Σαν σήμερα, στις 4 Μαρτίου του 1933, πραγματοποιήθηκε η ορκωμοσία (inauguration) του προέδρου Ρούσβελτ στις ΗΠΑ. Με αυτήν την αφορμή αναδημοσιεύουμε ένα παλιότερο άρθρο του σ. Νίκου Αναστασιάδη, που αποτελεί το 2ο μέρος του αφιερώματος του “Ξ” στην κρίση του ’29. Το πρώτο μέρος μπορείτε να το διαβάσετε εδώ.
«Κατ’ αρχήν, θέλω να σας δηλώσω την βαθιά μου πεποίθηση ότι το μόνο πράγμα που πρέπει να φοβόμαστε… είναι ο ίδιος ο φόβος».
Με αυτά τα λόγια ξεκίνησε ο Φράνκλιν Ντελάνο Ρούσβελτ την ομιλία του στην τελετή ορκωμοσίας του προέδρου των ΗΠΑ στις αρχές Μάρτη του 1933. Λίγους μήνες πριν είχε κερδίσει τις εκλογές, σαν υποψήφιος του Δημοκρατικού Κόμματος των ΗΠΑ, με 57,5%, έναντι του Ρεμπουμπλικάνου Χέρμπερτ Κλάρκ Χούβερ που ήταν μέχρι τότε πρόεδρος.
Η εκλογή του Ρούσβελτ άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία των ΗΠΑ, καθώς οι πολιτικές κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία που εφάρμοσε ήταν σε αντιδιαστολή με την «κλασσική οικονομική σχολή» και με την λογική της «ελεύθερης αγοράς» που επικρατούσε μέχρι τότε παγκόσμια.
Το New Deal
Ο Ρούσβελτ ξεκίνησε δυναμικά την προεδρεία του με ένα πρόγραμμα «100 ημερών» στο οποίο πέρασε πολύ σημαντικά μέτρα για την αντιμετώπιση της κρίσης. Γενικότερα το New Deal (το «Νέο Συμβόλαιο») όπως ονομάστηκε το οικονομικό και κοινωνικό πρόγραμμα του Ρούσβελτ, περιλάμβανε μέτρα που αντιβαίνανε στην ορθοδοξία της «κλασσικής οικονομικής σχολής» που κυριαρχούσε μέχρι τότε. Τα βασικά μέτρα που περάσανε ήταν:
- Μαζικά κρατικά προγράμματα προσλήψεων για να καταπολεμηθεί η ανεργία. Ιδρύθηκε μεταξύ άλλων η «Διοίκηση Ομοσπονδιακής Έκτακτης Ανακούφισης» (Federal Emergency Relief Administration-FERA) που δημιούργησε από το ’33 μέχρι το ’35 (μέσα σε μόνο 2 χρόνια!) 20 εκατομμύρια θέσεις εργασίας στον δημόσιο τομέα, καθώς και τα «Σώματα Συντήρησης Πολιτών» (Civilian Conservation Corps-CCC) που δημιούργησαν άλλα 3 εκατομμύρια θέσεις εργασίας, και πάλι στο δημόσιο, σε 8 χρόνια. Οι αριθμοί αυτοί φαίνονται ακόμα πιο εντυπωσιακοί αν λάβουμε υπόψη ότι το εργατικό δυναμικό των ΗΠΑ εκείνη την εποχή ήταν λιγότερο από το 1/3 από όσο είναι σήμερα (περίπου 50 εκ. ενώ σήμερα είναι περίπου 150 εκ. εργαζόμενοι). Για να πάρουμε μια εικόνα της τάξης μεγέθους, αν κάτι αντίστοιχο με το FERA εφαρμοζόταν στην Ελλάδα του σήμερα θα σήμαινε την πρόσληψη στο δημόσιο 1,5-2 εκατομμυρίων εργαζομένων! Τα προγράμματα αυτά λειτουργούσαν με συμβάσεις ορισμένου χρόνου και απασχολούσαν ανέργους ή απόρους απ’ ευθείας στο κράτος. Πολλά απ’ αυτά τα προγράμματα αφορούσαν κατασκευή και συντήρηση δημοσίων έργων, δρόμων, κτιρίων, πάρκων και δασών, εκπαίδευση, παραγωγή βασικών αγαθών, αγορά αδιάθετων αγροτικών προϊόντων και διάθεση τους στους απόρους, κα.
