Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί εισήγηση του Τάκη Μαστρογιαννόπουλου, ιδρυτικού στελέχους του ΣΥΡΙΖΑ, σε εκδήλωση για την έκδοση του βιβλίου «Το ενιαίο Μέτωπο. Η συζήτηση και οι θέσεις του 4ου συνεδρίου της 3ης Διεθνούς» από τις εκδόσεις Red Marks.
Κατ’ αρχήν θέλω να ευχαριστήσω την εκδοτική ομάδα του Red Marks για τη πρόσκληση στη σημερινή παρουσίαση της έκδοσης του βιβλίου του Αμερικανού μαρξιστή Τζον Ριντέλ με τίτλο «Το ενιαίο Μέτωπο. Η συζήτηση και οι θέσεις του 4ου συνεδρίου της Τρίτης Διεθνούς».
Ασφαλώς και η συζήτηση για τα μέτωπα, τόσο για το Ενιαίο εργατικό μέτωπο όσο και για τον αντίποδα του, το Λαϊκό μέτωπο –όπου αυτό βέβαια νοείται ως μέτωπο αριστερών δυνάμεων με αστικά κόμματα– έχει απασχολήσει όλες τις τάσεις του εργατικού κινήματος για πολλά χρόνια, για δεκαετίες θα έλεγα.
Συνήθως η συζήτηση για το μέτωπο, ιδιαίτερα όταν αυτή μάλιστα τίθεται επιτακτικά από τις ίδιες τις πολιτικές εξελίξεις, φαίνεται να είναι, και συνήθως είναι, ένα θέμα που αφορά τις εξελίξεις σε εθνικό επίπεδο. Και αυτό είναι εντελώς φυσικό.
Στη σημερινή συζήτηση εγώ θα επιχειρήσω να προσεγγίσω το ζήτημα όχι από την εθνική αλλά από τη διεθνή του διάσταση. Εξάλλου, το βιβλίο του Τζόν Ριντέλ έχει αναφορά τις συζητήσεις και στις αποφάσεις του 4ου συνεδρίου της 3ης Διεθνούς που θεωρείται ως το συνέδριο που υιοθέτησε την πολιτική του ενιαίου εργατικού μετώπου.
Βέβαια, το ζήτημα του ενιαίου μετώπου είχε απασχολήσει το κομμουνιστικό κίνημα πριν την σύγκληση του 4ου συνεδρίου. Και έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δούμε μέσα από ποιες διαδικασίες και στη βάση πιο γεγονότων η 3η Διεθνής κατέληξε στην πολιτική του ενιαίου μετώπου. Ο Τζον Ριντέλ έχει δίκιο όταν υποστηρίζει ότι «Η εξέλιξη της ενιαιομετωπικής πολιτικής σημαδεύτηκε από αμφισημίες, σφάλματα και διορθώσεις».
Στο 3ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, συνήλθε στη Μόσχα το καλοκαίρι του 1921, σε μια περίοδο που το μεταπολεμικό επαναστατικό κύμα –με την ήττα του γερμανικού κινήματος τον Μάρτιο του 1921– υποχωρούσε.
Η εξέλιξη αυτή είχε ως αποτέλεσμα οι εκπρόσωποι του διεθνούς κινήματος να ασχοληθούν εκτεταμένα με τις νέες, αλλαγμένες συνθήκες. Ο προβληματισμός ήταν έντονος .
Η υποχώρηση του κινήματος και οι αλλαγές στους συσχετισμούς των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων ασφαλώς και είχε θέσει στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα των ρυθμών της επαναστατικής διαδικασίας.
Ο Τρότσκι, βασικός εισηγητής στο 3ο συνέδριο, αναγνώρισε ότι:
«Μόνο τώρα βλέπουμε και αισθανόμαστε πως δεν είμαστε κοντά στον τελικό μας σκοπό, την κατάκτηση της εξουσίας σε παγκόσμια κλίμακα, στην παγκόσμια επανάσταση. Λέγαμε το 1919 στους εαυτούς μας ότι ήταν ζήτημα μηνών, αλλά τώρα λέμε ότι μπορεί να είναι ζήτημα πολλών ετών».
