Με αφορμή όσα έγιναν στο αντιρατσιστικό φεστιβάλ και αλλού
Η διαμάχη που έχει ξεσπάσει στο φεμινιστικό και ΛΟΑΤΚΙΑ κίνημα για το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού των trans (πολλές φορές και των intersex) γυναικών δεν φαίνεται να κοπάζει σύντομα. Είναι μια διαμάχη που εξελίσσεται διεθνώς και παίρνει συχνά πολύ άσχημες όψεις και τροπές. Την ίδια στιγμή είναι μια διαμάχη με πολιτικό και κοινωνικό ενδιαφέρον. Αναγκάζει την Αριστερά και τις κοινωνικές οργανώσεις να εμβαθύνουν στα ζητήματα του φύλου, των δικαιωμάτων των trans,[1] των intersex[2] και άλλων ΛΟΑΤΚΙΑ ατόμων[3] και των κινημάτων γύρω από αυτά.
Τελικά τι είναι το φύλο;
Για τη συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας τα φύλα είναι δύο, το αρσενικό και το θηλυκό, καθορίζονται με βάση τα χρωμοσώματα (ΧΥ, ΧΧ), και οποιαδήποτε άλλη κατάσταση αντιμετωπίζεται σαν «μη κανονική» και «μη φυσιολογική».
Στην πραγματικότητα το βιολογικό φύλο (sex) δεν καθορίζεται μόνο από τα χρωμοσώματα, αλλά από τους γονάδες, τις ορμόνες, τα αναπαραγωγικά όργανα, και μια σειρά δευτερεύοντα χαρακτηριστικά του φύλου.
Υπάρχουν άτομα με χρωμοσώματα ΧΥ, αλλά με εμφάνιση και (εξωτερικά) γεννητικά όργανα θηλυκά, όπως υπάρχει και η αντίστροφη κατάσταση. Υπάρχουν άτομα με χρωμοσώματα ΧΧΥ, ΧΥΥ, ΧΧΥΥ κ.α. Υπάρχουν άτομα με εξωτερικά γεννητικά όργανα που δεν ταιριάζουν καθαρά στο τυπικό αρσενικό ή στο τυπικό θηλυκό. Υπάρχουν παιδιά που γεννιούνται με εξωτερικά γεννητικά όργανα που φαίνονται τυπικά θηλυκά και γύρω στα 12 με μια έκρηξη τεστοστερόνης αναπτύσσουν εξωτερικά γεννητικά όργανα που ταυτίζονται (σε πολύ μεγάλο ή σε μικρότερο βαθμό) με τα τυπικά ανδρικά. Οι παραπάνω εκφράσεις του βιολογικού φύλου είναι μερικές από τις διαφοροποιήσεις που περιγράφονται με τον όρο intersex. Επίσης υπάρχουν γυναίκες με επίπεδα τεστοστερόνης πολύ υψηλότερα από τα τυπικά γυναικεία, όπως και άντρες με πολύ χαμηλότερα από τα τυπικά ανδρικά.
Το βιολογικό φύλο μοιάζει περισσότερο μ’ ένα φάσμα, παρά με ένα δίπολο. Αυτό το φάσμα είναι πολύ πυκνό στους πόλους, με την έννοια ότι ο μεγαλύτερος πληθυσμός των ανθρώπων έχει τα βιολογικά χαρακτηριστικά μιας «τυπικής» γυναίκας ή ενός «τυπικού» άνδρα. Ωστόσο οι ενδιάμεσες καταστάσεις υπάρχουν και όσο οι αγώνες για την αποστιγματοποίηση και τα δικαιώματά τους προχωράνε, θα μαθαίνουμε το πραγματικό τους ποσοστό στις κοινωνίες μας.
Σήμερα η πλειοψηφία των intersex ατόμων είτε δεν γνωρίζουν ότι είναι intersex, είτε το αποκρύπτουν φοβούμενα τις προκαταλήψεις, τις διακρίσεις, τον στιγματισμό και την ενδεχόμενη βία από τους ανθρώπους γύρω τους και την κοινωνία συνολικά.
