Πρόλογος
Η Βενεζουέλα έχει προκαλέσει διεθνώς πάρα πολλές συζητήσεις ανάμεσα σε κόσμο που ψάχνει για απαντήσεις στη σημερινή βαρβαρότητα του καπιταλισμού. Μπορεί να υπάρξει σοσιαλισμός στη σημερινή εποχή; Ποια μέτρα πρέπει να πάρει μια αριστερή κυβέρνηση; Με ποιο τρόπο χρειάζεται να οργανωθούν οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα προκειμένου να προστατευθούν από τις επιθέσεις των καπιταλιστών; Μπορεί μια κυβέρνηση να πάει κόντρα στην ηγεμονία των ΗΠΑ και με ποιο κόστος; Τι χαρακτήρα έχουν οι εθνικοποιήσεις σε μια σειρά χώρες της Λατινικής Αμερικής;
Το κείμενο που ακολουθεί επιχειρεί να απαντήσει στα πιο πάνω ερωτήματα. Δημοσιεύτηκε αρχικά στο 9ο τεύχος του τριμηνιαίου περιοδικού «Μαρξιστική Σκέψη» που κυκλοφόρησε πριν λίγες μέρες και γράφτηκε πριν από τις πρόσφατες εκλογές στη Βενεζουέλα, στις οποίες αναδείχθηκε νικητής ο Νικολάς Μαδούρο, γι’ αυτό και δεν καταπιάνεται μ’ αυτές. Για την ανάλυση του εκλογικού αποτελέσματος σας παραπέμπουμε στο άρθρο του συντρόφου Λουίς Σάντος Εργνάντεζ, «Μετά τις εκλογές – η Βενεζουέλα σε καμπή» στο site του «Ξ», ημερομηνία 23/4/2013 (https://xekinima.org/arthra/view/article/meta-tis-ekloges-i-benezoyela-se-stayrodromi/)
του Νίκου Αναστασιάδη
Όσο και αν τον μισούσαν, πολλοί δυτικοί ηγέτες θα ζήλεψαν την κηδεία του Τσάβεζ. Τη στιγμή που σε όλες τις χώρες του καπιταλιστικού κόσμου πρόεδροι ή πρωθυπουργοί ιδρώνουν για να εξασφαλίσουν μια δεύτερη θητεία, και συνήθως στο τέλος φεύγουν κυνηγημένοι, ο Τσάβεζ κατάφερε να επανεκλέγεται διαρκώς για 14 χρόνια, και να φύγει όρθιος. Είναι αδύνατο να υπολογιστεί ο ακριβής αριθμός, αλλά η κυβέρνηση της Βενεζουέλας δήλωσε ότι πάνω από 2 εκατομμύρια άνθρωποι συμμετείχαν στις επικήδειες εκδηλώσεις[1]. Και δεν ήταν απλά κηδεία, ήταν ένα μήνυμα που εκφράστηκε με το σύνθημα που ακουγόταν από πολλούς: «Καπιταλιστές, μην νομίζετε ότι η επανάσταση δεν θα συνεχίσει».
Σε ηγέτες και αγωνιστές του κινήματος, όπως ήταν ο Τσάβεζ, σε ανθρώπους που έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στην προώθηση των αριστερών ιδεών στην πράξη, δεν αξίζει μια διθυραμβική προσωπολατρική νεκρολογία. Πολύ πιο παραγωγική για την υπόθεση που υπηρέτησαν είναι μια αναλυτική και ψύχραιμη εκτίμηση της πορείας τους, από την οποία μπορούν να βγουν συμπεράσματα για τους αγώνες που έρχονται.
Γιατί την ίδια στιγμή που το φαινόμενο και η πορεία του Τσάβεζ αξίζουν και απαιτούν την υποστήριξή μας, την υποστήριξη όλης της Αριστεράς, θα ήταν λάθος να παραβλέψουμε τις αντιφάσεις και τα όρια της διαδρομής του Τσάβεζ. Το γεγονός ότι ο Τσάβεζ δεν είχε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο στο μυαλό του, αλλά κινήθηκε προς τα αριστερά μέσα από ένα εμπειρικό δρόμο, απλά και μόνο γιατί ήθελε να είναι κοντά και δίπλα στο λαό της Βενεζουέλας, έχει διπλή σημασία. Από τη μια γιατί απόδειξε ότι αν θέλει κάποιος να ασκήσει φιλολαϊκή πολιτική θα πρέπει υποχρεωτικά να έρθει σε σύγκρουση με τον ιμπεριαλισμό και τον καπιταλισμό κι έτσι να κινηθεί ακόμα και εμπειρικά σε όλο και πιο αριστερές θέσεις. Από την άλλη γιατί από τη στιγμή που δεν υπάρχει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο ρήξης με τα μεγάλα καπιταλιστικά συμφέροντα, τότε η μάχη μένει στη μέση του δρόμου – κι έτσι καιροφυλακτεί ο κίνδυνος της παλινδρόμησης και της ήττας σε ένα μεταγενέστερο στάδιο.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά.
Ο ρόλος που έπαιξε ο Τσάβεζ για την αλλαγή των συσχετισμών σε ολόκληρη την Λατινική Αμερική ήταν καίριος.
Το 1998, όταν κέρδισε την πρώτη του εκλογική αναμέτρηση, η ιδέα και μόνο της αντιπαράθεσης με τις ΗΠΑ και τα νεοφιλελεύθερα δόγματα φάνταζε τρελή. Ήταν τα τέλη μιας δεκαετίας πλήρους ιδεολογικής και υλικής κυριαρχίας του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Η Βενεζουέλα ήταν μια μικρή χώρα, που ήταν πάντα εξαρτημένη από την υπερδύναμη. Σε όλη την ήπειρο, που το αμερικάνικο κεφάλαιο την έβλεπε πάντα σαν την «πίσω αυλή» του, υπήρχαν δεξιές κυβερνήσεις – με μόνη εξαίρεση την ορεινή Τσιάπας του Μεξικό.
Ο Τσάβεζ μπήκε μπροστά και εξέφρασε το κύμα ριζοσπαστισμού της κοινωνίας της Βενεζουέλας. Και αυτό ήθελε κότσια εκείνη την εποχή. Για να πετύχει ακόμα και τις πιο μικρές παραχωρήσεις προς όφελος του λαού, έπρεπε να συγκρουστεί με την υπερδύναμη. Ο Τσάβεζ όμως δεν «τα μάζεψε», όπως έκαναν πολλοί ηγέτες της Αριστεράς στο παρελθόν. Παρά τις αδυναμίες των πολιτικών που εφάρμοσε, πρέπει να του αναγνωριστεί ότι κράτησε μια σταθερή στάση μέχρι τέλους, χωρίς να «ξεπουλήσει» το κίνημα, και αυτή η στάση άνοιξε δρόμους σε όλη την ήπειρο.
Το άρθρο αυτό γράφεται στα τέλη του Μάρτη, και ακόμα το τοπίο είναι ρευστό σε σχέση με την κατάσταση που έχει ανοίξει μετά το θάνατο του Τσάβεζ. Οι εκλογές έχουν οριστεί για τις 14 Απριλίου, και το πιο πιθανό σενάριο φαίνεται η επικράτηση του Νίκολας Μαδούρο, του αντιπροέδρου της κυβέρνησης, αυτού που όρισε ο Τσάβεζ σαν «αντικαταστάτη» του. Οι εκλογές αυτές θα αποτελέσουν μια πρώτη δοκιμασία για την αντοχή και το βάθος του πειράματος. Όσο και αν δήλωνε ο Τσάβεζ ότι «η επανάσταση δεν εξαρτάται από ένα άτομο», η αλήθεια είναι ότι η «Βολιβαριανή διαδικασία» είχε συνδεθεί σε μεγάλο βαθμό με το πρόσωπό του. Υπήρχε ένα έντονο δέσιμο του λαού με το πρόσωπο του Τσάβεζ και δεν αναπτύχθηκε ποτέ μια γενιά στελεχών στην κυβέρνηση που να έχει το ηθικό και πολιτικό κύρος του. Ενδεικτικές ίσως αυτής της κατάστασης είναι οι… «ατυχείς» δηλώσεις του Μαδούρο, ότι ο Τσάβεζ επηρέασε τον Χριστό για να επιλέξει λατινοαμερικάνο Πάπα![2] Η (δεξιά) αντιπολίτευση θα προσπαθήσει να αξιοποιήσει αυτή την αδυναμία για να μπορέσει να κερδίσει έδαφος. Εξάλλου, ακόμα και με την παρουσία του Τσάβεζ, στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις η δεξιά μπόρεσε πρώτη φορά να συσπειρωθεί γύρω από έναν υποψήφιο (Ενρίκε Καπρίλες) να αυξήσει τις ψήφους που έπαιρνε, και να εκλέξει κυβερνήτες σε μια σειρά περιοχές. Όπως θα δούμε και παρακάτω, είναι λάθος να υποτιμηθεί η αντιπολίτευση μόνο και μόνο επειδή αυτή τη στιγμή φαίνεται να υπάρχει μεγάλη λαϊκή υποστήριξη στις πολιτικές της κυβέρνησης.
