Στρατής Σγουρομάλλης
Στις 16 Αυγούστου δημοσίευσε στο twitter μια σειρά από σχόλια κάποιος φιλελεύθερος επιχειρηματίας ονόματι Σιμόν Χατζηγιάννης. Γράφει λοιπόν αυτός ο «κύριος»:
«Βρίσκομαι σε σουβλατζίδικο. Ο 45άρης σερβιτόρος με κοιτάει ύποπτα, σα να βλέπει επικίνδυνο. Ο αμόρφωτος που έφτασε 45 ετών και το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να πάει σουβλάκια σε τραπέζια κοιτάει ύποπτα εμένα! Ποιος ξέρει πόσες ληστείες, βιασμούς και εγκλήματα έχει κάνει;»
και συνεχίζει:
«Αυτός παραβαίνει 20 νόμους τη μέρα, κλέβει ό, τι βρει από το εστιατόριο, δέρνει τη γυναίκα του, ρημάζει τα δημόσια ταμεία για επιδοτήσεις, κλέβει την εφορία, δεν πληρώνει τις δόσεις στα δάνειά του, παρκάρει παράνομα, και ξυλοκοπεί άλλους επειδή “δεν του αρέσει η φάτσα τους”.
Αυτό ο άχρηστος αχθοφόρος είναι ο λόγος που η Ελλάδα χρεοκοπεί. Είναι μια κατσαρίδα, ένα παράσιτο για τη χώρα, που δεν παράγει απολύτως τίποτα, ενώ αντιθέτως ζει εις βάρος των άλλων, τρώγοντας από αυτούς που εργάζονται και βγάζουν εισοδήματα με την αξία τους!
Είναι στον πάτο της κοινωνίας, με το ένα πόδι στο έγκλημα και τη φυλακή. Αλλά κοιτάει ύποπτα πελάτες του μαγαζιού του, οι οποίοι πληρώνουν χρήματα για να παραλάβουν μια εξυπηρέτηση, και είναι αναγκασμένοι να έρθουν σε κοντινή απόσταση με αυτόν.
Αυτός δεν ακολουθεί νόμους και κανόνες, όχι μόνο γιατί έχει ανατροφή δρόμου, αλλά γιατί ΔΕ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΤΟΥΣ ΔΙΑΒΑΣΕΙ επειδή είναι αμόρφωτος και τεμπέλης. Και αν τους διαβάσει, δεν τους καταλαβαίνει. Δηλαδή, δε μπορεί να λειτουργήσει σαν μέλος οργανωμένου κράτους!
Αυτός ο τύπος είναι το αντιπρότυπο Έλληνα πολίτη! Ουσιαστικά, δεν είναι Έλληνας πολίτης, διότι σε συμμετέχει καθόλου στην έννοια του οργανωμένου κράτους! Και αυτός καταστρέφει τη χώρα! Είναι ένα κοινωνικό πρόβλημα που για 20-30 χρόνια θα το πληρώνουν οι άλλοι.
Όχι μόνο αυτό, αλλά αν γίνει πόλεμος με την Τουρκία, αυτός δε θα πάει να πολεμήσει, γιατί είναι πάνω από 40 ετών και έτσι δε θα τον καλέσουν. Είναι άχρηστος και σα στρατιώτης! Τι κάνει στην Ελλάδα; ΓΙΑΤΙ ΥΠΑΡΧΕΙ;»
Τι μας λες;
Τι μας λες ρε «κύριε» Χατζηγιάννη; Ποιος είσαι εσύ που θα πιάσεις τους ανθρώπους της τάξης μας στο στόμα σου; Τους ανθρώπους που μοχθούν καθημερινά για να μπορείς εσύ να τρως το σουβλάκι, να έχεις φαγητό, ρεύμα, νερό, ρούχα, αυτοκίνητα; Τους ανθρώπους που ήταν στην πρώτη γραμμή για να μπορέσει η κοινωνία να λειτουργήσει όταν οι διευθυντές και οι επιχειρηματίες «περνούσαν δημιουργικά» την καραντίνα στις φτωχικές βιλίτσες τους; Θα μας πιάσουν στο στόμα τους αυτοί που κληρονόμησαν τα λεφτά του μπαμπά και παρακολουθούν χρηματιστήριο όλη μέρα τζογάροντας με τα λεφτά που έβγαλαν στις πλάτες μας;
Άντε φύγε από εδώ και εσύ και οι όμοιοι σου καλοκαιριάτικα, έχουμε μεγαλύτερα προβλήματα να αντιμετωπίσουμε.
Γιατί να ασχοληθούμε;
Κάπου εδώ θα μπορούσε να τελειώσει αυτό το άρθρο. Πολλοί θα πουν «και πολύ ασχοληθήκατε με αυτόν τον “κύριο”, γιατί του δίνετε τόση σημασία; Στην τελική μάλλον να προκαλέσει θέλει».
