Δημοσιεύουμε σήμερα το κείμενο-απόφαση της πρόσφατης διεθνούς συνάντησης της συντονιστικής επιτροπής της CWI που αφορά τη Μέση Ανατολή. Το πρώτο μέρος και το δεύτερο μέρος του κειμένου για τη Διεθνή Κατάσταση δημοσιεύτηκαν στις 31-12-2016 και στις 2-1-2016 αντίστοιχα . Το κείμενο που αφορά την Ευρώπη, δημοσιεύτηκε στις 5/1/2015, ενώ θα ακολουθήσει τις επόμενες μέρες το κείμενο για τη Λατινική Αμερική.
Στο παράδειγμα της Μέσης Ανατολής συμπυκνώνονται όλες οι στρεβλώσεις του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος. Η θρησκευτική βία, οι πόλεμοι, οι δικτατορίες, οι μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών, καθώς και η διάλυση ολόκληρων κρατών βρίσκονται στην ατζέντα της σημερινής πραγματικότητας. Κάποιοι αστοί αναλυτές χρησιμοποιούν αυτά τα παραδείγματα σαν προειδοποίηση ενάντια στην επανάσταση. Εμείς υιοθετούμε την ακριβώς αντίθετη άποψη. Η βαρβαρότητα που έχει εξαπολυθεί με διάφορες μορφές μέσα στα τελευταία χρόνια είναι το αποτέλεσμα του αντεπαναστατικού πισωγυρίσματος, μετά τις ανολοκλήρωτες επαναστάσεις του 2011.
Η κατάσταση στο Ιράκ και τη Συρία αποτελεί αυτή τη στιγμή το επίκεντρο της κρίσης που αγκαλιάζει όλη τη Μέση Ανατολή. Η κατάσταση που έχει κληροδοτήσει ο καπιταλισμός στην περιοχή εκρήγνυται με τον πιο βίαιο τρόπο, με τα διάφορα αντιδραστικά καθεστώτα και δυνάμεις να συγκρούονται για την αύξηση της επιρροής και της κυριαρχίας τους.
Οι διεφθαρμένες άρχουσες ελίτ και οι ιμπεριαλιστές σύμμαχοί τους, δεν τυγχάνουν ούτε εκτίμησης, ούτε εμπιστοσύνης από τους λαούς της περιοχής, ακόμη και στις πιο σταθερές χώρες, όπως έδειξε πρόσφατα το παράδειγμα των μαζικών διαμαρτυριών στο Μαρόκο. Η υποβόσκουσα οργή που υπάρχει σε πλατιά στρώματα των εργαζομένων, των νέων και των όλο και περισσότερο συμπιεζόμενων μεσαίων στρωμάτων, αναπόφευκτα θα εκραγεί και θα βγει στην επιφάνεια ξανά στο μέλλον. Η οργάνωση αυτών των στρωμάτων στον αγώνα για μια σοσιαλιστική εναλλακτική είναι ο μόνος δρόμος που μπορεί να οδηγήσει, από τα δεινά που επιφυλάσσει ο καπιταλισμός, σ’ ένα ανθρώπινο μέλλον.
Συνολικά, ο ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική μειώνεται διαρκώς από το 2011 και μετά. Οι χώρες που βρίσκονται σε πόλεμο βλέπουν την οικονομία τους να καταβαραθρώνεται και τις υποδομές τους να καταστρέφονται ολοσχερώς. Η τουριστική κίνηση πέφτει κατακόρυφα, ενώ η πτώση στην τιμή του πετρελαίου έχει οδηγήσει σε συνολική υποχώρηση της οικονομίας, γεγονός που έχει χτυπήσει την καρδιά των πετρελαιοπαραγωγών χωρών.
Το γεγονός αυτό έχει στερήσει από τις άρχουσες ελίτ των χωρών του Κόλπου ένα σημαντικό «απόθεμα λίπους» στο οποίο βασίζονταν για να εξαγοράσουν την κοινωνική ειρήνη. Οι εργατικές κινητοποιήσεις που είχαμε στη Σαουδική Αραβία και το Κουβέιτ στη διάρκεια των προηγούμενων μηνών, είναι δείγματα του τι θα μπορούσε να αναπτυχθεί σε μεγαλύτερη κλίμακα στο μέλλον.
Είναι πλέον αντιληπτή η αύξηση της κριτικής και της εχθρότητας, και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, απέναντι στην υποστήριξη που παρέχει ο δυτικός ιμπεριαλισμός στο θεοκρατικό καθεστώς της Σαουδικής Αραβίας. Αναπτύσσονται πλέον εντάσεις στις σχέσεις ανάμεσα στις ΗΠΑ και τους Σαουδάραβες ηγέτες.
