Δημοσιεύουμε άρθρο του Χρήστου Κεφαλή*
«Κομμουνιστική υπεροψία – να ο εχθρός. Μην κάνεις τον έξυπνο με κατεργαριές, μην κάνεις τον σπουδαίο με τον κομμουνισμό, μην κρύβεις κάτω από μεγάλα λόγια την αμέλεια, την τεμπελιά, τον ομπλομοφισμό, την καθυστέρηση»[1], έλεγε ο Λένιν.
Η «κομμουνιστική» υπεροψία, με τη μορφή της γραφειοκρατικής έπαρσης, υπήρξε ιστορικά σήμα κατατεθέν του σταλινισμού. Χαρακτηρίζει επίσης απόλυτα το νεοσταλινισμό, όπως τον τυποποιεί στη χώρα μας το ΚΚΕ, και γενικά τους νοσταλγούς του Στάλιν. Στους τελευταίους περιλαμβάνεται μια πλειάδα αρθρογράφων σε προσκείμενα κατά κανόνα στο ΚΚΕ σάιτ, όπως τα Κατιούσα, Ατέχνως, Ημεροδρόμος, κοκ. Φυσικά υπάρχουν παρόμοια παραδείγματα και σε άλλους αριστερούς χώρους· πραγματικά, στην παρούσα φάση αποσύνθεσης του κινήματος η έπαρση ευδοκιμεί σε πολλές ακροαριστερές ομάδες, ως κατάλληλο μέσο για να δικαιώνουν και να διαιωνίζουν τα λάθη τους.
Στο παρόν άρθρο θα σταθούμε πρώτα και κύρια σε έναν αντιπροσωπευτικό τέτοιο «ομπλομοφικό» δημοσιολόγο, τον κ. Κώστα Λουλουδάκη, ο οποίος αρθρογραφεί και δίνει συνεντεύξεις στον Ημεροδρόμο, την Κατιούσα και άλλα παρεμφερή σάιτ. Και θα αναφερθούμε επίσης σε δυο ακόμη σχολιαστές της Κατιούσα και του Ατέχνως, τους κ.κ. Νίκο Μόττα και Μάνο Δούκα.
Το κοινό γνώρισμα των παραπάνω σχολιαστών είναι ότι ενσαρκώνουν με τον πιο κλασικό τρόπο την ψευδο-κομμουνιστική υπεροψία για την οποία έκανε λόγο ο Λένιν. Όλοι διαλαλούν με αυθάδεια την πίστη τους στον κομμουνισμό, κρύβοντας από κάτω την πιο θλιβερή αμάθεια. Ακόμη περισσότερο φαίνεται να είναι πεπεισμένοι πως η κομμουνιστική τους ιδιότητα, που τη θεωρούν περίπου σαν μια σταθερά της φύσης τους, τους δίνει αυτόματα δίκιο και τους μετατρέπει σε κατόχους της αλήθειας, κάνοντας όσους δεν συμφωνούν μαζί τους χυδαίους αντικομμουνιστές. Παραφράζοντας ελαφρά μια φράση του Μπόξερ στη Φάρμα των Ζώων, η μόνη επιλογή που αφήνουν μεγαλόψυχα στον υπόλοιπο κόσμο είναι να αναγνωρίσει ταπεινά την ανωτερότητά τους αναφωνώντας, «Για να το λένε ο Λουλουδάκης, ο Δούκας και ο Μόττας, έτσι πρέπει να ’ναι».
Στα επόμενα θα αναδείξουμε την υποκρισία των κομμουνιστικών διακηρύξεών τους και θα φωτίσουμε τον εξαιρετικά επιβλαβή ρόλο τους στην παρούσα φάση, όταν βοηθούν με την αμάθειά τους την άκρα αντίδραση και το φασισμό. Ένας ρόλος που όχι μόνο δεν μοιάζει σε τίποτα με την πανδαισία ευωδιαστών λουλουδιών που φαντασιώνονται για τον εαυτό τους, αλλά τους προσεγγίζει επικίνδυνα στα γαϊδουράγκαθα.
Όταν ο κ. Λουλουδάκης κατατροπώνει τον Λίνκολν
Μια προσφιλής συνήθεια του κ. Λουλουδάκη είναι να απομυθοποιεί και να κατατροπώνει σαν αντιδραστικούς διάφορες επιφανείς μορφές του παρελθόντος. Από τη μοίρα αυτή δεν γλιτώνουν ο Λίνκολν, ο Καζαντζάκης, ακόμη και ο Μέγας Αλέξανδρος. Θα ασχοληθούμε με τις κρίσεις του για τους δυο πρώτους, σε δυο διαδοχικά μέρη.
Σε ένα άρθρο του αφιερωμένο στην ταινία του Σπίλμπεργκ για τον Λίνκολν, ο Λουλουδάκης καταπιάνεται να αξιολογήσει τον ιστορικό ρόλο του Λίνκολν και την παρουσίασή του στην ταινία. Ο Σπίλμπεργκ ασφαλώς ανυψώνει τον Λίνκολν για προφανείς λόγους εξωραϊσμού της αστικής δημοκρατίας. Και ο κατά Λουλουδάκη τρόπος να το πολεμήσουμε αυτό είναι ως φαίνεται να παρουσιάσουμε τον Λίνκολν σαν μια μετριότητα και ένα καιροσκόπο. Ο Λουλουδάκης επικαλείται μάλιστα σχετικά ως μάρτυρα τον Μαρξ, από άρθρο του οποίου παραθέτει το ακόλουθο απόσπασμα:
«Τα τρομερότερα, τα αιώνια, τα πιο αξιοπρόσεκτα ιστορικά διατάγματα που τα εκσφενδονίζει ενάντια στον εχθρό μοιάζουν όλα – και προσπαθεί να τα κάνει να μοιάζουν – σαν κοινές αναφορές που ανταλλάσσουν ανάμεσα τους οι δικηγόροι δυο αντιδίκων, σαν νομικές έριδες, σαν στενόμυαλα άρθρα κατηγοριών. Τον ίδιο χαρακτήρα έχει και η πρόσφατη διακήρυξή του, το πιο σημαντικό έγγραφο της αμερικανικής ιστορίας, δηλαδή η διακήρυξη για την κατάργηση της δουλείας»[2].
Ο Λουλουδάκης υπονοεί ότι ο Μαρξ αποδοκιμάζει εδώ τον Λίνκολν σαν μια ασήμαντη φυσιογνωμία, ουσιαστικά έναν υπέρμαχο της δουλείας και πιόνι των καπιταλιστών του Βορρά, απέναντι στους δουλοκτήτες του Νότου. Αυτή είναι η δική του θέση, που τη δηλώνει ρητά ο ίδιος παραπέρα: «Ο Λίνκολν δεν ήταν πράγματι υπέρμαχος της κατάργησης της δουλείας κι ας πλάσαρε τον εαυτό του υψηλόφρων [sic!] ιεραπόστολο υπέρ των αδυνάτων. Κατάλαβε γρήγορα, καθώς προσδοκούσε να κερδίσει ο Βορράς το παιχνίδι, πως μπορεί να βασιστεί στους μαύρους, τρέφοντάς τους με τις απαραίτητες ψευδαισθήσεις»[3].
Φυσικά είναι αναφαίρετο δικαίωμα του κάθε Λουλουδάκη να υποστηρίζει όποια θέση του αρέσει. Το να φορτώνεται όμως μια τέτοια θέση στον Μαρξ συνιστά, όπως θα δείξει μια απλή ανάγνωση της συνέχειας του άρθρου από το οποίο παραθέτει, μια πλήρη παραχάραξη.
Στην πραγματικότητα, οι παραπάνω κρίσεις του Μαρξ δεν έχουν απαξιωτικό νόημα. Ο Μαρξ κάνει εδώ δυο πράγματα. Πρώτο, αντιπαραθέτει τη ρεαλιστική προσέγγιση του Λίνκολν σε εκείνη των Γάλλων επαναστατών του 1789, που πάντα έντυναν τις διακηρύξεις τους με ιδεαλιστικά άμφια, με αναφορές στην αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη. Και δεύτερο, συνοψίζει αυτά που καταλόγιζαν στον Λίνκολν οι Βρετανοί αντιδραστικοί της εποχής, υποστηρικτές των Νότιων δουλοκτητών, για να τα αντικρούσει και να υπογραμμίσει την ιστορική αξία του.
Ο Μαρξ συνεχίζει παραπέρα:
«Τίποτα δεν είναι απλούστερο από το να δείξουμε ότι οι κυριότερες πολιτικές ενέργειες του Λίνκολν περιέχουν πολλά που είναι αισθητικά απωθητικά, λογικά ανεπαρκή, κωμικά στη μορφή και πολιτικά αντιφατικά, όπως κάνουν οι Άγγλοι Πίνδαροι της δουλείας, οι The Times, η The Saturday Review και το σινάφι τους. Αλλά η θέση του Λίνκολν στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών και της ανθρωπότητας θα είναι, παρόλα αυτά, ισάξια με εκείνη του Ουάσινγκτον! Σήμερα, όταν το ασήμαντο κορδώνεται μελοδραματικά σε αυτή την πλευρά του Ατλαντικού, δεν έχει σημασία ότι το σημαντικό είναι ντυμένο με καθημερινή φορεσιά στο νέο κόσμο; Ο Λίνκολν δεν είναι προϊόν μιας λαϊκής επανάστασης. Αυτός ο πληβείος, ο οποίος ανέβηκε από πελεκητής λίθων σε γερουσιαστή του Ιλινόις, χωρίς διανοητική λαμπρότητα, χωρίς ιδιαίτερα ξεχωριστό χαρακτήρα, χωρίς εξαιρετική σπουδαιότητα – ένας μέσος άνθρωπος καλής θέλησης, τοποθετήθηκε στην κορυφή με την αλληλεπίδραση των δυνάμεων της καθολικής ψηφοφορίας αγνοώντας τα μεγάλα ζητήματα που διακυβεύονται. Ο νέος κόσμος δεν πέτυχε ποτέ μεγαλύτερο θρίαμβο από αυτή την επίδειξη ότι, δεδομένης της πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσής του, οι απλοί άνθρωποι καλής θέλησης μπορούν να επιτελέσουν πράγματα που μόνο οι ήρωες θα μπορούσαν να επιτύχουν στον παλιό κόσμο!»[4].
Οι Βρετανοί υπέρμαχοι και υμνητές της δουλείας είχαν βέβαια τους λόγους τους να λοιδορούν τον Λίνκολν. Το έκαναν για να μασκαρεύουν το δικό τους αντιδραστισμό και να αυτό-εξυψώνονται. Ο Λουλουδάκης αναπαράγει ουσιαστικά τα επιχειρήματά τους, που ο Μαρξ χαρακτήριζε «κορδώματα των ασήμαντων», για παρόμοιους λόγους αυτό-εξύψωσης, αλλά στο όνομα του Μαρξ και των καταπιεσμένων. Μια ανέντιμη το λιγότερο τακτική.
Ο Λουλουδάκης παραθέτει εις επίρρωση των λεγομένων του μια σειρά διακηρύξεις του Λίνκολν πριν τον εμφύλιο και στην αρχική φάση του, οι οποίες χαρακτηρίζονταν πράγματι από συμφιλιωτικό, συμβιβαστικό πνεύμα απέναντι στους δουλοκτήτες του Νότου και το θεσμό της δουλείας. Το θέμα είναι ότι η ίδια η πορεία των γεγονότων έκανε τον Λίνκολν να αντιληφθεί το λαθεμένο της στάσης του και την ανάγκη για την πλήρη εξάλειψη της δουλείας και τη διεξαγωγή του πολέμου ως το τέλος, πρώτ’ απ’ όλα με στήριξη σε εκείνους που είχαν άμεσο συμφέρον από τη θετική έκβασή του, τους ίδιους τους μαύρους. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο οι Μαρξ και Ένγκελς, που επέκριναν αρχικά τις ταλαντεύσεις του, στη συνέχεια άλλαξαν άποψη και εξέφρασαν αυξανόμενα θετικές κρίσεις γι’ αυτόν, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα τον απελευθερωτικό, επαναστατικό χαρακτήρα του πολέμου.
Η κατάταξη των μαύρων στο στρατό του Βορρά ήταν, κατά τον Λουλουδάκη, μια «παραπλάνηση», μια επιστράτευσή τους σε έναν πόλεμο που αφορούσε τα αφεντικά και όχι τα δικά τους συμφέροντα. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς αντίθετα τη θεώρησαν ένα μεγάλο ριζοσπαστικό μέτρο, που, μαζί με τη διακήρυξη της κατάργησης της δουλείας (Διακήρυξη της Χειραφέτησης, 1862-1863) και τους νόμους για τη διανομή γης σε φτωχούς λευκούς την ίδια περίοδο (Homestead Act, 1862), έκαναν τον πόλεμο πραγματικά επαναστατικό και λαϊκό-εργατικό. Χαιρέτισαν έτσι τη νίκη των Βόρειων ως μια πραγματική νίκη των εργατών στην Ευρώπη και την Αμερική, που απομάκρυνε ένα σημαντικό εμπόδιο στον αγώνα για την τελική τους απελευθέρωση.
Όλα αυτά οδήγησαν τη Διεθνή Ένωση των Εργατών να στείλει συγχαρητήρια επιστολή στον Λίνκολν με την ευκαιρία της επανεκλογής του το 1864, γραμμένη από τον ίδιο τον Μαρξ, όπου ο Λίνκολν εξαίρεται σαν ένας ειλικρινής γιος της εργατικής τάξης:
«Από την έναρξη της τιτάνιας αμερικάνικης διαμάχης, οι εργάτες της Ευρώπης ένιωθαν ενστικτωδώς ότι η σημαία με τα αστέρια έφερε το πεπρωμένο της τάξης τους… Οι εργατικές τάξεις της Ευρώπης κατάλαβαν αμέσως, ακόμη και προτού η συστράτευση των ανώτερων τάξεων με τους φεουδάρχες της Συνομοσπονδίας δώσει τη θλιβερή προειδοποίησή της, ότι η ανταρσία των δουλοκτητών σήμανε το συναγερμό για μια γενική ιερή σταυροφορία της ιδιοκτησίας ενάντια στην εργασία και ότι για τους ανθρώπους της εργασίας, με τις ελπίδες τους για το μέλλον, ακόμη και οι προηγούμενες κατακτήσεις τους διακυβεύονταν στην τρομερή σύγκρουση στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού… Ενόσω οι εργάτες, η αληθινή πολιτική δύναμη του Βορρά, επέτρεπαν στη δουλεία να καταστρέφει τη δική τους δημοκρατία… δεν ήταν σε θέση να επιτύχουν την πραγματική ελευθερία της εργασίας ή να στηρίξουν τους Ευρωπαίους αδελφούς τους στον αγώνα τους για χειραφέτηση, αλλά αυτό το εμπόδιο στην πρόοδο έχει εξαφανιστεί από την κόκκινη θάλασσα του εμφυλίου πολέμου. Οι εργάτες της Ευρώπης αισθάνονται βέβαιοι ότι, όπως ο Αμερικανικός Πόλεμος της Ανεξαρτησίας ξεκίνησε μια νέα εποχή ανόδου για τη μεσαία τάξη, το ίδιο θα κάνει ο Αμερικανικός Πόλεμος κατά της Δουλείας για τις εργατικές τάξεις. Θεωρούν ένα σημάδι της εποχής που θα έρθει ότι έπεσε στο πεπρωμένο του Αβραάμ Λίνκολν, του ειλικρινούς γιου της εργατικής τάξης, να οδηγήσει τη χώρα του στον αδιάσπαστο αγώνα για τη διάσωση μιας αλυσοδεμένης φυλής και την ανασυγκρότηση ενός κοινωνικού κόσμου»[5].
Από αυτά και μόνο καταλαβαίνει κανείς τι σχέση έχουν οι εκτιμήσεις του Μαρξ με εκείνες του Λουλουδάκη. Και φυσικά, το να επικαλείται τον Μαρξ με τέτοιο παραπλανητικό τρόπο για να στηρίξει τις δικές του θέσεις προσεγγίζει επικίνδυνα στην απάτη και την υποκρισία. Είναι δυνατό από όλα όσα είπε ο Μαρξ για τον Λίνκολν να διάβασε μόνο το απόσπασμα που παραθέτει και να του διέφυγε η συνέχεια και όλα τα υπόλοιπα;
Δεν είναι περιττό ακόμη να αναφέρουμε ότι ο Λίνκολν απάντησε μέσω του Αμερικανού πρεσβευτή στην Αγγλία Τσαρλς Άνταμς στην επιστολή του Μαρξ. Στην απάντηση εξέφραζε τις ευχαριστίες του για την υψηλή εκτίμηση του Μαρξ στο πρόσωπό του και επαναβεβαίωνε τη θέση για την πλήρη κατάργηση της δουλείας και τα αισθήματα συμπάθειάς του προς τους εργάτες της Ευρώπης για την υποστήριξή τους[6].