- Προώθηση των Συλλογικών Διαπραγματεύσεων των εργοδοτών με τα συνδικάτα και καθιέρωση των Συλλογικών Συμβάσεων με στόχο το σεβασμό των εργατικών δικαιωμάτων και ενός καλύτερου βιοτικού επιπέδου για τους εργαζόμενους. Την περίοδο εκείνη εξελισσόταν σκληρή μάχη για το δικαίωμα των εργατών στον συνδικαλισμό. Ο Ρούσβελτ με δύο νομοθετικές πρωτοβουλίες (NIRA και NLRA) επέβαλλε την αναγνώριση των συνδικάτων και της συλλογικής διαπραγμάτευσης στους μισθούς. Οι νόμοι αυτοί έπαιξαν ρόλο στον υπερδιπλασιασμό του αριθμού των συνδικαλισμένων εργατών από 13% το ’35 στο 29% το ’39. Η πολιτική αυτή πήγαζε από την πεποίθηση του Ρούσβελτ ότι για να υπάρξει ανάπτυξη πρέπει να αυξηθεί το εισόδημα των εργαζομένων για να αυξηθεί η κατανάλωση.
Το ’35 επίσης ψηφίζεται νόμος που καθιερώνει την κοινωνική ασφάλιση και πρόνοια (συντάξεις, επιδόματα ανεργίας, κτλ) που δεν υπήρχε μέχρι τότε στις ΗΠΑ.
- Φορολόγηση των υψηλών εισοδημάτων για να χρηματοδοτηθεί η προσπάθεια. Το ’35 ο Ρούσβελτ περνάει νόμο για την φορολογία (Revenue Act), ο οποίος έγινε γνωστός με το όνομα «φόρος – άρμεγμα των πλουσίων» (Soak the rich tax). Ο νόμος προέβλεπε την αύξηση του φόρου στα υψηλά εισοδήματα (πάνω από 500.000 δολάρια) στο 75% και επέβαλε φορολογία στα αδιανέμητα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων (για να υπάρχει μια εικόνα σήμερα ο η ανώτατη φορολογική κλίμακα για τα υψηλά εισοδήματα στις ΗΠΑ είναι στο 37%).
Η φορολογική πολιτική του New Deal ανάγκασε τους καπιταλιστές να βάλουν το χέρι στην τσέπη. Όπως γράφει ο τότε υπουργός εσωτερικών Άικς «η φορολογία των κερδών και των αποθεματικών των επιχειρήσεων … έχουν κάνει σχεδόν όλους τους πολύ πλούσιους ορκισμένους εχθρούς αυτής της πολιτικής».
Η φορολογική πολιτική του Ρούσβελτ αύξησε σημαντικά τα φορολογικά βάρη στους πλούσιους – ο φόρος που πλήρωνε το πλουσιότερο 1% υπερδιπλασιάστηκε από το ’32 ως το ’37. Σημαντικό αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν ότι με βάση όλες τις σχετικές στατιστικές, η ανισότητες μεταξύ φτωχών και πλουσίων εκείνη την περίοδο έπεσαν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα.
- Μεγάλες δημόσιες επενδύσεις σε έργα και υποδομές. Το πιο γνωστό από αυτά ήταν το Public Works Administration-PWA (Διοίκηση Δημοσίων Έργων) το οποίο σύναπτε συμβόλαια με ιδιώτες εργολάβους για να φτιάξουν ολόκληρες πόλεις, δρόμους, γέφυρες, αεροδρόμια, φράγματα, σχολεία, κατοικίες, νοσοκομεία, κα. Στην λίστα με τις κατασκευές του περιλαμβάνονται το Hoover Dam και η γέφυρα Triborough της Νέας Υόρκης.
Το PWA είχε ένα προϋπολογισμό 7 δισ. δολάρια, δηλαδή περίπου το 10% το αμερικάνικου ΑΕΠ της εποχής. Για να πάρουμε μια εικόνα, η πρόταση των Δημοκρατικών για το αντίστοιχο πακέτο επενδύσεων σε υποδομές για να αντιμετωπιστεί η κρίση του κορονοϊού σήμερα είναι για χρηματοδότηση στο ύψος του 2% του σημερινού ΑΕΠ των ΗΠΑ.