Παρά τις εντάσεις αυτές, οι πωλήσεις όπλων από τις ΗΠΑ στη Σαουδική Αραβία και τις χώρες του Κόλπου εξακολουθούν να αυξάνονται. Η Αίγυπτος, το Ιράκ, το Ισραήλ και η Τουρκία έχουν εντείνει την προσπάθειά τους να αυξήσουν τη στρατιωτική τους δύναμη. Αυτή η κλιμακούμενη εξοπλιστική κούρσα είναι αποτέλεσμα των εντεινόμενων ανταγωνισμών μεταξύ των διαφόρων δυνάμεων . Ιδιαίτερα οι εντάσεις ανάμεσα στη Σαουδική Αραβία και το Ιράν έχουν αυξηθεί σημαντικά. Και τα δύο καθεστώτα πυροδοτούν το θρησκευτικό μίσος. Οι επαναστατικές εκρήξεις του 2011 αποκάλυψαν τη βαθιά αδυναμία, πίσω από το άγριο προσωπείο, των κρατών της περιοχής και η όξυνση του θρησκευτικού μίσους είναι μέρος της στρατηγικής επιβίωσης αυτών των κρατών.
Ο πόλεμος στην Υεμένη αποτέλεσε ένα φιάσκο για την άρχουσα ελίτ της Σαουδικής Αραβίας, αλλά και μια τεράστια καταστροφή για τους κατοίκους της ίδιας της Υεμένης, με εκατομμύρια να βρίσκονται στα όρια της πείνας. Η ίδια σύγκρουση αποκαλύπτει ταυτόχρονα την κραυγαλέα διπροσωπία των δυτικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, που έδειξαν ιδιαίτερο ζήλο στο να καταδικάσουν τους βομβαρδισμούς της Ρωσίας στη Συρία, αλλά δεν είπαν κουβέντα για την ισοπέδωση της Υεμένης από το καθεστώς της Σαουδικής Αραβίας.
Στο θέμα της Συρίας, ανάμεσα σε τμήματα της Αριστεράς διεθνώς, έχουν υιοθετηθεί λανθασμένες αντιλήψεις, που παίρνουν θέση υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς στον πόλεμο που μαίνεται, και που μ’ αυτό τον τρόπ είτε ωραιοποιούν την –κατά βάση προερχόμενη από τους Τζιχαντιστές– ένοπλη αντίσταση ενάντια στον Άσαντ, είτε ξεπλένουν το καθεστώς του.
Σε μεγάλο βαθμό χάρη στη βοήθεια των ξένων υποστηρικτών του, πάνω απ’ όλα στις ρωσικές αεροπορικές επιχειρήσεις από το Σεπτέμβρη του 2015, το καθεστώς του Άσαντ έχει καταφέρει να εξαπολύσει μια μεγάλη αντεπίθεση και να ανακτήσει σημαντικά τμήματα των χαμένων εδαφών. Η πτώση του πολιορκημένου ανατολικού Χαλεπίου σημαίνει το τέλος μιας από τις τελευταίες αστικές περιοχές που ελέγχει η αντιπολίτευση. Η στρατιωτική ισορροπία θα μπορούσε ξανά να αλλάξει ξανά αν οι σουνιτικές δυνάμεις/κράτη της περιοχής αποφάσιζαν να δώσουν ενεργή υποστήριξη στους εσωτερικούς αντιπάλους του Άσαντ. Παρόλα αυτά ο Άσαντ, έχοντας ενδυναμώσει τη θέση του, δεν πρόκειται να ανατραπεί στο άμεσο διάστημα.
Κάθε εκεχειρία που θα έδινε μια ανάσα στους πολιορκημένους πληθυσμούς θα ήταν φυσικά καλοδεχούμενη. Όμως κάθε τέτοια εκεχειρία θα ήταν στην καλύτερη περίπτωση επισφαλής.
Αν και ένας διακανονισμός που θα άφηνε τον Άσαντ στην εξουσία είναι πολύ δυσάρεστος για τις ΗΠΑ, έχουν εντούτοις συμβιβαστεί με αυτό το ενδεχόμενο. Παρά το γεγονός ότι στη Συρία δίνεται μια μεγάλη μάχη ανάμεσα στον ρωσικό και τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, για το μελλοντικό έλεγχο και κυριαρχία στη Συρία, για τους πιο σοβαρούς επιτελείς του δεύτερου μια μεγάλης κλίμακας στρατιωτική επιχείρηση για «αλλαγή καθεστώτος», δεν αποτέλεσε ποτέ μια σοβαρή επιλογή. Οι προτάσεις για τη δημιουργία μιας ζώνης απαγόρευσης πτήσεων μαχητικών αεροσκαφών, κάτι που θα οδηγούσε τις ΗΠΑ σε απευθείας στρατιωτική αντιπαράθεση με τη Ρωσία, στην πραγματικότητα αποτελούν απειλές κενές περιεχομένου – κάτι εξάλλου που έχει παραδεχτεί και η Χίλαρι Κλίντον.
