21 Αυγούστου 1940: η δολοφονία του Λέoν Τρότσκι

Στις 21 Αυγούστου του 1940 ο Λέoν Τρότσκι δολοφονήθηκε από τον πράκτορα του Στάλιν, Ραμόν Μερκαντέρ. Με αφορμή αυτή την επέτειο αναδημοσιεύουμε κείμενο του σ. Παναγιώτη Βογιατζή για τη ζωή και το έργο του Τρότσκι, που εκδόθηκε το 2000, με τη συμπλήρωση 60 χρόνων από τη δολοφονία του.

H προετοιμασία για τον Οκτώβρη

Το Ρωσικό προλεταριάτο δε σχηματίστηκε σιγά σιγά, μέσα σε αιώνες, όπως στην Αγγλία ή τη Γαλλία, μα προχωρώντας με πηδήματα, μέσα από απότομες αλλαγές καταστάσεων, και συγκρούσεις με κάθε τι το χτεσινό. Έτσι οι Ρώσοι εργάτες έγιναν ευαίσθητοι στα πιο τολμηρά πορίσματα της επαναστατικής σκέψης, μ’ ένα ανάλογο τρόπο που η καθυστερημένη ρωσική βιομηχανία ήταν σε θέση να απορροφήσει την τελευταία λέξη της καπιταλιστικής τεχνολογίας και οργάνωσης από τις ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης.

Αυτό εξηγεί γιατί η Ρωσία μέσα σε λιγότερο από ένα τέταρτο του αιώνα έδωσε στον κόσμο τρεις επαναστάσεις και δυο απ’ τις μεγαλύτερες επαναστατικές φυσιογνωμίες όλων των εποχών: τον Β. Λένιν και τον Λ. Τρότσκι.

Ο Λεβ Νταβίντοβιτς Μπρόνστάϊν (το πραγματικό όνομα του Λ. Τρότσκι), γεννήθηκε στην νότια Ουκρανία στα 1879, από σχετικά εύπορους αγρότες γονείς. Από τα πρώτα φοιτητικά του χρόνια πέρασε στο επαναστατικό κίνημα που φούντωνε εκείνη την περίοδο σ’ ολόκληρη τη Ρωσία και ήταν από τους ιδρυτές της «Ένωσης Εργατών της Νότιας Ρωσίας», που διοργάνωσε αρκετές απεργίες και διαδηλώσεις στην περιοχή. Γι’ αυτή του τη δράση συνελήφθηκε και πέρασε 4 χρόνια στη φυλακή και στην εξορία, απ’ όπου δραπέτευσε το 1902 και διέφυγε στο εξωτερικό. Την ίδια χρονιά πρωτοσυναντήθηκε με το Λένιν και εντάχθηκε στην ομάδα της «Ίσκρα» (Σπίθα), την εφημερίδα του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος (ΣΔΚΡ). Το ΣΔΚΡ ένωνε στις γραμμές του όλους τους επαναστάτες της εποχής και μιλούσε (όπως όλα τα Σοσιαλδημοκρατικά κόμματα τότε), στο όνομα του Μαρξισμού και της σοσιαλιστικής επανάστασης. Με την στήριξη του Λένιν, ο ΛΤ έγινε μέλος της συντακτικής ομάδας της «Ίσκρα».

Το σχίσμα

Το γρήγορο πλησίασμα της επανάστασης – που ξέσπασε στα 1905 – και τα καινούρια καθήκοντα που έμπαιναν στην ημερήσια διάταξη για το προλεταριάτο δημιούργησαν τριγμούς μέσα στους κόλπους του ΣΔΚΡ. Δύο τάσεις σχηματίστηκαν, που πήραν οργανωτική μορφή στο 2ο συνέδριο του κόμματος, το 1903, όπου και έγινε η διάσπαση ανάμεσα στους Μπολσεβίκους του Λένιν και τους Μενσεβίκους, των Πλεχάνωφ και Μαρτώφ. Πολιτικά, οι Μπολσεβίκοι πίστευαν στην ανεξάρτητη κίνηση της εργατικής τάξης, ενώ οι Μενσεβίκοι, θεωρώντας την επερχόμενη επανάσταση ως αστική, ζητούσαν μια στενή σχέση και συμμαχίες με τους φιλελεύθερους αστούς. Αυτή η διαφορά είχε την αντανάκλασή της και στον οργανωτικό τομέα: Ο Λένιν έβλεπε το κόμμα σαν το εργαλείο για την επανάσταση: έπρεπε να οργανωθεί με πειθαρχία και συγκεντρωτισμό, έτοιμο να δουλέψει στην παρανομία, για όσο καιρό ήταν αυτό απαραίτητο. Αντίθετα, οι Μενσεβίκοι προσανατολίζονταν προς μια πιο χαλαρή κατάσταση, προετοιμάζοντας τους εαυτούς τους για μια «αριστερή» αντιπολίτευση, μέσα σ’ ένα αστικό κοινοβούλιο.

Παρ’ ότι ο ΛΤ πολιτικά ταυτιζόταν πλήρως με τους Μπολσεβίκους, και μάλιστα, όπως θα δούμε πιο κάτω, τραβούσε ακόμη πιο πέρα την ανάλυσή τους, δεν μπορούσε να δεχτεί ότι το κόμμα έπρεπε να οδηγηθεί στην διάσπαση, εξαιτίας μιας «οργανωτικής» διαφοράς. Συγκρούστηκε μάλιστα με το Λένιν, τον οποίο θεώρησε υπεύθυνο για τη διάσπαση. Πίστευε πως η ενότητα ανάμεσα στα δύο ρεύματα ήταν δυνατή και ξεκίνησε μια συστηματική προσπάθεια για την επανασυγκόλληση Μπολσεβίκων και Μενσεβίκων. Πολλά χρόνια αργότερα, ο Λένιν θα πει: «ο Τρότσκι κατάλαβε ότι η ένωση με τους μενσεβίκους είναι αδύνατη. Από τότε δεν υπάρχει καλύτερος μπολσεβίκος απ’ αυτόν».

Αν και ο ΛΤ τάχθηκε με τους μενσεβίκους στο συνέδριο, γρήγορα φάνηκε πως οι πολιτικές τους διαφορές ήταν τεράστιες. Λίγους μήνες μόνο μετά, αποχώρησε και τυπικά από τις γραμμές τους, διατηρώντας μια ανεξάρτητη θέση. Ήδη είχε αρχίσει να σχηματίζεται στο μυαλό του, στις βασικές της γραμμές, η θεωρία της Διαρκούς Επανάστασης. Το φθινόπωρο του 1904 έγραφε: «η μόνη διέξοδος είναι μια γενική απεργία, και στη συνέχεια η προλεταριακή εξέγερση, που θα τεθεί επί κεφαλής των λαϊκών μαζών, εναντίον του φιλελευθερισμού».

1905

Από τα τέλη του 1903, ολόκληρη η Ρωσία βρισκόταν σε αναβρασμό. Απεργίες, αγροτικές εξεγέρσεις και αναταραχή στα πανεπιστήμια ήταν στην ημερήσια διάταξη. Ο ρωσοϊαπωνικός πόλεμος ανέστειλε προσωρινά το κίνημα, όμως η γρήγορη ήττα της Ρωσίας του έδωσε νέα ώθηση.

Στις 9 του Γενάρη του 1905, μια ειρηνική διαδήλωση εργατών προς τα χειμερινά ανάκτορα χτυπιέται άγρια από την αστυνομία. Η «ματωμένη Κυριακή» έδωσε το σύνθημα για τη γενίκευση της πάλης. Ο ΛΤ, μαζί με πολλούς άλλους εξόριστους, γυρίζει παράνομα στην Ρωσία. Για μερικούς μήνες, γράφει άρθρα και παρακολουθεί στενά την πολιτική κατάσταση. Εκείνη την περίοδο αποκρυσταλλώνεται η θεωρία της «Διαρκούς Επανάστασης»: «Η Ρωσία» έγραφε ο Τρότσκι, «βρίσκεται μπροστά σε μια αστικοδημοκρατική επανάσταση (δηλ. μια επανάσταση με στόχο την ανατροπή του φεουδαρχισμού και της Τσαρικής ολιγαρχίας). Στη βάση της, υπάρχει το αγροτικό πρόβλημα. Η τάξη ή το κόμμα που θα τραβήξουν μαζί τους τους χωρικούς, θα κατακτήσουν την εξουσία. Ούτε οι αστοί, ούτε οι δημοκράτες διανοούμενοι μπορούν να το πετύχουν: η ιστορική τους εποχή έχει λήξει. Το επαναστατικό προσκήνιο κατέχεται κιόλας από το προλεταριάτο. Αυτό ανοίγει στην σοσιαλδημοκρατία την προοπτική της κατάκτησης της εξουσίας στη Ρωσία, πριν απ’ τις δυτικές χώρες. Έτσι, το άμεσο καθήκον της σοσιαλδημοκρατίας είναι η αποπεράτωση της αστικοδημοκρατικής επανάστασης. Το κόμμα όμως του προλεταριάτου δεν είναι δυνατόν να αυτοπεριοριστεί σ’ ένα δημοκρατικό μόνο πρόγραμμα. Όταν θα κατακτήσει την εξουσία, θα αναγκαστεί να μπει στο δρόμο της εφαρμογής σοσιαλιστικών μέτρων. Το πόσο θα προχωρήσει σ’ αυτή την κατεύθυνση, θα εξαρτηθεί, όχι μόνο απ’ το συσχετισμό των δυνάμεων στη Ρωσία, αλλά κι απ΄ όλη τη διεθνή κατάσταση…»

Στα μέσα του Οκτώβρη, ξέσπασε η πρώτη σ’ ολόκληρο τον κόσμο Γενική Απεργία, με κυρίως πολιτικά αιτήματα, δικαιώνοντας πλήρως τις προβλέψεις του ΛΤ, και δημιουργήθηκαν τα πρώτα Σοβιέτ, αντιπροσωπευτικά επαναστατικά όργανα των εργατών. Τα Σοβιέτ αποτέλεσαν την πρώτη εμβρυακή μορφή εργατικής εξουσίας και αποτέλεσαν τη μεγαλύτερη κληρονομιά που άφησε πίσω της η επανάσταση του 1905. Πράγματι, κατά τη δεύτερη ρωσική επανάσταση, το Φλεβάρη του 1917, τα Σοβιέτ ξεπήδησαν μ’ έναν απόλυτα φυσικό τρόπο, σαν η συνέχεια του 1905, δείχνοντας τη θέληση των Ρώσων εργατών κι αγροτών να τελειώσουν εκείνο που είχαν αρχίσει 12 χρόνια πριν.

Ο ΛΤ συμμετέχει ενεργά στη ζωή του Σοβιέτ της Πετρούπολης, γράφει όλες σχεδόν τις αποφάσεις και τις διακηρύξεις του, και σύντομα εκλέγεται πρόεδρός του. Όταν κάποιος ανέφερε, παρουσία του Λένιν, ότι ο ΛΤ είχε εξελιχθεί στον πιο ισχυρό άνθρωπο μέσα στο Σοβιέτ, εκείνος απάντησε: «Γιατί όχι; Ο Τρότσκι κατέκτησε αυτή τη θέση με τη λαμπρή κι αδιάκοπη δουλειά του».

Ταυτόχρονα, ο ΛΤ εκδίδει την εφημερίδα «Ρούσκαγια Γκαζέττα» και όταν αυτή κλείνει με απόφαση της τσαρικής αστυνομίας, συνεργάζεται με τους μενσεβίκους στην έκδοση του «Νατσαλό» (Ξεκίνημα), που γρήγορα μετατρέπεται στην πιο δημοφιλή εφημερίδα της επανάστασης. Πρέπει να πούμε ότι στην διάρκεια της Επανάστασης οι διαφορές ανάμεσα στις δυο φράξιες είχαν αμβλυνθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό και συνεργάζονταν στενά σχεδόν σε όλα τα ζητήματα. Η έκδοση χαιρετίστηκε από την εφημερίδα των Μπολσεβίκων: «Το πρώτο φύλλο του Νατσαλό κυκλοφόρησε. Συγχαρητήρια στον αγωνιστή σύντροφό μας. Αφήνει εξαιρετική εντύπωση, στο πρώτο αυτό φύλλο, η έξοχη περιγραφή της απεργίας του Νοέμβρη, από το σύντροφο Τρότσκι».

Η ζωή της πρώτης αυτής επανάστασης αποδείχτηκε πολύ σύντομη. Παρ’ ότι είχε επικρατήσει στην πρωτεύουσα, δεν κατάφερε να πάρει ολοκληρωτικά με το μέρος της τη μεγάλη πλειοψηφία των αγροτών και του στρατού. Πολλά συμπεράσματα ακόμη έπρεπε να βγουν, μέχρι την τελική νίκη. Το Σοβιέτ της Πετρούπολης, μετά από ζωή 52 ημερών περικυκλώθηκε από στρατό και αναγκάστηκε να παραδοθεί. Ο Τρότσκι περιγράφει την σκηνή της παράδοσης: «…στην αίθουσα των συνεδριάσεων, οι εργάτες άρχισαν να αχρηστεύουν τα όπλα τους, για να μην πέσουν στα χέρια του εχθρού. Με εξασκημένο χέρι, έσπαγαν τα μάουζερ πάνω στα μπράουνινγκ και τα μπράουνινγκ πάνω στα μάουζερ. Στους τριγμούς και τους κρότους των μετάλλων που συντρίβονταν, άκουγες μαζί και το τρίξιμο των δοντιών του προλεταριάτου, που για πρώτη φορά καταλάβαινε πως χρειαζόταν κάτι άλλο, μια δύναμη ισχυρότερη και πιο αδυσώπητη, για να μπορέσεις να αντιμετωπίσεις και να τσακίσεις τον εχθρό».

