Ο Μοχάμεντ Γκανούτσι, προσωρινός πρωθυπουργός της Τυνησίας, αναγκάστηκε να υποβάλει την παραίτηση του στις 27/1 κάτω από το βάρος των τεράστιων διαδηλώσεων – των μεγαλύτερων από τις 14/1, ημέρα που ανατράπηκε ο δικτάτορας Μπεν Άλι – που συγκλόνισαν για άλλη μια φορά επί τρεις μέρες ολόκληρη την χώρα. Το καθεστώς αρχικά προσπάθησε να τρομοκρατήσει τους διαδηλωτές διατάζοντας την αστυνομία να καταστείλει σκληρά τους συγκεντρωμένους. Η επίθεση των δυνάμεων καταστολής είχε ως αποτέλεσμα την δολοφονία 5 διαδηλωτών.
25-26-27/2: Ημέρες οργής και βάρβαρης καταστολής
Συγκεντρώσεις και πορείες έγιναν σε διάφορες πόλεις, όμως χιλιάδες άνθρωποι αποφάσισαν να μεταβούν στην πρωτεύουσα Τύνιδα για να συμμετάσχουν στην κατάληψη της πλατείας Κάσμπα και να παρευρεθούν στην κεντρική διαδήλωση της Παρασκευής (25/2) – Ημέρα Οργής, όπως ονομάστηκε από τους διαδηλωτές.
Στην συγκεκριμένη διαδήλωση συμμετείχαν πάνω από 100.000 άτομα.
Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ένα «νέο κύμα της επανάστασης» που σαρώνει αυτή την στιγμή την χώρα. Οι δρόμοι πλημμύρισαν από διαδηλωτές – ανάμεσα τους και χιλιάδες μαθητές λυκείου – αποφασισμένους να προστατέψουν την επανάσταση τους και να διώξουν τον πρωθυπουργό Γκανούτσι.
Έφοδος στο υπ. Εσωτερικών – ένας νεκρός
Οι διαδηλωτές προσπάθησαν να καταλάβουν το Υπουργείο Εσωτερικών – ένα κτήριο που συμβολίζει έντονα την δικτατορία του Μπεν Αλί. Η αστυνομία τότε εξαπέλυσε σφοδρότατη επίθεση κατά των συγκεντρωμένων με αποτέλεσμα τον θάνατο ενός 18χρονου διαδηλωτή.
Η δολοφονία του νεαρού γέμισε με οργή τους εργαζόμενους και τους νεολαίους της πόλης που βρέθηκαν ξανά στους δρόμους την επόμενη μέρα, και μάλιστα σε μεγαλύτερους αριθμούς. Όμως η καταστολή και οι επιθέσεις με πραγματικά πυρά συνεχίστηκαν για 2 ολόκληρες μέρες.
Δυσπιστία και οργή απέναντι στην προσωρινή κυβέρνηση
Οι διαδηλώσεις, οι απεργίες και οι καταλήψεις, έχουν γίνει αναπόσπαστο μέρος του κοινωνικού τοπίου στην Τυνησία, γεγονός που θα φάνταζε αδιανόητο μέχρι μόλις λίγους μήνες πριν. Όλες αυτές οι διαμαρτυρίες καταδεικνύουν την αυξανομένη δυσπιστία και οργή απέναντι στην προσωρινή κυβέρνηση.
Η εύθραυστη εξουσία των «επίσημων» αρχών φαίνεται και από το γεγονός πως όλες αυτές οι κινητοποιήσεις γίνονται παρά το γεγονός πως στην χώρα υπάρχει κατάσταση έκτακτης ανάγκης, η οποία υποτίθεται πως απαγορεύει τις συγκεντρώσεις περισσότερων από 3 ατόμων σε δημόσιους χώρους!
