Μαρίνα Κονταρά, μέλος του Αριστερού Σοσιαλιστικού Κόμματος (LSP/PSL), Βρυξέλλες
Με αφορμή τις εκρηκτικές διαδηλώσεις που γίνονται εδώ και πάνω από δέκα μέρες στις ΗΠΑ, και σε αλληλεγγύη και συμπαράσταση προς αυτές τις κινητοποιήσεις, μια σειρά πολύ μαζικών διαδηλώσεων οργανώθηκαν σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις: 55 χιλιάδες κόσμος στο Λονδίνο, πάνω από 10 χιλιάδες στις Βρυξέλλες, 14 χιλιάδες στο Μόναχο, χιλιάδες επίσης στο Βερολίνο, στο Αμβούργο, στο Μπρίστολ, στο Δουβλίνο, στο Παρίσι, αλλά και σε μια σειρά από μικρότερες πόλεις όπως το Σέφιλντ, το Κόβεντρυ, η Αμβέρσα, η Γάνδη, η Λιέγη.
Στο Βέλγιο ειδικά, τη χώρα που μάλλον έχει τα περισσότερα κρούσματα και θύματα από τον CoVid19, κατ’ αναλογία με τον πληθυσμό της (59.500 κρούσματα και 9.600 νεκροί σε μια χώρα με λιγότερο από 11 εκατομμύρια πληθυσμό), η απειλή της πανδημίας δεν εμπόδισε πάνω από 10 χιλιάδες κόσμο να συμμετάσχουν στην κινητοποίηση Black Lives Matter στις Βρυξέλλες, παρά το γεγονός ότι οι συνθήκες δεν επέτρεπαν με τίποτα την τήρηση των αποστάσεων ασφαλείας. Το ίδιο συνέβη και σε μια σειρά από άλλες βέλγικες πόλεις (2 κινητοποιήσεις στην Γάνδη, αλλά και στη Λιέγη, την Αμβέρσα και το Χάσσελτ).
Οι μεγάλες κινητοποιήσεις στις ευρωπαϊκές πόλεις: η περίπτωση των Βρυξελλών
Στην κινητοποίηση των 10.000 της Κυριακής 7 Ιούνη στις Βρυξέλλες η τήρηση των αποστάσεων ασφαλείας ήταν αδύνατη, οι διαδηλωτές όμως φορούσαν στην πλειοψηφία τους μάσκες.
Και όμως, οι άνθρωποι έμειναν εκεί, φώναξαν συνθήματα, άκουσαν τους ομιλητές, χειροκρότησαν, κράτησαν ενός λεπτού σιγή προς τιμήν των θυμάτων. Και το σημαντικότερο: δεν έχει υπάρξει στο Βέλγιο ποτέ τόσο μαζική κινητοποίηση, με τόσο μεγάλη συμμετοχή Αφρικάνων (και δευτερευόντως Αράβων).
Η συγκέντρωση ήταν στατική, αλλά στο τέλος, όταν ο κόσμος άρχισε να αποχωρεί, έγινε αυθόρμητη πορεία από το σημείο της συγκέντρωσης, το Δικαστικό μέγαρο, προς το Παλάτι. Το Παλάτι επίσημα αποτελεί «non-demo zone» (περιοχή που δεν γίνονται διαδηλώσεις), και κανονικά η αστυνομία θα είχε προβεί σε συλλήψεις με συνοπτικές διαδικασίες. Αυτό, όμως δεν έγινε την Κυριακή. Όταν η αστυνομία αποφάσισε να απωθήσει τους διαδηλωτές, μαύρα κορίτσια με πικέτες κινήθηκαν προς τα περιπολικά, φωνάζοντας συνθήματα. Χωρίς βία. Απλά φώναζαν συνθήματα και έδειχναν τις πικέτες τους. Η αστυνομία δεν τις πείραξε.
Όλοι αυτοί δεν είναι συνειδητοποιημένοι αριστεροί ή Antifa. Είναι άνθρωποι που ζουν το ρατσισμό και τις διακρίσεις στο πετσί τους, από την ώρα που γεννήθηκαν. Είναι άνθρωποι που έχουν τη βέλγικη υπηκόοτητα, αλλά αντιμετωπίζονται σαν πολίτες δεύτερης κατηγορίας, σαν ύποπτοι και πιθανά παραβατικοί, όταν πάνε να ψάξουν δουλειά ή να νοικιάσουν ένα διαμέρισμα. Ζουν σε γειτονιές υποβαθμισμένες, έχουν χειρότερα σχολεία και νοσοκομεία από αυτά που υπάρχουν στις γειτονιές των λευκών, οι δικοί τους δήμοι είναι υποχρηματοδοτούμενοι και, καθώς συνήθως είναι χαμηλόμισθοι ή άνεργοι, είναι και τα πρώτα θύματα του στεγαστικού αδιεξόδου που επικρατεί στις Βρυξέλλες.