Η πλειοψηφία της κοινωνίας και της ιατρικής κοινότητας αντιμετωπίζει τα intersex άτομα όπως και τις υπόλοιπες ενδιάμεσες καταστάσεις/εκφράσεις του βιολογικού φύλου ως κάποιου είδους διαταραχές, όπως αντιμετωπιζόταν παλιότερα και η ομοφυλοφιλία. Οι αγώνες της ΛΟΑΤ κοινότητας τις δεκαετίες του 1960 και του 1970 έπαιξαν καθοριστικό ρόλο ώστε η ιατρική κοινότητα να εξετάσει την ομοφυλοφιλία χωρίς προκαταλήψεις και η Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία (APA) να καταλήξει το 1973 στο ότι δεν αποτελεί κάποιου είδους ασθένεια, αλλά είναι ένας φυσιολογικός σεξουαλικός προσανατολισμός. Το 1990 ο ΠΟΥ αφαίρεσε την ομοφυλοφιλία από την λίστα των ψυχικών ασθενειών, ενώ έκανε το ίδιο το 2019 για την trans ταυτότητα – μέχρι τότε θεωρούνταν ψυχική διαταραχή. Τα intersex άτομα δεν θεωρούνται ότι πάσχουν από κάποια ψυχική διαταραχή. Πολλά από αυτά όμως όταν γεννιούνται υποβάλλονται σε επεμβάσεις στα γεννητικά και αναπαραγωγικά τους όργανα για να ταιριάξουν στην τυπική μορφή είτε του θηλυκού είτε του αρσενικού. Σήμερα τα intersex άτομα αγωνίζονται για να σταματήσει αυτή η πρακτική και να μπορούν να αποφασίζουν τα ίδια συνειδητά εάν θέλουν να προχωρήσουν σε κάποια χειρουργική επέμβαση ή άλλη ιατρική πράξη.
Εκτός από το βιολογικό φύλο, υπάρχει το κοινωνικό φύλο (gender), που αναφέρεται στους ρόλους, τις συμπεριφορές, τις προσδοκίες και τις ταυτότητες που μια κοινωνία αποδίδει στα άτομα με βάση το βιολογικό φύλο άνδρας – γυναίκα.
Μια γυναίκα αναμένεται για παράδειγμα να είναι συναισθηματική και φροντιστική, ενώ ένας άνδρας αναμένεται να είναι δυνατός, αποφασιστικός, λιγότερο συναισθηματικός – «οι άντρες δεν κλαίνε» – κοκ.
Τα χαρακτηριστικά που αποδίδονταν παραδοσιακά στα δυο φύλλα αμφισβητήθηκαν από το φεμινιστικό κίνημα από τη γέννησή του.
Οι Σουφραζέτες, στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, πάλεψαν (μεταξύ άλλων) ενάντια στα στερεότυπα της συναισθηματικής και άστατης γυναίκας που είναι ανίκανη για πολιτική σκέψη. Οι μαρξίστριες φεμινίστριες της ίδιας περιόδου διεκδικούσαν (μεταξύ άλλων) ίση αμοιβή για ίση εργασία και οργάνωναν τις εργαζόμενες γυναίκες σε συνδικάτα, ενάντια στις κυρίαρχες αντιλήψεις για την ποιότητα και ποσότητα της γυναικείας εργασίας, όπως επίσης και για την ικανότητα τους να συμμετέχουν με αποφασιστικό ρόλο στο εργατικό κίνημα. Το φεμινιστικό και ΛΟΑΤ κίνημα στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα πάλεψε ενάντια σε αντιλήψεις ότι η άμβλωση είναι φόνος και για το ότι οι γυναίκες επιβάλλεται να αποφασίζουν για τα σώματα και τις ζωές τους, κοκ.
Σήμερα στο επίπεδο του κοινωνικού φύλου έχουμε νέα προχωρήματα. Περισσότερες γυναίκες αμφισβητούν για παράδειγμα το στερεότυπο ότι «όλες οι γυναίκες θέλουν να κάνουν παιδιά» και ότι «η γυναίκα είναι προορισμένη να γίνει μάνα». Περισσότεροι άντρες αμφισβητούν την εικόνα του macho, σεξιστή, «βαρύ» άντρα.
Πολλά άτομα νιώθουν πλέον να μην ταυτίζονται με καμία εκδοχή του κοινωνικού φύλου γυναίκα-άντρας, όπως είναι τα μη-διαδυκά άτομα (non-binary). Τα trans άτομα νιώθουν ότι ταυτίζονται με διαφορετικό φύλο από αυτό γεννήθηκαν και διεκδικούν το δικαίωμα να αλλάζουν το φύλο τους στα επίσημα έγγραφα με απλό τρόπο (χωρίς δικαστήρια και άλλες διαδικασίες που να απαιτούν χρήματα και πολύ χρόνο) και να υπάρχουν δωρεάν θεραπείες φυλομετάβασης από το εθνικό σύστημα υγείας.
To κοινωνικό φύλο είναι και αυτό ένα φάσμα, ακόμα πιο ευρύ από το βιολογικό.
Το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα η κοινωνία, συμπεριλαμβανομένης της Αριστεράς, της Αναρχίας και του προοδευτικού κόσμου συνολικά, δυσκολευόταν να κατανοήσει ότι η ομοφυλοφιλία δεν είναι ασθένεια, ότι οι ομοφυλόφιλοι δεν είναι διεστραμμένοι, επικίνδυνοι, κοκ. Και η αλήθεια είναι ότι ακόμα και σήμερα, ιδιαίτερα στις πιο μεγάλες ηλικίες κυριαρχούν ακόμα πολλά στερεότυπα που συνοδεύονται από ομοφοβικές συμπεριφορές.