Η πολιτική της δεξιάς σοσιαλδημοκρατικής ηγεσίας αποτέλεσε, χωρίς αμφιβολία, έναν ανασχετικό παράγοντα στην πορεία της επανάστασης ιδιαίτερα στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
Δεν ήταν τυχαίο ότι με το ξέσπασμα του πολέμου ο πατριωτισμός και ο ρεφορμισμός ήταν κυρίαρχος στα περισσότερα κόμματα της 2ης Διεθνούς. Η αριστερή, ριζοσπαστική πτέρυγα της 2ης Διεθνούς τόνιζε συνεχώς τον αντιδραστικό ρόλο της δεξιάς, και σε ορισμένες περιπτώσεις και της κεντρώας τάσης της 2ης Διεθνούς. Την αμέσως επόμενη περίοδο μια σειρά επαναστατικά γεγονότα σφράγισαν τις εξελίξεις: Η ρώσική επανάσταση του 1917 η οποία οδήγησε όχι μόνο στην κατάκτηση αλλα και στη διατήρηση της εξουσίας. Η γερμανική και αυστριακή επανάσταση οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα, στα τέλη του 1918, την κατάρρευση των αυτοκρατορικών καθεστώτων, των Χοετζόλερν και των Αψβούργων. Η νικηφόρα επανάσταση της Ουγγρικής επανάστασης τον Μάρτιο του 1919 και η εγκαθίδρυση της Κομμούνας. Το μεγάλο απεργιακό κύμα των μεταλλουργών, των μεταλλορύχων και των σιδηροδρομικών στις Ηνωμένες Πολιτείες στα τέλη του ίδιου χρόνου. Η αντίδραση στο πραξικόπημα Καππ στη Γερμανία τον Μάρτιο του 1920. Το ιταλικό κίνημα των καταλήψεων τον Σεπτέμβριο του 1920. Η τσέχικη γενική απεργία τον Δεκεμβριο του 1920.
Τα επαναστατικά αυτά γεγονότα είχαν πείσει την μαρξιστική πρωτοπορία ότι η πλειοψηφία της εργατικής τάξης είχε μπει σε μια πορεία αποδέσμευσης από την παλιά ρεφορμιστική ηγεσία. Αποδείχθηκε, όμως, ότι η εκτίμηση αυτή ήταν υπό όρους.
Ένα σοβαρό τμήμα της εργατικής τάξης –ιδιαίτερα στη δυτική Ευρώπη– παρέμενε προσκολλημένο στην παλιά ηγεσία και τα παραδοσιακά κόμματα, με τα οποία υπήρχαν δεσμοί δεκαετιών, και από την άποψη αυτή το κίνημα ήταν διατεθειμένο να δώσει στα παλιά Σοσιαλδημοκρατικά κόμματα μια ακόμα ευκαιρία.
Το συνέδριο αναγνώρισε αυτή την πραγματικότητα. Σύμφωνα με την απόφαση
«η παλιά γενιά των Σοσιαλδημοκρατών και των ειδικευμένων, συνδικαλισμένων εργατών, που συνδέονται με την οργάνωση τους με αγώνες δεκαετιών, δεν μπορούν να αποφασίσουν να κόψουν τη σχέση τους με αυτή, παρ’ όλες τις προδοσίες και τις αποτυχίες της».
Η σχετική υποχώρηση του κινήματος, η μερική καπιταλιστική σταθεροποίηση, οι προετοιμασίες των κυρίαρχων τάξεων για αντεπίθεση, η διατήρηση των δεσμών ενός σημαντικού τμήματος της εργατικής τάξης με τις ηγετικές ομάδες των παραδοσιακών κόμματων καθώς και το γεγονός ότι οι ενωτικές διαθέσεις άρχισαν να γίνονται ισχυρές στις γραμμές της εργατικής τάξης, είχαν ως αποτέλεσμα η Κ.Δ να τροποποιήσει την πολιτική της και να υιοθετήσει την πολιτική που αποκρυσταλλώθηκε στα συνθήματα «Στις μάζες», «Σχηματίστε το Ενιαίο Μέτωπο του προλεταριάτου».
Το Μανιφέστο της Εκτελεστικής Επιτροπής της Διεθνούς, που εκδόθηκε μετά το πέρας των εργασιών του συνεδρίου, στις 17 Ιουλίου, τόνιζε:
«”Προς τις μάζες” να η πρώτη μαχητική κραυγή του 3ου συνεδρίου προς τους κομμουνιστές όλου το κόσμου»
Σε αυτή τη φάση, ωστόσο, το Ενιαίο Μέτωπο θεωρήθηκε ως μια πολιτική που αφορούσε κυρίως μόνο τους από «κάτω», το προλεταριάτο. Έτσι, η Κομμουνιστική Διεθνής όχι μόνο θα έπρεπε να αντιταχθεί στη «στρατηγική της παγκόσμιας μπουρζουαζίας» αλλά και να «νικήσει τους προδότες του προλεταριάτου». Το Μανιφέστο της Εκτελεστικής Επιτροπής ανέφερε ότι
«ρίχνοντας στους κομμουνιστές όλου του κόσμου το σύνθημα ”Στις μάζες!”, ”Σχηματίστε το ενιαίο μέτωπο του προλεταριάτου!” τους συνιστά ”Διατηρήστε τις γραμμές σας καθαρές από τα στοιχεία που είναι ικανά να καταστρέψουν το ηθικό και την πειθαρχία μάχης των στρατευμάτων εφόδου του παγκόσμιου προλεταριάτου, των κομμουνιστικών κομμάτων».
