Η έκθεση της διακυβερνητικής επιτροπής για το κλίμα (IPCC) ενόψει της διάσκεψης στη Γλασκώβη τον ερχόμενο Νοέμβρη είναι για ακόμη μια φορά αποκαλυπτική. Επιστήμονες από δεκάδες χώρες του ΟΗΕ, κατέληξαν ξανά σε τρομακτικά συμπεράσματα για το μέλλον του πλανήτη.
Δεν υπάρχει πλέον καμία αμφιβολία ότι τα περιθώρια για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης στενεύουν όλο και περισσότερο. Δεν υπάρχει επίσης αμφιβολία ότι είναι άμεση ανάγκη δραστικών μέτρων όχι μόνο ως προς τον τερματισμό των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, αλλά και ως προς την προστασία των οικοσυστημάτων που λειτουργούν ως ασπίδα του πλανήτη απέναντι στην κλιματική αλλαγή.
Τα συμπεράσματα
Ανάμεσα σε άλλα, οι επιστήμονες εξηγούν ότι σήμερα η συγκέντρωση διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα έχει φτάσει στα επίπεδα που βρισκόταν πριν από δύο εκατομμύρια χρόνια, ενώ οι θερμοκρασίες που καταγράφονται είναι αντίστοιχες αυτών που επικρατούσαν στη γη πριν από 125.000 χρόνια. Παράλληλα εντοπίζεται επιτάχυνση στην άνοδο της στάθμης της θάλασσας και το λιώσιμο των πάγων.
Η έκθεση αναφέρει πέντε πιθανά σενάρια για τις επόμενες δεκαετίες.
Στο καλύτερο σενάριο, αυτό που παίρνει ως δεδομένο τον πλήρη τερματισμό των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου μέχρι το 2050, η θερμοκρασία του πλανήτη αναμένεται να σταθεροποιηθεί στον 1,4 βαθμό Κελσίου πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα μέχρι το τέλος του αιώνα.
Στο χειρότερο σενάριο, αυτό του διπλασιασμού των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου μέχρι το 2050, η παγκόσμια θερμοκρασία αναμένεται να εκτοξευθεί κατά 4,4 βαθμούς σε σύγκριση με την προβιομηχανική εποχή.
Ακόμη και το πρώτο σενάριο, δε σημαίνει άμεση αντιστροφή της διαδικασίας της κλιματικής αλλαγής, καθώς ακόμη και η άνοδος της θερμοκρασίας της τάξης του 1,5 βαθμού περίπου, σημαίνει καταστροφικά αποτελέσματα, τα οποία βλέπουμε ήδη να επηρεάζουν τις ζωές δισεκατομμυρίων ανθρώπων, αλλά και όλων των ζωντανών οργανισμών στον πλανήτη. Παρόλα αυτά, το σενάριο για πλήρη τερματισμό των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου μέχρι το 2050 θεωρείται η καλύτερη δυνατή εκδοχή. Όμως, όπως θα δούμε παρακάτω, ένα τέτοιο σενάριο δεν είναι καθόλου στα σχέδια των μεγάλων εταιρειών ενέργειας και των ισχυρών κυβερνήσεων του πλανήτη.
Στην πραγματικότητα, αντί να συζητάνε τερματισμό των εξορύξεων ορυκτών καυσίμων και στροφή με μαζική χρηματοδότηση στην έρευνα για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ώστε να μην αποτελούν με τη σειρά τους απειλή για ευαίσθητα οικοσυστήματα) επιμένουν στις εξορύξεις και την καύση, κυρίως φυσικού αερίου και πετρελαίου. Αυτό που συμβαίνει στην πράξη είναι πως την ίδια ώρα που υπάρχει μια στροφή σε ΑΠΕ (ο προβληματικός τρόπος που αυτή γίνεται ξεφεύγει από τα όρια αυτού του άρθρου αλλά μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα εδώ), ταυτόχρονα τα συμφέροντα γύρω από το εξορυκτικό-πετρελαϊκό λόμπι είναι αποφασισμένα να «εξορύξουν μέχρι και το τελευταίο μόριο πετρελαίου» όπως χαρακτηριστικά δήλωσε ο Υπουργός Ενέργειας της Σαουδικής Αραβίας.
Οι ΗΠΑ επιμένουν στο πετρέλαιο
Παρά την υποτιθέμενη στροφή στην πράσινη ενέργεια, παρά τις εξαγγελίες για μαζικές επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές, η αμερικανική κυβέρνηση δεν δείχνει διατεθειμένη να απαλλαγεί από τα ορυκτά καύσιμα. Αντίθετα, προτρέπει συμμάχους της πλούσιες σε πετρέλαιο, όπως η Σαουδική Αραβία να αυξήσουν την παραγωγή, καθώς σύμφωνα με δήλωση του συμβούλου σε θέματα εθνικής ασφάλειας Jake Sullivan: «ο πρόεδρος Μπάιντεν έχει ξεκαθαρίσει ότι θέλει όλοι οι Αμερικανοί να έχουν πρόσβαση σε φτηνή και αξιόπιστη ενέργεια».