Είναι πλέον κοινή παραδοχή ανάμεσα στους εκπροσώπους της άρχουσας τάξης, ότι η στρατιωτική επέμβαση στη Λιβύη ήταν μια καταστροφή. Η χώρα έχει μετατραπεί σε «παιδική χαρά» για τις ένοπλες παρατάξεις και τους πολέμαρχους, με τουλάχιστον τρεις κυβερνήσεις να διεκδικούν την εξουσία και τον έλεγχο τμημάτων της χώρας.
Σαν αποτέλεσμα της συμφωνίας ανάμεσα στην Τουρκία και την Ε.Ε. σε σχέση με την αποτροπή της εισόδου προσφυγικών ροών στην Ευρώπη, η Λιβύη έχει γίνει ξανά το βασικό πέρασμα για τους πρόσφυγες που επιχειρούν ένα τέτοιο ταξίδι. Η ιδέα όμως των αρχουσών τάξεων της Ευρώπης και των ΗΠΑ ότι μπορεί να εγκαθιδρυθεί στη Λιβύη μια σταθερή κυβέρνηση και ένας ισχυρός κρατικός μηχανισμός, αποτελεί όνειρο θερινής νυκτός.
Πάνω από 15 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν εκτοπιστεί εξαιτίας των πρόσφατων πολέμων στη Μέση Ανατολή. Η μεγάλη πλειοψηφία αυτών των προσφύγων έχει εγκατασταθεί σε γειτονικές χώρες, όπως ο Λίβανος, η Ιορδανία, η Τουρκία και η Τυνησία, πράγμα το οποίο αξιοποιείται από το κεφάλαιο για τη μείωση των μισθών και την επιδείνωση των εργασιακών συνθηκών.
Ιδιαίτερα τα τελευταία δύο χρόνια, ο ISIS και το θέμα της δεξιάς Ισλαμικής τρομοκρατίας έχει βρεθεί ξανά στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Από αυστηρά στρατιωτική σκοπιά, η εκστρατεία ενάντια στον ISIS έχει σημειώσει μια σειρά από επιτυχίες. Η εντεινόμενη διαμάχη στο εσωτερικό του ISIS είναι εμφανής και έχει τις ρίζες της στην πίεση κάτω από την οποία βρίσκεται, αλλά και στη δυσαρέσκεια που έχει δημιουργήσει ανάμεσα στους πληθυσμούς του αποκαλούμενου Χαλιφάτου του, εξαιτίας της αρρωστημένης βίας με την οποία τους μεταχειρίζεται. Αποτελούμενος από ετερογενή στοιχεία και έχοντας κερδίσει την υποστήριξη κάποιων φυλών και θρησκευτικών ομάδων, ο ISIS είχε καταφέρει επίσης να θεωρηθεί από, τμήματα του Σουνιτικού πληθυσμού σαν μια ασπίδα ενάντια στις θρησκευτικές επιθέσεις που δεχόντουσαν. Όπως όμως είχαμε προβλέψει, δεν θα κατάφερνε να αποκτήσει ισχυρή βάση ανάμεσα στους πληθυσμούς των αστικών κέντρων.
Όλη πάντως η μέχρι στιγμής εμπειρία φανερώρνει ότι οι κοινωνικές δυνάμεις και τα πολιτικά κίνητρα πίσω από την ύπαρξη των τζιχαντιστικών ομάδων, δεν μπορούν να εξαφανιστούν απλά με τη δύναμη των ιμπεριαλιστικών βομβαρδισμών. Όσο οι σημερινές αφόρητες συνθήκες ζωής που έχει δημιουργήσει ο καπιταλισμός και ο ιμπεριαλισμός εξακολουθούν να υπάρχουν, τέτοιου είδους αντιδραστικές ομάδες θα παραμείνουν μια όψη της πραγματικότητας σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή, και παγκόσμια. Αντίστοιχα μορφώματα μπορούν να εμφανιστούν και αλλού, ενώ η γεωγραφική διασπορά των Τζιχαντιστών, προκειμένου να αποκτήσουν νέες βάσεις επιχειρήσεων σε νέες περιοχές θα συνεχιστεί, αυξάνοντας τις πιθανότητες για νέες τρομοκρατικές επιθέσεις.
Στο Ιράκ, οι λεγόμενες «Δυνάμεις Λαϊκής Κινητοποίησης» –σιιτικές ένοπλες ομάδες που υποστηρίζονται από το Ιράν, με ιστορικό βασανισμών και δολοφονιών Σουνιτών αμάχων– έχουν χρησιμοποιηθεί ως πολιορκητικός κριός σε πολλές από τις μάχες ενάντια στον ISIS, αναπληρώνοντας το διαλυμένο και διεφθαρμένο στρατό της χώρας.