Ο ΛΤ βγήκε από τα γεγονότα του 1905 με τεράστια δημοτικότητα, στην οποία συντέλεσε και η απολογία του στη δίκη που ακολούθησε και που τη μετέτρεψε σ’ ένα δριμύ κατηγορώ εναντίον του τσαρισμού.

Τα χρόνια της αντίδρασης

Η ήττα της επανάστασης είχε πολύ σημαντικές επιπτώσεις στη συνείδηση των εργατών στη Ρωσία. Μια περίοδος αντίδρασης ανέτειλε. Οι απεργίες σχεδόν εξαφανίστηκαν, ενώ ακόμη και παλιοί Μπολσεβίκοι στράφηκαν προς τα δεξιά, καταλήγοντας ακόμη και στη θρησκεία. Οι δε Μενσεβίκοι, μετανιωμένοι για τις «τρέλες» τους, του 1905, εγκατέλειψαν οριστικά την ιδέα της επανάστασης.

Προς τα τέλη της πρώτης δεκαετίας του αιώνα, μια οικονομική κρίση που έπληξε τη Δύση, έδωσε σε πολλούς νέες ελπίδες, ότι θα σηματοδοτούσε την ανάταση του επαναστατικού κινήματος. Ο ΛΤ αντιτάχτηκε σ’ αυτές τις ελπίδες, εξηγώντας πως «ύστερα από μια μεγάλη ήττα, η οικονομική κρίση επιδρά κατασταλτικά πάνω στην εργατική τάξη. Χρειάζεται μια καινούρια δραστηριότητα στην βιομηχανική ζωή για να συσφίξει τους δεσμούς του το προλεταριάτο, να ξαναποκτήσει την αυτοπεποίθησή του και να γίνει ικανό να συνεχίσει τον αγώνα». Οι θέσεις αυτές επιβεβαιώθηκαν πολλές φορές από τότε, εκθέτοντας διάφορους «τροτσκιστές», που έβλεπαν – και βλέπουν – την οικονομική κρίση σαν πανάκεια που δημιουργεί αυτόματα επαναστατικές προϋποθέσεις.

Ο ΛΤ, που ζούσε, μετά τη νέα δραπέτευσή του απ’ τη Ρωσία, εξόριστος στην Ευρώπη, έβγαζε στη Βιέννη όπου έμενε, την εφημερίδα «Πράβντα» (Αλήθεια), η οποία διοχετευόταν παράνομα στο εσωτερικό της Ρωσίας. Σ’ όλη αυτή την περίοδο δεν έχασε τις ελπίδες του για μια επανασυγκόλληση των δύο φραξιών του ΣΔΚΡ. Πίστευε ότι η καινούρια επανάσταση θα ξανανάγκαζε τους μενσεβίκους να ακολουθήσουν επαναστατική πολιτική, όπως είχε γίνει και το 1905. Ωστόσο οι καιροί είχαν αλλάξει οριστικά. Σ’ ολόκληρη την Ευρώπη, η σοσιαλδημοκρατία κινιόταν με γοργούς ρυθμούς προς τα δεξιά. Το ξέσπασμα του πρώτου παγκόσμιου πολέμου επιτάχυνε κι ολοκλήρωσε αυτή τη διαδικασία.

Ο πόλεμος

Στις 4 Αυγούστου 1914, οι Γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες ψήφισαν στη Βουλή υπέρ των πολεμικών πιστώσεων. Δέχτηκαν δηλαδή να βοηθήσουν έμπρακτα τη γερμανική αστική τάξη να επιβάλλει τα συμφέροντά της στους ανταγωνιστές της των υπόλοιπων καπιταλιστικών κρατών. Τους ακολούθησαν οι συνάδελφοί τους της υπόλοιπης Ευρώπης.

Επρόκειτο για μια ιστορική προδοσία του εργατικού κινήματος απ’ την ηγεσία του, που έβαλε οριστικά ταφόπλακα στην ύπαρξη της 2ης Διεθνούς (της διεθνούς οργάνωσης των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων), σαν επαναστατική οργάνωση. Ήταν τόσο μεγάλη η μεταστροφή τους από τις προηγούμενες διακηρύξεις των διεθνών συνεδρίων, που, όταν μαθεύτηκε η είδηση, ο Λένιν υποστήριξε ότι πρόκειται για προπαγάνδα του γερμανικού Επιτελείου.

Ο ΛΤ πέρασε στην Γαλλία, σαν πολεμικός ανταποκριτής μιας εφημερίδας του Κιέβου. Στο Παρίσι άρχισε να εκδίδει μια εφημερίδα που απευθυνόταν στους Ρώσους εξόριστους και που κατάφερε να επιζήσει της λογοκρισίας μέχρι το 1917, παρά την αντιπολεμική της προπαγάνδα, για την οποία φυσικά κατηγορήθηκε σαν «γερμανόφιλη». Περιττό να προσθέσουμε ότι και στην Γερμανία ο Τρότσκι ήταν καταζητούμενος από χρόνια για τις διεθνιστικές του απόψεις.

Μέσα στην ζοφερή πραγματικότητα του πολέμου, που φαινόταν να έχει θάψει οριστικά την επαναστατική σκέψη, οι επαναστάτες προετοίμαζαν τα επόμενα βήματά τους. Το Σεπτέμβρη του 1915, στο Τσίμμερβαλντ της Ελβετίας οργανώθηκε μια συνδιάσκεψη που από πολλές απόψεις ήταν ο προπομπός της 3ης Διεθνούς (της διεθνούς οργάνωσης των Κομμουνιστικών Κομμάτων, που δημιουργήθηκε μετά τη νίκη της επανάστασης του Οκτώβρη του 1917). Ο πόλεμος και η προδοσία των Σοσιαλδημοκρατών ηγετών είχαν προκαλέσει μεγάλη σύγχυση στους Μαρξιστές της εποχής – η συνάντηση όλων των διαφωνούντων με τον πόλεμο αριστερών, για συζήτηση και συντονισμό της δράσης τους, είχε τεράστια ιστορική σημασία.

Παρ’ ότι έπρεπε να συνταιριάξει απόψεις που διέφεραν ριζικά μεταξύ τους, απ’ τις ιδέες του Λένιν που επεδίωκε τη μετατροπή του πολέμου σε εφαλτήριο για την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού μέχρι τις γενικά ειρηνόφιλες διακηρύξεις άλλων αντιπροσώπων, η συνδιάσκεψη κατάφερε να εκδώσει ένα μανιφέστο κατά του πολέμου, επεξεργασμένο απ’ τον Τρότσκι, που αποτέλεσε ένα μεγάλο βήμα προς τα μπρος και έδωσε μια γενναία ώθηση στο αντιπολεμικό κίνημα σε πολλές χώρες.

Η επανάσταση

Δυο χρόνια πριν το ξέσπασμα του πολέμου, το επαναστατικό κύμα άρχισε και πάλι ν’ ανεβαίνει στη Ρωσία. Οι πυροβολισμοί ενάντια στους εργάτες των χρυσωρυχείων του Λένα, στη Σιβηρία, το 1912, είχαν τεράστιο αντίκτυπο σ’ ολόκληρη τη χώρα. Οι απεργίες με οικονομικά στην αρχή και πολιτικά στην συνέχεια αιτήματα, πολλαπλασιάστηκαν. Το καλοκαίρι του 1914 οι μεγάλες πόλεις είχαν μετατραπεί σε πεδία καθημερινών συγκρούσεων απεργών και αστυνομίας. Με την έναρξη του πολέμου το κίνημα αναχαιτίστηκε, για να επιταχυνθεί ακόμη περισσότερο στη συνέχεια, εξαιτίας της παράτασης του πολέμου και των συντριπτικών ηττών που γνώριζε ο τσαρικός στρατός. Το Φλεβάρη του 1917, μέσα σε πέντε μόλις μέρες, η χιλιόχρονη δυναστεία των Τσάρων έφτανε στο τέλος της. Το Μάη του ίδιου χρόνου, ο ΛΤ έφτανε στην Ρωσία, από τις ΗΠΑ όπου βρισκόταν, και αφού πέρασε ένα μήνα σ’ ένα αγγλικό στρατόπεδο συγκέντρωσης στον Καναδά.

Ο Λένιν, που είχε φτάσει ένα μήνα νωρίτερα, προσπαθούσε ήδη να επανεξοπλίσει το κόμμα των Μπολσεβίκων, μπροστά στο καθήκον της νέας επανάστασης, που έμπαινε επιτακτικά. Με τις «Θέσεις του Απρίλη» ερχόταν σε σύγκρουση με την παλιά φρουρά των Μπολσεβίκων, που είχαν στην ουσία εγκαταλείψει τον στόχο της ανατροπής της αστικής τάξης, μετά την πτώση του Τσαρισμού. Από τις παλιές διαφορές, οργανωτικού κυρίως χαρακτήρα, ανάμεσα σ’ αυτόν και τον Τρότσκι, δεν είχε πια απομείνει ούτε ίχνος, πολύ περισσότερο μάλιστα αφού οι «Θέσεις του Απρίλη» του Λένιν είχαν κατηγορηθεί για …τροτσκισμό!

Από την πρώτη κιόλας μέρα της άφιξής του, ο ΛΤ συνεργάστηκε στενά με τους Μπολσεβίκους. Μια σειρά από ντοκουμέντα, αποφάσεις και διακηρύξεις του κόμματος είχαν γραφτεί απ’ αυτόν. Ωστόσο, η τυπική ένταξη στο κόμμα καθυστέρησε μερικούς μήνες, για να προετοιμαστεί η συγχώνευση των Μπολσεβίκων με τη «διαχτιδική οργάνωση», μια οργάνωση που αριθμούσε πάνω από 4000 εργάτες στην Πετρούπολη και που περιλάμβανε, εκτός απ’ τον Τρότσκι, και αρκετούς άλλους γνωστούς επαναστάτες: Ριαζάνωφ, Γιόφφε, Λουνατσάρσκι, Ουρίτσκι, Κάραχαν κλπ, πολλοί απ’ τους οποίους ήταν παλιοί Μπολσεβίκοι. Τελικά, η ενοποίηση έγινε στο 6ο Συνέδριο, τον Αύγουστο του 1917. Στην εκλογή της Κεντρικής Επιτροπής που ακολούθησε, τις πιο πολλές ψήφους πήραν οι Λένιν, 133 στους 134, Ζηνόβιεφ 132, Τρότσκι και Κάμενεφ 131. Η εικόνα απέχει πολύ απ’ αυτή του «παρείσακτου στο κόμμα», που η σταλινική σχολή διαστρέβλωσης της ιστορίας προσπάθησε να επιβάλλει αργότερα….

Πραγματικά, η εικόνα που εμφανιζόταν σ’ όλη τη διάρκεια των μηνών που προηγήθηκαν του Οκτώβρη, αλλά και μετά απ’ αυτόν, ήταν αυτή της «γραμμής Λένιν – Τρότσκι», και αυτό ίσχυε τόσο για τους φίλους, όσο και για τους εχθρούς: Οι συκοφαντικές επιθέσεις εναντίον των Μπολσεβίκων, πως ήταν τάχα πράκτορες των Γερμανών, δεν άφησαν απ’ έξω τον ΛΤ. Τον Ιούνη, τον κατηγόρησαν πως πήρε 10000 δολάρια, όταν ήταν στην Ν. Υόρκη, για να καταπολεμήσει την Προσωρινή κυβέρνηση. Η απάντησή του ΛΤ ήρθε άμεσα: «Για να μετατρέψω στο μέλλον σε πιο δίκαιες τις κατηγορίες που επινοούν οι κ.κ. ψεύτες, συκοφάντες, πληρωμένοι κονδυλοφόροι στρατιωτικών εφημερίδων και γενικά κάθε άλλος κατεργάρης, πρέπει να δηλώσω, πως σ’ όλη μου τη ζωή δεν είχα στη διάθεσή μου, όχι 10000 δολάρια, αλλά ούτε το 1/10 αυτού του ποσού. Μια ομολογία σαν κι αυτήν, στ’ αλήθεια, μπορεί να μειώσει την υπόληψή μου στα μάτια των αστών πολύ αποτελεσματικότερα απ’ όλες τις επινοήσεις του κ. Μιλιούκοβ. Έχω ωστόσο από πολύ παλιά πάρει την απόφαση να περάσω τη ζωή μου χωρίς να με νοιάζει η αναγνώριση αυτών των τάξεων».