Πάνω στη βάση αυτών των αντιλήψεων η πάλη για ενιαίο μέτωπο δεν ήταν συνδυασμένη με τον κοινό αγώνα όλων των διεθνών οργανώσεων, των εθνικών κομμάτων και των εργατικών οργανώσεων πάνω σε ένα πρόγραμμα μετάβασης, αλλά ότι η πάλη ενάντια στο αστικό σύστημα εξουσίας ήταν συνδεδεμένη με την πάλη του προλεταριάτου ενάντια στη δεξιά και την κεντρώα τάση του κινήματος.
Σύντομα, όμως, η Εκτελεστική Επιτροπή της Διεθνούς, αναγνωρίζοντας τις νέες συνθήκες, τροποποίησε την τακτική προτείνοντας το ενιαίο μέτωπο στη βάση ενός προγράμματος μεταβατικών διεκδικήσεων.
Ο Ζινόβιεφ, ο οποίος παρουσίασε τη νέα γραμμή, εκτίμησε ότι οι εργάτες σε όλη την Ευρώπη απέδιδαν τις μεταπολεμικές ήττες τους στη διαίρεση και τη διάσπαση τους. και για το λόγο αυτό ήταν η αναγκαία η νέα πολιτική. Ο ίδιος ο Ζηνόβιεφ, αναφερόμενος στα χρόνια 1921-22, εκτίμησε αργότερα ότι
«Στην πραγματικότητα η τακτική του ενιαίου μετώπου αποτελούσε στην αρχή έκφραση του γεγονότος ότι είχαμε συνειδητοποιήσει: πρώτο ότι δεν έχουμε ακόμα την πλειοψηφία στην εργατική τάξη, δεύτερο ότι η σοσιαλδημοκρατία είναι ακόμη πολύ ισχυρή, τρίτο ότι ήμασταν σε θέση άμυνας και ότι ο εχθρός επιτίθεται… Έτσι καταλήξαμε στο σύνθημα ”Προς τις μάζες” και στην τακτική του ενιαίου μετώπου».
Η απόφαση της Εκτελεστικής Επιτροπής αναγνώρισε, επίσης, ότι
«η καπιταλιστική επίθεση προκάλεσε μέσα στις εργατικές μάζες μια αυθόρμητη τάση για ενότητα που τίποτα δεν μπορεί να την περιορίσει…».
Στη βάση αυτών των εκτιμήσεων η Εκτελεστική Επιτροπή πρότεινε την τακτική του ενιαίου μετώπου με στόχο να πραγματοποιηθεί το συντομότερο δυνατόν
«η πλήρης ενότητα στο πεδίο της δράσης».
Η απόφαση, στο σημείο 8, ανέφερε ότι
«Ύστερα από προσεκτική στάθμιση των πραγμάτων, η Εκτελεστική Επιτροπή της Διεθνούς κρίνει ότι το σύνθημα του 3ου συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς: Προς τις μάζες! Καθώς και τα γενικότερα συμφέροντα του κομμουνιστικού κινήματος απαιτούν η Κομμουνιστική Διεθνής και τα τμήματα της να υποστηρίξουν το σύνθημα της ενότητας του προλεταριακού μετώπου και να αναλάβουν την πρωτοβουλία πραγματοποίησης του».
Η ελευθερία της κριτικής απέναντι στην πολιτική των δεξιών και των κεντρώων ηγετών των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων αποτελούσε, βέβαια, αναγκαία προϋπόθεση για την κοινή δράση. Το σημείο 18 της απόφασης για το ενιαίο μέτωπο υπενθύμιζε ότι
«Η Εκτελεστική Επιτροπή απαιτεί σαν όρο αυστηρά υποχρεωτικά για όλα τα Κομμουνιστικά Κόμματα την ελευθερία κάθε τμήματος που θα έλθει σε συμφωνία με τα κόμματα της 2ης και της 2½ Διεθνούς να συνεχίζει την προπαγάνδα των ιδεών μας και την κριτική των αντιπάλων του κομμουνισμού».
