Η στενή συνεργασία Ρωσίας και Τουρκίας είναι πια δεδομένη. Είναι πολύ πιθανό κάποια από αυτά που έχουν εξαγγείλει, ειδικά τα σχετικά χρονοδιαγράμματα, να αποδειχτούν ανακριβή, αλλά αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι αναπτύσσεται μια συνεργασία που έχει βάθος και προοπτική.
Μετά την τελευταία επίσκεψη του Πούτιν στην Τουρκία, στις αρχές Απρίλη, είχαμε την επικύρωση δυο πολύ σημαντικών συμφωνιών: από τη μια την αγορά του ρωσικού αντιπυραυλικού συστήματος S-400 από τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις και από την άλλη το χτίσιμο (κατ’ αρχήν ενός και στη συνέχεια και άλλων) εργοστασίου πυρηνικής ενέργειας για την παραγωγή ηλεκτρισμού. Μιλάμε για συμφωνίες δεκάδων δισ. δολαρίων, αλλά η σημασία τους δεν είναι μόνο οικονομική. Αντανακλά και δυο σημαντικές αλλαγές στις γεωστρατηγικές ισορροπίες στην περιοχή.
Ένας όλο και πιο ασταθής κόσμος
Η πρώτη αλλαγή είναι η δυναμική επανεμφάνιση της Ρωσίας σαν ένας πολύ σημαντικός γεωπολιτικός παίκτης κάτι που εδραιώθηκε με τη δυναμική παρέμβασή της στον Συριακό εμφύλιο πόλεμο τα προηγούμενα χρόνια και που συνεχίζεται.
Αυτό στην πραγματικότητα αντανακλά την εξασθένιση της αμερικανικής ηγεμονίας σε παγκόσμιο επίπεδο πράγμα που σε συνδυασμό με την ανάδειξη της Κίνας σε υπερδύναμη, σημαίνει το τέλος της «Παξ Αμερικάνα» που είχε διακηρυχθεί με τυμπανοκρουσίες μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1990-91.
Η ύπαρξη, σήμερα, ενός πολυπολικού κόσμου, με πολλαπλά κέντρα ισχύος, όπως των ΗΠΑ, της Κίνας, της ΕΕ, της Ιαπωνίας, και της Ρωσίας, δημιουργεί συνθήκες περαιτέρω αστάθειας και ανισορροπιών στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα.
Η Τουρκία ανακατεύει την τράπουλα
Η δεύτερη σοβαρή γεωστρατηγική ανατροπή είναι η όλο και μεγαλύτερη απομάκρυνση της Τουρκίας από την ομπρέλα των Δυτικών χωρών, του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ.
Χρειάζεται να θυμόμαστε πως μέχρι την άνοδο του τουρκικού πολιτικού Ισλάμ[1] στην εξουσία το 2003, όταν Ερντογάν εκλέχτηκε για πρώτη φορά πρωθυπουργός, η Τουρκία ήταν ο χωροφύλακας των Δυτικών-Νατοϊκών-Αμερικανικών συμφερόντων στην περιοχή. Ήταν στενός συνεργάτης του Ισραήλ και απέναντι στον Αραβικό και Μουσουλμανικό κόσμο της Μέσης Ανατολής.
Τα προβλήματα στις σχέσεις με την Τουρκία του Ερντογάν φάνηκαν αμέσως μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης το 2003, με αφορμή τον πόλεμο του Ιράκ την ίδια χρονιά. Η κυβέρνηση Ερντογάν είχε δείξει ιδιαίτερη απροθυμία στο να αφήσει να χρησιμοποιηθούν οι βάσεις της για να εξαπολυθούν αεροπορικές επιδρομές ενάντια στο Ιράκ από τη συμμαχία που είχαν δημιουργήσει γι’ αυτό το σκοπό οι Αμερικανοί. Η διάσταση αυτή με την πάροδο του χρόνου μεγάλωνε μέχρι που φτάσαμε στο σήμερα.
Ο παράγοντας «Κούρδοι»
Σημαντικό στοιχείο στην αποκλίνουσα πορεία Τουρκίας και Δυτικών έπαιξε το θέμα των Κούρδων, παρότι δεν ήταν το μοναδικό.
