Του Δημήτρη Χατζηκώστα
Πριν από ακριβώς 100 χρόνια, στις 5-8 Σεπτεμβρίου του 1915, στο χωριό Τσίμερβαλντ της Ελβετίας πραγματοποιήθηκε μια διεθνιστική συνδιάσκεψη, η οποία, αν και ολιγομελής, έμελλε να παίξει καθοριστικό ρόλο στην πορεία του διεθνούς εργατικού κινήματος. 38 αντιπρόσωποι από Σοσιαλιστικά κόμματα της Ευρώπης που διαφωνούσαν με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την υποταγή της Β’ Διεθνούς στο δόγμα του μιλιταρισμού και της υποστήριξης των «εθνικών» αστικών τάξεων, συναντήθηκαν για να καθορίσουν τη στάση τους απέναντι στη νέα πραγματικότητα που διαμορφωνόταν. Για να κατανοήσουμε καλύτερα τη σημασία αυτής της συνδιάσκεψης, είναι αναγκαίο να πάμε λίγο πιο πίσω, στην ίδρυση και την πορεία της «Β’ Διεθνούς».
Η Δεύτερη Διεθνής
Το 1889 ιδρύθηκε στο Παρίσι η «Β’ Εργατική Διεθνής», συσπειρώνοντας εργατικά κόμματα από την Ευρώπη, την Αμερική, την Αυστραλία και την Ασία.
Τον τόνο, βέβαια, έδιναν τα Σοσιαλδημοκρατικά και Εργατικά κόμματα της Ευρώπης, τα οποία είχαν αρχίσει να μαζικοποιούνται και να κατακτούν σημαντικές θέσεις στα κοινοβούλια των χωρών τους. Η Β’ Διεθνής έπαιξε σημαντικό ρόλο στο συντονισμό των αγώνων του εργατικού κινήματος της εποχής. Με απόφαση συνεδρίων της, καθιερώθηκε η 1η Μαΐου ως παγκόσμια ημέρα της Εργατικής Τάξης και η 8η Μαρτίου ως παγκόσμια ημέρα των Γυναικών.
Η περίοδος αυτή χαρακτηριζόταν από μια φάση ανάπτυξης και επέκτασης του παγκόσμιου καπιταλισμού. Το βιομηχανικό προλεταριάτο δυνάμωνε με ραγδαίους ρυθμούς, όχι μόνο στις ανεπτυγμένες χώρες της Δυτικής Ευρώπης, αλλά και σε χώρες της τότε περιφέρειας, όπως η Ρωσία και η Ιαπωνία. Μαζί του δυνάμωναν και μαζικοποιούνταν τα Σοσιαλδημοκρατικά και Εργατικά Κόμματα, ενώ στην περίπτωση της Γερμανίας, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα είχε αναδειχθεί σε πρώτη πολιτική δύναμη της χώρας.
Οι μαζικοί εργατικοί αγώνες, αλλά ταυτόχρονα και η δυνατότητα του κεφαλαίου να κάνει παραχωρήσεις σε μια φάση οικονομικής ανάπτυξης, οδήγησαν σε σημαντική βελτίωση του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης. Σε μια σειρά από χώρες με πρώτη τη Γερμανία καθιερώθηκε το 8ωρο, νομιμοποιήθηκε ο συνδικαλισμός, θεσμοθετήθηκαν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις που οδήγησαν σε αυξήσεις μισθών.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες όμως, αναδείχθηκε και ένα στρώμα ηγετικών στελεχών που άρχισε να απολαμβάνει ένα ικανοποιητικό βιοτικό επίπεδο και έτσι να αποκόπτεται από την υπόλοιπη εργατική τάξη. Αυτό αποτέλεσε και την υλική βάση για την ανάπτυξη της ιδεολογίας του Ρεφορμισμού – της αντίληψης δηλαδή ότι ο καπιταλισμός λειτουργεί, φέρνει ανάπτυξη και με μικρές προσαρμογές, σταδιακά, μπορεί να «εξανθρωπιστεί», να γίνει πιο δίκαιος και να λειτουργεί με κοινωνικά κριτήρια.