Η κοινή δράση στο εθνικό πεδίο επρόκειτο, βέβαια, να διευκολύνει την ανάπτυξη των σχέσεων ανάμεσα και στις διεθνείς οργανώσεις, Σύμφωνα με το σημείο 20 της ίδιας απόφασης
«Η Κομμουνιστική Διεθνής υιοθετώντας το σύνθημα της ενότητας του προλεταριακού μετώπου και παραδεχόμενη συμφωνίες ανάμεσα στα διάφορα τμήματα της και τα κόμματα και τα συνδικάτα της 2ης και της 2½ Διεθνούς, δεν μπορεί, όπως είναι φανερό, να αρνηθεί ανάλογες συμφωνίες σε διεθνή κλίμακα…»
Στο πλαίσιο αυτών των εκτιμήσεων δεν άργησε, μάλιστα, αποδεχόμενη τη σχετική πρόσκληση, να συμμετάσχει –τον Απρίλιο του 1922 στο κτίριο του γερμανικού Ράιχσταγκ στο Βερολίνο– σε μια διεθνή συνάντηση των 3 τότε διεθνών οργανώσεων: της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, της Κομμουνιστικής Διεθνούς και της Διεθνούς Εργατικής Ένωσης των Σοσιαλιστικών κομμάτων, αυτήν που η ριζοσπαστική αριστερά αποκαλούσε, ασφαλώς με δόση χιούμορ, 2 ½ Διεθνή.
Η συζήτηση ήταν έντονη, με αντεγκλήσεις και εκατέρωθεν κατηγορίες.
Στη συνδιάσκεψη η Κλάρα Τσέτκιν στην εισήγηση της, εκ μέρους της 3ης Διεθνούς, πρότεινε ένα σχέδιο για κοινή δράση «ενάντια στην εργοδοτική εισφορά, ενάντια στην αντίδραση, προετοιμασία του αγώνα ενάντια σε ένα νέο ιμπεριαλιστικό πόλεμο». Πρότεινε, επίσης, ότι στην ημερήσια διάταξη θα έπρεπε να συμπεριληφθούν η βοήθεια στη Σοβιετική δημοκρατία και η καταγγελία της συνθήκης των Βερσαλιών.
Η απόπειρα αυτή δεν είχε, όμως, για μια σειρά λόγους επιτυχία, αν και η μελέτη των πρακτικών της (The Second and the Third Internationals and the Vienna Union) έχει πράγματι ιδιαίτερο ενδιαφέρον όχι μόνο γιατί φανερώνει τις διαφορές στρατηγικής και τακτικής ανάμεσα στις διεθνείς οργανώσεις της εποχής αλλά και γιατί αποκαλύπτει τους δρόμους μέσα από τους οποίους η 3η Διεθνής κατέληξε στην πολιτική του ενιαίου μετώπου.
Ο Ζινόβιεφ, παρά την αποτυχία αυτής της συνδιάσκεψης, υποστήριξε στη συνέχεια, στη σύνοδο της Εκτελεστική Επιτροπής της Κ.Δ τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου, ότι η όλη αυτή η προσπάθεια άξιζε τον κόπο γιατί απέδειξε στο εργατικό κίνημα ότι οι κομμουνιστές ήταν αυτοί που επεδίωκαν την ενότητα.
Η πολιτική του ενιαίου μετώπου όχι μόνο δεν εγκαταλείφθηκε αλλά και επισημοποιήθηκε στο 4ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς.
Το 4ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, που συνήλθε τον χειμώνα του 1922 –αποδεχόμενο τις θέσεις που η Εκτελεστική Επιτροπή είχε επεξεργαστεί τον Δεκέμβριο του περασμένου χρόνου– υιοθέτησε την πολιτική του ενιαίου μετώπου, με την διαφορά ότι αυτή τη φορά το ενιαίο μέτωπο δεν ήταν ένα ζήτημα που αφορούσε μόνον τους «από κάτω». Τώρα τα κόμματα της Διεθνούς μπορούσαν, μέσα στους αγώνες, να έρχονται σε
«διαπραγματεύσεις ακόμα και με τους προδότες αρχηγούς των σοσιαλδημοκρατών».