Όσον αφορά στον κόσμο της Αριστεράς, παρά τα τεράστια προχωρήματα που έχουν γίνει, υπάρχουν ακόμα αρκετές επιφυλάξεις που θα μπορούσαν να συνοψιστούν σε φράσεις όπως «δεν έχω πρόβλημα με τα ομοφυλόφιλα άτομα αλλά δεν θα ήθελα το παιδί μου είναι να είναι γκέι…».
Με τον ίδιο τρόπο η κοινωνία σήμερα, συμπεριλαμβανομένης της Αριστεράς, της Αναρχίας και όσων προσδιορίζονται ως προοδευτικοί, δυσκολεύεται να καταλάβει και να χωνέψει τα «νέα» βιολογικά και κοινωνικά δεδομένα σχετικά με τα φύλα που ξεδιπλώνονται μπροστά της. Δυσκολεύεται να καταλάβει ότι τα intersex και τα trans άτομα δεν αποτελούν κάποιου είδους ανωμαλία, αλλά είναι φυσιολογικά. Συγχίζεται, με τους νέους ανθρώπους που ψάχνουν την ταυτότητά τους και πολλές φορές αγανακτά όταν αυτή η ταυτότητα στα εφηβικά και νεανικά χρόνια μπορεί να αλλάξει ξανά και ξανά.
Αυτή τη δυσκολία εκμεταλλεύεται σήμερα η Ακροδεξιά αλλά και η Δεξιά. Τραμπ, Μητσοτάκης, Πούτιν, Μελόνι, Βελόπουλος, κλπ λένε «τα φύλα είναι δυο» και όλα τα υπόλοιπα είναι άρρωστες, ακραίες καταστάσεις που η «woke ατζέντα» (ο νέος μπαμπούλας που η Ακροδεξιά έχει εφεύρει) θέλει να προωθήσει ως φυσιολογικές. Πάνω σε αυτά τα ζητήματα η Ακροδεξιά κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος, γι’ αυτό έχει κάνει τα ΛΟΑΤΚΙΑ δικαιώματα και κυρίως τα δικαιώματα των trans ατόμων, κεντρικά στην ατζέντα και τη ρητορική της.
Συζήτηση ή αποκλεισμός;
Υπάρχουν μεγάλα κομμάτια της Αριστεράς που έχουν κατανοήσει τα νέα αυτά δεδομένα, αλλά δεν μπαίνουν στη μάχη να πείσουν την κοινωνία, εξηγώντας υπομονετικά τις σύγχρονες αντιλήψεις γύρω από το βιολογικό και το κοινωνικό φύλο. Δεν μπαίνουν σε διάλογο με τα κομμάτια της Αριστεράς που έχουν, κατά τη γνώμη μας, μείνει πιο «πίσω» σε αυτά τα θέματα. Δεν θεωρούν ότι πρέπει να απαντήσουν στα όποια επιχειρήματα φέρνει η άλλη πλευρά. Στις αμφισβητήσεις απαντούν με αφορισμούς και αποκλεισμούς.
Έτσι, για παράδειγμα, στο αντιφασιστικό 2ήμερο «Antifacon» (τον περασμένο Μάρτη) ζητήθηκε από άτομα και συλλογικότητες να αποκλειστεί η φεμινιστική οργάνωση «το Μωβ», ενώ κάποιες συλλογικότητες αρνήθηκαν να συμμετέχουν σε συζήτηση που θα συμμετείχε και «το Μωβ».
Οι αντιδράσεις αυτές είχαν να κάνουν με τις απόψεις της πλειοψηφίας του Μωβ –υπάρχει μια σημαντική μειοψηφία στο Μωβ που διαφωνεί με αυτές τις απόψεις– που αρνείται το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού στα trans άτομα, δεν θεωρεί τις trans γυναίκες πραγματικές γυναίκες και πιστεύει ότι δεν έχουν θέση στο φεμινιστικό κίνημα.
Πέρσι, αποκλείστηκε από το Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης η οργάνωση ΟΚΔΕ, λόγω της (πράγματι) ομοφοβικής της θέσης για τον ομόφυλο γάμο και την τεκνοθεσία από ομόφυλα ζευγάρια.
Στο φετινό αντιρατσιστικό φεστιβάλ της Αθήνας trans ακτιβίστριες προπηλάκισαν το τραπεζάκι του Μωβ αποκαλώντας τις φασίστριες. Χαρακτηρισμοί και ύβρεις ενδεχομένως να υπήρχαν και από τις φεμινίστριες του Μωβ προς τις trans ακτιβίστριες (στο βίντεο που κυκλοφορεί ακούγονται μόνο όσα λέγονταν από την πλευρά των trans ακτιβιστριών).
Η οργή από τη μεριά των trans ακτιβιστριών είναι κατανοητή. Τα κείμενα της πλειοψηφίας του Μωβ, αρνούνται να αποδεχτούν τις trans γυναίκες ως γυναίκες και κατά συνέπεια αρνούνται και τη συμμετοχή και συμπερίληψη τους στο φεμινιστικό κίνημα.