Η μάχη για την ανακατάληψη του κυριαρχούμενου από τους Σουνίτες αστικού κέντρου της Μοσούλης, της δεύτερης μεγαλύτερης πόλης της χώρας, έχει μετατρέψει την περιοχή σε πεδίο μιας μαζικής ανθρωπιστικής καταστροφής.
Ο τουρκικός στρατός έχει ασκήσει πιέσεις, ώστε να εμπλακεί στη μάχη της Μοσούλης από το Βορρά, παρουσιάζοντας τον εαυτό του σαν τον υπερασπιστή των διωκόμενων Σουνιτών. Πίσω από αυτό το προκάλυμμα, βρίσκεται το σχέδιό του να χτυπήσει στρατιωτικά βάσεις του κουρδικού PKK στο τμήμα του Κουρδιστάν που βρίσκεται στο Ιράκ.
Συζητήσεις περί «κυριαρχίας», ή «εθνικής ακεραιότητας» για χώρες όπως το Ιράκ ή η Συρία, ακούγονται πλέον σαν κούφια ρητορική. Στην πράξη και τα δύο κράτη είναι διάτρητα και διασπασμένα σε θρησκευτικά κρατίδια. Η επαναφορά των συνόρων στα πρότυπα της προ-πολέμου εποχής είναι κάτι το εξαιρετικά απίθανο.
Αυτή η διαδικασία δε θα είναι ευθύγραμμη. Οι αντιδραστικές, φυγόκεντρες δυνάμεις που διαλύουν αυτές τις χώρες ενδέχεται να βρεθούν αντιμέτωπες με την επιθυμία για ενότητα, που εξακολουθεί να διαπερνά τμήματα των εργαζομένων και των φτωχών. Η διαδικασία της θρησκευτικής, μισαλλόδοξης αποσύνθεσης έχει φτάσει σε ένα πολύ προχωρημένο στάδιο, αλλά το ενδεχόμενο ενωτικών αγώνων από τα κάτω, που να αντιστέκονται στον εφιάλτη του θρησκευτικού μίσους, είναι κάτι που είδαμε να συμβαίνει σε αρκετές περιπτώσεις.
Τον περασμένο Μάη, χιλιάδες διαδηλωτές, κυρίως φτωχοί Σιίτες, υπό την ηγεσία του Moqtada al –Sadhr, παραβίασαν την εγκατεστημένη από τις ΗΠΑ «πράσινη ζώνη» στην καρδιά της Βαγδάτης και εισέβαλαν στο κοινοβούλιο του Ιράκ, σε ένα σκηνικό που περιγράφηκε από τους «New York Times» σαν «εικόνες που θύμιζαν επανάσταση».
Αυτό το παράδειγμα δείχνει ότι η εμφάνιση αγώνων και το ξαναχτίσιμο της Αριστεράς στη Μέση Ανατολή δεν πρόκειται να υιοθετήσουν από την αρχή μια «καθαρή» σοσιαλιστική μορφή και μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να έχουν θρησκευτικό χρωματισμό.
Το εκ νέου χτίσιμο των δυνάμεων του μαρξισμού θα εξαρτηθεί από τη δυνατότητα συνεύρεσης με τις προοδευτικές δυνάμεις αυτών των κινημάτων και από την ύπαρξη ενός προγράμματος πάνω στο οποίο μπορεί να βασιστεί η ενότητα των εργαζομένων και των καταπιεσμένων. Μια τέτοια ενότητα μπορεί να χτιστεί μόνο με την αποφασιστική υπεράσπιση των δικαιωμάτων των μειονοτήτων και των καταπιεσμένων ομάδων, που περιλαμβάνει το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση.
Στις βόρειες περιοχές του Ιράκ, ο πόλεμος δείχνει να έχει αποκρυσταλώσει τους εθνικούς οραματισμούς και προσδοκίες των Κούρδων. Την ίδια ώρα, η περιοχή χτυπιέται από μια βαθιά οικονομική κρίση, ενώ η φατρία του Κούρδου προέδρου Μπαρζανί χρησιμοποιεί το εθνικό ζήτημα για να αποπροσανατολίσει από την εντεινόμενη δυσαρέσκεια των μαζών. Ιδιαίτερα οι δημόσιοι υπάλληλοι, έχουν οργανώσει μια σειρά κινητοποιήσεις ενάντια στις μειώσεις μισθών που επιβάλλει η Κουρδική Τοπική Κυβέρνηση (KRG).
Η οικονομική καταστροφή που εξελίσσεται στις κουρδικές περιοχές του Ιράκ, αποτελεί ένα ακόμη παράδειγμα του γιατί δεν μπορεί να υπάρξει πλήρης αυτοδιάθεση στα πλαίσια του καπιταλισμού.
