόνος για την εργατική τάξη να ανασυντάξει τις δυνάμεις της και να αντεπιτεθεί.

Το τρίτο μέρος θα δημοσιευτεί την Δευτέρα 5 Μάη


[1] Αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που το σύστημα Σέγκεν δέχτηκε χτυπήματα. Στην «προσφυγική κρίση» του 2015 και στην πανδημία του Covid, πολλές χώρες εισήγαγαν συνοριακούς ελέγχους και τους κράτησαν για χρόνια. Είναι ξεκάθαρο ότι ακόμα και σε αυτό το επίπεδο, δεν υπάρχουν δικλείδες ασφαλείας όταν αγνοούνται οι κανόνες, ούτε νομικές οδοί για να αμφισβητηθούν αυτές οι παραβιάσεις.
[2] Τελικά, οΤζεορτζέσκου αποκλείστηκε από τις εκλογές «λόγω παραβίασης του Συντάγματος» και βρίσκεται υπό δικαστικό έλεγχο. Σύμφωνα με τις αρχές της Ρουμανίας, βρέθηκαν στοιχεία ότι παρέβη την προεκλογική νομοθεσία και ότι συνδεόταν με ένοπλες ομάδες που προετοιμαζόταν να αποσταθεροποιήσουν τον κρατικό μηχανισμό υπέρ του.

Ακολουθήστε το «Ξ» στο Google News για να ενημερώνεστε για τα τελευταία άρθρα μας.

Μπορείτε επίσης να βρείτε αναρτήσεις, φωτογραφίες, γραφικά, βίντεο και ηχητικά μας σε facebook, twitter, instagram, youtube, spotify.

Ενισχύστε οικονομικά το xekinima.org

διαβάστε επίσης:

7,273ΥποστηρικτέςΚάντε Like
990ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
1,118ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
437ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής

Επίκαιρες θεματικές

Πρόσφατα άρθρα