Ο Μαρξ ήταν τότε γνωστός στις ΗΠΑ, λόγω της αρθρογραφίας του στη New York Daily Tribune, και είναι πιθανό ο Λίνκολν να είχε διαβάσει κάποια άρθρα του. Στην Ευρώπη όμως ο Μαρξ ήταν ένας αποδιοπομπαίος τράγος και αντιμετωπιζόταν με μίσος και περιφρόνηση ακόμη και από αστούς «δημοκράτες» της εποχής στο στιλ του Ματσίνι, πόσο μάλλον από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Καμιά από αυτές τις κυβερνήσεις δεν θα είχε μπει καν στον κόπο να απαντήσει σε οποιαδήποτε επιστολή ή έκκληση του Μαρξ· απεναντίας, του επιφύλασσαν διώξεις και κατατρεγμούς σε όλη του τη ζωή. Είναι δυνατό να ήταν ο Λίνκολν ένας αντιδραστικός όπως αυτοί και να έδωσε μια τέτοια απάντηση;
Στην επιστολή, τέλος, που απηύθυνε προς το νέο Αμερικανό πρόεδρο Τζόνσον (ο οποίος σύντομα συμβιβάστηκε με τους δουλοκτήτες) μετά τη δολοφονία του Λίνκολν ο Μαρξ εξήρε τη συνεισφορά του. «Ήταν ένας άνθρωπος», ανέφερε, «που ούτε πτοούνταν από αντιξοότητες, ούτε μεθούσε από την επιτυχία, που πίεζε επίμονα προς τον σπουδαίο στόχο του, χωρίς να τον διακινδυνεύει ποτέ με τυφλή βιασύνη, ωριμάζοντας σιγά σιγά τα βήματά του, χωρίς να τα παίρνει πίσω ποτέ, χωρίς να παρασύρεται από τη φουσκωμένη λαϊκή υποστήριξη, χωρίς να απογοητεύεται από την πτώση του λαϊκού παλμού, μετριάζοντας τις σκληρές πράξεις με τις αχτίδες μιας καλής καρδιάς, φωτίζοντας τις σκοτεινές με πάθος σκηνές με το χαμόγελο του χιούμορ, κάνοντας το τιτάνιο έργο του τόσο ταπεινά και οικεία, όσο οι ουρανόσταλτοι κυβερνήτες κάνουν μικροπράγματα με το στόμφο της μεγαλοπρέπειας και του κράτους· με μια λέξη, ένας από τους σπάνιους ανθρώπους που καταφέρνουν να γίνουν μεγάλοι, χωρίς να πάψουν να είναι καλοί. Τέτοια, πράγματι, ήταν η σεμνότητα αυτού του σπουδαίου και καλού ανθρώπου, που ο κόσμος ανακάλυψε σε αυτόν έναν ήρωα μόνο αφού έπεσε ως μάρτυρας»[7].
Ξέρει ο κ. Λουλουδάκης να προέβηκε ποτέ ο Μαρξ σε επαίνους προς οποιαδήποτε προσωπικότητα της εποχής του υποκριτικά, χωρίς να πιστεύει ότι τους άξιζε;
Ο Λουλουδάκης δεν πτοείται και μας προσφέρει τη δική του ανάλυση της κατάστασης στις ΗΠΑ όταν ξεκίνησε ο αμερικανικός εμφύλιος, σε υποστήριξη της θέσης του για τον αντιδραστικό χαρακτήρα και των δυο πλευρών. «Η Βιομηχανική Επανάσταση», γράφει, «έχει ήδη ξεσπάσει στην βόρειο Ευρώπη και οι δουλοπάροικοι εκεί είχαν μετατραπεί σε εργάτες που πουλούσαν την εργατική δύναμη τους στην βιομηχανία. Και όπου πουλιέται η εργατική δύναμη, εκεί υπάρχει και ο καπιταλισμός. Η Αμερική διατηρούσε στα εδάφη της ακόμα δούλους, που ναι μεν εξασφάλιζαν την φτηνή αγροτική παραγωγή, η Αμερική όμως έμενε έξω από την αγορά τοποθέτησης των βιομηχανικών προϊόντων, άρα και από το καπιταλιστικό σύστημα της γρήγορης βιομηχανικής ανάπτυξης. Παρέμενε σχεδόν φέουδο. Μέσα σε αυτόν τον πόλεμο, αναπόφευκτα οι σκλάβοι χρησιμοποιήθηκαν και από τις δυο πλευρές ανάλογα με τα συμφέροντα τους»[8].
Όλο αυτό είναι μια τέτοια μνημειώδης ασυναρτησία, που πρέπει να αναγνωριστεί ότι ο Λουλουδάκης δημιουργεί εδώ ένα παγκόσμιο ρεκόρ, που δύσκολα θα καταρριφθεί στο μέλλον. Όχι μόνο οι φράσεις, αλλά και οι λέξεις, ακόμη και τα κόμματα, οι τόνοι και οι τελείες σε αυτό το κατεβατό είναι ψεύτικα.
Ο Λουλουδάκης μάς διδάσκει ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1860, όταν ξεκίνησε ο αμερικανικός εμφύλιος, η Αμερική ήταν σχεδόν μια φεουδαρχική χώρα. Αναρωτιέται μόνο κανείς για ποια Αμερική μιλά. Για τη γνωστή Αμερική που υπάρχει πάνω στον πλανήτη Γη ή για καμιά συνονόματή της σε κάποιο άλλο πλανητικό σύστημα ή στο υπερπέραν.
Η γνωστή Αμερική του πλανήτη Γη ήταν τότε ήδη μια καπιταλιστική χώρα, με γοργά αναπτυσσόμενη βιομηχανία, ξεπερνώντας σε πολλούς δείκτες τις χώρες της Ευρώπης, ακόμη και την Αγγλία, που βρισκόταν στην παγκόσμια πρωτοπορία της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Επιπρόσθετα, ενώ στην Ευρώπη στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα φυσούσαν αντιδραστικοί άνεμοι (Παλινόρθωση, Ιερά Συμμαχία) και η ίδια κατάσταση επικράτησε μετά την ήττα των επαναστάσεων του 1848, οι ΗΠΑ σε όλο το 19ο αιώνα ως το 1860 ήταν η μόνη χώρα όπου η δημοκρατία εμπεδωνόταν και, χάρη στην έλευση εκεί των καλύτερων στοιχείων της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης με τη μετανάστευση, κέρδιζε έδαφος.
Όλα αυτά εντυπωσίασαν ακόμη και έναν αριστοκράτη όπως ο Αλέξις ντε Τοκβίλ, ο οποίος επισκέφτηκε το 1831 τις ΗΠΑ και, στο διάσημο βιβλίο του Η Δημοκρατία στην Αμερική, τις περιέγραψε ως την πιο προηγμένη αστική δημοκρατία της εποχής, τόσο στους θεσμούς όσο και στη βιομηχανική-εμπορική πρόοδο. Ας δούμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο:
«…Δεν υπάρχει λαός στον κόσμο που να επιτέλεσε τόσο γρήγορη πρόοδο στη βιομηχανία και το εμπόριο όσο οι Αμερικανοί. Σήμερα, είναι η δεύτερη ναυτιλιακή δύναμη στον κόσμο, και μ’ όλο που οι βιομηχανίες τους έχουν ακόμα να αντιμετωπίσουν ανυπέρβλητα φυσικά εμπόδια, δεν παύουν να πραγματοποιούν μεγάλες καθημερινές προόδους… Στην Αμερική ο επισκέπτης συνεχώς εντυπωσιάζεται από τα πελώρια δημόσια έργα που εκτελεί ένα έθνος το οποίο δεν απαρτίζεται, όπως λένε, από πλούσιους. Μόλις χτες έφτασαν οι Αμερικανοί στην επικράτεια την οποία κατοικούν, και όμως άλλαξαν ολόκληρη τη φυσική τάξη προς όφελός τους. Ένωσαν τον ποταμό Χάντσον με τον Μισισιπή και συνέδεσαν τον Ατλαντικό Ωκεανό με τον Κόλπο του Μεξικού, μέσα από μια ήπειρο έκτασης 500 λευγών, ανάμεσα στις δυο θάλασσες. Οι μεγαλύτερες σιδηροδρομικές γραμμές που στρώθηκαν μέχρι σήμερα υπάρχουν στην Αμερική. Αλλά εκείνο που κυρίως με εντυπωσίασε στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι τόσο το καταπληκτικό μεγαλείο μερικών από αυτές τις επιχειρήσεις, όσο ο απροσμέτρητος αριθμός των μικρών επιχειρήσεων. Σχεδόν όλοι οι αγρότες στις Ηνωμένες Πολιτείες συνδυάζουν τη γεωργία με κάποια εμπορική δραστηριότητα»[9].
Πραγματικά, ή ο Τοκβίλ παρανόησε τελείως όσα είχε δει στην Αμερική ή ο κ. Λουλουδάκης δεν ξέρει τι του γίνεται. Και αυτά όλα ίσχυαν το 1831, 30 χρόνια πριν την έναρξη του αμερικάνικου εμφύλιου. Αυτονόητα η καπιταλιστική ανάπτυξη στις ΗΠΑ δεν ήταν διόλου ειδυλλιακή· όπως παντού περιλάμβανε βίαιες, βάρβαρες όψεις όπως η εξόντωση των Ινδιάνων, η δουλεία στο Νότο, κοκ. Άλλο όμως αυτό και άλλο να βεβαιώνεται ότι το 1860 η Αμερική ήταν κατά βάση ένα φέουδο.
Ο Λουλουδάκης μάς διδάσκει ακόμα πως παρότι η δουλεία της εξασφάλιζε μια φτηνή αγροτική παραγωγή, η Αμερική έμενε ακόμη έξω από το διεθνές βιομηχανικό εμπόριο και επομένως και από το καπιταλιστικό σύστημα της γρήγορης βιομηχανικής ανάπτυξης.
Είναι δύσκολο να σχολιαστεί αυτός ο σωρός από λέξεις.
Πρώτ’ απ’ όλα, η γοργή καπιταλιστική ανάπτυξη της Αμερικής που εντυπωσίασε τόσο τον Τοκβίλ δεν ήταν τότε προσανατολισμένη προς το εξωτερικό εμπόριο, αλλά προς την εγχώρια αγορά. Με τη έλευση των μεταναστών, τη συνεχή εποίκηση νέων εδαφών, κοκ, ο πληθυσμός αυξανόταν γοργά, από 4 εκατ. το 1790 σε 23 εκατ. το 1850. Αυτό δημιουργούσε μια τεράστια εσωτερική ζήτηση δίνοντας ισχυρή ώθηση στη βιομηχανική επέκταση.
Κατά δεύτερο λόγο, η αγροτική οικονομία, τουλάχιστον το μέρος της στο Νότο που βασιζόταν στη δουλεία, ήταν βασικά αναχρονιστική και αναποτελεσματική. Από τη δεκαετία του 1860 άρχισαν να εισάγονται στη γεωργία οι πρώτες μηχανές άροσης, οι δουλοκτήτες όμως προτιμούσαν τη χειρωνακτική εργασία των δούλων. Η εισαγωγή των μηχανών και των τεχνικών βελτιώσεων μπορούσε να γίνει μόνο από ελεύθερους αγρότες, που είχαν ένα δικό τους συμφέρον στην παραγωγή. Επιπλέον, αυτή η εισαγωγή θα απομάκρυνε ένα μέρος του πληθυσμού, ιδιαίτερα τους μαύρους, από την αγροτική οικονομία, παρέχοντας εργατικά χέρια για την αναπτυσσόμενη βιομηχανία. Αποτελούσε έτσι μια ζωτική ανάγκη και για τους καπιταλιστές.
Από την άλλη μεριά, ακριβώς η δουλοκτητική οικονομία του Νότου ήταν προσανατολισμένη στο εξωτερικό εμπόριο. Οι δουλοκτήτες εξήγαγαν ένα μέρος της αγροτικής τους παραγωγής εισάγοντας κυρίως είδη πολυτελείας. Αυτό όμως όχι μόνο δεν έφερνε την Αμερική μέσα στο «καπιταλιστικό σύστημα της γρήγορης βιομηχανικής ανάπτυξης», αλλά εμπόδιζε τη βιομηχανική της ανάπτυξη. Για να εισάγουν φτηνά τα ξένα καταναλωτικά είδη, οι δουλοκτήτες υποστήριζαν μια πολιτική χαμηλών δασμών, η οποία επέτρεπε στα ξένα, κυρίως αγγλικά, προϊόντα να διεκδικούν ένα σημαντικό μερίδιο της εγχώριας αγοράς των ΗΠΑ. Οι βιομήχανοι του Βορρά αντίθετα ήταν υπέρ της επιβολής υψηλών δασμών για να εκδιώξουν τα ξένα ανταγωνιστικά προϊόντα και να διασφαλίσουν την κυριαρχία τους στην εγχώρια αγορά. Αυτές οι αντιθέσεις ήταν οι καθοριστικοί παράγοντες που οδήγησαν στην απόσχιση των νότιων πολιτειών και το ξέσπασμα του αμερικάνικου εμφυλίου.
Συνολικά, λοιπόν, στις αρχές της δεκαετίας του 1860 οι ΗΠΑ ήταν ήδη μια γοργά αναπτυσσόμενη καπιταλιστική χώρα και η πιο προηγμένη αστική δημοκρατία στον κόσμο. Σε αυτή την εικόνα η δουλεία του Νότου ήταν μια δυσαρμονία, ένα ισχυρό εμπόδιο στην «ομαλή και απρόσκοπτη» καπιταλιστική ανάπτυξη. Στην αμερικάνικη κοινωνία της εποχής ανοίγονταν έτσι δυο δρόμοι. Είτε η μετακίνηση του εμποδίου, που ήταν η πιο προοδευτική τότε ιστορική δυνατότητα, είτε η διατήρησή του και η νόθευση της καπιταλιστικής ανάπτυξης με κάθε λογής φεουδαρχικά κατάλοιπα και με τον παρασιτισμό των δουλοκτητών. Η νίκη των Βόρειων στον εμφύλιο, παρότι οι διακρίσεις σε βάρος των μαύρων δεν καταργήθηκαν πλήρως ούτε τότε ούτε αργότερα, επέβαλε βασικά τον πρώτο δρόμο.
Ο Λουλουδάκης εμφανίζει τα πράγματα σαν η καπιταλιστική ανάπτυξη της Ευρώπης (της Βόρειας Ευρώπης, λέει) να ήταν πιο προχωρημένη και πιο δυναμική από της Αμερικής. Συνήθως οι συγκρίσεις αυτές γίνονται με όλη ή με τη Δυτική Ευρώπη. Όποια σύγκριση και αν επιλεγεί όμως η καπιταλιστική ανάπτυξη της Αμερικής μετά την απόκτηση της ανεξαρτησίας της ήταν ασύγκριτα πιο ορμητική και πιο ελεύθερη από εκείνη της Ευρώπης. Και αυτό δεν είναι παράδοξο. Στην Ευρώπη η φεουδαρχία προϋπήρχε και διαλύθηκε πλήρως μόνο σε δυο χώρες, την Αγγλία και τη Γαλλία, με τις μεγάλες αστικές τους επαναστάσεις του 17ου και 18ου αιώνα. Σχεδόν σε όλες τις υπόλοιπες χώρες, λόγω και της προδοσίας των επαναστάσεων του 1848 από τις αστικές τους τάξεις, διατηρήθηκαν αντίθετα, ιδιαίτερα στον αγροτικό τομέα, ισχυρά φεουδαρχικά κατάλοιπα. Αυτή ήταν η περίπτωση με τη Γερμανία (οι μεγαλογαιοκτήμονες Πρώσοι Γιούνκερ), τις χώρες της Αυστροουγγαρίας, την τσαρική Ρωσία (περιλαμβανόμενης της Πολωνίας), της Ιβηρικής, εν μέρει και των Βαλκανικών Χωρών. Στις ΗΠΑ αντίθετα δεν προϋπήρξε μια φεουδαρχική κοινωνική δομή. Η ανάπτυξη ξεκίνησε από τον καπιταλισμό και με το ξεκαθάρισμα της δουλείας των μαύρων προχώρησε απρόσκοπτα.
