Σαν σήμερα, στις 12 Μάη του 1916, εκτελείται ο Ιρλανδός επαναστάτης Τζέιμς Κόννολι. Με αυτή την αφορμή αναδημοσιεύουμε παλιότερο άρθρο του Ανδρέα Νικητόπουλου.
Ο Τζέιμς Κόννολι αποτελεί μια από τις ηγετικές φυσιογνωμίες στο χώρο της ευρωπαϊκής Αριστεράς έχοντας διατελέσει βασικός συντελεστής στη δημιουργία των ιρλανδικών εργατικών συνδικάτων στις «ταραγμένες» πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα και κύριος εκφραστής της εξέγερσης που έλαβε χώρα στο Δουβλίνο το Πάσχα του 1916.
Την ίδια στιγμή, ο Κόννολι έχει χαρακτηριστεί αντικρουόμενη προσωπικότητα κυρίως για τις απόψεις του σχετικά με το εθνικό ζήτημα της Ιρλανδίας. Η ουσία είναι ότι, ο Κόννολι υπήρξε ένας σοσιαλιστής, διεθνιστής, επαναστάτης, Μαρξιστής, με χαρακτηριστική καθαρότητα σκέψης και διαύγεια, έχοντας «τυφλή» πίστη στην εργατική τάξη καθώς και στο θέμα της πάλης για την ανεξαρτησία της Ιρλανδίας από την Αγγλική αποικιοκρατία.
Πρώτα Βήματα
Ο Κόννολι γεννήθηκε το 1868 στο Εδιμβούργο μέσα σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας και αναγκάστηκε να δουλέψει από πολύ νεαρή ηλικία κάνοντας διάφορες δουλειές. Η μόρφωσή του ήταν στοιχειώδης και ήταν στην ουσία αυτοδίδακτος. Στην ηλικία των 14 ετών αναγκάστηκε να καταταγεί στο Βρετανικό στρατό για βιοποριστικούς λόγους, από τον οποίο αποστάτησε μετά από σχεδόν επτά χρόνια για να γυρίσει στη Σκωτία.
Εκείνη την περίοδο κάνει τα πρώτα του βήματα στο σοσιαλισμό, έχοντας προσχωρήσει στη Σοσιαλιστική Λίγκα όπου μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα και παρά τις εργασιακές και οικονομικές αντιξοότητες, εκλέχτηκε γραμματέας της Σκωτσέζικης Σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας και του Σκωτσέζικου Εργατικού Κόμματος.
Το 1896 δέχτηκε τη θέση του γραμματέα του Σοσιαλιστικού Κλαμπ του Δουβλίνου, το οποίο οργάνωσε και μετέτρεψε στο Ιρλανδικό Σοσιαλιστικό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Παράλληλα, ο Κόννολι εξέδιδε μια σειρά εντύπων και εφημερίδων (όπως η Δημοκρατία των Εργατών και η Άρπα) τα οποία αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι της ενημέρωσης και εκπαίδευσης της εργατικής τάξης.
Το 1903 και για επτά χρόνια ο Κόννολι έζησε στην Αμερική όπου βίωσε από πρώτο χέρι τόσο τις κινητοποιήσεις της αμερικάνικης εργατικής τάξης όσο και τις πολιτικές που χρησιμοποιούσε η άρχουσα τάξη για την κατάπνιξή τους.
Το 1910 επιστρέφοντας στην Ιρλανδία δραστηριοποιείται εντατικά για την οργάνωση της ιρλανδικής εργατικής τάξης και υπερασπίζεται σθεναρά την ανεξάρτητη εκπροσώπησή της, θέτοντας ουσιαστικά τις βάσεις για το Ιρλανδικό Εργατικό Κόμμα. Η ζωή και τα πολιτικά «πιστεύω» του Κόννολι επηρεάστηκαν από τρία καίρια γεγονότα, τα οποία θα είχαν σημαντικές επιπτώσεις στην πορεία του Ιρλανδικού εργατικού κινήματος.
