Επιμέλεια άρθρου του Αντρέ Φεράρι,
LSR – Liberdade Socialismo e Revolução
(«Ελευθερία Σοσιαλισμός και Επανάσταση» – αδελφή οργάνωση του «Ξ» στη Βραζιλία)
Η 15η του Μάρτη ήταν για τη Βραζιλία μια πανεθνική μέρα απεργιακών δράσεων και κινητοποιήσεων που παρέλυσε τη χώρα, ενάντια στις αντεργατικές μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης του Μισέλ Τέμερ που μέσα από ένα κοινοβουλευτικό-συνταγματικό πραξικόπημα ανάτρεψε την κυβέρνηση της Ντίλμα Ρούσεφ την Άνοιξη του προηγούμενου χρόνου.
Η κινητοποίηση αυτή ήταν η σημαντικότερη που είδε η χώρα από εκείνη την περίοδο.
Οι απεργιακές δράσεις της 15ης Μάρτη, που πυροδοτήθηκαν από τις πολύ σημαντικές διαδηλώσεις του γυναικείου κινήματος στις 8 Μάρτη, καλέστηκαν από μια σειρά εργατικές συνομοσπονδίες και από την καμπάνια «Άνθρωποι Χωρίς Φόβο», ένα κίνημα συνδεδεμένο με το κίνημα των ακτημόνων αγροτών της χώρας (MTST).
Σε κάθε πρωτεύουσα επαρχίας, οργανώθηκαν απεργιακές κινητοποιήσεις, μαζικές διαδηλώσεις, κλεισίματα δρόμων και καταλήψεις χώρων και υπουργείων. Οι εργαζόμενοι στην Εκπαίδευση κατέβηκαν σε 24ωρη απεργία σε πανεθνικό επίπεδο (σε κάποιες επαρχίες έχουν καλεστεί απεργίες εκπαιδευτικών μεγαλύτερης διάρκειας). Σε μια σειρά πόλεις απέργησαν οι εργαζόμενοι στις Συγκοινωνίες, όπως αυτοί στο μετρό και τα λεωφορεία του Σάο Πάολο, τη μεγαλύτερη πόλη της νότιας Αμερικής.
Σε χώρους του Δημοσίου, όπως π.χ. στα Ταχυδρομεία, στο χώρο του Μετάλλου, της Πετρελαιοβιομηχανίας, των Τραπεζών και των Λιμανιών, οι εργαζόμενοι έκαναν στάσεις εργασίας και διαδηλώσεις. Κοινωνικά κινήματα που παλεύουν για τη στέγαση και για τα δικαιώματα των μαύρων επίσης κατέκλυσαν τους δρόμους. Συνολικά, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι κατέβηκαν σε όλες τις μεγάλες πόλεις. Οι μεγαλύτερες διαδηλώσεις ήταν αυτές στο Σάο Πάολο με 200.000 συμμετέχοντες και στο Ρίο με 100.000.
Οι μεγαλύτερες επιθέσεις εδώ και χρόνια
Το τελευταίο διάστημα, η απονομιμοποιημένη κυβέρνηση του Τέμερ έχει εξαπολύσει μια σειρά σκληρές επιθέσεις ενάντια στους εργαζόμενους. Λειτουργώντας σαν μια κυβέρνηση σε «κατάσταση έκτακτης ανάγκης», μια κυβέρνηση που δεν έχει ψηφιστεί από τη βραζιλιάνικη κοινωνία αλλά από τη βουλή, έχοντας την υποστήριξη των μεγάλων επιχειρήσεων, εδώ και ένα χρόνο περνάει διαρκώς νέα μέτρα ενάντια στους εργαζόμενους.
Ανάμεσα στις πιο βασικές επιθέσεις του τελευταίου διαστήματος, είναι η συνταγματική αναθεώρηση που παγώνει τις δημόσιες δαπάνες για είκοσι χρόνια και η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που έχει σαν βασικό στόχο την παραγωγή φτηνών εργατικών χεριών για τις μεγάλες επιχειρήσεις.
Η επίθεση όμως κορυφώνεται το τελευταίο διάστημα, με τη μεταρρύθμιση στο Ασφαλιστικό Σύστημα, που θα αποκλείσει την πλειοψηφία της κοινωνίας από το να καταφέρει να πάρει κάποια στιγμή στη ζωή της μια αξιοπρεπή σύνταξη, προωθώντας την ιδιωτική ασφάλιση.