Αυτή ήταν η ανάλυση όλων των επιφανών μαρξιστών της εποχής. Ο Λένιν ειδικά διέκρινε δυο τύπους ανάπτυξης του καπιταλισμού στη γεωργία, η επιλογή ανάμεσα στους οποίους ήταν το επίδικο της ρωσικής επανάστασης του 1905. Ο πρώτος, ο αμερικάνικος τύπος ή τύπος των φάρμερ, διακρινόταν από την ελεύθερη, χωρίς φεουδαρχικά εμπόδια εισαγωγή του καπιταλισμού. Και ο δεύτερος, ο πρωσικός, γαιοκτημονικός τύπος, διακρινόταν από τη διατήρηση της μεγάλης τσιφλικάδικης ιδιοκτησίας, που νόθευε την καπιταλιστική ανάπτυξη, όπως το έκανε γενικά και ο θεσμός της μοναρχίας. Ο Λένιν υπογράμμιζε μάλιστα ότι οι επαναστάτες είχαν καθήκον να υποστηρίζουν τον αμερικάνικο τύπο των φάρμερ, καθώς εξασφάλιζε μια πιο γοργή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, φέρνοντας έτσι ταχύτερα στο προσκήνιο την κύρια αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία:
«Η κοινωνική και πολιτική κυριαρχία των γιούνκερ στερεώθηκε για πολλές δεκαετίες ύστερα από το 1848 και η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της γεωργίας στη Γερμανία προχώρησε ασύγκριτα πιο αργά απ’ ό,τι στην Αμερική. Εκεί, αντίθετα, τη βάση για την καπιταλιστική γεωργία την αποτέλεσε όχι το παλιό δουλοκτητικό νοικοκυριό των μεγαλοτσιφλικάδων (ο εμφύλιος πόλεμος τσάκισε τα μεγάλα δουλοκτητικά νοικοκυριά), αλλά το ελεύθερο νοικοκυριό του ελεύθερου φάρμερ σε ελεύθερη γη, ελεύθερη απ’ όλα τα μεσαιωνικά δεσμά, από τη δουλοπαροικία και τη φεουδαρχία, από το ένα μέρος, και από τα δεσμά της ατομικής ιδιοκτησίας πάνω στη γη, από το άλλο… Στο όνομα των συμφερόντων της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων (που είναι το ανώτατο κριτήριο της κοινωνικής προόδου) πρέπει να υποστηρίζουμε όχι την αστική εξέλιξη του τσιφλικάδικου τύπου, αλλά την αστική εξέλιξη του αγροτικού τύπου»[10].
Φαίνεται ότι και ο Λένιν είχε παρανοήσει τα πράγματα και αν διάβαζε στις μέρες μας τις λουλουδάκειες αναλύσεις θα αναθεωρούσε άρδην τις απόψεις του…
Είναι άραγε τόσο σημαντικό τι λέμε για τον Λίνκολν;
Ορισμένοι ίσως πουν: Καλά, ο κ. Λουλουδάκης μπορεί να πέφτει έξω στις θέσεις του για τον Λίνκολν και σε όλες τις άλλες που παραθέσαμε. Είναι όμως αυτό τόσο σημαντικό; Το κύριο είναι ότι καταγγέλλει τις πλαστογραφίες του Χόλιγουντ, που αποσκοπούν στον εξωραϊσμό της αστικής δημοκρατίας.
Δεν είναι έτσι. Η ιστορική αλήθεια για πρόσωπα και πράγματα πρέπει να παρουσιάζεται πιστά, όπως πραγματικά ήταν. Και είναι αδύνατο να μιλήσουμε σωστά για το παρόν, αν δεν μιλάμε σωστά για το παρελθόν. Είναι αδύνατο να καταπολεμήσουμε τις πλαστογραφίες της αντίδρασης με το να επινοούμε δικές μας πλαστογραφίες και παρωδίες της ιστορίας, που δεν διαφέρουν και πολύ από τις αντιδραστικές.
Το γεγονός ότι το Χόλιγουντ παρουσίασε μια ταινία για τον Λίνκολν, σημαντική κατά γενική αναγνώριση, δείχνει ότι υπάρχουν σύγχρονα ιστορικά διακυβεύματα, συναφή με την τωρινή παγκόσμια κρίση, που συνδέονται με εκείνα της εποχής του Λίνκολν. Και η ακριβής εκτίμηση του τρόπου που ο Λίνκολν είχε αποκριθεί στα τότε διακυβεύματα έχει μια σπουδαιότητα για τον τρόπο που θα αποκριθούμε στα τωρινά – σε τέτοια διακυβεύματα όπως ο τρόπος μετακίνησης της κοινωνικής αδικίας, η ουσία της δημοκρατίας, κοκ.
Για να το δείξουμε συγκεκριμένα, ας πάρουμε ένα περίοπτο θέμα στην αρθρογραφία του κ. Λουλουδάκη. Ο τελευταίος δεν κουράζεται να καταγγέλλει τους αντιδραστικούς όπως ο φον Μίζες και ο Χάγιεκ για τις απολογίες τους υπέρ του καπιταλισμού, τους ύμνους τους υπέρ του κέρδους και του κεφαλαίου, που τα παρουσιάζουν σαν τη δίκαιη ανταμοιβή του μόχθου των καπιταλιστών και την πεμπτουσία του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Παραθέτει αποσπάσματα όπου ο Μίζες αναφέρεται στις «ψεύτικες ιστορίες για τα κέρδη και την ιδιωτική ζωή των επιχειρηματιών» και στο ότι «η αύξηση της παραγωγικότητας προϋποθέτει την συνεχή συσσώρευση κεφαλαίου, την οποία επιτυγχάνουν με πολύ κόπο οι επιχειρηματίες» περιορίζοντας προνοητικά την κατανάλωσή τους[11]. Ως εδώ όλα καλά, οι Μίζες και Χάγιεκ ήταν όντως ακραίοι αντιδραστικοί απολογητές του κεφαλαίου.
Ο Λίνκολν είχε διαφορετικές απόψεις σε αυτό το θέμα. Θεωρούσε την εργασία πρωταρχική και το κεφάλαιο ένα παράγωγό της, που δεν μπορεί να ηγεμονεύει την κοινωνία. Ήδη στο πρώτο μήνυμά του στο Κογκρέσο το Δεκέμβρη του 1861 κριτικάριζε την «προσπάθεια να τοποθετηθεί το κεφάλαιο σε ίση μοίρα, αν όχι πάνω από την εργασία στη δομή της κυβέρνησης». Επέμενε ότι «η εργασία είναι πρότερη του κεφαλαίου και ανεξάρτητη από το κεφάλαιο. Το κεφάλαιο είναι μόνο ο καρπός της εργασίας… Η εργασία είναι ανώτερη από το κεφάλαιο και αξίζει κατά πολύ την υψηλότερη μέριμνα»[12].
Αναφέρεται επίσης ότι ο Λίνκολν, ο οποίος σαν δικηγόρος είχε εργαστεί για τους σιδηροδρόμους και γνώριζε από πρώτο χέρι τις αδηφάγες πρακτικές των μεγάλων εταιρειών, εκφραζόταν συχνά αρνητικά γι’ αυτές και για τους τραπεζίτες. Σε μια επιστολή του το 1864 πρόβλεπε ότι μελλοντικά θα εξάλειφαν την αμερικάνικη δημοκρατία: «Ως αποτέλεσμα του πολέμου, οι εταιρείες έχουν ενθρονιστεί και θα ακολουθήσει μια εποχή διαφθοράς στις υψηλές θέσεις και η δύναμη του χρήματος στη χώρα θα προσπαθήσει να παρατείνει την κυριαρχία της, εκμεταλλευόμενη τις προκαταλήψεις του λαού, ωσότου ο πλούτος συγκεντρωθεί σε λίγα χέρια, και η Δημοκρατία καταστραφεί… Είθε ο Θεός να αποδείξει τις υποψίες μου αβάσιμες»[13].
Μπαίνει το ερώτημα: Ήταν άραγε αυτές οι διακηρύξεις του Λίνκολν ευκαιριακές, τυχαίες ή υποκριτικές; Και έχουν σημασία για τη διεξαγόμενη σήμερα ιδεολογική πάλη;
Η απάντηση είναι ότι δεν είχαν τίποτα το ευκαιριακό. Οι διακηρύξεις του Λίνκολν απηχούν το πνεύμα της αστικής τάξης στην ανοδική, επαναστατική περίοδό της, όταν εκπροσωπούσε την ιστορική πρόοδο και αγωνιζόταν για τη διάλυση όλων των παρωχημένων θεσμών και σχέσεων. Θα τις βρούμε επίσης στους Διαφωτιστές, στους εκπροσώπους της κλασικής αστικής πολιτικής οικονομίας όπως ο Σμιθ και ο Ρικάρντο, στους Ρώσους επαναστάτες δημοκράτες, κ.λπ. Στον αγώνα της ενάντια στη φεουδαρχία η αστική τάξη ξεπερνούσε συχνά τους περιορισμούς της εκφράζοντας απόψεις που στοιχειακά δεν έδειχναν μόνο πέρα από τη φεουδαρχία αλλά και πέρα από τον ίδιο τον καπιταλισμό. Και αυτές ακριβώς οι απόψεις έχουν τεράστια σημασία σήμερα, γιατί εκθέτουν τους τωρινούς εκπροσώπους της αστικής τάξης, τόσο τους επιθετικούς αντιδραστικούς όπως οι φον Μίζες και Χάγιεκ που υμνολογούν ξεδιάντροπα το κεφάλαιο ή ακόμη και το φασισμό, όσο και τους εκλεπτυσμένους φιλελεύθερους όπως ο Σπίλμπεργκ που σκεπάζουν τα επίμαχα ζητήματα κάτω από γενικολογίες περί δημοκρατίας.
Το χαρακτηριστικό γνώρισμα του Λουλουδάκη είναι ότι ενώ παραθέτει τις διακηρύξεις του Λίνκολν που φανέρωναν τις ταλαντεύσεις του σε μια περίοδο, παρακάμπτει όλες τις ριζοσπαστικές του διακηρύξεις. Και αυτό δεν είναι τυχαίο. Ο Λουλουδάκης είναι ένας δογματικός και όπως όλοι οι δογματικοί αδυνατεί να συλλάβει την αλλαγή και την εξέλιξη. Από το γεγονός ότι η αστική τάξη είναι στην εποχή μας αντιδραστική εξάγει το συμπέρασμα ότι ήταν πάντα έτσι· αδυνατεί ακόμη και να διανοηθεί ότι υπήρχε μια εποχή που η αστική τάξη ήταν μια προοδευτική τάξη. Κάτι τέτοιο εναντιώνεται στον πυρήνα της θεώρησής του, που πρεσβεύει ότι ο μοναδικός υπερασπιστής της προόδου είναι τελικά ο ίδιος ο κ. Λουλουδάκης.
Ο Λουλουδάκης δεν υποψιάζεται καν αυτές τις αλήθειες, ούτε του περνά από το μυαλό ότι με τις επιθέσεις του στον Λίνκολν βοηθά στην πραγματικότητα τους αντιδραστικούς και επαναλαμβάνει τα δικά τους επιχειρήματα. Τις καταλαβαίνουν, ωστόσο, πολύ καλά οι σύγχρονοι Αμερικανοί αντιδραστικοί, ελευθεριακοί και άλλοι. Οι τελευταίοι αναμασούν με την οκά τα φληναφήματα ότι ο Λίνκολν ήταν όργανο των καπιταλιστών του Βορρά, ότι δεν κατάργησε πραγματικά τη δουλεία, κοκ:
«Η ιστορία μας λέει ότι ο Λίνκολν ήταν ένας πολιτικά φιλόδοξος δικηγόρος, ο οποίος εκπόρνευσε πρόθυμα τον εαυτό του στους βιομηχάνους του Βορρά που δεν ήταν πρόθυμοι να πληρώσουν τις παγκόσμιες τιμές για τις πρώτες ύλες τους και οι οποίοι, αντί να ασκήσουν τον πραγματικό καπιταλισμό, στρατολόγησαν την κτηνώδη κυβερνητική δύναμη… Προς στήριξη αυτής της “ευγενικής αρχής”, όταν οι Νότιοι επέδειξαν αυτό που δεν συνιστούσε παρά μόνο μια συμβολική αντίσταση, ο Λίνκολν επέτρεψε να ξεκινήσει ένας εσωτερικός πόλεμος που κατέστρεψε περισσότερους Αμερικανούς από όλους τους ξένους πολέμους αυτής της χώρας – πριν ή μετά… Το γεγονός είναι ότι ο Λίνκολν δεν κατάργησε καθόλου τη δουλεία, την εθνικοποίησε, επιβάλλοντας το φόρο εισοδήματος και τη στρατιωτική θητεία σε ό,τι ήταν μια ελεύθερη χώρα προτού αναλάβει – τη φορολογία εισοδήματος και τη στρατιωτική θητεία στην οποία οι μόλις “απελευθερωμένοι” μαύροι βρήκαν σύντομα τους εαυτούς τους να υποβάλλονται παράλληλα με τους νέο-υποδουλωμένους λευκούς»[14].
Και τι συμπέρασμα βγάζουν από αυτές τις σαχλαμάρες οι ελευθεριακοί (που παρεμπιπτόντως δεν είναι βρέφη όπως οι Λουλουδάκηδες και έχουν αίσθηση των ζητημάτων που διακυβεύονται); Μήπως ότι αυτοί οι ίδιοι είναι οι αληθινοί υπερασπιστές των καταπιεσμένων, που τους πούλησαν εξίσου ο Λίνκολν και οι Νότιοι; Όχι, συμπεραίνουν πως ο Λίνκολν ήταν το πρώιμο αντίστοιχο του Λένιν στις ΗΠΑ και ότι η κληρονομιά του πρέπει να παταχθεί γιατί οδηγεί στον κομμουνισμό:
«Η ενοχλητική αλήθεια είναι ότι, περισσότερο από κάθε άλλη, η καριέρα του Αβραάμ Λίνκολν μοιάζει και προοιωνίζει εκείνη του Β.Ι. Λένιν, ο οποίος, με μια κάπως καλύτερη τεχνολογία στη διάθεσή του, σφαγίασε εκατομμύρια αθώους –και όχι απλώς εκατοντάδες χιλιάδες– για να επιβάλει μια απίστευτα ηλίθια ιδέα η οποία, τελικά, όπως η αναγκαστική ένωση, αποδείχθηκε από την ιστορία ως μια ηχηρή αποτυχία. Ο Αβραάμ Λίνκολν ήταν ο Λένιν της Αμερικής και όταν η Αμερική απορροφήσει τελικά αυτή την επώδυνη αλλά διαφωτιστική αλήθεια, θα έχει αρχίσει τελικά να ανακάμπτει από τον πόλεμο μεταξύ των κρατών»[15].
Αχ αυτοί οι δουλοκτήτες του Νότου, ήταν τόσο ευγενικοί, σωστά αγγελούδια. Μόνο μια συμβολική πράξη αντίστασης έκαναν, αποχώρησαν από την Ένωση [και επιτέθηκαν και πρώτοι στο Φορτ Σάμτερ, αλλά «συμβολικό» ήταν και αυτό]. Και αυτός ο κερατάς ο Λίνκολν, αντί να παραιτηθεί, οργάνωσε έναν εμφύλιο και τους σύντριψε, παραβιάζοντας τον υγιή καπιταλισμό. Κομμουνιστής ήταν, ακριβώς το ίδιο έκανε και ο Λένιν αργότερα με τους καπιταλιστές – να τι λένε οι πιο συνεπείς σύγχρονοι απολογητές του κεφαλαίου που έχουν γίνει και οπαδοί της δουλείας.
Αν αυτό δεν αρκεί, ας δούμε μια ακόμη ανάλυση ενός αρθρογράφου από το Tradition in Action, μια ομάδα ακραία συντηρητικών θεολόγων στο Λος Άντζελες που, σύμφωνα με το μότο στο σάιτ τους, «υπερασπίζει την καθολική εκκλησία και μάχεται για την αποκατάσταση του χριστιανικού πολιτισμού». Σε άρθρο του ο Φ. Μέρικλ, αφού σημειώνει τη μαζική συμμετοχή στο στρατό των Βόρειων των Γερμανών κομμουνιστών μεταναστών –ο Λουλουδάκης ούτε καν ασχολείται με τέτοια ανούσια θέματα– και παραθέτει αποσπάσματα από την επιστολή του Μαρξ στον Λίνκολν, εκτιμά ότι ο αμερικανικός εμφύλιος ήταν το πρελούδιο των σοσιαλιστικών επαναστάσεων του 20ού αιώνα:
«Η κληρονομιά του Λίνκολν ως συγκεντρωτιστή και εχθρού της περιφερειακής ανεξαρτησίας θα προσελκύσει τον έπαινο των σοσιαλιστών και κομμουνιστών για περισσότερο από έναν αιώνα. Ο Λένιν παρέθεσε τον εμφύλιο πόλεμο ως ένα ορόσημο στην αμερικανική ιστορία, γράφοντας στους Αμερικανούς εργάτες για να τους πει ότι η χώρα τους είχε ιστορία απελευθερωτικών πολέμων που έθεταν το προηγούμενο για να διεξαχθεί η ένοπλη επανάσταση εναντίον της τάξης των ιδιοκτητών. Η νίκη των Βόρειων εξασφάλισε την κυριαρχία της βιομηχανίας και της κεντρικής κυβέρνησης πάνω στις παραδόσεις του παρελθόντος και ήταν ο Λίνκολν που εγκατέστησε την κεντρική κυβέρνηση σαν μια οντότητα που θα έφτανε να καταναλώνει όλη την αυθεντία και να καθορίζει τα όρια της δικής της εξουσίας. Με τη σειρά της, αυτή η κατάκτηση ήταν ένα ορόσημο στον αργό αλλά σταθερό εκφυλισμό της ανθρωπότητας που κορυφώθηκε με τις αθεϊστικές και κομμουνιστικές εξεγέρσεις του 20ού αιώνα, προετοιμάζοντας το δρόμο για τον πολιτιστικά χρεοκοπημένο και πολιτικά υποταγμένο 21ο αιώνα. Ο πόλεμος του Λίνκολν ήταν ένα αναπόφευκτο βήμα στην επέλαση της επανάστασης»[16].