«Ακυρώνουν την ύπαρξή μας», «αρνούνται το δικαίωμά μας να υπάρχουμε» έλεγαν οι trans ακτιβίστριες, και σε αυτό είχαν δίκιο. Τα trans άτομα ζουν καθημερινά με απειλές για την ύπαρξή τους. Η Α.Π., μια από τις trans ακτιβίστριες που συμμετείχε στον προπηλακισμό του Μωβ, όταν ήταν μαθήτρια σε νυχτερινό Λύκειο δέχτηκε δολοφονική επίθεση από συμμαθητές της. Την περιέλουσαν με βενζίνη και της έβαλαν φωτιά! Ανείπωτη φρίκη!
Όλα αυτά όμως δεν κάνουν τον προπηλακισμό αποδεκτό. Ούτε μπορούν να είναι αποδεκτοί χαρακτηρισμοί τύπου «φασίστριες» απέναντι σε γυναίκες που συμμετέχουν εδώ και δεκαετίες στους αγώνες και στα κινήματα της Αριστεράς, που έχουν σημαντική προσφορά στο φεμινιστικό κίνημα (αυτό δεν σημαίνει συμφωνία με όλες τις απόψεις τους) και έχουν στηρίξει θύματα έμφυλης βίας με μεγάλη αυτοθυσία.
Η πλειοψηφία του «Μωβ» ούτε καλεί ούτε υποστηρίζει τη βία απέναντι στα trans άτομα και στα ΛΟΑΤΚΙΑ άτομα συνολικά. Μάλιστα καλεί στα κείμενά της σε υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους. Δεν αντιλαμβάνεται όμως ότι υπάρχει μια τεράστια αντίφαση που ισοδυναμεί με καταπάτηση βασικών δικαιωμάτων, όταν δεν αναγνωρίζουν τις trans γυναίκες ως γυναίκες και υψώνουν τείχη απέναντί τους.
Τα ζητήματα γύρω από το βιολογικό και το κοινωνικό φύλο, ακόμα και γύρω από τον ομόφυλο γάμο και την τεκνοθεσία, δεν είναι κατεκτημένα στην κοινωνία. Δεν είναι καν κατεκτημένα στο σύνολο της Αριστεράς (με χαρακτηριστικό παράδειγμα το ΚΚΕ). Γι’ αυτό χρειάζονται συζήτηση, ανοιχτό μυαλό και εξήγηση. Και ο καλύτερος χώρος γι’ αυτές τις συζητήσεις δεν είναι να γίνονται βασικά από το facebook και τα άλλα social media – και σίγουρα όχι με τον τρόπο με τον οποίο γίνονται αυτή την περίοδο. Είναι οι διαδικασίες, οι εκδηλώσεις όπου ο κόσμος της Αριστεράς και των κινημάτων πάει να ενημερωθεί, να θέσει ερωτήματα, να ανταλλάξει απόψεις. Είναι επίσης η αρθογραφία (ή ποστ ή βίντεο ή οποιοδήποτε άλλο μέσο) με επιχειρήματα. Και είναι βέβαια το άνοιγμα αυτών των ζητημάτων με απλό και κατανοητό τρόπο ευρύτερα στην κοινωνία.
Ασφαλείς χώροι – πώς δημιουργούνται;
Όσα άτομα υπερασπίζονται τη λογική των αποκλεισμών φέρνουν ως επιχείρημα ότι τα πάνελ και φεστιβάλ της Αριστεράς, του φεμινιστικού και του ΛΟΑΤΚΙΑ κινήματος πρέπει να αποτελούν «ασφαλείς χώρους». Πώς δημιουργούνται όμως οι ασφαλείς χώροι;
Δημιουργούνται όταν καταφέρνεις να πείσεις. Γιατί αν δεν πείσεις φτιάχνεις «ασφαλείς» μικρόκοσμους, «ασφαλείς» φούσκες.
Χρειάζεται επίσης να βρεθεί η ισορροπία ανάμεσα στην «ασφάλεια» και τη συζήτηση των διαφορετικών (ακόμα και των πολύ λανθασμένων) απόψεων. Και όταν αποφεύγονται επιθετικοί τόνοι και προσβλητικοί χαρακτηρισμοί αυτή η ισορροπία μπορεί να βρεθεί.
Θέλει γερό στομάχι από έναν gay όταν ακούει ομοφοβικά σχόλια από κατά τα άλλα προοδευτικά άτομα, το ίδιο ισχύει για τα trans άτομα όταν ακούν τρανσφοβικά σχόλια και για τις γυναίκες όταν αντιμετωπίζουν σεξιστικό λόγο και συμπεριφορές. Αυτό τον λόγο και τις συμπεριφορές πρέπει να τον καταδεικνύουμε, να παρεμβαίνουμε και να δίνουμε μάχες για την ανατροπή αυτών των ιδεών και των συμπεριφορών.
Την ίδια στιγμή πρέπει να επισημάνουμε ότι κανένα δικαίωμα δεν κερδήθηκε από τη θέση της «ασφάλειας». Κερδήθηκε μέσα από την έκθεση, την αντιπαράθεση και όπου χρειαζόταν τη σύγκρουση.