Οι δικτάτορες είναι ναρκομανείς!
Λίγες κυβερνήσεις στην εποχή μας έχουν συκοφαντηθεί όσο η κυβέρνηση Τσάβεζ στη Βενεζουέλα. Για τα αμερικάνικα ΜΜΕ είναι λίγο-πολύ δεδομένο ότι ο Τσάβεζ ήταν «δικτάτορας» που κατέστρεφε την χώρα. Χαρακτηριστικά τέτοια αποσπάσματα παρουσιάζονται στο ντοκιμαντέρ «Νότια των συνόρων»[3], που ξεκινάει με ένα απόσπασμα από αμερικάνικη τηλεοπτική εκπομπή στην οποία η παρουσιάστρια λέει: «Ξέρετε ότι κάποιοι από τους δικτάτορες φαίνεται ότι είναι και εξαρτημένοι από τα ναρκωτικά; Αυτό μπορεί να εξηγεί μερικά πράγματα. Ο Ούγκο Τσάβεζ παραδέχτηκε σε μια ομιλία του ότι μασάει φύλλα κόκας… και ότι τα προμηθεύεται από τον δικτάτορα της Βολιβίας…» [4]
Την ημέρα του θανάτου του, το Associated Press γράφει: «Ο Τσάβεζ επένδυσε τα έσοδα από το πετρέλαιο της Βενεζουέλας σε κοινωνικές παροχές όπως κρατικές αγορές τροφίμων, επιδόματα για φτωχές οικογένειες, δωρεάν κλινικές και εκπαιδευτικά προγράμματα. Όλα αυτά όμως φαίνονται πενιχρά μπροστά στα εντυπωσιακά κτίρια που χτίζουν οι χώρες τις Μέσης Ανατολής, όπως το ψηλότερο κτίριο του κόσμου που χτίζεται στο Ντουμπάι…»[5]
Η λυσσαλέα προσπάθεια των διεθνών ΜΜΕ να απαξιώσουν κάθε φωνή που είναι αντίθετη στον καπιταλισμό είναι βέβαια γνωστή. Τη μεγαλύτερη όμως επίθεση την έκαναν τα εγχώρια ΜΜΕ, τα οποία στην μεγάλη τους πλειοψηφία ανήκουν στην οικονομική ελίτ. Όχι μόνο έκαναν διαρκώς προπαγάνδα ενάντια στην κυβέρνηση, αλλά έφτασαν στο σημείο να σκηνοθετήσουν με μοντάζ προβοκάτσια ενάντια στους υποστηρικτές της κυβέρνησης, δείχνοντάς τους να πυροβολούν σαν να χτυπούσαν το πλήθος των συγκεντρωμένων της αντιπολίτευσης, ενώ απλά απαντούσαν σε πυρά ελεύθερων σκοπευτών. Η προβοκάτσια αυτή ήταν η επικοινωνιακή βάση για το πραξικόπημα του 2002[6]. Ήταν ίσως η πρώτη φορά που ΜΜΕ είχαν τόσο ενεργό ρόλο σε ένα πραξικόπημα. Όλα ήταν σε τέτοιο βαθμό σκηνοθετημένα, μέχρι και το διάγγελμα των στρατηγών που ανακοίνωνε την κατάλυση της κυβέρνησης και μιλούσε για νεκρούς, ήταν μαγνητοσκοπημένο 2 ώρες πριν ξεσπάσουν τα επεισόδια!
Η αστική τάξη της Βενεζουέλας δεν έμεινε φυσικά μόνο στο επίπεδο της προπαγάνδας. Υλοποίησε τις απειλές της οργανώνοντας στρατιωτικό πραξικόπημα, αλλά και το περίφημο lock–out (εργοδοτική απεργία) στην πετρελαϊκή βιομηχανία μερικούς μήνες μετά. Η πιο σημαντική φθορά όμως, προήλθε από το διαρκές οικονομικό σαμποτάζ που κάνουν οι καπιταλιστές στην οικονομία, με στόχο να πλήξουν την κυβέρνηση οικονομικά και πολιτικά.
Σε ένα κλίμα εμπόλεμο με το κεφάλαιο και τα όργανά του εντός και εκτός της χώρας, λοιπόν, οι εργαζόμενοι της Βενεζουέλας καταφέρανε να αποδυναμώσουν τον ρόλο του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στην περιοχή, και να θέσουν ξανά στο τραπέζι λέξεις φθαρμένες, που είχαν χάσει το νόημά τους στην δεκαετία του ’90 όπως «σοσιαλισμός» και «εθνικοποιήσεις». Πάνω απ’ όλα έδειξαν ότι το να ακολουθείς τις επιταγές των ισχυρότερων δεν είναι μονόδρομος, ότι υπάρχει και άλλη πορεία με διαφορετικές πολιτικές από το νεοφιλελεύθερο «δόγμα της Ουάσινγκτον»[7].
Σε ένα κόσμο που κόβει, κάποιοι μπορούν και δίνουν
Πώς έγινε αυτό; Πώς μπόρεσε μια μικρή χώρα να αντισταθεί σε όλη αυτή την επίθεση και να επιβιώσει; Ποιες πολιτικές ακολούθησε η κυβέρνηση και ο Τσάβεζ;
Μερικές φορές τα στοιχεία μιλάνε από μόνα τους.
Από το 1998 όταν το MVR (Κίνημα για την 5η Δημοκρατία, το τότε κόμμα του Τσάβεζ) κέρδισε για πρώτη φορά τις εκλογές, έχουν υπάρξει πολύ σημαντικές αλλαγές στην κοινωνική κατάσταση της χώρας.
Βιοτικό επίπεδο: Η Βενεζουέλα είναι αυτή τη στιγμή η χώρα με τις μικρότερες ανισότητες σε όλη τη Λατινική Αμερική, σύμφωνα με τον ΟΗΕ[8]. Τα στοιχεία για τη φτώχεια είναι επίσης αποκαλυπτικά: Η φτώχεια μειώθηκε περίπου στο μισό σε μια δεκαετία, από 50,5% του πληθυσμού το 1998 στο 26% στα τέλη του 2008, ενώ η απόλυτη φτώχεια έπεσε από το 23,4% το 1999 στο 8,5% το 2011[9]. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ υπερδιπλασιάστηκε την περίοδο Τσάβεζ, ενώ η ανεργία μειώθηκε περίπου στο μισό.
Υγεία: Υπήρξε αύξηση των δαπανών για την Υγεία, από 3,9% του ΑΕΠ το 1997 στο 4,9% το 20109. Το ποσοστό αύξησης μπορεί να φαίνεται μικρό, αλλά ας λάβουμε υπόψη ότι την ίδια περίοδο στη μεγάλη πλειοψηφία των χωρών υπήρξε μείωση δαπανών. Η παιδική θνησιμότητα έπεσε από το 20/1000 στο 12/1000.
Παιδεία: Σύμφωνα με στοιχεία της UNESCO, η Βενεζουέλα έχει ένα από τα μικρότερα ποσοστά αναλφαβητισμού στην περιοχή, έχει σημειώσει πρόοδο κατά 7,5% στον δείκτη EDI (μέτρο του συνολικού επιπέδου παιδείας του πληθυσμού) και έχει αυξήσει κατά 6% τη σχολική πρόσβαση (στα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού είναι μεγαλύτερη η αύξηση)[10].
Μια χώρα-παρίας λοιπόν, σε σύγκρουση με τον ιμπεριαλισμό, ξεκινώντας από μια πολύ χαμηλή βάση, κατάφερε σε 15 χρόνια αυτή τη βελτίωση. Όλα αυτά γινόταν την περίοδο που σχεδόν σε όλες τις χώρες γινόταν μαζικές περικοπές σε μισθούς και δικαιώματα, με τις γνωστές συνέπειες για το βιοτικό επίπεδο. Αυτό και μόνο δείχνει τις δυνατότητες εφαρμογής μιας άλλης πολιτικής.
