Διασκευή άρθρου του Νάιτζελ Σμιθ
Το 2022, η τότε συντηρητική κυβέρνηση του Μπόρις Τζόνσον παρουσίασε το «σχέδιο Ρουάντα», με βάση το οποίο αιτούντες άσυλο θα μπορούσαν να απελαύνονται στη Ρουάντα, όπου υποτίθεται ότι θα γινόταν η επεξεργασία της αίτησης. Το σχέδιο έκανε εξαιρέσεις για κάποιους, βασικά τους πλούσιους και εκείνους που προέρχονται από επιλεγμένες χώρες όπως η Ουκρανία και το Χονγκ Κονγκ, αλλά προέβλεπε την απέλαση ανθρώπων από άλλες χώρες, ιδιαίτερα από χώρες της Αφρικής.
Και ενώ οι συνθήκες ζωής όσων διαφεύγουν από τον πόλεμο και την καταπίεση στην Αφρική είναι εξίσου δύσκολες και επικίνδυνες με εκείνες της Ουκρανίας ή του Χονγκ Κονγκ, οι ρατσιστές της κυβέρνησης των Συντηρητικών αγνόησαν αυτή την πραγματικότητα. Σε μεγάλο βαθμό πολλοί από τους Αφρικανούς πρόσφυγες εγκαταλείπουν τις χώρες τους για να γλιτώσουν από τους πολέμους και τις ανισότητες που δημιούργησαν η Βρετανία και οι σύμμαχοί της.
Ένα σχέδιο χωρίς νομική βάση
Στο ρατσιστικό σχέδιο αντιτάχθηκαν με σθένος ομάδες ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ τον Νοέμβριο του 2023 το Ανώτατο Δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου αποφάνθηκε ομόφωνα ότι ήταν παράνομο. Ήταν επίσης αντίθετο με τη «Σύμβαση για τους Πρόσφυγες», η οποία ορίζει ότι ένας πρόσφυγας δεν πρέπει να επιστρέφει σε μια χώρα όπου αντιμετωπίζει σοβαρές απειλές και την οποία έχει υπογράψει το Ηνωμένο Βασίλειο.
Τον περασμένο Φλεβάρη, η επιτροπή ανθρωπίνων δικαιωμάτων του Κοινοβουλίου δήλωσε ότι το «σχέδιο Ρουάντα» ήταν «θεμελιωδώς ασύμβατο» με τις υποχρεώσεις του Ηνωμένου Βασιλείου για τα ανθρώπινα δικαιώματα και με το διεθνές δίκαιο. Κρίθηκε επίσης παράνομο από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ).
Παρ’ όλες αυτές τις αντιδράσεις, η κυβέρνηση του Ρίσι Σούνακ, κατάφερε στα τέλη του Απρίλη να περάσει από το κοινοβούλιο έναν νόμο που αγνοεί το διεθνές δίκαιο, τη νομοθεσία του ίδιου του Ηνωμένου Βασιλείου για τα ανθρώπινα δικαιώματα, καθώς και τη Σύμβαση του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες.
Οι υπερ-συντηρητικοί και το Εργατικό κόμμα
Η Ρουάντα δεν θεωρείται ασφαλής χώρα από τη διεθνή κοινότητα. Ωστόσο η κυβέρνηση έχει ξεκινήσει τις απελάσεις από τα τέλη Απρίλη. Ισχυρίζεται πως έτσι θα αποθαρρύνει τους ανθρώπους που όπως λέει φτάνουν στο Ηνωμένο Βασίλειο με «παράνομες και επικίνδυνες μεθόδους», όπως με μικρές βάρκες που διασχίζουν τη Μάγχη. Πολλά στελέχη της συντηρητικής δεξιάς θα ήθελαν μέτρα ακόμη πιο ακραία. Ο Ρόμπερτ Τζένρικ (υπουργός μετανάστευσης) παραιτήθηκε από τη θέση του τον περασμένο Δεκέμβριο επειδή το νομοσχέδιο ήταν «πολύ αδύναμο και ακατάλληλο για το σκοπό του».
Από την άλλη μεριά, η αντίθεση του Εργατικού Κόμματος στο «σχέδιο Ρουάντα», βασίζεται σε μια επίσης ρατσιστική προσέγγιση που επικεντρώνεται στην κριτική γύρω από το οικονομικό κόστος των απελάσεων. Η σκιώδης υπουργός Εσωτερικών, Υβέτ Κούπερ, χαρακτήρισε το σχέδιο ως «ένα εξαιρετικά ακριβό τέχνασμα» που θα κόστιζε «500 εκατομμύρια λίρες (πάνω από 583 εκατομμύρια ευρώ) για την αποστολή μόλις 300 ατόμων στη Ρουάντα – λιγότερο από το 1% των αιτούντων άσυλο». Συνέχισε λέγοντας ότι οι Εργατικοί θα ενισχύσουν αντ’ αυτού την ασφάλεια των συνόρων, θα κυνηγήσουν τις εγκληματικές συμμορίες και θα επιδιώξουν την επιτάχυνση της διαδικασίας επιστροφής στη Γαλλία ή στη χώρα προέλευσης.
