Σαν σήμερα, στις 2 Μάρτη του 1919 ιδρύθηκε η 3η (Κομμουνιστική) Διεθνής. Με αυτή την αφορμή αναδημοσιεύουμε παλιότερο άρθρο του Per Ake Westerlund – Σοσιαλιστικό Κόμμα Δικαιοσύνης, τμήμα της ISA στη Σουηδία, που γράφτηκε με αφορμή τα 100 χρόνια από την ίδρυση της Κομιντέρν.
Πριν μερικές μέρες συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από τις 2 Μαρτίου του 1919, ημέρα που ιδρύθηκε η 3η (Κομμουνιστική) Διεθνής, πλατύτερα γνωστή ως Κομιντέρν.
Εκείνη την μέρα συγκεντρώθηκαν 53 αντιπρόσωποι αριστερών και κομμουνιστικών κομμάτων σε ένα συνέδριο στη Μόσχα, με στόχο τον σχηματισμό μιας νέας διεθνούς οργάνωσης των εργαζομένων.
Μέσα στους επόμενους μήνες η Κομιντέρν έφτασε να μετρά 1 εκατομμύριο μέλη.
Οι αριστεροί αγωνιστές σήμερα οφείλουν να μελετήσουν την ιστορία και να μάθουν από αυτήν. Η Κομιντέρν έδειξε την δύναμη της εργατικής τάξης σε μια επαναστατική εποχή, υπογραμμίζοντας την ανάγκη ύπαρξης μαζικών επαναστατικών κομμάτων για να μπει ένα τέρμα στους πολέμους και την εκμετάλλευση που γεννά ο καπιταλισμός.
Οι πολιτικοί του κατεστημένου και οι αναλυτές της άρχουσας τάσης χρησιμοποιούν τον εκφυλισμό της ρωσικής επανάστασης που μετέτρεψε το πρώτο σοσιαλιστικό κράτος στον κόσμο σε μια δικτατορία υπό τον Στάλιν, σαν επιχείρημα ενάντια στην ίδια την Κομιντέρν και τον σοσιαλισμό. Αλλά η πραγματικότητα είναι πως ήταν ακριβώς οι ήττες των επαναστάσεων σε άλλες χώρες που δημιούργησαν το έδαφος για να εγκαθιδρυθεί ο σταλινισμός. Οι πολιτικές και οργανωτικές αδυναμίες των νεοσυσταθέντων Κομμουνιστικών Κομμάτων και συνολικά της Κομιντέρν άνοιξαν τον δρόμο στην αντεπανάσταση και απομόνωσαν την Σοβιετική Ένωση. Ο Στάλιν τότε λάνσαρε το σύνθημα του «σοσιαλισμού σε μια χώρα» και εγκαθίδρυσε την δική του εξουσία και την εξουσία συνολικά της γραφειοκρατίας στην Σοβιετική Ένωση, προχωρώντας σε ολοένα και πιο αιματηρές εκκαθαρίσεις. Το γεγονός πως ο Στάλιν διέλυσε επίσημα την Κομιντέρν το 1943 υπογραμμίζει την αντίφαση μεταξύ του σταλινισμού και των πολιτικών που εφάρμοζε η Κομιντέρν όταν ιδρύθηκε.
Η κατάρρευση της Δεύτερης (Σοσιαλιστικής) Διεθνούς
Το εργατικό κίνημα ήταν πάντα ένα διεθνές κίνημα. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τις άρχουσες τάξεις, των οποίων η βάση είναι το έθνος-κράτος, μέσω του οποίου ασκούν εξουσία εντός της χώρας τους και διεξάγουν πολέμους για την κατάκτηση αποικιών, με στρατιωτικούς ή οικονομικούς όρους. Η εργατική τάξη από την άλλη, έχει κοινά συμφέροντα πέρα από τα εθνικά σύνορα, γεγονός που συνοψίζεται από τον Μαρξ και τον Ένγκελς στην έκκληση που έκαναν στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο με την περίφημη φράση «εργάτες όλων των χωρών ενωθείτε». Ήταν και είναι καιρός για την κοινωνική πλειοψηφία, την εργατική τάξη, να δημιουργήσει το δικό της κοινωνικό σύστημα, τον σοσιαλισμό.