Στην ουσία η πολιτική του ενιαίου μετώπου είχε ως κύριο στόχο τον κοινό αγώνα των κομμουνιστών και των εργατών που ακολουθούσαν άλλα κόμματα συμπεριλαμβανομένων των «εργατών που ακολουθούν ακόμα τους αναρχικούς και του συνδικαλιστές».
Η απόφαση, την ίδια στιγμή, ήταν ιδιαίτερα προσεκτική ώστε να μην αναπτυχθούν αυταπάτες ότι το ενιαίο μέτωπο σήμαινε συνένωση των πολιτικών δυνάμεων στην προπολεμική τους μορφή.
«Οι προσπάθειες της 2ης Διεθνούς να παρουσιάσει την τακτική του ενιαίου μετώπου σαν μια τακτική που προετοιμάζει τη συγχώνευση όλων των ”εργατικών” κομμάτων πρέπει βέβαια να αποκρουστούν κατηγορηματικά».
Η απόφαση –και αυτό ήταν εξίσου σημαντικό– έθετε ως φυσικό επακόλουθο της πολιτικής του ενιαίου μετώπου, την δυνατότητα σχηματισμού εργατικών κυβερνήσεων με τη συμμετοχή του Κομμουνιστικού κόμματος, μετά, όμως, από έγκριση της Διεθνούς.
Έτσι σε ορισμένες χώρες – κυρίως στις χώρες της δυτικής Ευρώπης όπου ο κοινοβουλευτισμός είχε βαθιές ρίζες και το ζήτημα της πολιτικής ηγεμονίας δεν είχε ακόμα λυθεί, το ζήτημα της εργατικής κυβέρνησης –ενός ενδιάμεσου τύπου κυβέρνησης– αποτελούσε μια λύση ανάγκης στη πορεία της εργατικής τάξης προς την εξουσία. Σύμφωνα με την απόφαση:
«ο συσχετισμός δυνάμεων μεταξύ των εργατικών κομμάτων και της μπουρζουαζίας θέτει στην ημερήσια διάταξη τη λύση της εργατικής κυβέρνησης σαν πολιτική ανάγκη. Σε αυτές τις χώρες το σύνθημα της ”εργατικής κυβέρνησης” αποτελεί αναπόφευκτη συνέπεια όλης της τακτικής του ενιαίου μετώπου»
Έτσι, η απόφαση του συνεδρίου δεν απέκλεισε τον σχηματισμό μιας εργατικής κυβέρνησης με τη συμμετοχή των κομμουνιστών. Μια κυβέρνηση αυτού τύπου «δεν είναι ακόμα δικτατορία του προλεταριάτου» ανέφερε η απόφαση, έχει όμως τη δυνατότητα να αποτελέσει την «αφετηρία για την κατάκτηση αυτής της δικτατορίας».
Η ηγεσία της Κομμουνιστικής Διεθνούς με την πολιτική του ενιαίου μετώπου απέδειξε ότι η αδιαλλαξία στις αρχές ήταν αδιάσπαστα δεμένη με την κατανόηση των πραγματικών συσχετισμών που υπάρχουν κάθε φορά στην κοινωνία, με την ευελιξία στην τακτική απέναντι σε διεθνείς οργανώσεις σε εθνικά κόμματα και τάσεις κομμάτων ακόμα και με την με την ευλυγισία χειρισμών απέναντι σε μεμονωμένους αγωνιστές.
Η πολιτική του ενιαίου μετώπου άνοιγε, χωρίς αμφιβολία, μια νέα σελίδα στην ιστορία, ιδιαίτερα του ευρωπαϊκού, κίνηματος.
Η πολιτική αυτή, αν και επίσημη γραμμή της Διεθνούς, δεν εφαρμόστηκε, δυστυχώς, σε μια σειρά χώρες της Ευρώπης, και κυρίως στη Γερμανία, όπου με ευθύνη τόσο της σοσιαλδημοκρατικής όσο και της κομμουνιστικής ηγεσίας, το εργατικό κίνημα έδωσε την μάχη κατά του τέρατος του φασισμού με διασπασμένες της γραμμές του με τα γνωστά ολέθρια αποτελέσματα.
Το βιβλίο των εκδόσεων Red Marks, που περιλαμβάνει σε τρία τμήματα κείμενα του Τζον Ριντέλ, περιγράφει αναλυτικά τις εξελίξεις όχι μόνο στο διεθνές αλλά και στο εθνικό πεδίο, ενώ παρουσιάζει και τις θέσεις σημαντικών εκπροσώπων της 3ης Διεθνούς πάνω στο θέμα του ενιαίου μετώπου. Είναι ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί.