«Τράνταζε σαν από σεισμό συθέμελα ο Χορτιάτης
κι ακόντιζε μηνύματα με κόκκινη βαφή»
– Νίκος Καββαδίας από τη συλλογή Θεσσαλονίκη ΙΙ
«Ξάπλωσα πάνω στα πτώματα και έκανα τη σκοτωμένη. Έτσι γλίτωσα από τη σφαγή», – Ελένη Νανακούδη, η τελευταία μάρτυρας του Ολοκαυτώματος του Χορτιάτη.
Η αποφράδα ημέρα ήταν η 2 Σεπτεμβρίου του 1944, όταν Γερμανοί και Έλληνες Nαζί έβαψαν στο αίμα τον Χορτιάτη Θεσσαλονίκης, το χωριό που βρίσκεται πάνω στο ομώνυμο βουνό, γράφοντας ακόμα μια σελίδα στην μαύρη βίβλο των εγκλημάτων πολέμου. Ο Χορτιάτης θα ζήσει ένα ολοκαύτωμα, θα γνωρίσει τα κρεματόρια και τον θάνατο. Ταυτόχρονα, όμως, θα μετατραπεί σε ένα μέρος όπου η ιστορική μνήμη διατηρείται ζωντανή και μας καλεί να ρίξουμε φως στα γεγονότα της εποχής, να βγάλουμε συμπεράσματα και να αναφωνήσουμε «Ποτέ Ξανά Φασισμός!».
Η μαύρη μέρα του Σεπτέμβρη του 1944 (1)
Ο θάνατος ενός Γερμανού στρατιώτη-χημικού σε μια τυχαία ένοπλη συμπλοκή στο Ρωμαϊκό Υδραγωγείο (Καμάρα), μεταξύ ανταρτών του ΕΛΑΣ, που είχαν στήσει ενέδρα για άλλο λόγο και Γερμανών, που συνόδευαν προπορευόμενο –κατά μια ώρα περίπου– όχημα της εταιρείας Ύδρευσης και μετέβαιναν στις πηγές της Αγίας Παρασκευής για να τις απολυμάνουν, επίσπευσε την προαποφασισμένη και καλά οργανωμένη απόφαση των Ναζί να αφανίσουν το Χορτιάτη και τους κατοίκους του, οι οποίοι είχαν προ πολλού στοχοποιηθεί για την αντιστασιακή τους δράση.
Λίγες ώρες αργότερα από το πρωϊνό επεισόδιο, οι γερμανικές ναζιστικές δυνάμεις συνεπικουρούμενες από ορδές ταγματασφαλιτών του Σούμπερτ, θα φτάσουν στο Χορτιάτη με 32 οχήματα έτοιμες να εφαρμόσουν το προμελετημένο τους σχέδιο. Ξεσπούν σε πράξεις παράφορης βίας, σκοτώνουν βρέφη, βιάζουν, εκτελούν εν ψυχρώ, καίνε και λεηλατούν. Συγκεντρώνουν όσους και όσες δεν έχουν εγκαταλείψει το χωριό στο φούρνο του Γκουραμάνη και το σπίτι του Νταμπούδη, μετατρέποντας τους δύο χώρους σε κρεματόρια. Ο απολογισμός: 149 άνθρωποι νεκροί, στο σύνολό τους άμαχος πληθυσμός. Οι 51 εξ’ αυτών κάτω των 18 ετών, ενώ κάηκαν περίπου 300 σπίτια. Δύο ημέρες μετά οι εγκληματίες ξαναγύρισαν για να ολοκληρώσουν το πλιάτσικο.
Η ελληνική επίσημη ιστοριογραφία και οι απολογητές του συστήματος ελάχιστα έχουν ασχοληθεί με τη σφαγή στον Χορτιάτη. Και όταν το έκαναν, επιχείρησαν ως επί το πλείστον να μετατρέψουν τα θύματα σε θύτες. Υποστηρίζουν ότι οι Ναζί προκλήθηκαν από την επίθεση στο κομβόι αυτοκινήτων και αποφάσισαν να κάψουν το χωριό ως αντίποινα. Σε κάθε σχεδόν περίπτωση ολοκαυτώματος υπάρχει μια σχετική ιστορία – συνδυασμός «της κακιάς της ώρας» και της «ανεύθυνης, αν όχι ύποπτης» δράσης της ένοπλης Αντίστασης. Όμως οι σφαγές και οι εκτελέσεις άμαχου πληθυσμού ήταν βασική πολιτική επιλογή των Ναζί προκειμένου να καλλιεργήσουν κλίμα τρόμου στο σύνολο του πληθυσμού. Αυτό αποδεικνύεται κι από το γεγονός πως έπειτα από λίγες μέρες ξανά οι ίδιες εγκληματικές ομάδες του Σούμπερτ αιματοκύλησαν τα Γιαννιτσά Πέλλας (14 Σεπτεμβρίου 1944) χωρίς καμιά απολύτως αφορμή. Αλλά και πέρα απ’ αυτά είναι εντελώς παράλογο να μπαίνουμε στη διαδικασία να συγκρίνουμε την ένοπλη αντίσταση κι αγώνα των ανταρτών του ΕΛΑΣ με την κτηνωδία του Χορτιάτη .
Σούμπερτ και Έλληνες Ναζί
Πρωταγωνιστής της σφαγής ήταν ο Φριτς Σούμπερτ, ένας από τους μεγαλύτερους εγκληματίες πολέμου στα Βαλκάνια.
Ο διαβόητος Γερμανός επιλοχίας ιδρύει τον Ιούνιο του 1942 το στρατιωτικό σώμα «Εθνικό απόσπασμα καταδίωξης κακοποιών» το οποίο μέχρι τον Οκτώβρη του 1944 δολοφονεί εν ψυχρώ και χωρίς καμιά διαδικασία περισσότερους από 600 ανθρώπους (ορισμένες πηγές ανεβάζουν το νούμερο στους 3.000) σε περίπου 40 χωριά της Κρήτης,απ’ όπου ξεκίνησε, και της Μακεδονίας.
Το πιο «ενδιαφέρον» σημείο της ιστορίας αυτού του τάγματος θανάτου είναι ότι απαρτιζόταν σχεδόν εξ’ ολοκλήρου από Έλληνες συνεργάτες των Ναζί, κάτι το οποίο η επίσημη ιστοριογραφία επιχειρεί να διαγράψει από τη συλλογική μνήμη.
Η καταδίκη του σε τουφεκισμό στις 22 Οκτωβρίου του 1947 πίσω από τις φυλακές του Επταπυργίου στη Θεσσαλονίκη ήταν ο επίλογος ενός «χασάπη».
Το άλλοθι του κατεστημένου
Έκτοτε το όνομα Σούμπερτ έχει λάβει υπερβολικές διαστάσεις. Ακόμα και σήμερα στην Κρήτη η λέξη «Σουμπερίτης» θεωρείται βαριά βρισιά, καθώς υποδηλώνει τον υπάνθρωπο, το απόβρασμα, τον προδότη.
Από τη μια, αυτή η φήμη είναι δικαιολογημένη εξ’ αιτίας του σαδισμού με τον οποίο εξολόθρευε άμαχο πληθυσμό. Εδώ βέβαια να τονίσουμε ότι ο Σούμπερτ δεν λειτουργούσε αυτοβούλως. Κάθε άλλο. Ήξερε πολύ καλά τι έκανε όντας παρασημοφορημένο στέλεχος των Ναζί. Σκοπός ήταν να ποτιστούν οι περιοχές στις οποίες δρούσε με τεράστιες ποσότητες τρόμου προκειμένου να καμφθεί το αντιστασιακό πνεύμα. Σε πολλές περιπτώσεις, βέβαια, συνέβη το αντίθετο. Στις περιοχές αυτές καρποφόρησαν μερικές από τις πιο ηρωικές στιγμές της αντιφασιστικής πάλης.
Από την άλλη, το ντύσιμο αυτού του ονόματος με ένα τέτοιο, υπερβολικό πέπλο οφείλεται στην προσπάθεια των δεξιών κυβερνήσεων, που ακολούθησαν, να κατασκευάσουν ένα άλλοθι κι έναν αποδιοπομπαίο τράγο. Να ξεπλύνουν τα δικά τους εγκλήματα και τις πλάτες που έκαναν στους κατακτητές, καθώς και για να ικανοποιήσουν κάπως την δίψα της κοινωνίας για δικαιοσύνη. Δεν είναι τυχαίο ότι την ίδια στιγμή εντοπίστηκαν ακόμη 911 Ναζί από το Εθνικό Γραφείο Εγκλημάτων Πολέμου αλλά έμειναν ατιμώρητοι. Φυσικά, ακόμα μεγαλύτερη ατιμωρησία ή καλύτερα ασυλία, έλαβαν οι Έλληνες συνεργάτες των Ναζί (2).
Σκαλίζοντας την Ιστορία αντιλαμβανόμαστε ότι υπάρχει ένα ισχυρό νήμα που συνδέει τα τάγματα ασφαλείας και τους δοσίλογους που ενσωματώθηκαν στον κρατικό μηχανισμό , με το μετεμφυλιακό κράτος το οποίο επέδειξε εξαιρετικά ευνοϊκή μεταχείριση απέναντι στους συνεργάτες των Ναζί. Και μετέπειτα με την Χούντα των Συνταγματαρχών για να φτάσουμε στο σήμερα όπου οι δεσμοί της ακροδεξιάς και των Νεοναζί με το βαθύ κράτος, τα σώματα ασφαλείας ακόμα και με πλευρές του δικαστικού συστήματος είναι κάτι παραπάνω από εμφανείς.
Η μάχη της ιστορικής μνήμης απέναντι στη λήθη και τη διαστρέβλωση
Η αντιφασιστική πάλη, οι κοινωνικοί αγώνες για ελευθερία και δικαιοσύνη, η αλληλεγγύη και η λαϊκή αυταπάρνηση έχουν βαθιές ρίζες σε τούτα εδώ τα χώματα.
Αυτό είναι κάτι που ποτέ δε θα μπορέσουν να χωνέψουν το κατεστημένο και η άρχουσα τάξη, που έχουν ταυτίσει τη διαδρομή τους με προδοσίες, ξεπουλήματα, δολοφονίες, διαφθορά και υποκρισία. Γι’ αυτό τα τελευταία χρόνια έχουν βαλθεί να ξαναγράψουν την ιστορία συσκοτίζοντας ή και διαστρεβλώνοντας πλήρως ιστορικά γεγονότα όπως η σφαγή στον Χορτιάτη. Για την βιαιότητα των Ναζί, για παράδειγμα, επιχειρούν να μας πείσουν ότι ευθύνεται η αντιστασιακή δράση του ΕΛΑΣ, η οποία τους ερέθιζε, ενώ για τη δημιουργία των ταγμάτων ασφαλείας, συνεργατών των Ναζί και μετέπειτα βασικού κορμού του μετεμφυλιακού κράτους, η «κόκκινη τρομοκρατία». Εδώ απλά να υπενθυμίσουμε πως τα Τάγματα Ασφαλείας ορκίζονταν στον Χίτλερ με τα ακόλουθα λόγια:
«Ορκίζομαι εις τον Θεόν τον άγιον τούτον όρκον ότι θα υπακούω εις τα διαταγάς του ανωτάτου αρχηγού του Γερμανικού Στρατού Αδόλφου Χίτλερ…».
Το ίδιο όμως δεν υποστηρίζουν και για την τωρινή κατάσταση που βιώνουμε; Ότι δηλαδή, για την βιαιότητα των δανειστών και των καπιταλιστών απέναντί στην πλειοψηφία της κοινωνίας δεν ευθύνεται η προσπάθεια του συστήματος να φορτώσει το βάρος της κρίσης, που αυτό δημιούργησε, στις πλάτες του λαού, αλλά οι μαζικοί, εργατικοί και κοινωνικοί αγώνες που εκνευρίζουν το κατεστημένο της Ευρώπης.
Με βάση την θεωρία των δύο άκρων, για την άνοδο της ακροδεξιάς δεν ευθύνεται η αέναη λιτότητα και η διάλυση του κοινωνικού ιστού, αλλά η δράση της Αριστεράς και του αντιφασιστικού κινήματος. Οπότε αυτό για το οποίο μας προτρέπουν και τότε και τώρα είναι: Καθίστε στα αυγά σας και υπομένετε καρτερικά τη διάλυση των ζωών σας προκειμένου να διαφυλάξουμε τα κέρδη μας.
Ε λοιπόν όχι. Δε θα κάτσουμε στ’ αυγά μας. Θα διατηρήσουμε ζωντανή τη φλόγα της ιστορικής μνήμης, θα επιχειρήσουμε να αντλήσουμε όλο τον πλούτο των εμπειριών από τους τεράστιους κοινωνικούς αγώνες όλες αυτές τις δεκαετίες, τις ηρωικές μάχες αλλά και τα τραγικά ελλείμματα της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος και θα παλέψουμε οργανωμένα, μαζικά και ενωτικά ενάντια στην Ακροδεξιά και το φασισμό, αλλά και στο καπιταλιστικό σύστημα που τόσα χρόνια την θρέφει στους κόλπους του.