Στα Σοσιαλδημοκρατικά (ΣΔ) κόμματα άρχισε να επικρατεί η άποψη πως ο καπιταλισμός της εποχής εκείνης είχε σημαντικές διαφορές από τον «άγριο» καπιταλισμό της εποχής του Μαρξ, ότι η εργατική τάξη μπορούσε με σταδιακές αλλαγές να απαλλαγεί από την εκμετάλλευση και να ζήσει σε έναν κόσμο ισότητας και ευημερίας. Έτσι, η δράση των ΣΔ κομμάτων περιοριζόταν όλο και περισσότερο στο κοινοβουλευτικό πεδίο. Αυτές οι απόψεις, που θεωρητικοποιήθηκαν από τον Μπερνστάιν και άλλους ηγέτες της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας, προκάλεσαν έντονες αντιπαραθέσεις στη Β’ Διεθνή, οι οποίες όμως δεν μπορούσαν ακόμα να γίνουν κατανοητές από τα πλατιά εργατικά στρώματα. Για τους εργαζόμενους της Ευρώπης, τα ΣΔ κόμματα εξακολουθούσαν να είναι τα κόμματά τους, τα κόμματα χάρη στα οποία είχαν κερδίσει μια σειρά από σημαντικές κατακτήσεις. Η τομή έγινε με την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1914.
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η προδοσία
Από τις αρχές του 20ου αιώνα, τα κόμματα της Β’ Διεθνούς αντιστέκονταν στην άνοδο των εθνικισμών, και προσπαθούσαν να βάλουν φρένο στην κούρσα των εξοπλισμών και των πολεμικών προετοιμασιών. Η διεθνιστική αυτή στάση εκφράστηκε και στις αποφάσεις των συνεδρίων της Στουτγκάρδης και της Βασιλείας (1907 και 1912 αντίστοιχα).
Και τα δύο αυτά συνέδρια αποφάσισαν ότι τα εργατικά συνδικάτα και κόμματα είχαν καθήκον να αποτρέψουν την έναρξη ενός Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ σε περίπτωση που κάτι τέτοιο δεν ήταν κατορθωτό, θα έπρεπε να αξιοποιήσουν την κοινωνική και πολιτική κρίση που θα γεννούσε ένας τέτοιος πόλεμος, με στόχο την ανατροπή του καπιταλισμού.
Την ίδια στιγμή βέβαια, ακόμα και στο ζήτημα του πολέμου είχαν αρχίσει να φαίνονται οι διαφορές μέσα στα κόμματα της Β’ Διεθνούς. Ο Κάουτσκυ, διατύπωνε τη θεωρία του «υπεριμπεριαλισμού», σύμφωνα με την οποία ένας Παγκόσμιος Πόλεμος, ανεξαρτήτως νικητή, θα έβλαπτε την αστική τάξη, συνολικά σαν τάξη και άρα θα αποφεύγονταν. Υποστήριζε δε, πως ακόμα και αν ξεσπούσε, θα τερματιζόταν γρήγορα, οδηγώντας σε μια νέα παγκόσμια ισορροπία δυνάμεων.
Οι αποφάσεις των Συνεδρίων όμως ξεχάστηκαν με την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το Δεκέμβρη του 1914 το Γερμανικό ΣΔ Κόμμα ψηφίζει στη Γερμανική Βουλή τις πολεμικές δαπάνες, ενώ το Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα και το Βέλγικο Εργατικό Κόμμα μπαίνουν σε κυβερνήσεις «εθνικής ενότητας».
Παρασυρμένα από ένα γενικό «πατριωτικό» κλίμα και συντασσόμενα με τις αστικές τάξεις των κρατών τους, τα κόμματα αυτά ουσιαστικά προέβησαν σε μια ανοιχτή εγκατάλειψη της ταξικής ανάλυσης και των αρχών του διεθνισμού. Η προδοσία αυτή βέβαια, ντύθηκε με διάφορα «αριστερά» επιχειρήματα: Για τη Γερμανική ΣΔ, οι κατακτήσεις της γερμανικής εργατικής τάξης κινδύνευαν από τον Ρωσικό δεσποτισμό, ενώ για τους Γάλλους Σοσιαλιστές έπρεπε να ηττηθεί ο Γερμανικός μιλιταρισμός.