Τέλος, και οι οπαδοί του Μίζες, που κατατροπώνει υποτίθεται ο Λουλουδάκης, λοιδορούν τον Λίνκολν σε κάθε ευκαιρία. Στο σάιτ του Ινστιτούτου Μίζες θα βρει κανείς μπόλικα άρθρα πάνω στο ότι ο Λίνκολν ήταν «δεσπότης», «παραβίασε τους διεθνείς νόμους», τις «συνταγματικές ελευθερίες», ότι «απέτυχε να καταργήσει ειρηνικά και μεταρρυθμιστικά τη δουλεία» και συνεπώς ευθύνεται για τον εμφύλιο, ότι «δεν ήταν εναντίον της δουλείας», ότι ήταν «στρατιωτικός δικτάτορας» και «ανθρωπιστής με γκιλοτίνα» και γι’ αυτό «τον αγαπούν οι εχθροί της ελευθερίας», σοσιαλιστές, μαρξιστές, κοκ[17].
Όπως βλέπουμε οι Αμερικανοί αντιδραστικοί, ελευθεριακοί, οπαδοί του Μίζες και θεολόγοι, έχουν μια εξαιρετικά σαφή άποψη για τον αμερικάνικο εμφύλιο. Κατηγορούν τον Λίνκολν τόσο γιατί υποστήριξε ένα κίνημα που εξέφραζε τα συμφέροντα των κατώτερων τάξεων, όσο και γιατί, ξεπερνώντας τις αρχικές ταλαντεύσεις του, διεξήγαγε τον αγώνα με επαναστατικά μέσα. Αυτά, εκτιμούν, καθιστούν τον αμερικάνικο εμφύλιο ένα πρόδρομο των σοσιαλιστικών επαναστάσεων του 20ού αιώνα· η συνέχιση της εκμηδένισης των δουλοκτητών από τον Λίνκολν δεν μπορούσε παρά να είναι η εκμηδένιση των καπιταλιστών, όταν αργότερα πήραν τη θέση τους.
Προφανώς όλοι αυτοί οι αντιδραστικοί και πολλοί άλλοι συνάδελφοί τους που εκφέρουν παρόμοιες κρίσεις, έχουν παρανοήσει πλήρως το ζήτημα. Όχι, ο πόλεμος που διεξήγαγαν ο Λίνκολν και οι πολέμιοι της δουλείας δεν είχε τίποτα το προοδευτικό. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για μια εσωτερική διαμάχη των εκμεταλλευτών που χρησιμοποιούσαν τους μαύρους ανάλογα με τα συμφέροντά τους, όπως το λέει ο κ. Λουλουδάκης. Και το καλό των μαύρων θα ήταν να κάτσουν στα αυγά τους και να απόσχουν από αυτή τη μάταιη διαμάχη – ακριβώς όπως τους σύστηναν οι δουλοκτήτες…
Ο γράφων δεν είχε δει την ταινία του Σπίλμπεργκ. Όπως όμως προκύπτει από κριτικές σε αριστερά σάιτ, ο Σπίλμπεργκ παρέκαμψε οτιδήποτε είχε σχέση με την υποστήριξη της επαναστατικής διεξαγωγής του πολέμου από τον Λίνκολν[18]. Περιόρισε την ταινία στις προσπάθειές του να εξασφαλίσει την πλειοψηφία του Κογκρέσου στους τέσσερις τελευταίους μήνες πριν την ψήφιση της 13ης τροπολογίας που καταργούσε τη δουλεία. Παρέλειψε από την εικόνα εμβληματικούς μαύρους αγωνιστές κατά τη δουλείας όπως ο Φρέντερικ Ντάγκλας και απέδωσε στους μαύρους μια περιθωριακή θέση. Και φυσικά, αν κρίνουμε από το πνεύμα προηγούμενων παραγωγών του Σπίλμπεργκ, δηλώσεις όπως αυτές του Λίνκολν για το κεφάλαιο θα λάμπουν δια της απουσίας τους ή το πολύ θα βρίσκουν μια εντελώς θαμπή και αδύναμη ηχώ. Ο σκοπός του Σπίλμπεργκ, συνειδητά ή όχι, είναι ο σκοπός των φιλελεύθερων: να καλλιεργήσει την εντύπωση ότι μπορεί και σήμερα να βρεθεί ένας Λίνκολν που με την πολιτική του επιδεξιότητα, και χωρίς καμιά προσφυγή στη βία, θα αναγκάσει το Κογκρέσο να αποκαταστήσει τις αξίες της δημοκρατίας, κάνοντας τους παραβάτες (τις πολυεθνικές, κοκ) να τις σεβαστούν. Με αυτό τον τρόπο έκανε ένα βήμα μπροστά στο να θέσει τα ζητήματα που απασχολούν την αμερικάνικη κοινωνία, αλλά ταυτόχρονα έκανε και δυο βήματα πίσω, ενισχύοντας τις προλήψεις και τις αυταπάτες στην προοδευτική κοινή γνώμη.
Πώς θα έπρεπε ένας μαρξιστής να καταπολεμήσει το παραπλανητικό μέρος της ταινίας του Σπίλμπεργκ, η οποία, όπως πολλές χολιγουντιανές παραγωγές, ασκεί μια ισχυρή υποβλητική δύναμη στο θεατή; Θα έπρεπε ακριβώς να αναδείξει και να υπογραμμίσει τις επαναστατικές πλευρές του Λίνκολν και να εξηγήσει γιατί τις παρέκαμψε ο Σπίλμπεργκ. Με το να αρνείται αυτές τις πλευρές και να παρουσιάζει τον Λίνκολν περίπου σαν ένα καιροσκόπο, ο Λουλουδάκης βοηθά αντίθετα στην ενίσχυση της παραπλανητικής επιρροής του Σπίλμπεργκ και των φιλελεύθερων. Αντί να επιτεθεί στο αμερικάνικο κατεστημένο για την παραχάραξη του Λίνκολν, παραχαράσσει και αυτός τον Λίνκολν περίπου με τον ίδιο τρόπο όπως το κατεστημένο (μάλιστα όχι η φιλελεύθερη αλά Σπίλμπεργκ αλλά η ακροδεξιά μερίδα του) και εμφανίζει την παραχάραξή του ως τη γνήσια κομμουνιστική άποψη.
Όταν ο κ. Λουλουδάκης κατατροπώνει τον Καζαντζάκη
Μια άλλη φυσιογνωμία που δέχεται τα θανάσιμα πυρά του κ. Λουλουδάκη είναι ο Νίκος Καζαντζάκης. Ο Λουλουδάκης επιτίθεται στον διακεκριμένο λογοτέχνη για τις δηλώσεις και τα ρεπορτάζ του από την Ισπανία επί ισπανικού εμφυλίου, στα οποία εξέφραζε τη συμπάθειά του προς τις δυνάμεις του Φράνκο.
Σε αντίθεση με τις ασυναρτησίες για τον Λίνκολν, εδώ η κριτική του κ. Λουλουδάκη έχει ένα στοιχείο αλήθειας. Ο Καζαντζάκης πήρε όντως αυτές τις θέσεις, οι οποίες αποτελούν μια μελανή κηλίδα στη διαδρομή του. Ο κριτικός μας είχε κάθε δικαίωμα να το επισημάνει αυτό, ιδιαίτερα απέναντι σε εξιδανικευτικές βιογραφίες του που το παραβλέπουν.
Ωστόσο, ο κ. Λουλουδάκης δεν αρκείται σε αυτό. Εμφανίζει τον Καζαντζάκη λίγο-πολύ σαν ένα καιροσκόπο, που πουλούσε την πένα του στην αντίδραση:
«Ο Καζαντζάκης δεν παίρνει θέση υπέρ τους, ανοήτως. Παραγγελίες, μιας κολοσσιαίας κυβερνητικής προπαγανδιστικής γραμμής εκτελούσε παίρνοντας θέση υπέρ των φασιστικών καθεστώτων. Έτσι κι αλλιώς, ο Καζαντζάκης στην καλύτερη περίπτωση στεκόταν πάντα μακριά από τη ζωή, τους αγώνες, μα και από τα κινήματα του εργαζόμενου λαού… Εύκαμπτος στη μέθοδο προσέγγισης (ως και ύμνους για τον Λένιν έγραψε) διότι δε ως σπουδαίος διανοούμενος, δεν χρειάζεται απόδειξη. Έφτανε η δήλωση του»[19].
Εδώ ακριβώς ο κριτικός μας δείχνει την πλήρη ανικανότητά του να βάλει σε ένα σωστό πλαίσιο τα γεγονότα στα οποία αναφέρεται.
Κατ’ αρχή, ο ίδιος ο κ. Λουλουδάκης αναγνωρίζει ότι εκτός από τα ευμενή άρθρα του για τους φρανκιστές ο Καζαντζάκης έγραψε και «ύμνους» για τον Λένιν και ότι μάλιστα, όπως αναφέρει, κατά τη συμμετοχή του στην ελληνική εκστρατεία στη Σοβιετική Ρωσία το 1919 προσπάθησε, μαζί με το συνταγματάρχη Ηρακλή Πολεμαρχάκη, να τραβήξει τους Έλληνες της περιοχής στην επιρροή των Μπολσεβίκων. Είναι δυνατό η υποστήριξη των Μπολσεβίκων και οι ύμνοι στον Λένιν να ήταν παραγγελίες της «κολοσσιαίας κυβερνητικής μηχανής» που την ίδια ώρα συμμετείχε στην επέμβαση;
Στην πραγματικότητα, αυτό που θα έπρεπε να ειπωθεί είναι ότι ο Καζαντζάκης, όπως πολλοί άλλοι λογοτέχνες, ήταν ασταθής και συγχυσμένος στις πολιτικές του απόψεις. Δεν είχε ένα δικό του σταθερό πολιτικό στίγμα –αυτό το είχαν εθνικιστές όπως ο Σπύρος Μελάς, που ήταν όντως αντιδραστικοί– με συνέπεια να παρασύρεται συχνά από τους ανέμους της στιγμής.
Ταυτόχρονα όμως θα έπρεπε να γίνει εδώ μια ισχυρή αντιδιαστολή ανάμεσα στις πολιτικές απόψεις του Καζαντζάκη και το λογοτεχνικό έργο του. Το τελευταίο είναι ένα έργο προοδευτικό, που ανήκει στη ρεαλιστική, λαϊκή λογοτεχνία, και ως τέτοιο πρέπει να το υπερασπίζονται οι κομμουνιστές, απέναντι σε επιθέσεις και σε κάθε προσπάθεια οικειοποίησής του από τους φασίστες.
Οι κλασικοί του μαρξισμού διέκριναν αδιάλειπτα ανάμεσα στις πολιτικές και φιλοσοφικές ιδέες των λογοτεχνών από τη μια και το λογοτεχνικό τους έργο από την άλλη. Ο Γκόρκι είναι γνωστό ότι μετά την ήττα της επανάστασης του 1905 υποστήριξε την ιδέα της θεοπλασίας και αντιτάχθηκε στην εξέγερση του Οκτώβρη. Ο Λένιν μπορεί να τον επέκρινε γι’ αυτές τις θέσεις του, αλλά ποτέ δεν έπαψε να εκτιμά βαθιά το λογοτεχνικό του έργο και να τονίζει τον προοδευτικό του χαρακτήρα. Όπως και ο Μαρξ, στην περίπτωση του Μπαλζάκ, αναγνώριζε ότι ακριβώς λόγω του συναισθηματισμού τους, οι άνθρωποι της τέχνης διακρίνονται συχνά από ασυνέπειες στις πολιτικές τους κλίσεις, που δεν πρέπει να κρίνονται πολύ αυστηρά. Παρότι και αυτές έχουν μια σημασία, οι καλλιτέχνες πρέπει να κρίνονται πρώτα και κύρια για το περιεχόμενο του καλλιτεχνικού τους έργου.
Για να δώσουμε ένα σύγχρονο παράδειγμα, ο Θεοδωράκης έπεσε έξω πολιτικά όχι λίγες φορές, μεταξύ άλλων με το χειρότερο τρόπο πρόσφατα όταν συμμετείχε στα εθνικιστικά συλλαλητήρια για το Μακεδονικό. Σημαίνει αυτό ότι οι κομμουνιστές θα τον αποκηρύξουν ή θα συμφωνήσουν με τη δήλωση του Κασιδιάρη ότι πέρασε στα στερνά του στις χρυσαυγίτικες θέσεις, τις θέσεις της ακροδεξιάς; Απεναντίας, οι κομμουνιστές θα υπερασπίσουν το έργο του Θεοδωράκη, τονίζοντας το στρατευμένο αντιφασιστικό του χαρακτήρα, τον οποίο δεν μπορεί να αναιρέσει η μια ή η άλλη πολιτική αστοχία του. Θα πουν ότι το έργο αυτό ανήκει στο λαό, εκφράζει τις αξίες του και γι’ αυτό είναι ασυμβίβαστο με το φασισμό. Αντίστοιχα ισχύουν για τον Καζαντζάκη, του οποίου το έργο είναι προοδευτικό και έρχεται σε αντίθεση με τη φασιστική ιδεολογία και με τις δικές του παλινωδίες.
Ας ξεκαθαρίσουμε το τελευταίο ζήτημα με ένα τρόπο κατανοητό ακόμη και στους Λουλουδάκηδες.
Σε ένα από τα βιβλία του, την Ασκητική, ο Καζαντζάκης κάνει μια αναφορά στη «ράτσα», εννοώντας με αυτό τον όρο βασικά τις εθνικές και οικογενειακές ρίζες του ατόμου:
«Το πρώτο σου χρέος, εχτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους πρόγονους. Το δεύτερο, να φωτίσεις την ορμή τους και να συνεχίσεις το έργο τους. Το τρίτο σου χρέος, να παραδώσεις στο γιο τη μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει»[20].
Οι χρυσαυγίτες και άλλοι ακροδεξιοί παραθέτουν αυτά τα λόγια του Καζαντζάκη σε διάφορα σάιτ σαν μια δικαίωση της δικής τους άποψης. Ο ίδιος ο Μιχαλολιάκος τα επικαλείται στο ημερολόγιό του:
«Για τους χρυσαυγίτες ο λόγος του Καζαντζάκη στην “Ασκητική”, ότι μέσα στον καθένα από εμάς ζουν οι σκιές των προγόνων που απαιτούν τη δικαίωση, αλλά και των απογόνων που θέλουν να διαβούν μέσα από εμάς στο πέρασμα του χρόνου, ο λόγος αυτός, που φαντάζει μεταφυσικός, αλλά είναι υπέροχα φυσικός και συγκεκριμένα φυλετικός, έχει απόλυτη ισχύ»[21].
Αυτό όλο όμως είναι μια συνειδητή απάτη και παραχάραξη. Στην αμέσως επόμενη φράση ο Καζαντζάκης απορρίπτει ριζικά και κατηγορηματικά τη φυλετική άποψη:
«Δε μιλάς εσύ. Μήτε είναι η ράτσα μονάχα μέσα σου που φωνάζει· μέσα σου οι αρίφνητες γενεές των ανθρώπων· άσπροι, κίτρινοι, μαύροι· χιμούν και φωνάζουν. Λευτερώσου κι από τη ράτσα· πολέμα να ζήσεις όλο τον αγωνιζόμενον άνθρωπο»[22].
Ο Καζαντζάκης συντρίβει εδώ, στο αποφασιστικό σημείο, όλα τα ναζιστικά ιδεολογήματα, φτύνοντας κατάμουτρα τους υποκριτές Μιχαλολιάκους. Διατυπώνει το πραγματικό ανθρώπινο καθήκον, που δεν γνωρίζει διάκριση ανάμεσα σε λευκό, μαύρο και κίτρινο άνθρωπο. Το καθήκον αυτό κανένας ναζί δεν μπορεί να το αποδεχτεί, παρεκτός και αν πάψει να είναι ναζί, αν απαρνηθεί τη ναζιστική ιδεολογία.