Οι απεργίες της περιόδου 1910-14
Μεταξύ 1909 και 1912 σημειώθηκαν εκατοντάδες απεργίες γεγονός που είχε εξοργίσει την άρχουσα τάξη και τους μεγαλοϊδιοκτήτες, οι οποίοι κατέφευγαν σε κάθε λογής τρομοκρατικές και παράνομες πράξεις προκειμένου να καταστείλουν την ολοένα και αυξανόμενη ριζοσπαστικοποίηση των εργατών.
Ο Κόννολι, ως βασικός οργανωτής του συνδικάτου ITGWU (Ιρλανδική Ένωση Μεταφορών και Γενικής Εργασίας) στο Μπέλφαστ, πρωτοστάτησε το 1911 στην απεργία, αρχικά των λιμενεργατών και των εργατριών υφαντουργίας και εν συνεχεία όλων των ειδικευμένων και μη εργατών, για τον τερματισμό των απάνθρωπων συνθηκών εργασίας που επικρατούσαν στα εργοστάσια και τις φάμπρικες της περιοχής.
Σε αυτές τις συνθήκες τρομοκρατίας και έχοντας απέναντί τους σύσσωμη την ιρλανδική μπουρζουαζία σε συνεργασία με την Αστυνομία και την Εκκλησία, οι απεργοί δημιούργησαν τη δική τους ομάδα αντίστασης, την Ιρλανδική Πολιτοφυλακή (Irish Citizens’ Army – ICA).
Η κορύφωση των γεγονότων αυτών ήταν η ανταπεργία (λοκ άουτ) που κήρυξε το 1913 η εργοδοτική ένωση του Δουβλίνου αποκλείοντας από την εργασία τα μέλη του ITGWU γεγονός που επηρέασε καθοριστικά σχεδόν ολόκληρη την εργατική τάξη της πόλης.
Παρά τα συνεχή καλέσματα των απεργών προς τους Βρετανούς εργάτες για απεργίες αλληλεγγύης, τα βρετανικά συνδικάτα δεν ανταποκρίθηκαν, αφήνοντάς τους Ιρλανδούς εργάτες στο έλεος της άρχουσας τάξης της Ιρλανδίας αλλά και της Βρετανικής αποικιοκρατικής δύναμης.
Η απεργιακή αυτή μάχη κράτησε μέχρι τον Ιανουάριο του 1914, οπότε και οι εργάτες, σε συνθήκες λιμοκτονίας, αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στις εργασίες τους έχοντας να αντιμετωπίσουν επιπλέον και το μένος των εργοδοτών.
Ο Κόννολι, υπέρμαχος της ιδέας της ταξικής αλληλεγγύης και ενότητας και υποστηρικτής του επαναστατικού συνδικαλισμού (Revolutionary Syndicalism) απογοητεύτηκε σημαντικά από την ήττα αυτή. Ήταν ενάντιος σε κάθε είδους ταξικό και συντεχνιακό σεχταρισμό, υποστηρίζοντας την ιδέα για ένα Μεγάλο Συνδικάτο/Συνομοσπονδία συνδικαλιστικών Οργανώσεων («One Big Union») το οποίο θα λειτουργούσε σε συνθήκες δημοκρατίας και διαφάνειας και θα οδηγούσε την εργατική τάξη προς τη χειραφέτησή της.
Για τον Κόννολι, μια ενωμένη εργατική τάξη με ανεξάρτητη (από αστικές επιρροές) ταξική συνείδηση θα αποτελούσε τη βάση για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό και την ανεξαρτησία της Ιρλανδίας από τη Βρετανική Αποικιοκρατία.
Το Εθνικό Ζήτημα
Την περίοδο 1912-14, οι αψιμαχίες για την ανεξαρτησία της Ιρλανδίας κορυφώθηκαν με έντονο το ενδεχόμενο του εμφυλίου πολέμου. Πεδίο αντιπαράθεσης αποτέλεσε η νομοθετική πράξη για τη μερική αυτοδιάθεση της χώρας (Home Rule Bill) την οποία αντιμάχονταν οι βόρειες κομητείες της χώρας (όπου κυριαρχούσαν οι Προτεστάντες) ιδρύοντας την Εθελοντική Δύναμη του Όλστερ.