Αυτή η σοβινιστική στροφή της Σοσιαλδημοκρατίας δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητη. Τα πιο προχωρημένα τμήματα της εργατικής τάξης, έχοντας εκπαιδευτεί με τις αξίες του διεθνισμού, αντέδρασαν. Ολόκληρα κόμματα, όπως οι Μπολσεβίκοι και βαλκανικά Σοσιαλιστικά Κόμματα, αντέδρασαν επίσης. Ακόμα όμως και μέσα στα μαζικά ΣΔ κόμματα, υπήρξαν αντιδράσεις με πιο σημαντική αυτή των Σπαρτακιστών στη Γερμανία, έχοντας ως εξέχουσες μορφές τον Κ. Λίμπνεχτ και τη Ρ. Λούξεμπουργκ.
Οι διεργασίες στη Συνδιάσκεψη του Τσίμερβαλντ
Μέσα, λοιπόν σε αυτό το εχθρικό κλίμα, πραγματοποιήθηκε και η συνδιάσκεψη του Τσίμερβαλντ, σε καθεστώς απόλυτης μυστικότητας.
Εντός της συνδιάσκεψης υπήρξαν έντονες συζητήσεις και σχηματοποιήθηκαν χοντρικά δύο τάσεις: Η μία, πλειοψηφική τάση, αντιδρούσε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και στη στάση της Β’ Διεθνούς, αλλά δεν ήταν αποφασισμένη να ξεκόψει από την τελευταία. Θεωρούσε μάλιστα πως μια φιλειρηνική πρωτοβουλία θα έσωζε την τιμή της Β’ Διεθνούς, η οποία είχε αναστείλει τη δράση της. Η τάση αυτή αντιδρούσε στην ακραία εκδοχή του ρεφορμισμού, αρνούνταν όμως να κάνει μια βαθύτερη αυτοκριτική για τις αιτίες που είχαν οδηγήσει στην προδοσία.
Από την άλλη, η «αριστερή πτέρυγα», με επικεφαλής τους Ρώσους Μπολσεβίκους, έθεταν το ζήτημα της μετατροπής του πολέμου από εθνικό σε ταξικό/επαναστατικό, αλλά και της ανάγκης του χτισίματος νέων πολιτικών οργανώσεων, μιας νέας διεθνούς οργάνωσης των εργατικών μαζών, που θα ανταποκρινόταν μέχρι τέλους στα επαναστατικά της καθήκοντα.
Η αριστερή πτέρυγα, παρότι μειοψήφησε στη Συνδιάσκεψη, προσυπέγραψε την τελική διακήρυξή, η οποία –αν και ήταν ανεπαρκής– αποτελούσε ένα κάλεσμα για δράση που έβγαζε την ευρωπαϊκή εργατική τάξη από την παραλυτική κατάσταση της «εθνικής ενότητας».
Η σημασία της διακήρυξης αυτής, που πήγαινε κόντρα στο ρεύμα του πατριωτικού πυρετού της εποχής, πιστοποιήθηκε και από την απαγόρευση της έκδοσής της στην Αυστροουγγαρία, τη Γερμανία, τη Γαλλία και τη Ρωσία.
Συμπεράσματα για το σήμερα
Η Συνδιάσκεψη του Τσίμερβαλντ αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για χιλιάδες πρωτοπόρους εργάτες της εποχής και ένα αναγκαίο βήμα στην κατεύθυνση της δημιουργίας της Τρίτης Διεθνούς, η οποία ήταν πιο συμπαγής ιδεολογικά και πιο σφικτή οργανωτικά σε σχέση με τη Δεύτερη. Ήταν ένα σημαντικό βήμα στο χτίσιμο του διεθνούς επαναστατικού κύματος που ακολούθησε τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και που οδήγησε στη νίκη της ρωσικής επανάστασης το 1917.
Τα χρόνια αυτά προσφέρουν μέχρι σήμερα πολύτιμα διδάγματα για τους αγωνιστές που παλεύουν για να θέσουν ένα τέλος στη βαρβαρότητα του καπιταλιστικού συστήματος. Αυτό ισχύει ειδικά σήμερα που χιλιάδες αριστεροί αγωνιστές, στην Ελλάδα και διεθνώς, είναι σοκαρισμένοι από την υποταγή και τη μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ και που νέες, τολμηρές πρωτοβουλίες στην κατεύθυνση μιας νέας, επαναστατικής Αριστεράς αποτελούν το μόνο δρόμο προς τη λύση.