Δεν θα συμφωνήσουμε με αυτή τη λογική. Οι απόψεις αυτές όταν εκφράζονται δημόσια πρέπει να απαντιούνται. Αυτό δεν έχει να κάνει με το ποιος είναι αυτός που τις εκφράζει. Στην συγκεκριμένη περίπτωση τον κατά δήλωση επιχειρηματία Χατζηγιάννη ούτε καν τον γνωρίζαμε. Οι απόψεις όμως αυτές δεν είναι περιθωριακές σε κύκλους πλουσίων ή/και ακροδεξιών. Γι’ αυτό θα αφιερώσουμε δυο «λογάκια» παραπάνω.
Γιατί υπάρχουμε;
Ο «φιλελεύθερος» Χατζηγιάννης αναρωτιέται λοιπόν «γιατί υπάρχουμε» οι άνθρωποι της εργατικής τάξης, μας θεωρεί «τεμπέληδες» και «κοινωνικό πρόβλημα».
Ο κύριος αυτός βέβαια τα λέει αυτά μέσω του ίντερνετ, το οποίο για να φτάσει στο σπίτι του έχουν σκάψει κάτι αμόρφωτοι εργάτες στο χώμα για να περάσουν καλώδια, που έχουν φτιάξει άλλοι εργάτες. Δακτυλογραφεί σε έναν υπολογιστή που φτιάχτηκε από εργάτες στην Κίνα, με πρώτες ύλες που ίδρωσαν για να τις φτιάξουν άλλοι εργάτες στην Αφρική. Μένει σε ένα σπίτι που έφτιαξαν εργάτες, που φτιάχτηκε με σίδερο, τσιμέντο και τούβλα που άλλοι εργάτες έφτιαξαν. Το σπίτι του είναι γεμάτο ηλεκτρικές συσκευές που φτιάχνονται από εργάτες σε εργοστάσια σε όλο τον κόσμο, και μεταφέρονται από εργάτες οδηγούς για να φτάσουν σε αυτόν. Έχει μέσα έπιπλα που τα φτιάχνουν εργάτες, και ρούχα που τα ράβουν εργάτριες ή παιδιά. Ανοίγει την βρύση και πίνει νερό, για να το κάνει όμως αυτό δουλεύουν εργάτες στις εταιρείες ύδρευσης και αποχέτευσης. Μπορεί βέβαια να προτιμάει να πίνει Perrier, το οποίο όμως άλλοι εργάτες το συσκευάζουν και το μεταφέρουν. Τρώει τα λαχανικά και τα φρούτα που έχουν βγάλει από το χώμα εργάτες γης, έχουν μεταφέρει οδηγοί και έχουν τακτοποιήσει υπάλληλοι σούπερ μάρκετ. Πάει βόλτα με το αυτοκίνητο του που έχουν φτιάξει Ασιάτες εργάτες, με βενζίνη που έχουν εξορύξει και διυλίσει Μεξικάνοι εργάτες, και που αν χαλάσει θα του το φτιάξουν οι εργάτες του συνεργείου.
Και μετά είμαστε εμείς τα «παράσιτα»; Που αν δε δουλεύαμε δε θα γινόταν τίποτα σε αυτό τον κόσμο; Και τα λένε αυτά οι επιχειρηματίες που το μόνο που ξέρουν να κάνουν είναι να κάθονται πάνω στα λεφτά της οικογένειας και να μας ξεζουμίζουν; Έ πάει πολύ!
Να παραβγούμε;
Γράφει παρακάτω αυτός ο «κύριος»:
«Οι υπάλληλοι σούπερ μάρκετ και οι σερβιτόροι ηλικίας άνω των 35 είναι οι πιο επικίνδυνοι πολίτες, μετά τους φυλακόβιους. Εργάτης υπάλληλος σε τέτοια δουλειά μετά τα 35 είσαι μόνο αν είσαι εντελώς αμόρφωτος και ανίκανος για οτιδήποτε άλλο, ένα βήμα πριν το έγκλημα».
Αυτά είναι εύκολο βέβαια να τα λες πίσω από ένα πληκτρολόγιο, για δοκίμασε να τα πεις μπροστά στους ανθρώπους αυτούς, για να δούμε κάτι…
Αλλά για τους γόνους της αστικής τάξης, που τα έχουν βρει όλα εύκολα στο πιάτο τους, το να μορφωθείς και να «πιάσεις καλύτερη δουλειά» είναι θέμα «εξυπνάδας» ή «ικανότητας». Ελάτε κύριοι να μεγαλώσετε στις συνθήκες που μεγαλώσαμε όλοι εμείς, χωρίς τα λεφτά και την προστασία του μπαμπάκα, και πείτε μας μετά πόσο εύκολο είναι.
Ελάτε να μεγαλώσετε παιδιά με τη σκοτούρα αν βγαίνει ο μήνας, αν υπάρχει αρκετό φαγητό, αν θα έχουμε δουλειά αύριο, αν φτάνουν τα λεφτά για το νοίκι και τη θέρμανση, πως πρέπει να ξοδευτούν αυτά τα λίγα που υπάρχουν, χάλασε το αμάξι και μας έφαγε ότι είχαμε στην άκρη, ένα πρόβλημα υγείας μας χρέωσε ως το λαιμό, το παιδί μένει όλη μέρα με τη γιαγιά γιατί δεν υπάρχει κάτι άλλο να κάνει, και τα λοιπά.