Τα πιο δημοφιλή όμως προγράμματα κοινωνικής πολιτικής του Τσάβεζ ήταν τα Missiones («Αποστολές»). Πιο γνωστό από αυτά είναι το Barrio Adentro («Μέσα στην παραγκούπολη») που περιλάμβανε δημιουργία ιατρείων μέσα στις φτωχογειτονιές, τα οποία επανδρωνόταν με γιατρούς από την Κούβα. Άλλα προγράμματα περιλάμβαναν μαζική κατασκευή εργατικών κατοικιών, εκπαιδευτικές αποστολές για την καταπολέμηση του αναλφαβητισμού, αλλά και προγράμματα συλλογικής εκπαίδευσης με σκοπό τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου (όπως «σεμινάρια» στους κατοίκους των πόλεων για τη λειτουργία και τη βελτίωση των υδραυλικών εγκαταστάσεων, «σεμινάρια» στα μέλη των συνεταιρισμών για την αύξηση της απόδοσης των καλλιεργειών, κτλ).
Η πορεία
Επειδή οι πολιτικές αποφάσεις δεν πέφτουν από τον ουρανό, πρέπει να δούμε την πορεία των γεγονότων από μια ιστορική σκοπιά για να καταλάβουμε την κατάληξη.
Η Βενεζουέλα είναι μια χώρα 30 εκατ. κατοίκων, μεσαίου δηλαδή μεγέθους. Κέρδισε την ανεξαρτησία της από την Ισπανική αυτοκρατορία το 1821. Ποτέ δεν ανέπτυξε ιδιαίτερη βιομηχανία, γι’ αυτό μέχρι την ανακάλυψη κοιτασμάτων πετρελαίου ήταν μια «άγνωστη» χώρα, χωρίς ιδιαίτερη γεωστρατηγική σημασία για τους ιμπεριαλιστές. Από το 1945 μέχρι σήμερα έχει κοινοβουλευτική δημοκρατία, με κάποια ενδιάμεσα πραξικοπήματα. Η πτώση της τιμής του πετρελαίου στη δεκαετία του ’80 και ειδικά του ’90 έριξε τη χώρα σε οικονομική κρίση και πολιτική αναταραχή.
Όπως και σε πολλές άλλες χώρες της περιοχής (και όχι μόνο) ο αστός πολιτικός Carlos Andrés Pérez, αμέσως μετά την επανεκλογή του το ’89, ανακοίνωσε το «πακέτο»: μια σειρά μέτρων λιτότητας υπαγορευμένων από το ΔΝΤ. Τα πιο αιχμηρά από αυτά ήταν οι αυξήσεις στις τιμές βασικών προϊόντων, των μετακινήσεων, της βενζίνης, κτλ.
Τον Φλεβάρη του ’89 ο κόσμος βγήκε μαζικά στους δρόμους, σε μια εξέγερση ενάντια στην κυβέρνηση. Στρατός και αστυνομία απάντησαν με πυροβολισμούς, και ο αριθμός των θυμάτων υπολογίζεται σε 3.000! Ο Pérez κήρυξε την χώρα σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης για να καταφέρει να καταστείλει τις αντιδράσεις.
Η εξέγερση αυτή, ριζοσπαστικοποίησε μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού, καθώς και τμήματα του στρατού που δεν ήθελαν να στραφούν ενάντια στο λαό. Έτσι, το ’92, μια μερίδα στρατιωτικών, με επικεφαλής τον Τσάβεζ, δοκιμάζει να κάνει πραξικόπημα προκειμένου να ανατρέψει την κυβέρνηση και να εγκαταστήσει ένα φιλολαϊκό καθεστώς. Το πραξικόπημα αποτυγχάνει, και ο Τσάβεζ δέχεται να παραδοθεί αν τον αφήσουν να κάνει δηλώσεις. Σε αυτή του τη δήλωση λέει: «Σύντροφοι, το κίνημα μας δεν κατάφερε να πετύχει τους σκοπούς του, στην πρωτεύουσα, για την ώρα…» (por ahora). Μεγάλο μέρος των λαϊκών στρωμάτων βλέπουν στον Τσάβεζ μια ελπίδα για το μέλλον. Δύο χρόνια μετά, και εν μέσω γενικής απαξίωσης του πολιτικού συστήματος της χώρας, ο Τσάβεζ απελευθερώνεται λόγω της μεγάλης δημοτικότητάς του και ιδρύει το MVR.
Το MVR κερδίζει τις εκλογές του 1998, και το ’99 γίνεται δημοψήφισμα για το νέο σύνταγμα της χώρας, ένα προοδευτικό σύνταγμα που εγκαθιδρύει την «Βολιβαριανή Δημοκρατία της Βενεζουέλας».
Οι πολιτικές του Τσάβεζ την πρώτη περίοδο της διακυβέρνησης είναι μεν αριστερίζουσες σε σχέση με τα δεδομένα της εποχής, αλλά αρκετά μετριοπαθείς σε σχέση με τις ανάγκες της χώρας. Η κρίση της δεκαετίας του ’80 και ’90 έχει αφήσει την κοινωνία διαλυμένη. Ο Τσάβεζ προσπαθεί να βασιστεί στα έσοδα της κρατικής PdVSA (Πετρελαϊκή Εταιρία Βενεζουέλας) για να οργανώσει προγράμματα κοινωνικής πολιτικής. Το πιο γνωστό πρόγραμμα της πρώτης αυτής περιόδου ήταν το «Πλάνο Μπολιβάρ 2000», όπου επιστρατεύτηκε ο στρατός για να συμμετέχει σε προγράμματα κατασκευής δρόμων, εμβολιασμών, κτλ.
Ο Τσάβεζ εκείνη την εποχή καλούσε επενδυτές από τη Wall Street να έρθουν στη Βενεζουέλα, κράτησε στην θέση της την υπουργό οικονομικών του προηγούμενου προέδρου Caldera, ενώ διόρισε έναν «πετυχημένο επιχειρηματία» επικεφαλής της PdVSA. Η πρώτη απόπειρα λοιπόν του Τσάβεζ ήταν να δημιουργήσει ένα μοντέλο καπιταλισμού, χωρίς τον νεοφιλελευθερισμό της εποχής.
Εξάλλου, η επιλογή της φιγούρας του Σιμόν Μπολιβάρ σαν σύμβολο της διαδικασίας αντανακλά τα χαρακτηριστικά της. Ο Μπολιβάρ ήταν ο ηγέτης του αγώνα για ανεξαρτησία από την Ισπανική αυτοκρατορία, και ήθελε να εγκαταστήσει μια προοδευτική αστική δημοκρατία στη Λατινική Αμερική. Ο Μπολιβάρ εμπνεόταν από τις ιδέες της Γαλλικής και της Αμερικάνικης επανάστασης, δηλαδή τις ιδέες της πρώτης φάσης του καπιταλισμού, όταν κυριαρχούσαν τα προοδευτικά χαρακτηριστικά του στη μάχη κατά της φεουδαρχίας.
Η περίοδος αυτή άρχισε να οδεύει προς το τέλος της όταν ο Τσάβεζ δοκίμασε να πάρει μέτρα που να μην μοιράζουν απλά το πλεόνασμα του προϋπολογισμού, αλλά να υπονοούν δομικές αλλαγές στον τρόπο που λειτουργεί η οικονομία.
Η όξυνση της σύγκρουσης με την αστική τάξη και την αντιπολίτευση ξεκίνησε το Νοέμβρη του 2001, με ένα πακέτο 49 νόμων που εισήγαγε ο Τσάβεζ. Οι νόμοι αυτοί περιλάμβαναν νομοσχέδια που ήταν κόκκινο πανί για τους καπιταλιστές. Τα πιο αιχμηρά από αυτά ήταν:
Ο «νόμος για τη γη» που επέτρεπε την απαλλοτρίωση ανεκμετάλλευτων γαιών.
Ο «νόμος για τους υδρογονάνθρακες» που απαιτούσε μεγαλύτερα ποσοστά συμμετοχής του κράτους στις συμπράξεις της PdVSA με ξένες εταιρίες[11].
Τον Απρίλη του 2002 επιχειρούν ένα σκηνοθετημένο πραξικόπημα, στο οποίο ορκίζεται πρόεδρος ο Carmona, βιομήχανος και επικεφαλής της συμμαχίας. Το πραξικόπημα παίρνει από τις πρώτες ώρες την άτυπη στήριξη του ΔΝΤ και των ΗΠΑ.
