Η καταγγελία για βιασμό και κακοποίηση κατά του Αλέξη Γεωργούλη αποτελεί μια από τις κύριες ειδήσεις αλλά και συζητήσεις των τελευταίων ημερών. Δυστυχώς όμως, για μια ακόμα φορά η συζήτηση γίνεται με τον λάθος τρόπο και για τους λάθος λόγους.
Όπως και σε κάθε καταγγελία έμφυλης βίας και βιασμού, έτσι και σε αυτήν βλέπουμε να αναπαράγονται στρεβλά και καθόλου αθώα ερωτήματα, που έχουν σαν βάση τις σεξιστικές αντιλήψεις που επικρατούν.
«Καίρια» και διαχρονικά σεξιστικά ερωτήματα
Έτσι, το πρώτο βασικό ερώτημα που αναπαράγεται από τη μία από τον ΣΥΡΙΖΑ και τα φιλικά προς αυτόν ΜΜΕ αλλά και από όλους όσους έχουν σαν «δεύτερη φύση» να επιτίθενται σε όσες καταγγέλλουν περιστατικά βίας, είναι το «γιατί αυτή η υπόθεση έγινε γνωστή τώρα».
Κατηγορούν την Ελένη Χρονοπούλου πως κατήγγειλε τον Γεωργούλη με σκοπό να «χτυπήσει» τον ΣΥΡΙΖΑ και να κερδίσει ψήφους το ΠΑΣΟΚ. Όμως, η καταγγελία έχει γίνει από τον Γενάρη του 2020 και το όνομα του Γεωργούλη δόθηκε από τη Χρονοπούλου τον Μάη της ίδιας χρονιάς. Είναι επομένως ευθύνη των βελγικών αρχών το γεγονός πως καθυστέρησαν τόσο μέχρι να ζητήσουν την άρση της βουλευτικής ασυλίας του. Επίσης, αυτή που διέρρευσε το όνομα της Χρονοπούλου είναι η εφημερίδα το «Πρώτο Θέμα» και όχι η ίδια η καταγγέλλουσα.
Αντί όμως τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, που μιλάνε στο όνομα των δικαιωμάτων των γυναικών και του φεμινιστικού κινήματος, να καταγγείλουν τις βέλγικες αρχές για τη μεγάλη κωλυσιεργία σε ένα τόσο ευαίσθητο θέμα, αναπαράγουν τελικά τις ίδιες σεξιστικές αντιλήψεις που θεωρητικά αντιμάχονται.
Αναπαράγουν τις σεξιστικές αντιλήψεις που μετά από κάθε παρόμοια καταγγελία επιτίθενται στη γυναίκα για τη χρονική στιγμή που επέλεξε να μιλήσει, κάτι που είδαμε να συμβαίνει μαζικά, απ’ όταν ξέσπασε το ελληνικό #metoo. Από την Μπεκατώρου μέχρι τις/ους καταγγέλλουσες/ντες του Λιγνάδη και του Φιλιππίδη, όσοι/ες επιχειρούν να ρίξουν την ευθύνη στις καταγγέλλουσες και τα θύματα ρωτάνε: «γιατί τώρα;»…
Αλλά ακόμα και στη σημερινή περίπτωση όπου η Ελένη Χρονοπούλου έκανε την καταγγελία άμεσα, εξετάστηκε άμεσα από ιατροδικαστή, έδωσε το όνομα του Γεωργούλη, δηλαδή ακολούθησε όλα τα απαραίτητα βήματα για μια καταγγελία, βρίσκεται να πρέπει να απολογηθεί η ίδια για τη στάση των βέλγικων αρχών και τα ΜΜΕ που κυκλοφόρησαν το όνομά της.
Ένας ωραίος άντρας δεν βιάζει;
Ένα ακόμα από τα «ερωτήματα» που κυκλοφορούν είναι το πώς είναι δυνατόν ένας «γοητευτικός» άντρας που «θα μπορούσε να έχει όποια θέλει», να θέλει ή να χρειάζεται να βιάσει μια γυναίκα.
Το «ερώτημα» αυτό βασίζεται στην ουσία στην αντίληψη ότι «όλες οι γυναίκες είναι ίδιες», θεωρώντας πως όλες οι γυναίκες έχουν ίδιο γούστο και θεωρούν τον Γεωργούλη «ωραίο άντρα» και, παράλληλα, πως όλες οι γυναίκες όταν βρίσκουν έναν άντρα ελκυστικό, θα συναινέσουν αυτόματα σε ερωτική πράξη και επομένως είναι αδύνατο να υπάρξει βιασμός. Πρόκειται με άλλα λόγια για τεράστια υποτίμηση της γυναίκας σαν προσωπικότητα και σαν φύλο.
Η πραγματικότητα είναι πως σε όλες τις περιπτώσεις καταγγελίας βιασμού, εκπρόσωποι του συστήματος, οι δικαστικές και αστυνομικές αρχές καθώς επίσης –αναπόφευκτα– κι ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας θεωρούν εξαρχής πως μια γυναίκα είτε λέει ψέματα, είτε «προκάλεσε» τον βιασμό της.