Η ανάγκη περιφρούρησης απέναντι στην κρατική καταστολή
Τα κρατικά μέσα ενημέρωσης και το Υπουργείο Εσωτερικών κατηγορούν τους ίδιους τους διαδηλωτές ως υπεύθυνους για την βία που ασκήθηκε πάνω τους. Προσπαθούν να τους παρουσιάσουν σαν χούλιγκανς και πλιατσικολόγους, σε μια προσπάθεια να τους απομονώσουν και να κερδίσουν την εύνοια των μαγαζάτορων και των υπόλοιπων μεσαίων στρωμάτων, μέσω μιας ρητορικής περί «επαναφοράς του νόμου και της τάξης».
Είναι αλήθεια ότι κατά την διάρκεια των διαδηλώσεων ορισμένα καταστήματα υπέστησαν ζημιές. Αλλά η βασική ευθύνη βρίσκεται στις ακραίες προκλήσεις της αστυνομίας απέναντι σε ειρηνικούς διαδηλωτές και η αδιαμφισβήτητη πλέον, χρησιμοποίηση προβοκατόρων, απέναντι στους οποίους οι άοπλοι διαδηλωτές προσπάθησαν να αμυνθούν με πρόχειρα οδοφράγματα και αυτοσχέδια «όπλα» (καδρόνια κτλ.)
Κρατική βία – προειδοποίηση προς το επαναστατικό κίνημα
Η ωμή κρατική βία που χρησιμοποιήθηκε απέναντι στους διαδηλωτές αυτές τις μέρες, πρέπει να αποτελέσει μια σοβαρή προειδοποίηση προς το επαναστατικό κίνημα. Οι συγκεντρώσεις και οι πορείες διαμαρτυρίας πρέπει να οργανώνονται με τέτοιον τρόπο, ώστε να μπορούν να αμύνονται απέναντι στην καταστολή. Το οργανωμένο εργατικό κίνημα μπορεί να παίξει ρόλο-κλειδί στην οργάνωση της αυτοάμυνας προχωρώντας στη δημιουργία οπλισμένων ομάδων περιφρούρησης όπου αυτό κριθεί απαραίτητο.
Κάτι τέτοιο δεν θα βοηθούσε μόνο στην προστασία των διαδηλωτών, αλλά και στην διασφάλιση πως δεν θα επιτραπεί στα πιο απελπισμένα τμήματα των εξεγερμένων να ξεσπάσουν σε αδιέξοδες πράξεις βίας. Μια τέτοια κίνηση έχει σημασία και για να μπορέσει το κίνημα να συνεχίσει να βρίσκει υποστήριξη και ανάμεσα στα μεσαία στρώματα. Την ίδια ώρα πρέπει να γίνει ανοιχτή έκκληση στους απλούς στρατιώτες, προκειμένου τμήματα του στρατού να περάσουν ενεργά στο πλευρό της επανάστασης και να εξουδετερώσουν τις δυνάμεις της αντίδρασης μέσα στο στράτευμα.
Οι «γειτονικές» εξεγέρσεις δίνουν νέα πνοή στην επανάσταση
Ενάμιση μήνα μετά την ανατροπή του Μπεν Άλι, η τυνησιακή επανάσταση σχεδόν «επισκιάστηκε» από το γιγάντιο μαζικό κίνημα των Αιγυπτίων εργαζομένων και νεολαίων και την ηρωική εξέγερση του λαού της Λιβύης.
Όμως ο αγώνας συνεχίζεται και στην Τυνησία, ενάντια στην κυβέρνηση αυτών που προσπαθούν να σφετεριστούν την επανάσταση. Η πραγματικότητα είναι πως τίποτα δεν τελείωσε, όσο κι αν προσπαθεί η μεταβατική κυβέρνηση και τα παπαγαλάκια της να πείσουν για το αντίθετο.
Το γεγονός πως ο ξεσηκωμός του τυνησιακού λαού, έχει γίνει παράδειγμα προς μίμηση σε όλη την περιοχή δίνει νέα ενέργεια στους εργαζόμενους και τη νεολαία να συνεχίσουν τον αγώνα στην χώρα τους. Επίσης, ένα πρωτοφανές κύμα αλληλεγγύης προς τις εξεγέρσεις στις γειτονικές χώρες έχει εμφανιστεί στους δρόμους της Τυνησίας. Αυτό αντανακλάται σε συμμετοχή χιλιάδων διαδηλωτών σε συγκεντρώσεις αλληλεγγύης προς των αγώνα των Λίβυων εργαζομένων ενάντια στο καθεστώς Καντάφι.