Εκεί όμως φαίνεται η λαϊκή υποστήριξη που έχει η κυβέρνηση. Μαζικά ο κόσμος βγαίνει στους δρόμους και απαιτεί την επαναφορά του Τσάβεζ. Κομμάτια του στρατού ενώνονται με το πλήθος, το οποίο τελικά ανακαταλαμβάνει το προεδρικό μέγαρο Miraflores με τη βοήθεια της προεδρικής φρουράς. (Ένας δευτερεύων αλλά αποκαλυπτικός παράγοντας που έπαιξε ρόλο για την στάση της προεδρικής φρουράς ήταν ότι ο Carmona και οι υπόλοιποι μόλις μπήκαν στο προεδρικό μέγαρο άρχισαν να γλεντούν ανοίγοντας σαμπάνιες και ουίσκι, κάτι το οποίο εξόργισε τους φαντάρους).
Ο Τσάβεζ τελικά σώζεται από μια ομάδα αλεξιπτωτιστών, που τον παίρνει από την προσωρινή εξορία του και τον επιστρέφει στην πρωτεύουσα.
Δυστυχώς όμως δεν έχει βγάλει ακόμα τα απαραίτητα συμπεράσματα. Στην ομιλία του αμέσως μετά καλεί σε «εθνική ενότητα» και προσπαθεί να κάνει κινήσεις συμφιλίωσης με την αντιπολίτευση. Σε αυτή τη φάση υπάρχουν πολλές αναλογίες που μπορούν να γίνουν με την στάση του Αλιέντε στη Χιλή[12].
Από την άλλη πλευρά, η ήττα αυτή της αντιπολίτευσης δεν την οδηγεί σε μια αντίστοιχα συμφιλιωτική στάση, αλλά στην προετοιμασία νέας επίθεσης. Αυτή έρχεται με τη μορφή του lock-out (εργοδοτική απεργία) στην PdVSA συνοδευμένη από ένα σκληρό οικονομικό σαμποτάζ.
Η «απεργία» αυτή εκτυλίσσεται από το Δεκέμβρη του 2002 μέχρι και το Γενάρη του 2003, και έχει καταστροφικές συνέπειες για την οικονομία. Η παραγωγή πετρελαίου (που αποτελεί περίπου το 80% των εξαγωγών, το 50% των κρατικών εσόδων και το 1/3 του ΑΕΠ) παγώνει[13]. Αυτό ρίχνει σε ύφεση όλη την οικονομία και προκαλεί παράλυση καθώς δεν υπάρχουν καύσιμα για να κινηθεί οτιδήποτε, ούτε καν για να γίνει η τροφοδοσία των προϊόντων.
Για να ρίξουν την κυβέρνηση οι κύκλοι του κεφαλαίου και της Δεξιάς, χρησιμοποιούν κάθε βρώμικο μέσο. Για να μπλοκάρουν τη δυνατότητα επαναλειτουργίας των εγκαταστάσεων της πετρελαϊκής βιομηχανίας, η αμερικάνικη εταιρία SAIC (με στενές σχέσεις με τα υπουργεία εσωτερικών και άμυνας των ΗΠΑ, και εμπλεκόμενη σε σκάνδαλο των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας) που είχε αναλάβει να εγκαταστήσει το λογισμικό διαχείρισης της PdVSA, δημιουργεί black-out στο σύστημα, χρησιμοποιώντας modem που έχει χτίσει κρυφά μέσα στους τοίχους των εγκαταστάσεων!
Τα αποτελέσματα αυτού του σαμποτάζ είναι τραγικά: πτώση 25% του ΑΕΠ (!!!) περίπου 20 δισ. $ απώλειες από την οικονομία, και εκτόξευση της ανεργίας. Αυτή την καταστροφή την οργάνωσαν οι ίδιοι που σε κάθε απεργία φωνάζουν για τις «ζημιές στην οικονομία»…
Οι αντιδραστικές δυνάμεις της χώρας συνασπίστηκαν ενάντια σε αυτή την επιθετική κίνηση. Το Fedecámaras (ο αντίστοιχος ΣΕΒ), το CTV (η Συνομοσπονδία Εργατικών Συνδικάτων, στην οποία όμως κυριαρχεί η διαφθορά και τα «κίτρινα» σωματεία) τα κόμματα του κατεστημένου και αντιδραστικοί στρατιωτικοί δημιούργησαν το «Δημοκρατικό Συντονισμό για τη Δράση των Πολιτών» με την υποστήριξη των ΜΜΕ και των αμερικάνικων μυστικών υπηρεσιών.
Η κρίσιμη στιγμή
Το διπλό αυτό χτύπημα ριζοσπαστικοποιεί ακόμη περισσότερο τον κόσμο και κάνει ξεκάθαρο ότι η αστική τάξη δεν είναι διατεθειμένη να συμβιβαστεί και να «συνεργαστεί» με την κυβέρνηση. Το 2003 ήταν η πιο κρίσιμη περίοδος για την επαναστατική διαδικασία στη Βενεζουέλα. Υπήρχαν όλες οι συνθήκες για την ανατροπή του καπιταλισμού: η αστική τάξη μετά από δύο απόπειρες ανατροπής του καθεστώτος ήταν στριμωγμένη στη γωνία. Οι εργαζόμενοι και οι λαϊκές μάζες είχαν νιώσει την δύναμή τους αποτρέποντας το πραξικόπημα και πίεζαν τον Τσάβεζ να προχωρήσει τις φιλολαϊκές μεταρρυθμίσεις. Και τα μεσαία στρώματα ήταν διαιρεμένα, με ένα κομμάτι τους να έχει στραφεί προς τα αριστερά και να υποστηρίζει την κυβέρνηση, ενώ το κομμάτι που υποστήριζε την αντιπολίτευση να είναι με χαμηλό ηθικό από τις απανωτές ήττες.
Την δεδομένη στιγμή ο Τσάβεζ είχε όλη τη δύναμη και το πολιτικό κύρος να προχωρήσει στην απαλλοτρίωση των περιουσιών των καπιταλιστών που συμμετείχαν στην προσπάθεια ανατροπής της κυβέρνησης, στην απόφαση για μαζικές εθνικοποιήσεις των βασικών κλάδων της οικονομίας, και στην οργάνωση με τέτοιο τρόπο των θεσμών λαϊκής συμμετοχής ώστε να έχουν ουσιαστικά αποφασιστικό ρόλο. Αν είχαν γίνει όλα αυτά θα ήταν απολύτως εφικτό να μιλούσαμε για το τέλος του καπιταλισμού στη χώρα. Κάτι τέτοιο με τη σειρά του θα όξυνε τις αντιθέσεις και στις υπόλοιπες χώρες τις περιοχής ακόμα περισσότερο.
Δυστυχώς, ο Τσάβεζ δεν είχε αυτή την κατανόηση και αντίληψη, και την ίδια στιγμή απουσίαζε από τη χώρα ο πολιτικός εκείνος φορέας που θα έβαζε στο τραπέζι το ζήτημα της ανατροπής του συστήματος με συγκεκριμένο τρόπο, προτείνοντας ένα σχέδιο με συγκεκριμένα μέτρα που θα έπαιρναν την οικονομική εξουσία από το χέρια της αστικής τάξης και θα τη μετέφεραν στους εργαζόμενους. Η αδυναμία αυτή, στην περίοδο που η επαναστατική διαδικασία ήταν στο αποκορύφωμα της, διαπερνάει όλη την ιστορία της Βενεζουέλας έκτοτε.
Παρόλο που δεν είχε ένα τέτοιο σχέδιο, ο Τσάβεζ, μετά το lock–out κινείται εμπειρικά προς τα αριστερά. Είναι πια φανερό ότι προκειμένου να κρατήσει τα προγράμματα κοινωνικής πολιτικής πρέπει να συγκρουστεί, σε ένα βαθμό τουλάχιστον, με το κεφάλαιο.
Η εφαρμογή των νόμων για τη γη και τους υδρογονάνθρακες, οι εθνικοποιήσεις συγκεκριμένων βιομηχανικών μονάδων αλλά και αλυσίδων σούπερ μάρκετ έγιναν την περίοδο μετά το 2003. Την περίοδο εκείνη επίσης ξεκίνησε ο Τσάβεζ να μετακινείται και πολιτικά προς τα αριστερά: έκανε συχνές αναφορές στο σοσιαλισμό, ενώ δήλωσε και υποστηρικτής των ιδεών του Τρότσκι και της θεωρίας της «Διαρκούς Επανάστασης».
Πετροδολάρια και πετρομπολιβάρ
Οι περισσότεροι αστοί αναλυτές «εξηγούν» το «φαινόμενο» της Βενεζουέλας λέγοντας ότι ο Τσάβεζ κατάφερε να κάνει κοινωνική πολιτική με τα λεφτά από το πετρέλαιο. Αυτό σίγουρα έχει μια δόση αλήθειας, αλλά δεν κλείνει τη συζήτηση.
