*Διάφοροι όροι και έννοιες έχουν απλοποιηθεί σκόπιμα για την καλύτερη κατανόηση του κειμένου από το ευρύ κοινό και δεν ακολουθούν την αυστηρή επιστημονική ορολογία.
Για να καταλάβουμε τον όρο «net neutrality», δηλαδή σε ελεύθερη μετάφραση «ουδετερότητα του δικτύου», πρέπει αρχικά να δούμε πως λειτουργεί μέχρι σήμερα το internet. Ξέρουμε ότι ο καθένας έχει μία σύνδεση στο σπίτι του, από την οποία μπορεί να έχει πρόσβαση στο διαδίκτυο. Αυτό σημαίνει ότι μπορείς να μπαίνεις σε διάφορα site, με διαφορετικά περιεχόμενα, τα οποία μπορείς να διαβάσεις ελεύθερα και χωρίς κάποιος να σου μπλοκάρει την πρόσβαση, ή να καθορίζει το πόσο γρήγορα ή με ποια σειρά θα έχεις πρόσβαση σε αυτό το περιεχόμενο. Αυτό είναι κάτι που ισχύει σε γενικές γραμμές σήμερα.
***
Ας κάνουμε μια απλοποίηση για να αντιληφθούμε το πώς δουλεύει το ίντερνετ. Καθένας λοιπόν έχει στο σπίτι του μια σύνδεση, η οποία μπορεί να έχει διαφορετικές ταχύτητες (24 mbps, vdsl, κλπ). Ας φανταστούμε ότι αυτός είναι ένας δρόμος ο οποίος έρχεται στο σπίτι μας και μπορεί να έχει μία λωρίδα, ή δύο, τρεις, πέντε λωρίδες, κλπ. Ας πούμε ότι η πληροφορίες στο internet μοιάζουν με πακέτα. Στέλνουμε λοιπόν τα πακέτα μας μέσα σε αυτό το δρόμο και από τη στιγμή που θα μπούνε στο δρόμο, αν χωράνε στη γραμμή που φτάνει μέχρι το σπίτι μας, θα υπάρχει η ίδια ταχύτητα για όλους (για μας, το γείτονά μας, τους δίπλα, κλπ). Να ξαναπούμε βέβαια ότι αυτή είναι η γενική αρχή, θα δούμε παρακάτω τις εξαιρέσεις.
Δεν υπάρχει επομένως κάποιος ενδιάμεσος που να μας μπλοκάρει και να ρυθμίζει πόσο γρήγορα θα φύγουν τα πακέτα μας και πόσο γρήγορα θα πάρουμε πίσω τα πακέτα που χρειαζόμαστε για να διαβάσουμε την πληροφορία. Υπάρχει βέβαια κάποιος ενδιάμεσος, οι εταιρίες που παρέχουν υπηρεσίες διαδικτύου (στα αγγλικά λέγονται ISP- Internet Service Provider). Στην Ελλάδα για παράδειγμα έχουμε τον ΟΤΕ, την Vodafone, την Wind, την Forthnet, κλπ. Η πληροφορία φεύγει από το σπίτι μας, πηγαίνει σε ένα βρόχο (ας πούμε πως είναι μια διασταύρωση) που ανήκει στον πάροχο μας και αυτός διαχειρίζεται αυτή την πληροφορία, έτσι ώστε να πάρουμε πίσω την πληροφορία που χρειαζόμαστε. Ο πάροχος μας μπορεί να ρυθμίσει πόσο γρήγορα θα κινηθεί η πληροφορία.