Αυτό θα μπορούσε να λειτουργήσει ως προειδοποίηση για τη Ροζάβα, τον αυτόνομο θύλακα του συριακού Κουρδιστάν. Η προσπάθεια χτισίματος μιας εναλλακτικής κοινωνίας στη Ροζάβα, έχει προκαλέσει τη συμπάθεια, ιδιαίτερα των Κούρδων των οποίων τα βασικά δημοκρατικά δικαιώματα καταπατούνται εδώ και δεκαετίες, ενώ οι γυναίκες της Ροζάβα βρίσκονται σε πολύ καλύτερη θέση από ότι στην υπόλοιπη Μέση Ανατολή. Ωστόσο, το «Κοινωνικό Συμβόλαιο» της Ροζάβα διασφαλίζει το δικαίωμα στην ατομική ιδιοκτησία, μια πρόβλεψη που διαφυλάσσει τα προνόμια των γαιοκτημόνων, ενώ η συμμαχία των ηγετών του PYD (σ.σ.: το συριακό PKK) με τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις αποδεικνύεται μια αυτοκαταστροφική στρατηγική. Η κριτική στάση της CWI, που βασίζεται στην ανάγκη να αναπτυχθούν γνήσια δημοκρατικές, από τα κάτω, δομές εξουσίας καθώς επίσης και στην ανάγκη ανεξάρτητων από τους ιμπεριαλιστές πολιτικών, έτσι ώστε να διασφαλιστεί και η υποστήριξη των εργαζομένων διεθνώς, διατηρεί αμείωτη τη σημασία και επικαιρότητά της.
Τον Αύγουστο, ο τουρκικός στρατός αποπειράθηκε την πρώτη απευθείας εισβολή του στη Συρία. Ο βασικός του στόχος ήταν να αποτρέψει τους Κούρδους της Συρίας από το να κινηθούν δυτικά του Εφράτη.
Ο στόχος του Ερντογάν να περιορίσει την κουρδική επιρροή στη Βόρεια Συρία, έχει πλέον πάρει προβάδισμα απέναντι στη διάθεση ανατροπής του Άσαντ, του οποίου η πολεμική αεροπορία έχει επίσης βομβαρδίσει κουρδικές θέσεις στο βορρά κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού.
Η αναθέρμανση των σχέσεων Πούτιν – Ερντογάν είναι μια ένδειξη αλλαγής της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας. Το ίδιο δείχνει και η ενίσχυση των δεσμών μεταξύ Τουρκίας και Ιράν.
Αν και οι δυο χώρες βρίσκονται σε αντίπαλα στρατόπεδα στον πόλεμο της Συρίας, καμία τους δεν είναι ικανοποιημένη από τα εδαφικά κέρδη των Κούρδων στη Συρία και τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει αυτό το γεγονός στους κουρδικούς πληθυσμούς στο εσωτερικό τους.
Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι αυτές οι στροφές στις συμμαχίες σε επίπεδο διπλωματίας πατάνε πάνω σε στέρεο έδαφος, ούτε πρόκειται η Τουρκία να σταματήσει να πυροδοτεί τη δράση Σουνιτών μαχητών στο συριακό πόλεμο. Οι σχέσεις μεταξύ των διαφορετικών τοπικών δυνάμεων χαρακτηρίζονται από μεγάλο βαθμό μεταβλητότητας και είναι πιθανό να υπάρξουν νέες στροφές.
Ένας από τους λόγους έχει να κάνει με την αποδυνάμωση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, που δεν του επιτρέπει να συνεχίσει να παίζει το ρόλο του «αστυνόμου» της περιοχής, αν και παραμένει η κυρίαρχη δύναμη του πλανήτη. Αυτό έχει δώσει μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων σε μια σειρά τοπικές δυνάμεις, που μπορούν πλέον πιο ανοιχτά να υπερασπιστούν τα δικά τους συμφέροντα και επιδιώξεις. Η επαναβεβαίωση της ρωσικής επιρροής στη Συρία, είναι επίσης πτυχή αυτής της τάσης.
Η στάση «βλέποντας και κάνοντας», που χαρακτήρισε τις περισσότερες δυτικές δυνάμεις κατά τη διάρκεια της απόπειρας πραξικοπήματος στην Τουρκία, δείχνει ότι οι σχέσεις τους με το καθεστώς του Ερντογάν, τις οποίες εξυμνούσαν κατά το παρελθόν, έχουν σε μεγάλο βαθμό παγώσει. Από την άλλη, η μέχρι στιγμής απουσία βιώσιμης εναλλακτικής, καθιστά τον Ερντογάν αναγκαίο κακό με το οποίο οι ιμπεριαλιστές πρέπει να συμβιβαστούν.