Η Βενεζουέλα είναι αυτή τη στιγμή η 5η μεγαλύτερη πετρελαιοπαραγωγός χώρα στον κόσμο, και έχει τα μεγαλύτερα ανεκμετάλλευτα κοιτάσματα αργού πετρελαίου παγκόσμια στη ζώνη Ορινόκο.
Η εκτόξευση των τιμών του πετρελαίου, από περίπου 20$ το βαρέλι στα τέλη της δεκαετίας του ’90 μέχρι τα σχεδόν 100$ το βαρέλι προς τα τέλη της δεκαετίας του 2000, προφανώς έδωσε τεράστια έσοδα σε όλες τις πετρελαιοπαραγωγικές χώρες. Παρόλα αυτά, για να αναφερθούμε σε δύο μόνο παραδείγματα, αυτό δεν σήμαινε αυτόματα και την άνοδο του βιοτικού επιπέδου του πληθυσμού: στη Νιγηρία και τη Σαουδική Αραβία, η φτώχεια αυξήθηκε στην περίοδο στην οποία αναφερόμαστε[14].
Παρά τη γενική αίσθηση, δεν ήταν ο Τσάβεζ αυτός που εθνικοποίησε την PdVSA, την κρατική πετρελαϊκή βιομηχανία. Η PdVSA ήταν κρατική από την ίδρυση της το 1976. Τη δεκαετία του ’90 όμως, στα πλαίσια της νεοφιλελεύθερης «μανίας», και λόγω της ανόδου των τιμών του πετρελαίου, η PdVSA ξεκινάει μια πολιτική συμπράξεων με μεγάλες εταιρίες του χώρου (Chevron, BP, Total, Repsol-YPF, κτλ) για την εκμετάλλευση κοιτασμάτων. Αυτή η πολιτική στερεί τεράστια κρατικά έσοδα, μια και το ποσοστό που παίρνει το κράτος για κάθε βαρέλι που εξορύσσει ιδιωτική εταιρία είναι 16,6% της τελικής του τιμής, ενώ πολλές φορές «για να δοθούν κίνητρα» δεν ξεπερνά το 1%!
Ο «νόμος για τους υδρογονάνθρακες» που εισάγει ο Τσάβεζ απαιτεί μεγαλύτερη συμμετοχή του κράτους στις συμπράξεις με τους ιδιώτες και επιβάλλει μεγαλύτερα ποσοστά εσόδων του κράτους για κάθε βαρέλι, στο 30%.
Σε περίπτωση που κάποια πολυεθνική αρνηθεί να συμμορφωθεί με το νέο νομικό πλαίσιο εθνικοποιούνται οι εγκαταστάσεις της (με αποζημίωση). Τέτοια ήταν η περίπτωση της Exxon, η οποία μετά την άρνηση συμμόρφωσής της και την εθνικοποίηση των εγκαταστάσεών της αποφάσισε να κινήσει το θέμα δικαστικά ζητώντας 12 δις $ από την κυβέρνηση της Βενεζουέλας (για απώλειες από μελλοντική χρήση των κοιτασμάτων, κτλ). Η υπόθεση εκδικάστηκε στο Διεθνές Γραφείο Εμπορίου (ICC), το οποίο αποφάσισε ότι η κυβέρνηση έπρεπε να πληρώσει στην Exxon το ποσό των 255 εκ. $. Το ποσό δεν είναι μόνο κατά πολύ μικρότερο των 12 δις που ζητούσε η εταιρία, είναι μικρότερο και από το 1 δις που πρόσφερε η κυβέρνηση σε εξωδικαστικό διακανονισμό!
Το περιστατικό αυτό, καθώς και μια σειρά άλλες αντίστοιχες εθνικοποιήσεις στη Βενεζουέλα, τη Βολιβία και την Αργεντινή είναι εξόχως διδακτικό, και απαντά σε όλους αυτούς που παθαίνουν πανικό και μόνο στο άκουσμα της λέξης εθνικοποίηση. Μπορεί οι πολυεθνικές και οι «διεθνείς αγορές» να σκούζουν όσο θέλουν, στην πράξη όμως είναι ελάχιστα τα πράγματα που μπορούν να κάνουν όταν μια κυβέρνηση αποφασίσει να εθνικοποιήσει στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεις[15]. Το νομικό σκέλος ή οι «νομικές συνέπειες» μιας τέτοιας διαδικασίας είναι το τελευταίο που πρέπει να μας απασχολεί. Δεν υπάρχει νομικός τρόπος να «τιμωρηθεί» ένα κράτος, υπάρχει βέβαια «οικονομικός» τρόπος τιμωρίας. Δηλαδή, η προσπάθεια του κεφαλαίου του οποίου τα συμφέροντά του θίγονται να προκαλέσει οικονομικό σαμποτάζ στη χώρα. Το κατά πόσο όμως θα είναι επιτυχημένη αυτή η προσπάθεια εξαρτάται από το συσχετισμό των ταξικών δυνάμεων στο εσωτερικό της χώρας και διεθνώς, δηλαδή σε ποιο βαθμό έχει η πολιτική της κυβέρνησης την υποστήριξη του πληθυσμού, τι κλίμα υπάρχει ανάμεσα στους εργαζόμενους στη χώρα-βάση της πολυεθνικής, ποιες συμμαχίες υπάρχουν με γειτονικές κυβερνήσεις, κτλ.
Η μεγαλύτερη δυσκολία δεν αφορά τη διαδικασία της εθνικοποίησης καθ’ αυτήν, αλλά το πώς οι επιχειρήσεις που εθνικοποιούνται θα μπορέσουν να προσφέρουν στην κοινωνία. Στο παράδειγμα της πετρελαϊκής βιομηχανίας της Βενεζουέλας, υπάρχει η εξής δυσκολία: το μεγαλύτερο μέρος των κοιτασμάτων της χώρας αποτελείται από βαρύ μείγμα αργού πετρελαίου, το οποίο παρουσιάζει δυσκολίες στην επεξεργασία. Οι πολυεθνικές εταιρίες, με τα υπερκέρδη τους τόσα χρόνια, έχουν τη δυνατότητα να επενδύουν ένα μέρος στην ανάπτυξη έρευνας και τεχνολογίας ώστε να μπορεί η επεξεργασία αυτή να είναι συμφέρουσα. Η Βενεζουέλα δεν έχει καταφέρει να φτάσει σε αυτό το επίπεδο ανάπτυξης. Το ίδιο ισχύει και για άλλους τομείς, στους οποίους οι πολυεθνικές μπορούν να αξιοποιούν το μεγάλο τους μέγεθος και τη δυνατότητα σχεδιασμού για να παράγουν πιο φτηνά και πιο ποιοτικά προϊόντα από μικρής κλίμακας τοπικές βιομηχανίες. Στο βαθμό που μια εθνικοποιημένη βιομηχανία παράγει με μεγαλύτερο κόστος (λόγω παλιάς τεχνολογίας) και λιγότερο ποιοτικά προϊόντα, αργά ή γρήγορα θα χάσει την αγορά με τον ιδιωτικό ανταγωνισμό.
Πως θα μπορούσε να λυθεί αυτό το κομβικό πρόβλημα;
Προσπαθώντας να δώσει απάντηση σε αυτό το πρόβλημα, ο Τσάβεζ επέλεξε το μοντέλο της «παράλληλης οικονομίας». Προσπάθησε δηλαδή, αντί να καταργήσει και να απαλλοτριώσει τα μεγάλα ιδιωτικά κεφάλαια, να δημιουργήσει παράλληλες «σοσιαλιστικές» δομές. Δεν έκανε π.χ. μαζική αναδιανομή της γης απαλλοτριώνοντας τα μεγάλα latifundia (τσιφλίκια) αλλά χρηματοδότησε αγροτικούς συνεταιρισμούς. Ο «νόμος για τη γη» που εισήγαγε δίνει την δυνατότητα απαλλοτρίωσης μόνο των «μη καλλιεργούμενων» γαιών. Συνέπεια της πολιτικής αυτής είναι η ύπαρξη πολλών μικρών συνεταιρισμών παράλληλα με τις μεγάλες φάρμες. Οι μικροί συνεταιρισμοί λύνουν εν μέρει το βιοποριστικό πρόβλημα άκληρων αγροτών, που με βασικές καλλιέργειες μπορούν να επιβιώνουν. Έτσι, από το ξεκίνημα αυτής της πολιτικής σημειώνεται αύξηση στην παραγωγή φρούτων και βασικών καλλιεργήσιμων ειδών. Υπάρχει όμως μείωση στην παραγωγή αγροτικών προϊόντων που η καλλιέργεια και η επεξεργασία τους χρειάζεται μηχανολογικό εξοπλισμό, όπως η ζάχαρη, και πτώση στην παραγωγή γάλακτος και την κτηνοτροφία[16].