Η μεταρρύθμιση προβλέπει ότι η κατώτατη σύνταξη θα χορηγείται στην ηλικία των 65, αγνοώντας το γεγονός ότι το προσδόκιμο ζωής σε πολλές περιοχές της χώρας μόλις και ξεπερνά αυτή την ηλικία, αφού η πλειοψηφία των εργαζομένων μπαίνουν στην αγορά εργασίας πολύ νωρίς και δουλεύουν κάτω από άθλιες συνθήκες. Προβλέπει επίσης, ότι προκειμένου να πάρει ένας εργαζόμενος πλήρη σύνταξη, θα πρέπει να έχει δουλέψει 49 συναπτά χρόνια (και βέβαια να έχει ένσημα για όλο αυτό το διάστημα) ενώ το ελάχιστο όριο για να πάρει κάποιος την κατώτατη σύνταξη είναι 25 χρόνια εργασίας (με ένσημα)!
Αυτό σημαίνει πως τεράστιες μάζες του βραζιλιάνικου πληθυσμού δεν θα πάρουν ποτέ τίποτα σαν σύνταξη!
Η μεταρρύθμιση χτυπάει επίσης το δικαίωμα που έχει κατακτήσει το γυναικείο κίνημα με τους αγώνες του, να απαιτούνται λιγότερα χρόνια εργασίας για τις γυναίκες, σαν αναγνώριση της διπλής και συχνά τριπλής εργασίας τους, που περιλαμβάνει τις δουλειές του σπιτιού, τη φροντίδα των παιδιών, όπως και το γεγονός ότι βιώνουν πολύ χειρότερες εργασιακές συνθήκες.
Η βραζιλιάνικη κοινωνία απορρίπτει μαζικά τα νέα μέτρα, ιδιαίτερα όταν την ίδια στιγμή που περνάνε την ασφαλιστική μεταρρύθμιση-εφιάλτη, τα προνόμια των πολιτικών παραμένουν άθικτα, ενώ τα κέρδη των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων συνεχίζουν να αυξάνονται μέσα στην κρίση.
Η κυβέρνηση μπορεί να ηττηθεί
Οι κινητοποιήσεις της 15ης Μάρτη έδειξαν ότι η κυβέρνηση μπορεί να ηττηθεί. Αν ο Τέμερ δεν καταφέρει να περάσει αυτές τις αντιλαϊκές μεταρρυθμίσεις από τη βουλή, αυτό πρακτικά θα οδηγήσει την κυβέρνησή του ένα βήμα πριν την πτώση. Αν δεν καταφέρει να εκπληρώσει τις υποσχέσεις του απέναντι στο μεγάλο κεφάλαιο, θα καταρρεύσει υπό το βάρος των κατηγοριών για σκάνδαλα που εκκρεμούν σε βάρος του. Η κυβέρνηση έχει θορυβηθεί από τη δύναμη των κινητοποιήσεων ενώ ένας σημαντικός αριθμός βουλευτών ζητούν να γίνουν αλλαγές στο νομοσχέδιο που θα έρθει προς ψήφιση.
Είναι πολύ πιθανό το επόμενο διάστημα η κυβέρνηση να κάνει κάποιες παραχωρήσεις – «βελτιώσεις» στους νόμους που ετοιμάζει υπό το φόβο νέων κινητοποιήσεων. Ένα μέρος των συνδικαλιστικών ηγεσιών θα κάνει πίσω στην περίπτωση παραχωρήσεων, κάτι που αποτελεί σημαντικό κίνδυνο για τη συνέχιση του αγώνα.
Αυτή τη στιγμή απαιτείται η μεγαλύτερη δυνατή ενότητα στον αγώνα, ανάμεσα σε όλα τα στρώματα που παλεύουν ενάντια στις μεταρρυθμίσεις του Τέμερ και μια στρατηγική κλιμάκωσης που μπορεί να επιφέρει πραγματικές νίκες.
Σε αυτό το σχέδιο χρειάζεται να ενταχθεί σαν επόμενο βήμα η διοργάνωση μιας πανεθνικής γενικής απεργίας.
Μέσα σε αυτή τη διαδικασία της αντίστασης, υπάρχει η δυνατότητα να δημιουργηθεί μέσα από τον αγώνα μια νέα πολιτική εναλλακτική από την πλευρά της Αριστεράς, που θα καταφέρει να εμπνεύσει την κοινωνία και να αντιτάξει στα βάρβαρα μέτρα ένα γνήσιο σοσιαλιστικό πρόγραμμα. Για να γίνει αυτό, απαιτείται να μπουν στη μάχη του χτισίματος αυτής της εναλλακτικής, όλες οι δυνάμεις της Αριστεράς και τα κοινωνικά κινήματα της χώρας.