Διασκευή άρθρου του Andre Ferrari, (LSR – αδελφή οργάνωση του «Ξ» στη Βραζιλία).
Μόλις δύο μήνες μετά την άνοδό του στην εξουσία, ο Ζαίχ Μπολσονάρου έχει επιβεβαιώσει τις χειρότερες προβλέψεις γύρω από το χαρακτήρα της κυβέρνησής του. Έχει ξεκινήσει τον πόλεμο ενάντια στους εργαζόμενους, τους φτωχούς, τις γυναίκες, τους μαύρους, τους ιθαγενείς, τα ΛΟΑΤ* άτομα. Κατακτημένα δικαιώματα παίρνονται πίσω, η δημοκρατία και οι ελευθερίες συρρικνώνονται, η βία αυξάνεται, οι πλουτοπαραγωγικοί πόροι της χώρας παραχωρούνται σε πολυεθνικές, οι συνθήκες ζωής για την πλειοψηφία της κοινωνίας επιδεινώνονται.
Μια από τις πιο σημαντικές επιθέσεις της κυβέρνησης είναι η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος, την οποία δεν κατάφερε να περάσει η προηγούμενη κυβέρνηση του Μ. Τέμερ εξαιτίας της διαφθοράς και των αντιφάσεων στο εσωτερικό της, αλλά και των μαζικών κοινωνικών αντιδράσεων – με αποκορύφωμα τη γενική απεργία του Απρίλη του 2017. Σήμερα η κατάσταση είναι αρκετά διαφορετική, αφού η τάξη των πλούσιων νιώθει μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση να ολοκληρώσει τις επιθέσεις, έχοντας στη διάθεσή της την ακροδεξιά κυβέρνηση Μπολσονάρου. Πρόκειται για μια σπάνια ευκαιρία για την αστική τάξη, την οποία δε σκοπεύει να αφήσει ανεκμετάλλευτη.
Αντισυστημικό προφίλ και αντιφάσεις
Η κύρια κοινωνική βάση πάνω στην οποία στηρίχθηκε ο Μπολσονάρου για να εκλεγεί, ήταν τα πιο αντιδραστικά στοιχεία της μεσαίας τάξης, τα οποία ανταποκρίθηκαν στις ρητορικές του μίσους, της βίας, το ρατσισμό, το σεξισμό και την ομοφοβία, στα οποία βασίστηκε η προεκλογική εκστρατεία του. Η τελική του νίκη όμως, βασίστηκε στη διεύρυνση αυτής της βάσης. Σημαντικά τμήματα της εργατικής τάξης και των φτωχών, απογοητευμένα από την πολιτική κατάσταση και νιώθοντας κάποια έλξη προς το αντισυστημικό προφίλ που προσπάθησε να χτίσει ο Μπολσονάρου, κατέληξαν να τον ψηφίζουν.
Η κατάρρευση του PSDB (του παραδοσιακού κόμματος του κεφαλαίου) μέσα στη δίνη της πολιτικής κρίσης, ολοκληρώθηκε με τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση Τέμερ. Έτσι, η ακροδεξιά κατάφερε να ανασυντάξει τις δυνάμεις της και το κενό που άφησε πίσω του το PSDB καλύφθηκε από τον Μπολσονάρου.
Δε συνέβη όμως αντίστοιχη αναδιοργάνωση στην αριστερή πλευρά του πολιτικού φάσματος, η οποία παρέμεινε υπό την ηγεμονία του Λούλα και του «Εργατικού Κόμματος» (PT) το οποίο έχει μια μακρά ιστορία ταξικών συμβιβασμών και συνεργασιών, που οδήγησαν στην πλήρη του αφομοίωση από το πολιτικό σύστημα. Η ρητορική της «αλλαγής», σε συνδυασμό με μια εκστρατεία ενάντια στο PT και τη διαφθορά του, και οι υποσχέσεις για μια «σιδερένια γροθιά» στα θέματα δημόσιας ασφάλειας, οδήγησαν στην εκλογή του Μπολσονάρου.