Αντίστοιχα προβλήματα υπάρχουν και στην παραγωγή και διανομή των καταναλωτικών προϊόντων. Η κυβέρνηση εθνικοποίησε κάποιες μικρές αλυσίδες super market και δημιούργησε κάποιες άλλες. Το μεγαλύτερο όμως μέρος της αγοράς τροφίμων εξακολουθεί να το ελέγχει η Polar, του μεγιστάνα Mendosa, η οποία λόγω καθετοποίησης της παραγωγής και μεγάλου μεγέθους, μπορεί να παράγει τακτικά προϊόντα μαζικής κατανάλωσης σε αποδεκτές τιμές. Αντίθετα, τα κρατικά super market δεν είναι επαρκώς εφοδιασμένα, ούτε πλήρη.
Χαρακτηριστική επίσης είναι η κατάσταση στο τραπεζικό σύστημα της χώρας. Ο Τσάβεζ δεν ασχολήθηκε ιδιαιτέρως με τον τραπεζικό τομέα μέχρι την κρίση του 2008. Η κυβέρνηση άρχισε να εθνικοποιεί τις τράπεζες που ήταν στα πρόθυρα χρεοκοπίας λόγω «κακών επενδύσεων». Οι εθνικοποιήσεις έγιναν με αποζημίωση, και μάλιστα, στην περίπτωση της ισπανικής Santander, σε πολύ υψηλή τιμή. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι ιδιοκτήτες της τράπεζας ήταν παραπάνω από ικανοποιημένοι με την εξαγορά του 1,05 δις $. Κάτι τέτοιο όμως επιβάρυνε τα κρατικά ταμεία. Επιπλέον, λόγω των υψηλών επιτοκίων με τα οποία δανείζεται η Βενεζουέλα, οι ιδιωτικές τράπεζες αγοράζουν μαζικά κρατικά ομόλογα, με συνέπεια να βγάζουν κέρδη χωρίς να κάνουν τίποτα. Αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους της αύξησης του δημόσιου χρέους της χώρας, από το 26,3% του ΑΕΠ που ήταν το 2009 στο 45,5% σήμερα[17]. Βέβαια, ακόμη και έτσι, είναι κατά πολύ χαμηλότερο σε σχέση με χώρες που μπήκαν σε προγράμματα του ΔΝΤ, και είναι συγκρίσιμο με εκείνο άλλων χωρών της περιοχής όπως το Μεξικό, που ακολουθούν δραστικά αντιλαϊκές πολιτικές.
Συνολικά, μετά από 15 χρόνια αριστερής κυβέρνησης, η κρατική ιδιοκτησία στην οικονομία παραμένει σε χαμηλά επίπεδα. Σύμφωνα με κάποιες μελέτες, το 71% της παραγωγής είναι ακόμα σε ιδιωτικά χέρια[18]. Για να έχουμε μια αντίστοιχη αναλογία, στο τέλος της πρώτης 4ετίας του ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα, μετά από μια σειρά εθνικοποιήσεις, πάνω από το 50% της οικονομίας ήταν σε κρατικά χέρια, ενώ στη Πορτογαλία μετά την επανάσταση του ’74, μέσω της εθνικοποίησης των τραπεζών, το 80% της οικονομίας πέρασε στο δημόσιο.
Οι αντιφάσεις του μοντέλου της Βενεζουέλας φαίνονται ξεκάθαρα στον «πόλεμο των τιμών» που μαίνεται στη χώρα από το 2002 και μετά. Το μεγαλύτερο μέρος του εξωτερικού εμπορίου ελέγχεται από το ιδιωτικό κεφάλαιο, και το ίδιο ισχύει και για το σύστημα διανομής των προϊόντων. Όπως σε κάθε χώρα, οι εταιρίες αυτές προσπαθούν να βγάλουν υπερκέρδη, και για να το πετύχουν υπερτιμολογούν τα προϊόντα τους. Αυτό φυσικά ρίχνει το βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού. Για να απαντήσει σε αυτό, ο Τσάβεζ επέβαλε έλεγχο των τιμών (διατίμηση) σε βασικά προϊόντα. Η λογική ήταν ότι υπάρχει μια «δίκαιη τιμή», προσεγγίσιμη από τον καταναλωτή, που επιτρέπει ένα λογικό ποσοστό κέρδους. Ταυτόχρονα άνοιξε και αλυσίδες κρατικών super market όπου γινόταν διάθεση προϊόντων σε χαμηλές τιμές. Η απάντηση των καπιταλιστών ήταν να σταματήσουν να παράγουν τα προϊόντα που θεωρούσαν ότι δεν τους προσφέρουν σημαντικό περιθώριο κέρδους. Αυτό οδήγησε σε ελλείψεις ακόμα και βασικών προϊόντων από τα ράφια των super market (γάλα, αλεύρι, ζάχαρη, χαρτί υγείας, κτλ). Οι ελλείψεις αυτές δεν αποτελούν σπάνια φαινόμενα, εμφανίζονται πολύ τακτικά και αναγκάζουν τους πολίτες να στέκονται για ώρες σε μεγάλες ουρές στα καταστήματα προκειμένου να προμηθευτούν τα βασικά ψώνια της ημέρας.
Το πρόβλημα δεν αφορά μόνο τα ιδιωτικά super market αλλά και τα δημόσια, αφού δεν μπορούν ούτε αυτά να τροφοδοτηθούν από τη στιγμή που η παραγωγή των εμπορευμάτων βρίσκεται στα χέρια ιδιωτών καπιταλιστών.
Η διαμάχη αυτή κάνει ξεκάθαρο τον ουτοπικό χαρακτήρα της προσπάθειας να «συμμορφωθεί» το κεφάλαιο με μικρότερα κέρδη, και το αβάσιμο της έννοιας της «δίκαιης τιμής». Από τη στιγμή που υπάρχουν αγορές ή κλάδοι που προσφέρουν μεγαλύτερο ποσοστό κέρδους, το κεφάλαιο έχει τη φυσική τάση να μετακινείται προς τα εκεί. Στο βαθμό που μια αριστερή κυβέρνηση δεν προχωράει στην εθνικοποίηση της παραγωγής, είναι αναγκασμένη να υποστεί τη στάση αυτή. Για το κεφάλαιο δεν υπάρχει «δίκαιο ποσοστό κέρδους». Η φύση του κεφαλαίου είναι να επιδιώκει το μέγιστο ποσοστό κέρδους, και αυτή είναι η βάση της λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος, όσο «ρυθμισμένο» και αν είναι.
Στη Βενεζουέλα, οι ελλείψεις βασικών προϊόντων χρησιμοποιούνται για να μειώσουν την υποστήριξη στην κυβέρνηση. Με αυτό τον τρόπο, οι καπιταλιστές φορτώνουν την δική τους αντικοινωνική συμπεριφορά στο κράτος, και έτσι πετυχαίνουν και μια ιδεολογική νίκη. Παρουσιάζουν τις ελλείψεις σαν αποτυχία της κρατικής παρέμβασης στις τιμές. Επιχειρηματολογούν ότι το κράτος δεν πρέπει να μπερδεύεται στις υποθέσεις τις αγοράς. Και χρησιμοποιούν το πραγματικό πρόβλημα, που ο κάθε κάτοικος βιώνει καθημερινά, σαν επιχείρημα υπέρ της «ελεύθερης αγοράς».
Η κατάσταση αυτή έχει και μια επιπλέον αρνητική συνέπεια, την αύξηση των εισαγωγών, που ασκεί πίεση στο νόμισμα της χώρας και ωθεί σε διαρκείς υποτιμήσεις. Οι 5 υποτιμήσεις που έγιναν την τελευταία δεκαετία είναι ενδεικτικές των προβλημάτων της οικονομίας. Η τελευταία έγινε τον Φλεβάρη του 2013, σε μια προσπάθεια να περιοριστεί η «μαύρη αγορά» του νομίσματος στους δρόμους του Καράκας. Ο σκοπός των υποτιμήσεων είναι να αυξήσουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας κάνοντας φτηνότερες τις εξαγωγές. Δεν αρκεί όμως το υποτιμημένο νόμισμα για αυτό, χρειάζεται να υπάρχει βιομηχανική παραγωγή και να παράγονται προϊόντα που μπορούν να σταθούν σε ένα περιβάλλον παγκόσμιου ανταγωνισμού. Η ύπαρξη «εθνικής» νομισματικής πολιτικής στα χέρια μιας αριστερής κυβέρνησης από μόνη της δεν έλυσε κανένα πρόβλημα στην περίπτωση της Βενεζουέλας.