Η Πρώτη Διεθνής ιδρύθηκε το 1864 και συμπεριλάμβανε διάφορες τάσεις, από μαρξιστές μέχρι αναρχικούς, καθώς και συνδικαλιστές ηγέτες. Η Δεύτερη (Σοσιαλιστική) Διεθνής δημιουργήθηκε το 1889 και απαρτιζόταν από γοργά αναπτυσσόμενα σοσιαλδημοκρατικά εργατικά κόμματα που υπερασπιζόταν τις επαναστατικές ιδέες του Μαρξ. Σε αυτή τη διεθνή συμμετείχαν και οι Ρώσοι σοσιαλδημοκράτες, των οποίων η αριστερή πτέρυγα υπό την ηγεσία του Λένιν ήταν οι Μπολσεβίκοι.
Η Δεύτερη Διεθνής κατέρρευσε όταν ξέσπασε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Παρά τις περί του αντιθέτου επαναλαμβανόμενες δηλώσεις από όλα τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα των χωρών που συμμετείχαν στον πόλεμο, σχεδόν όλοι οι κομματικοί ηγέτες επέλεξαν να στηρίξουν την συμμετοχή της χώρας τους στον πόλεμο. Οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες οργάνωσαν μαζικές διαδηλώσεις ενάντια στον πόλεμο μόλις μια βδομάδα πριν αυτός ξεσπάσει, αλλά οι βουλευτές τους ψήφισαν στο κοινοβούλιο υπέρ των πολεμικών δαπανών. Στην μια χώρα μετά την άλλη, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα συμφώνησαν σε «ταξική ειρήνη» με τις κυβερνήσεις της άρχουσας τάξης και τις μοναρχίες.
Η συνθηκολόγηση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων σόκαρε τόσο τον Λένιν όσο και την Ρόζα Λούξεμπουργκ, η οποία ήταν ηγέτης της αριστερής πτέρυγας της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας.
Η συνδιάσκεψη του Τσίμερβαλντ
Το συμπέρασμα του Λένιν ήταν ότι μετά την κατάρρευση της Δεύτερης Διεθνούς έπρεπε να ακολουθήσει η αντικατάσταση της από μια νέα, Τρίτη Διεθνή. Ένα πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση ήταν η συγκέντρωση όσων στελεχών των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων διεθνώς αντιτάχθηκαν στον πόλεμο σε μια συνδιάσκεψη στο Τσίμερβαλντ της Ελβετίας, που έλαβε χώρα από τις 5 ως τις 8 Σεπτέμβρη του 1915. 37 αντιπρόσωποι από 11 χώρες πήραν μέρος στην συνδιάσκεψη, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν μέχρι τότε στελέχη της αριστερής πτέρυγας των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Αλλά υπήρχαν και επίσημοι αντιπρόσωποι κομμάτων όπως των Μπολσεβίκων ή, για παράδειγμα, του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος. Η διακήρυξη που συμφωνήθηκε μεταξύ των αντιπροσώπων και η οποία προτάθηκε από τον Λέον Τρότσκι, καταδίκαζε τον πόλεμο και την απειλή που αποτελούσε για την ανθρωπότητα. Η διακήρυξη επισήμανε επίσης την ευθύνη των κομμάτων που υποστήριξαν τον πόλεμο και καλούσε για ταξικό αντιπολεμικό αγώνα και σε πάλη για τον σοσιαλισμό.