Το αποτυχημένο πραξικόπημα ενάντια στον Ερντογάν στις 15 Ιουλίου, του επέτρεψε να απαντήσει και ο ίδιος με ένα πραξικόπημα, με μαζικές εκκαθαρίσεις σε όλα τα επίπεδα της κρατικής μηχανής και προσωρινά να επαναδιεκδικήσει την εναπομείνασα κοινωνική βάση του κόμματός του (AKP). Πέρα από πολιτικό, το αντι-πραξικόπημα, ήταν επίσης οικονομικό. Μια σειρά επιχειρήσεων, που το καθεστώς υποπτευόταν ότι βρίσκονταν υπό τη επιρροή του Γκιουλέν, έχουν κατασχεθεί, με στόχο να πουληθούν σε ανθρώπους που βρίσκονται κοντά στο κυβερνών κόμμα.
Το αριστερό (και φιλο-κουρδικό) «Κόμμα Δημοκρατίας των Λαών» (HDP) ενδυναμώθηκε στις εκλογές του Ιούνη του 2015, κερδίζοντας έξι εκατομμύρια ψήφους, ανάμεσά στις οποίες βρίσκονταν και αρκετές που προέρχονταν από το τουρκικό εκλογικό σώμα, επιδεικνύοντας τη δυνατότητά του να χτίσει μια φωνή εκπροσώπησης των εργαζομένων, των περιθωριοποιημένων Κούρδων και των καταπιεσμένων.
Ωστόσο, η εθνικιστική επίθεση του κατεστημένου στον ανανεωμένο του πόλεμο ενάντια στον κουρδικό πληθυσμό στα νοτιοανατολικά, μείωσε δραστικά την υποστήριξη του κόμματος ανάμεσα στους Τούρκους ψηφοφόρους. Μια σειρά επιθέσεων ατομικής τρομοκρατίας από κάποιες πτέρυγες του κουρδικού κινήματος, δυστυχώς, διευκόλυναν αυτή την εξέλιξη.
Τα άμεσα αποτελέσματα του πραξικοπήματος ενίσχυσαν τη θέση του καθεστώτος Ερντογάν, ωστόσο όλα τα βαθύτερα προβλήματα που αντιμετώπιζε δεν έχουν εξαφανιστεί. Το καθεστώς δεν μπορεί να διατηρήσει τη στρατιωτική του παρουσία στη Συρία, το βόρειο Ιράκ και τις νοτιοανατολικές περιοχές της ίδιας της Τουρκίας, με έναν αποδυναμωμένο στρατό, χωρίς τελικά να προκαλέσει σοβαρές εσωτερικές αντιδράσεις. Επιπλέον, η τουρκική οικονομία βρίσκεται σε μια δύσκολη φάση.
Προς το παρόν, ανάμεσα στον πληθυσμό επικρατεί φόβος, σαν αποτέλεσμα της σκλήρυνσης της καταπίεσης και της ανασφάλειας. Ωστόσο, ανάμεσα σε σημαντικά τμήματα της εργατικής τάξης και της νεολαίας, επικρατεί μια υποβόσκουσα οργή.
Η αξιοποίηση αυτής της οργής στην κατεύθυνση του χτισίματος ενός ενιαίου εργατικού κινήματος, που να περιλαμβάνει στα αιτήματά του τον αγώνα για την αυτοδιάθεση των Κούρδων, είναι ο μόνος τρόπος να αποφευχθεί η βύθιση της Τουρκίας σε ένα ακόμη μεγαλύτερο χάος.
Πολλές χώρες της περιοχής εξακολουθούν να διαθέτουν μεγάλες και μαχητικές εργατικές τάξεις και οι χώρες αυτές αποτελούν το κλειδί της διαμόρφωσης του μέλλοντος της περιοχής.
Υπομένοντας μια άγρια καταστολή, μεγάλα τμήματα των εργαζομένων του Ιράν, συμμετέχουν σε διαμαρτυρίες. Κατά τη διάρκεια του Σεπτέμβρη και του Οκτώβρη, σημειώθηκαν κινητοποιήσεις στα πανεπιστήμια ενάντια στις άθλιες συνθήκες φοίτησης. Λίγο καιρό πριν από τις εκλογές του 2017, ο νεανικός πληθυσμός του Ιράν διψάει για κοινωνική αλλαγή, ενάντια στο σκηνικό των διαχωρισμών που προωθεί το καθεστώς. Οι μάζες της χώρας, δοκιμάζουν μέσα από την εμπειρία τους τις ψευδαισθήσεις που επικρατούν στην αυτοαποκαλούμενη ρεφορμιστική τάση των Μουλάδων.