Εδώ πρέπει να πούμε ότι η ταχύτητα που προσφέρει η σύνδεσή μας δεν έχει καμία σχέση με το net neutrality. Δηλαδή το γεγονός ότι εμείς πληρώνουμε κάποια χρήματα παραπάνω για να έχουμε μια πιο γρήγορη σύνδεση έχει να κάνει μόνο με την δυνατότητα να στέλνουμε πολλά πακέτα συγχρόνως. Πληρώνουμε δηλαδή κατά κάποιο τρόπο την υποδομή η οποία έχει κατασκευαστεί έξω από το σπίτι μας και έχει ένα κόστος συντήρησης, λειτουργίας και την χρησιμοποιούμε με ένα διαφορετικό εύρος ανάλογα με τη σύνδεση μας. Δε σημαίνει δηλαδή ότι επειδή κάποιος πληρώνει για vdsl θα έχει προνομιακή μεταχείριση των πακέτων του στο δίκτυο. Όπως είπαμε και πιο πριν, όταν φύγουν τα πακέτα από το σπίτι μας, μέσα στο δίκτυο του παρόχου, έχουν όλα την ίδια μεταχείριση. Αυτό που διαφέρει μεταξύ των διαφορετικών συνδέσεων, είναι ότι κάποιος μπορεί να στέλνει ταυτόχρονα περισσότερα πακέτα (μεγαλύτερο όγκο δεδομένων). Δεν έχει όμως να κάνει με το πόσο γρήγορα θα κινηθούν αυτά τα πακέτα από την ώρα που θα βρεθούν μέσα στο δίκτυο του παρόχου.
***
Ο πάροχος της υπηρεσίας, ελέγχει την πληροφορία και μπορεί να διαχειριστεί το πώς αυτή η πληροφορία θα φτάσει από το ένα άκρο στο άλλο. Μέχρι τώρα (στην Ευρώπη αυτό εξακολουθεί να ισχύει, ενώ στις ΗΠΑ άλλαξε πρόσφατα) υπάρχει η πρακτική του «κοινού παρονομαστή», που απαγόρευε στους παρόχους να διακρίνουν την πληροφορία βάσει του προορισμού, της προέλευσης, του περιεχομένου, ή άλλου χαρακτηριστικού της. Αυτό που άλλαξε πρόσφατα στις ΗΠΑ, είναι ότι η ανεξάρτητη αρχή η οποία καθορίζει τις πολιτικές γύρω από το διαδίκτυο (FCC – «Ομοσπονδιακή Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών») αποφάσισε ότι από τις 23 Απρίλη 2018, οι πάροχοι διαδικτύου δεν είναι πλέον υποχρεωμένοι να διαχειρίζονται όλα τα πακέτα με τον ίδιο τρόπο, αλλά μπορούν να τα κατηγοριοποιούν με τον τρόπο που θέλουν. Μπορούν για παράδειγμα να μπλοκάρουν, να καθυστερούν, ή να βάζουν σε προτεραιότητα το περιεχόμενο που θέλουν.
Αυτή είναι η κατάργηση της διαδικτυακής ουδετερότητας, γύρω από την οποία υπήρξε μεγάλη συζήτηση στις ΗΠΑ το τελευταίο διάστημα. Υπήρξαν μάλιστα δημοφιλείς εκπομπές, όπως αυτή του Τζον Όλιβερ, οι οποίες προσπάθησαν να εξηγήσουν στον κόσμο γιατί είναι σημαντική η διαδικτυακή ουδετερότητα και γιατί δεν είναι τόσο απλό όσο παρουσιάζεται από μια σειρά μέσα, τα οποία προσπαθούν να πείσουν ότι το θέμα είναι απλά οικονομικό: «Εντάξει, θα πληρώσω μερικά δολάρια παραπάνω και θα έχω και πάλι την ίδια υπηρεσία».
Γενικά υπάρχει μία σύγχυση γύρω από το θέμα κι αυτό ισχύει ακριβώς επειδή ο περισσότερος κόσμος έχει στο μυαλό του ότι έτσι κι αλλιώς πληρώνει ένα συγκεκριμένο ποσό για ένα συγκεκριμένο πακέτο υπηρεσιών, επομένως το μόνο που θα αλλάξει θα είναι μια μικρή αύξηση του κόστους του συγκεκριμένου πακέτου. Αυτό δεν ισχύει.