- Προώθηση ρυθμιστικού πλαισίου που περιόριζε την κερδοσκοπία των τραπεζών. Το πιο γνωστό από αυτά ήταν ο νόμος Glass-Stegall, που διαχώριζε τις εμπορικές από τις επενδυτικές τράπεζες. Με αυτό τον τρόπο έβαζε εμπόδια στο να χρησιμοποιούνται οι καταθέσεις των απλών ανθρώπων σε κερδοσκοπικά παιχνίδια που συχνά οδηγούσαν στην χρεοκοπία των τραπεζών με συνέπεια να χάνει ο κόσμος τα λεφτά του. Όχι βέβαια ότι σταμάτησαν με αυτόν τον τρόπο οι τραπεζίτες να τζογάρουν. Αλλά αναγκάστηκαν να είναι πιο περιορισμένοι.
Τον νόμο αυτόν οι τραπεζίτες κατάφεραν τελικά να τον καταργήσουν το 1999, επί προεδρίας Κλίντον. Σε μια πανηγυρική (για τους τραπεζίτες) ατμόσφαιρα, ο Κλίντον υπέγραψε την νέα νομοθεσία που αντικατέστησε το Glass-Stegall και δήλωσε: «Η αφαίρεση των εμποδίων για τον ανταγωνισμό (σημ: στην τραπεζική αγορά) θα ενισχύσει την σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού μας συστήματος». Από τη στιγμή εκείνης της δήλωσης, τους πήρε λιγότερο από μια δεκαετία, στην οποία το τζογάρισμα στα χρηματιστήρια έγινε ακόμα πιο ανεξέλεγκτο, για να οδηγήσουν την οικονομία στην κατάρρευση του ’07-’08, με την χειρότερη χρηματοοικονομική κρίση από το ’29…
Πως και έτσι;
Τα μέτρα του Ρούσβελτ έδωσαν ασφαλώς μια σημαντική ανάσα σε μαζικά στρώματα της κοινωνίας.
Θα μπορούσε να θέσει κάποιος το ερώτημα «μα πως»; Πως μια κυβέρνηση καπιταλιστική παίρνει μέτρα τόσο προωθημένα, που έχουν θετική επίδραση στο βιοτικό επίπεδο των εργατών και αμφισβητούν το καπιταλιστικό δόγμα της ελεύθερης αγοράς; Η απάντηση πρέπει να αναζητηθεί σε δύο παράγοντες: Πρώτον, στο βάθος της οικονομικής κρίσης στην παγκόσμια οικονομία μετά το κραχ του 1929. Δεύτερον, στον φόβο των κεφαλαιοκρατών από τις κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις της οικονομικής κρίσης, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην ανατροπή του συστήματος τους.
Ας αφήσουμε τον ίδιο τον Ρούσβελτ να μιλήσει:
«Κανένας σε όλη την Αμερική δεν πιστεύει πιο πολύ από μένα στο σύστημα της ατομικής ιδιοκτησίας, του ατομικού κέρδους και των επιχειρήσεων… Αν η κυβέρνηση μου είχε την ελάχιστη διάθεση να αλλάξει αυτό το σύστημα, το μόνο που θα χρειαζόταν να κάνουμε ήταν να σταυρώσουμε τα χέρια και να περιμένουμε – να αφήσουμε το σύστημα να χρεοκοπήσει και να οδηγηθεί στην οικονομική κατάρρευση και στην απαξίωση στα μάτια του κόσμου. Αντίθετα… αντιδράσαμε γρήγορα και δραστικά για να το σώσουμε. Ήταν ακριβώς λόγω της πίστης μας σε αυτό το σύστημα που δράσαμε άμεσα και γρήγορα για να το σώσουμε»
(στο “The contradictory imperatives of New Deal banking reforms” της Ellen D. Russell).