Είναι πολύ χαρακτηριστικό το γεγονός ότι, στα επεισόδια και τα σπασίματα που ακολούθησαν το τέλος της αυθόρμητης πορείας, έγιναν σε άλλο σημείο της πόλης από το πολύ 500 άτομα. Η ανάγκη της πλειοψηφίας των διαδηλωτών ήταν να πάει να διαμαρτυρηθεί για την καταπίεση που βιώνει μπροστά στο Παλάτι: το σύμβολο του Βέλγικου κράτους, το σύμβολο της αποικιοκρατίας. Οι πάνω από 10 χιλιάδες διαδηλωτές, δεν βγήκαν στο δρόμο μονάχα από αλληλεγγύη προς τους Αμερικάνους αδερφούς τους: βγήκαν στο δρόμο γιατί το ζήτημα του ρατσισμού τους αφορά άμεσα, το ρατσισμό τον ζουν.
Από όλους τους βανδαλισμούς που ενδεχομένως συνέβησαν μετά το τέλος της πορείας, ο μοναδικός που σίγουρα εκφράζει και ικανοποίησε όλους τους διαδηλωτές, ήταν αυτός του αγάλματος του Λεοπόλδου του Β’ που βρίσκεται κοντά στο Παλάτι. Πρόκειται για τον βασιλιά που πήρε το Κονγκό προίκα μετά την ιμπεριαλιστική μοιρασιά της Αφρικής, αυτόν που θεωρείται υπεύθυνος για 16 εκατομμύρια νεκρούς και κανείς δεν ξέρει πόσους ακρωτηριασμένους και σκλάβους. Αυτόν που στο άγαλμά του, κάποιος έγραψε με κόκκινη μπογιά «ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ».
Γιατί, όπως έγραφε η πικέτα που κρατούσε μια λευκή κοπέλα: «Η Ευρώπη δεν είναι αθώα». Και όντως, ο Ευρωπαϊκός καπιταλισμός και ιμπεριαλισμός έχει τεράστιες ευθύνες για την καταπίεση που έχουν βιώσει εκατομμύρια άνθρωποι σε πολλά μέρη του κόσμου.
Το δουλεμπόριο
Σε πόλεις των ΗΠΑ, αλλά και στη Βραζιλία, είδαμε να βανδαλίζονται και να αποκαθηλώνονται αγάλματα προσωπικοτήτων που έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στην αποικιοκρατία και στο δουλεμπόριο. Κορυφαίο ήταν το περιστατικό στο Μπρίστολ, όπου το άγαλμα του Edward Colston πετάχτηκε στο ποτάμι. Ο Colston έζησε το 18ο αιώνα και ήταν δουλέμπορος. Συνήθης πρακτική των δουλεμπόρων τότε, ήταν να χρησιμοποιούν γιατρούς σαν καπετάνιους στα καράβια που μετέφεραν τους σκλάβους από την Αφρική στην Αμερική: οι γιατροί ήταν υπεύθυνοι για το ξεδιάλεγμα των σκλάβων: όσοι κρίνονταν ακατάλληλοι, θανατώνονταν επί τόπου – υπάρχουν πολλοί τέτοιοι ομαδικοί τάφοι στην Αφρική. Παράλληλα, όμως, στο ταξίδι προς την Αμερική, συχνά έριχναν μέρος του “φορτίου” στη θάλασσα, με διάφορες δικαιολογίες, όπως πχ ότι δεν επαρκούσε το νερό για όλους, με σκοπό κατόπιν να ζητήσουν αποζημίωση από τις ασφαλιστικές εταιρίες για τη «ζημιά».
Όσο κι αν οι λέξεις «φορτίο» και «ζημιά», μας προκαλούν φρίκη, είναι οι λέξεις που χρησιμοποιούνταν τότε. Σε μία τουλάχιστον περίπτωση, όπου ο καπετάνιος Luke Collingwood πέταξε 130 σκλάβους στη θάλασσα και ζήτησε αποζημίωση, αποδείχθηκε κατόπιν ότι επρόκειτο για απάτη: ο Collingwood επικαλέστηκε ότι αναγκάστηκε να «μειώσει το φορτίο», επειδή δεν επαρκούσε το νερό για όλους, κάτι που στη συνέχεια αποδείχθηκε ότι ήταν ψευδές. Κάποιοι ζήτησαν να δικαστεί ο καπετάνιος για ανθρωποκτονία, η απάντηση όμως που έλαβαν ήταν ότι «η υπόθεση των σκλάβων είναι ίδια, όπως αν είχαν πεταχτεί άλογα από το καράβι. Το ερώτημα είναι, αν ήταν απαραίτητο να τους πετάξει για να σώσει τους υπόλοιπους».