Στο μεταξύ στην Ευρώπη η διαδικτυακή ουδετερότητα παραμένει, είναι ευρωπαϊκός νόμος και μέχρι στιγμής τουλάχιστον δεν ακούγεται κάτι σε σχέση με σχεδιασμούς για αλλαγές σε κάποια χώρα ή στο σύνολο της ηπείρου. Στις ΗΠΑ η αλλαγή αυτή προωθήθηκε για να ωφεληθούν βασικά οι πάροχοι υπηρεσιών internet. Πως όμως θα γίνει αυτό; Ας πάμε ένα βήμα πίσω…
***
Ας δούμε το παράδειγμα κάποιων υπηρεσιών όπως η Google ή το Netflix. Πρόκειται για δύο υπηρεσίες οι οποίες παράγουν τεράστιο όγκο δεδομένων και χρησιμοποιούν ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του internet προκειμένου να διαμοιράσουν αυτή την πληροφορία, από την οποία βγάζουν λεφτά. Όταν κάποιος θέλει να δει ένα επεισόδιο του Netflix, αυτό που συμβαίνει είναι ότι ένα πακέτο πληροφοριών φεύγει από τον υπολογιστή του, ζητώντας την αντίστοιχη πληροφορία. Το πακέτο αυτό μπαίνει στο δίκτυο (ας φανταστούμε ένα συννεφάκι μέσα στο οποίο κινείται) βρίσκει το server του Netflix και η πληροφορία γυρνάει πίσω.
Το Netflix όμως, σαν πάροχος αυτού του περιεχομένου, προκειμένου να μην επιβαρύνει το ίδιο συννεφάκι το οποίο χρησιμοποιείται από τον περισσότερο κόσμο και επειδή το ίδιο χρησιμοποιεί ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του δικτύου, σε πολλές περιπτώσεις, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, αυτό που κάνει είναι ότι συνδέεται απευθείας με τους παρόχους του internet. Δηλαδή, μεγάλες επιχειρήσεις όπως η Google, το Netflix ή η Amazon, συνδέονται απευθείας με τους παρόχους και διαθέτουν το περιεχόμενο τους πιο άμεσα. Αυτό κατά κάποιον τρόπο είναι ήδη μια παραβίαση του net neutrality, γιατί οι εταιρείες αυτές έχουν ιδιωτικές γραμμές με πολύ μεγαλύτερη χωρητικότητα σε σχέση με τις γραμμές που χρησιμοποιούνται μαζικά από τον κόσμο. Η παραβίαση αυτή όμως, στην ουσία λειτουργεί κατά κάποιο τρόπο προς όφελός των καταναλωτών, γιατί μπορούμε να έχουμε πρόσβαση σε αυτή την πληροφορία χωρίς να επιβαρύνεται το δίκτυο το οποίο ήδη χρησιμοποιούμε εμείς, το «κοινό» δίκτυο, αν θέλουμε να το πούμε έτσι.
Προφανώς οι εταιρείες πληρώνουν για αυτή την υπηρεσία, αλλά το κόστος είναι μικρό σε σχέση με τα οικονομικά τους μεγέθη. Επομένως συμφέρει και τους ίδιους, γιατί με μικρό κόστος, διαμοιράζουν το περιεχόμενό τους πιο εύκολα και πιο γρήγορα, επομένως η υπηρεσία τους γίνεται πιο ελκυστική, αφού αυξάνεται η ταχύτητα και η ποιότητά τους.
***
Αυτό που ισχύει από εδώ και στο εξής στις ΗΠΑ, είναι ότι οι πάροχοι του internet θα μπορούνε να κάνουνε διάκριση στο περιεχόμενο που μπορούν να δουν οι χρήστες και παρόλο που κάποιος έχει μια σύνδεση που του επιτρέπει να δει το περιεχόμενο του Netflix σε full hd (high definition – υψηλή ανάλυση) ο πάροχος θα μπορεί να του απαγορεύσει να δει το περιεχόμενο αυτό στην ποιότητα που θέλει, αν δεν έχει πληρώσει το full πακέτο. Θα πρέπει να πληρώσει δηλαδή κάτι παραπάνω. Ή μπορεί να πει πως το πακέτο που έχει αγοράσει κάποιος, δεν του δίνει τη δυνατότητα πρόσβασης σε κάποια site. Θα έχουν επίσης το δικαίωμα να μπλοκάρουν την πρόσβαση σε οποιοδήποτε περιεχόμενο θέλουν.
Μπορούν για παράδειγμα να μπλοκάρουν πληροφορίες με πολιτικό περιεχόμενο, όπως π.χ. μια απεργία. Ας σκεφτούμε για παράδειγμα τις κινητοποιήσεις της «Αραβικής Άνοιξης» , οι οποίες οργανώθηκαν σε μεγάλο βαθμό μέσω internet. Η πληροφορία κυκλοφορούσε μέσω internet, ο συντονισμός γινόταν μέσω internet. Με τη νέα κατάσταση, αυτού του είδους οι πληροφορίες θα μπορούν να μπλοκάρονται και να παρεμποδίζεται η πρόσβαση των χρηστών σε αυτές.