Τη δεκαετία του 1970 τα trans άτομα δεν ήταν πραγματικά αποδεκτά από το κίνημα για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων. Η μεγάλη πλειοψηφία θεωρούσε τα trans άτομα άρρωστα και ντροπή για το κίνημα, παρότι είχαν παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην εξέγερση του Stonewall. Το 1973 η Sylvia Rivera πάλεψε (κυριολεκτικά) για να ανέβει στην εξέδρα των ομιλητών κατά τη διάρκεια του Pride της Νέας Υόρκης. Και είχε το θάρρος να μιλήσει σ’ ένα πλήθος που τη γιούχαρε. Αυτό ήταν ένα καθοριστικό βήμα για την ορατότητα των trans ατόμων – για τα πρώτα δικαιώματα χρειάστηκε να περάσουν ακόμα πολλές δεκαετίες. Σήμερα μπορούμε να έχουμε κινητοποιήσεις, φεστιβάλ και συζητήσεις χωρίς γιουχαΐσματα, με σεβασμό και κλίμα ουσιαστικής συμπερίληψης των trans ατόμων, όπου οι διαφορετικές απόψεις μπορούν να συζητιούνται με σοβαρότητα και μετρημένο τόνο. Πάνω από όλα, οι σημερινές Sylvia Rivera δεν είναι μόνες. Πίσω τους στοιχιζόμαστε πλέον χιλιάδες άτομα και πολλές συλλογικότητες. Και αυτή είναι η μεγαλύτερη ασφάλεια.
Οι Trans και intersex γυναίκες, και το φεμινιστικό κίνημα
Το «Μωβ» (στην πλειοψηφία του), όπως και άλλες φεμινιστικές συλλογικότητες στην Ελλάδα και διεθνώς πιστεύουν, όπως έχει αναφερθεί και παραπάνω, ότι γυναίκες μπορούν να ονομάζονται μόνο όσες ταυτίζονται βιολογικά με την τυπική ανατομική/αναπαραγωγική εικόνα της γυναίκας. Δεν θεωρούν δηλαδή ότι οι trans ή οι intersex κλπ γυναίκες έχουν το δικαίωμα να προσδιορίζονται ως γυναίκες.
«Οι γυναίκες βιώνουμε εμπειρίες που διαμορφώνουν την κοινωνικοβιολογική μας ταυτότητα όπως η περίοδος, η βίωση ή η απαγόρευση της σεξουαλικότητάς μας, η επιδίωξη ή η αποφυγή εγκυμοσύνης, η εμμηνόπαυση κ.α. Οι κοινές αυτές εμπειρίες ενώνουν και δημιουργούν έναν κοινό τόπο κατανόησης και αλληλεγγύης μεταξύ των γυναικών».
Διατυπώσεις όπως οι παραπάνω όμως μπορούν να καταλήξουν να αποκλείσουν πολλά περισσότερα άτομα από την έννοια της γυναίκας. Για παράδειγμα, γυναίκες που δεν μπορούν να κάνουν παιδιά, γυναίκες που δεν έχουν περίοδο, γυναίκες χωρίς ωοθήκες ή χωρίς μήτρα, μπορούν να θεωρηθούν στη βάση της παραπάνω περιγραφής (και παραδοσιακά έχουν θεωρηθεί) «λιγότερο γυναίκες».
Για τη μεγάλη πλειοψηφία των γυναικών υπάρχει ένα κοινό βιολογικό υπόβαθρο. Όμως αυτό το υπόβαθρο δεν μας καθορίζει μ’ έναν απόλυτο τρόπο, ούτε αποτελεί ένα αδιαπέραστο σύνορο.
Είναι πολύ διαφορετική η εμπειρία μιας γυναίκας της εργατικής τάξης σε σχέση με μια πλούσια γυναίκα που έχει στη διάθεση της άτομα για τη φροντίδα των παιδιών, τις οικιακές εργασίες και ως π.χ. ένα στέλεχος επιχείρησης που ασκεί εξουσία σε δεκάδες, εκατοντάδες, ή χιλιάδες άνδρες.
Είναι επίσης πολύ διαφορετικές οι εμπειρίες λόγου χάρη των μαύρων γυναικών στις ΗΠΑ σε σχέση με τις λευκές γυναίκες, όπως και οι ιστορικές διακρίσεις και η βία που έζησαν τόσο κατά τη διάρκεια της δουλείας όσο και μετά την εξάλειψή της. Για παράδειγμα, σε σχέση με την αυτονομία των σωμάτων τους, οι λευκές γυναίκες έπρεπε να παλέψουν για να κατακτήσουν το δικαίωμα στην άμβλωση. Οι μαύρες γυναίκες έπρεπε να παλέψουν και ενάντια στις υποχρεωτικές στειρώσεις που το κράτος των ΗΠΑ επέβαλε μέχρι και τη δεκαετία του 1970 σε πολλές από αυτές – σε αυτόν τον αγώνα έδωσαν το μεγαλύτερο μέρος της προσοχής και των δυνάμεων τους.