Ο Κόννολι υποστήριζε σθεναρά την εθνική ανεξαρτησία της χώρας αλλά ποτέ δεν θεώρησε ότι μια εθνική επανάσταση θα μπορούσε να υποκαταστήσει την σοσιαλιστική επανάσταση.
Ωστόσο, θεωρούσε ότι κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, κάθε μορφής εξέγερση θα μπορούσε να αφυπνίσει εκτός από την εργατική και τις μεσαίες τάξεις, ανοίγοντας το δρόμο για την οργάνωση της σοσιαλιστικής κοινωνίας, βάση της οποίας θα ήταν η ανεξάρτητη και δίκαιη διαχείριση του εθνικού πλούτου της χώρας με τη δημοκρατική συμμετοχική στη διαχείριση και τον έλεγχο κάθε τμήματος της εργατικής τάξης.
Η ανάλυση του Κόννολι για το εθνικό ζήτημα της χώρας ήταν κατά βάση σωστή, παρότι παρέβλεψε τις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούσαν στην ευρύτερη περιοχή του Μπέλφαστ, στη βόρεια Ιρλανδία.
Ο Κόννολι επεδίωκε να «τραβήξει» τους καθολικούς εργάτες του Νότου από τις ιδέες των Ιρλανδών εθνικιστών. Ωστόσο στο Βορρά, η εργατική τάξη, που στην πλειοψηφία της ήταν Προτεστάντες, ανησυχούσε ιδιαίτερα για την περίπτωση να αποτελεί μια μειοψηφία στο πλαίσιο μιας «Καθολικής Ιρλανδίας».
Ο Κόννολι και το πρόγραμμα που είχε αναπτύξει δεν καθησύχασαν αυτές τις ανησυχίες με αποτέλεσμα η εργατική τάξη του Βορρά να ακολουθήσει τις αποσχιστικές φωνές της προτεσταντικής άρχουσας τάξης.
Μπροστά στο κίνδυνο εμφύλιας διαμάχης επιτεύχθηκε συμβιβασμός που επέτρεπε στις βόρειες κομητείες του Όλστερ να εξαιρεθούν από τη μερική αυτοδιάθεση της Ιρλανδίας.
Ο Κόννολι σωστά είχε προβλέψει ότι ένα τέτοιο γεγονός θα οδηγούσε στη διχοτόμηση του νησιού – και η Ιστορία τον επιβεβαίωσε.
Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και η Εξέγερση του Πάσχα
Το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου αποτέλεσε την τρίτη «βαριά» ήττα του εργατικού κινήματος. Η προδοσία των ηγετών της Σοσιαλιστικής (γνωστής και σαν 2ης) Διεθνούς ήταν καθοριστική για τον Κόννολι, ο οποίος υποστήριζε ότι η εργατική τάξη θα πρέπει να εναντιωθεί σε αυτόν τον πόλεμο χρησιμοποιώντας κάθε μέσο. Θεωρούσε ορθώς ότι, η διαμάχη μεταξύ των αρχουσών τάξεων κάθε χώρας, κυρίως της βρετανικής, για τον έλεγχο της παγκόσμιας οικονομίας ήταν η βασική αιτία του πολέμου, ο οποίος εν τέλει θα οδηγούσε στην εξόντωση των εργατικών τάξεων των χωρών που συμμετείχαν και στην πλήρη κατάργηση των δικαιωμάτων που είχαν αποκτήσει μετά από σκληρούς και πολύχρονους αγώνες. Ωστόσο, το κύμα του εθνικισμού σάρωσε όλη την Ευρώπη, αλλά και την Ιρλανδία, ενταφιάζοντας ουσιαστικά τις ιδέες για εργατική αλληλεγγύη και σοσιαλιστική επανάσταση.