Η παρέμβαση της Δυτικής συμμαχίας στη Μέση Ανατολή, και ειδικά στο Ιράκ το 2003 και στη Συρία το 2011, έδωσε αέρα στο κίνημα των Κούρδων που παλεύει για το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του κουρδικού λαού – δηλαδή για τη δημιουργία ανεξάρτητου κουρδικού κράτους.
Το κουρδικό κίνημα, έχοντας δεχθεί καίριο πλήγμα μετά τη σύλληψη και φυλάκιση του Αμπντουλάχ Οτσαλάν, του πιο προβεβλημένου ηγέτη του, το 1999, στράφηκε το 2003 στην υποστήριξη της παρέμβασης των Δυτικών ενάντια και στον Σαντάμ Χουσεΐν στο Ιράκ και στον Μπασάρ αλ Άσαντ στη Συρία.
Είχαμε κι εδώ μια σημαντική αναδιάταξη: Οι Κούρδοι, ένας λαός περίπου 40 εκατομμυρίων με παραδοσιακή αντιιμπεριαλιστική στάση και μαζικά αριστερά αντάρτικα κινήματα, άρχισαν να στρέφονται προς τους Δυτικούς. Ένα σημαντικό τμήμα του κουρδικού κινήματος παραμένει ασφαλώς αριστερό και πολύ μαχητικό, όμως η γενική εικόνα των κουρδικών κινημάτων αντίστασης άρχισε από τον πόλεμο στο Ιράκ 2003 και μετά να αλλάζει.
Οι Κούρδοι του Ιράκ απέκτησαν σημαντική αυτονομία, σε βαθμό που οι Κούρδοι διεθνώς να νοιώθουν ότι για πρώτη φορά στην ιστορία τους είχαν μια «δική τους γη» κι ότι η δημιουργία ανεξάρτητου κράτους ήταν θέμα χρόνου.
Ο πόλεμος στη Συρία ενίσχυσε τις ελπίδες του κουρδικού κινήματος για αυτοδιάθεση. Το Φθινόπωρο του 2014 οι Κούρδοι έδωσαν τη μάχη του Κομπάνι όπου για πρώτη φορά ηττήθηκε ο στρατός του Ισλαμικού Κράτους και σταμάτησε η προέλασή του. Μετά το Κομπάνι οι Κούρδοι ηρωοποιήθηκαν διεθνώς.
Οι Κούρδοι στο Δυτικό Κουρδιστάν, που στα Κουρδικά ονομάζεται Ροτζάβα (οι κουρδικές περιοχές στη Βόρεια Συρία) απέκτησαν μεγάλη αυτονομία με σημαντικά στοιχεία λαϊκής συμμετοχής, καθώς δεν υπήρχε κάποιο κράτος ή αρχή που να καλύψει το κενό που είχε δημιουργήσει ο πόλεμος.
Οι εξελίξεις στο Κουρδικό αποτελούσαν θανάσιμο κίνδυνο για το Τουρκικό κατεστημένο. Η τουρκική άρχουσα τάξη πολέμησε με λύσσα ενάντια στην προσπάθεια των Κούρδων της Τουρκίας (που αναλογούν στο 20 – 25 % του συνολικού τουρκικού πληθυσμού) να δημιουργήσουν δικό τους κράτος και να αποσπαστούν από την Τουρκία. Αυτό τον κίνδυνο θεώρησε πως τον είχε αποσοβήσει με τη σύλληψη του Οτσαλάν που πάγωσε το κίνημα των Κούρδων για μεγάλο διάστημα. Όμως η δημιουργία ενός κουρδικού κράτους, ακόμα και μικρού στα νότια και ανατολικά σύνορα της Τουρκίας με τη Συρία και το Ιράκ, θα σήμαινε αναβίωση του αιτήματος της αυτοδιάθεσης των Κούρδων της Τουρκίας. Οι οποίοι μάλιστα, σ’ αυτή την περίπτωση, θα μπορούσαν να έχουν και την στήριξη ενός γειτονικού κουρδικού κράτους, που να τους παρέχει κάλυψη καθώς και οικονομικά και στρατιωτικά μέσα.