Ταυτόχρονα είναι πολύ πιο κοντινές οι εμπειρίες μιας κακοποιημένης cis γυναίκας[4] με μια κακοποιημένη trans γυναίκα, η συνολικά τις trans γυναίκες που ζουν καθημερινά με τον φόβο της έμφυλης βίας λόγω της ταυτότητάς τους.
Είναι επίσης πιο κοντινές οι εμπειρίες trans και cis γυναικών όσον αφορά την κοινωνική πίεση να φαινόμαστε θηλυκές (ανεξάρτητα αν υποχωρούμε ή όχι σε αυτήν), τη σεξουαλική αντικειμενοποίηση των σωμάτων μας, την εγρήγορση στο δρόμο λόγω της πιθανότητας σεξουαλικής παρενόχλησης, κοκ.
Και τελικά έχουμε κάτι να χάσουμε αν στις διαφορετικές εμπειρίες των διαφορετικών γυναικών προσθέσουμε αυτές των intersex και των trans γυναικών; Όταν νιώθουν ότι ταυτίζονται περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο με τον όρο γυναίκα, γιατί να τους αφαιρέσουμε το δικαίωμα να το κάνουν;
Τα βασικά επιχειρήματα που αναφέρονται από την πλευρά που δεν θέλει να αναγνωρίσει τις trans γυναίκες (πολλές φορές και τις intersex) ως γυναίκες έχουν να κάνουν με τους ίσους όρους στα αθλήματα, την ασφάλεια σε χώρους όπως οι γυναικείες τουαλέτες, οι γυναικείες φυλακές, τα καταφύγια κακοποιημένων γυναικών κλπ και με την απώλεια της ταυτότητας της cis γυναίκας. Ας δούμε κάθε ένα από αυτά τα ζητήματα ξεχωριστά.
Κινδυνεύουν οι cis γυναίκες από τις trans;
Οι trans (και intersex) γυναίκες δεν απειλούν την ασφάλεια των υπόλοιπων γυναικών στις τουαλέτες, στις φυλακές ή στα καταφύγια κακοποιημένων γυναικών. Επιθέσεις από γυναίκες σε γυναίκες υπάρχουν σε όλους τους χώρους, συμπεριλαμβανομένων χώρων όπως οι προαναφερόμενοι. Οι επιθέσεις αυτές μπορούν να περιλαμβάνουν φυσική και σεξουαλική βία. Δεν υπάρχουν όμως στοιχεία διεθνώς που να δείχνουν ότι οι trans (ή οι intersex) γυναίκες επιτίθενται στις cis γυναίκες ή έστω απλά σε μεγαλύτερο βαθμό από τις cis γυναίκες. Αντιθέτως υπάρχουν στατιστικά στοιχεία που δείχνουν ότι οι trans γυναίκες αντιμετωπίζουν πολύ μεγαλύτερο βαθμό κακοποίησης όταν φυλακίζονται σε ανδρικές φυλακές ή όταν αναγκάζονται να χρησιμοποιήσουν ανδρικές τουαλέτες.[5]
Υπάρχει αθέμιτος ανταγωνισμός;
Όσον αφορά στα αθλήματα, έχουμε δει να αποκλείονται γυναίκες, όπως η Νοτιοαφρικάνα δρομέας Caster Semenya, ή η Αλγερινή Μποξέρ Imane Khelif, λόγω των υψηλών επιπέδων τεστοστερόνης τους. H Caster Semenya είναι intersex γυναίκα (η ίδια δεν χρησιμοποιεί τον όρο intersex και αυτοπροσδιορίζεται σαν γυναίκα). Η Imane Khelif εκτιμάται ότι είναι intersex, ωστόσο δεν έχουν δημοσιευτεί ιατρικά στοιχεία που να το αποδεικνύουν (όπως δυστυχώς έχει γίνει χωρίς την συναίνεσή της στην περίπτωση της Caster Semenya).
Τα ψηλά επίπεδα τεστοστερόνης δεν επηρεάζουν με τον ίδιο τρόπο όλους τους οργανισμούς – δεν έχουν δηλαδή όλες οι intersex γυναίκες μεγαλύτερη μυϊκή μάζα, μεγαλύτερη μυϊκή δύναμη κλπ. λόγω της υψηλής τεστοστερόνης – ούτε εξασφαλίζουν πάντα καλύτερες αθλητικές επιδόσεις. Η Imane Khelif, η Caster Semenya και άλλες intersex αθλήτριες δεν κερδίζουν όλους τους αγώνες στους οποίους συμμετέχουν. Οι αθλητικές επιδόσεις εξαρτώνται εξάλλου από πολλούς παράγοντες και φυσικά υπάρχουν μεγάλες διαφορές ανάμεσα στα διαφορετικά αθλήματα.