Το ερώτημα αυτό βασίζεται στην αντίληψη πως ο βιασμός είναι μια «αχαλίνωτη ερωτική επιθυμία», είτε επειδή μια γυναίκα «προκαλεί» με το ντύσιμο, τη συμπεριφορά της κλπ, είτε επειδή ο άντρας δεν έχει «επιτυχίες» και δεν μπορεί να βρει ερωτική σύντροφο. Ένας βιασμός όμως δεν έχει να κάνει με την εξωτερική εμφάνιση ούτε του βιαστή ούτε του θύματος. Και δεν έχει να κάνει με ερωτική επιθυμία που δεν μπορεί να «ελεγχθεί».
Ο βιασμός είναι μια βάναυση πράξη κυριαρχίας, επιβολής εξουσίας, ή/και τιμωρίας. Έχει άμεση σχέση με τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία η οποία αντιμετωπίζεται ως κατώτερη από τον άντρα. Την ίδια στιγμή, βέβαια, ένα μεγάλο κομμάτι των ανδρών μεγαλώνει μαθαίνοντας ότι δεν πρέπει να παίρνει σοβαρά την άρνηση/απόρριψη από μια γυναίκα, να ασκεί πίεση ή και να επιβάλλει αυτό που θέλει.
Κουτσομπολιά και κομματικά συμφέροντα
Σήμερα, τα τρία κόμματα εξουσίας, ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, έχουν μετατρέψει την καταγγελία για βιασμό σε κομματικό παιχνίδι, με ΝΔ και ΠΑΣΟΚ να προσπαθούν να κερδίσουν μέσα από επίθεση στον ΣΥΡΙΖΑ και τον ΣΥΡΙΖΑ να προσπαθεί να «μειώσει τη ζημιά» που έχει προκαλέσει η καταγγελία.
Εξάλλου, οι δηλώσεις του Παπαδημούλη ότι κυκλοφορούσαν «φήμες» για τον Γεωργούλη και πως τον είχαν καλέσει για εξηγήσεις, δείχνουν πως ο ΣΥΡΙΖΑ γνώριζε νωρίτερα για την καταγγελία εναντίον του, αλλά προσπαθούσε να κουκουλώσει την υπόθεση, ακριβώς για να αποφύγει το πρόβλημα.
Τελικά, ο ΣΥΡΙΖΑ ζήτησε από τον Γεωργούλη να παραιτηθεί μόνο όταν οι βέλγικες αρχές ζήτησαν την άρση της ασυλίας του και συνειδητοποίησαν πως δεν μπορούσαν να το αποφύγουν.
Ο βασικός στόχος όλων των κομμάτων του συστήματος δεν είναι ούτε η προστασία της καταγγέλλουσας, ούτε το να διασφαλίσουν πως θα διεξαχθεί μια αντικειμενική έρευνα, απαλλαγμένη από τις σεξιστικές αντιλήψεις που συνοδεύουν έναν βιασμό. Ο στόχος τους είναι να μετατρέψουν αυτήν την καταγγελία σε πολιτικό παιχνίδι και να προσπαθήσουν μέσω αυτού να αντλήσουν οφέλη για τις εκλογές .
Την ίδια στιγμή τα ΜΜΕ-φερέφωνα του συστήματος επιλέγουν για μια ακόμα φορά να καλύψουν το περιστατικό αποφεύγοντας την ουσία, από τη μία εστιάζοντας σε «κουτσομπολίστικα» ρεπορτάζ-αφιερώματα για το «ποιος είναι ο Γεωργούλης» και «ποια είναι η καταγγέλλουσα Ελένη Χρονοπούλου», και από την άλλη αναζητώντας «ποιο κόμμα διέρρευσε το όνομα της καταγγέλλουσας» την ίδια ώρα που δημοσιεύουν φωτογραφίες της…
Δεν περιμέναμε βέβαια διαφορετική στάση από τα κόμματα του συστήματος και τα ΜΜΕ που τα στηρίζουν. Οι θέσεις και οι ομιλίες τους γύρω από τα δικαιώματα των γυναικών είναι κούφιες. Γι’ αυτό άλλωστε και δεν αντανακλούνται σε συγκεκριμένες πολιτικές στήριξης των θυμάτων βίας (π.χ. δημιουργία νέων δομών φιλοξενίας κακοποιημένων γυναικών ώστε να καλύπτονται οι πραγματικές ανάγκες), πρόσληψης ιατροδικαστών (σε πολλούς νομούς της Ελλάδας δεν υπάρχει ούτε ένας ιατροδικαστής), προγράμματα πρόληψης σε σχολεία και χώρους εργασίας και πολλά άλλα.
Όλα τα προχωρήματα που έγιναν τα τελευταία χρόνια στη συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας γύρω από τον φεμινισμό δεν έγιναν από τα κόμματα εξουσίας, αλλά παρά και ενάντιά σε αυτά. Έγιναν από τις φεμινιστικές οργανώσεις που κατεβαίνουν στον δρόμο, τις οργανώσεις της Αριστεράς, τους αγώνες, τις εκδηλώσεις, την αρθρογραφία κλπ.