Όταν συζητάμε για την αποφασιστικότητα του εργατικού κινήματος της περιοχής, η περίπτωση της Τυνησίας, με τις πλούσιες παραδόσεις εργατικών αγώνων αξίζει μια ειδική αναφορά. Οι αστοί αναλυτές συνεχίζουν να την παρουσιάζουν σαν τη μόνη επιτυχία της «Αραβικής Άνοιξης». Δεν είναι όμως αυτή, η κυρίαρχη άποψη στο εσωτερικό της χώρας. Η εφαρμογή μέτρων λιτότητας και νεοφιλελευθερισμού σε μια χώρα που έχει περάσει πρόσφατα από επανάσταση, είναι σα να ιππεύεις αγριεμένο ταύρο. Τον Αύγουστο ανέλαβε την εξουσία η έβδομη κυβέρνηση μέσα σε πέντε χρόνια. Τα μέτρα λιτότητας που περιλαμβάνονται στον προϋπολογισμό του 2017 οδηγούν την κυβέρνηση και τη συνομοσπονδία εργατών UGTT σε τροχιά σύγκρουσης, παρά τις απόπειρες της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας να αποφύγει κάθε σοβαρή οργάνωση οποιουδήποτε εργατικού αγώνα.
Η Αίγυπτος βρίσκεται στο μάτι ενός οικονομικού κυκλώνα. Τα 12 δισ. δολάρια που δανείστηκε στον Αύγουστο από το ΔΝΤ είναι ένα από τα μεγαλύτερα δάνεια στην ιστορία του οργανισμού και συνοδεύεται από όρους σκληρής λιτότητας, που περιλαμβάνουν περικοπές στα επιδόματα και περαιτέρω υποτίμηση της αιγυπτιακής λίρας, ενώ ο πληθωρισμός βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο που έχει υπάρξει τα τελευταία επτά χρόνια. Ήδη μέσα στο 2016 διοργανώθηκαν πάνω από 500 εργατικές κινητοποιήσεις. Αν και πρόκειται προς το παρόν για μια περιορισμένη τάση, υπάρχουν στρώματα του πληθυσμού που σπάνε τον τοίχο του φόβου και βγαίνουν ξανά στο δρόμο της διεκδίκησης. Τα νέα οικονομικά μέτρα της κυβέρνησης Αλ Σίσι θα επηρεάσουν χτυπήσουν σκληρά και τις μεσαίες τάξεις, που αποτελούν το βασικό κοινωνικό στρώμα υποστήριξης της.
Επιπλέον, η βουτιά της τιμής του πετρελαίου έχει δυσχεράνει την προσπάθεια των χωρών του Κόλπου να συνεχίσουν την παροχή οικονομικής ενίσχυσης προς την Αίγυπτο. Το καθεστώς της Σαουδικής Αραβίας έχει αποσύρει κάποιες επενδύσεις από την Αίγυπτο, ενώ η βασική πετρελαϊκή εταιρεία της χώρας έχει ακυρώσει μια σειρά αποστολές πετρελαίου, επειδή η Αίγυπτος και η Σαουδική Αραβία υποστηρίζουν διαφορετικές πλευρές στον πόλεμο της Συρίας.
Στο μεταξύ, τον Ιούλη, μια επίσημη αποστολή ταξίδεψε από τη Σαουδική Αραβία στο Ισραήλ, με ένα μήνυμα σύμφωνα με το οποίο, είναι κοινό συμφέρον των δύο χωρών η αντιμετώπιση του Ιράν. Η κυβέρνηση Νετανιάχου συνεργάζεται στενά το καθεστώς του Σίσι στην Αίγυπτο.
Ο αποκλεισμός της Γάζας έχει ενταθεί από τα καθεστώτα του Ισραήλ και της Αιγύπτου, την ώρα που οι κάτοικοι της υπομένουν ακόμη την τεράστια καταστροφή που άφησε πίσω του ο πόλεμος του 2014. Οι τακτικές διαμαρτυρίες της παλαιστινιακής νεολαίας στα σύνορα με το Ισραήλ, αντιμετωπίζονται με θανατηφόρα πυρά. Σε όλες τις κατεχόμενες περιοχές, ο οικονομικός στραγγαλισμός που επιβάλλει η ισραηλινή κυβέρνηση, εξακολουθεί να βυθίζει τους κατοίκους τους στην εξαθλίωση, την ώρα που συνεχίζεται η βίαιη καταπίεση τους και οι εποικισμοί Ισραηλινών.