Στα πλούσια σπίτια δεν ασχολούνται με αυτά τα θέματα, έχουν λεφτά για να κάνει το παιδί όλες τις δραστηριότητες, να παίξει με τα πιο εξελιγμένα παιχνίδια, να έχει δασκάλους και παιδαγωγούς να ασχολούνται μόνο με αυτό, βιβλία και ότι άλλο χρειαστεί, να μην βλέπει τους γονείς να παλεύουν κάθε μέρα όλη μέρα με το θηρίο. Και φυσικά μπορεί να κάνει τα καλύτερα φροντιστήρια, ιδιαίτερα, σεμινάρια, κολλέγια, και να έχει και μια έτοιμη θέση στην οικογενειακή επιχείρηση, γνωριμίες, και τα λοιπά.
Το σύστημα είναι φτιαγμένο έτσι για να αναπαράγει τον εαυτό του. Οι πλούσιοι να γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί να παραμένουν φτωχοί (ή να γίνονται φτωχότεροι). Με βάση έρευνα του ΟΟΣΑ*, στην Ελλάδα χρειάζονται κατά μέσο όρο 4 γενιές για να πάει κάποιος από τα πιο χαμηλά εισοδηματικά στρώματα στον μέσο όρο (προσοχή, όχι να γίνει πλούσιος, απλά να φτάσει στον μέσο όρο!).
Οι γόνοι των αστών θέλουν να παραβγούμε σε έναν αγώνα δρόμου για τον οποίο αυτοί το μόνο που έχουν να κάνουν είναι να προπονούνται όλη μέρα ενώ εμείς πρέπει να τρέξουμε όντας εξοντωμένοι σωματικά και ψυχικά και κουβαλώντας ένα σωρό βαρίδια. Και έχουν και τον διαιτητή της κούρσας λαδωμένο με το μέρος τους. Ωραία ισότητα ρε!
(διαβάστε περισσότερα για αυτό το θέμα στο άρθρο «Μήπως είμαστε φτωχοί επειδή είμαστε χαζοί;»)
Είστε η σαπίλα όλου του ντουνιά
Υπάρχει μια γραμμή που συνδέει τους «προοδευτικούς» και «σύγχρονους» φιλελεύθερους με τους οπισθοδρομικούς ακροδεξιούς και φασίστες. Και αυτό είναι το μίσος τους για τους εργαζόμενους και τους απλούς ανθρώπους. Ο μισανθρωπισμός αυτός έχει να κάνει με την αγωνία και την προσπάθεια τους να υπερασπιστούν το σύστημα που τους τρέφει, τον καπιταλισμό. Ο χαρακτηρισμός «κατσαρίδες» για τους εργάτες δεν είναι τυχαίος. Τη δεκαετία του ’30 οι ναζί τον χρησιμοποίησαν κατά κόρον για να στιγματίσουν τους «εχθρούς του καθεστώτος», τους αριστερούς, τους τσιγγάνους, τους εβραίους, τους ομοφυλόφιλους, τους ανάπηρους, τους φτωχούς.
Οι αηδίες αυτού του «κυρίου» Χατζηγιάννη έχουν προκαλέσει οργισμένες αντιδράσεις. Αλλά ας μας επιτραπεί να πούμε ότι για αυτόν και τους ομοίους του, δεν υπάρχει καλύτερη τιμωρία από το να τους βάλουμε να δουλέψουν στις δουλειές που οι ίδιοι σιχαίνονται. Εμείς ξέρουμε πως κάθε δουλειά μπορείς να την κάνεις με αξιοπρέπεια. Για αυτούς όμως, που το μόνο που ξέρουν είναι να ζουν σαν ξενιστές από την δουλειά των άλλων (και να μας βρίζουν και από πάνω) χρειάζεται κόπος για να το μάθουν. Όταν λοιπόν θα φτιάξουμε μια κοινωνία όπου «τη δουλειά θα τη διαλέγουμε» και «δε θα ’μαστε άλογα να μας κοιτάνε στα δόντια», όταν θα φτιάξουμε με τα χέρια μιας μια κοινωνία όπου θα έχουμε φυλαγμένες για το μάθημα της ιστορίας «λέξεις κι έννοιες σαν κι αυτές απροσάρμοστοι-καταπίεση-μοναξιά-τιμή-κέρδος-εξευτελισμός», τότε οι διάφοροι εξυπνάκηδες φιλελεύθεροι επιχειρηματίες θα σερβίρουν σουβλάκια. Και εμείς τουλάχιστον δε θα το θεωρούμε εξευτελιστικό. Θα λέμε μόνο «αυτός δεν ήταν ο στόκος που έβριζε τους εργάτες; Γιατί μας κοιτάει ύποπτα; Ακόμα δεν έμαθε να ζει σαν άνθρωπος από τη δουλειά του;»