Με πρωτοβουλία του Λένιν, η Αριστερά του Τσίμερβαλντ συσκέφθηκε αμέσως, τις επόμενες μέρες. Μια γραμματεία ιδρύθηκε στην Στοκχόλμη, όπου και έλαβε χώρα ένα οριστικό συνέδριο της Αριστεράς του Τσίμερβαλντ τον Σεπτέμβρη του 1917.
Η Αριστερά του Τσίμερβαλντ αποτελούνταν κυρίως από σχετικά μικρές ομάδες, μειοψηφικές αριστερές τάσεις όσων αντιτέθηκαν στον πόλεμο. Αλλά αυτή η ισορροπία δυνάμεων άλλαξε παντελώς μετά τη νίκη της ρώσικης επανάστασης. Τον Φλεβάρη του 1917, ο πανίσχυρος Τσάρος ανατράπηκε και τον Οκτώβρη τα εργατικά συμβούλια, τα σοβιέτ, πήραν την εξουσία υπό την ηγεσία του κόμματος των Μπολσεβίκων. Το πρώτο ψήφισμα της οκτωβριανής επανάστασης καλούσε σε άμεση ειρήνευση. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος είχε ήδη κοστίσει τις ζωές σχεδόν 10 εκατομμυρίων πολεμιστών και 6 ως 7 εκατομμυρίων άμαχου πληθυσμού.
Μια διεθνιστική επανάσταση
Τόσο το κόμμα των Μπολσεβίκων, όσο και η ίδια η ρώσικη επανάσταση είχαν βαθιά διεθνιστικά χαρακτηριστικά. Η συνολική προοπτική μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους εργαζόμενους στην Ρωσία ήταν πως η επανάσταση τους θα ήταν η αρχή μιας σειράς επαναστάσεων διεθνώς. Η ρώσικη εμπειρία ήταν εξάλλου πως σε περίπτωση που η εργατική τάξη δεν έπαιρνε πλήρως την εξουσία θα επικρατούσε η πιο βάναυση αντίδραση, όπως φάνηκε από την δικτατορία που προσπάθησε να επιβάλει ο στρατηγός Κορνίλοφ τον Αύγουστο του 1917.
Στις γραμμές των εργαζομένων και όλων των καταπιεσμένων διεθνώς, η ρώσικη επανάσταση πυροδότησε την ελπίδα της απελευθέρωσης από τον πόλεμο, την ανέχεια και την καταπίεση. Εκατοντάδες χιλιάδες μαχητές του εργατικού κινήματος διεθνώς άρχισαν να θεωρούν τους εαυτούς τους Μπολσεβίκους. Ήδη στις 24 Γενάρη του 1918, μια πρώτη συνδιάσκεψη των διεθνιστικών δυνάμεων πραγματοποιήθηκε με συμμετοχές από διάφορες χώρες.
Η ενίσχυση του διεθνισμού ήταν επίσης ένα αποτέλεσμα του πολέμου. Στην Ρωσία, υπήρχαν 2 εκατομμύρια αιχμάλωτοι πολέμου, πολλοί εκ των οποίων επέστρεψαν στις πατρίδες τους όντας πλέον υποστηρικτές της επανάστασης. Εφημερίδες και προκηρύξεις δημοσιεύθηκαν σε μια σειρά γλώσσες. Όταν η αντίδραση πήρε τα όπλα και ξένοι στρατοί εισέβαλαν στην Ρωσία για να καταπνίξουν την επανάσταση, 50.000 άνθρωποι από άλλες χώρες έφτασαν στην χώρα για να πολεμήσουν ως εθελοντές στις γραμμές του Κόκκινου Στρατού.