Μετά τα γεγονότα του Ιούλη, όταν η αντίδραση σήκωσε για λίγο το κεφάλι και εξαπέλυσε άγριο κυνηγητό εναντίον των Μπολσεβίκων, ο ΛΤ ήταν ένας απ’ τους ηγέτες που συνελήφθησαν και πέρασε όλον τον Αύγουστο στη φυλακή. Να σημειωθεί, ότι ο υποτίθεται «μεγάλος οργανωτής και ηγέτης του Οκτώβρη», όπως προσπαθήθηκε να παρουσιαστεί αργότερα, ο Στάλιν, όχι μόνο δεν αντιμετώπισε ένταλμα σύλληψης εναντίον του, αλλά ήταν αυτός που έκανε τις συνεννοήσεις με την προσωρινή κυβέρνηση, κυκλοφορώντας νόμιμα σ’ όλη αυτή την περίοδο, αφού δεν επρόκειτο παρά για ένα δεύτερης σειράς στέλεχος μέσα στο μπολσεβίκικο κόμμα.

Η τελευταία πράξη

Τα γεγονότα κυλούσαν γρήγορα. Το πραξικόπημα του στρατηγού Κορνίλοφ, που επιχειρεί το αιματοκύλισμα της επανάστασης και την επιστροφή του τσαρισμού, αναγκάζει την Προσωρινή Κυβέρνηση ν’ απελευθερώσει τους πολιτικούς κρατούμενους. Από τη φυλακή, ο ΛΤ πηγαίνει κατ’ ευθείαν στην Εκτελεστική Επιτροπή του Σοβιέτ της Πετρούπολης, τυπικά και ουσιαστικά αρχηγός της μπολσεβίκικης φράξιας, αφού ο Λένιν βρισκόταν ακόμα στην παρανομία.

Η πάλη ενάντια στον στασιαστή στρατηγό έδωσε και τυπικά πλέον την πλειοψηφία μέσα στο Σοβιέτ. Για άλλη μια φορά, όπως και πριν από 12 χρόνια, ο Τρότσκι εκλέγεται πρόεδρος του Σοβιέτ της Πετρούπολης και της Επαναστατικής Στρατιωτικής Επιτροπής, του οργάνου δηλαδή που θα σήκωνε όλο το βάρος της εξέγερσης.

Εν τω μεταξύ, οι Μπολσεβίκοι, κάτω απ’ την ακούραστη επιμονή του Λένιν και την πλήρη συμφωνία του ΛΤ, μποϋκοτάρουν το Προκοινοβούλιο, που ανοίγει τις εργασίες του στις 7 του Οκτώβρη, έχοντας σαν στόχο τη μείωση της δύναμης των σοβιέτ. Τα κοινοβουλευτικά όργανα δεν έχουν πια σημασία: τώρα αποφασίζουν τα όπλα. Αποχωρώντας από την πρώτη συνεδρίαση, ο ΛΤ στην ουσία ανακοινώνει και επισήμως την έναρξη της πάλης για την εξουσία: «Εμείς, η φράξια των Μπολσεβίκων, δηλώνουμε: μ’ αυτή την κυβέρνηση που προδίνει το λαό και μ’ αυτό το κοινοβούλιο που λιγοψυχάει μπροστά στην αντεπανάσταση, δεν έχουμε τίποτε το κοινό. Εγκαταλείποντας το Προκοινοβούλιο, κάνουμε έκκληση στην επαγρύπνηση και το θάρρος των εργατών, των στρατιωτών και των αγροτών ολόκληρης της Ρωσίας. Απευθυνόμαστε στο λαό. Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ!».

Το κεφάλαιο που άνοιξε τη «ματωμένη Κυριακή» του 1905, έκλεινε με την κατάληψη της εξουσίας απ’ το προλεταριάτο, στις 25 Οκτώβρη του 1917. Σ’ όλη αυτή την πορεία, η συμβολή και η συμμετοχή του ΛΤ, μ’ όλα της τα λάθη, οργανωτικού κυρίως χαρακτήρα, ήταν αποφασιστικής σημασίας. Ωστόσο, αυτή η συμβολή θα αφαιρεθεί αργότερα προσεκτικά, και μάλιστα περισσότερες από μια φορές, ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες της σταλινικής γραφειοκρατίας. Στην πρώτη επέτειο της νίκης της εξέγερσης, ο ίδιος ο Στάλιν θ’ αναγκαστεί να παραδεχτεί πως: «Όλη η εργασία της πραχτικής οργάνωσης της εξέγερσης βρισκόταν κάτω απ’ την άμεση διεύθυνση του Τρότσκι, που ήταν πρόεδρος του Σοβιέτ της Πετρούπολης. Μπορούμε να πούμε με απόλυτη βεβαιότητα, πως το κόμμα οφείλει πριν απ’ όλα και προπαντός στον σύντροφο Τρότσκι τη γρήγορη προσχώρηση της φρουράς του Σοβιέτ και την επιδέξια οργάνωση της Επαναστατικής Στρατιωτικής Επιτροπής». Ούτε ο ίδιος ο Στάλιν φανταζόταν τότε ότι θα έβρισκε λίγα χρόνια αργότερα το θράσος να γράψει: «Ο Τρότσκι δεν έπαιξε και ούτε θα μπορούσε να’ χει παίξει οποιονδήποτε ιδιαίτερο ρόλο, ούτε μέσα στο κόμμα, ούτε στην επανάσταση του Οκτώβρη»

Tα χρόνια της εργατικής δημοκρατίας

Η επανάσταση είχε θριαμβεύσει. Η εργατική τάξη για πρώτη φορά στην ιστορία έπαιρνε την εξουσία στα χέρια της. Αλλά φυσικά, τα προβλήματα μόλις που άρχιζαν. Ο ΛΤ θυμάται την σκηνή της ανακοίνωσης της κατάληψης της εξουσίας στο Σοβιέτ της Πετρούπολης: «Όταν τέλειωσα την έκθεσή μου, μια σιωπή βαθιάς περισυλλογής κυριάρχησε για κάμποσα λεπτά. Μετά ήρθαν τα χειροκροτήματα. Όχι όμως θυελλώδη, μάλλον γεμάτα περίσκεψη. Τώρα που πατήσαμε το σκαλοπάτι της εξουσίας, ο ενδόμυχος ενθουσιασμός παραχωρούσε τη θέση του σε σκέψεις γεμάτες έγνοια. Και μ’ αυτό εκδηλωνόταν ένα ορθό ιστορικό ένστικτο. Γιατί ακόμη καιροφυλακτούσαν στο δρόμο μας τα μεγαλύτερα εμπόδια του παλιού κόσμου, αγώνες, πείνα, κρύο, καταστροφές, αίμα, θάνατος. Θα τα ξεπεράσουμε;»

Η συνθήκη του Μπρέστ Λιτόβσκ

Στην πρώτη επαναστατική κυβέρνηση, που ονομάστηκε «Σοβιέτ των Επιτρόπων του Λαού», ο ΛΤ ανέλαβε Επίτροπος Εξωτερικών Υποθέσεων. Απ’ αυτή τη θέση, ανέλαβε τις διαπραγματεύσεις με τη Γερμανία, για τον τερματισμό του πολέμου.

Το καθήκον ήταν εξαιρετικά δύσκολο: Οι Μπολσεβίκοι είχαν έρθει στην εξουσία με την άμεση εξασφάλιση της ειρήνης σαν ένα από τα βασικά τους συνθήματα. Τα λαϊκά στρώματα ήταν εξαντλημένα από τον πόλεμο, οι φαντάροι δεν ήθελαν με κανένα τρόπο να συνεχίσουν για τέταρτο χρόνο να παραμένουν στα χαρακώματα, ενώ και οι υλικές προϋποθέσεις για τη συνέχιση του πολέμου είχαν σχεδόν εκλείψει. Από την άλλη όμως μεριά, κάθε συμφωνία με τους Γερμανούς καπιταλιστές θα μπορούσε να εκληφθεί σαν προδοσία των επαναστατικών ιδεών. Πράγματι, σε όλη τη διάρκεια των συζητήσεων, είχε αναπτυχθεί μια ισχυρή υπεραριστερή αντιπολίτευση, που ζητούσε, αποφεύγοντας ν’ αντικρίσει την πραγματικότητα, τη συνέχιση του πολέμου και τη μετατροπή του σε επαναστατικό. Ο Λένιν αντίθετα, ήταν υπέρ της άμεσης υπογραφής της ειρήνης, γιατί πίστευε πως μόνο έτσι θα μπορούσε η νεογέννητη εργατική δημοκρατία να διατηρηθεί στη ζωή, μέχρι να βοηθηθεί απ’ την επανάσταση στις πιο ανεπτυγμένες χώρες.

Ο ΛΤ κράτησε μια ενδιάμεση θέση: υποστήριξε ότι θα έπρεπε να τραινάρουν όσο γίνεται τις διαπραγματεύσεις, και όταν αυτές θα έφταναν σε αδιέξοδο, εξαιτίας των τεράστιων απαιτήσεων των Γερμανών, να ανακοινώσουν ότι τερματίζουν μονομερώς τον πόλεμο και να κηρύξουν αποστράτευση, χωρίς να υπογράψουν τη συνθήκη ειρήνης. Αν εν τω μεταξύ οι Γερμανοί ξανάρχιζαν την προέλαση, τότε θα μπορούσαν να υπογράψουν την ειρήνη, καθώς θα ήταν πια ξεκάθαρο στους λαούς όλου του κόσμου πως δεν είχαν άλλη εκλογή.

Εδώ δεν έχουμε κάποιο διπλωματικό παιχνίδι, απ’ αυτά που τόσο συνηθίζονται στην αστική διπλωματία. Οι Μπολσεβίκοι πίστευαν πως η επανάσταση στη Δύση βρίσκεται προ των πυλών. Κάθε τους ενέργεια αποσκοπούσε στο να βοηθήσουν τους εργάτες των εμπόλεμων κρατών να βγάλουν τα σωστά συμπεράσματα για την πολιτική των κυβερνήσεών τους. Σ’ όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, διεξήγαγαν έντονη προπαγάνδα προς τους Γερμανούς στρατιώτες. Οι επίσημες γερμανικές εφημερίδες ωρύονταν πως: «στο Μπρέστ-Λιτόβσκ, ο Τρότσκι δημιούργησε έναν άμβωνα, απ’ όπου ακούγεται η φωνή του σ’ όλα τα πέρατα του κόσμου». Η επανάσταση που πράγματι ξέσπασε λίγους μήνες μετά στην Γερμανία, σίγουρα βοηθήθηκε κι απ’ αυτή τη φωνή.

Ο εμφύλιος

Η ειρήνη με τη Γερμανία κάθε άλλο παρά έλυσε τα προβλήματα της επαναστατημένης χώρας. Οι κυρίαρχες τάξεις δεν ήταν διατεθειμένες να αποδεχτούν την ήττα τους, χωρίς να δώσουν λυσσασμένη μάχη κατά της εξουσίας των Σοβιέτ, που τις είχε στερήσει απ’ τα προνόμιά τους. Από το 1918 μέχρι τα τέλη του 1920, ολόκληρο το ρωσικό έδαφος μεταβλήθηκε σε μια πολεμική αρένα.

Τσαρικοί στρατηγοί είχαν περικυκλώσει το ρωσικό έδαφος, έχοντας την πλήρη υποστήριξη των αστικών κυβερνήσεων της Δύσης. Εκστρατευτικά σώματα από 19 χώρες είχαν σταλεί για να καταστείλουν την επανάσταση. Απέναντι σ’ όλους αυτούς, τα Σοβιέτ είχαν να αντιπαρατάξουν ένα διαλυμένο στρατό και μια εντελώς κατεστραμμένη οικονομία. Στις χειρότερες στιγμές του πολέμου, η εξουσία των Μπολσεβίκων είχε περιοριστεί στα εδάφη γύρω απ’ τη Μόσχα και την Πετρούπολη. Και όμως, κατάφεραν να νικήσουν! Απέδειξαν έτσι τι τεράστια αποθέματα δύναμης διαθέτει η κοινωνία, όταν αποφασίσει να πάρει στα χέρια της τις τύχες της και πόσο έξω πέφτουν αυτοί που, κάνοντας απλούς αριθμητικούς λογαριασμούς, προσπαθούν να αποδείξουν το «αδύνατο» της επανάστασης.

Το τιτάνιο έργο της ανασυγκρότησης του «Κόκκινου Στρατού» ανατέθηκε στον ΛΤ, που σαν Επίτροπος των Στρατιωτικών πια, πέτυχε το ακατόρθωτο: να δημιουργήσει έναν αξιόμαχο στρατό, στηριγμένος όχι τόσο στην στρατιωτική τέχνη, αλλά στην μεταφορά στο πολεμικό πεδίο της πάλης των τάξεων. Γυρίζοντας αδιάκοπα στα μέτωπα του πολέμου, που είχαν μήκος πάνω από 8000 χλμ., με το περίφημο Πολεμικό του Τραίνο, εμψύχωνε το στρατό, βασιζόμενος σε δυο βασικές αρχές: Στην πλήρη αποκάλυψη της αλήθειας γύρω από την έκβαση των μαχών (και όχι στην ωραιοποίηση της πραγματικότητας, όπως κάνουν οι αστοί σε περίοδο πολέμου) και στην συνεχή αναφορά στα πραγματικά αίτια του πολέμου και στους πραγματικούς υπεύθυνους. Παρά την εισβολή στο ρωσικό έδαφος τόσων ξένων στρατευμάτων, ούτε για μια στιγμή δεν προσπάθησαν οι Μπολσεβίκοι να δώσουν «πατριωτικό» χαρακτήρα στον πόλεμο. Ο Διεθνισμός βρισκόταν στον πυρήνα της σκέψης τους, η ίδια η επανάστασή τους άλλωστε χαρακτηριζόταν σαν το πρώτο βήμα της Παγκόσμιας Σοσιαλιστικής Επανάστασης.