Αυτό το παρελθόν, μαζί με τους αιώνες σκλαβιάς, βασανιστηρίων, λυντσαρισμάτων και χρήσης τους ως περιουσιακών στοιχείων, είναι σίγουρα καταγεγραμμένα στη συλλογική μνήμη του μαύρου πληθυσμού στις ΗΠΑ. Στις μαύρες κοινότητες, ως «The Talk» είναι γνωστή η κουβέντα που κάθε μαύρη μητέρα κάνει στα παιδιά της, όταν αυτά φτάνουν στην ηλικία των 7-8 χρονών, και η οποία περιλαμβάνει τους κινδύνους που ειδικά αυτά, ως μαύρα αντιμετωπίζουν όταν κυκλοφορούν στο δρόμο, για παράδειγμα από την αστυνομία.
Στην Ευρώπη όμως;
Δέκα χρόνια πριν, στη θεατρική παράσταση «Ένας τρελός μαύρος στη χώρα των λευκών» του Pie Tchibanda, παρουσιαζόταν ένας πολύ ενδιαφέρων και αποκαλυπτικός μονόλογος, σχετικά με την αμαρτωλή ιστορία των Βέλγων αποικιοκρατών στο Κονγκό και τις συνέπειές της, οι οποίες είναι αισθητές μέχρι σήμερα.
Έλεγε τότε ο Τσιμπάντα:
«Όταν ένας Ευρωπαίος με βλέπει στο δρόμο, με αποκαλεί «τεμπέλη». Αλλά όταν ένας λευκός θέλει να πει για έναν άλλο λευκό πως δουλεύει σκληρά, τότε λέει πως «δουλεύει σα νέγρος». Ε, αποφασίστε επιτέλους!»
Και συνέχιζε:
«Με ρωτούν οι Ευρωπαίοι γιατί ήρθα στο Βέλγιο και δεν έμεινα στη χώρα μου. Ε, λοιπόν, θα σας πω… Αλλά πριν από αυτό, θα σας πω μια ιστορία. Όταν ζούσα στο Κονγκό και πήγαινα στο σχολείο, ο δάσκαλός μας κάποια στιγμή μάς μίλησε για τον Α’ και τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Μας έλεγε για μάχες, καταστροφές, θαλάμους αερίων, βομβαρδισμούς, κι εμείς τον ρωτήσαμε «Μα, καλά, δάσκαλε, εμείς εδώ στην Αφρική που πλακωνόμαστε συνέχεια, είμαστε άγριοι και βάρβαροι! Αλλά εσείς, οι Ευρωπαίοι, που είστε πολιτισμένοι, κάνατε όλες αυτές τις βαρβαρότητες;». Η αλήθεια είναι πως αυτές οι ερωτήσεις δεν άρεσαν στον δάσκαλό μας, ο οποίος μας εξήγησε πως τα αίτια των πολέμων εντοπίζονται σε καταστάσεις που συνέβησαν πολλά χρόνια πριν και οδήγησαν σε αυτό το αποτέλεσμα.