Και στο εσωτερικό της χώρας όμως, η κατάσταση δεν είναι πολύ διαφορετική. Αν και προεκλογικά έλεγε ότι θα τερματίσει τις εγχώριες εξορύξεις πετρελαίου και φυσικού αερίου, η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει ήδη δώσει έγκριση σε τουλάχιστον 2.000 νέα εξορυκτικά σχέδια. Μαζί με τις εξορύξεις, άδειες παίρνουν και νέοι μεγάλοι αγωγοί μεταφοράς ορυκτών καυσίμων, που αποτελούν σοβαρή περιβαλλοντική απειλή για τις περιοχές από τις οποίες θα περάσουν.
Στο μεταξύ, τόσο σε κεντρικό, όσο και σε τοπικό επίπεδο, οι στενές σχέσεις ανάμεσα στις κυβερνήσεις και τις πετρελαϊκές εταιρείες καθορίζουν τις πολιτικές που ασκούνται, αλλά και τη νομοθεσία που ψηφίζεται. Στην Πολιτεία του Τέξας για παράδειγμα, μέσα στην τελευταία δεκαετία εταιρείες ενέργειας έχουν ξοδέψει πάνω από 100 εκατομμύρια δολάρια για τις προεκλογικές εκστρατείες υποψηφίων, τους οποίους όπως είναι λογικό στη συνέχεια, θεωρούν υπαλλήλους τους. Ένας από τους νόμους που έχει επιβάλει το πετρελαϊκό λόμπι στο Τέξας, προβλέπει ότι η Πολιτεία πρέπει να αρνείται να συνάπτει συμβόλαια με επιχειρήσεις οι οποίες έχουν διακόψει τη συνεργασία με εταιρείες εξόρυξης και πώλησης ορυκτών καυσίμων!
Στο μεταξύ, ο αμερικανικός στρατός προκαλεί περισσότερες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, από ό,τι 100 χώρες μαζί. Μεταξύ 2001 και 2019, οι πολεμικές επιχειρήσεις του αμερικανικού στρατού μόνο στο Αφγανιστάν, οδήγησαν στην έκλυση 1,2 δισ. μετρικών τόνων αερίων του θερμοκηπίου. Το μέγεθος αυτό είναι τεράστιο, ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι συνολικά οι ΗΠΑ, παρήγαγαν 6,6 δισ. μετρικούς τόνους διοξειδίου του άνθρακα το 2019.
Πρακτικά δηλαδή, περισσότερο από το ένα έκτο του συνόλου των ετήσιων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα των ΗΠΑ, παράχθηκε μέσα σε 18 χρόνια μόνο στις πολεμικές επιχειρήσεις στο Αφγανιστάν.
Στην Υεμένη, από την έναρξη των πολεμικών συγκρούσεων το 2015 μέχρι σήμερα, ένα σχεδόν κατεστραμμένο από τη διάβρωση δεξαμενόπλοιο βρίσκεται στο λιμάνι Hodeidah, σε τόσο κακή κατάσταση που μπορεί ανά πάσα στιγμή να εκραγεί, απελευθερώνοντας στη θάλασσα μεγάλες ποσότητες πετρελαίου. Οι συνέπειες από μια ενδεχόμενη έκρηξη εκτιμάται ότι μπορεί να είναι τέσσερις φορές χειρότερες από το ατύχημα και την πετρελαιοκηλίδα που προκλήθηκε το 1989 από το δεξαμενόπλοιο Exxon Valdez στην Αλάσκα. Στο μεταξύ, οι ελπίδες ότι η κυβέρνηση του Μπάιντεν θα μειώσει τις εξοπλιστικές δαπάνες και τις πωλήσεις όπλων διαλύονται, καθώς η πρόταση για τον προϋπολογισμό του 2022 περιλαμβάνει αύξηση 2% σε σχέση με το 2021.
Στον υπόλοιπο κόσμο
Αυτό βέβαια δε συμβαίνει μόνο στις ΗΠΑ. Σε κάθε περιοχή του κόσμου όπου έχουν απομείνει σημαντικά κοιτάσματα ορυκτών καυσίμων, οι μεγάλες πολυεθνικές ενέργειας τα διεκδικούν και τα παίρνουν, στην ουσία χωρίς αντίρρηση από τις κυβερνήσεις που υποτίθεται ότι βάζουν υψηλούς στόχους μείωσης των αέριων ρύπων.
