Του Δημήτρη Χατζηκώστα
Πληροφορηθήκαμε τις τελευταίες εβδομάδες για ένα νέο «μνημόνιο συνεργασίας» που σύναψε η κυβέρνηση, αυτή τη φορά όχι με τους δανειστές, αλλά με την Εκκλησία. Αντικείμενο αυτού του «μνημονίου» ήταν το μάθημα των θρησκευτικών. Παρά τις διαβεβαιώσεις του υπουργού Κ. Γαβρόγλου για συζήτηση που έγινε «με δεδομένους τους διακριτούς ρόλους», αυτό που είδαμε ήταν η πλήρης υποχώρηση της κυβέρνησης στις απαιτήσεις του ιερατείου. Το κόψιμο γνωστών τραγουδιών του Άσιμου, του Σαββόπουλου και της Rihana ήταν μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Η Εκκλησία πέτυχε τους πραγματικούς της στόχους, που ήταν η διατήρηση του μαθήματος των Θρησκευτικών ως υποχρεωτικού σε όλες τις τάξεις, η παύση κάθε συζήτησης για αλλαγή του ονόματος του μαθήματος και η κατοχύρωση της δυνατότητας των ιερέων να ελέγχουν τα νέα βιβλία των Θρησκευτικών και τους Φακέλους Υλικού.
Όπως διαβάζουμε:
«Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, Ιερώνυμος και στη συνέχεια ο μητροπολίτης Υδρας εξέφρασαν την ικανοποίησή τους για την πορεία του διαλόγου και ενημέρωσαν τους υπόλοιπους ιεράρχες ότι διατηρείται ο Ορθόδοξος χαρακτήρας των Θρησκευτικών και έγιναν δεκτές οι παρεμβάσεις, προσθήκες, διορθώσεις, αφαιρέσεις της Εκκλησίας.»
Όπως σε όλα, έτσι κι εδώ
Τον Σεπτέμβριο του 2015, έχοντας ουσιαστικά υποχωρήσει σε όλες τις απαιτήσεις των δανειστών, ο Α. Τσίπρας στις προγραμματικές δηλώσεις της δεύτερης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, είχε εξαγγείλει το λεγόμενο «παράλληλο πρόγραμμα», βασικός πυλώνας του οποίου θα ήταν μια «μεγάλη προοδευτική τομή στον χώρο της Παιδείας, που θα άφηνε το αποτύπωμα της αριστεράς».
Θα περίμενε κανείς πως σε μια τέτοια «τομή», τα πάγια αιτήματα της εκπαιδευτικής αριστεράς για ένα ανεξίθρησκο και πλουραλιστικό σχολείο, μακριά από τον ηθικισμό, τον δογματισμό και τις παρεμβάσεις του ιερατείου θα γινόταν πραγματικότητα. Η αλήθεια όμως είναι ότι κάθε φορά που η συγκεκριμένη κυβέρνηση θέτει ένα ζήτημα που προκαλεί την αντίδραση του αντιπάλου, ακολουθεί μια συγκεκριμένη πεπατημένη: στην αρχή θέτει τις «κόκκινες γραμμές», στη συνέχεια διαπραγματεύεται και στο τέλος υποχωρεί πανηγυρικά. Για να δικαιολογήσουν αυτή τη στάση, τα παπαγαλάκια του ΣΥΡΙΖΑ θέτουν πάντα τα ίδια εκβιαστικά διλήμματα: «Να έρθουμε σε ρήξη με τους δανειστές και να επικρατήσει το χάος;», «Να τα σπάσουμε με τους ΑΝΕΛ και μετά να πέσουμε;», «Να διώξουμε την Eldorado και μετά να μας σύρει στα δικαστήρια;», «Να συγκρουστούμε με την Εκκλησία τη στιγμή που χιλιάδες άνθρωποι τρέφονται από τα συσσίτιά της;». Και κάπως έτσι η κυβέρνηση πορεύεται ως «μια από τα ίδια». Ακόμα και τα ελάχιστα μέτρα κοινωνικού εκσυγχρονισμού που κατάφερε να περάσει (σύμφωνο συμβίωσης, ιθαγένεια), τα πέρασε για να έχει κάτι να παρουσιάσει στην πίεση του κόσμου της, αλλά κουτσουρεμένα έτσι ώστε να κινούνται στο όριο της ανοχής της Εκκλησίας και των ΑΝΕΛ.
Τι συμβαίνει στην πραγματικότητα με το μάθημα των Θρησκευτικών;
Πολύς κόσμος πιστεύει πως από τη σχολική χρονιά που μας πέρασε, το μάθημα των θρησκευτικών άλλαξε προσανατολισμό και έγινε κάτι σαν «θρησκειολογία». Η αλήθεια απέχει πολύ από κάτι τέτοιο. Πράγματι, μετά από υποδείξεις του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής, το βιβλίο των Θρησκευτικών έγινε βιβλίο «αναφοράς» και το μάθημα των θρησκευτικών στηρίζεται σε σχέδια εργασίας και φάκελο υλικού, που συντάσσεται με τη βοήθεια των σχολικών συμβούλων και επιμορφωμένων εκπαιδευτικών. Πράγματι, επίσης, στον φάκελο υλικού υπάρχει ένας πλουραλισμός πηγών, τις οποίες ο εκπαιδευτικός μπορεί να αξιοποιήσει για να κάνει το μάθημα πιο ενδιαφέρον. Ο στόχος όμως παραμένει ο ίδιος: Η κατήχηση στην Ορθόδοξη Χριστιανική πίστη. Οι αναφορές στις άλλες θρησκείες έχουν έναν διακοσμητικό χαρακτήρα και οι πηγές όπως και οι νέες μέθοδοι που προτείνονται (καταιγισμός ιδεών, πρότζεκτ, κλπ) έχουν έναν και μοναδικό στόχο: να δημιουργήσουν ένα ευχάριστο περιβάλλον, εντός του οποίου ο ομολογιακός χαρακτήρας του μαθήματος των θρησκευτικών θα διατηρείται αναλλοίωτος και οι στόχοι της κατήχησης θα επιτυγχάνονται πιο αποτελεσματικά. Κι αυτό γιατί κάθε άνθρωπος που έχει μια στοιχειώδη σχέση με τη σχολική τάξη γνωρίζει πως το μάθημα των θρησκευτικών θεωρείται από την πλειοψηφία των μαθητών ως ένα από τα πιο βαρετά μαθήματα, παρ’ όλο που οι απαιτήσεις των εκπαιδευτικών συνήθως είναι ελάχιστες και οι υψηλές βαθμολογίες εξασφαλισμένες.
Πρέπει επομένως να καταλάβουμε ότι αυτή η αλλαγή έχει σαν στόχο να κάνει ένα λίφτινγκ στο μάθημα των Θρησκευτικών, έτσι ώστε αυτό να γίνει πιο ελκυστικό και δεν αλλάζει καθόλου την ουσία του.
Πώς θα ήταν ένα πραγματικά ανεξίθρησκο σχολείο;
Ακόμα όμως και αν υποθέσουμε πως το μάθημα των θρησκευτικών άλλαζε πραγματικά και μετατρεπόταν σε θρησκειολογία, αυτό δεν θα ήταν αρκετό για να μιλήσουμε για τομή στην κατεύθυνση ενός ανεξίθρησκου σχολείου. Γιατί η κατήχηση εντός του σχολείου πραγματοποιείται και με πολλούς άλλους τρόπους: με τις εικόνες που είναι σε περίοπτη θέση σε κάθε αίθουσα, με καθημερινές τελετουργίες (προσευχή), με σχετικά κείμενα που υπάρχουν και σε άλλα μαθήματα, με τους εκκλησιασμούς, με τον τρόπο που γίνεται ο εορτασμός στις εθνικές επετείους, με τον υποβιβασμό της επιστημονικής άποψης για τη δημιουργία του κόσμου και την εξέλιξη του ανθρώπου ως μια ερμηνεία ισότιμη με αυτή των «ιερών κειμένων», κα. Η κατάργηση όλων αυτών είναι το ελάχιστο που πρέπει να γίνει για να μιλήσουμε για ένα σχολείο δημοκρατικό, σύγχρονο και ουδετερόθρησκο, που θα δέχεται τους μαθητές με διαφορετική ή χωρίς καμία θρησκεία. Μόνο που ένα τέτοιο σχολείο δεν πρόκειται να το φτιάξει ο ΣΥΡΙΖΑ. Θα το φτιάξουν οι αγώνες των μαθητών, των εκπαιδευτικών και των προοδευτικών ανθρώπων και θα είναι κομμάτι του αγώνα για τη συνολική κοινωνική απελευθέρωση.