ΗΠΑ και Ρωσία πουλάνε τους Κούρδους – η κατάληψη της Αφρίν
Η Τουρκική άρχουσα τάξη και ο Ερντογάν έθεσαν το δίλημμα στους Δυτικούς αλλά και στους Ρώσους, με ωμό τρόπο: είτε με τους Κούρδους είτε μαζί μας. Και οι Δυτικοί και οι Ρώσοι, απάντησαν «μαζί σας» κι εγκατέλειψαν τους Κούρδους.
Έτσι παρά τον καταλυτικό ρόλο που έπαιξαν οι Κούρδοι στην στρατιωτική συντριβή του Ισλαμικού Κράτους, αφέθηκαν στο έλεος των Τουρκικών στρατευμάτων που το Γενάρη της τρέχουσας χρονιάς επιτέθηκαν στην κουρδική πόλη Αφρίν και την κατέλαβαν μετά από δύο μήνες πολιορκία.
Δεν είναι μόνο ότι η Δυτική συμμαχία υπό τις ΗΠΑ και η Ρωσία δεν έκαναν τίποτα για να σταματήσουν τον τουρκικό στρατό ενάντια στους Κούρδους συμπολεμιστές τους, η Ρωσία έκανε κι ένα βήμα παραπέρα: επέτρεψε την ελευθερία πτήσεων των τουρκικών μαχητικών αεροσκαφών πάνω από την Αφρίν (μια εναέρια περιοχή που στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας ελέγχει η ρωσική αεροπορία) για να κτυπάνε τις κουρδικές θέσεις.
Η απόφαση των ΗΠΑ και της Ρωσίας να επιλέξουν την Τουρκία απέναντι στους Κούρδους, ήταν αναμενόμενη. Μόνο αφελείς (και δυστυχώς πολλοί Κούρδοι ήταν όντως αφελείς πάνω στο θέμα αυτό) θα μπορούσαν να πιστεύουν πως οι μεγάλες δυνάμεις θα ερχόντουσαν σε σύγκρουση με την Τουρκία για χάρη του κουρδικού λαού, τη στιγμή που η πρώτη είναι η πιο ισχυρή οικονομικά και στρατιωτικά χώρα της περιοχής και με μια τεράστια εσωτερική αγορά 80 εκατομμυρίων ανθρώπων.
Το νέο πλήγμα που έχει δεχθεί το κουρδικό κίνημα, μετά από ένα ολόκληρο αιώνα αγώνων, αποτελεί απόδειξη ότι το Κουρδικό πρόβλημα (δηλαδή η αυτοδιάθεση των Κούρδων και η δημιουργία κουρδικού κράτους) δεν μπορεί να λυθεί μέσα στα πλαίσια του καπιταλισμού. Μπορεί να λυθεί μόνο μέσα από την κοινή πάλη του κουρδικού λαού με τους λαούς των γειτονικών χωρών, στη βάση ενός σοσιαλιστικού προγράμματος και για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της περιοχής.
Κυπριακή ΑΟΖ
Η ανακάλυψη σημαντικών κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην κυπριακή ΑΟΖ[2] δημιουργεί νέες ανατροπές στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας. Το φυσικό αέριο ενισχύει την κυβέρνηση του Νίκου Αναστασιάδη απέναντι και στην Τουρκοκυπριακή και Τουρκική πλευρά, κάνοντας τη στάση του (Αναστασιάδη) περισσότερο αδιάφορη στο αν θα υπάρξει κάποια λύση ή όχι, και πιο «αδιάλλακτη» στο επίπεδο των διαπραγματεύσεων.
Ακόμα χειρότερα για το τουρκικό κατεστημένο υπάρχει μια σοβαρή πιθανότητα (με βάση το τι συζητείται δημόσια αυτή την περίοδο) το κυπριακό φυσικό αέριο να αξιοποιηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση για να λύσει προβλήματα ενέργειας των χωρών μελών και για να μειώσει την εξάρτηση της από τη Ρωσία και την Κασπία. Η δημιουργία ενός αγωγού από την Κύπρο, στην Κρήτη, στην ηπειρωτική Ελλάδα και στη συνέχεια στην Ευρώπη, όπως συζητείται, μειώνει τη σημασία αγωγών που θα ξεκινούν από την Κασπία θάλασσα και θα κατευθύνονται στην Ευρώπη μέσω Τουρκίας. Αυτό, με δυο λόγια, αποτελεί σημαντικό πλήγμα και οικονομικά και από σκοπιά γεωπολιτικής σημασίας για την τουρκική άρχουσα τάξη.