Επίσης, αν ο πάροχος έχει κάποιον ανταγωνιστή, ή θέλει να προμοτάρει κάποια δική του υπηρεσία μπορεί να επωφεληθεί από την παραπάνω κατάσταση. Εδώ είναι το κυριότερο σημείο, ο λόγος για τον οποίο οι πάροχοι στις ΗΠΑ ήθελαν τόσο πολύ την κατάργηση της ουδετερότητας – γιατί αν μπουν οι ίδιοι στην αγορά παροχής περιεχομένου, αν γίνουν κάποιου είδους Netflix ή Amazon, τότε θα μπορούν να κάνουν μιας μορφής μποικοτάζ στους άλλους παρόχους περιεχομένου. Μπορούν να τους εκβιάζουν λέγοντας «Πληρώστε εμένα για να διαμοιράζεται το περιεχόμενό σας στους καταναλωτές εύκολα και γρήγορα». Ή μπορούν να μπλοκάρουν το περιεχόμενο των άλλων παρόχων, προκειμένου να προωθούν το δικό τους.
***
Το μεγαλύτερο πρόβλημα με την κατάργηση του net neutrality στις ΗΠΑ, είναι ότι ανοίγει μια πόρτα μέσω της οποίας οι βασικοί πάροχοι internet (ανάμεσα στους οποίους βρίσκονται ονόματα όπως η Comcast, η Charter, η AT&T, η Verizon κ.α.) να γίνουν κολοσσοί, οι οποίοι θα ελέγχουν το τι θα κυκλοφορεί στο internet, χωρίς να υπάρχει κανένας έλεγχος από το κράτος, ή από κάποια ανεξάρτητη αρχή. Αυτό είναι το σημαντικότερο διακύβευμα στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Επιπλέον, ως προς το περιεχόμενο, είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι δε θα υπάρχει ελευθερία λόγου. Όχι από την άποψη του ότι δεν θα μπορεί ο καθένας να αναρτά ότι θέλει στο ίντερνετ, αλλά από την άποψη ότι η πληροφορία αυτή δεν θα είναι το ίδιο εύκολα προσβάσιμη όπως σήμερα. Θα χαθεί αυτό το βασικό χαρακτηριστικό του διαδικτύου, ότι είναι δηλαδή ανοιχτό, δημοκρατικό και ελεύθερο. Από δω και στο εξής στις ΗΠΑ, θα υπάρχει κάποιος ο οποίος είτε με βάση το κέρδος του, είτε για πολιτικούς – ιδεολογικούς λόγους, θα μπορεί να φιλτράρει την πληροφορία και να μπλοκάρει την πρόσβαση σε αυτή ή να την κάνει εξαιρετικά αργή και άρα δύσχρηστή.
Έτσι, εδώ το ερώτημα δεν είναι οι γρήγορες γραμμές όπως τις έχουμε στο μυαλό μας. Είναι το αν κάποιος θα μπορεί να φιλτράρει την πληροφορία και να ελέγχει την πρόσβαση σε αυτή και την ταχύτητα με την οποία κινείται. Καταργώντας το net neutrality δίνεται η δυνατότητα στους παρόχους να ελέγχουν το internet. Όπως καταλαβαίνουμε, αυτό έχει προεκτάσεις πολιτικές, κοινωνικές, κλπ. Ιδιαίτερα σε μια κοινωνία όπως αυτή των ΗΠΑ, η οποία βασίζεται σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό στην ενημέρωση μέσω internet, οι πάροχοι θα καθορίζουν την καθημερινή ζωή των πολιτών. Για παράδειγμα, ειδήσεις οι οποίες είναι ενάντια στην κυβέρνηση, μπορεί πολύ εύκολα να μπλοκάρονται, μέσω της συνεργασίας της με τους παρόχους.