Νέος πρωθυπουργός, ίδια κατάσταση
Μετά την παραίτηση Γκανούτσι, νέος πρωθυπουργός διορίστηκε ο Μπέτζι Κάιντ Σέμπσι, που είχε διατελέσει υπουργός παλιότερα, πριν αναλάβει την εξουσία ο Μπεν Άλι. Η επιλογή αυτή δεν είναι καθόλου τυχαία. Το καθεστώς διάλεξε για νέο μεταβατικό πρωθυπουργό, έναν πολιτικό που δεν έχει καμία άμεση σύνδεση με το καθεστώς του Μπεν Άλι, ελπίζοντας σε κατευνασμό και διάσπαση του κινήματος.
Ωστόσο, η διάθεση των συγκεντρωμένων στην κατειλημμένη πλατεία Κάσμπα είναι να συνεχίσουν τον αγώνα καθώς πολλά βασικά στελέχη του παλιού καθεστώτος εξακολουθούν να βρίσκονται στην εξουσία ενώ οι εργαζόμενοι και οι φτωχοί εξακολουθούν να βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα μέλλον φτώχειας και ανεργίας.
Οι συνδικαλιστικές ηγεσίες προσπαθούν να βάλουν «φρένο» στην επανάσταση
Είναι απαραίτητο η απαίτηση για κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές να γίνει ο πρώτος στόχος του οργανωμένου εργατικού κινήματος. Η ηγεσία της Γενικής Συνομοσπονδία Εργατών Τυνησίας (UGTT) ζητάει τώρα την άμεση παραίτηση της προσωρινής κυβέρνησης και την ανάδειξη μιας κυβέρνησης «τεχνοκρατών» μέχρι να γίνουν νέες εκλογές.
Όμως αυτό δεν αποτελεί κανενός είδους λύση. Άλλωστε ήταν η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών που μέχρι πρόσφατα υποστήριζε την κυβέρνηση του Γκανούτσι!
Στην πραγματικότητα, η συνδικαλιστική γραφειοκρατία προσπαθεί να βρει τρόπους να κατευνάσει το κίνημα. Μόνο αν οι εργαζόμενοι πάρουν τα πράγματα στα χέρια τους θα μπορέσουν να δώσουν στο κίνημα την κατεύθυνση που χρειάζεται για να στεφθεί ο αγώνας τους με νίκη.
Για μια κυβέρνηση των εργαζομένων, της νεολαίας και όλων των καταπιεσμένων
Οι εργαζόμενοι και η νεολαία λένε πως πολύ λίγα πράγματα έχουν μέχρι στιγμής αλλάξει. Ένα ολοκληρωτικό ξεκαθάρισμα του παλιού καθεστώτος είναι απαραίτητο, καθώς και η διενέργεια δίκαιων και ελεύθερων εκλογών. Οι εξεγερμένοι χρειάζονται και θέλουν μια κυβέρνηση δική τους, που να εκφράζει πραγματικά τα συμφέροντα τους και δεν έχουν καμία εμπιστοσύνη στην άρχουσα κλίκα.
Μια τέτοια κυβέρνηση, μια κυβέρνηση των εργαζομένων, της νεολαίας, των φτωχών αγροτών και όλων των καταπιεσμένων, εκλεγμένων μέσα από επιτροπές αγώνα σε χώρους δουλειάς και γειτονιές, θα μπορούσε να ολοκληρώσει την διαδικασία απομάκρυνσης των παλιών ιδιοκτητών των βιομηχανιών και των στρατηγικών επιχειρήσεων και να βάλει τις βάσεις για τον δημοκρατικό σχεδιασμό της οικονομίας προς όφελος της τεράστιας πλειοψηφίας που υποφέρει κάτω από την δικτατορία της αγοράς. Αυτός είναι ο μόνος δρόμος για να αλλάξει ριζικά η ζωή του τυνησιακού λαού.