Ένας μαρξιστής θα έπρεπε να προβάλει την παραπάνω θέση του Καζαντζάκη και να ξεσκεπάσει την υποκρισία της επίκλησής του από τους χρυσαυγίτες. Οι Λουλουδάκηδες αντίθετα την αποσιωπούν. «Πολεμούν» τους χρυσαυγίτες με το να εμφανίζουν τον Καζαντζάκη σαν συμπαθούντα του φασισμού και να τον καταδικάζουν μαζί με όλους τους φασίστες, επικαλούμενοι κάθε τι άλλο εκτός από το κύριο. Έτσι όμως στην πράξη βοηθούν τους χρυσαυγίτες, τους δίνουν τη δυνατότητα να καπηλεύονται μια πολιτιστική κληρονομιά που ούτε στο ελάχιστο δεν τους ανήκει.
Πραγματικά, ας υποθέσουμε ότι ένας απολίτικος νεαρός, που μπορεί να έχει διαβάσει λίγο Καζαντζάκη ή να έχει δει τον Ζορμπά, και ο οποίος ψηφίζει τη Χρυσή Αυγή γιατί τη θεωρεί «αντισυστημική», πέφτει πάνω στο ημερολόγιο του Μιχαλολιάκου και στην κριτική του Καζαντζάκη από τον κ. Λουλουδάκη. Ποιο θα είναι το αποτέλεσμα; Το αποτέλεσμα θα είναι να ενισχυθεί η συμπάθειά του για το φασισμό. Από τη μια θα παραπλανηθεί από τη φυλετική παραχάραξη του Καζαντζάκη από τον Μιχαλολιάκο και από την άλλη η παρουσίασή του ως φιλοφασίστα από τον Λουλουδάκη θα έχει πάνω του το ίδιο αποτέλεσμα. Ο Καζαντζάκης, θα πει, ήταν δεκτικός στις φασιστικές ιδέες και αυτό σημαίνει ότι οι ιδέες αυτές έχουν αξία, ενώ οι αριστεροί που φτύνουν έτσι έναν Καζαντζάκη αποκλείεται να έχουν.
Η αλήθεια όμως είναι ότι στην περίπτωση του κ. Λουλουδάκη και των ομοίων του πρόκειται για ψευδο-αριστερούς φρασεολόγους, που γελοιοποιούν τις αριστερές ιδέες. Και φυσικά, πέρα από την έμμεση υπηρεσία τους στους χρυσαυγίτες, δεν είναι μικρότερη η ζημιά που προκαλούν με τις ασυναρτησίες τους στον αριστερό χώρο, φέρνοντας σύγχυση και αποπροσανατολίζοντας τους άτυχους αναγνώστες τους.
Ο «αντιφασισμός» του κ. Λουλουδάκη
Αυτό μας φέρνει στον αντιφασισμό του κ. Λουλουδάκη. Πραγματικά, δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι ο Λουλουδάκης θεωρεί τον εαυτό του ως τον πιο γνήσιο, αν όχι τον μοναδικό, αντιφασίστα σε τούτη τη γη. Γράφει μάλιστα βιβλία για το φασισμό. Αν μόνο όλοι ήταν ή γίνονταν αντιφασίστες σαν αυτόν, φαίνεται να πιστεύει, ο φασισμός θα εξαφανιζόταν από προσώπου γης.
Δυστυχώς, οι περί φασισμού αναλύσεις του κ. Λουλουδάκη εμφορούνται από την ίδια θολούρα και σύγχυση που διακρίνει τις υπόλοιπες απόψεις του. Είναι δε τόσο εκπληκτική αυτή η θολούρα που σε υποχρεώνει θέλοντας και μη να δεχτείς ότι αν όλοι αποδέχονταν τις αναλύσεις του ο φασισμός θα εξαφανιζόταν όντως από προσώπου γης, όχι γιατί θα έπαυε να υπάρχει, αλλά γιατί κανείς πια δεν θα καταλάβαινε τι είναι ο φασισμός. Ας τους ρίξουμε μια ματιά.
Στο ήδη σχολιασμένο άρθρο του «Περί φασισμού και δυσάρεστων υπενθυμίσεων», όπου παρουσιάζει τον Καζαντζάκη σαν φιλοφασίστα, ο κ. Λουλουδάκης γράφει:
«Τι είναι φασισμός; Αυτό το ερώτημα τέθηκε στην παρουσίαση του βιβλίου μου “Από το Τρίτο Ράιχ στην Ευρωπαϊκή Ένωση”… Για τον γράφοντα, καπιταλισμός και φασισμός (ένα στάδιο όπου έχουν σαπίσει οι παραγωγικές σχέσεις) είναι ταυτολογία, και αυτό προσπαθώ να εξηγήσω στο βιβλίο»[23].
Εδώ ο κ. Λουλουδάκης φανερώνει την ίδια χοντροκέφαλη αδυναμία να αντιληφθεί ότι ενώ ο καπιταλισμός σήμερα, σε γενικές γραμμές, έχει καταστεί αναχρονιστικός, αυτό δεν ίσχυε ανέκαθεν και ότι υπήρχε μια εποχή που οι καπιταλιστικές σχέσεις αντιστοιχούσαν στις απαιτήσεις της οικονομικής ανάπτυξης. Αν το καταλάβαινε αυτό, θα καταλάβαινε ότι ο καπιταλισμός και ο φασισμός δεν είναι γενικά μια ταυτολογία, ότι υπήρχε μια εποχή που ο καπιταλισμός ήταν προοδευτικός και όχι αντιδραστικός, ούτε πολύ περισσότερο φασιστικός. Αλλά και σήμερα ακόμη, όταν ο καπιταλισμός έχει μπει αμετάκλητα στην εποχή της σήψης του, δεν ισχύει η εξίσωση καπιταλισμός = φασισμός. Πρώτ’ απ’ όλα το ότι οι καπιταλιστικές σχέσεις έχουν καταστεί γενικά αναχρονιστικές δεν σημαίνει ότι έχουν καταστεί παντού και στον ίδιο βαθμό αναχρονιστικές. Ακριβώς επειδή υπάρχει αυτό που ο Λένιν ονόμαζε «άνιση ανάπτυξη» υπάρχουν ακόμη περιοχές του πλανήτη που είναι ή μέχρι πρόσφατα ήταν οικονομικά καθυστερημένες, όπως η Κίνα, η Ινδία, η Αφρική, και σε αυτές μια καπιταλιστική ανάπτυξη, συχνά θεαματική, είναι ακόμη δυνατή. Αλλά και στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, όπου ο καπιταλισμός έχει απωλέσει τη δυναμική του, δεν μπορεί να ταυτίζεται με το φασισμό. Ακόμη και εκεί ο καπιταλισμός έχει κάποια περιθώρια, κυρίως χάρη στην εκμετάλλευση του υπόλοιπου κόσμου, που του επιτρέπουν να διατηρεί τις κοινοβουλευτικές μορφές διακυβέρνησης, τις οποίες θα καταργήσει ο φασισμός αν και όταν υπερισχύσει πραγματικά.
Από την άλλη μεριά, είναι εξίσου λαθεμένος ο ορισμός του φασισμού ως «ένα στάδιο όπου έχουν σαπίσει οι παραγωγικές σχέσεις». Οι παραγωγικές σχέσεις είχαν ασφαλώς σαπίσει και σε προηγούμενα εκμεταλλευτικά συστήματα όπως η δουλεία και η φεουδαρχία κατά τη φάση της παρακμής τους. Αν ο ορισμός του κ. Λουλουδάκη γίνει δεκτός, τότε θα έπρεπε να πούμε ότι η δουλοκτητική κοινωνία στο στάδιο, ας πούμε, από το 2ο μ.Χ. αιώνα και μετά ήταν φασιστική και ότι και η φεουδαρχική κοινωνία από το 13-14ο αιώνα και μετά ήταν φασιστική. Η αναπόφευκτη κατάληξη μιας τέτοιας «ανάλυσης» θα ήταν πως τα πάντα είναι φασισμός.
Ο Λουλουδάκης μας προσφέρει μια πληθώρα ακόμη ορισμών του φασισμού, που είναι όλοι τους εξίσου βαθιοί:
«Φασισμός είναι η επικράτηση συγκεκριμένων, επιθετικών παραγωγικών σχέσεων που εξασφαλίζουν την ταξική, ολοκληρωτική και βίαιη εξουσία των φορέων της αγοράς και του καπιταλισμού. Φασισμός είναι ο ολοκληρωτισμός της καπιταλιστικής κοινωνίας»[24].
Εδώ ο Λουλουδάκης ταυτίζει πάλι πράγματα που δεν είναι όμοια, στη συγκεκριμένη περίπτωση την αντίδραση και τον ολοκληρωτισμό με το φασισμό. Ο φασισμός αναμφισβήτητα είναι μια μορφή επιθετικής αντίδρασης και αστικού ολοκληρωτισμού. Από αυτό όμως δεν έπεται και ότι κάθε μορφή αστικής αντίδρασης και ολοκληρωτισμού είναι φασισμός. Οι αετοί είναι αρπακτικά πτηνά. Από αυτό δεν έπεται ότι και όλα τα αρπακτικά πτηνά είναι αετοί· υπάρχουν και τα γεράκια, οι γύπες, κοκ.
Ή πάλι: «Φασισμός είναι η διέξοδος του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος από κάποιο αδιέξοδό του»[25].
Παρομοίως, ο φασισμός είναι ασφαλώς μια διέξοδος του καπιταλισμού από τα αδιέξοδά του, αλλά αυτό δεν συνεπάγεται ότι όλες οι διέξοδοι από αυτά τα αδιέξοδα είναι φασισμός. Για παράδειγμα, ένα αδιέξοδο του καπιταλιστικού συστήματος ήταν η κρίση και ο λιμός της δεκαετίας του 1840. Η διέξοδος που βρήκε ο καπιταλισμός από αυτό το αδιέξοδο ήταν η μαζική μετανάστευση. Ένα άλλο αδιέξοδο του καπιταλισμού ήταν η κρίση του 1929. Στην Ευρώπη η διέξοδος που βρήκε ο καπιταλισμός ήταν ο φασισμός, στις ΗΠΑ όμως, χάρη στη μεγαλύτερη ισχύ και αντοχή του, βρήκε το Νιου Ντιλ. Αν κάθε διέξοδος του καπιταλισμού από κάποιο αδιέξοδό του είναι φασισμός, τότε θα έπρεπε να συμπεράνουμε ότι και η μετανάστευση και το Νιου Ντιλ είναι φασισμός, και πάει λέγοντας.
Να ένας ακόμη βαθυστόχαστος ορισμός: «Το τι συνιστά τον ορισμό του φασισμού, έχει σκοπίμως μετατραπεί σε ένα ιδιαίτερα αμφισβητούμενο και περίπλοκο θέμα. Δεν είναι. Ο Γκεόργκι Ντιμιτρόφ με εφτά λέξεις έχει βάλει τα πράγματα στην θέση τους: “Ο φασισμός είναι η κυβέρνηση του ίδιου του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου”»[26].
Ας αφήσουμε κατά μέρος ότι οι λέξεις στην παραπάνω φράση του Ντιμιτρόφ δεν είναι εφτά αλλά δέκα. Αυτό είναι το λιγότερο. Το θέμα είναι πως αποδίδοντας στον Ντιμιτρόφ τον παραπάνω ορισμό του φασισμού, ο κ. Λουλουδάκης διαστρεβλώνει την άποψη του Ντιμιτρόφ.
Η φράση που παραθέτει ο κ. Λουλουδάκης υπάρχει πράγματι στην μπροσούρα του Ντιμιτρόφ για το φασισμό, μόνο που δεν είναι ο ορισμός του φασισμού. Στο συγκεκριμένο σημείο ο Ντιμιτρόφ απαντά στις απόψεις θεωρητικών που αποσύνδεαν το φασισμό από το μεγάλο κεφάλαιο, εμφανίζοντάς τον σαν ένα καθαρά μικροαστικό κίνημα[27]. Απέναντί τους, τονίζει ότι ο φασισμός δεν είναι μια εξουσία πάνω από τις τάξεις ούτε εξουσία των μικροαστών ενάντια στο χρηματιστικό κεφάλαιο αλλά εξουσία του χρηματιστικού κεφαλαίου.
Ο ορισμός του Ντιμιτρόφ για το φασισμό δίνεται πιο πριν: «Φασισμός είναι η ανοικτή τρομοκρατική δικτατορία των πιο αντιδραστικών, των πιο σοβινιστικών, των πιο ιμπεριαλιστικών στοιχείων του χρηματιστικού κεφαλαίου»[28].
Αυτός ο ορισμός περιλαμβάνει δυο επιπλέον σημεία. Πρώτο, ότι ο φασισμός δεν είναι γενικά μια εξουσία του χρηματιστικού κεφαλαίου, αλλά της πιο αντιδραστικής πτέρυγάς του. Και δεύτερο ότι ο φασισμός είναι μια ανοικτή τρομοκρατική δικτατορία, ότι παραμερίζει τις συνηθισμένες κοινοβουλευτικές μορφές με τις οποίες ασκείται η αστική εξουσία.
Δεν θα εξετάσουμε εδώ κατά πόσο ο ορισμός του Ντιμιτρόφ είναι πλήρης. Αυτός ο ορισμός όμως προσδιορίζει με στοιχειώδη ακρίβεια την έννοια του φασισμού, απαιτεί μια αστική κυβέρνηση να έχει κάποια συγκεκριμένα γνωρίσματα για να μπορεί να χαρακτηριστεί φασιστική. Αν αντίθετα δεχτούμε ως ορισμό του φασισμού την πρόταση που παραθέτει ο κ. Λουλουδάκης, «Ο φασισμός είναι η κυβέρνηση του ίδιου του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου», τότε θα υποχρεωθούμε να συμπεράνουμε ότι όλες οι αστικές κυβερνήσεις στην εποχή μας είναι φασιστικές. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, για παράδειγμα, είναι κυβέρνηση του χρηματιστικού κεφαλαίου. Άρα τι είναι; Φασιστική. Η κυβέρνηση Μακρόν είναι κυβέρνηση του χρηματιστικού κεφαλαίου. Άρα τι είναι και αυτή; Φασιστική. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ήταν κυβέρνηση του χρηματιστικού κεφαλαίου, δεν έθιξε σε τίποτα τον Στουρνάρα και τους ομοίους του. Άρα τι ήταν και αυτή; Φασιστική, και πάει λέγοντας.
Ο βαθυστόχαστος θεωρητικός μας δεν αρκείται όμως στους ορισμούς. Μας προσφέρει ακόμη αναλύσεις για τις ρίζες του φασισμού στο ιστορικό παρελθόν:
«Ο φασισμός, όμως, δεν θέριεψε σε μία νύχτα μα αποτελεί τμήμα και μάλιστα σημαντικό, της Ευρωπαϊκής Ιστορίας από τον καιρό που κυρίαρχο στοιχείο της πολιτικής των μητροπολιτικών ευρωπαϊκών κρατών ήταν ο ρατσισμός σε βάρος των αποικιοκρατούμενων λαών ή των λαών αποικιακής προέλευσης μα και από την εποχή που ο Γάλλος αυτοκράτορας Ναπολέων Γ’ πάντρεψε το αυταρχικό κράτος με την ελευθερία των εμπορικών ανταλλαγών»[29].
Συνάγεται ότι ο Ναπολέων ο Γ΄ ήταν ένας από τους προδρόμους του φασισμού. Κρίμα μόνο που ο Μαρξ δεν το κατάλαβε αυτό στον καιρό του και δεν είπε τίποτα παρόμοιο στη 18η Μπριμέρ του. Αν ζούσε σήμερα σίγουρα θα αναθεωρούσε τις απόψεις του κάτω από τον συνταρακτικό αντίκτυπο των αξεπέραστων αναλύσεων του κ. Λουλουδάκη.
Επιφανείς μαρξιστές όπως ο Τρότσκι, ο Γκράμσι και άλλοι ανέλυσαν εκτενώς το φαινόμενο του φασισμού. Όρισαν το φασισμό σαν ένα κίνημα των αντιδραστικών μικροαστών ενάντια στην εργατική τάξη που συντρίβει τους προλεταριακούς θεσμούς (κόμματα, συνδικάτα) και φέρνει στην εξουσία την πιο αντιδραστική πτέρυγα του μεγάλου κεφαλαίου. Ταυτόχρονα ανέλυσαν τους όρους που κάνουν δυνατό το φασισμό. Οι όροι αυτοί είναι, πρώτο, το πέρασμα του καπιταλισμού στην εποχή της σήψης και της παρακμής του (δηλαδή, την ιμπεριαλιστική εποχή), που εκφράζεται κατά καιρούς με βαθιές συστημικές κρίσεις (όπως η κρίση του 1929 και η σημερινή) και, δεύτερο, η ανεξάρτητη εμφάνιση και άνοδος της εργατικής τάξης, που απειλεί να ανατρέψει το καπιταλιστικό σύστημα στη στιγμή της μέγιστης κρίσης του. Ακριβώς για να το προλάβει αυτό, όταν δεν έχει κανένα άλλο μέσο στη διάθεσή της, η αστική τάξη προσφεύγει στο φασισμό.