Απογοητευμένος από τις ήττες και το θρησκευτικό σεχταρισμό (διαχωριστικές τάσεις και φανατισμός) που αναπτυσσόταν στις γραμμές της ιρλανδικής εργατικής τάξης, ο Κόννολι προσχώρησε σε συνεργασία με τους Εθνικιστές της Ιρλανδικής Ρεπουμπλικανικής Αδερφότητας (Irish Republican Brotherhood–IRB) ελπίζοντας ότι μια νίκη, ακόμα και αν ήταν εθνική και όχι σοσιαλιστική, θα άνοιγε το δρόμο για τη μελλοντική επανάσταση.
Στο πλαίσιο αυτό, αποφασίστηκε η Εξέγερση του Πάσχα του 1916 στο Δουβλίνο, με την κατάληψη δημόσιων κτηρίων και την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Ιρλανδίας. Οι λιγοστές δυνάμεις των εξεγερμένων πολέμησαν με σθένος και θάρρος ενάντια στις βρετανικές δυνάμεις, οι οποίες παρά τον αρχικό αιφνιδιασμό τους ανασυντάχθηκαν και εξόντωσαν πλήρως κάθε είδους αντίσταση.
Η πλειονότητα των ηγετών των εξεγερμένων εκτελέστηκαν προς παραδειγματισμό, ανάμεσα στους οποίους και ο Κόννολι, ο οποίος στις 12 Μαΐου 1916 εκτελέστηκε δεμένος σε μια καρέκλα (όντας πολύ βαριά τραυματισμένος) στον περίβολο της φυλακής που ήταν έγκλειστος.
Tα λάθη που οδήγησαν σε αυτό το μοιραίο αποτέλεσμα ήταν πολλά με βασικότερα το βεβιασμένο σχεδιασμό και τη μη προκήρυξη γενικής απεργίας διαρκείας την ημέρα της Εξέγερσης προκειμένου να εμποδιστεί η κίνηση και ο εφοδιασμός των βρετανικών δυνάμεων.
Σε αντίθεση με τον Λένιν, ο Κόννολι
«δεν είχε καταφέρει να δημιουργήσει ένα επαναστατικό μαρξιστικό κόμμα… Με τον ίδιο τρόπο που η δολοφονία της Λούξεμπουργκ και του Λίμπκνεχτ αποτελείωσε τη γερμανική επανάσταση, η εκτέλεση του Κόννολι εξαφάνισε κάθε ευκαιρία της Ιρλανδικής εργατικής τάξης να ηγηθεί ενός επαναστατικού κινήματος ενάντια στο Βρετανικό ιμπεριαλισμό.»[1]
Τέλος, ο Κόννολι δεν κατάφερε να εξηγήσει ξεκάθαρα τις διαφορές μεταξύ εθνικής απελευθέρωσης και εθνικισμού αλλά και των σχέσεων τους με τους αγώνες της εργατικής τάξης και τους στόχους του σοσιαλισμού με αποτέλεσμα οι απόψεις τους συχνά να «παρερμηνευτούν» από διάφορες πολιτικές και μη δυνάμεις.
Ωστόσο και σε δικαίωση του Κόννολι, τα επόμενα χρόνια μια σειρά εργατικών κινημάτων και επαναστάσεων θα σαρώσουν την Ευρώπη με προεξάρχουσα την Οκτωβριανή Επανάσταση το 1917.
Ο Λένιν είχε ήδη αναφέρει ότι παρά την αποτυχία της έκβασής της, η Ιρλανδική Εξέγερση δημιούργησε μια ανατριχίλα φόβου στις άρχουσες τάξεις της Ευρώπης σημειώνοντας ωστόσο ότι
«η ατυχία για τους Ιρλανδούς ήταν ότι εξεγέρθηκαν πρώιμα χωρίς να έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για την Ευρωπαϊκή εξέγερση του προλεταριάτου. Ο καπιταλισμός δεν είναι τόσο αρμονικά χτισμένος έτσι ώστε οι διάφορες μορφές εξέγερσης να γίνουν ένα τελικό χτύπημα χωρίς οπισθοδρομήσεις και ήττες».[2]