Όταν τον Νοέμβρη του 1918 η επανάσταση ξέσπασε στη Γερμανία και ο αυτοκράτορας ανατράπηκε, η ανάγκη ύπαρξης μια νέας διεθνούς έγινε ακόμη πιο επείγουσα. Οι Μπολσεβίκοι είχαν εντωμεταξύ αλλάξει το όνομα τους από Σοσιαλδημοκράτες σε Κομμουνιστές για να διαχωριστούν από τα κόμματα που ήταν υπέρ του πολέμου. Η ίδρυση νέων Κομμουνιστικών Κομμάτων ακολούθησε σε άλλες χώρες: στην Αυστρία στις 3 Νοέμβρη, στην Ουγγαρία στις 24 Νοέμβρη, στην Πολωνία στις 15 Δεκέμβρη και στις 19 Γενάρη στην Αργεντινή. Το πιο σημαντικό από τα νέα κόμματα ήταν το Γερμανικό Κομμουνιστικο Κόμμα (KPD) που ιδρύθηκε την Πρωτοχρονιά του 1919, με επικεφαλής την Ρόζα Λούξεμπουργκ και τον Καρλ Λίμπκνεχτ.
Μετά την επανάσταση του Νοέμβρη, όταν η Ρόζα Λούξεμπουργκ απελευθερώθηκε από την φυλακή όπου βρισκόταν επειδή είχε καταδικαστεί για την αντίθεση της στον πόλεμο, έφτασε στο συμπέρασμα πως η ρώσικη επανάσταση είχε δείξει τον δρόμο και πως ένα νέο κόμμα έπρεπε να ιδρυθεί. Τον Δεκέμβρη, ένας αντιπρόσωπος των Γερμανών κομμουνιστών, ο Έντουαρντ Φουχς, έφτασε στη Μόσχα για συζητήσεις με την ηγεσία των Μπολσεβίκων. Σε ένα κρυπτογραφημένο μήνυμα, η Ρόζα Λούξεμπουργκ έστελνε τους χαιρετισμούς της στον Λένιν: «Είθε ο Θεός να δώσει ο επόμενος χρόνος να εκπληρώσει όλες τις ευχές μας. Σου εύχομαι τα καλύτερα! Ο Θείος (σημ: ο Έντουαρντ Φουχς) θα σου αναφέρει όσα πράττουμε αυτή την περίοδο, εντωμεταξύ σου σφίγγω το χέρι».
Αλλά μόλις δυο βδομάδες μετά την ίδρυση του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος, ο Λίμπκνεχτ και η Λούξεμπουργκ δολοφονήθηκαν από τα παραστρατιωτικά σώματα των Freikorps (Φράικορπς) που οργανώθηκαν από τον σοσιαλδημοκράτη Υπουργό Αστυνομίας Νόσκε.
Το πρώτο Συνέδριο
Χωρίς να έχουν λάβει γνώση για τις δολοφονίες, το Ρώσικο κόμμα και άλλα 8 νέα Κομμουνιστικά Κόμματα, έστειλαν στις 24 Γενάρη μια πρόσκληση για την διεξαγωγή ιδρυτικού συνεδρίου μιας νέας διεθνούς. Το κείμενο της πρόσκλησης, που είχε γραφτεί από τον Τρότσκι, εξηγούσε πως οι δυο εναλλακτικές που υπήρχαν ήταν από την μια οι αιματηρές δικτατορίες των στρατηγών και από την άλλη το να περάσει η εξουσία στα χέρια των εργαζομένων για να «χτιστεί ένα νέος κόσμος πάνω στα ερείπια των χωρών που καταστράφηκαν από τον πόλεμο». Η πρόσκληση υπογράμμιζε επίσης το πως οι σοσιαλσωβινιστές – δηλαδή τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα που υποστήριξαν τον πόλεμο – στράφηκαν στην ουσία με τα όπλα ενάντια στην εργατική τάξη, τόσο στη Ρωσία, όσο και στη Γερμανία.
39 ομάδες και κόμματα καλέστηκαν στο συνέδριο. Στις περιπτώσεις της Νορβηγίας, της Ιταλίας και της Σερβίας επρόκειτο για μαζικά κόμματα, ενώ από την Σουηδία, τη Βουλγαρία και την Ολλανδία καλεσμένες ήταν οργανώσεις που αποτελούν μαζικές αριστερές διασπάσεις από τους σοσιαλδημοκράτες.
