Σήμερα παράγεται αρκετό φαγητό στον κόσμο για να θρέψει πάνω από 10 δισεκατομμύρια ανθρώπους -περίπου μιάμιση φορά τον πληθυσμό της γης. Παράλληλα όμως, πάνω από 800 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν στo όριo της πείνας ή και κάτω από αυτό. Ταυτόχρονα, ακόμα και στις ανεπτυγμένες χώρες, εκατομμύρια ζουν σε περιοχές που δεν έχουν πρόσβαση σε φρέσκα τρόφιμα, φρούτα, λαχανικά κοκ.
Διατροφικές έρημοι στις ΗΠΑ
Στις ΗΠΑ, την πλουσιότερη χώρα του κόσμου, 23,5 εκατομμύρια άνθρωποι -στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι φτωχότεροι- ζουν σε «διατροφικές ερήμους», δηλαδή, γειτονιές όπου η φτώχεια, οι κακές συγκοινωνίες και η έλλειψη μεγάλων super market περιορίζουν σημαντικά την πρόσβαση σε προσιτά φρούτα και λαχανικά. Την ίδια στιγμή βέβαια υπάρχει ευκολότατη πρόσβαση και διαθεσιμότητα σε συσκευασμένα, υπερ-επεξεργασμένα τρόφιμα, που ευθύνονται για παχυσαρκία, καρδιοπάθειες διαβήτη και πολλά ακόμη προβλήματα υγείας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η συνοικία Deanwood στην Ουάσινγκτον, όπου το 1960 υπήρχε πληθώρα παντοπωλείων. Μέχρι τη δεκαετία του 1990 αυτά είχαν μειωθεί στα μόλις δύο και σήμερα δεν υπάρχει πλέον κανένα, με τους κατοίκους της περιοχής να μην έχουν άμεση και εύκολη πρόσβαση σε φρέσκα τρόφιμα όπως φρούτα, λαχανικά κοκ.
Έτσι πολλοί κάτοικοι του Deanwood αναγκάζονται να φεύγουν από την περιοχή τους για να ψωνίσουν σε ένα σούπερ μάρκετ της αλυσίδας Safeway (που σημαίνει «ασφαλής δρόμος»). Στο συγκεκριμένο κατάστημα όμως εντοπίζονται τόσο συχνά σάπια προϊόντα, ληγμένο κρέας, κα, και ορισμένοι ντόπιοι άρχισαν να το αποκαλούν «UnSafeway» (μη ασφαλής δρόμος). Ωστόσο, από την στιγμή που δεν έχουν εναλλακτικές, οι άνθρωποι συνεχίζουν να ψωνίζουν εκεί.
Παρόμοιες καταστάσεις εντοπίζονται στις περισσότερες αγροτικές περιοχές της Αμερικής. Μέχρι τη δεκαετία του 1980, σχεδόν κάθε μικρή πόλη στη Βόρεια Ντακότα είχε ένα παντοπωλείο. Πολλές μάλιστα, είχαν δύο ή περισσότερα ανταγωνιστικά super market. Τώρα σχεδόν οι μισοί από τους κατοίκους της υπαίθρου της Βόρειας Ντακότα ζουν σε μια «διατροφική έρημο».
Πλέον και στην Ευρώπη
Αυτή η κατάσταση όπως φαίνεται έχει αρχίσει να εμφανίζεται σιγά σιγά και στην Ευρώπη. Στην περίπτωση της Βρετανίας περισσότεροι από ένα εκατομμύριο άνθρωποι ζουν σε κάποιου είδους «διατροφική έρημο». Σχεδόν μία στις 10 από τις πιο υποβαθμισμένες οικονομικά περιοχές της χώρας εντάσσονται σε αυτή την κατηγορία. Συνήθως πρόκειται για οικοδομικά μπλοκ στις παρυφές των πόλεων, που εξυπηρετούνται από μια χούφτα μικρά, σχετικά ακριβά καταστήματα. Οι ίδιες περιοχές συνήθως αποκαλούνται και «διατροφικοί βάλτοι», αφού σε αντίθεση με τα φρέσκα τρόφιμα που δεν υπάρχουν πουθενά, είναι γεμάτες με καταστήματα fast food. Έτσι οι κάτοικοι διατρέφονται σχεδόν υποχρεωτικά με τα πιο ανθυγιεινά τρόφιμα που υπάρχουν.