Ο Ρούσβελτ, οι Δημοκρατικοί και το κομμάτι του αμερικάνικου κεφαλαίου και κατεστημένου που τους στήριξαν δεν είχαν λοιπόν καθόλου αριστερά αισθήματα. Αποκλειστικός τους οδηγός ήταν ότι έβλεπαν πως κάτι πρέπει να κάνουν για να σώσουν το σύστημα τους. Η κρίση ήταν τόσο βαθιά, και ο φόβος τους τόσο μεγάλος, που αναγκάστηκαν να καταφύγουν σε μια μη συμβατική (για τα δικά τους δεδομένα) αντιμετώπιση. Σε αυτό τον φόβο κομβικό ρόλο έπαιζαν:
- Η ύπαρξη της νεαρής ακόμα Σοβιετικής Ένωσης, που εκτός από την ιδεολογική και πολιτική επιρροή που είχε στους καταπιεσμένους όλου του κόσμου, αποτελούσε και οικονομική πρόκληση για την παγκόσμια κυριαρχία των ΗΠΑ. Το ’28 η ΕΣΣΔ ξεκινάει τα 5χρονα πλάνα, που δείχνουν ξεκάθαρα πως η σχεδιασμένη οικονομία μπορεί να μεταμορφώσει μια οικονομικά καθυστερημένη χώρα σε μια βιομηχανική και στρατιωτική υπερδύναμη. Τα χρόνια που η παγκόσμια οικονομία περνάει την «Μεγάλη Ύφεση» που ακολούθησε την κρίση του 1929, η οικονομία της ΕΣΣΔ αναπτύσσεται με γρήγορους ρυθμούς. Ανεξάρτητα από τα προβλήματα και τον εκφυλισμό της επανάστασης που αντιπροσώπευε ο Σταλινισμός, η άνοδος αυτή αποτελεί απειλή και πίεση για τους καπιταλιστές παγκόσμια, και ιδίως στις ΗΠΑ.
- Το ’33 εκτός από τον Ρούσβελτ ανεβαίνει στην εξουσία και ο Χίτλερ στην Γερμανία. Ο φασισμός βέβαια (σε αντίθεση με τον κομμουνισμό) δεν στρεφόταν ενάντια στην καπιταλιστική βάση της οικονομίας. Παρόλα αυτά αποτελούσε απειλή για τους καπιταλιστές καθώς αφενός αμφισβητούσε την παγκόσμια κυριαρχία των «συμμαχικών δυνάμεων» και αφετέρου με την ανεξέλεγκτη επιθετική πολιτική του έθετε σε κίνδυνο την σταθερότητα του συστήματος τους.
- Το εργατικό κίνημα εκείνης της εποχής ήταν πολύ πιο μαχητικό και πολύ λιγότερο ελεγχόμενο από τους μηχανισμούς του συστήματος. Η ριζοσπαστικοποίηση αγκάλιαζε πλατιά στρώματα της εργατικής τάξης και των καταπιεσμένων τα οποία ήταν διατεθειμένα να δώσουν ακόμα και τη ζωή τους στον αγώνα για μια αξιοπρεπή ζωή και μια άλλη κοινωνία.
Συνοπτικά λοιπόν, ο Ρούσβελτ εξέφρασε ένα πιο «διορατικό» κομμάτι της άρχουσας τάξης των ΗΠΑ που καταλάβαινε ότι έπρεπε να κάνει σημαντικές παραχωρήσεις για να επιβιώσει κάτω από την εσωτερική και εξωτερική πίεση που δεχόταν το σύστημα.
Οι απόψεις του Κέυνς
Στην ουσία του το New Deal ήταν η πρώτη εφαρμογή στην πράξη των απόψεων του Τζον Μέιναρντ Κέυνς, ενός βρετανού οικονομολόγου που από τη δεκαετία του ’20 ξεκίνησε να σχηματοποιεί μια νέα οικονομική θεωρία που έμεινε γνωστή ως Κεϋνσιανισμός.
Ο Κέυνς δεν ήταν αριστερός, παρά το γεγονός ότι οι κεϋνσιανές πολιτικές στα μυαλά πολλών ανθρώπων σχετίζονται με τις διεκδικήσεις της Αριστεράς. Όπως έλεγε ο ίδιος:
«ο ταξικός πόλεμος θα με βρει στο πλευρό της μορφωμένης αστικής τάξης»
ενώ μιλώντας για τον κομμουνισμό έλεγε:
«πως είναι δυνατό να υιοθετήσω μια δοξασία που, προτιμώντας την λάσπη από τα ψάρια, ανυψώνει το άξεστο προλεταριάτο πάνω από την τάξη των αστών και τον κόσμο της διανόησης, οι οποίοι, με όλα τους τα σφάλματα, είναι το άλας της γης και, αναμφίβολα, φέρνουν τα σπέρματα κάθε ανθρώπινου επιτεύγματος;»
(στο Heilbroner «Οι φιλόσοφοι του οικονομικού κόσμου»).