Στα 1919, για να δώσουμε ένα μόνο παράδειγμα, όταν η Πετρούπολη είχε περικυκλωθεί από τον Γιουντένιτς, τσαρικό στρατηγό που είχε την πλήρη υποστήριξη της Αγγλίας, και η τύχη της κυριολεκτικά κρεμόταν από μια κλωστή, σε ανακοίνωσή του προς τον στρατό και τους πολίτες, ο ΛΤ ανέφερε: «Κι αυτήν ακόμα τη στιγμή, που πολεμάτε τους μισθοφόρους της Αγγλίας, ζητώ από σας να μην ξεχνάτε ποτέ πως υπάρχουν δυο Αγγλίες: Δίπλα στην Αγγλία του συμφέροντος, της βίας και της διαφθοράς, υπάρχει κι η Αγγλία της δουλειάς, της πνευματικής δύναμης, των μεγάλων ιδανικών, της διεθνιστικής αλληλεγγύης. Μας πολεμάει η Αγγλία του χρηματιστηρίου. Η Αγγλία των εργαζομένων είναι μαζί μας». Τα καθήκοντα της σοσιαλιστικής διαπαιδαγώγησης ήταν για τους Μπολσεβίκους στενά συνδεδεμένα με τα καθήκοντα του πολέμου.

Και σ’ αυτόν τον τομέα, ένα τεράστιο χάσμα χώρισε τα χρόνια της σοβιετικής εργατικής δημοκρατίας με το σταλινικό έκτρωμα που ακολούθησε. Όταν, 20 χρόνια αργότερα, η Γερμανία εισέβαλλε στην ΕΣΣΔ, όχι μόνο ο πόλεμος ονομάστηκε επίσημα «Μεγάλος Πατριωτικός Πόλεμος», όχι μόνο ξεθάφτηκαν σαν «ήρωες του έθνους» διάφοροι στρατηγοί, ιππότες και τσάροι που «μεγάλωσαν την πατρίδα», αλλά κι αυτή ακόμη η απλή αναφορά στα διεθνιστικά ιδανικά χαρακτηρίστηκε εσχάτη προδοσία. Λίγο πριν την είσοδο του Κόκκινου Στρατού στο Βερολίνο, η ημερήσια διαταγή δεν άφηνε περιθώρια γι’ αμφιβολίες: «Όσοι έρθουν να προϋπαντήσουν τον στρατό μας με κόκκινες σημαίες, θα είναι οι πρώτοι που θα πέσουν νεκροί από τις σφαίρες μας».

Κροστάνδη

Στα τέλη του 1920 ο εμφύλιος πόλεμος τέλειωσε οριστικά, με νίκη των Σοβιέτ. Ήταν όμως μια νίκη που πληρώθηκε πολύ ακριβά. Η οικονομία της χώρας είχε εντελώς διαλυθεί. Η παραγωγή βιομηχανικών προϊόντων είχε σχεδόν σταματήσει, λόγω της έλλειψης καυσίμων και πρώτων υλών, μ’ αποτέλεσμα οι οικονομικές σχέσεις μεταξύ πόλης και χωριού να επιδεινωθούν δραματικά: Η κυβέρνηση ήταν αναγκασμένη να επιτάσσει γεωργικά προϊόντα για να θρέψει τον πληθυσμό των πόλεων, χωρίς να είναι σε θέση να προσφέρει άλλα προϊόντα σε αντάλλαγμα. Αυτή η πολιτική ονομάστηκε «πολεμικός κομμουνισμός», που, με τα λόγια του Τρότσκι, δεν ήταν τίποτε άλλο από «την οργάνωση της κατανάλωσης μέσα σ’ ένα πολιορκημένο φρούριο». Πάνω σ’ αυτή την οικονομική βάση ήταν που ξέσπασαν οι εξεγέρσεις στην Κροστάνδη, στο Ταμπόβ και σε πολλά άλλα σημεία.

Η εξέγερση της Κροστάνδης δε θα είχε κανονικά κάποια ιδιαίτερη θέση σε μια βιογραφία του ΛΤ., αφού δεν έλαβε μέρος στην καταστολή της παρά μόνο σαν μέλος της κυβέρνησης, αποφεύγοντας μάλιστα ακόμη και τη φυσική του παρουσία στην περιοχή κατά τη διάρκεια των γεγονότων. Αυτό από μόνο του είναι αρκετό, αν αναλογιστούμε πως σ’ όλη την προηγούμενη περίοδο ο Τρότσκι ήταν συνεχώς παρών στα πιο επικίνδυνα σημεία, στις πιο κρίσιμες μάχες που έδινε ο Κόκκινος Στρατός. Είμαστε όμως αναγκασμένοι να κάνουμε μια εκτενή αναφορά, μια και γύρω απ’ την Κροστάνδη φτιάχτηκε ένας ολόκληρος μύθος, του «αιμοσταγούς Τρότσκι», μύθος που αποσκοπούσε στο να ταυτιστεί ο ίδιος, αλλά και ολόκληρη η μπολσεβίκικη παράδοση με τα εγκλήματα του Σταλινισμού της επόμενης περιόδου.

Για την επικράτηση αυτού του μύθου, ήταν απαραίτητη η πλήρης συνεργασία, μοναδική στην παγκόσμια ιστορία, των αναρχικών με τους αστούς. Κατά έναν «περίεργο» τρόπο, η κριτική και των μεν και των δε κατευθυνόταν προς τον ίδιο στόχο: την απόδειξη δηλαδή του δίκιου των εξεγερμένων, ενάντια στην «δικτατορική» εξουσία των Μπολσεβίκων. Αν πράγματι συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα ήταν η πρώτη – και τελευταία – φορά που οι καπιταλιστές έβαλαν πάνω από τα ταξικά τους συμφέροντα κάποια απόλυτη και αιώνια ηθική. Για σύγκριση, πρέπει ν’ αναφέρουμε ότι όταν στην δεκαετία του ’30 ο Στάλιν εκτελούσε κατά χιλιάδες τους τροτσκιστές αντίπαλους του, με κατηγορίες καταφανώς κατασκευασμένες, η συντριπτική πλειοψηφία των αστικών εφημερίδων και κυβερνήσεων στη Δύση, είχαν ταχθεί, έμμεσα αλλά πολύ καθαρά, με το μέρος του καθεστώτος, αφού καταλάβαιναν πολύ καλά πως οι ιδέες του Τρότσκι ήταν που αποτελούσαν το μεγαλύτερο κίνδυνο γι’ αυτούς.

Η Κροστάνδη ήταν ένα φρούριο που βρισκόταν σ’ ένα νησί, μέσα στον κόλπο της Πετρούπολης, και ήταν η βάση του στόλου. Οι ναύτες, επειδή προέρχονταν από την εργατική τάξη των μεγάλων πόλεων, ήταν πάντα οι πρώτοι που σήκωναν την κόκκινη σημαία και είχαν γράψει πολλές ηρωικές σελίδες κατά τη διάρκεια των προηγούμενων επαναστάσεων. Ωστόσο, στα 1921, όταν ξέσπασε η εξέγερση, η κοινωνική σύνθεση του νησιού είχε αλλάξει ριζικά. Η αρχική φρουρά είχε σχεδόν στο σύνολό της μεταφερθεί στα εκατοντάδες μέτωπα του εμφύλιου, που ζητούσαν απεγνωσμένα ενισχύσεις από δοκιμασμένους και πιστούς κομμουνιστές. Απ’ όλους αυτούς ελάχιστοι κατάφεραν να γυρίσουν πίσω. Το ίδιο άλλωστε συνέβηκε και με τους εργάτες των μεγάλων εργοστασίων που ήταν τα προπύργια του μπολσεβικισμού, τόσο το 1905, όσο και το 1917.

Η διαμάχη λοιπόν μεταξύ πόλης και χωριού που αναφέρθηκε πιο πάνω, είχε μεταφερθεί και στην Κροστάνδη και απειλούσε να πνίξει την επανάσταση, αφού λόγω της στρατηγικής της θέσης, όποιος κατείχε την Κροστάνδη, κυριαρχούσε ουσιαστικά στην ίδια την Πετρούπολη.

Τα αιτήματα των εξεγερμένων

Αν κάποιος παρακολουθήσει τις εφημερίδες που έβγαιναν στην Κροστάνδη εκείνη την περίοδο, θα καταλάβει εύκολα πως ήταν αυτοί ακριβώς οι υλικοί όροι που την οδήγησαν στην ανταρσία και όχι κάποιες γενικές και αόριστες ιδέες και ιδανικά: «Τρία χρόνια τώρα περιμένουμε μια καλύτερη ζωή. Μα σ’ αυτά τα τρία χρόνια πείνας και κρύου, η ζωή μας χειροτερεύει μέρα με τη μέρα»«ο αγρότης μεταβλήθηκε σε σκλάβο της σοβιετικής εξουσίας»«η μπολσεβίκικη κυβέρνηση οδήγησε τη Ρωσία σε μια κατάσταση μιζέριας που δεν έχει προηγούμενο στην ιστορία». Η παράθεση θα μπορούσε να τραβήξει έπ’ άπειρον. Όλες οι δυσκολίες κι οι συμφορές του εμφύλιου, αποδίδονταν στους Μπολσεβίκους, και όχι στους αστούς και τους μοναρχικούς που προσπαθούσαν να πνίξουν την επανάσταση.

Διαβάζουμε ακόμη στις ίδιες εφημερίδες: «Στην Πετρούπολη, οι κινητοποιήσεις ήταν συνέπεια …του κλεισίματος των εργοστασίων που τους έλειπαν τα καύσιμα και των δυσκολιών ανεφοδιασμού. Στην Κροστάνδη δεν παρατηρήθηκε τίποτε απ’ όλα αυτά. Δεν υπήρξαν προβλήματα καυσίμων, ούτε ανεφοδιασμού». Φαίνεται λοιπόν ότι θα ήταν αρκετό να φύγουν απ’ την εξουσία οι ανίκανοι Μπολσεβίκοι, για να λυθούν όλα τα προβλήματα, να υπάρχουν αρκετά τρόφιμα και άλλα αγαθά, όπως …στην Κροστάνδη! Αποκαλύπτεται έτσι ακριβώς το αντίθετο: ότι δηλαδή υπήρχαν συγκεκριμένα προνόμια στο νησί-φρούριο, που οι εξεγερμένοι δεν ήθελαν να χάσουν…

Έτσι, φτάνουμε στον πυρήνα του πολιτικού τους προγράμματος: οι εξεγερμένοι απαιτούσαν «σοβιέτ χωρίς Μπολσεβίκους». Τι ακριβώς όμως σήμαινε αυτό; Οι Μπολσεβίκοι, το αποδεικνύει αυτό η νίκη στον εμφύλιο, ήταν με διαφορά το πιο λαοφιλές πολιτικό κόμμα. Ποιες άλλες πολιτικές δυνάμεις άραγε υπήρχαν, που θα μπορούσαν να πάρουν τη θέση τους στα σοβιέτ; Οι Μενσεβίκοι κι οι Σοσιαλεπαναστάτες, είχαν ήδη περάσει με το μέρος των εχθρών της επανάστασης, σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα με τ’ όπλο στο χέρι. Το κόμμα των Αριστερών Σοσιαλεπαναστατών, που την πρώτη περίοδο συμμετείχε στην κυβέρνηση μαζί με τους Μπολσεβίκους, είχε ριχτεί στην ανοιχτή τρομοκρατία: εκτέλεσαν Μπολσεβίκους ηγέτες και τραυμάτισαν σοβαρά και τον ίδιο τον Λένιν. Οι αναρχικοί δεν είχαν παρουσία παρά σε ελάχιστες περιοχές της χώρας. Συνολικά, η σημασία τους ήταν αμελητέα. Αργότερα, οι αναρχικοί προσπάθησαν να αποδείξουν ότι έπαιζαν κυρίαρχο ρόλο στις αγροτικές εξεγέρσεις εκείνης της περιόδου, με κυριότερη εκείνη στο Ταμπόβ. Ωστόσο, όσο τα γεγονότα ήταν σε εξέλιξη, οι ίδιοι οι αναρχικοί καταγγείλανε τους πρωταγωνιστές της σαν …κοινούς ληστές!

Η αλήθεια λοιπόν είναι ότι, ανεξάρτητα απ’ τις όποιες προθέσεις των εξεγερμένων, το πολιτικό τους πρόγραμμα οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στην παλινόρθωση του καπιταλισμού, αφού το κάλεσμα ενάντια στους Μπολσεβίκους δεν μπορούσε παρά να σημαίνει την παράδοση της εξουσίας στα αστικά κόμματα που φυσικά καιροφυλακτούσαν. Έτσι, η καταστολή της εξέγερσης απ’ τους Μπολσεβίκους ήταν αναπόφευκτη και ιστορικά δικαιωμένη. Άλλωστε, αμέσως μετά την εξέγερση, στο 10ο Συνέδριο του Κόμματος, τον Μάρτη του 1921, αποφασίστηκε ο τερματισμός του «πολεμικού κομμουνισμού» και το πέρασμα στην Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΕΠ), που έβαλε τέλος στις στρεβλώσεις των οικονομικών σχέσεων ανάμεσα στις πόλεις και τους αγρότες, αντικαθιστώντας την επίταξη των αγαθών με μια προοδευτική φορολόγηση, και δίνοντας έτσι λύση στα βασικότερα αιτήματα των εξεγερμένων. Πρέπει ν’ αναφέρουμε ωστόσο, ότι, παρά τη φιλολογία που αναπτύχθηκε αργότερα, πως ήταν εναντίον της ΝΕΠ, ακριβώς αυτή την πολιτική είχε εισηγηθεί ο ΛΤ ένα χρόνο νωρίτερα, με γράμμα του προς την Κ. Επιτροπή, το Φλεβάρη του 1920. Η υιοθέτηση αυτής της πρότασης, θα είχε βοηθήσει στο να ελαχιστοποιηθούν και να ξεπεραστούν αυτά τα προβλήματα, που έθεταν σε κίνδυνο τη σοβιετική εξουσία.