Μπαίνει το ερώτημα: Υπήρχε τίποτε από όλα αυτά στις δεκαετίες του 1850 και του 1860, που να θεμελιώνει μια σχέση του Ναπολέοντα Βοναπάρτη και του φαινομένου που οι μαρξιστές αποκάλεσαν βοναπαρτισμό με το φασισμό; Προφανώς όχι. Στις δεκαετίες του 1850 και του 1860, περίοδο της διακυβέρνησης της Γαλλίας από τον Βοναπάρτη, ο καπιταλισμός ήταν ακόμη προοδευτικός και δεν συνταρασσόταν από καθολικές κρίσεις. Επιπλέον, η εργατική τάξη είχε μόλις αρχίσει να εμφανίζεται δειλά στο ιστορικό προσκήνιο στις επαναστάσεις του 1848 και δεν έθετε μια οξεία απειλή για το καπιταλιστικό σύστημα. Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, δεν είχαν συγκροτηθεί ούτε εργατικά κόμματα, ούτε μαζικά συνδικάτα· όλα αυτά ήταν το έργο της Β΄ Διεθνούς, από τη δεκαετία του 1880. Γι’ αυτό ακριβώς, επειδή όλοι οι παράγοντες που καθόρισαν την εμφάνιση του φασισμού ήταν απόντες, το καθεστώς του Βοναπάρτη, παρά τον αυταρχικό του χαρακτήρα, δεν είχε σχέση με το φασισμό.
Ο Μαρξ χαρακτήρισε ως βοναπαρτισμό την άνοδο στην κυβέρνηση των μικροαστών, ιδιαίτερα της κρατικής γραφειοκρατίας, που έγινε δυνατή λόγω της εξάντλησης των δυο βασικών τάξεων, της αστικής τάξης και του προλεταριάτου, στις επαναστατικές μάχες του 1848. Ο βοναπαρτισμός, σύμφωνα με τον Μαρξ, ήταν αντιδραστικός επειδή εξέφραζε την προσπάθεια των μικροαστών να διατηρήσουν τη μικροϊδιοκτησία τους, απέναντι στην καπιταλιστική ανάπτυξη που έτεινε να τους καταστρέψει. Επειδή όμως η συσσώρευση και η μονοπωλιοποίηση δεν είχαν προχωρήσει αρκετά, ήταν τότε δυνατό να ικανοποιηθούν ως ένα βαθμό οι διεκδικήσεις των μικροαστών και να βολευτούν ειρηνικά μέσα στο καπιταλιστικό πλαίσιο. Όταν χάθηκε αυτή η δυνατότητα (η οποία παρεμπιπτόντως επανακτήθηκε εν μέρει αργότερα, μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, χάρη στην κρατικομονοπωλιακή ρύθμιση), τότε ακριβώς έγινε αναγκαίος ο φασισμός και άρχισαν να εμφανίζονται κινήματα που είχαν κοινά σημεία με το φασισμό. Στην Τσαρική Ρωσία, για παράδειγμα, οι Μαύρες Εκατονταρχίες, που εμφανίστηκαν στα 1905, με τα αντισημιτικά πογκρόμ και την ακροδεξιά εθνικιστική ιδεολογία τους είχαν οπωσδήποτε συγγένειες με τους φασίστες. Βέβαια, παρέμεινε μια ουσιώδης διαφορά, ότι οι συμμορίες αυτές δεν απέκτησαν μαζική βάση στους μικροαστούς όπως οι φασίστες· στη Ρωσία η δυσαρεστημένη αγροτιά έκλινε προς την επανάσταση. Ο Λουλουδάκης ανακαλύπτει αναλογίες με το φασισμό εκεί που δεν υπάρχουν και αποτυχαίνει να τις βρει εκεί που υπάρχουν πραγματικά.
Τα περί αυταρχικού κράτους που αραδιάζει είναι ψευτιές που αναπαράγουν τα ιδεολογήματα των «ελευθεριακών». Οι τελευταίοι, μια από τις πιο συνεπείς μερίδες των αντιδραστικών απολογητών του καπιταλισμού στις μέρες μας, αερολογούν γενικά περί «αυταρχικού κράτους», χωρίς να εξετάζουν ποτέ για ποιο κράτος πρόκειται, ακριβώς για να εμφανίζουν ως «αυταρχισμό» το λεγόμενο «κράτος πρόνοιας» και τις κατακτήσεις των εργαζομένων μετά το 1950. Προωθούν και υποστηρίζουν έτσι την αναίρεσή τους, που αποτελεί την ουσία της σημερινής φασιστικοποίησης, παριστάνοντας τους υπερασπιστές της «ελευθερίας», μιας ελευθερίας που δεν είναι άλλη από την ασυδοσία του κεφαλαίου.
Και ποιο είναι το πρακτικό εξαγόμενο όλης αυτής της «αντιφασιστικής» θολούρας, της συνταύτισης του φασισμού γενικά με τον καπιταλισμό, κοκ; Ουσιαστικά είναι ότι ο φασισμός είναι παντοδύναμος, ότι έχει κερδίσει ήδη τη συντριπτική πλειοψηφία των μικροαστών και έχει πρακτικά επιβληθεί. Ο Λουλουδάκης τα δηλώνει όλα αυτά ξεκάθαρα όταν γράφει:
«Όσον αφορά στους περιττούς ανθρώπους, που πολλοί από αυτούς ανήκαν κάποτε στην περιβόητη μεσαία τάξη και τώρα αποτελούν τα θεμέλια της φτώχειας, συγκροτούν, με την βοήθεια της γενικευμένης μαλακίας που κυριαρχεί στα ΜΜΕ, την μεγάλη μάζα όπου η “ποίηση” του εθνικισμού συσσωρεύει τίτλους νομιμότητας. Γιατί, ναι μεν μπορεί να έχεις απονευρωθεί κοινωνικά και να μην διαμαρτύρεσαι που δεν σε φτάνει το μεροκάματο να θρέψεις τον εαυτό σου και τα παιδιά σου, να θεωρείς φυσιολογικό να δουλεύεις τον μήνα για μόλις 200-300 ή ακόμα και 400 ευρώ, να είσαι άνεργος, να πεινάς, όμως, άμα πιστέψεις πως διαιωνίστηκες διαμέσου των “ελληνικών γονιδίων” του Μέγα Αλέξανδρου ή του Λεωνίδα και όλο αυτό συνοδευτεί με θρησκευτικές εμμονές, τότε μπορεί και να χορτάσεις από τα άχυρα της εθνικο-θρησκευτικής σου βλακείας. Δεν χρειάζεται να θρηνήσει κανείς για το καθυστερημένο κοινωνικό επίπεδο του εθνικιστικού λαουτζίκου. Γιατί οι υπεράνω κάθε ορθολογικού λόγου απόλυτες αλήθειες όπως: η θρησκεία, οι επιστολές του Ιησού, τα μαντζούνια του Αγίου Όρους,- δια πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν,- το αίμα, η φυλή, η ελληνική ψυχή, η σημαία, είναι παγιωμένες για ένα μεγάλο κοινωνικό στρώμα. Αρέσει δεν αρέσει σε τέτοιου επιπέδου εκφυλιστικές-μεταφυσικές αξίες, αυτό το μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας (το οποίο ανεξαρτήτως μορφώσεως διαθέτει αδρανή παραγωγή πνεύματος) στηρίζεται για να αρχίσει την θλιβερή του μέρα. Δυστυχώς από την πνευματική αθλιότητα και τις εμπορικές ατραξιόν του Βελόπουλου, την εθνικολαϊκή υστερία του Κρανιδιώτη, την αρχαιομακεδονικοελληνικορθόδοξη- με λίγο SS- κληρονομιά του Μιχαλολιάκου, τους ραδιοτηλεάνθρωπους υποψήφιους βουλευτές με την ιδιότητα παραγωγής «σοβαρής» φασιστικής ιδεολογίας, ως τον καθημερινό, έμμεσο αλλά πανίσχυρο, φασισμό του Γεωργιάδη-Βορίδη, δεν απέχουμε ούτε ένα τσιγάρο δρόμο»[30].
Οι τάσεις και τα φαινόμενα της παρακμής, της στροφής των μικροαστών στο φασισμό και τον εθνικισμό, κοκ, που επισημαίνει εδώ ο Λουλουδάκης είναι ασφαλώς υπαρκτά. Οι κομμουνιστές πρέπει να τα υπογραμμίζουν και να φωτίζουν το περιεχόμενό τους, την απειλή που αντιπροσωπεύουν για την κοινωνία. Αλλά αυτό πρέπει να γίνεται παρουσιάζοντάς τα στις πραγματικές τους διαστάσεις και στο συγκεκριμένο κάθε φορά βαθμό ανάπτυξής τους· όχι με τον τρόπο εκείνου του βοσκού που φώναζε κάθε πέντε λεπτά, «Λύκος στα πρόβατα».
Η αλήθεια είναι ότι οι τάσεις αυτές, ενώ έχουν προχωρήσει αρκετά, σε καμιά χώρα της Ευρώπης δεν έχουν καταστεί κυρίαρχες. Ακόμη και στη Γαλλία, τη χώρα όπου ο νεοφασισμός, με τη μορφή του λεπενισμού, έχει επιτύχει τη μεγαλύτερη και πιο σταθερή του ανάπτυξη, η τελευταία περίοδος δεν σημαδεύτηκε από κάποιο ναζιστικό κίνημα αλλά από το κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων, ένα ριζοσπαστικό βασικά κίνημα που εκφράζει τα πραγματικά συμφέροντα των εργαζομένων, μαζί και των μικροαστών. Ακόμη περισσότερο ισχύει αυτό για χώρες του Νότου όπως η Ελλάδα και η Ισπανία, όπου η εκλογική και άλλη επιρροή των νεοναζί είναι σαφώς μικρότερη και όπου τα μεγάλα κινήματα των Αγανακτισμένων, των μικροαστών που κατέστρεψε η κρίση, είχαν γενικά ένα αριστερό πρόσημο. Για την ώρα μόνο μια μειοψηφία των μικροαστών έχει κερδηθεί με το φασισμό, ενώ η πλειοψηφία τους ταλαντεύεται και διατηρεί μια ενστικτώδη απέχθεια γι’ αυτόν. Ένας κομμουνιστής θα έπρεπε, λοιπόν, τονίζοντας την απειλή του φασισμού και το ότι η απειλή αυτή αυξάνεται για όσο το κομμουνιστικό κίνημα βρίσκεται σε αποσύνθεση και δεν οργανώνεται μια αποτελεσματική αντίσταση, να αναδείξει ταυτόχρονα και τους αντίρροπους παράγοντες, στους οποίους θα βασιστεί η αντίσταση στο φασισμό.
Αυτό το τελευταίο λάμπει δια της απουσίας του στην ανάλυση του Λουλουδάκη. Αυτό που τον απασχολεί δεν είναι πώς το κίνημα θα αντιδράσει αποτελεσματικά στη φασιστική απειλή, αλλά μάλλον πώς θα αποδοκιμάσει τους πάντες σαν φασίστες, για να αποδείξει τετραγωνικά ότι ο ίδιος είναι ο πραγματικός αντιφασίστας. Οι συλλογισμοί του, όμως, παρά το υψηλό «αντιφασιστικό» τους φρόνημα, καταλήγουν, όπως έχει γίνει πολύ συχνά με συναδέλφους του στο παρελθόν, να μοιάζουν περισσότερο με μια προετοιμασία για συνθηκολόγηση. «Εγώ είμαι ο πραγματικός αντιφασίστας, ο Λίνκολν, ο Καζαντζάκης και γενικώς οι διανοούμενοι ήταν και είναι πουλημένοι, αλλά δυστυχώς τι τα θέλετε, οι μικροαστοί έχουν διαβρωθεί ανεπανόρθωτα από το φασισμό και παρά τις άοκνες προσπάθειές μου ακολουθούν τους πανίσχυρους Βελόπουλους και Βορίδηδες. Αφού δεν με καταλαβαίνει κανείς τι κορυφαίος αντιφασίστας είμαι, ας πάω, λοιπόν, σπίτι μου».
Ο Λουλουδάκης αναπαράγει σχεδόν κατά γράμμα τις σταλινικές λογικές και τα επιχειρήματα κατά την περίοδο της ανόδου του Χίτλερ στη Γερμανία. Με τον ίδιο τρόπο όπως αυτός οι σταλινικοί συνταύτιζαν γενικά το ναζισμό με τον καπιταλισμό και την αστική δημοκρατία και βεβαίωναν ότι ο φασισμός είχε ήδη επικρατήσει με την κυβέρνηση του Μπρίνινγκ και ο Χίτλερ δεν θα έφερνε κάτι νέο. Ο Τρότσκι είχε απαντήσει προκαταβολικά στη σύγχρονη εκδοχή αυτών των επιχειρημάτων ανασκευάζοντας τις ανοησίες των τότε Λουλουδάκηδων:
«Κάθε εργάτης που σκέφτεται, και πρώτος ο κομμουνιστής εργάτης, πρέπει να προσέξει το κούφιο, το άθλιο και το σάπιο που υπάρχει στις φλυαρίες της σταλινικής γραφειοκρατίας ότι Μπρίνινγκ και Χίτλερ είναι το ίδιο το πράγμα. Χάνεστε μέσα στη σύγχυση! – τους απαντάμε. Χάνεστε μέσα σε αυτή τη επαίσχυντη σύγχυση από φόβο για τις δυσκολίες, από φόβο για τα τεράστια καθήκοντα. Συνθηκολογείτε μπροστά στον αγώνα, διακηρύσσετε πως έχουμε κιόλας ηττηθεί. Λέτε ψέματα! Η εργατική τάξη είναι διασπασμένη, αδυνατισμένη από τους ρεφορμιστές, αποπροσανατολισμένη από τα τρικλίσματα της ίδιας της πρωτοπορίας της, αλλά δεν έχει ακόμα συντριβεί. Οι δυνάμεις της δεν εξαντλήθηκαν. Όχι το γερμανικό προλεταριάτο είναι ισχυρό. Οι πιο αισιόδοξοι υπολογισμοί θα ξεπεραστούν σημαντικά αν η επαναστατική του ενεργητικότητα ανοίξει το δρόμο προς το στίβο της δράσης… Να ταυτίζουμε τον Μπρίνινγκ με τον Χίτλερ, σημαίνει να ταυτίζουμε την κατάσταση πριν από τη μάχη με την κατάσταση ύστερα από την ήττα, σημαίνει πως παραδεχόμαστε από τα πριν σαν αναπόφευκτη την ήττα, σημαίνει πως καλούμε στη συνθηκολόγηση χωρίς όρους»[31].
Η λατρεία των Λουλουδάκηδων για τον Στάλιν
Αυτό μας φέρνει παραπέρα στο θέμα του σταλινισμού των Λουλουδάκηδων, για το οποίο επιβάλλεται να πούμε δυο λόγια.
Ενώ τα μπερδεύουν οικτρά στον ορισμό του φασισμού και σε χίλια δυο άλλα πράγματα, ο κ. Λουλουδάκης και οι όμοιοί του είναι τελείως αλάθητοι σε ένα πράγμα: την ομόθυμη υποστήριξή τους στον Στάλιν. Το σχετικό αφήγημα που λανσάρουν φωνακλάδικα σε όλους τους τόνους πάει πάνω-κάτω ως εξής: Ο Στάλιν ήταν ο συνεχιστής του Οκτώβρη και ο αταλάντευτος υπερασπιστής του σοσιαλισμού· οι αναφορές σε εγκλήματα του Στάλιν, κοκ, αποσκοπούν στην εξίσωση του φασισμού και του κομμουνισμού, που πρεσβεύει η κυρίαρχη ιδεολογία, οι αντικομμουνιστές της ΕΕ, κοκ· όσοι, λοιπόν, ασκούν κριτική στον Στάλιν είναι ουραγοί της αντίδρασης και παίζουν το παιχνίδι του αντικομμουνισμού.
Αυτό ειδικά το αφήγημα το συμμερίζεται πλήρως ο κ. Λουλουδάκης με τους αρθρογράφους στα σάιτ Κατιούσα και Ατέχνως, τύπου Μάνου Δούκα, Νίκου Μόττα, κ.ά., και με τους σταλινικούς κονδυλοφόρους του ΚΚΕ τύπου Μαΐλη, Γκίκα, κοκ, που το αναμασούν καθημερινά από τις σελίδες του Ριζοσπάστη. Αυτό ασφαλώς δεν είναι τυχαίο. Ο Λουλουδάκης και οι όμοιοί του ξέρουν κατά βάθος ότι είναι ανερμάτιστοι θεσιθήρες, που δεν έχουν ούτε τις γνώσεις, ούτε την αντίληψη για να συνεισφέρουν ουσιαστικά στους ιδεολογικούς αγώνες της εποχής μας. Το μόνο τους μέλημα, που κατευθύνει τις ενέργειές τους, είναι να μπουν σε καμιά επιτροπή ή πολιτιστικό σύλλογο του ΚΚΕ, για να λύσουν το βιοποριστικό τους πρόβλημα. Και κατανοούν ακόμη ενστικτωδώς ότι ο Στάλιν στηρίχτηκε σε θεσιθήρες και πειθήνια όργανα όπως αυτοί για να οικοδομήσει την αυταρχική του εξουσία, ότι οι σημερινοί νοσταλγοί και συνεχιστές του στο ΚΚΕ έχουν ανάγκη από ανάλογα τσιράκια και ότι μόνο σε ένα τέτοιο περιβάλλον μπορεί να ευδοκιμήσουν. Αυτοί ακριβώς οι υπολογισμοί και όχι οποιαδήποτε έγνοια για την υπόθεση του σοσιαλισμού ή την ιστορική αλήθεια καθορίζουν τη στάση τους στο ζήτημα του Στάλιν.