Τέλος για τα συνδικάτα αναφέρει:
«ήταν κάποτε οι καταπιεσμένοι, τώρα είναι τύραννοι, και πρέπει γενναία να αντιταχθούμε στα εγωιστικά και συντεχνιακά τους συμφέροντα».
Ο Κέυνς λοιπόν επεξεργάστηκε μια θεωρία με στόχο την διάσωση του συστήματος από τον ίδιο του τον εαυτό και όχι την ανατροπή του. Η βασική του θέση, που ήταν αντίθετη με την «κλασσική οικονομική σχολή» που επικρατούσε, ήταν πως σε περιόδους κρίσης χρειάζεται να παρέμβει το κράτος προκειμένου να τονώσει την ζήτηση για να μπορέσει η οικονομία να ανακάμψει. Όταν υπάρχει κρίση, έλεγε, οι εργαζόμενοι δεν έχουν εισόδημα για να αγοράσουν προϊόντα (και έτσι μειώνεται η ζήτηση), και οι καπιταλιστές δεν έχουν κίνητρα για να κάνουν επενδύσεις (γιατί δεν εμπιστεύονται τις προοπτικές της οικονομίας). Πρέπει λοιπόν να αυξηθούν οι δημόσιες επενδύσεις και οι δημόσιες δαπάνες για να κινηθεί η οικονομία. Το κράτος πρέπει να δημιουργήσει θέσεις εργασίας, είτε άμεσα είτε έμμεσα, και μ’ αυτό τον τρόπο θα αυξηθεί και το εισόδημα των εργαζομένων (γιατί θα βρουν δουλειά και άρα θα έχουν μισθό). Η αύξηση της αγοραστικής δύναμης των λαϊκών στρωμάτων θα αντανακλαστεί στην αύξηση της ζήτησης για αγαθά (και υπηρεσίες) κι αυτό με τη σειρά του θα δώσει κίνητρο για αύξηση της παραγωγής και για νέες επενδύσεις στους καπιταλιστές.
Μια φράση του Κέυνς που έγινε γνωστή και που δείχνει μέχρι που έφτανε η λογική του, είναι η ακόλουθη:
«Εάν το υπουργείο οικονομικών γεμίσει παλιά μπουκάλια με χαρτονομίσματα, τα θάψει σε κατάλληλα βάθη σε παροπλισμένα ανθρακωρυχεία και στη συνέχεια γεμίσει ως την επιφάνεια τους λάκκους με σκουπίδια της πόλης και αφήσει σε κάποια ιδιωτική επιχείρηση με καλά δοκιμασμένες αρχές του laissez-faire [σ.σ.: ελευθερία αγορών, χωρίς κρατικές παρεμβάσεις] να σκάψει και να τα ανακτήσει (το δικαίωμα αυτό επιτυγχάνεται, βεβαίως με την υποβολή προσφορών για τη μίσθωση του χώρου που φέρει τα χαρτονομίσματα), δεν χρειάζεται πλέον να υπάρχει ανεργία και με τη βοήθεια των επιπτώσεων, το πραγματικό εισόδημα της κοινότητας και ο κεφαλαιακός πλούτος επίσης, θα μπορούσαν να είναι πολύ καλύτερα από ό, τι είναι στην πραγματικότητα. Βέβαια, θα ήταν προφανώς πιο λογικό να χτιστούν σπίτια, κτλ, αλλά αν υπάρχουν πολιτικές και πρακτικές δυσκολίες για κάτι τέτοιο τότε και η παραπάνω πρόταση θα ήταν καλύτερη από το τίποτα»
(Κέυνς, «Γενική Θεωρία της Απασχόλησης των Επιτοκίων και του Χρήματος»).
Διαφώνησε έτσι με την λογική του «αόρατου χεριού της αγοράς» το οποίο υποτίθεται παρεμβαίνει ακούσια και αυτόματα και φέρνει το σύστημα σε ισορροπία είτε σε περιόδους ανάπτυξης είτε σε περιόδους κρίσης. Πρότεινε πολιτικές «τόνωσης της ζήτησης» με κρατική παρέμβαση, κατά βάση με αύξηση των δημόσιων επενδύσεων.