Αυτή η γενική κατάσταση προκαλεί την οργή της Τουρκίας η οποία όμως δεν βρίσκει ανταπόκριση στους Δυτικούς παραδοσιακούς συμμάχους της για ένα απλό λόγο: το κυπριακό φυσικό αέριο θα το εκμεταλλευτούν δυτικές εταιρείες – η αμερικανική Exxon Mobil, η γαλλική Total, η ιταλική ENI κοκ.
Σαν αποτέλεσμα αυτής της πίεσης η Τουρκία αντιδρά βίαια, στέλνοντας πολεμικά πλοία που δεσμεύουν περιοχές της κυπριακής ΑΟΖ (κατά κύριο λόγο αυτές που είναι προς τη μεριά της Τουρκίας και της Ανατολικής Κύπρου) για δικές της έρευνες και διώχνοντας τα ιταλο-γαλλικά γεωτρύπανα. Οι Δυτικοί αντέδρασαν, κι έτσι όταν η αμερικανική ExxonMobil ξεκίνησε εργασίες στο «οικόπεδο 10»της κυπριακής ΑΟΖ (ανάμεσα στη νότιο Κύπρο, το Ισραήλ και την Αίγυπτο) ο αμερικανικός 6ος στόλος προσέγγισε την κυπριακή ΑΟΖ «στα πλαίσια προγραμματισμένης άσκησης» όπως ανακοινώθηκε. Για όλες τις πλευρές όμως η παρουσία του 6ου στόλου σηματοδοτούσε κάλυψη των εργασιών της ExxonMobil.
Τουρκία: ισορροπία σε τεντωμένο σχοινί;
Τα πιο πάνω αποτελούν στοιχεία που εξηγούν εν μέρει τη στροφή της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Σ’ αυτά θα πρέπει να προσθέσουμε και τη στροφή της Τουρκίας στους μουσουλμανικούς ιδιαίτερα τους αραβικούς πληθυσμούς για οικονομικούς λόγους: Οι μουσουλμάνοι αποτελούν 1,2 δισ. ανθρώπους στον πλανήτη, η Τουρκία είναι μια σημαντική, παρότι δεύτερης γραμμής, βιομηχανική χώρα και η χρησιμοποίηση της κοινής θρησκείας για να αναπτύξει τις εμπορικές της δραστηριότητες είναι σίγουρα ένα έξτρα «όπλο» στην υπηρεσία της.
Αξιοποιώντας τη θέση και ισχύ της η Τουρκία επιδιώκει μια πολιτική που να παίρνει από τους Δυτικούς όσα περισσότερα μπορεί. Έτσι, ενισχύει το «παζάρι» της με τους Δυτικούς κάνοντας ανοίγματα προς τη Ρωσία που παραμένει ένας μεγάλος ανταγωνιστής των δυτικών συμφερόντων σε τοπικό και διεθνές επίπεδο.
Η πολιτική αυτή είναι όμως επικίνδυνη για το τουρκικό κατεστημένο, καθώς τείνει να απομακρύνει τους Δυτικούς από την Τουρκία και να τους στρέψει στην αναζήτηση νέων ισορροπιών στα πλαίσια των παλιών συμμαχιών τους. Για την ελληνική άρχουσα τάξη αυτή είναι μια ευπρόσδεκτη εξέλιξη. Για την τουρκική άρχουσα τάξη σημαίνει μια περίοδο αρκετά ταραγμένη.