Η 3η Διεθνής

Παρ’ όλες τις τεράστιες δυσκολίες που αντιμετώπιζε, το κόμμα των Μπολσεβίκων δεν σκέφτηκε ούτε για μια στιγμή να βάλει σε δεύτερη μοίρα τα καθήκοντά του, σε σχέση με την παγκόσμια επανάσταση. Ενώ στην χώρα μαίνονταν ο εμφύλιος, στα 1919, οργανώθηκε στην Μόσχα το ιδρυτικό συνέδριο της 3ης, ή Κομμουνιστικής Διεθνούς. Μετά την ανοιχτή προδοσία της 2ης Διεθνούς και την κατακόρυφη άνοδο που παρουσίαζε το εργατικό κίνημα στις περισσότερες χώρες του κόσμου, ήταν επιτακτική η ανάγκη μιας νέας διεθνούς οργάνωσης των εργατών, που θα συντόνιζε και θα κατεύθυνε τα βήματα της επανάστασης, σ’ ολόκληρο τον κόσμο.

Λένιν και Τρότσκι αποτελούσαν την «ψυχή» της Διεθνούς, στα πρώτα τέσσερα συνέδρια, πριν την επικράτηση της σταλινικής γραφειοκρατίας. Στις διακηρύξεις και τις αποφάσεις, όπως και στις αλλαγές πορείας, όποτε αυτό γινόταν απαραίτητο, η συνεργασία τους ήταν απόλυτη. Ενώ σε αρκετά πρακτικά και τρέχοντα ζητήματα οι δυο ηγέτες της επανάστασης ήρθαν αρκετές φορές σε διαφωνία, όπως άλλωστε ήταν απολύτως φυσικό, δεν συγκρούστηκαν ποτέ όταν επρόκειτο για θέματα κεφαλαιώδους σημασίας, για θέματα που είχαν να κάνουν με την στρατηγική, είτε του ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος (όπως είχαν εν τω μεταξύ μετονομαστεί οι Μπολσεβίκοι), είτε της Διεθνούς σαν σύνολο.

Η ίδρυση της 3ης Διεθνούς είχε σαν αντικειμενικό της σκοπό να οδηγήσει την εργατική τάξη στην εξουσία διεθνώς. Ωστόσο, στην μεγάλη τους πλειοψηφία, τα κόμματα που την αποτέλεσαν ήταν άπειρα και χωρίς μεγάλη επιρροή στις μάζες. Κατά κύριο λόγο αποτελούσαν διασπάσεις των μεγάλων σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων που είχαν στραφεί προς τα δεξιά. Αυτό, σε συνδυασμό με μια οικονομική σταθεροποίηση που κατάφεραν να πετύχουν οι αστοί στα χρόνια μετά τον πόλεμο, έβαλε ένα προσωρινό φρένο στην κίνηση των μαζών. Η παγκόσμια επανάσταση, μια απολύτως ρεαλιστική προοπτική μετά το 1917, φαινόταν τώρα να οπισθοχωρεί για μια χρονική περίοδο. Αυτό καθόρισε σε τελική ανάλυση και την τύχη της ρωσικής επανάστασης.

H άνοδος της γραφειοκρατίας

Από την πρώτη κιόλας στιγμή, μετά τη νίκη του Οκτώβρη, για τους Μπολσεβίκους ήταν ξεκάθαρο ότι δε θα μπορούσαν να επιβιώνουν αιωνίως, δίπλα σ’ έναν εχθρικό καπιταλιστικό κόσμο. Περισσότερες από μία φορές, ο Λένιν εξήγησε πως ο σοσιαλισμός δεν ήταν δυνατόν να θριαμβεύσει και ν’ αναπτυχθεί σε μια μόνο χώρα, ακόμη κι αν αυτή ήταν τόσο μεγάλη όσο η Σοβιετική Ένωση. Ακόμη και μετά τη νίκη στον εμφύλιο, όταν το καινούριο καθεστώς φάνηκε πως σταθεροποιείται προσωρινά, τίποτε δεν άλλαξε στην θέση αυτή. Στο 3ο Συνέδριο της Διεθνούς, τον Ιούλη του 1921, η δήλωση του Λένιν δεν άφηνε περιθώρια γι’ αμφιβολίες: «Για μας ήταν ξεκάθαρο πως χωρίς την υποστήριξη της παγκόσμιας διεθνιστικής επανάστασης, ο θρίαμβος της δικής μας ήταν αδύνατος. Ήδη πριν από την επανάσταση, όπως και ύστερα απ’ αυτήν, σκεφτόμασταν πως στη συνέχεια, ή, το πολύ πολύ σ΄ ένα σύντομο χρονικό διάστημα, θα εκραγεί η επανάσταση και σ’ άλλες χώρες, ή σε αντίθετη περίπτωση θα συντριβούμε. Αν και είχαμε πλήρη συνείδηση αυτού του γεγονότος, κάναμε το παν για να διατηρήσουμε με κάθε θυσία το σοβιετικό σύστημα, γιατί ξέραμε πως δουλεύουμε όχι μονάχα για τους εαυτούς μας, μα και για την παγκόσμια επανάσταση».

Οι αστικές τάξεις της Ευρώπης δεν μπόρεσαν να συντρίψουν την επανάσταση, ενώ την ίδια στιγμή βρισκόντουσαν οι ίδιες αντιμέτωπες με τεράστια προβλήματα. Από τη μια, η οικονομίες της Δύσης αντιμετώπιζαν μονίμως το φάσμα της ύφεσης, με αποκορύφωμα την περίοδο 1929-32. Από την άλλη, παρά τις ήττες του, το εργατικό κίνημα σ’ αυτές τις χώρες εξακολουθούσε να διατηρεί πολύ ισχυρές δυνάμεις, που δεν επέτρεπαν στους αστούς σκέψεις για μια άμεση εισβολή στην ΕΣΣΔ. Έτσι, μια πολύ εύθραυστη ισορροπία είχε σχηματιστεί.

Στο εσωτερικό της Ρωσίας ωστόσο, τα πράγματα ήταν πολύ χειρότερα. Η οικονομική καθυστέρηση της χώρας, μετά την πρώτη, επαναστατική και γεμάτη ενθουσιασμό περίοδο, άρχισε να βαραίνει στις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες. Πάνω σ’ αυτή τη βάση είναι που γεννήθηκε η γραφειοκρατία. «Η γραφειοκρατική εξουσία έχει για βάση την φτώχεια της κοινωνίας σε υλικά αγαθά. Όταν υπάρχουν αρκετά εμπορεύματα σ’ ένα κατάστημα, οι πελάτες μπορούν να ‘ρθουν όποτε θέλουν. Όταν αυτά λιγοστέψουν, οι καταναλωτές αναγκάζονται να κάνουν ουρά. Όταν η ουρά γίνει πολύ μεγάλη, χρειάζεται ένας αστυφύλακας για την τήρηση της τάξης. Από ‘δω ξεκινάει η ύπαρξη της σοβιετικής γραφειοκρατίας: Αυτή “ξέρει” ποιος πρέπει να πάρει κάτι και ποιος θα περιμένει». (Λ. Τρότσκι, “Η Προδομένη Επανάσταση”)

Η γραφειοκρατία είχε από πολύ νωρίς αρχίσει να εμφανίζεται, αλλά όσο πέρναγε ο καιρός έκανε όλο και πιο αισθητή την παρουσία της. Μέλη του κόμματος, σε συνδυασμό μ’ ένα πλήθος ειδικών, τεχνοκρατών κλπ του κρατικού μηχανισμού, που το κόμμα ήταν αναγκασμένο να χρησιμοποιεί στις κρατικές υποθέσεις, άρχισαν να σχηματίζουν, πρώτα ασυνείδητα, στη συνέχεια όμως μ’ έναν απόλυτα συνειδητό τρόπο, ένα μπλοκ κοινών συμφερόντων. Για όλους αυτούς, η σοβιετική εξουσία δεν ήταν τίποτε άλλο από τον δρόμο τους προς τα προσωπικά προνόμια, από τον δρόμο που θα τους χώριζε οριστικά από τη «μάζα» των φτωχών και αμόρφωτων εργατών.

Η θέση αυτού του στρώματος δυνάμωνε από τις ήττες και την καθυστέρηση της επανάστασης στη Δύση, που έσπερνε την απογοήτευση ακόμη και σε προχωρημένα κομμάτια της εργατικής τάξης στο εσωτερικό της χώρας. Η σταλινική θεωρία του «σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα», έκανε την εμφάνισή της, στηριζόμενη ακριβώς σ’ αυτή την απογοήτευση.

Η αριστερή αντιπολίτευση

Οι εξελίξεις αυτές δεν έμειναν βέβαια αναπάντητες. Ο ίδιος ο Λένιν, στα τελευταία χρόνια της ζωής του, είχε ξεκινήσει προσπάθειες αντιμετώπισης της γραφειοκρατίας, κυρίως ενάντια στον Στάλιν, που προσωποποιούσε αυτόν τον μηχανισμό. Ωστόσο, η αρρώστια κι ο πρόωρος θάνατός του, τον Γενάρη του 1924, δεν άφησαν να ολοκληρωθούν αυτές οι προσπάθειες.

Ακόμη μεγαλύτερο βάρος όμως είχε η ήττα της Γερμανικής επανάστασης, τον Οκτώβρη του 1923. Στην ηγεσία του ΚΚ είχε ήδη ξεκινήσει ένας σκληρός πόλεμος ενάντια στον ΛΤ, που για όλο τον κόσμο φαινόταν σαν ο φυσικός διάδοχος του Λένιν. Μια τριανδρία που φτιάχτηκε από τους Στάλιν, Ζηνόβιεφ και Κάμενεφ, κατάφερε να επιβληθεί στο κόμμα, στηριζόμενη κυρίως στους κουλάκους, μεσαίους αγρότες που είχαν αρχίσει να πλουτίζουν με την εφαρμογή της ΝΕΠ. Ο κίνδυνος της γρήγορης παλινόρθωσης του καπιταλισμού, εξαιτίας αυτών των εξελίξεων, σήμανε συναγερμό στην εργατική τάξη, στο Λένινγκραντ και τη Μόσχα.

Η «Αριστερή Αντιπολίτευση», με ηγέτη τον ΛΤ, έκανε την εμφάνισή της το 1923, με το «γράμμα των 46», προς την Κεντρική Επιτροπή. (επρόκειτο για 46 ηγετικά μέλη του κόμματος, μεταξύ των οποίων ήταν οι Πιατάκοβ, Πρεομπραζένσκι, Σμυρνόβ, Αντόνοβ-Οβσέγιενκο κλπ). Δύο ήταν τα βασικά σημεία του προγράμματός της: Η επαναφορά της πλήρους δημοκρατίας μέσα στο κόμμα και η γρήγορη εκβιομηχάνιση της χώρας, που θα οδηγούσε στην ισχυροποίηση της εργατικής τάξης και θα μείωνε το ειδικό βάρος των πλούσιων χωρικών μέσα στην Σοβιετική κοινωνία. Το 1926 ενώθηκαν μαζί της και οι Ζηνόβιεφ και Κάμενεφ, που, έστω και προσωρινά, αντιλήφθηκαν πού τους οδηγούσε η συμμαχία με τον Στάλιν. Οι θέσεις της ενωμένης πλέον Αντιπολίτευσης, παρουσιάστηκαν στην περίφημη «Πλατφόρμα» προς το 15ο Συνέδριο του Κόμματος, το 1927. Ο Στάλιν, στηριζόμενος αποκλειστικά στην δεξιά πτέρυγα του κόμματος (Μπουχάριν, Ρύκοβ, Τόμσκι κλπ) πέτυχε να κηρυχθεί το κείμενο παράνομο.

Η σημασία των διεθνών εξελίξεων

Οι ίδιες πάνω κάτω εξελίξεις συνέβαιναν και στο χώρο της Διεθνούς. Ήδη από το 1924, οι ηγεσίες των ΚΚ στο εξωτερικό ανεβοκατέβαιναν ανάλογα με τις θέσεις που έπαιρναν στα συμβαίνοντα στο εσωτερικό της Ρωσίας. Άνθρωποι με ελάχιστη ή και καθόλου συμβολή στην δημιουργία και τα πρώτα χρόνια της Διεθνούς, όσο δηλαδή ζούσε ο Λένιν, αναγορεύονταν τώρα σε αυθεντίες, αρκεί να είχαν επιδείξει υψηλές επιδόσεις στον …«αντιτροτσκισμό». Τα συνέδρια, που ενώ τον πρώτο καιρό, μέσα σε ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες, γινόντουσαν κάθε χρόνο, άρχισαν να σπανίζουν. Κάθε κριτική στην πολιτική της Διεθνούς, αντιμετωπιζόταν σαν εσχάτη προδοσία. Την ίδια στιγμή, επαναστατικά γεγονότα κολοσσιαίας σημασίας ξεσπούσαν σε πολλές περιοχές του πλανήτη.