Η ψήφος στον Μπολσονάρου δεν ήταν λευκή επιταγή στη λιτότητα
Η προεκλογική του εκστρατεία δεν εμφάνισε βέβαια τη νεοφιλελεύθερη ατζέντα που προωθεί μετά την εκλογή του. Δεν εμφανιζόταν στις δημόσιες συγκεντρώσεις υποστηρίζοντας την αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης στα 65, ή τις περικοπές των συντάξεων. Ένα σημαντικό τμήμα των αντιδραστικών του πολιτικών δεν έχει ουσιαστική υποστήριξη ανάμεσα στην κοινωνία. Σύμφωνα με κάποιες δημοσκοπήσεις, το 60% του πληθυσμού δεν υποστηρίζει τις ιδιωτικοποιήσεις, ενώ το 57% απορρίπτει τις εργασιακές μεταρρυθμίσεις, παρά τα ψέματα περί δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας. Την ίδια ώρα, το 66% διαφωνεί με τη μετατροπή των σχέσεων με τις ΗΠΑ σε πρώτη προτεραιότητα, μια από τις βασικές πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης Μπολσονάρου. Όσο για το ζήτημα της εκπαίδευσης, το 71% υποστηρίζει ότι τα σχολεία πρέπει να αποτελούν χώρο πολιτικής συζήτησης και το 54% υποστηρίζει τη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση.
Η πλήρης υιοθέτηση ενός ακραίου νεοφιλελεύθερου μοντέλου από την πλευρά του Μπολσονάρου, ήταν απαραίτητη προκειμένου να πείσει τους τραπεζίτες και τις μεγάλες επιχειρήσεις στη Βραζιλία και διεθνώς, ότι η κυβέρνησή του ήταν μια ασφαλής, σταθερή λύση γι’ αυτούς. Ο ίδιος βέβαια δεν ήταν η πρώτη επιλογή των πιο σοβαρών τμημάτων της βραζιλιάνικης άρχουσας τάξης, η οποία θα προτιμούσε κάποιον που να προέρχεται από τους κόλπους της, κάποιον πιο σταθερό και προβλέψιμο. Κανείς όμως από τους πιο «νηφάλιους» εκπροσώπους του κεφαλαίου δε θα μπορούσε να έχει πάρει τα 57 εκατομμύρια ψήφους. Η άρχουσα τάξη αναγκάστηκε να προσαρμοστεί με την κατάσταση και να βγάλει ό,τι περισσότερο μπορούσε από αυτή.
Καριερίστες ακροδεξιοί, βουτηγμένοι στη διαφθορά
Πέρα από τους καριερίστες και τους ακροδεξιούς, όπως είναι για παράδειγμα οι γιοι του προέδρου και μια νέα γενιά πολιτικών που ανυπομονεί να γεμίσει τις τσέπες της, η κυβέρνηση είναι γεμάτη από μια σειρά ομάδες διαφόρων ειδών, που ενδέχεται να βρίσκονται και σε σύγκρουση μεταξύ τους. Ανάμεσα σε άλλα, υπάρχει μια πιο καθαρή ιδεολογικά ομάδα, με στοιχεία ακροδεξιών και ακραίων θρησκευτικών αντιλήψεων. Δίπλα σε αυτούς, υπάρχουν πολιτικοί όπως οι υπουργοί Περιβάλλοντος και Αγροτικής Ανάπτυξης, που αποτελούν μίγμα ακροδεξιών θέσεων και πιο «ρεαλιστικών» πολιτικών, προς όφελος των μεγάλων επιχειρήσεων που καταστρέφουν το περιβάλλον.
Αν και η δημόσια εικόνα τους αγγίζει τα όρια της γελοιότητας, οι τομείς στους οποίους είναι υπεύθυνοι, είναι ιδιαίτερα σημαντικοί. Από τις θέσεις τους εξαπολύουν μια σειρά επιθέσεις ενάντια στα δικαιώματα των γυναικών, των ΛΟΑΤ, των ιθαγενών, των χωρικών, των φοιτητών και των δασκάλων. Την ίδια ώρα, έχουν άμεση ανάμιξη στην εμπλοκή της Βραζιλίας στην ιμπεριαλιστική συμμαχία ενάντια στο λαό της Βενεζουέλας.
Υπουργοί και Στρατηγοί
Ο Υπουργός Οικονομίας, Πάουλου Γκέτζις είναι ο άνθρωπος κλειδί της κυβέρνησης, μια γέφυρα ανάμεσα στον Μπολσονάρου και τους τραπεζίτες, αυτός που εγγυάται ότι παρά τις ιδιομορφίες του προέδρου, η κυβέρνηση είναι αξιόπιστη και μπορεί να προσφέρει υπηρεσίες στο κεφάλαιο. Αν δεν καταφέρει να το διασφαλίσει, ιδιαίτερα αν δεν καταφέρει να περάσει τις μεταρρυθμίσεις στο ασφαλιστικό σύστημα, υπάρχει σοβαρή πιθανότητα η κυβέρνηση να βρεθεί σε νέα κρίση και διαμάχες, παρόμοιες με αυτές που ξέσπασαν πρόσφατα, όταν ο Γκέτζις βρέθηκε αναμεμιγμένος σε σκάνδαλο διαφθοράς.