Οι υποτιμήσεις δεν μπορούν να διορθώσουν το βασικό πρόβλημα μιας οικονομίας, αυτό της ανταγωνιστικότητας. Με βάση στοιχεία του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, η Βενεζουέλα βρίσκεται στη θέση 124 της παγκόσμιας κατάταξης, κάτω από πολλές χώρες της Αφρικής, ενώ η πορεία είναι καθοδική. Στο βαθμό που τα προϊόντα που παράγονται στη Βενεζουέλα είναι πιο ακριβά από τα αντίστοιχα άλλων καπιταλιστικών χωρών, είναι αναπόφευκτο να δημιουργείται πίεση για εισαγωγές, η οποία με την σειρά της καταστρέφει ακόμα περισσότερο την παραγωγική βάση της χώρας. Το πετροδολάρια που μπαίνουν μαζικά στη χώρα «κρύβουν» αυτό το γεγονός. Αν όμως δεν λυθεί, και με δεδομένο ότι αργά ή γρήγορα θα έχουμε πτώση των τιμών του πετρελαίου, τα φτηνά «δυτικά» προϊόντα θα μπορούν να λειτουργήσουν σαν ο δούρειος ίππος, που θα «ρίξει από τα μέσα» το εγχείρημα της Βενεζουέλας.
Λαϊκή συμμετοχή
Η αχίλλειος πτέρνα της διαδικασίας στη Βενεζουέλα όμως είναι η λειψή εμπλοκή των εργαζομένων και ευρύτερα των λαϊκών στρωμάτων στον έλεγχο και την διαχείριση των δημοσίων υποθέσεων.
Η Βενεζουέλα ήταν μια χώρα χωρίς ιδιαίτερες παραδόσεις του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς, σε αντίθεση με χώρες όπως η Βολιβία και η Αργεντινή. Χαρακτηριστικό είναι ότι η πρώτη εργατική συνομοσπονδία δημιουργήθηκε το 1936 και το Κομμουνιστικό Κόμμα το 1931. Δεν υπήρχαν σημαντικοί εργατικοί αγώνες, τα συνδικάτα ήταν μικρά σε μέγεθος και πολλές φορές συνδεδεμένα με την εργοδοσία, η Αριστερά ποτέ δεν είχε βάλει ξεκάθαρα το στίγμα της στις εξελίξεις.
Η εκλογική νίκη του Τσάβεζ στηρίχτηκε σε ένα ρεύμα λαϊκής αγανάκτησης και συμμετοχής. Οι συγκεντρώσεις που οργάνωσε σε διάφορες φάσεις ήταν από τις μαζικότερες στην ιστορία της χώρας. Κατά την διάρκεια της πρώτης θητείας του, ο Τσάβεζ οργάνωσε τους «Βολιβαριανούς Κύκλους», ομάδες συζητήσεων και πολιτιστικής/πολιτικής δράσης με στόχο τη στήριξη της κυβέρνησης. Οι ομάδες αυτές σε κάποια φάση απέκτησαν μια σχετική μαζικότητα, αλλά επειδή δεν είχαν ιδιαίτερο αντικείμενο η δράση τους ατόνησε. Μετά τις προσπάθειες ανατροπής της κυβέρνησης, ο Τσάβεζ ανακοίνωσε ότι προτίθεται να ιδρύσει ένα «επαναστατικό κόμμα» ενοποιώντας όλα τα κόμματα που στήριζαν την κυβέρνηση. Η προσπάθεια αυτή κατέληξε στην ίδρυση του PSUV (Ενωμένο Σοσιαλιστικό Κόμμα Βενεζουέλας) το οποίο μαζικοποιήθηκε μεν πολύ γρήγορα (κάποια στιγμή έφτασε τα 5,7 εκ. μέλη) αλλά ποτέ δεν απόκτησε ουσιαστικό περιεχόμενο η εσωτερική του ζωή.
Το βασικό πρόβλημα ήταν και είναι η διττή φύση του κόμματος αυτού, αλλά και του «Βολιβαριανού» καθεστώτος γενικά. Η διττή αυτή φύση αφορά την ύπαρξη δύο κοινωνικών δυνάμεων που στηρίζουν τον «Τσαβισμό». Από τη μια μεριά, τα καταπιεσμένα λαϊκά στρώματα, που έχουν δει τη ζωή τους να βελτιώνεται αισθητά, έχουν πολιτικοποιηθεί από την όλη διαδικασία και έχουν στηρίξει την κυβέρνηση σε κάθε κρίσιμη στιγμή της ιστορίας με τη μαζικότητα και την αποφασιστικότητα τους. Από την άλλη, η νέα γραφειοκρατία που έχει δημιουργηθεί: οι λεγόμενοι Boligarchs (Βολιβαριανοί ολιγάρχες) ή αλλιώς Boli-bourgeois (Βολιβαριανή μπουρζουαζία) είναι ένα κοινωνικό στρώμα που αποτελείται από διεφθαρμένα στελέχη του κρατικού μηχανισμού, καθώς και από το κομμάτι εκείνο της αστικής τάξης που μετά το lock-out έβγαλε το συμπέρασμα ότι «αφού δεν μπορούμε να διώξουμε τον Τσάβεζ να συνεργαστούμε μαζί του» (αυτή τη στάση υποστηρίζουν και οι ΗΠΑ προς το παρόν, ειδικά μετά την εκλογή Ομπάμα το 2008).
Έτσι, το PSUV «καταλήφθηκε» σε μεγάλο βαθμό από ένα γραφειοκρατικό στρώμα, που για παράδειγμα έφερνε στις ψηφοφορίες «κουβαλητούς» για βγάλει τους δικούς της αντιπροσώπους, εμποδίζοντας κάθε κριτική φωνή και ανοιχτή συζήτηση. Η διαφθορά παραμένει σε υψηλά επίπεδα μέσα στον κρατικό μηχανισμό, και ναρκοθετεί τις παραγωγικές προσπάθειες του κράτους (π.χ. ανακάλυψη φορτίων για τις κρατικές αλυσίδες super-market που σάπιζαν στα λιμάνια) αλλά και αντιτίθεται σε προοδευτικές κινήσεις (σε πολλές περιπτώσεις τοπικές αρχές προβάλλουν αντίσταση στην υλοποίηση αποφάσεων για εθνικοποιήσεις ή εργατικό έλεγχο). Αναπτύχθηκε επίσης και μια γραφειοκρατία στο εργατικό κίνημα δεμένη με τη Βολιβαριανή μπουρζουαζία, που προσπαθεί να σταματήσει κάθε εργατικό αγώνα (π.χ. για Συλλογικές Συμβάσεις) χρησιμοποιώντας τον εκβιασμό «όποιος είναι ενάντια στην κυβέρνηση είναι με τους ιμπεριαλιστές».
Αυτή η αντίφαση μέσα στο στρατόπεδο της επαναστατικής διαδικασίας δεν δημιουργεί απλά μπερδέματα στον κόσμο, αποτελεί θανάσιμο κίνδυνο για το μέλλον! Πρώτον, δίνει πάτημα στην αντιπολίτευση να κατηγορεί την κυβέρνηση για διαφθορά και με αυτό τον τρόπο να αποσπάει μεσαία στρώματα πάνω στη βάση της «προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων». Δεύτερον, δεν επιτρέπει να φανούν στο σύνολό τους τα πλεονεκτήματα του νέου μοντέλου: Όπως έχει αποδειχτεί ιστορικά, μεγάλος δημόσιος τομέας χωρίς δημοκρατικό σχεδιασμό, εργατικό έλεγχο και εργατική διαχείριση οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στη δυσλειτουργία, στην ανάπτυξη γραφειοκρατίας και στη διαφθορά. Αυτό χρησιμοποιείται από την αστική τάξη για να αμαυρώσει την διαδικασία, να καταγγείλει συνολικά το δημόσιο και να δημιουργήσει το περιβάλλον για τις πολιτικές των ιδιωτικοποιήσεων.