Στην Αγγλία, η σταλινική γραφειοκρατία, ψάχνοντας για διεθνή στηρίγματα, δημιούργησε μια «Αγγλορωσική Συνδικαλιστική Επιτροπή», με τους ρεφορμιστές ηγέτες των αγγλικών συνδικάτων. Ένα χρόνο αργότερα, τον Μάη του 1926 ξέσπασε μια Γενική Απεργία Διαρκείας, την οποία αυτοί οι «επαναστάτες» κύριοι έκαναν το παν για να την καταπνίξουν. Μάταια ο Τρότσκι και η Αντιπολίτευση καλούσαν για ένα επιδεικτικό σπάσιμο απ’ αυτή την επιτροπή, που πρόσφερε επαναστατικό κάλυμμα στους ανοιχτούς προδότες του αγγλικού εργατικού κινήματος. Η απεργία, αντί να μετατραπεί σε επανάσταση, κατέληξε σε σκληρή ήττα.

Το παράδειγμα της Κίνας ήταν ακόμη πιο σοβαρό. Στις αρχές του 1926, η Διεθνής δέχτηκε σαν «συμπαθών κόμμα» στις γραμμές της, το Κουομιτάνγκ, του εθνικιστή Τσιάνγκ Κάϊ Σεκ. Από ολόκληρο το Πολιτικό Γραφείο του ρωσικού ΚΚ, ο μόνος που ψήφισε εναντίον αυτής της απόφασης, ήταν ο ΛΤ. Ένα χρόνο μετά, ο «συμπαθών της Διεθνούς» έμπαινε σαν «επαναστάτης ηγέτης» στην Σαγκάη, που είχε ήδη καταληφθεί από τους κομμουνιστές. Μέσα σε λίγες μέρες, μ’ ένα αποφασιστικό χτύπημα, κατέσφαξε χιλιάδες εργάτες, που είχαν πάρει μάλιστα την εντολή από τη Διεθνή να θάψουν τα όπλα τους. Η κινέζικη επανάσταση θα πήγαινε πίσω για δεκαετίες.

Η διαλεκτική στάθηκε πολύ σκληρή απέναντι στην Ρωσική Επανάσταση. Η κυριαρχία της γραφειοκρατίας, που σαν βασικό της καθήκον έβλεπε το ξεκαθάρισμα του κόμματος και της Διεθνούς από κάθε αντιπολιτευόμενη άποψη, οδηγούσε στην ήττα την παγκόσμια επανάσταση. Την ίδια ώρα, κάθε ήττα της επανάστασης δυνάμωνε ακόμη περισσότερο τη γραφειοκρατία, αφού έσπρωχνε προς την παθητικοποίηση τη συντριπτική πλειοψηφία των εργατών, που ήταν οι μόνοι που θα μπορούσαν να μπουν φρένο στην πορεία αυτή. Τα δύο φαινόμενα, τροφοδοτούσαν το ένα το άλλο, άρρηκτα δεμένα μεταξύ τους.

Μετά τα γεγονότα της Κίνας και την έγκαιρη προειδοποίηση γι’ αυτά απ’ την Αντιπολίτευση, πολλοί περίμεναν ότι οι ιδέες της, επιβεβαιωμένες από την ίδια την πραγματικότητα, θα κυριαρχούσαν σύντομα. Όπως λέει ο ίδιος ο ΛΤ: «χρειάστηκε να ρίξω πολλούς κουβάδες κρύο νερό στα κεφάλια των ανυπόμονων. Η επαλήθευση των προβλέψεών μας θα έφερνε κοντά μας μερικές χιλιάδες ακόμα οπαδούς. Για τα εκατομμύρια των εργατών και των αγροτών όμως, θα σήμαινε ακόμη μεγαλύτερη οπισθοχώρηση στην συνείδηση. Έπρεπε να προετοιμαστούμε για ένα μακροχρόνιο αγώνα».

Πράγματι, μετά το 1927, η επικράτηση του Στάλιν και της δεξιάς πτέρυγας ήταν απόλυτη. Οι Ζηνόβιεφ και Κάμενεφ συνθηκολόγησαν και τους επιτράπηκε να ξαναγυρίσουν στο κόμμα. Για όλους τους άλλους, ξεκινούσε μια μακριά περίοδος διώξεων, φυλακίσεων και εξορίας στην αρχή, εκτελέσεων αργότερα. Ο ΛΤ εξορίστηκε αρχικά στην Άλμα Άτα – στο Καζακστάν – και στην συνέχεια στην Τουρκία. Το καθεστώς δεν τολμούσε ακόμη να τον φυλακίσει ή να διατάξει την εκτέλεσή του. Υπολόγιζε ότι ο ΛΤ, εξόριστος και απογυμνωμένος από οπαδούς, συνεργάτες και υλικά μέσα, γρήγορα θα ξεχνιόταν. Ωστόσο, οι ιδέες του αποδείχτηκαν ισχυρότερες. Για τον ΛΤ άρχιζε μια καινούρια περίοδος, η δυσκολότερη απ’ όλες, εξήγησης του σταλινικού φαινομένου και ανάλυσης του φασισμού, που ήταν ο μεγαλύτερος κίνδυνος που γνώρισε ποτέ το εργατικό κίνημα. Ταυτόχρονα, άρχιζε και η πάλη για το ξαναχτίσιμο των δυνάμεων της επανάστασης σε διεθνές επίπεδο.

Μπορούσε να νικήσει η Αντιπολίτευση;

Πολύ μελάνι έχει χυθεί γύρω από το αν η νίκη του Στάλιν ήταν αναπόφευκτη, από το αν η Αντιπολίτευση μπορούσε να έχει επικρατήσει στην διάρκεια της πάλης ενάντια στην γραφειοκρατία. Ο ίδιος ο ΛΤ κατηγορήθηκε ότι δεν κατάλαβε από την πρώτη στιγμή πού κατευθύνονταν τα πράγματα, ακόμη και για προσωπική δειλία στις πρώτες φάσεις της σύγκρουσης. Αυτός δεν ήταν άλλωστε ο ηγέτης του Κόκκινου Στρατού εκείνη την περίοδο; Και δεν έχαιρε τεράστιας δημοτικότητας στο εσωτερικό της Σοβιετικής Ένωσης; Γιατί λοιπόν δεν κατάφερε να επιβληθεί;

Όταν ένα ερώτημα μπαίνει με λάθος τρόπο, είναι σίγουρο ότι θα είναι λάθος και η απάντηση. Το ζήτημα δεν ήταν η προσωπική επικράτηση του ενός ή του άλλου ηγέτη, αλλά το κατά πόσο η επανάσταση θα μπορούσε να ανανεωθεί, κατά πόσο η συνείδηση των μεγάλων μαζών θα μπορούσε να ξαναβρεί τη χαμένη της φρεσκάδα και δύναμη. Κι αυτό ήταν έργο, όχι κάποιου ηγέτη, όσο «μεγαλοφυής» κι αν ήταν, αλλά των τεράστιων απρόσωπων δυνάμεων της Ιστορίας. Ο ρόλος της προσωπικότητας στην ιστορία είναι εξαιρετικά σημαντικός, αλλά, σε αντίθεση μ’ αυτά που διδασκόμαστε στο σχολείο, δεν μπορεί να ανατρέψει την τάση των ιστορικών γεγονότων. Μπορεί μόνο να υποβοηθήσει αυτή την τάση ή, σε περίπτωση ανικανότητας, να την αναστείλει. Για να δώσουμε ένα παράδειγμα, η ύπαρξη του Λένιν στην συγκεκριμένη χρονική στιγμή ήταν ζωτικής σημασίας για τη νίκη της Οκτωβριανής επανάστασης. Αυτό όμως καθόλου δεν σημαίνει ότι θα αρκούσε η παρουσία του Λένιν σε οποιεσδήποτε ιστορικές συνθήκες για να έχουμε μια νικηφόρα σοσιαλιστική επανάσταση.

Είναι σίγουρο πως αν ο ΛΤ είχε στηριχτεί στον στρατό στα 1923-24 και είχε ξεκινήσει μια άγρια πάλη ενάντια στην ανερχόμενη γραφειοκρατία, θα είχε καταφέρει να επικρατήσει. Με τι τίμημα όμως; Η αναγόρευση του στρατού σε καθοριστικό παράγοντα της πάλης των τάξεων, το μόνο αποτέλεσμα που θα είχε, με τις υπόλοιπες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες να παραμένουν σταθερές, θα ήταν μια στρατιωτική δικτατορία, μέσα στην οποία ο ίδιος ο ΛΤ θα είχε αναγκαστεί να συνθηκολογήσει, ή, σε αντίθετη περίπτωση, θα είχε αντικατασταθεί από κάποιον άλλο «βοναπάρτη».

«Ο αγώνας για την εξουσία από την Αριστερή Αντιπολίτευση, από μια επαναστατική Μαρξιστική Οργάνωση, είναι κατανοητός μόνο σε συνθήκες ανόδου του επαναστατικού κινήματος. Κάτω από τέτοιες συνθήκες η στρατηγική του αγώνα στηρίζεται στην επίθεση, στο ανοιχτό κάλεσμα των μαζών, στην ανοιχτή σύγκρουση με την κυβέρνηση. Όχι λίγα από τα μέλη της Αντιπολίτευσης είχαν πρωταγωνιστήσει σε τέτοιου είδους αγώνες κατά το παρελθόν και ήξεραν από πρώτο χέρι πώς να τους οργανώσουν. Αλλά στις αρχές της δεκαετίας του ’20 και αργότερα, τέτοιες συνθήκες δεν υπήρχαν στην Ρωσία. Το ακριβώς αντίθετο συνέβαινε. Έτσι, μια ανοιχτή μάχη για την εξουσία ήταν εντελώς εκτός πραγματικότητας» (ΛΤ).

H τελευταία εξορία

Τα τελευταία 12 χρόνια της ζωής του ΛΤ κύλησαν στην εξορία, αλλά όχι στην απομόνωση, όπως έλπιζαν οι διώκτες του. Σ’ όλη αυτή την περίοδο, οι επίσημες ηγεσίες του εργατικού κινήματος δεν κατάλαβαν ούτε πρόβλεψαν τίποτε. Η πορεία τους χαρακτηρίστηκε από διαδοχικά ζιγκ ζαγκ, από απότομες εμπειρικές στροφές, πότε στα δεξιά και πότε στ’ αριστερά. Ο ΛΤ ήταν ο μόνος που με μεθοδικότητα και επιμονή ανέλυσε τα βασικά χαρακτηριστικά της περιόδου, προτείνοντας πάντοτε τη σωστή τακτική που έπρεπε ν’ ακολουθήσει το εργατικό κίνημα. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα ν’ αρχίσουν σε πολλές χώρες να σχηματίζονται ομάδες επαναστατών, γύρω απ’ τις ιδέες του. Οπωσδήποτε όμως, αυτή ήταν μια αργή διαδικασία. Η επανάσταση του Οκτώβρη ήταν πολύ πρόσφατη και η λάμψη της, για τη μεγάλη πλειοψηφία των εργατών σ’ ολόκληρο τον κόσμο, εξακολουθούσε να πέφτει πάνω στην σταλινική γραφειοκρατία, που παρουσιαζόταν σαν ο συνεχιστής των παραδόσεων που αυτή δημιούργησε.

Η «τρίτη περίοδος» και η άνοδος του φασισμού

Μετά τη χρεοκοπία των δεξιών πολιτικών σε Αγγλία, Κίνα, αλλά και στην ίδια τη Σοβιετική Ένωση, ξαφνικά, το 1928, οι σταλινικοί περνούν στο άλλο άκρο: Σύμφωνα με την επίσημη θεωρία, ο καπιταλισμός μπαίνει πια στην «τρίτη του περίοδο». Τα ΚΚ καλούνται να ξεκινήσουν τον τελικό αγώνα για την εξουσία, ενώ η Σοσιαλδημοκρατία καταγγέλλεται σαν ο κυριότερος εχθρός του εργατικού κινήματος. Για τους δυστυχείς «θεωρητικούς» του σταλινισμού, ο παράγοντας χρόνος δεν έπαιζε κανένα ρόλο. Είναι γεγονός πως η σοσιαλδημοκρατία όντως αποτελεί φρένο στην επαναστατική κίνηση του εργατικού κινήματος, πολλές φορές μάλιστα, όπως στην Γερμανία το 1918, ανέλαβε ανοιχτά το έργο της καταστολής της επανάστασης. Όπως όμως εξήγησαν οι Λένιν και Τρότσκι, η αποκάλυψη αυτού του ρόλου στις μάζες δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Οι εργάτες έχουν την τάση να δοκιμάζουν ξανά και ξανά αυτά τα κόμματα, που τα έχουν άλλωστε φτιάξει οι ίδιοι, πριν καταλήξουν στο συμπέρασμα πως πρέπει ν’ απαλλαγούν οριστικά απ’ αυτά. Η τακτική του «ενιαίου μετώπου» που είχε προταθεί απ’ τη Διεθνή, όσο ζούσε ακόμα ο Λένιν, είχε ακριβώς αυτό το σκοπό: Οι Κομμουνιστές θα έπρεπε να πιέζουν τις ηγεσίες των ρεφορμιστικών κομμάτων σε κοινή δράση για συγκεκριμένα ζητήματα, κρατώντας όμως ακέραια την οργάνωση, τις θέσεις και το πρόγραμμά τους («προχωράμε χωριστά, χτυπάμε μαζί»). Έτσι, θα βοηθούσαν τους εργάτες που έμεναν ακόμη προσκολλημένοι στις παλιές τους ηγεσίες να καταλάβουν τα όρια των ηγεσιών αυτών και να τα ξεπεράσουν στην πράξη.