Ενδεικτικό της αστάθειας της Τουρκίας είναι το πραξικόπημα που επιχειρήθηκε ενάντια στον Ερντογάν τον Ιούλιο του 2016 από τμήματα του Στρατού. Επιπλέον, αυτή την αστάθεια αντανακλούν και οι δηλώσεις του ίδιου του Ερντογάν την τελευταία περίοδο, δηλώσεις όπως:
«είμαστε 81 εκατομμύρια, δεν θα μας πει κανείς τι θα κάνουμε», «θα έχουμε τρίτο πυρηνικό πόλεμο, ο τουρκικός λαός πρέπει να είναι προετοιμασμένος», «έχουμε 3,5 εκατομμύρια πρόσφυγες, αν ανοίξουμε τα σύνορα θα ψάχνετε τρύπες να κρυφτείτε», κι ακόμα ότι αν χρειαστεί να γίνει επιστράτευση όλου του λαού «θα πάει να καταταγεί πρώτος», για να μην αναφέρουμε τη δήλωσή του ότι θέλει να πεθάνει σαν μάρτυρας…
Αυτά δεν είναι σοβαρές δηλώσεις προερχόμενες από αρχηγό κράτους. Θυμίζουν καυγάδες και ψευτομαγκιές εφήβων… Ακόμα χειρότερα, θυμίζουν τον υπουργό άμυνας της χώρας που βρίσκεται απέναντι.
Ελλάδα: από «μαύρο πρόβατο», ένας «καλός» σύμμαχος
Για δεκαετίες και όσο καιρό η Τουρκία λειτουργούσε σαν χωροφύλακας των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων, η Ελλάδα ήταν το μαύρο πρόβατο της Δυτικής συμμαχίας. Με δυναμικά κοινωνικά κινήματα, με ένα μαχητικό εργατικό κίνημα και μια ισχυρή Αριστερά, με στενές σχέσεις με τον Αραβικό κόσμο και ενάντια στο Ισραήλ, χώρος θερμής υποδοχής των κυνηγημένων Κούρδων και άλλων από το τουρκικό καθεστώς, με έντονα αντιιμπεριαλιστικά συναισθήματα λόγω της Χούντας και της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, αποτελούσε μόνιμο πονοκέφαλο και μπελά για τους Δυτικούς και Νατοϊκούς συμμάχους.
Η πιο πάνω εικόνα έχει σήμερα αντιστραφεί. Ελλάδα και Κύπρος είναι τα «καλά παιδιά» για τη Δυτική Συμμαχία (ΗΠΑ και ΕΕ) ενώ αναπτύσσουν τις καλύτερες σχέσεις με τους χωροφύλακες των Δυτικών συμφερόντων στην περιοχή, το Ισραήλ και την Αίγυπτο. Ο ΣΥΡΙΖΑ πήγε να τους χαλάσει τη σούπα για ένα σύντομο διάστημα, αλλά πολύ σύντομα ενσωματώθηκε πλήρως, οπότε όλα καλά…
Τώρα, Ελλάδα και Κύπρος είναι με τους «καλούς» και η Τουρκία είναι ο «κακός» – η ΕΕ υποστηρίζει την Ελλάδα απέναντι στις τουρκικές προκλήσεις, ο 6ος στόλος προστατεύει το κυπριακό φυσικό αέριο και πάει λέγοντας… Σημαντικά τμήματα του πληθυσμού στην Ελλάδα και την Κύπρο νομίζουν ότι ξαφνικά «είμαστε με τους ισχυρούς»…
Εφησυχασμός στους εργαζόμενους; Δεν πρέπει!
Αυτή η εικόνα, της ΕΕ και του ΝΑΤΟ που δηλώνουν ευχαριστημένοι με τις ελληνικές κυβερνήσεις, δεν πρέπει να δημιουργεί κανένα εφησυχασμό! Πάνω απ’ όλα δεν πρέπει να δημιουργεί καμία αυταπάτη ότι τώρα πια «την έχουμε την Τουρκία» και αν τολμήσει να κτυπήσει θα το πληρώσει ακριβά.
Τέτοιου είδους «παλληκαριές» βλέπουμε κι ακούμε όχι από κάποιον τυχαίο αλλά από τον ίδιο τον Έλληνα υπουργό άμυνας.