Ε, έτσι κι εγώ, για να σας εξηγήσω γιατί έφυγα από το Κονγκό και ήρθα στο Βέλγιο, πρέπει να ξεκινήσω από πιο παλιά. Στα 1878, ο προπάππους μου και οι φίλοι του ζούσαν στα ωραία τους καλυβάκια στο Κονγκό και καλλιεργούσαν τη γη τους και μεγάλωναν τα παιδιά τους ανέμελοι. Την ίδια ώρα, στο Συνέδριο του Βερολίνου, ο Βασιλιάς Λεοπόλδος Β’ έπαιρνε τη γη τους προίκα. Σκεφτείτε! Όπως εσάς σας ανήκει πχ ένα σπίτι ή ένα οικόπεδο, σε εκείνον έκαναν δώρο 2,5 εκατ. τ.χλμ! Μαζί με όλους τους ανθρώπους που ζούσαν εκεί και ό,τι υπήρχε στο υπέδαφος! Πήγαν λοιπόν οι Ευρωπαίοι στη γη του προπάππου μου, και ανάγκαζαν τους ανθρώπους να δουλεύουν για χάρη τους. Και σε όποιον δεν δούλευε αρκετά, του έκοβαν το χέρι. Μετά από αυτά, στα 1908, η χώρα μου έπαψε να ανήκει αποκλειστικά στο Βασιλιά, καθώς αυτός την παραχώρησε στο Βέλγιο. Περισσότεροι Ευρωπαίοι πήγαν εκεί τότε και έφεραν μαζί τους και καλά πράγματα, όπως το τρεχούμενο νερό, το ρεύμα, το σχολείο. Ανακάλυψαν όμως πως στο Νότο, την επαρχία Κατάνγκα, μέσα στη γη υπήρχαν πολλά διαμάντια, χρυσός, ουράνιο, χαλκός και ένα σωρό άλλα πράγματα που ήθελαν να πάρουν. Αλλά εκεί δεν υπήρχαν αρκετοί εργάτες. Έτσι οι Βέλγοι πήγαν 1000 χλμ βορειότερα, στην περιοχή Κασάι και μετέφεραν χιλιάδες ανθρώπους στο Νότο, για να δουλέψουν στα ορυχεία και τις φυτείες. Σε αυτούς τους Κασάι, οι Βέλγοι φέρθηκαν καλύτερα από ό,τι στους Κατάνγκα, τους έδιναν τη δυνατότητα να πάνε σχολείο και να μορφωθούν και να αναλαμβάνουν διοικητικές δουλειές. Έτσι, όταν οι Βέλγοι έφυγαν, το 1960, οι Κασάι θεωρήθηκαν προδότες, συνεργάτες των Βέλγων. Μαζί με την ανεξαρτησία, άρχισε και ο εμφύλιος πόλεμος. Οι Κατάνγκα ανάγκασαν τους Κασάι να φύγουν και να επιστρέψουν εκεί από όπου είχαν έρθει οι παππούδες τους. Κι όσους δεν έφευγαν, τους σκότωναν. Κάπου εδώ, αρχίζει και η δική μου ιστορία…».[1]
Γιατί αν σήμερα, υπάρχουν τόσοι πρόσφυγες από το Κονγκό στο Βέλγιο, αυτό είναι εντελώς άσχετο με το γεγονός ότι επί 70 χρόνια σχεδόν, το Βέλγιο ξεζούμισε την πατρίδα τους, κι όταν οι Βέλγοι έφυγαν (όταν τους έδιωξαν, για να το πούμε πιο σωστά), άφησαν πίσω τους ένα χάος που οδήγησε σε αλλεπάλληλους εμφυλίους. Και οι εμφύλιοι πόλεμοι είναι σκληροί, προκαλούν φτώχεια, πολλά θύματα και ακόμα περισσότερους πρόσφυγες. Οι οποίοι, λογικά, κατευθύνονται προς το Βέλγιο, με το οποίο θεωρούν πως η χώρα τους έχει δεσμούς. Πόσο βολικό είναι όλο αυτό! Η πλούσια πρώην αποικιοκράτισσα χώρα κερδίζει διπλά: έχει όλες τις καλές δικαιολογίες για να συνεχίσει να αναμειγνύεται στα εσωτερικά της πρώην αποικίας (προφανώς προς όφελος της πρώτης), αλλά και μαζεύει φτηνό και υπάκουο εργατικό δυναμικό στο έδαφός της: τα παιδιά και τα εγγόνια των σκλάβων που δούλευαν για ένα ξεροκόμματο και τους έκοβαν το χέρι, αν δεν παρήγαγαν αρκετά, αυτά τα παιδιά δεν ζητάνε και πολλά λεφτά για να δουλεύουν στα ταμεία των σούπερ μάρκετ, τις οικοδομές και τα εργοτάξια. Ποιος είπε ότι τελείωσε η αποικιοκρατία;
Η παράστασή αυτή τότε, το 2010, έμοιαζε να είναι ο καλύτερος τρόπος, το πειστικότερο επιχείρημα, η αποτελεσματικότερη μέθοδος για να αποσυντονιστεί η ξενοφοβία και να αποσυντεθεί η ρητορική όσων διατυμπανίζουν πως «δεν μπορούμε να δεχτούμε εμείς στη χώρα μας τη μιζέρια όλου του κόσμου»!