Κρίσιμης σημασίας για τις σχέσεις ανάμεσα στην κυβέρνηση και τις μεγάλες επιχειρήσεις, είναι και ο ρόλος του Σέρτζιο Μόρο, του Υπουργού Δικαιοσύνης και Ασφάλειας. Γύρω του έχει πλαστεί μια εντελώς παραπλανητική εικόνα. Παρουσιάζεται σαν ο άνθρωπος που από τη θέση του δικαστή πολέμησε τη διαφθορά και το έγκλημα. Αν και αυτό βρίσκεται πολύ μακριά από την αλήθεια, η εικόνα αυτή έχει δημιουργήσει προσδοκίες από την κυβέρνηση ως προς την καταπολέμηση της διαφθοράς. Όσο βέβαια τα σκάνδαλα στο εσωτερικό της αποκαλύπτονται, οι προσδοκίες αυτές θα αρχίσουν να καταρρέουν.
Παρόλα αυτά, ο Μόρο έχει μια ειδική αποστολή για το επόμενο διάστημα, που σχετίζεται με το λεγόμενο πακέτο μέτρων «ενάντια στο έγκλημα». Ανάμεσα σε άλλα, τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν την παραχώρηση στην αστυνομία του δικαιώματος να σκοτώνει. Μια τέτοια εξέλιξη θα έχει δραματικές επιπτώσεις για τη ζωή των φτωχών, μαύρων νεολαίων. Επιπλέον, θα επιτρέψει στην κυβέρνηση να επιτεθεί με ακόμη μεγαλύτερη βαναυσότητα στα κοινωνικά κινήματα.
Ένα επιπλέον στοιχείο που προσφέρει σταθερότητα στην κυβέρνηση είναι η ισχυρή παρουσία στρατιωτικών στελεχών στο εσωτερικό της. Συνολικά υπάρχουν τουλάχιστον 46 υψηλόβαθμοι στρατιωτικοί σε 21 διαφορετικά κυβερνητικά πόστα. Το κοινό στοιχείο ανάμεσά τους, είναι ότι έχουν όλοι εμπειρία στη διοίκηση των στρατιωτικών δυνάμεων του ΟΗΕ στην Αϊτή, όπου ο βραζιλιάνικος στρατός συμμετείχε στην ιμπεριαλιστική συντριβή της λαϊκής εξέγερσης που άφησε τη χώρα στο χάος και τη διάλυση.
Τα ρίσκα και οι εναλλακτικές
Με όλα τα προβλήματα και τις αντιφάσεις της, η κυβέρνηση Μπολσονάρου έχει τη δυνατότητα να εξαπολύσει σημαντικές επιθέσεις απέναντι στην εργατική τάξη της χώρας. Το πιο επείγον και άμεσο καθήκον για τους εργαζόμενους, τους φτωχούς και τις μειονότητες, είναι να οργανωθεί η μάχη ενάντια σε αυτές τις επιθέσεις που έρχονται. Αυτό όμως μπορεί να γίνει εφικτό μόνο μέσα από το χτίσιμο μιας πραγματικής αριστερής εναλλακτικής σε κινηματικό και πολιτικό επίπεδο.
Σε περίπτωση μιας σοβαρής κυβερνητικής κρίσης και μιας ενδεχόμενης ισχυρής αντίστασης από την πλευρά της κοινωνίας, υπάρχει η περίπτωση η κυβέρνηση Μπολσονάρου να αποδειχτεί ανίκανη να παίξει το ρόλο για τον οποίο την προορίζει η αστική τάξη. Σε μια τέτοια περίπτωση, η αστική τάξη θα προσπαθήσει να δημιουργήσει άλλες λύσεις που να εξυπηρετούν τα συμφέροντά της, και φυσικά δεν είναι απίθανο να κάνει τον Μπολσονάρου στην άκρη.
Και η εργατική τάξη πρέπει επίσης να χαράξει την στρατηγική της. Η ενότητα στη δράση ενάντια στην κυβέρνηση πρέπει να συνδυαστεί με το χτίσιμο μαχητικών, ριζοσπαστικών, αντικαπιταλιστικών, αριστερών δυνάμεων από τη βάση της κοινωνίας, που να αποτελέσουν την εργατική εναλλακτική, το αντίπαλο δέος απέναντι στη λιτότητα και την ακροδεξιά.