Δεκάδες Παλαιστίνιοι έχουν σκοτωθεί από τον Οκτώβρη του 2015, όταν ξέσπασε ένα νέο κύμα συγκρούσεων. Με τα δύο βασικά παλαιστινιακά κόμματα σε κρίση και χωρίς καμία εναλλακτική για το πώς να προχωρήσουν – την ίδια στιγμή που δεν υπάρχει καμία προοπτική κάποιων σοβαρών παραχωρήσεων από την ισραηλινή κυβέρνηση– η κατάσταση βρίσκεται σε αδιέξοδο. Άλλο ένα παράδειγμα που το επιβεβαιώνει, είναι οι εδώ και μήνες, σποραδικές ατομικές επιθέσεις στην Ανατολική Ιερουσαλήμ και αλλού. Το τρομακτικό σενάριο νέων γύρων αιματοκυλίσματος παραμένει, και περιλαμβάνει τη συνέχιση του πολέμου στη Γάζα, μέχρι αυτός ο φαύλος κύκλος να σπάσει από το χτίσιμο μαζικών κινημάτων που θα ανατρέψουν τα σημερινά καθεστώτα. Τα εντυπωσιακά παραδείγματα από τη μαζική απεργία των Παλαιστίνιων δασκάλων και οι διαμαρτυρίες στη Δυτική Όχθη μέσα στο 2016, δείχνουν τις δυνατότητες των εργαζομένων και της νεολαίας να αναπτύξουν ανεξάρτητους αγώνες.
Μόνο οριακές πλειοψηφίες και στις δύο μεριές της εθνικής διαμάχης υποστηρίζουν πλέον μια λύση που θα περιλαμβάνει δύο κράτη –με τους περισσότερους να αμφισβητούν το αν κάτι τέτοιο είναι ρεαλιστικό– ενώ ακόμη λιγότεροι θεωρούν ότι μια λύση που θα περιλαμβάνει μόνο ένα κράτος είναι δυνατή.
Η κατάσταση αυτή επιβεβαιώνει σε μεγάλο βαθμό την εκτίμηση που κάνουμε σαν CWI, ότι ο καπιταλισμός είναι ανίκανος να λύσει τα εθνικά ζητήματα στη Μέση Ανατολή. Μόνο μέσα από ένα σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, μπορούν οι Παλαιστίνιοι να κερδίσουν τα βασικά τους δικαιώματα και να δουν τις ελπίδες τους να πραγματοποιούνται, κάτι που ισχύει και για τους Ισραηλινούς.
Η δεξιά κυβέρνηση του Νετανιάχου, έχει καταφέρει να επιβιώσει αυτό το διάστημα, χάρη στην αντεπανάσταση που εκτυλίσσεται σε ολόκληρη την περιοχή, τις αδυναμίες των αριστερών δυνάμεων και την έστω και περιορισμένη οικονομική ανάπτυξη του Ισραήλ. Στην ουσία παραμένει μια αδύναμη και εύθραυστη κυβέρνηση συνεργασίας. Οι χειρισμοί της στο Παλαιστινιακό, δέχονται πλέον επίθεση από μια σειρά εκπροσώπους της άρχουσας τάξης, από στρατηγούς μέχρι πολιτικούς.
Την ίδια ώρα που ο εθνικισμός και ο σωβινισμός αποτελούν κεντρικά πολιτικά χαρακτηριστικά της τρέχουσας περιόδου στο Ισραήλ, η οργή σημαντικών τμημάτων των εργατικών και μεσαίων στρωμάτων, ενάντια σε αυτό που αποκαλείται πλατιά «γουρουνίσιο καπιταλισμό» παραμένει ισχυρή. Κάποια από αυτά τα στρώματα, εκφράζουν επίσης την αντίθεσή τους στην εθνικιστική και θρησκευτική αντίδραση.
Σε όλη τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, ξεσπούν σε τακτική βάση σημαντικά κινήματα και αγώνες των εργαζομένων, των φτωχών και της νεολαίας, κάτι που βέβαια σπάνια βλέπει το φως της δημοσιότητας μέσα από τα καθεστωτικά ΜΜΕ. Ολόκληρη η περιοχή απειλείται από βάρβαρες αντιδραστικές εξελίξεις. Ωστόσο, οι αντικειμενικοί παράγοντες που έσπρωξαν εκατομμύρια να βγουν στους δρόμους ενάντια στην τυραννία και την εκμετάλλευση πριν από πέντε χρόνια, είναι πιο έντονοι παρά ποτέ, προετοιμάζοντας το έδαφος για μαζικές κοινωνικές εκρήξεις στο μέλλον, αλλά και νέες ευκαιρίες για το χτίσιμο των δυνάμεων του επαναστατικού μαρξισμού την επόμενη περίοδο.
Αυτό που βλέπουμε σήμερα, είναι μόνο μια φάση μιας παρατεταμένης διαδικασίας επανάστασης και αντεπανάστασης, της οποίας το μέλλον δεν έχει γραφτεί ακόμη. Γι’ αυτό το μέλλον προετοιμαζόμαστε, δυναμώνοντας τα τμήματα της CWI σε αυτή την κρίσιμη περιοχή.