Η δύσκολη πρόσβαση σε φρέσκα τρόφιμα πλήττει ιδιαίτερα ανθρώπους με αναπηρία, ή ηλικιωμένους που δεν μπορούν να μετακινηθούν σε μεγάλες αποστάσεις για να φτάσουν σε κάποιο μεγάλο super market. Αλλά και οι άνθρωποι που μπορούν να μετακινηθούν, συχνά δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν στα επιπρόσθετα έξοδα για τη μετακίνηση αυτή, ιδιαίτερα όταν δεν μπορούν καλά-καλά να ανταπεξέλθουν στα έξοδα ποιοτικών τροφίμων. Πρόσφατη έρευνα έδειξε πως στην Αγγλία τέσσερα εκατομμύρια παιδιά ζουν σε νοικοκυριά που δυσκολεύονται να αντέξουν οικονομικά να αγοράσουν αρκετά φρούτα, λαχανικά, ψάρια και άλλα υγιεινά τρόφιμα που να πληρούν τα κριτήρια μιας ισορροπημένης διατροφής.
Πως δημιουργούνται οι «διατροφικές έρημοι»
Το ερώτημα είναι πως έχει προκύψει αυτό το φαινόμενο, ενώ για δεκαετίες ολόκληρες οι μικρές πόλεις και οι φτωχές γειτονιές μπορούσαν τουλάχιστον να βασίζονται σε ένα παντοπωλείο. Οι «διατροφικές έρημοι» δεν είναι απαραίτητο συνοδευτικό στοιχείο των απομακρυσμένων περιοχών ή της χαμηλής πληθυσμιακής πυκνότητας στις περιοχές αυτές. Αυτά τα χαρακτηριστικά υπήρχαν σε διάφορα μέρη, χρόνια πριν εμφανιστεί το φαινόμενο.
Ο τρόπος με τον οποίο εμφανίστηκαν οι «διατροφικές έρημοι » στις ΗΠΑ δείχνει πως η βασική αιτία είναι η ανεξέλεγκτη επέκταση των μεγάλων αλυσίδων τροφίμων που σπρώχνουν τα παντοπωλεία εκτός αγοράς και καθορίζουν τις τιμές των τροφίμων, κάνοντας τα ποιοτικά τρόφιμα απλησίαστα για τα πιο φτωχά στρώματα. Αυτό άρχισε σταδιακά να συμβαίνει στην Αμερική τη δεκαετία του 1930 όταν η A&P (The Great Atlantic & Pacific Tea Company), η μεγαλύτερη αλυσίδα εκείνης της περιόδου, άρχισε να αντικαθιστά τα τοπικά παντοπωλεία και να καταλαμβάνει όλο και μεγαλύτερο κομμάτι της αγοράς. Η A&P χρησιμοποιούσε το τεράστιο μέγεθός της για να πιέσει τους προμηθευτές να της προσφέρουν προνομιακή μεταχείριση έναντι των μικρότερων λιανοπωλητών. Οι προμηθευτές για να μην χάσουν τον μεγαλύτερο πελάτη τους, παρείχαν πράγματι προνομιακές τιμές και όρους στην A&P εις βάρος των μικρών παντοπωλείων που χρεώνονταν πιο ακριβά.
Η ανεξέλεγκτη κυριαρχία τέτοιων αλυσίδων ανακόπηκε το 1936 όταν ψηφίστηκε ο νόμος Robinson-Patman. Ο νόμος ουσιαστικά απαγόρευε στους προμηθευτές να προσφέρουν προνομιακές συμφωνίες σε μεγάλες αλυσίδες.
Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών κατά τις οποίες ίσχυε ο νόμος Robinson-Patman, τα παντοπωλεία ήταν ιδιαίτερα ανταγωνιστικά και οι Αμερικανοί μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980 έκαναν περισσότερα από τα μισά ψώνια τους σε μικρά καταστήματα, συμπεριλαμβανομένων τόσο των μεμονωμένων επιχειρήσεων, όσο και των μικρών τοπικών αλυσίδων.