Πρώτο παράδειγμα μιας τέτοιας ενιαιομετωπικής τακτικής, αποτέλεσε ο αγώνας των Μπολσεβίκων απέναντι στον στρατηγό Κορνίλοφ, τον Αύγουστο του 1917: Χωρίς να σταματήσουν ούτε λεπτό τον αγώνα ενάντια στην προσωρινή κυβέρνηση, οι Μπολσεβίκοι συνεργάστηκαν με τους Μενσεβίκους και τους Σοσιαλεπαναστάτες μπροστά στον άμεσο κίνδυνο που αντιπροσώπευε ο μοναρχικός στρατηγός. Αυτό ήταν που τους έδωσε οριστικά την πλειοψηφία μέσα στην εργατική τάξη και τους αγρότες της Ρωσίας.

Ο Φασισμός αντιπροσώπευε ακριβώς έναν τέτοιο άμεσο κίνδυνο. Ο ΛΤ ήταν ο πρώτος που κατάλαβε πως ο Χίτλερ δεν αποτελούσε απλώς μια άλλη έκφραση της εξουσίας των καπιταλιστών, αλλά ήταν προορισμένος να προχωρήσει πολύ πιο πέρα. Μέσα στις συνθήκες σήψης του καπιταλισμού, οι αστοί δεν μπορούσαν πλέον να στηρίζονται στα κοινοβουλευτικά μέσα του παρελθόντος: «εδώ αρχίζει το ιστορικό έργο του φασισμού. Ανορθώνει στα πόδια τους τις τάξεις εκείνες που στέκονται αμέσως πιο πάνω απ’ το προλεταριάτο (δηλ. τους μικροαστούς), τις στρατιωτικοποιεί με τα μέσα του χρηματιστικού κεφαλαίου και τις προσανατολίζει στην καταστροφή των εργατικών οργανώσεων, από τις επαναστατικές μέχρι τις πιο μετριοπαθείς.

Ο φασισμός δεν είναι απλώς ένα σύστημα καταπίεσης και αστυνομικής τρομοκρατίας. Είναι ένα κρατικό σύστημα ιδιαίτερο, που στηρίζεται στην εξόντωση όλων των στοιχείων εργατικής δημοκρατίας μέσα στην αστική κοινωνία (συνδικάτα, δημοκρατικά δικαιώματα κλπ). Η επιδίωξη του φασισμού δεν συνίσταται μόνο στο να συντρίψει την εργατική πρωτοπορία, αλλά να συγκρατήσει επίσης όλη την εργατική τάξη σε μια κατάσταση αναγκαστικού τεμαχισμού, να καταστρέψει τα αποτελέσματα εργασίας 3/4 του αιώνα, της σοσιαλδημοκρατίας και των συνδικάτων. Γιατί στην εργασία αυτή είναι που στηρίζεται τελικά το ίδιο το Κομμουνιστικό Κόμμα».

Απέναντι σ’ αυτή την ολοκληρωμένη ανάλυση, που θα επαληθευόταν με τον πιο τραγικό τρόπο λίγα χρόνια αργότερα, ο Στάλιν απάντησε μ’ ένα επίσης ολοκληρωμένο σύστημα θεωρητικής τύφλωσης: Σύμφωνα μ’ αυτόν, φασισμός και σοσιαλδημοκρατία ήταν «δίδυμοι», λες και δεν μπορούν δυο δίδυμοι να είναι επίσης οι χειρότεροι εχθροί. Χωρίς να έχει κερδίσει την πλειοψηφία του εργατικού κινήματος, το ΚΚ Γερμανίας ανακάλυψε πως οι «σοσιαλφασίστες», όπως ονόμασαν το σοσιαλιστικό κόμμα, αποτελούσαν τον χειρότερο εχθρό του κινήματος, φτάνοντας μάλιστα μέχρι του σημείου να κάνουν και πρόσκαιρες συμμαχίες με τους Ναζί, εναντίον τους. Υιοθέτησαν μάλιστα το σύνθημα «πρώτα ο Χίτλερ, έπειτα η σειρά μας». Η σειρά τους ήρθε βέβαια, αλλά με τρόπο που δεν μπορούσαν να φανταστούν. Με την πολιτική του τεμαχισμού της εργατικής τάξης, οι Ναζί ανέβηκαν στην εξουσία «χωρίς να σπάσει ούτε ένα παράθυρο», όπως περηφανευόταν ο Χίτλερ. Λίγους μήνες μετά ολοκλήρωσαν το πραξικόπημά τους, τσακίζοντας την εργατική τάξη και βάζοντας τις βάσεις για τη φρίκη του 2ου παγκόσμιου πολέμου που θ’ ακολουθούσε. Η Κομιντέρν θα κατακτούσε επάξια τον τίτλο που της απένειμε ο ΛΤ: «Ο μεγάλος οργανωτής των ηττώ».

Τα λαϊκά μέτωπα

Μετά την τραγική κατάληξη της Γερμανίας, η 3η Διεθνής κάνει άλλη μια στροφή 180ο . Αναγνωρίζει πλέον τον κίνδυνο του φασισμού και για άλλες χώρες (Γαλλία, Ισπανία κλπ), αλλά για άλλη μια φορά αποφεύγει επιμελώς να καλέσει σε Ενιαίο Μέτωπο τα κόμματα της αριστεράς. Αντ’ αυτού, στρέφεται στα «λαϊκά μέτωπα», σε συμμαχίες δηλαδή με «φωτισμένους» δεξιούς, τα συμφέροντα των οποίων βρισκόντουσαν πολύ πιο κοντά στους φασίστες παρά στα κομμουνιστικά κόμματα. Για άλλη μια φορά, με την πολιτική της, σπέρνει τη σύγχυση στο εργατικό κίνημα, οδηγώντας το στην ήττα. Στην Γαλλία, τον Ιούνη του 1936, αλλά κυρίως στην ισπανική επανάσταση, η σταλινική γραφειοκρατία κάνει το ποιοτικό άλμα της ανοιχτής και εσκεμμένης πλέον προδοσίας της διεθνούς επανάστασης.

Στα προηγούμενα γεγονότα, στην Αγγλία, την Κίνα, ακόμη και στην Γερμανία, ήταν ζήτημα λαθεμένης πολιτικής και αδυναμίας στοιχειώδους πρόβλεψης. Μα στην Ισπανία, κρυμμένοι πίσω από τη θεωρία των σταδίων που θα έπρεπε να περάσει η επανάσταση εκεί, οι σταλινικοί έπαιξαν έναν ανοιχτά αντεπαναστατικό ρόλο. Με το όπλο στο χέρι, με αστυνομικές και στρατιωτικές δυνάμεις, προσπάθησαν και πέτυχαν να αποτρέψουν την ολοκλήρωση της πορείας της επανάστασης προς την εξουσία των εργατικών και αγροτικών μαζών. Γι’ αυτούς προείχε η συμμαχία με την αστική τάξη της Ισπανίας στο όνομα του «σταδίου» της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Αυτό έκανε το έργο της συντριβής της επανάστασης από το στρατηγό Φράνκο πολύ πιο εύκολο.

Οι δίκες της Μόσχας

Τα διεθνή γεγονότα, με τις αλλεπάλληλες ήττες της επανάστασης, και οι συνέπειες της βίαιης κολεκτιβοποίησης στο εσωτερικό της Σοβ. Ένωσης, που οδήγησε σε εκατομμύρια θύματα και μια άνευ προηγουμένου καταπίεση, απαιτούσαν ριζικά μέτρα από την πλευρά της γραφειοκρατίας για να καταφέρει να μανουβράρει τη λαϊκή οργή που συσσωρευόταν. Σαν αποτέλεσμα, ξεκίνησαν οι περιβόητες δίκες της Μόσχας, που δεν είχαν ιστορικό προηγούμενο από την εποχή της ιερής εξέτασης και του κυνηγητού των μαγισσών.

Ξαφνικά η Ρωσία γέμισε «κατάσκοπους» και «σαμποτέρ». Χιλιάδες πρώην αντιπολιτευόμενοι, αλλά και οι συγγενείς τους μέχρι τρίτου βαθμού, (ακόμα κι αν είχαν από χρόνια συνθηκολογήσει με το καθεστώς), βαφτίστηκαν «πράκτορες της Γκεστάπο» και οδηγήθηκαν στην εξορία και το θάνατο. Ακόμη και ηγετικά στελέχη του κόμματος και του κρατικού μηχανισμού, όλη η παλιά γενιά των Μπολσεβίκων, αντιμετώπισαν τις ίδιες κατηγορίες. Όλοι αυτοί, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, είχαν ένα κοινό σημείο: Δρούσαν κάτω από τις εντολές του Τρότσκι.

Ο ΛΤ παρ’ ότι απομονωμένος στην εξορία, πρώτα στην Νορβηγία κι έπειτα στο Μεξικό, αντέκρουσε μια προς μια όλες τις κατηγορίες, όχι μόνο πολιτικά αλλά και «νομικά», αποδεικνύοντας δεκάδες τυπικές αντιφάσεις και ψέματα. Κατηγορήθηκε ότι συνάντησε κάποιους απ’ αυτούς τους «σαμποτέρ» σ’ ένα ξενοδοχείο στην Κοπεγχάγη που είχε κατεδαφιστεί 15 χρόνια πριν. Ότι ο Πιατάκοβ πήγε να το δει με αεροπλάνο στην Νορβηγία, αλλά προσγειώθηκε σ’ ένα αεροδρόμιο το οποίο δεν είχε δεχτεί ξένο αεροπλάνο για μήνες πριν ή μετά την υποτιθέμενη ημερομηνία και πολλά άλλα τέτοια.

Οι τυπικές ανακολουθίες των δικών δεν είναι τίποτε βέβαια μπροστά στην αυταπόδεικτη πολιτική σκευωρία. Όλοι οι κατηγορούμενοι είχαν περάσει 30 και περισσότερα χρόνια της ζωής τους καταγγέλλοντας την ατομική τρομοκρατία σαν εντελώς επιζήμια για το εργατικό κίνημα, σαν μια μέθοδο πάλης που το μόνο της αποτέλεσμα είναι η ενδυνάμωση του καθεστώτος που επιχειρεί να πλήξει. Πώς θα ήταν λοιπόν δυνατό να επιλέξουν αυτή ακριβώς τη μέθοδο πάλης, τη στιγμή μάλιστα που πολλοί απ’ αυτούς διατηρούσαν εκείνη την περίοδο ιδιαίτερα υψηλές κρατικές θέσεις;

Ωστόσο τα λογικά επιχειρήματα ωχριούσαν μπροστά στην ανάγκη του καθεστώτος να βρει εξιλαστήρια θύματα για την εγκληματική του πολιτική και να χαράξει ένα ποτάμι αίματος που θα το χώριζε οριστικά από τις παραδόσεις του Λένιν και του Μπολσεβικισμού. Όταν ο Στάλιν, 10 χρόνια πριν, πέτυχε τη διαγραφή από το κόμμα όλων των αντιπολιτευόμενων, είχε κατηγορηθεί ανοιχτά από τον ΛΤ πως «βάζει υποψηφιότητα για νεκροθάφτης της επανάστασης». Η διαδικασία αυτή έφτανε τώρα στην ολοκλήρωσή της. Γινόταν πλέον επιτακτικό το καθήκον της οικοδόμησης νέων επαναστατικών κομμάτων και μια νέας Διεθνούς των εργατών.

Η 4η Διεθνής

Το ιδρυτικό συνέδριο της 4ης Διεθνούς έγινε στο Παρίσι, το 1938, με αντιπροσώπους από 11 χώρες και κάτω από αυστηρά μέτρα ασφαλείας, για να προστατευτεί τόσο από τις αστικές κυβερνήσεις, όσο κι απ’ τους πράκτορες του Στάλιν. Γι’ αυτό το λόγο άλλωστε, είχε ανακοινωθεί ότι θα γινόταν στην Ελβετία.