Η αλήθεια βέβαια είναι ότι ο Στάλιν και οι γραφειοκράτες του διέπραξαν αμέτρητα εγκλήματα. Μόνο που αυτά τα εγκλήματα δεν συνδέονταν με την υπόθεση του σοσιαλισμού, αλλά με την ιδιοτελή προσπάθειά τους να εδραιώσουν την εξουσία και τα προνόμιά τους, που απέκτησαν διαστρέφοντας τις κατευθύνσεις του Οκτώβρη. Αυτή είναι η μόνη πραγματική υπεράσπιση του σοσιαλισμού και της ΕΣΣΔ από μια μαρξιστική θέση, τόσο απέναντι στη σταλινική διαστροφή όσο και απέναντι στις παραχαράξεις της αστικής ιδεολογίας.
Εδώ θα σταθούμε σε ένα μόνο ζήτημα, το ζήτημα της σφαγής του Κατίν, που αποτελεί μια κραυγαλέα περίπτωση όχι μόνο της σταλινικής κτηνωδίας αλλά και της αφασίας και της αποχαύνωσης όσων επιμένουν να υπερασπίζουν τον Στάλιν στο όνομα του σοσιαλισμού. Το Κατίν, η μαζική εκτέλεση περίπου 22.000 Πολωνών αιχμαλώτων πολέμου, είναι σήμερα ένα εντελώς λυμένο ιστορικά ζήτημα. Είναι πλήρως αποδεδειγμένο πως επρόκειτο για σταλινικό έγκλημα, ένα έγκλημα μάλιστα που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από εκείνα των ναζί. Και είναι επίσης βέβαιο πως οι αντίθετοι σταλινικοί ισχυρισμοί συνιστούν στο σύνολό τους ψεύδη και παραχαράξεις. Οι μόνοι που τα αμφισβητούν αυτά σε διεθνές επίπεδο είναι οι νεοσταλινικοί απολογητές στο στιλ των αρθρογράφων του Ριζοσπάστη, του κ. Λουλουδάκη και μερικών ομογάλακτών του, καθώς και μερικοί Ρώσοι νεοφασίστες που θαυμάζουν τον Στάλιν για τη βαρβαρότητά του, στην οποία αναγνωρίζουν τον εαυτό τους. Για τους εγχώριους ειδικά νεοσταλινικούς το Κατίν είναι ένα από τα προσφιλή τους θέματα, στο οποίο επανέρχονται τακτικά, δείχνοντας όλη τη βαθιά γνώση και την «αξία» τους.
Ας δούμε πρώτα πώς παρουσιάζει το θέμα ο κ. Λουλουδάκης. Σε σχετικό άρθρο του, όπου αντικρούει μάλιστα τον γράφοντα, κάνει ειρωνικά λόγο για «εγκλήματα που κατηγορείται ότι διέπραξε η χώρα η οποία γεννήθηκε από την μπολσεβίκικη επανάσταση: τις μαζικές εκτελέσεις των Πολωνικών ελίτ στο Κατίν (22.000 σύμφωνα με τον γαλαντόμο κύριο Χρήστο Κεφαλή, 14.736 ακριβώς, σύμφωνα με τον κύριο Βλάση Αγτζίδης [sic!]), με διαταγή του Γεωργιανού αιμοβόρου δράκουλα, Στάλιν»[32].
Ο Λουλουδάκης υπονοεί ότι οι ισχυρισμοί ότι το Κατίν ήταν σταλινικό έγκλημα είναι αυτοαναιρούμενοι και αντιφατικοί, καθώς οι υποστηρικτές τους δεν συμφωνούν μεταξύ τους ούτε καν στον αριθμό των θυμάτων. Η αλήθεια όμως είναι ότι δεν υπάρχει καμιά απολύτως ασυμφωνία. Ο συνολικός αριθμός των θυμάτων, με βάση τα επίσημα έγγραφα που δόθηκαν στη δημοσιότητα το 1992, υπολογίζεται σε λίγο κάτω από 22.000, από τα οποία 14.552 κρατούνταν στις περιοχές του Κατίν, του Πιατιχάτκι και του Μέντνοε, και οι υπόλοιποι σε άλλες λευκορωσικές και ουκρανικές φυλακές. Αν υπολογίσει κανείς μόνο τα τρία στρατόπεδα βγαίνει προσεγγιστικά ο πρώτος αριθμός, αν υπολογίσει κανείς και τους υπόλοιπους, βγαίνει ο δεύτερος. 14.736 είναι ο ακριβής αριθμός που αναφέρεται στο αίτημα του Μπέρια, ενώ ο συνολικός αριθμός 21.857 δίνεται στο σημείωμα του Σελέπιν προς τον Χρουστσόφ το 1959. Αυτά όλα μπορεί να τα βρει κανείς στη Wikipedia και σε πλήθος ακόμη σάιτ.
Ο Λουλουδάκης γράφει παραπέρα:
«Τον Απρίλιο του 1943, στο δάσος Κατίν, κοντά στο Σμολένσκ και στις περιοχές Piatykhatky και Mednoye, τα φασιστικά στρατεύματα… ανακοινώνουν στα παγκόσμια ΜΜΕ ότι “ανακάλυψαν” ομαδικούς τάφους που περιείχαν τα λείψανα χιλιάδων αξιωματικών και πνευματικών ηγετών του Πολωνικού κράτους. Οι φασίστες μάλιστα οργάνωσαν μια “διεθνή” ιατρική επιτροπή γιατί ήθελαν, λέει, να δικαιωθούν τα θύματα!»
Η αλήθεια βέβαια είναι ότι οι ναζί δεν ανακοίνωσαν τίποτα σχετικά με το Πιατιχάτκι και το Μέντνοε. Αυτό που ανακάλυψαν και ανακοίνωσαν οι ναζί ήταν μόνο οι τάφοι στο Κατίν. Τα υπόλοιπα για το Πιατιχάτκι και το Μέντνοε αποκαλύφθηκαν αργότερα, όταν έγιναν γνωστά όλα τα στοιχεία της υπόθεσης.
Το υπόλοιπο άρθρο του κ. Λουλουδάκη αφιερώνεται σε άσχετα θέματα, που τα μπερδεύει μάλιστα με τον πιο αξιοθρήνητο τρόπο. Γράφει: «Ένα μεγάλο μέρος της Πολωνικής επικράτειας είχε προέλθει από την κατάκτηση σοβιετικών εδαφών, την εποχή που η χώρα, υπό τον Józef Piłsudski, εισβάλει στην Ρωσία, μαζί με άλλους 14 εθνικούς στρατούς από Ευρώπη, ΗΠΑ και Ιαπωνία, με σκοπό το πνίξιμο της εργατικής επανάστασης του 1918».
Είναι γενικά γνωστό ότι η εργατική επανάσταση στη Ρωσία έγινε τον Οκτώβρη του 1917 και αναφέρεται συνήθως ως η ρωσική επανάσταση του 1917. Ο Λουλουδάκης μας λέει ότι έγινε το 1918. Αν εννοεί ότι η πολωνική εισβολή έγινε το 1918 μαζί με τους άλλους στρατούς, πάλι δεν έχει δίκιο. Ο σοβιετοπολωνικός πόλεμος ξεκίνησε το Φλεβάρη του 1919.
Για τα υπόλοιπα, ο κ. Λουλουδάκης μας παραπέμπει στα εμβριθή άρθρα του κ. Μπογιόπουλου, που έχει αποκαταστήσει την ιστορική αλήθεια για το συγκεκριμένο θέμα. Θα τα παρακάμψουμε εδώ, καθώς έχουμε ασχοληθεί με αυτά αναλυτικά αλλού[33]. Θα σταθούμε μόνο σε έναν ισχυρισμό που προέβαλλε πρώτος ο Μούχιν, ο νεοφασίστας Ρώσος εισηγητής της αμφισβήτησης των ντοκουμέντων για το Κατίν, και τον αντιγράφουν από αυτόν όλοι οι αρθρογράφοι του Ριζοσπάστη (μεταξύ αυτών και ο Μπογιόπουλος) και οι σχολιαστές τύπου Μόττα, Δούκα, κοκ. Σύμφωνα με αυτόν, η πρόταση του Μπέρια προς το Πολιτικό Γραφείο για την εκτέλεση των Πολωνών, με την υπογραφή του Στάλιν, κ.λπ., δεν μπορεί να είναι γνήσια, γιατί φέρει τις υπογραφές και δυο στελεχών που απουσίαζαν από τη συνεδρίαση του ΠΓ της 5ης Μάρτη 1940 όπου ψηφίστηκε, των Καλίνιν και Καγκάνοβιτς.
Ο Μόττας, π.χ., βεβαιώνει στο περί Κατίν άρθρο του: «Το υποτιθέμενο έγγραφο-απόφαση της 13ης Συνόδου του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚ(μπ), που εξουσιοδοτούσε τον Λ. Μπέρια να προβεί στη μαζική εκτέλεση, φέρει τις “υπογραφές” των Στάλιν, Μικογιάν, Μολότωφ, Βοροσίλοφ, Καγκάνοβιτς και Καλίνιν. Η… λεπτομέρεια που ξέφυγε της προσοχής των πλαστογράφων ήταν ότι οι δύο τελευταίοι (Καγκάνοβιτς, Καλίνιν) δεν μετείχαν στη 13η Σύνοδο του ΠΓ, το Μάρτη του 1940. Παρ’ όλα αυτά οι “υπογραφές” τους υπήρχαν φαρδιές-πλατιές στο “απόρρητο” έγγραφο».
Το ίδιο ακριβώς πράγμα βρίσκουμε και στον Δούκα: «Στο υποτιθέμενο έγγραφο με την απόφαση του Πολιτικού Γραφείου, υπάρχουν οι υπογραφές των Στάλιν, Μολότοφ, Μικογιάν, Βωροσίλοφ [sic!], αλλά και των Καγκάνοβιτς και Καλίνιν. Μόνο που στη συγκεκριμένη, σύνοδο του Π.Γ. (Μάρτης 1940), οι δύο τελευταίοι… απουσίαζαν»[34].
Και θα μπορούσε ακόμη να παρατεθούν αρκετά αποσπάσματα από άρθρα των Γκίκα, Μπογιόπουλου, σχόλια του Ριζοσπάστη, κ.ά., όπου επαναλαμβάνεται ο ίδιος ισχυρισμός[35].
Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει καμιά υπογραφή των απόντων Καλίνιν και Καγκάνοβιτς στο έγγραφο. Αυτό που υπάρχει στο έγγραφο είναι οι υπογραφές των Στάλιν, Μολότοφ, Βοροσίλοφ και Μικογιάν. Όσον αφορά δε τους απόντες Καλίνιν και Καγκάνοβιτς, καταγράφεται η συμφωνία τους σε σημείωση πρωτοκόλλου στο περιθώριο από γραμματέα. Αυτό είναι κάτι που μπορεί εύκολα να το διαπιστώσει κανείς ρίχνοντας μια ματιά στην απόφαση, όπου οι τέσσερις υπογραφές είναι απλωμένες φαρδιά-πλατιά πάνω στο κείμενο και η σημείωση πρωτοκόλλου υπάρχει στην άκρη στο περιθώριο, με τον ίδιο γραφικό χαρακτήρα (εντελώς διαφορετικό από τις υπογραφές των Καλίνιν και Καγκάνοβιτς) και με το αρχικό «σ.» (σύντροφος) μπροστά και την καταγραφή της συμφωνίας «ζα» (ναι) στη συνέχεια. Όλοι οι σχολιαστές της απόφασης, στη Wikipedia και σε ιστορικά σάιτ, αναφέρουν πως φέρει σημείωση πρωτοκόλλου σχετικά με την ψήφο των Καλίνιν και Καγκάνοβιτς[36].
Η απόφαση υπάρχει αναρτημένη σε πολυάριθμα σάιτ στο διαδίκτυο (για παράδειγμα στην αγγλική Wikipedia, https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Katyn_-_decision_of_massacre_p1.jpg) όπου όλοι, τουλάχιστον όσοι δεν είναι αόμματοι ή δεν πάσχουν από σταλινική τύφλωση, μπορεί να τη δουν. Το ωραίο της υπόθεσης είναι ότι στο άρθρο του Δούκα η διαβεβαίωση για τις υπογραφές συνοδεύεται με μια φωτό των Ιλιούχιν, Στρίγκιν και Σβεντ –η οποία καταχωρήθηκε επίσης και σε σχετικά ρεπορτάζ του Ριζοσπάστη– που αποκάλυψαν υποτίθεται μαζί με τον Μούχιν την «πλαστογραφία». Από αυτούς όμως ο Ιλιούχιν ήταν ένας σταλινικός απατεώνας, με υψηλό αξίωμα στη ρωσική ασφάλεια επί Πούτιν, ενώ οι Στρίγκιν και Σβεντ είναι Ρώσοι νεοφασίστες, αρνητές του Ολοκαυτώματος (ο Στρίγκιν υπαρχηγός του Μούχιν), των οποίων τα άρθρα περί Κατίν καταχωρούνται σε διάφορα ακροδεξιά, νεοφασιστικά και ακόμη σατανιστικά ρωσικά σάιτ[37]. Όσο για τον Μόττα, έχει πάρει μεταξύ άλλων συνέντευξη από τον Γκρόβερ Φερ, έναν σταλινικό ομοϊδεάτη του Μούχιν, ο οποίος βασίζεται στα βιβλία του για το Κατίν και τα εξυμνεί[38].
Το ερώτημα που προκύπτει εδώ για τον κ. Λουλουδάκη και τους ομοίους του είναι: Ωραία, ο Λίνκολν ήταν καιροσκόπος, ο Καζαντζάκης φιλοφασίστας, όσοι υποστηρίζουν ότι το Κατίν είναι σταλινικό έγκλημα είναι «γυρολόγοι και ορντινάτσες της κυβερνητικής εξουσίας, που παριστάνουν τους μαρξιστές»[39]. Για σας, φίλτατοι, είναι βέβαιο ότι δεν είστε γυρολόγοι και ορντινάτσες; Αν εννοείτε στα σοβαρά όσα λέτε και δεν κοροϊδεύετε υπάρχει ένας απλός τρόπος να το αποδείξετε: Αναρτήστε την απόφαση του Κατίν στα άρθρα σας και πείτε μας πού βασίζετε τον ισχυρισμό σας ότι αυτό που υπάρχει στο περιθώριο είναι υπογραφές των Καλίνιν και Καγκάνοβιτς. Είναι δυνατό όλοι οι άνθρωποι στον κόσμο, οι σοβαροί ερευνητές, κ.λπ., να έχουν πάθει ομαδική παράκρουση, και η αλήθεια να υποστηρίζεται μόνο από σας και από κάτι φασιστοειδή τύπου Μούχιν, Φερ, Στρίγκιν και Σβεντ;
Οι ναζί διέπραξαν αμέτρητα εγκλήματα, εδώ όμως συζητάμε για το Κατίν. Αν ισχυρίζεστε ότι τα ντοκουμέντα είναι ψεύτικα, πρέπει να φέρετε κανένα σοβαρό στοιχείο για να το αποδείξετε. Δεν μπορεί να το αποδείξετε με τρίχες.
Συμπερασματικά
Ο Λένιν, αναφερόμενος στους υπεραριστερούς φρασεολόγους του καιρού του σημείωνε στον Αριστερισμό του ότι «στη θέση των παλιών πολιτικών αρχηγών [του Κάουτσκι, κοκ], που έχουν κοινές ανθρώπινες ιδέες για τα απλά πράγματα… προωθούν… νέους αρχηγούς που λένε φοβερές ανοησίες και παρλαπίπες»[40].
Σάιτ όπως ο Ημεροδρόμος, η Κατιούσα, το Ατέχνως, κ.ά., είναι τα σάιτ της «κομμουνιστικής» παρλαπίπας. Και είναι μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που αν ήθελαν να βάλουν στην προμετωπίδα τους ένα σλόγκαν ταιριαστό στο περιεχόμενό τους, θα ήταν δίχως άλλο το «Παρλαπιπάριοι όλων των χωρών, ενωθείτε!»
Ας δούμε μερικά ακόμη μαργαριτάρια από τα πονήματα των Λουλουδάκηδων για να καταλήξουμε σε κάποιο συμπέρασμα.