Η κατάσταση αλλάζει τη δεκαετία του 1980, όταν η κυβέρνηση Ρήγκαν κατάργησε τη συγκεκριμένη νομοθεσία, σε μια κίνηση που εξυπηρετούσε καθαρά τα συμφέροντα των μεγάλων αλυσίδων, οι οποίες μπορούσαν και πάλι να εξασφαλίσουν χαμηλότερες τιμές από τους προμηθευτές, όπως ακριβώς είχε κάνει η A&P κατά τη δεκαετία του 1930. Η Walmart ήταν η πρώτη που εκμεταλλεύτηκε πλήρως τα περιθώρια που της δινόνταν με το νέο νομικό καθεστώς και έτσι πέτυχε την ταχεία επέκτασή της. Μέχρι το 2001 είχε γίνει η μεγαλύτερη αλυσίδα της χώρας. Τώρα βέβαια έχει χάσει την πρώτη θέση από την Amazon.
Η ανισότητα ενισχύθηκε, οι διακρίσεις ως προς τις τιμές εξαπλώθηκαν πέρα από τον τομέα των τροφίμων επηρεάζοντας τα βιβλιοπωλεία, τα φαρμακεία και πολλές άλλες τοπικές επιχειρήσεις. Από το 1982 έως το 2017, το μερίδιο αγοράς των ανεξάρτητων λιανοπωλητών συρρικνώθηκε από 53% σε 22%.
Η αναδιάρθρωση της αγοράς τροφίμων μετά την κατάργηση του νόμου Robinson-Patman, σηματοδότησε την εμφάνιση και την εξάπλωση των «διατροφικών ερήμων» . Οι τοπικές επιχειρήσεις λιανικής -από τις οποίες προμηθεύονταν φθηνότερα και καλύτερης ποιότητας τρόφιμα οι κοινότητες της εργατικής τάξης, των μειονοτήτων και της υπαίθρου- αναγκάστηκαν να αποσυρθούν από την αγορά, ανίκανες ανταγωνιστούν τις μεγάλες αλυσίδες τροφίμων, ενώ οι τελευταίες δεν είχαν να κερδίσουν κάτι καλύπτοντας το κενό που δημιούργησαν. Δεν χρειάζονταν πλέον να επενδύουν σε περιοχές με κατοίκους χαμηλών εισοδημάτων, ή σε περιοχές με χαμηλή πληθυσμιακή πυκνότητα, γιατί τα κέρδη τους θα ήταν μικρότερα. Κατά διαστήματα παρουσιάστηκαν ως απάντηση στο πρόβλημα μια σειρά προγράμματα φοροελαφρύνσεων και άλλων κινήτρων, προκειμένου να δελεάσουν τα σούπερ μάρκετ να καλύψουν τέτοιες κοινότητες. Προφανώς αυτές οι προσπάθειες απέτυχαν. Σήμερα έχουμε περισσότερες «διατροφικές ερήμους» από ό,τι το 2010, στο απόγειο της οικονομικής κρίσης που ξεκίνησε το ‘06-’08.
Αυτή η κατάσταση δεν πρόκειται να αλλάξει όσο μια χούφτα πολυεθνικές ελέγχουν πλήρως την τροφή από τον σπόρο μέχρι το ράφι του σούπερ μάρκετ και αποφασίζουν ποιες περιοχές θα έχουν πρόσβαση στα προϊόντα τους και ποιες όχι. Στόχος των μεγάλων αλυσίδων δεν είναι η αποτελεσματική εξυπηρέτηση των κοινωνικών αναγκών αλλά η μεγιστοποίηση των κερδών τους. Γι’ αυτό χρειάζεται ριζική αλλαγή στο σημερινό μοντέλο. Ο τομέας των τροφίμων (από την παραγωγή μέχρι την διανομή) είναι ένας από τους πιο σημαντικούς για την ζωή των ανθρώπων. Χρειάζεται να διεκδικήσουμε να περάσουν όλες οι μεγάλες αλυσίδες του κλάδου των τροφίμων στα χέρια της κοινωνίας. Η εθνικοποίηση χωρίς αποζημίωση αυτών των μεγαθηρίων θα επιτρέψει στην κοινωνία να σχεδιάσει δημοκρατικά την παραγωγή και την διανομή των τροφίμων. Η λειτουργία τους πρέπει να γίνει κάτω από καθεστώς κοινωνικού και εργατικού ελέγχου και διαχείρισης για να ελαχιστοποιηθεί η σπατάλη και η επιβάρυνση του περιβάλλοντος. Η τροφή πρέπει να φύγει από τα χέρια του κεφαλαίου και να περάσει σε αυτά των εργαζομένων. Αυτός είναι και ο μόνος τρόπος να εκλείψουν φαινόμενα όπως αυτό των «διατροφικών ερήμων».