Το πρόβλημα βέβαια δεν περιορίζεται στους γραφειοκράτες, αλλά αφορά γενικά στο σκεπτικό της κυβέρνησης. Πάντα η λογική της ήταν, «με την υποστήριξη του λαού, για το λαό». Ποτέ όμως δεν προωθήθηκε η διαδικασία ο ίδιος ο λαός να είναι αυτός που θα εφαρμόσει το νέο μοντέλο. Δεν υπήρχε δηλαδή η απαραίτητη εμπιστοσύνη στις δημιουργικές δυνάμεις των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων, όταν τους δοθεί πραγματικά η δυνατότητα να αποφασίζουν οι ίδιοι για τις τύχες τους. Όχι ότι δεν δημιουργήθηκαν κάποιοι θεσμοί «λαϊκής συμμετοχής» (κοινοτικά συμβούλια, συνεταιρισμοί, Βολιβαριανοί κύκλοι, αποστολές, κτλ). Όλα αυτά όμως αφορούσαν συγκεκριμένα, τοπικά ζητήματα στα οποία καλούνταν ο κόσμος να βρει λύση σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο. Κανένα από αυτά τα όργανα δεν κλήθηκε να έχει θέση και ουσιαστικό λόγο στα μεγάλα κεντρικά ζητήματα. Έτσι επικράτησε η λογική ότι οι «ειδικοί» ασχολούνται με τα ουσιαστικά θέματα, και ο κόσμος στηρίζει και ακολουθεί. Ενδεικτικό αυτής της λογικής είναι ότι πουθενά δεν προωθήθηκε συνειδητά ο εργατικός έλεγχος στις εθνικοποιημένες επιχειρήσεις, ενώ υπήρχαν κομμάτια εργαζομένων που τον διεκδίκησαν με αγώνες (π.χ. στη χαλυβουργία Sidor και στη δημόσια επιχείρηση ηλεκτρισμού).
Οι αντιφάσεις αυτές, παρόλο που είναι οφθαλμοφανείς στους κατοίκους της χώρας, είναι την ίδια στιγμή μισό-συγκαλυμμένες λόγω των εσόδων από το πετρέλαιο, που λειτούργησαν μέχρι σήμερα σαν λιπαντικό, αμβλύνοντας κάποια από τα προβλήματα. Όσο όμως θα οξύνεται η κρίση διεθνώς, θα αναπτύσσονται και διαφορετικές γραμμές μέσα στην κυβέρνηση. Το ποια τάση θα επικρατήσει είναι ανοιχτό ζήτημα. Εξαρτάται από το βάθος της κρίσης διεθνώς, το κατά πόσο θα υπάρξουν αγώνες στο εσωτερικό της χώρας, το πόσο σκληρή στάση θα κρατήσει η αντιπολίτευση (το αν δηλαδή θα επιλέξει επιθετική στρατηγική, απειλώντας της κατακτήσεις, με κίνδυνο να προκαλέσει κοινωνική έκρηξη εναντίον της ή αν θα συνεχίσει την πολιτική φθοράς της κυβέρνησης με το οικονομικό και επικοινωνιακό σαμποτάζ) κοκ.
Μια ρωγμή προς το μέλλον
Για να μπορέσει να δουλέψει ένα σοσιαλιστικό μοντέλο θα πρέπει να ξεκινήσει από εκεί που έχει φτάσει το προηγούμενο καπιταλιστικό, αλλάζοντας όμως τα δομικά εκείνα στοιχεία που κάνουν τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις «αντικοινωνικές». Στη Βενεζουέλα δεν είχαμε εφαρμογή ενός «κομμουνιστικού» μοντέλου, όπως καταγγέλλουν τα διεθνή ΜΜΕ, αλλά ενός «τρίτου δρόμου» προς τον σοσιαλισμό.
Αυτός ο δρόμος περιλάμβανε σημαντικές προοδευτικές κατακτήσεις όπως κοινωνική πολιτική για τη μείωση των ανισοτήτων, εθνικοποιήσεις, θεσμούς λαϊκής συμμετοχής, κτλ. Είχε επίσης σημαντικές διεθνείς επιπτώσεις, οι οποίες δεν αναλύθηκαν διεξοδικά σε αυτό το κείμενο, όπως ότι υπέσκαψε τις βλέψεις των ΗΠΑ για την καθιέρωση ζώνης «ελεύθερου εμπορίου» υπό αμερικάνικη κυριαρχία, την λεγόμενη ALCA. Σε αντιπαράθεση με αυτό το σχέδιο, από το 2004 προωθήθηκε η ALBA (Βολιβαριανή Συμμαχία των Λαών της Αμερικής), μια οικονομική συνεργασία με πιο προοδευτικούς όρους, η οποία ξεκινώντας από την Κούβα και τη Βενεζουέλα, έφτασε να περιλαμβάνει σήμερα οχτώ χώρες. Ταυτόχρονα, υποβοήθησε την αριστερή μετατόπιση σε χώρες όπως η Βολιβία και το Εκουαδόρ, αλλά και χώρες με πιο μετριοπαθείς κυβερνήσεις, όπως η Αργεντινή και η Βραζιλία – γεγονότα ενδεικτικά για τη δυνατότητα αμφισβήτησης των ιμπεριαλιστικών μονόδρομων και σε επίπεδο διεθνών σχέσεων. Το πιο σημαντικό ίσως, άνοιξε ξανά τη συζήτηση διεθνώς για το αν υπάρχει εναλλακτική στον καπιταλισμό, και πώς πρέπει να είναι ο σοσιαλισμός στην εποχή μας.
Για να κρατηθούν και να ολοκληρωθούν αυτές οι προοδευτικές μεταρρυθμίσεις, και να αποσοβηθεί ο κίνδυνος επιστροφής ενός σκληρού νεοφιλελεύθερου καθεστώτος, το κίνημα της Βενεζουέλας πρέπει να προχωρήσει στο επόμενο βήμα.
Το βήμα αυτό είναι η αφαίρεση της εξουσίας από τα χέρια του μεγάλου κεφαλαίου. Μπορεί να έχεις την κυβέρνηση, το στρατό, και το λαό με το μέρος σου. Στο βαθμό όμως που η οικονομική εξουσία βρίσκεται στα χέρια των καπιταλιστών, κάθε κατάκτηση είναι πρόσκαιρη. Όπως φάνηκε παραπάνω, παρά τα προοδευτικά βήματα που έγιναν, η αστική τάξη εξακολουθεί να μπορεί να επηρεάζει τα πράγματα και να δημιουργεί τετελεσμένα γεγονότα.
Χρειάζεται, συμπερασματικά, ένα μαζικό πρόγραμμα εθνικοποιήσεων στην παραγωγική βάση της χώρας, για να σταματήσει το οικονομικό σαμποτάζ και οι ελλείψεις προϊόντων. Για να μπορέσει η χώρα να ξεφύγει από το «Ολλανδικό σύνδρομο» (η εξάρτηση της οικονομίας μιας χώρας από ένα μόνο εξαγωγικό προϊόν) πρέπει να προχωρήσει σε ένα δημοκρατικά σχεδιασμένο πλάνο της παραγωγής, με σοβαρή έμφαση στην ανάπτυξη της βιομηχανίας. Για να μπορέσει αυτό να αποδώσει, χρειάζεται άμεση εμπλοκή των εργαζομένων και των τοπικών κοινοτήτων στον έλεγχο και τη διαχείριση της παραγωγής, ώστε να αποφευχθεί η γραφειοκρατία και η διαφθορά. Για την καλύτερη λειτουργία της οικονομίας και την αποφυγή της σπατάλης, το κράτος μπορεί να δημιουργήσει ένα φορέα ανά κλάδο παραγωγής (κατασκευές, εμπόριο, επεξεργασία τροφίμων, κτλ) κάτι που θα ρίξει σημαντικά το κόστος.
Ας μην υπάρχει η αυταπάτη βέβαια ότι τέτοια μέτρα μπορούν να παρθούν χωρίς σύγκρουση με τους καπιταλιστές.
Στο βαθμό που παρθούν τέτοια μέτρα, είναι σίγουρο ότι μπορούν να ξεκινήσουν ένα νέο κύμα ριζοσπαστικοποίησης σε όλη την περιοχή της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής. Γι’ αυτούς που θα πουν ότι αυτό είναι τρέλα, και ότι δεν μπορεί να γίνει, θυμίζουμε ότι τα ίδια ακριβώς έλεγαν και το 1998, και όμως η «τρέλα» πήρε σάρκα και οστά και ταρακούνησε ολόκληρη την ήπειρο!
Η διεθνής διάσταση, με την εξάπλωση αντίστοιχων ανατροπών, είναι κρίσιμης σημασίας. Στο βαθμό που απομονωθεί διεθνώς η Βενεζουέλα, ο ιμπεριαλισμός τελικά θα βρει οικονομικούς ή στρατιωτικούς τρόπους να την πνίξει. Γι’ αυτό και έχει τεράστια σημασία η ανταλλαγή εμπειριών και οι κοινοί αγώνες σε διεθνές επίπεδο.
Στη Βενεζουέλα έχει ανοίξει μια ρωγμή προς το μέλλον. Χρέος όλων μας είναι να μην την αφήσουμε να κλείσει και να παλέψουμε να τη διευρύνουμε.