Ο Πι Τσιμπάντα όμως προχωρούσε πιο πέρα. Ερχόμενος στο Βέλγιο, βρέθηκε αντιμέτωπος με πολιτισμικές διαφορές, κλιματικές διαφορές και κυρίως προκαταλήψεις. Καθώς όμως τον ενδιέφερε να ζήσει καλά στην καινούρια του χώρα, αρνήθηκε να ενσωματώσει και να αναπαράγει κλισέ και προκαταλήψεις. Προσπαθεί να προσεγγίσει ο ίδιος τους δύσπιστους Βέλγους, να γνωρίσει τις συνήθειές τους, αλλά και να τους δείξει τις δικές του. Τον νοιάζει να προωθήσει την δημιουργική συνύπαρξη. Στην παράσταση και τα βιβλία του, λοιπόν, εξιστορεί τους πρωτότυπους τρόπους που σκαρφίστηκε για να το κάνει. Ο ίδιος, τότε, έλεγε χαρούμενος πως οι προσπάθειές του πέτυχαν.
Ήταν όμως όντως έτσι; Ήταν δυνατό η ειρηνική συνύπαρξη να επιτευχθεί αποκλειστικά με τέτοιες ατομικές πρωτοβουλίες, όσο καλοπροαίρετες κι αν είναι αυτές;
Ο ρατσισμός σαν καθημερινότητα
Σήμερα, όπως και πάντα, οι μαύροι εξακολουθούν να σκοτώνονται από λευκούς αστυνομικούς στις ΗΠΑ. Στο Βέλγιο, σε μικρότερη κλίμακα ίσως, συμβαίνει το ίδιο σε Αφρικανούς και Άραβες: ένα μόλις μήνα πριν, εν μέσω πανδημίας σκοτώθηκε ο 19χρνος Adil (αραβικής καταγωγής) κατά τη διάρκεια τυπικού ελέγχου που εξελίχθηκε σε καταδίωξη από περιπολικά. Ήταν ο τέταρτος νεκρός από αστυνομικά πυρά, τα τελευταία τρία χρόνια. Ανάμεσα στους υπόλοιπους τρεις, συνυπολογίζεται και η τρίχρονη Mawda από το Ιράκ, που σκοτώθηκε το 2018 από σφαίρες αστυνομικών, ενώ περιπολικά καταδίωκαν το δουλεμπορικό βανάκι στο οποίο επέβαινε με τους γονείς της, με προορισμό τη Βρετανία.
Σε κάθε περίπτωση, ακόμα κι η κατάληξη δεν είναι το νεκροτομείο, το θέμα είναι πως οι πιθανότητες να δεχτεί κανείς τυπικό έλεγχο από την αστυνομία είναι πολλαπλάσιες για τους μαύρους και τους Άραβες, σε σχέση με τους λευκούς, ανεξάρτητα αν είναι Βέλγοι ή όχι.
Ακόμα και σήμερα, υπάρχουν Βέλγοι που αποκαλούν το Κονγκό, «Ζαΐρ», χρησιμοποιούν δηλαδή την ονομασία της χώρας, όταν αυτή ήταν βέλγικη αποικία.
Σήμερα στο Βέλγιο, ζουν χιλιάδες άνθρωποι από την Αφρική, κυρίως από το Κονγκό, τη Ρουάντα και το Μπουρούντι (αλλά και άλλες χώρες που κατείχαν οι Γάλλοι, λόγω γλώσσας). Πολλοί ήρθαν εδώ κυνηγημένοι από τη φτώχεια, άλλοι από τους εμφυλίους πολέμους που μαστίζουν την Αφρική, πολλοί είναι πολιτικοί πρόσφυγες προερχόμενοι από δικτατορικά καθεστώτα. Δεν υπάρχει όμως ούτε ένας μαύρος στην επίσημη πολιτική σκηνή ή στην τηλεόραση, ενώ σπανίζει η παρουσία τους σε ανώτερες θέσεις εταιριών και σε υψηλόμισθα επαγγέλματα. Υπάρχουν όμως πολλοί εργάτες, καθαρίστριες, μικροέμποροι, σερβιτόροι, πωλητές. Πολλοί επίσης είναι εργαζόμενοι στα νοσοκομεία, ειδικά στις πιο κακοπληρωμένες δουλειές (καθαριότητα, κουζίνες, νοσηλευτές) -και φυσικά βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή, κατά τη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης. Και δυστυχώς, δεν είναι λίγοι αυτοί που βιοπορίζονται από το μικροέγκλημα, τα ναρκωτικά και την πορνεία.
Περισσότερες φωτογραφίες και βίντεο μπορείτε να δείτε στο γαλλικό άρθρο από το socialisme.be εδώ.
[1] Περίληψη και ελεύθερη απόδοση από εδώ.