Ούτε οι trans γυναίκες αθλήτριες έχει αποδειχτεί ότι υπερέχουν συστηματικά έναντι των cis γυναικών αθλητριών. Για παράδειγμα, η trans κολυμβήτρια Lia Thomas (ΗΠΑ) το 2022 κέρδισε το χρυσό μετάλλιο στο πρωτάθλημα της Εθνικής Ομοσπονδίας Πανεπιστημιακού Αθλητισμού των ΗΠΑ (NCAA) για τα 500 μέτρα ελεύθερο γυναικών, αλλά όχι για τα 200 και για τα 100 μέτρα στα οποία επίσης αγωνίστηκε. Το 2021 η trans αρσιβαρίστρια Laurel Hubbard πήρε μέρος στους Ολυμπιακούς, δεν κέρδισε όμως κανένα μετάλλιο. Οι ορμονικές θεραπείες στις οποίες υποβάλλονται για την φυλομετάβαση οι περισσότερες trans γυναίκες, μεταξύ άλλων, μειώνουν τα επίπεδα τεστοστερόνης, τη μυϊκή μάζα και τη δύναμή τους. Επιπλέον, πρόσφατη έρευνα για τις trans αθλήτριες είχε αποτελέσματα απρόσμενα – τουλάχιστον σε σχέση με τις πιο διαδεδομένες αντιλήψεις.[6] Οι trans γυναίκες είχαν για παράδειγμα μικρότερη δύναμη στη λεκάνη και τα πόδια τους σε σχέση με τις cis γυναίκες, όπως και μειωμένη καρδιοαναπνευστική ικανότητα. Την ίδια στιγμή πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη, όπως ειπώθηκε και παραπάνω, ότι οι αθλητικές επιδόσεις εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες.
Ας δούμε κι ένα παράδειγμα που έχει να κάνει με διαφορές μεταξύ cis γυναικών. Οι μαύρες γυναίκες από τις ΗΠΑ, την Τζαμάϊκα, την Νιγηρία, την Αιθιοπία, την Κένυα κ.α. ιστορικά κυριαρχούν στα sprint των 100, 200 και 400 μέτρων, όπως και στους αγώνες δρόμου μεσαίων και μεγάλων αποστάσεων. Θα έπρεπε να μπούμε στη διαδικασία να κάνουμε ιατρικές εξετάσεις για να δούμε ποιο είναι το χαρακτηριστικό που τους δίνει πλεονέκτημα και στη συνέχεια να τις αποκλείσουμε στο όνομα του «αθέμιτου ανταγωνισμού» απέναντι στις λευκές, τις Ασιάτισες, τις Λατίνες κοκ; Που σταματά τελικά μια τέτοια λογική;
Πρέπει ακόμα να σημειώσουμε ότι στον αθλητισμό σήμερα υπάρχουν πολύ μεγαλύτερα προβλήματα από τα intersex και τα trans άτομα.[7] Στον πρωταθλητισμό κυριαρχεί το ντοπάρισμα και τα κυκλώματα. Στον ερασιτεχνικό αθλητισμό η υποχρηματοδότηση και η εγκατάλειψη. Οι πρωταθλητές συγκεκριμένων αθλημάτων γίνονται εκατομμυριούχοι, ενώ ο κόσμος του λαϊκού αθλητισμού δίνει συχνά μάχη κατ’ αρχήν για την επιβίωση κατά δεύτερον για ένα στοιχειωδώς αξιοπρεπές γήπεδο, εξοπλισμό κοκ.
Σαν Αριστερά έχουμε επίσης χρέος να ανοίξουμε μια συζήτηση για το αν το μοντέλο του αθλητισμού που κυριαρχεί στον καπιταλισμό, με τον άκρατο ανταγωνισμό, με την εμπορευματοποίηση κοκ, είναι το μοντέλο του αθλητισμού που θέλουμε ή πρέπει να διαμορφώσουμε προτάσεις για μια άλλη αθλητική κουλτούρα που να υπερβαίνει ακόμα και των διαχωρισμό των φύλων, βλέποντας από μια άλλη ματιά πολλά από τα σημερινά αθλήματα αλλά και διαμορφώνοντας νέα.
Τέλος, αν ο αποκλεισμός των trans γυναικών από τα γυναικεία αθλήματα ξεκινά λόγω των ερωτηματικών που υπάρχουν σε πλατιά στρώματα της κοινωνίας και των διοργανωτών σε σχέση με την φυσική δύναμη, δεν έχει καμία δικαιολογία σε αγωνίσματα όπως π.χ. το σκάκι όπου η FIDΕ (παγκόσμια ομοσπονδία σκακιού) αποκλείει τις trans γυναίκες από την κατηγορία των γυναικών.
