Το φονικότερο τσουνάμι στην ανθρώπινη ιστορία συνέβη σαν σήμερα, στις 26 Δεκεμβρίου του 2004. Μέσα σε λίγες ώρες υπολογίζεται ότι σκοτώθηκαν 230.000 άνθρωποι σε δεκατέσσερις χώρες. Πέρα από τις χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας που βρέθηκαν στο επίκεντρο της καταστροφής, το κύμα έφτασε μέχρι τις Μαλδίβες, τις Σεϋχέλες και τις ακτές της Αφρικής, χτυπώντας την Τανζανία, τη Σομαλία κ.α.
Η καταστροφή
Το πρωί της 26ης Δεκέμβρη του 2004 εκδηλώθηκε σεισμός μεγέθους 9,1 βαθμών της κλίμακας ρίχτερ με επίκεντρο τη θαλάσσια περιοχή δυτικά του βόρειου τμήματος του νησιού της Σουμάτρα. Το είδος του σεισμού σε συνδυασμό με την έντασή του, δημιούργησε ένα γιγάντιο τσουνάμι που χτύπησε πρώτα –μέσα σε λίγα λεπτά– την Ινδονησία και στη συνέχεια την Ταϊλάνδη, τη Μιανμάρ, ενώ περίπου δύο ώρες μετά το σεισμό έφτασε στη Σρι Λάνκα και την Ινδία, για να καταλήξει τελικά να χτυπήσει της ακτές της Αυστραλίας στα νοτιοανατολικά και της Αφρικής στα δυτικά.
Ο σεισμός που προηγήθηκε του τσουνάμι ήταν ανάμεσα στους τρεις μεγαλύτερους στον κόσμο από το 1.900 και έπειτα. Υπολογίζεται ότι θα χρειάζονταν 23.000 ατομικές βόμβες σαν αυτή που ισοπέδωσε τη Χιροσίμα για να απελευθερωθεί αντίστοιχη ενέργεια με αυτή που απελευθέρωσε ο συγκεκριμένος σεισμός. Όσο για το τσουνάμι, έφτασε σε ύψος τα είκοσι μέτρα, όσο δηλαδή μια εξαόροφη πολυκατοικία, σαρώνοντας σπίτια και καλλιέργειες, σβήνοντας από το χάρτη χωριά και μικρές πόλεις. Πέρα από τους 230.000 νεκρούς, εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τα σπίτια τους, ενώ υπολογίζεται ότι 1,7 εκατομμύρια άλλοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις περιοχές τους μετά την καταστροφή.
Οι περισσότεροι από τους νεκρούς ήταν ντόπιοι κάτοικοι των περιοχών που χτυπήθηκαν από το κύμα, αλλά ανάμεσα στα θύματα υπήρχε και μεγάλος αριθμός τουριστών. Ήταν εξάλλου μια μέρα μετά τα Χριστούγεννα και οι εξωτικές παραλίες χωρών όπως η Ταϊλάνδη, η Ινδονησία και η Σρι Λάνκα αποτελούν αγαπημένους τουριστικούς προορισμούς για τα σχετικά ευκατάστατα στρώματα της Ευρώπης και των ΗΠΑ. Έτσι, συνολικά 38 χώρες του κόσμου είχαν θύματα από το φονικό τσουνάμι.
Παγκόσμια εκστρατεία αλληλεγγύης
Ολόκληρος ο κόσμος, συγκλονισμένος από την καταστροφή, τις ανθρώπινες απώλειες και τη διάλυση των βασικών υποδομών διαβίωσης εκατομμυρίων ανθρώπων, έσπευσε να βοηθήσει. Τουρίστες που βρέθηκαν στον τόπο της καταστροφής και διασώθηκαν ή βοηθήθηκαν από ντόπιους, αφού επέστρεψαν στις χώρες τους και συνήλθαν, αφιέρωσαν πολύ χρόνο και ενέργεια στη συγκέντρωση πόρων για την ανακούφιση των θυμάτων, ή γύρισαν και οι ίδιοι πίσω για να βοηθήσουν. Πέρα όμως από τον απλό κόσμο που έδειξε την ειλικρινή αλληλεγγύη του στους κατοίκους των περιοχών που πλήγηκαν από την καταστροφή, ένα μεγάλο μέρος της βοήθειας που συγκεντρώθηκε προερχόταν από δωρεές ισχυρών κυβερνήσεων, που σε τέτοιες περιπτώσεις σπεύδουν να επενδύσουν στον «ανθρωπισμό» για λόγους δημόσιας εικόνας. Όσο για τις ντόπιες κυβερνήσεις και τους διεθνείς φιλανθρωπικούς οργανισμούς που συμμετείχαν στην κατανομή αυτής της βοήθειας, υπάρχουν τουλάχιστον ερωτηματικά για το ρόλο που έπαιξαν.