Από τις πρώτες κιόλας στιγμές του, στα μέσα του 19ου αιώνα, το διεθνές εργατικό κίνημα προσπαθούσε να χτίσει μια διεθνή ηγεσία, αναγνωρίζοντας το γεγονός πως κανένας αγώνας δεν μπορεί να είναι αποτελεσματικός αν δεν έχει διεθνή προοπτική. Μετά το οριστικό πέρασμα της σταλινικής Κομιντέρν στο στρατόπεδο της αντεπανάστασης και μπροστά στον πόλεμο που ήταν έτοιμος να ξεσπάσει, ο ΛΤ και οι υποστηρικτές του ανέλαβαν τη δημιουργία ενός καινούριου κέντρου της παγκόσμιας επανάστασης, παρ’ ότι δεν υπήρχαν έτοιμες μαζικές δυνάμεις στις διάφορες χώρες. Πίστευαν, πως όπως ο 1ος παγκόσμιος πόλεμος είχε σημάνει το τέλος της 2ης Διεθνούς και είχε οδηγήσει στην γρήγορη άνοδο των δυνάμεων της επανάστασης, το ίδιο θα συνέβαινε και με τον πόλεμο που θ’ ακολουθούσε. Πράγματι, η Κομιντέρν διαλύθηκε και επισήμως το 1943, σαν μια ένδειξη καλής θέλησης του Στάλιν προς τους συμμάχους του. Μετά το τέλος του πολέμου, επαναστατικές συνθήκες επικρατούσαν σ’ ολόκληρη την Ευρώπη, σε πολλές χώρες μάλιστα, όπως στην Ελλάδα, η εξουσία ουσιαστικά είχε περάσει στα χέρια του εργατικού κινήματος. Για άλλη μια φορά όμως ο Στάλιν, έχοντας εξασφαλίσει κάτω από σοβιετική κυριαρχία μια σειρά χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, εγκατέλειψε την επανάσταση στη Δυτική Ευρώπη, ανάγκασε τα ΚΚ να παραδώσουν την εξουσία στους αστούς σώζοντας έτσι το καπιταλιστικό σύστημα.

Το μεταβατικό πρόγραμμα

«Η ιστορική κρίση της ανθρωπότητας έχει αναχθεί σε κρίση της επαναστατικής ηγεσίας του προλεταριάτου». Σ’ αυτή τη φράση, που διατηρεί μέχρι σήμερα αναλλοίωτη την αξία της, το πρόγραμμα της 4ης Διεθνούς συμπυκνώνει ολόκληρη την οικονομική και πολιτική κατάσταση της εποχής. Οι παραγωγικές δυνάμεις λιμνάζουν. Οι καινούριες τεχνολογίες, αντί να απελευθερώσουν τον άνθρωπο από τα δεσμά της μισθωτής εργασίας, χρησιμοποιούνται για να ρίξουν ακόμα περισσότερους στην φτώχεια και την ανεργία. Η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής έχει από καιρό μετατραπεί σε μια θηλιά που απειλεί να πνίξει την ανθρωπότητα. Αυτοί είναι οι αντικειμενικοί όροι για το πέρασμα στον σοσιαλισμό. Και ενώ αυτοί οι όροι υπάρχουν, οι ηγεσίες του εργατικού κινήματος αρνούνται να αναλάβουν τον αγώνα για την κατάκτηση της εξουσίας.

Για να καταφέρει η εργατική τάξη να φτάσει στην εξουσία, δεν είναι αρκετές οι «μεταρρυθμίσεις» του συστήματος, ούτε η πάλη για ένα «μίνιμουμ» πρόγραμμα αιτημάτων, που θα μεταθέτει την επανάσταση σε κάποιο απροσδιόριστο μέλλον. Είναι απαραίτητη η προώθηση ενός μεταβατικού προγράμματος διεκδικήσεων, που θα συνδέει άμεσα τους αγώνες του σήμερα, τους αγώνες για τη διατήρηση των κεκτημένων και για την καλυτέρευση του βιοτικού επιπέδου με το χτίσιμο ενός κινήματος που θα ανατρέψει οριστικά τον καπιταλισμό. Μόνο ένα τέτοιο πρόγραμμα μπορεί να δώσει κατεύθυνση στο κίνημα, χωρίς να το περιορίζει, και χωρίς να το αποκοιμίζει με τη δημιουργία αυταπατών πως είναι τάχα δυνατή η σταθερή καλυτέρευση των συνθηκών μέσα στις οποίες ζει και εργάζεται (μέσα σ’ ένα σάπιο και ολοένα και πιο παρασιτικό κοινωνικό σύστημα).

Η διαθήκη

Ο ΛΤ πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στο Μεξικό, τη μόνη χώρα σ’ ολόκληρο τον κόσμο που δέχτηκε να του προσφέρει πολιτικό άσυλο, αγνοώντας τις πολύ πραγματικές απειλές της Μόσχας. Ο θάνατος τον βρήκε από το χέρι ενός σταλινικού πράκτορα που είχε παρουσιαστεί σαν θαυμαστής του, τον Αύγουστο του 1940. Ήταν το τελευταίο θύμα μιας ολόκληρης σειράς δολοφονιών, που είχαν ξεκληρίσει ολόκληρη την οικογένεία του. Παρ’ όλα αυτά είχε το κουράγιο να γράψει στην διαθήκη του: «Στα σαράντα τρία χρόνια της συνειδητής μου ζωής παρέμεινα επαναστάτης. στα σαράντα δύο απ’ αυτά πάλεψα κάτω από τη σημαία του μαρξισμού. Αν χρειαζόταν να ξαναρχίσω απ’ την αρχή, φυσικά θα προσπαθούσα ν’ αποφύγω αυτό ή εκείνο το λάθος, όμως η κύρια πορεία της ζωής μου θα έμενε αμετάβλητη. Θα πεθάνω προλεταριακός επαναστάτης, μαρξιστής, διαλεκτικός υλιστής και άρα ασυμφιλίωτα άθεος. Η πίστη μου στο κομμουνιστικό μέλλον της ανθρωπότητας δεν είναι λιγότερο φλογερή, αντίθετα σήμερα είναι πιο στερεή απ’ ότι ήταν στις μέρες της νιότης μου.

Η Ναταλία μόλις ανέβηκε από την αυλή και άνοιξε διάπλατα το παράθυρο για να μπει πιο ελεύθερα ο αέρας στο δωμάτιό μου. Μπορώ και βλέπω, κάτω από τον τοίχο, το καταπράσινο σειρήτι του γρασιδιού και πάνω το διάφανο γαλάζιο ουρανό και παντού ηλιόφως. Η ζωή είναι όμορφη. Ας την καθαρίσουν οι αυριανές γενιές από κάθε ασχήμια, κάθε καταπίεση και βία και ας τη χαρούν σ’ όλη της την πληρότητα».

«Εχθρός» μέχρι το τέλος…

Ακόμα και στις τελευταίες μέρες της Σοβιετικής Ένωσης, η γραφειοκρατία σε καμιά στιγμή δεν επέτρεψε στον εαυτό της ν’ αναγνωρίσει την ιστορική αλήθεια. Στην περίοδο της «περεστρόικα» του Γκορμπατσόφ, πολλοί απ’ τους παλιούς ηγέτες της επανάστασης, (Μπουχάριν, Ρύκοβ κλπ) που κατηγορήθηκαν άδικα κι εκτελέστηκαν από τον Στάλιν, αναγνωρίστηκαν και αποκαταστάθηκαν από το ΚΚΣΕ. Δεν μπορούσε όμως να ισχύσει το ίδιο για τον ΛΤ, που 50 χρόνια μετά το θάνατό του εξακολουθούσε να αποτελεί τον υπ’ αριθμόν ένα κίνδυνο για τη σοβιετική γραφειοκρατία.

Ο «ανανεωτής» Γκορμπατσόφ μέχρι το τέλος χαρακτήριζε τον ΛΤ «έναν πανούργο πολιτικό, που οι θέσεις του ουσιαστικά ταυτίζονταν με τα συμφέροντα των αστών», ενώ την ίδια στιγμή δεχόταν την άποψη πως «το πολιτικό κέντρο του Κόμματος, μ’ επικεφαλής τον Στάλιν, κατάφερε να υπερασπιστεί τον Λενινισμό, διεξάγοντας αμείλικτο ιδεολογικό πόλεμο ενάντια στην Τροτσκιστική Αντιπολίτευση»!! Η Πράβδα, επίσημη εφημερίδα του ΚΚΣΕ, προχωρούσε ακόμη παρά πέρα: το 1988, σ’ ένα άρθρο με τίτλο «Τρότσκι, ο δαίμονας της επανάστασης», έφτανε στο σημείο να υποστηρίξει πως «ο Τρότσκι ευθυνόταν για το κύμα πολιτικής τρομοκρατίας στο εσωτερικό της ΕΣΣΔ, την δεκαετία του ’30, εξαιτίας της προπαγανδιστικής του δράσης στην εξορία»!! Σ’ αυτά τα αποσπάσματα μπορεί να διακρίνει κανείς σε τελική ανάλυση την οριστική επιβεβαίωση του έργου του ΛΤ., που πέθανε όπως ακριβώς έζησε: σαν αμετανόητος επαναστάτης.

Oι ιδέες παραμένουν ζωντανές

Η μελέτη της ζωής και των ιδεών του ΛΤ απέχει πολύ απ’ το να είναι ένα ζήτημα του παρελθόντος, με αποκλειστικά ιστορικό και θεωρητικό ενδιαφέρον. Ο καπιταλισμός εξακολουθεί, εδώ και δεκαετίες, να βρίσκεται σε συνθήκες δομικής κρίσης. Παρ’ όλη την τεράστια ανάπτυξη που παρουσιάζει για περισσότερα από δέκα χρόνια σε επίπεδο δεικτών και αριθμών, γίνεται ολοένα και πιο φανερό πως αυτή η «ανάπτυξη» όχι μόνο δεν καλυτερεύει το βιοτικό επίπεδο των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων, αλλά ακριβώς το αντίθετο: ο μισός πλανήτης έχει στην κυριολεξία αφεθεί στην τύχη του, ενώ ακόμη και στις ανεπτυγμένες χώρες οι άνεργοι και οι φτωχοί αυξάνονται καθημερινά. Αν σ’ όλα αυτά προστεθεί η οικολογική καταστροφή στην οποία έχει καταδικάσει ο καπιταλισμός τον πλανήτη, γίνεται φανερό πως η επανάσταση και η εργατική δημοκρατία, όσο κι αν φαίνεται μακρινή προοπτική για πολλούς, δεν παύει ν’ αποτελεί τη μόνη ρεαλιστική προοπτική για την ανθρωπότητα.

Την ίδια στιγμή, οι σταλινικές και ρεφορμιστικές ηγεσίες του εργατικού κινήματος δεν κάνουν άλλο απ’ το να επαναλαμβάνουν τα λάθη του παρελθόντος και μάλιστα να στρέφονται με ταχείς ρυθμούς ολοένα και πιο δεξιά, έχοντας στην ουσία αποδεχτεί την οικονομική αλλά κυρίως την ιδεολογική κυριαρχία της «αγοράς». Τα ΚΚ εξακολουθούν να πιστεύουν στα «στάδια» απ’ τα οποία «θα περάσει» (σε κάποιο απρόβλεπτο μέλλον), η επανάσταση, οι συμμαχίες τους δε, εξακολουθούν να είναι στην κατεύθυνση των «λαϊκών μετώπων» του ’30. (το παράδειγμα του ΚΚΕ και του «αντιιμπεριαλιστικού – δημοκρατικού» του μετώπου, είναι από τα πιο χαρακτηριστικά).

Κρατώντας αδιάκοπο το επαναστατικό νήμα, μέσα σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, οι συνεχιστές των ιδεών του μαρξισμού μπορούν να κοιτάζουν μ’ αισιοδοξία το μέλλον, όπως αναγκάστηκε να παραδεχτεί προς το τέλος της ζωής του ο αρχηγός της σοβιετικής αντικατασκοπίας στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια του 2ου παγκόσμιου πολέμου, ένας άνθρωπος που φυσικά δεν υπήρξε ποτέ του «τροτσκιστής». Αναγνωρίζοντας τα λάθη και τα εγκλήματα του Σταλινισμού, αναφέρει στα απομνημονεύματά του (Λ. Τρέπερ, «Το μεγάλο παιγνίδι»): «Αλλά ποιος ύψωσε τότε τη φωνή του; Οι Τροτσκιστές, ακολουθώντας το παράδειγμα του ηγέτη τους, είναι οι μόνοι που μπορούν να υπερηφανεύονται γι’ αυτή την τιμή… Σήμερα, έχουν το δικαίωμα να κατηγορούν αυτούς που κάποτε ούρλιαζαν μαζί με τους λύκους. Ας μην ξεχνάμε όμως, πως είχαν ένα τεράστιο πλεονέκτημα: είχαν ένα ολοκληρωμένο σύστημα ιδεών, ήταν οι μόνοι που μπορούσαν να προβάλλουν ένα διαφορετικό μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης, που μπορούσε ν’ αντικαταστήσει τον σταλινισμό. Είχαν κάτι να στηριχτούν, ακόμα και στις στιγμές της πιο βαθιάς τους δυστυχίας, καθώς έβλεπαν την επανάσταση να προδίδεται. Δεν συνθηκολόγησαν ούτε υποχώρησαν, γιατί μπορούσαν να ξέρουν πως η υποχώρησή τους δεν θα υπηρετούσε ούτε το Κόμμα, ούτε το Σοσιαλισμό».

Ακολουθήστε το «Ξ» στο Google News για να ενημερώνεστε για τα τελευταία άρθρα μας.

Μπορείτε επίσης να βρείτε αναρτήσεις, φωτογραφίες, γραφικά, βίντεο και ηχητικά μας σε facebook, twitter, instagram, youtube, spotify.

Ενισχύστε οικονομικά το xekinima.org

διαβάστε επίσης:

7,276ΥποστηρικτέςΚάντε Like
988ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
1,118ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
434ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής

Επίκαιρες θεματικές

Πρόσφατα άρθρα