***
Αυτό βέβαια γίνεται έτσι κι αλλιώς σε κάποιες περιπτώσεις. Υπάρχει το καλόβουλο σενάριο. Μπορεί π.χ. να έχουμε μια ομάδα χάκερ, οι οποίοι βομβαρδίζουν με πληροφορίες ένα συγκεκριμένο κέντρο, προκειμένου να μην είναι προσβάσιμο από κανέναν άλλο χρήστη. Αυτό που κάνουν στην ουσία, είναι ότι «πλημμυρίζουν το δρόμο» ο οποίος πηγαίνει σε αυτό το κέντρο, έτσι, οποιοσδήποτε προσπαθήσει να αποκτήσει πρόσβαση στο κέντρο δε θα μπορεί να το κάνει. Στις περιπτώσεις αυτές, οι πάροχοι (και αυτό είναι κάτι που γίνεται και στα πλαίσια του net neutrality) διαπιστώνουν σε ποιο δρόμο βρίσκεται η κακόβουλη κίνηση η οποία μπλοκάρει το κέντρο και την ανακατευθύνουν σε ένα άλλο σημείο, ας πούμε σε μια μαύρη τρύπα, ένα σημείο του δικτύου δηλαδή στο οποίο δεν επιδρά αρνητικά.
Υπάρχουν όμως και κακές περιπτώσεις, όπως π.χ. συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό στην Κίνα, στην Τουρκία, στο Ιράν, σε απολυταρχικά καθεστώτα, τα οποία μπλοκάρουν την πληροφορία για δικούς τους (πολιτικούς) λόγους. Για παράδειγμα στην Κίνα, δεν υπάρχει πρόσβαση στο facebook, στη Google και προφανώς σε μια σειρά site τα οποία κάνουν κριτική στο καθεστώς. Αυτό βέβαια, από τεχνική άποψη γίνεται με άλλο τρόπο, αλλά η λογική είναι ίδια.
***
Οι υποστηρικτές της κατάργησης του neutrality στις ΗΠΑ, απαντάνε μόνο στην κριτική που δέχονται για την ενδεχόμενη αύξηση του κόστους για τους χρήστες και όχι στην ουσία, με το ποιος δηλαδή θα καθορίζει την πρόσβαση στην πληροφορία. Για το θέμα του κόστους, υποστηρίζεται ότι δε θα δημιουργηθεί πρόβλημα, γιατί ο ανταγωνισμός που θα προκύψει ανάμεσα στους παρόχους θα εξαλείψει τις μεγάλες αυξήσεις. Προτείνεται επίσης να ανοίξει η αγορά παροχής internet, η οποία αυτή τη στιγμή δεν είναι ακριβώς «ανοιχτή». Για παράδειγμα, η Google, η οποία προσπάθησε να γίνει και πάροχος internet (και όχι μόνο πάροχος περιεχομένου που είναι σήμερα) δεν κατάφερε να το κάνει στο ευρύ κοινό, παρά μόνο σε λίγες πολιτείες, στις οποίες κατάφερε να έρθει σε συνεννόηση με τις τοπικές κυβερνήσεις. Γενικά η αγορά των ΗΠΑ είναι κλειστή, με 2-3 μεγάλες εταιρείες – παρόχους και αρκετές ακόμη μικρότερες. Στην ουσία όμως, στα μεγάλα αστικά κέντρα, ο καταναλωτής είναι υποχρεωμένος να επιλέξει ανάμεσα στις μεγαλύτερες (Comcast, Charter, AT&T). Ουσιαστικά, ακόμη κι αν η υπηρεσία είναι κακή, δεν υπάρχουν πολλές επιλογές.
Επομένως, το επιχείρημα ότι ο ανταγωνισμός θα εξομαλύνει την αγορά και θα λύσει την οικονομική πτυχή του προβλήματος δε στέκει (και βέβαια δε συζητάμε καν για την πτυχή του ελέγχου της πληροφορίας). Υπάρχουν πολλά παραδείγματα καρτέλ παρόχων, ακόμη κι αν δούμε την περίπτωση της Ελλάδας, όπου υποτίθεται ότι η αγορά έχει ανοίξει, αλλά στην ουσία οι πάροχοι έχουν τις ίδιες τιμές. Μπορεί κάποιοι να κάνουν κάποιες μικρές εκπτώσεις, αλλά στην ουσία η τιμή είναι ίδια. Στην πραγματικότητα, στην Ελλάδα απλά έχασε ο ΟΤΕ, προκειμένου να αναπτυχθούν οι υπόλοιποι πάροχοι. Δεν υπάρχει επομένως θέμα ανταγωνισμού, αλλά θέμα συμφερόντων που θέλει να εξυπηρετήσει το κάθε κράτος.