«Δεν μας φοβίζουν και δεν μας γονατίζουν οι προκλήσεις του, οι απειλές του και οι ύβρεις του» είπε ο Καμμένος αναφερόμενος στον Ερντογάν. «Ίσα – ίσα, μας δυναμώνουν ακόμη περισσότερο. Αν έχουν τα κότσια ας τολμήσουν να αμφισβητήσουν έστω και ένα χιλιοστό».[3]
Και δείχνοντας την «ανωτερότητα» του απέναντι στον υβριστικό Ερντογάν, ανέφερε:
«Τι κανάλι επικοινωνίας; Εδώ μιλάμε για τον Ερντογάν που βγαίνει και βρίζει δημόσια… Ο άνθρωπος έχει τρελαθεί εντελώς. Τι να επικοινωνήσεις; Είναι αξιόπιστος συνομιλητής τώρα ο Ερντογάν;»
Επίσης ο Καμμένος έδειξε πως είναι πολύ καλός γνώστης της κατάστασης των τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων, ώστε να καθησυχάσει τον ελληνικό λαό.
«…να ξέρετε ότι η κατάσταση των τουρκικών δυνάμεων είναι απελπιστική αυτή τη στιγμή. Το 80% των τεθωρακισμένων τους είναι διαλυμένα, το 60% των δυνάμεων τους σε προσωπικό, σε πιλότους κλπ. βρίσκεται εκτός στρατεύματος…».[[4]
Είναι θέμα συζήτησης το ποιος είναι περισσότερο «τρελός». Αυτό που δεν είναι θέμα συζήτησης είναι ότι με δύο τέτοιους, τον ένα απέναντι από τον άλλο, έχουμε κάθε λόγο να ανησυχούμε.
Είναι γεγονός πως τα στρατιωτικά ισοζύγια ανάμεσα στις δύο χώρες δεν επιτρέπουν ένα μαζικό, εφ’ όλης της ύλης πόλεμο. Η Τουρκία έχει υπεροπλία αλλά περιορισμένη, σε όλα τα επίπεδα (δηλαδή στην αεροπορία, στο στρατό ξηράς, στο ναυτικό κλπ) απέναντι στην Ελλάδα. Αυτό δεν της επιτρέπει ένα νικηφόρο πόλεμο εφ’ όλης της ύλης γιατί ο επιτιθέμενος χρειάζεται πολύ μεγαλύτερη υπεροπλία από τον αμυνόμενο.
Το γεγονός βέβαια ότι δεν είναι λογικό να γίνει ένας πόλεμος δεν σημαίνει κιόλας πως αποκλείεται όταν αυτοί που κυβερνούν δεν μπορούν να συμπεριφερθούν με λογικό τρόπο.
Αυτό που δεν λέει ο Καμένος και ο κάθε φαφλατάς στρατιωτικός είναι ότι ακόμα και ένα περιορισμένο θερμό επεισόδιο (το οποίο όλοι αναγνωρίζουν σαν πιθανό) μπορεί να είναι εξαιρετικά καταστροφικό. Ποιος για παράδειγμα θα εμποδίσει μια γρήγορη και εύκολη επέλαση του τουρκικού στρατού στην Κύπρο; Τι θα γίνει με τη μειονότητα στη Θράκη αν οι παλληκαράδες Έλληνες εθνικιστές την κτυπήσουν – θα καθίσει η Τουρκία με σταυρωμένα χέρια; Μπορεί να μην είναι σε θέση η Τουρκία να καταλάβει εδάφη της ηπειρωτικής Ελλάδας αλλά τι θα την εμποδίσει να καταλάβει νησιά ή βραχονησίδες, ειδικά στις περιοχές των «γκρίζων ζωνών» που αμφισβητεί; Είναι σε θέση ο ελληνικός στρατός να προστατέψει πάνω από 2.000 νησιά και βραχονησίδες στο Αιγαίο;
Αυτή όμως είναι η μία πτυχή. Η άλλη είναι ότι σήμερα τα στρατιωτικά ισοζύγια δεν φαίνεται να επιτρέπουν μια μαζική επίθεση από τη μεριά της Τουρκίας – ειδικά όταν έχει ανοικτά μέτωπα στη Συρία, το Ιράκ και το Κουρδιστάν. Στο μέλλον όμως τι θα ισχύει;
Στους Έλληνες «επιτελάρχες» αρέσει να ξεχνούν πως η Τουρκία έχει πάνω από 7 φορές τον πληθυσμό της Ελλάδας και 4 φορές το ελληνικό ΑΕΠ και ότι αναπτύσσεται πληθυσμιακά και οικονομικά με πολύ πιο γρήγορους ρυθμούς απ’ ότι η Ελλάδα.