Επικίνδυνα μέτρα από ένα ρατσιστικό σύστημα
Υπάρχει ο κίνδυνος χιλιάδες αιτούντες άσυλο να «εξαφανιστούν», προκειμένου να αποφύγουν την απέλαση. Εκτός από πολύ λίγες εξαιρέσεις (πολίτες από την Ουκρανία και το Χονγκ Κονγκ και ορισμένοι Αφγανοί διερμηνείς) δεν υπάρχει πλέον ουσιαστικά καμία νόμιμη οδός για την είσοδο των αιτούντων άσυλο στο Ηνωμένο Βασίλειο. Πρακτικά δηλαδή, ενώ κανείς δεν μπορεί να ζητήσει άσυλο χωρίς να βρίσκεται στη χώρα, κανείς δεν μπορεί και να φτάσει σε αυτή προκειμένου να ζητήσει άσυλο. Αν κάποιος καταφέρει να φτάσει, τότε υφίσταται φρικτή μεταχείριση, στεγάζεται σε κέντρα κράτησης και του δίνεται ένα πενιχρό επίδομα για να καταφέρει να επιβιώσει. Ούτε καν η νόμιμη εργασία δεν επιτρέπεται σε αυτούς τους ανθρώπους, με αποτέλεσμα συχνά να καταφεύγουν στην παράνομη εργασία χωρίς κανένα δικαίωμα και με μισθούς σκλαβιάς.
Ο πρωθυπουργός Ρ. Σούνακ διακηρύσσει ότι το «σχέδιο Ρουάντα» θα αποτελέσει αποτρεπτικό παράγοντα που θα «σταματήσει τις βάρκες». Την ίδια ώρα, η Ευρωπαϊκή Ένωση επικρίνει επίσης το μέτρο, καθώς φοβάται ότι μεγαλύτερος αριθμός αιτούντων άσυλο θα επιλέγει χώρες της ΕΕ αντί για το Ηνωμένο Βασίλειο.
Το ζήτημα της μετανάστευσης θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί με κοινές, πανευρωπαϊκές πολιτικές και όχι με μεμονωμένες πρωτοβουλίες κάποιων χωρών είτε εντός είτε εκτός της ΕΕ. Ωστόσο, για την καπιταλιστική Ευρώπη και τους γείτονές της δεν υπάρχει αυτή η λογική συνεννόησης στο θέμα. Στο μεταξύ η κατάσταση σε χώρες που σπαράσσονται από τον πόλεμο και την καταπίεση επιδεινώνεται. Το καπιταλιστικό σύστημα αρνείται να αναλάβει την ευθύνη για την κατάσταση που έχει δημιουργήσει (πολέμους, αυταρχικά καθεστώτα, ακραία φτώχεια) και επιδιώκει να τιμωρήσει διπλά τα θύματα των εγκλημάτων της. Επιπλέον, την ώρα που αρνείται την ιστορική και πολιτική του ευθύνη για αυτή την κατάσταση, προσπαθεί να τη μεταφέρει στα ίδια τα θύματα (τους αιτούντες άσυλο).
Η κατάσταση γίνεται όλο και πιο πιεστική και απαιτεί μια δίκαιη λύση, αλλά αυτό δεν είναι εφικτό στον καπιταλισμό. Η ιδέα της ελεύθερης μετακίνησης ανθρώπων βρίσκεται πλέον κάτω από τόσο αυστηρούς περιορισμούς, που εκείνοι που πραγματικά χρειάζονται αυτό το δικαίωμα για την ασφάλειά τους, καταλήγουν να το στερούνται. Άνθρωποι συνεχίζουν να πνίγονται στη Μάγχη, ενώ οι λαθρέμποροι συνεχίζουν να ευημερούν. Η αδικία και ο πόνος εξακολουθούν να επιβάλλονται και να αποτελούν καθημερινότητα για αμέτρητους αθώους ανθρώπους.
Απέναντι σε αυτό το εγκληματικό, ρατσιστικό σύστημα, είναι ζωτικής σημασίας να οικοδομήσουμε μια πολιτική εναλλακτική από τη μεριά των εργαζομένων και των φτωχών, των καταπιεσμένων κομματιών της κοινωνίας. Τόσο στη Βρετανία, όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη, είναι ανάγκη να οικοδομήσουμε μια μαζική Αριστερά που θα αντιστέκεται στη βαρβαρότητα του συστήματος και στις ρατσιστικές του πολιτικές. Που θα απαιτεί τον τερματισμό των πολέμων, της στήριξης αυταρχικών καθεστώτων, αλλά και τις πολιτικές της φτώχειας και της εξαθλίωσης στην ίδια την ευρωπαϊκή ήπειρο που στρώνουν το έδαφος στις ρατσιστικές αντιλήψεις.