***
Αν ανοίξει ο ανταγωνισμός στις ΗΠΑ, θα δοθούν σίγουρα κάποιες παραπάνω επιλογές στους χρήστες, αλλά στην πραγματικότητα το πρόβλημα δε θα λυθεί, αφού αυτό που θέλουν να κάνουν όλοι οι πάροχοι είναι να αυξήσουν τα κέρδη τους, επομένως το παιχνίδι θα είναι εξ’ αρχής στημένο.
Από τη σκοπιά της Αριστεράς, αυτό που πρέπει να υποστηρίξουμε για το διαδίκτυο, είναι πως πρέπει να είναι ελεύθερο, η πληροφορία να είναι προσβάσιμη απ’ όλους, και βέβαια το περιεχόμενό του να είναι ανοιχτό και να μην υπόκειται σε κανενός είδους μπλοκάρισμα ή φιλτράρισμα, ανάλογα με τα συμφέροντα μιας εταιρείας, ή την πολιτική σκοπιμότητα κάποιας κυβέρνησης. Υπάρχουν κάποιοι αστερίσκοι, ως προς τη λειτουργικότητα του δικτύου, που πρέπει να είναι εξασφαλισμένη. Επομένως, σε περιπτώσεις όπως αυτή μιας κακόβουλης επίθεσης σε συγκεκριμένους κόμβους, πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα επέμβασης στο δίκτυο, σε καμία περίπτωση όμως, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό το μπλοκάρισμα της πληροφορίας από τμήματα, ή από το σύνολο των χρηστών. Η επιβολή τέτοιων μέτρων δημιουργεί το τέλειο έδαφος για τη δράση απολυταρχικών καθεστώτων, όπως και για ένα απολυταρχικό μοντέλο αγοράς. Ο έλεγχος της πληροφορίας από λίγους, μπορεί να επηρεάσει σε πολύ μεγάλο βαθμό την άσκηση πολιτικής στο σύνολό της.
Τόσο στις ΗΠΑ, όσο και στην Ευρώπη και στις υπόλοιπες χώρες του κόσμου, το μεγαλύτερο κομμάτι του δικτύου στο οποίο διαμοιράζεται η πληροφορία έχει πληρωθεί από την κοινωνία, συντηρείται από την κοινωνία, επομένως πρέπει και να ανήκει στην κοινωνία. Η ίδια η κοινωνία πρέπει να το διαχειρίζεται και να αποφασίζει πως θα κυκλοφορεί και θα διανέμεται η πληροφορία, προκειμένου να αξιοποιήσει τις δυνατότητες του δικτύου προς όφελός της. Στην Ελλάδα για παράδειγμα, όταν αποφάσισαν να ανοίξουν την αγορά, απαγόρευσαν στον ΟΤΕ να βγάζει κέρδη από τις υπηρεσίες του, παρά το γεγονός ότι ήταν οι πιο ποιοτικές. Τον υποχρέωσαν να κρατήσει ψηλά τις τιμές του, προκειμένου να μπούνε κι άλλοι παίκτες στην αγορά, στους οποίους μάλιστα αναγκάστηκε να νοικιάσει τις γραμμές του σε χαμηλή τιμή. Όλα αυτά, προς όφελος των ιδιωτών, οι οποίοι πλούτισαν πάνω στην επένδυση που είχε κάνει η ελληνική κοινωνία στις υποδομές που απαιτούνται για να λειτουργήσει το δίκτυο.
Σε μια εποχή που το internet παίζει όλο και μεγαλύτερο ρόλο στις ζωές μας, από την επικοινωνία μέχρι την ενημέρωση, αυτές οι αλλαγές που προωθούνται μας αφορούν όλους. Και πρέπει να διεκδικήσουμε ένα ελεύθερο διαδίκτυο με δημόσιες υποδομές, προκειμένου να μην ελέγχουν τις ζωές μας πολυεθνικές ή δικτατορίες.