Κινδυνεύει η ταυτότητα των cis γυναικών από τις trans (και intersex) γυναίκες;
Παλιότερα, πλατιά στρώματα της κοινωνίας πίστευαν ότι τα δικαιώματα των gay απειλούν τα straight άτομα και ιδιαίτερα τα παιδιά, η σεξουαλικότητα των οποίων είναι υπό διαμόρφωση. Σήμερα γνωρίζουμε πάρα πολύ καλά πως κάτι τέτοιο δεν ισχύει και πως η προβολή των δικαιωμάτων των ομόφυλων ζευγαριών, η μεγαλύτερη ορατότητα των gay, η επαφή, οι σχέσεις κλπ με gay άτομα, δεν σε κάνουν gay και δεν μπορούν να «απειλήσουν» την straight σεξουαλικότητα – δεν βγάζει καν νόημα ένας τέτοιος συλλογισμός. Παρόλα αυτά, αυτή η αντίληψη συνεχίζει να καλλιεργείται σε αυταρχικά καθεστώτα όπως η Ουγγαρία, η Ρωσία κ.α. και από μεγάλα κομμάτια της Ακροδεξιάς.
Η Ακροδεξιά προπαγανδίζει επίσης πως η μετανάστευση απειλεί την ταυτότητα των Ελλήνων (Γερμανών, Γάλλων κοκ), πως οι μουσουλμάνοι πρόσφυγες απειλούν τα δικαιώματα των γυναικών κοκ. Ο κόσμος της Αριστεράς γνωρίζει πολύ καλά ότι πρόκειται για ψέματα και απαντά με επιχειρήματα και στοιχεία σε αυτή την προπαγάνδα. Γιατί επομένως ένα κομμάτι του πέφτει στην παγίδα όταν το ζήτημα αφορά τις trans και τις intersex γυναίκες;
Την ίδια στιγμή αξίζει να ειπωθεί και το εξής. Ο τελευταίος γύρος αυτής της διαμάχης ξεκίνησε από μια ανακοίνωση της νεολαίας της Νέας Αριστεράς για τον φόρο (ΦΠΑ) στα είδη περιόδου. Το κείμενο αυτό μιλούσε για τα «άτομα με μήτρα» και δεν ανέφερε πουθενά τη λέξη γυναίκες. Σε αυτή την έκφραση απάντησε η Σίσυ Βωβού από το «Μωβ», με ένα κείμενο που κατά τη γνώμη μας περιέχει σοβαρά λάθη. Εκφράσεις όπως «άτομα με μήτρα» χρησιμοποιούνται από κάποια κομμάτια της Αριστεράς και των προοδευτικών αστών για να συμπεριλάβουν πέρα από τις γυναίκες, τα trans, intersex, non-binary κλπ άτομα. Είναι όμως πραγματικά συμπεριληπτικές; Πραγματικά συμπεριληπτικές είναι οι εκφράσεις με τις οποίες ο κόσμος μπορεί να ταυτιστεί. Και ο όρος «άτομα με μήτρα» είναι ένας όρος με τον οποίο η πλειοψηφία των γυναικών δεν ταυτίζεται (όπως η πλειοψηφία των ανδρών δεν θα ταυτιζόταν π.χ. με τον όρο «άτομα με όρχεις»). Θα μπορούσαν κάλλιστα να χρησιμοποιηθούν εκφράσεις που να συμπεριλάβουν τις cis γυναίκες που είναι η πλειοψηφία των ατόμων που θα χρησιμοποιήσουν είδη περιόδου όσο και τους trans άντρες, τα non-binary άτομα κοκ. Οι λόγοι για τον οποίο κομμάτια της Αριστεράς και του κινήματος χρησιμοποιούν λέξεις και εκφράσεις που δεν λαμβάνουν υπόψη τη συνείδηση της κοινωνίας δεν μπορούν να συμπεριληφθούν σε αυτό το άρθρο – το οποίο είναι ήδη πολύ μεγάλο. Όσον αφορά τη Νέα Αριστερά και την νεολαία της όμως, που ακόμα υπερασπίζονται τα μνημόνια και τις αντιλαϊκές πολιτικές του 2015-2019, πρέπει να πούμε ότι ούτε Αριστερά είναι, ούτε θα γίνουν επειδή χρησιμοποιούν «προχωρημένες» εκφράσεις για να προσεταιριστούν κομμάτια του κινήματος.
Τις προηγούμενες δεκαετίες η Αριστερά και τα κινήματα έδιναν τη μάχη τόσο στην κοινωνία όσο και στο εσωτερικό τους ενάντια στον σεξισμό και την ομοφοβία. Τα ζητήματα αυτά δεν ήταν αυτονόητα, ούτε εύκολα. Ούτε έγιναν τα προχωρήματα ταυτόχρονα από το σύνολο της Αριστεράς, πόσο μάλλον της κοινωνίας. Παρά τις σημαντικές κατακτήσεις έχουμε ακόμα πολύ δρόμο να διανύσουμε. Παράλληλα πρέπει να διευρύνουμε το πεδίο της μάχης. Να εμβαθύνουμε και να δώσουμε τη μάχη τόσο εντός της Αριστεράς και των κινημάτων όσο και στην κοινωνία για τα δικαιώματα των trans και των intersex ατόμων.