Και οι δύο χώρες ξοδεύουν τεράστια ποσά για τους εξοπλισμούς τους, όμως σε αναλογία ΑΕΠ η Ελλάδα ξοδεύει πολύ περισσότερα. Η Ελλάδα είναι δεύτερη μετά τις ΗΠΑ στους εξοπλισμούς σαν ποσοστό του ΑΕΠ. Πρόκειται δηλαδή για μια τεράστια αιμορραγία – και για τους δύο λαούς αλλά πολύ περισσότερο για την Ελλάδα. Πόσο καιρό λοιπόν θα αντέξει η ελληνική οικονομία αυτή την κούρσα;
Ας είμαστε ρεαλιστές
Ας σοβαρευτούμε λοιπόν, ας γίνουμε ρεαλιστές. Ανάμεσα στις δύο χώρες, Ελλάδα και Τουρκία υπάρχει ένας εξοντωτικός ανταγωνισμός για κυριαρχία και σφαίρες επιρροής στα Βαλκάνια και τον ευρύτερο χώρο της Εγγύς Ανατολής. Σήμερα ένας πόλεμος μπορεί να μην είναι το πιο πιθανό σενάριο, αλλά στο μέλλον αυτό δεν είναι καθόλου σίγουρο.
Και μπορεί να μην υπάρχει η πρόθεση για μετωπική σύγκρουση αλλά ακόμα και ένα «μικρό» θερμό επεισόδιο μπορεί εύκολα να τεθεί εκτός ελέγχου. Εξάλλου με τόσους «τρελούς» από τη μια και από την άλλη πλευρά, δεν μπορεί να υπάρχει καμία εμπιστοσύνη. Το ΝΑΤΟ βέβαια, όσο και αν η Ελλάδα έγινε το «καλό παιδί» μετά από χρόνια «ασωτίας» δεν θα στηρίξει την Ελλάδα – θα κρατήσει «ουδέτερη» στάση. Ούτε η ΕΕ θα το κάνει αλλά ούτε και η Ρωσία, όπως ένα κομμάτι της Αριστεράς φαίνεται να ελπίζει.[5]
Την ειρήνη ανάμεσα στον ελληνικό και τον τουρκικό λαό μπορεί μόνο να τη διαφυλάξει η φιλία και η συνεργασία των λαών. Αυτή μπορεί να χτιστεί μόνο πάνω σε μια ταξική βάση. Δηλαδή στη βάση των κοινών συμφερόντων των εργαζομένων και λαϊκών στρωμάτων για ειρήνη και ευημερία.
Αυτή την ειρήνη και ευημερία δεν μπορεί και δεν πρόκειται να φέρουν οι άρχουσες τάξεις στην Ελλάδα και την Τουρκία που ανταγωνίζονται για κυριαρχία στην εύφλεκτη περιοχή στην οποία ζούμε. Η ειρήνη, η οικονομική ανάπτυξη και η ευημερία περνούν, έτσι, μέσα από την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου. Μέσα από την πάλη των λαών για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό στις τρεις χώρες (Ελλάδα, Τουρκία, Κύπρο) στην ευρύτερη περιοχή και συνολικά την Ευρώπη.
Για να γίνει αυτός ο στόχος δυνατός στο μέλλον (καθώς σήμερα είναι πολύ απομακρυσμένος) απαραίτητη προϋπόθεση είναι το χτίσιμο μιας μαζικής Αριστεράς που να σταθεί με συνέπεια στα οράματα, τις αξίες και τις αρχές της Αριστεράς για μια άλλη κοινωνία. Αξίες και αρχές που έχουν προδοθεί επανειλημμένα από αριστερά κόμματα όπως το παλιό ΠΑΣΟΚ, το ΚΚΕ και πρόσφατα ο ΣΥΡΙΖΑ. Η πάλη για μια νέα Αριστερά, με τα πιο πάνω επαναστατικά χαρακτηριστικά είναι μονόδρομος, πρέπει να συνεχιστεί με ακόμα μεγαλύτερη ένταση κι επιμονή.