Που πήγε η βοήθεια;
Υπολογίζεται ότι το συνολικό ποσό που προκύπτει αν προστεθούν οι υποσχέσεις για ανθρωπιστική βοήθεια από κυβερνήσεις, φιλανθρωπικές οργανώσεις και ατομικές δωρεές ανέρχεται στα 6,25 δις δολάρια, ένα ποσό που θεωρήθηκε η μεγαλύτερη και αμεσότερη ανταπόκριση σε ανθρωπιστική καταστροφή στην ιστορία. Ένα μέρος των υποσχέσεων όμως δε δόθηκε ποτέ. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ΗΠΑ υποσχέθηκαν βοήθεια ύψους περίπου 270 εκ. δολαρίων στην Ινδονησία και τελικά έδωσαν λιγότερα από 48 εκατομμύρια. Πολύ μικρότερα ποσά έφτασαν στη Σρι Λάνκα (λιγότερο από ένα εκατομμύριο δολάρια έδωσαν χώρες όπως η Ισπανία, η Γαλλία και η Κίνα, παρότι κάθε μια από αυτές είχε δεσμευτεί για πολλαπλάσια ποσά).
Όσο για τη βοήθεια που τελικά έφτασε στις πληγείσες περιοχές, διανεμήθηκε σε κάποιες από τις μεγαλύτερες φιλανθρωπικές Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις του κόσμου, κατά βάση αυτές που είχαν τις πιο εξελιγμένες δομές διαχείρισης μεγάλων ποσών. Στην περίπτωση της διαχείρισης της ανθρωπιστικής κρίσης στην επαρχία Άτσε της Ινδονησίας, που σχεδόν ισοπεδώθηκε από το τσουνάμι, ο Ερυθρός Σταυρός κατηγόρησε τον ΟΗΕ ότι δεν κατάφερε να συντονίσει τις προσπάθειες κατανομής της βοήθειας και ανοικοδόμησης της περιοχής, ενώ αξιωματούχος του ΟΗΕ απάντησε σε συνέντευξη στην εφημερίδα «New York Times» πως τα μεγάλα ποσά που δόθηκαν στις ΜΚΟ «δημιούργησαν καταστάσεις ανταγωνισμού, που πολλές φορές δεν επιτρέπουν να κάνουμε το καλύτερο δυνατό». Δύσκολα θα μπορούσε να φανταστεί κανείς πιο καθαρή παραδοχή κακοδιαχείρισης, για να μην πούμε διαφθοράς.
Παιδιά θύματα: πρώτα το τσουνάμι, μετά το trafficking
Η τραγωδία για τα αμέτρητα παιδιά που έμειναν ορφανά, ή που οι οικογένειές τους έχασαν τα μέσα διαβίωσής τους εξαιτίας της καταστροφής, συνεχίστηκε και μετά το τσουνάμι: έγιναν τα πιο εύκολα θύματα του ανθρώπινου εμπορίου.
Σύμφωνα με έκθεση της Unicef η σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκων που ανθούσε σε πολλές από τις χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας και πριν το τσουνάμι, επιδεινώθηκε δραματικά μετά την καταστροφή.
Μόνο στην Ινδονησία, τη χώρα με το μεγαλύτερο αριθμό θυμάτων, υπολογίζεται ότι 150.000 παιδιά έχασαν τους γονείς τους, άρα και την προστασία που τους παρείχαν. Από αυτά, τα 20.000 περίπου έχασαν και όλα τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς τους. Οι χρονοβόρες, περιοριστικές διαδικασίες υιοθεσίας, οδήγησαν σε παράνομες «υιοθεσίες» παιδιών από κυκλώματα διακινητών. Ενδεικτικό της κατάστασης είναι ότι το πρώτο διάστημα μετά την καταστροφή, η κυβέρνηση της Ινδονησίας τοποθέτησε ένοπλους φρουρούς στους καταυλισμούς των πληγέντων για την προστασία των παιδιών από απαγωγείς.
Νοτιοανατολική Ασία: ο παράδεισος της ανισότητας
Παρά το γεγονός ότι το φονικό τσουνάμι επιδείνωσε δραματικά τις συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων πολλών χωρών της νοτιοανατολικής Ασίας που ακόμη δεν έχουν συνέλθει πλήρως από την καταστροφή, αυτές οι συνθήκες δεν ήταν ποτέ ρόδινες. Χώρες όπως η Ινδία, η Σρι Λάνκα, η Μιανμάρ, η Ταϊλάνδη, η Ινδονησία, έχουν υποφέρει από την αποικιοκρατία, τη φτώχεια και την ανισότητα, ενώ τις τελευταίες δεκαετίες οι κάτοικοί τους απειλούνται από τις επιθέσεις του ΔΝΤ και του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος, αλλά και την κλιματική αλλαγή και τα ακραία καιρικά φαινόμενα που την ακολουθούν.
Αν στα παραπάνω προσθέσουμε τα αυταρχικά καθεστώτα που κυβερνούν τις περισσότερες χώρες της περιοχής, παίρνουμε μια αρκετά καθαρή εικόνα της ηπείρου των ακραίων ανισοτήτων: από τη μια τα θαύματα της σύγχρονης τεχνολογίας και οι υπερπλούσιοι, κι από την άλλη η πείνα, η παιδική εκμετάλλευση και η βαρβαρότητα. Παράλληλα όμως, πρόκειται για μια περιοχή με ισχυρές παραδόσεις μεγάλων εθνικών και κοινωνικών αγώνων, τόσο απέναντι στους δυτικούς αποικιοκράτες, όσο και στον ντόπιο αυταρχισμό και εκμετάλλευση. Κι όσο η καταπίεση και η ανισότητα «χτυπάνε κόκκινο», το μόνο σίγουρο είναι ότι θα προετοιμάζουν κοινωνικές εκρήξεις.