Το συνέδριο διεξήχθη ενόσω στην Ρωσία μαινόταν ο εμφύλιος πόλεμος, με την επανάσταση και την αντεπανάσταση να βρίσκονται στην ατζέντα σε πολλά μέρη της Ευρώπης. Πολλοί αντιπρόσωποι δεν μπόρεσαν να φτάσουν στη Μόσχα όπου και διεξήχθη το συνέδριο. Ο Σουηδός επαναστάτης Τούρε Νέρμαν έγραψε αργότερα στο βιβλίο του για τη Κομιντέρν:
«Το άνοιγμα του συνεδρίου έλαβε χώρα στις 2 Μαρτίου στις 6 το απόγευμα στην αίθουσα του δικαστηρίου του Κρεμλίνου. Ο μακρύς διάδρομος που οδηγούσε στην αίθουσα ήταν διακοσμημένος με κόκκινα πανιά με επιγραφές: “Ζήτω η Γ’ Διεθνής!”. Στους τοίχους υπήρχαν φωτογραφίες επαναστατών ηγετών από διάφορες χώρες, καθώς και σε έναν από αυτούς οι φωτογραφίες των θυμάτων του αγώνα της εργατικής τάξης για απελευθέρωση: ο Καρλ Λίμπκνεχτ, η Ρόζα Λούξεμπουργκ και άλλοι. Ήταν ο Λένιν που άνοιξε το συνέδριο και η ομιλία του δείχνει εύγλωττα το μαχητικό κλίμα που υπήρχε στον πυρήνα του νέου παγκόσμιου κινήματος.
“Εκ μέρους της Κεντρικής Επιτροπής του Ρώσικου Κομμουνιστικού Κόμματος, κάνω το άνοιγμα του πρώτου διεθνούς κομμουνιστικού συνεδρίου. Πρώτα θα ζητήσω από όλους σας να σηκωθείτε στη μνήμη των καλύτερων εκπροσώπων της Γ’ Διεθνούς, του Καρλ Λίμπκνεχτ και της Ρόζας Λούξεμπουργκ. (ακολούθησε ενός λεπτού σιγή).
Σύντροφοι! Η συνάντηση μας είναι παγκόσμιας ιστορικής σημασίας. Αποδεικνύει ότι οι ψευδαισθήσεις της αστικής δημοκρατίας συνθλίβησαν.”»
Προπαρασκευαστικό ή ιδρυτικό Συνέδριο;
Στο συνέδριο υπήρχαν 34 αντιπρόσωποι οι οποίοι συνολικά κατείχαν 56 ψήφους. Για παράδειγμα, ο Έμπερλεϊν, που ήταν ο μόνος συμμετέχων εκ μέρους του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κομματος είχε 5 ψήφους. Ο Ότο Γκρίμλουντ από το σουηδικό SSV είχε 3 ψήφους, όπως και ο αντιπρόσωπος του Νορβηγικού Εργατικού Κόμματος, ενώ οι 3 αντιπρόσωποι του Φινλανδικού Κομμουνιστικού Κόμματος είχαν από μια. Επιπρόσθετα, 19 αντιπρόσωποι παρακολούθησαν το συνέδριο έχοντας το δικαίωμα συμβουλευτικής ψήφου.
Ο Ούγκο Έμπερλεϊν ήρθε στο συνέδριο έχοντας την οδηγία από το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα πως το συνέδριο θα έπρεπε να ειδωθεί ως προπαρασκευαστικό και ως εκ τούτου δεν θα έπρεπε να ψηφίσει υπέρ της δημιουργίας μιας νέας διεθνούς εκείνη τη δεδομένη στιγμή. Ο Λένιν και οι υπόλοιποι εκπρόσωποι των Μπολσεβίκων εξήγησαν πως σε αυτή την περίπτωση θα ήταν προετοιμασμένοι να αναβάλουν την απόφαση ίδρυσης. Αλλά κατά τη διάρκεια του συνεδρίου, όλο και περισσότεροι συμμετέχοντες επιχειρηματολογούσαν ότι το βήμα ίδρυσης έπρεπε να γίνει.
Ένας από αυτούς ήταν ο Ότο Γκρίμλουντ από το SSV (Σουηδικό Αριστερό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα) στον οποίο απάντησε σχετικά ο Έμπερλεϊν:
«Πραγματικά Κομμουνιστικά Κόμματα υπάρχουν αυτή τη στιγμή μόνο σε λίγες χώρες. Στις περισσότερες από αυτές, δημιουργήθηκαν εντός των προηγούμενων εβδομάδων και σε πολλές χώρες όπου υπάρχουν σήμερα κομμουνιστές, δεν υπάρχει ακόμη κομμουνιστική οργάνωση. Έμεινα έκπληκτος όταν ο αντιπρόσωπος των Σουηδών μίλησε υπέρ της ίδρυσης της Γ’ Διεθνούς και θα πρέπει να παραδεχτεί ότι στην Σουηδία δεν υπάρχει μια αυθεντικά κομμουνιστική οργάνωση αλλά μόνο μια μεγάλη κομμουνιστική ομάδα που λειτουργεί εντός του Σουηδικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος».
Ο Γκρίμλουντ με τη σειρά του δήλωσε «υπενθυμίζω πως το κόμμα μου υπερασπίστηκε ενεργητικά τις αποφάσεις της συνδιάσκεψης του Τσίμερβαλντ, καθώς και τη ρώσικη επανάσταση».
Όταν το Συνέδριο πήρε την απόφαση για την ίδρυση της Τρίτης Διεθνούς (Κομιντέρν) ο Έμπερλεϊν εξήγησε πως ακόμη αμφιβάλλει αν αυτό ήταν σωστό, αλλά από εκείνη τη στιγμή θα προσπαθούσε να πείσει τους συντρόφους του στη Γερμανία να πάρουν μέρος σε αυτήν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα.
Έκκληση για την δημιουργία εργατικών συμβουλίων
Η απόφαση του Συνεδρίου εξηγούσε πως η ίδρυση της 3ης Διεθνούς ήταν ένα κρίσιμο βήμα στην κατεύθυνση του χτισίματος μιας παγκόσμιας, ομοσπονδιακής σοσιαλιστικής δημοκρατίας – μιας κοινωνίας δηλαδή στον αντίποδα των σφαγών του Παγκοσμίου Πολέμου και των δικτατοριών που επιβλήθηκαν. Όσον αφορά την Λευκή Τρομοκρατία (σημ: το κύμα κατασταλτικής βίας της αντίδρασης στη Ρωσία μετά την επανάσταση) υπήρξε ειδικό ψήφισμα που ανέφερε:
«Η Τσαρική κυβέρνηση πυροβόλησε και κρέμασε εργάτες, οργάνωσε πογκρόμ εναντίον των Εβραίων, κατέστρεψε περιουσίες και ζωντανά, η Αυστριακή μοναρχία έπνιξε στο αίμα την αγανάκτηση των Ουκρανών και Τσέχων αγροτών και εργατών, η Βρετανική άρχουσα τάξη κατέσφαξε τους καλύτερους εκπροσώπου του Ιρλανδικού λαού…».
Με βάση την εμπειρία της ρώσικης επανάστασης, δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στην σημασία της εργατικής δημοκρατίας που βασίζεται στα δημοκρατικά συμβούλια των εργαζομένων:
«Στη βάση αυτών των θέσεων και των τοποθετήσεων που έκαναν οι αντιπρόσωποι από τις διάφορες χώρες, το Συνέδριο της Κομιντέρν διακηρύσσει πως το κύρια καθήκοντα των Κομμουνιστικών Κομμάτων σε όλες τις χώρες όπου μια Σοβιετική κυβέρνηση δεν έχει ακόμη εγκαθιδρυθεί είναι τα ακόλουθα:
- Να εξηγήσουν στις πλατιές μάζες των εργαζομένων την ιστορική σημασία και την πολιτική αναγκαιότητα μιας νέας, προλεταριακής δημοκρατίας που πρέπει να αντικαταστήσει την αστική δημοκρατία και το κοινοβουλευτικό σύστημα
- Να επεκτείνουν την οργάνωση των Σοβιέτ ανάμεσα στους εργαζόμενους σε όλους τους τομείς της βιομηχανίας, ανάμεσα στους φαντάρους και τους ναύτες καθώς επίσης και ανάμεσα στους εργάτες γης και τους φτωχούς αγρότες
- να χτίσουν μια σταθερή κομμουνιστική πλειοψηφία εντός των Σοβιέτ»
1919 – χρονιά επαναστάσεων
Την χρονιά διεξαγωγής του Συνεδρίου, το 1919, η εξουσία της άρχουσας τάξης των καπιταλιστών κρεμόταν από μια πολύ λεπτή κλωστή. Μόλις μερικές βδομάδες μετά το Συνέδριο, οι Ούγγροι εργαζόμενοι πήραν την εξουσία και σύντομα μετά οι εργαζόμενοι στη Βαυαρία εγκαθίδρυσαν μια Σοβιετική Δημοκρατία. Η τελευταία κράτησε από τις 7 Απρίλη ως τις 3 Μάη, ενώ η Ουγγρική επανάσταση έπεσε την 1η του Αυγούστου. Αμφότερες πνίγηκαν στο αίμα.
Το 1919 ήταν επίσης μια χρονιά γενικών απεργιών, με μια πραγματικά παγκόσμια ριζοσπαστικοποίηση και ένα κύμα μαζικών ταξικών αγώνων. Μαζικές γενικές απεργίες οργανώθηκαν μεταξύ άλλων στη Σκοτία, το Περού και την πρόσφατα συσταθείσα Γιουγκοσλαβία. Ολόκληρες πόλεις ταρακουνήθηκαν ή ακόμη και καταλήφθηκαν από μαζικούς εργατικούς αγώνες, όπως το Σιάτλ των ΗΠΑ, το Γούινιπεγκ στον Καναδά, το Λίμερικ και το Μπέλφαστ στην Ιρλανδία, η Βαρκελόνη στην Ισπανία, η Γλασκόβη στην Σκοτία, η Ζυρίχη στην Ελβετία, και πολλές ακόμη.
Τα Κομμουνιστικά Κόμματα και η ίδια η Κομιντέρν μεγάλωσαν ταχύτατα και το φθινόπωρο του 1919 η νέα διεθνής έφτασε να μετρά μισό εκατομμύριο μέλη πέραν της Ρωσίας. Μέσα στην επόμενη χρονιά το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας και το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (αριστερή διάσπαση των Σοσιαλδημοκρατών) είδαν συνολικά τα μέλη τους να αυξάνονται κατά 300.000. Η πλειοψηφία του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος μπήκε στην Κομιντέρν (150 από τα 200.000 μέλη). Μεγάλα Κομμουνιστικά Κόμματα εμφανίστηκαν στην Τσεχοσλοβακία και τη Βουλγαρία.
Η Κομιντέρν διέφερε επίσης από τη Δεύτερη Διεθνή και όσον αφορά την έμφαση που έδινε στην αποικιακή επανάσταση. Στο 2ο συνέδριο του 1920, συμμετείχαν 30 αντιπρόσωποι από την Ασία, συμπεριλαμβανομένων αντιπροσώπων από χώρες οι οποίες στενάζαν κάτω από την εξουσία του Τσάρου.
Η αισιόδοξη προοπτική του 1919, για την ταχεία ανάληψη της εξουσίας σε ολόκληρη την Ευρώπη και τον κόσμο, έσβησε υπό το βάρος των νικών της αντεπανάστασης. Οι επαναστάσεις και οι απεργίες έδειξαν την δύναμη της εργατικής τάξης και θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε παραχωρήσεις προς όφελος των λαϊκών στρωμάτων, αλλά δεν οδήγησαν τους εργαζόμενους στο να πάρουν την εξουσία.
Η ανάγκη ύπαρξης επαναστατικών κομμάτων
Η εξήγηση δόθηκε ήδη στο ιδρυτικό συνέδριο της Κομιντέρν. Στο μανιφέστο που προετοιμάστηκε από τον Τρότσκι και υιοθετήθηκε ομόφωνα, η κρίσιμη σημασία της ύπαρξης επαναστατικού κόμματος τονίστηκε με έμφαση:
«Αν η Πρώτη Διεθνής προέβλεψε την μελλοντική πορεία ανάπτυξης και υπέδειξε τους δρόμους που αυτή θα πάρει, αν η Δεύτερη Διεθνής οργάνωσε εκατομμύρια προλετάριους, τότε η Τρίτη Διεθνής είναι η διεθνής του ανοιχτού μαζικού αγώνα, η διεθνής της πραγμάτωσης της επανάστασης, η διεθνής της δράσης.
Η παγκόσμια εξουσία των καπιταλιστών έχει στιγματιστεί αρκετά από την κριτική των σοσιαλιστών. Το καθήκον του διεθνούς κομμουνιστικού κόμματος συνίσταται στην ανατροπή αυτής της εξουσίας και την εγκαθίδρυση στη θέση της μιας σοσιαλιστικής εξουσίας».
Τα νέα Κομμουνιστικά Κόμματα δεν είχαν την μακρά εμπειρία των Μπολσεβίκων. Χιλιάδες ακτιβιστές εργαζόμενοι είχαν εκπαιδευτεί στην πολιτική και τον αγώνα από το Μπολσεβίκικο κόμμα. Η ηγεσία του υπό τον Λένιν και τον Τρότσκι κατανοούσε πως η επανάσταση δεν μπορούσε να σταματήσει στη μέση. Η μέθοδος της «υπομονετικής εξήγησης» του τι χρειάζεται να γίνει το 1917, παράλληλα με τα συγκεκριμένα συνθήματα των Μπολσεβίκων για «ειρήνη, ψωμί, γη» και «όλη την εξουσία στα Σοβιέτ» συμπληρώθηκε από την ίδια την εμπειρία των εργαζομένων και οδήγησε σε μαζική εισροή μελών στο κόμμα.
Σε άλλες χώρες δεν υπήρχαν καθόλου Κομμουνιστικά Κόμματα ή χτίστηκαν μετά τις επαναστάσεις. Το 1919 υπήρχε η δυνατότητα να παρθεί η εξουσία σε μια σειρά χώρες. Στη Γερμανία, η επανάσταση χάθηκε οριστικά το φθινόπωρο του 1923, κάτι που τελικά άνοιξε τον δρόμο στην επιβολή της πιο σκληρής αντίδρασης.
Με την απομόνωση της Σοβιετικής Ένωσης και την σταδιακή επιβολή του σταλινισμού, η Κομιντέρν έχασε την έλξη της, παρά το γεγονός ότι τα Κομμουνιστικά Κόμματα ισχυρίζονταν πεισματικά και λανθασμένα ότι ακολουθούσαν τα βήματα του Λένιν και της ρώσικης επανάστασης. Οι πραγματικοί μαρξιστές όμως ήταν οι διεθνιστές που, μαζί με τον Λέον Τρότσκι, πάλεψαν ενάντια στον σταλινισμό.