Υπό αυτή την έννοια, η κεϋνσιανή θεωρία είναι πιο «κοινωνική», και βέβαια πιο γειωμένη στην πραγματικότητα από τις φιλελεύθερες απόψεις του laissez-faire (που σημαίνει αφήστε το σύστημα να λειτουργήσει από μόνο του χωρίς παρεμβάσεις). Ο Κέυνς μπόρεσε να δει πέρα από τη μύτη του ατομικού καπιταλιστή, που κοιτάει μόνο το προσωπικό του κέρδος. Στην πραγματικότητα ο Κέυνς (όπως και ο Ρούσβελτ) εξέφρασε το πιο «διορατικό» κομμάτι της αστικής τάξης που καταλάβαινε ότι χρειάζεται να επιδιορθώσει κάποιες από τις προβληματικές πτυχές του, έστω και αν υπάρχει κάποιο κόστος που πρέπει να πληρωθεί. Η θεωρία του επαινούσε τον προοδευτικό ρόλο του «παραγωγικού κεφαλαίου» σε αντίθεση με το «παρασιτικό κεφάλαιο» (τραπεζικό, χρηματοπιστωτικό). Μίλησε (ως επιδίωξη και ως πρόβλεψη) για την «ευθανασία του ραντιέρη», δηλαδή του κεφαλαιούχου που βγάζει κέρδη από τόκους – εννοώντας στην ουσία τους τραπεζίτες και τους μεγάλους του ιδιοκτήτες ακινήτων.
Ο Κεϋνσιανισμός ως θεωρία κυριάρχησε στα οικονομικά μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του ’70, καθώς φαινόταν να προσφέρει μια «λύση» στο πρόβλημα των κυκλικών κρίσεων του καπιταλισμού. Ταυτόχρονα αξιοποιήθηκε πολιτικά για να λασκάρει την πίεση που δεχόταν οι κυβερνήσεις από τους εργαζόμενους. Οι «λύσεις» του Κεϋνσιανισμού όμως αποδείχτηκαν πολύ προσωρινές.
Η αποτυχία του Κεϋνσιανισμού και ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος
Η ιδέα του Κέυνς μπορεί με μια πρώτη ματιά να φαίνεται ελκυστική και αποτελεσματική. Όταν αποτυγχάνει η ιδιωτική πρωτοβουλία, παρεμβαίνει το κράτος, βάζει ξανά την οικονομία σε κίνηση, και μετά αποσύρεται πάλι και όλα καλά. Στην πράξη όμως δεν συμβαίνει έτσι.
Κατ’ αρχήν ο Κέυνς δεν βλέπει την ουσία του προβλήματος, γιατί δηλαδή δημιουργούνται κρίσεις. Ο καπιταλισμός οδηγείται σε κρίσεις λόγω του ότι μια υπερπλούσια ελίτ καρπώνεται τα κέρδη της παραγωγής τα οποία είναι αποτέλεσμα της εργασίας της μεγάλης πλειοψηφίας της κοινωνίας. Η πραγματική αιτία των κρίσεων διαφεύγει από τον Κέυνς, και γι’ αυτό το «φάρμακο» του δεν παρά ένα απλό εμπειρικό «γιατροσόφι». Οι προβλέψεις του Κέυνς ότι οι τραπεζίτες θα εξαφανιστούν φαντάζουν τραγικές σήμερα που το τραπεζικό και χρηματιστικό κεφάλαιο κυριαρχεί σχεδόν απόλυτα πάνω στην οικονομία. Η πρόβλεψη του για αποφυγή των κρίσεων και εξάλειψη της ανεργίας επίσης διαψεύστηκαν. Τέλος, οι κεϋνσιανές πολιτικές όπου εφαρμόστηκαν οδήγησαν στην μεγάλη αύξηση των κρατικών ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους. Το κόστος αυτό κλήθηκαν να το πληρώσουν σε ένα επόμενο στάδιο οι εργαζόμενοι που σε ένα βαθμό είχαν βγει ωφελημένοι από τα «επεκτατικά» μέτρα του κεϋνσιανισμού.
Τελικά, την κρίση του ’29 δεν την έλυσε ούτε το New Deal ούτε ο Κεϋνσιανισμός. Την «έλυσε» με φρικτό τρόπο ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Οι τεράστιες εξοπλιστικές δαπάνες, τα πάνω από 50 εκατομμύρια νεκροί, η καταστροφή εργοστασίων, υποδομών και πόλεων, λειτούργησαν «αναζωογονητικά» για την οικονομική δραστηριότητα. Ένα σύστημα που βγαίνει από την κρίση μόνο με καταστροφή, αυτό από μόνο του θα αρκούσε ως καταδικαστική απόφαση για τον καπιταλισμό.