Σε ένα άρθρο του ο κ. Λουλουδάκης αναλαμβάνει να μας διαφωτίσει για το «μισοσκόταδο της τέχνης»:
«Ξεκινώ με την διαπίστωση πως η τέχνη συνδιαμορφώνεται από τις κοινωνικές συνθήκες. Μπορεί να σταθεροποιηθεί ως κριτική αντίδραση στην εξουσία, να εξαρτάται από την ένταση μιας στιγμής, σαν μια όμορφη γυναίκα που θέλει να ξεχωρίσει, να αποτυπώσει εικόνες εξαχρείωσης, έξαψης και βίας πολύ μακριά από κανόνες, πρότυπα και συμβάσεις, μπορεί να προκαλέσει φόβο στους πολλούς ώστε να αποκτήσει πρόσβαση στην εξουσία, μπορεί να αποτελέσει μια πολύτιμη αν και απολιτική επιλογή. Η τέχνη δηλαδή, παρά τα όσα καθόλου αξιοκαταφρόνητα που λέει ο φιλόσοφος [αναφέρεται στον Πλάτωνα], δεν θεωρείται μόνο μίμηση, αλλά εξωτερίκευση της ατομικής “καθάρσεως” μας! Κάτι σαν τον εμετό μας!»[41]
Με απλά λόγια, δηλαδή, η Αντιγόνη ήταν ο εμετός του Σοφοκλή και η Ιφιγένεια ο εμετός του Ευρυπίδη, που μας βοηθούν να κάνουμε κι εμείς με τη σειρά μας το δικό μας εμετό! Να δούμε τι άλλο θα δουν τα μάτια μας!
Συγκρίνοντας την τέχνη με τον εμετό, επειδή και οι δυο λειτουργούν καθαρτήρια σε σχέση με το κακό που υπάρχει μέσα μας, η πρώτη στο μυαλό μας και ο δεύτερος στο πεπτικό μας σύστημα, ο Λουλουδάκης χάνει μια μικρή λεπτομέρεια. Η αυθεντική, μεγάλη τέχνη δεν λειτουργεί μόνο καθαρτήρια σε σχέση με τις κακές τάσεις μας. Κινητοποιεί παράλληλα τις θετικές, δημιουργικές δυνάμεις μας, ευρύνοντας τη γνώση μας για τον κόσμο και τον εαυτό μας και ωθώντας μας να υιοθετήσουμε μια πιο σωστή στάση απέναντι στην πραγματικότητα. Για τον εμετό δεν έχει υποστηριχθεί, τουλάχιστον ως τώρα, ότι έχει ανάλογες λειτουργίες.
Αν ο κ. Λουλουδάκης θέλει οπωσδήποτε να βρει κάτι που να μοιάζει με εμετό, δεν χρειάζεται να ψάξει τόσο μακριά, στην τέχνη (αν και ασφαλώς υπάρχει και εκεί· για παράδειγμα, οι ταινίες τύπου Ράμπο είναι ο εμετός του καπιταλιστικού συστήματος). Θα το βρει αλίμονο σε πολλά από τα άρθρα του…
Στα κείμενα του Λουλουδάκη και των ομοίων του θα βρούμε με την οκά αερολογίες όπως οι παραπάνω. Θα πήγαινε πολύ να τις συζητήσουμε όλες, για παράδειγμα τι μπορεί να σημαίνει ότι οι εικόνες βίας και εξαχρείωσης είναι μακριά από πρότυπα και συμβάσεις ή ότι η τέχνη μπορεί να είναι πολύτιμη αλλά απολιτική επιλογή. Είναι τόσο γενικόλογα που ο καθένας μπορεί να καταλάβει ό,τι θέλει.
Το λιγότερο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι σαν αερολογίες και παρωδίες, που προσφέρουν μερικές στιγμές ευθυμίας, θα μπορούσε να τα δει κανείς με συγκατάβαση. Αλλά να προσφέρονται αυτά σαν σοβαρές αναλύσεις που θα δείξουν το δρόμο για να ανατρέψουμε τον καπιταλισμό ή να νικήσουμε το φασισμό πάει πολύ. Ο Λένιν έλεγε ότι «το τσόφλι του ιμπεριαλισμού… είναι φτιαγμένο από το καλύτερο ατσάλι και γι’ αυτό δεν σπάζει με τις προσπάθειες του κάθε νεοσσού»[42] – ούτε και του κάθε παρλαπίπα, θα προσθέταμε εμείς.
Ο Δούκας, το αντίστοιχο του Λουλουδάκη στην Κατιούσα, αναλαμβάνει να υπερασπίσει τις Δίκες της Μόσχας, ως σωτήρια έργα για το σοσιαλισμό, που ξεκαθάρισαν λέει την «Πέμπτη Φάλαγγα» των προδοτών, τροτσκιστών, κ.λπ., στην ΕΣΣΔ. Και ποιον επικαλείται σαν μάρτυρα για του λόγου το αληθές; Τον Τζόζεφ Ντέιβις, τον Αμερικανό Πρέσβη στην ΕΣΣΔ εκείνη την περίοδο, που υποστήριξε ότι οι κατηγορούμενοι στις Δίκες, ο Μπουχάριν, ο Ρίκοφ και οι υπόλοιποι, ήταν πραγματικά ένοχοι για όσα τους καταλογίζονταν. Παραθέτει τις εκτιμήσεις του Ντέιβις, «Η ιστορία που ξεδιπλώθηκε σε αυτές τις δίκες, αποκάλυψε ένα ρεκόρ Πεμπτοφαλαγγίτικων και ανατρεπτικών δραστηριοτήτων στη Ρωσία, με συμφωνίες συνομωσίες με τις γερμανικές και ιαπωνικές κυβερνήσεις που ήταν εκπληκτικές»[43] κι ένα σωρό τέτοιες κοτσάνες. Για να το έλεγε ο Ντέιβις, λοιπόν, έτσι είναι!
Βέβαια ο Δούκας δεν είναι ο μόνος για τον οποίο ο λόγος του Ντέιβις αποτελεί θέσφατο. Ανάλογα θυμιατά στον Ντέιβις καταχωρούνται τακτικά στον Ριζοσπάστη. Για παράδειγμα, στο ένθετο του Ριζοσπάστη «Στάλιν – Ένας Μπολσεβίκος ηγέτης», υπάρχει ιδιαίτερο άρθρο αφιερωμένο στον Ντέιβις. Εκεί, μετά από τη διαπίστωση ότι «οι “δίκες” ήταν το “πάτημα” των αστών ιστοριογράφων “μυθολόγων” για να εξαπολύσουν την αντικομμουνιστική-αντισοβιετική τους επίθεση», παρατίθενται εκτενή αποσπάσματα από τον Ντέιβις ως αψευδής μαρτυρία. Ανάλογα υποστηρίζονται και σε άλλα άρθρα αφιερωμένα στον Ντέιβις, «Η Πέμπτη Φάλαγγα στη Ρωσία», «Ο σκοπός της επίθεσης στον Ι. Β. Στάλιν» και καμιά ντουζίνα ακόμη. Μάλιστα ο Θ. Χιώνης, μέλος του ΠΓ του ΚΚΕ, σε εκδήλωση για τα 100χρονα του Οκτώβρη το 2017, έκανε ρητή αναφορά στο βιβλίο του Ντέιβις, εξαίροντας τις «αναφορές του… για το πώς αντιμετωπίστηκε η πέμπτη φάλαγγα των φασιστών μέσα στη Ρωσία, που η δράση της συνέπιπτε με ομάδες υπονόμευσης της εργατικής εξουσίας»[44].
Ο Ντέιβις, αναγνωρίζοντας τη βασιμότητα των κατηγοριών περί Πέμπτης Φάλαγγας των τροτσκιστών, κ.λπ., επαναλάμβανε απλά όσα έλεγε η αστική τάξη για τους Μπολσεβίκους ήδη από το 1917, ότι ο Λένιν, ο Τρότσκι και οι άλλοι ηγέτες τους ήταν προδότες, πράκτορες των Γερμανών, κοκ. Πέρα όμως από τα περιτυλίγματα, ο Ντέιβις ομολογεί στο βιβλίο του και τους πραγματικούς λόγους της υποστήριξής του στον Στάλιν, που ήταν ότι παραμέριζε και κατέστρεφε οτιδήποτε συνδεόταν με τον Οκτώβρη φέρνοντας στο προσκήνιο τους γραφειοκράτες, ότι εγκατέλειπε την επανάσταση για χάρη του εθνικισμού, κοκ. «Οι γραφειοκράτες», γράφει, «ζουν όλοι πολύ καλά και πολλοί έχουν τα εξοχικά τους, ή ντάτσες, στην ύπαιθρο… Στην ίδια την κυβέρνηση μετατοπίζονται στον εθνικισμό, εκθειάζουν την πατρίδα… Η παγκόσμια επανάσταση είναι δευτερεύουσα… Οι ίδιες παλιές διαδικασίες που εμφανίστηκαν στη Γαλλική Επανάσταση αρχίζουν να εκδηλώνονται εδώ, εκτός από το γεγονός ότι ο ρυθμός είναι βραδύτερος. Οι παλιοί θεωρητικοί και ο διανοητικός τύπος του παλιού Μπολσεβίκου έχουν πρακτικά εξαφανιστεί. Έχουν είτε πεθάνει από φυσικό θάνατο ή έχουν φυλακιστεί, εξοριστεί ή εκτελεστεί. Οι επιζώντες, τώρα στην εξουσία, είναι του τύπου των “σκληροτράχηλων πρακτικών” της Επανάστασης όπως ο σοβιετικός Ρομπέν των Δασών (ο Στάλιν), που λήστευε τράπεζες για να χρηματοδοτήσει την “Επανάσταση”·και οι ανώτεροι λοχίες (Βοροσίλοφ, Μπουντιόνι)»[45].
Ο Ντέιβις, ένας σχετικά έξυπνος φιλελεύθερος αστός, υποστήριζε τον Στάλιν και χαιρέτιζε την εκκαθάριση των Παλιών Μπολσεβίκων γιατί εκτιμούσε ότι οι κατευθύνσεις του Στάλιν εξυπηρετούσαν μακροχρόνια την αστική τάξη και την καταστροφή της ΕΣΣΔ. «Καλά έκανε και καθάρισε τους παλιούς Μπολσεβίκους ο Στάλιν, γιατί αυτό μας συμφέρει. Εκείνοι είχαν αντίληψη, ο Στάλιν και οι όμοιοί του είναι τυφλοί» – να τι λέει επί της ουσίας παραπάνω ο Ντέιβις. Ας κοπιάσουν να απαντήσουν λοιπόν ο κ. Δούκας και τα σταλινικά ξεφτέρια του Ριζοσπάστη: Είχε άδικο στην εκτίμησή του αυτή ο Ντέιβις; Μπορεί ποτέ να πιστέψουμε ότι ο Πρόεδρος Ρούσβελτ θα έστελνε πρεσβευτή στην ΕΣΣΔ κάποιον ανόητο, που δεν καταλάβαινε ποιο είναι το συμφέρον της αστικής τάξης; Μόνο εσείς οι κατιουσιανοί δούκες και οι ριζοσπαστικοί βαρόνοι της μπαρούφας το καταλαβαίνετε; Και πώς συμβαίνει όλοι εσείς οι άσπιλοι, οι αμόλυντοι, οι πάναγνοι, οι αδιάλλακτοι επαναστάτες, να είστε στην ίδια πλευρά με τον Ντέιβις;
Η αιτία θα βρεθεί στην «κομμουνιστική» υπεροψία σας, για την οποία μιλούσε ο Λένιν, στο γεγονός ότι παίζετε με τον κομμουνισμό, ότι ο κομμουνισμός σας είναι παχιά λόγια, που τα πετάτε για να κρύβετε την αμάθεια και την καθυστέρησή σας. Θα βρεθεί στην επιμονή σας να παριστάνετε τους κορυφαίους κομμουνιστές, να αποδεικνύετε κάθε φορά, πότε κατακεραυνώνοντας τον Λίνκολν και πότε τον Μπουχάριν, ότι εσείς είστε οι πρώτοι σε όλα ενώ δεν έχετε τέτοια φόντα. Αν όμως εσείς και οι όμοιοί σας αφήνατε στην άκρη τις φανφάρες και ασχολούσασταν με πιο μετρημένα πράγματα –ας πούμε να κριτικάρατε τους ναζί, τους ακροδεξιούς τύπου Μίζες και Χάγιεκ, να λέγατε ότι «Ναι μεν ο φασισμός είναι επικίνδυνος αλλά δεν είναι παντοδύναμος, ο λαός, όπως έκανε κάποτε το ΕΑΜ, μπορεί και σήμερα να τον νικήσει», κ.λπ.– τότε θα μπορούσε ίσως να κάνετε κάτι που στοιχειωδώς στέκει. Τότε θα μπορούσε να γίνετε πραγματικά λουλουδάκια στον κομμουνιστικό αγρό, αντί για σταλινικά γαϊδουράγκαθα που είστε τώρα.
Θα βρεθούν άραγε κάποιοι αρθρογράφοι στην Κατιούσα, τον Ημεροδρόμο, κ.ά. που θα διαλέξουν αυτό το δρόμο; Αυτό δεν μπορεί να το ξέρουμε, ούτε να το μαντέψουμε. Δυστυχώς οι περισσότεροι προτιμούν να φαντάζονται τους εαυτούς τους σαν τα πιο ευωδιαστά εντελβάις, βιγόνιες και βιολέτες και στην πράξη να είναι γαϊδουράγκαθα, παρά να είναι κάτι μετρημένο αλλά αληθινό. Εμείς πάντως θα τους προτρέψουμε:
Μην πέφτετε στην παγίδα να υποστηρίζετε τον Στάλιν και να λοιδορείτε ή να αγνοείτε μαρξιστές όπως ο Τρότσκι, ο Μπουχάριν, ο Γκράμσι ή ο Λούκατς. Ο Στάλιν ήταν δικαιολογημένα ο λιγότερο γνωστός από τους ηγέτες του Οκτώβρη και όταν υπερίσχυσε δυσφήμησε την υπόθεση του σοσιαλισμού. Όταν ταυτίζεστε με τον Στάλιν μπορεί φαντασιακά να ανυψώνεστε σε κορυφαίους αγωνιστές, στην πράξη όμως αυτό-εκμηδενίζεστε. Ο Τρότσκι, ο Μπουχάριν και ο Ζινόβιεφ μπορεί να έκαναν λάθη, μερικές φορές σοβαρά, τα οποία πρέπει να κριτικάρονται. Ήταν όμως οι πιο στενοί συνεργάτες του Λένιν και η κριτική των λαθών τους πρέπει να ξεκινά από αυτή την αναγνώριση. Ένας νέος Οκτώβρης είναι αδύνατο να γίνει χωρίς τέτοιους ηγέτες και χωρίς ένα κόμμα που θα καθοδηγείται από τέτοιους ηγέτες.
Είναι βέβαια αλήθεια πως η υπεροψία και η φιλαυτία που επιδεικνύουν οι Λουλουδάκηδες, οι Μπογιόπουλοι και οι όμοιοί τους γεννιούνται και ενισχύονται από την επίδραση του ίδιου του καπιταλισμού, που κάνει τους ανθρώπους ιδιοτελείς και ωφελιμιστές, διαστρέφοντας τα κριτήρια και την ψυχή όλων μας. Στην κομμουνιστική κοινωνία του μέλλοντος αυτές οι συμπεριφορές και οι στάσεις θα υποχωρήσουν, γιατί θα θεωρούνται αρνητικές, θα είναι πρόδηλες σε όλους και όσοι έχουν τέτοιες ροπές θα αναγκάζονται να τις ελέγχουν.
Στην κοινωνία του μέλλοντος, οι άνθρωποι θα είναι ίσως πιο επιεικείς απέναντι στους τωρινούς φορείς τους μέσα στο κίνημα, αναγνωρίζοντάς τους το ελαφρυντικό της διαφθοράς τους από τον καπιταλισμό. Σήμερα όμως κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. Σε μια εποχή που ο φασισμός προχωρά και το κομμουνιστικό κίνημα βρίσκεται διεθνώς σε αποσύνθεση, η σύγχυση που προκαλούν είναι εξαιρετικά επικίνδυνη και ενισχύει το φασισμό. Γι’ αυτό δεν μπορεί να υπάρχει καμιά ανοχή σε όσους επιμένουν σε αυτές τις θέσεις και τις συμπεριφορές, επενδύοντάς τις με κομμουνιστικά άμφια. Ιδιαίτερα όταν πιάνουν στο στόμα τους τον Μαρξ και τον Λένιν, πρέπει να τους κόβουμε τη γλώσσα. Πρέπει να αποκαλύπτουμε τον πραγματικό χαρακτήρα των απόψεών τους, να τους ξεσκεπάζουμε σαν αυτό που πραγματικά είναι: αντιδραστικοί μικροαστοί.