Ανάμεσα στη Ναμίμπια και τη Μποτσουάνα, συνεχίζονται οι έρευνες για πετρέλαιο, με τις εταιρείες ενέργειας να εκφράζουν ελπίδες ότι ενδέχεται να βρίσκονται μπροστά στο μεγαλύτερο αναξιοποίητο κοίτασμα στον κόσμο. Το κοίτασμα αυτό βρίσκεται κάτω από τον σημαντικότερο υγροβιότοπο της Αφρικής, ίσως και του κόσμου, την κοιλάδα Οκαβάνγκο.
Λίγο βορειοανατολικότερα σχεδιάζεται η κατασκευή αγωγού πετρελαίου μήκους πάνω από 1.400 χιλιομέτρων, που θα συνδέει την Ουγκάντα με την Τανζανία. Πέρα από τον κίνδυνο διαρροών που απειλούν το περιβάλλον της περιοχής από την οποία θα περάσει ο αγωγός, υπολογίζεται ότι θα μεταφέρει 210.000 βαρέλια πετρέλαιο την ημέρα. Η καύση αυτής της ποσότητας πετρελαίου αναμένεται να απελευθερώσει στην ατμόσφαιρα 34 εκατομμύρια μετρικούς τόνους αερίων του θερμοκηπίου το χρόνο, περισσότερο δηλαδή από το σύνολο των σημερινών εκπομπών των δύο χωρών μαζί.
Στην Γουιάνα της Νότιας Αμερικής οι υποθαλάσσιες εξορύξεις πετρελαίου που έχουν ξεκινήσει εδώ και μερικά χρόνια, απειλούν τις ακτές, το ευαίσθητο θαλάσσιο οικοσύστημα της περιοχής, όπως και την αλιεία που αποτελεί τη βασική οικονομική δραστηριότητα των κατοίκων. Ταυτόχρονα εκτιμάται ότι η χρήση του πετρελαίου που εξορύσσεται στην περιοχή (η Exxon εκτιμά ότι μέχρι το 2025 θα εξορύσσει 800.000 βαρέλια την ημέρα) θα οδηγήσει στη συνολική έκλυση δύο δισ. μετρικών τόνων διοξειδίου του άνθρακα.
Θανάσιμος κίνδυνος
Αυτά είναι μερικά μόνο παραδείγματα της ατελείωτης απληστίας των πολυεθνικών εταιρειών ενέργειας, αλλά και της υποκρισίας των κυβερνήσεων που υποτίθεται ότι παίρνουν μέτρα για τη μείωση των εκπομπών αερίων ρύπων. Όπως είδαμε να συμβαίνει και στην Ελλάδα, η κλιματική αλλαγή αξιοποιείται ως δικαιολογία για την ανεπάρκειά τους απέναντι σε μεγάλες φυσικές καταστροφές όπως φωτιές και πλημμύρες. Αξιοποιείται επίσης σαν ευκαιρία για «πράσινες» μπίζνες, όπως η επέλαση των αιολικών και φωτοβολταϊκών πάρκων, στις περισσότερες περιπτώσεις μέσα σε ευαίσθητα οικοσυστήματα που καταστρέφονται στο όνομα της προστασίας του περιβάλλοντος.
Όταν όμως έρχεται η ώρα να παρθούν δραστικά μέτρα για την κατάργηση, ή έστω τη μείωση της χρήσης ορυκτών καυσίμων, οι μεγάλες εταιρείες και οι κυβερνήσεις που τις υπηρετούν, σφυρίζουν αδιάφορα.
Αυτό που πραγματικά χρειάζεται ο πλανήτης για να ξεφύγει από τον θανάσιμο κίνδυνο στον οποίο βρίσκεται, είναι ένα συνολικό σχέδιο άμεσης απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα, με στροφή στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Η στροφή όμως αυτή προϋποθέτει μαζικές, δημόσιες επενδύσεις στην έρευνα και στην εφαρμογή τεχνολογιών που θα προκαλούν τη μικρότερη δυνατή επίδραση στο περιβάλλον. Η στροφή αυτή πρέπει να γίνει με κριτήριο την πραγματική προστασία τόσο του κλίματος, όσο και των οικοσυστημάτων του πλανήτη και όχι το τι συμφέρει τον κάθε «πράσινο» επιχειρηματία που σήμερα καταστρέφει βουνά και θάλασσες για να φυτέψει ανεμογεννήτριες.
Για να μπορέσει να γίνει κάτι τέτοιο χρειάζεται να περάσει το σύνολο του κλάδου της ενέργειας σε δημόσια ιδιοκτησία, κάτω από κοινωνικό και εργατικό έλεγχο. Τα τεράστια κεφάλαια, αποθέματα και υποδομές που διαθέτει πρέπει να κατευθυνθούν στην αποκατάσταση των ζημιών που η βιομηχανία αυτή έχει κάνει και στις επενδύσεις σε πραγματική πράσινη ενέργεια. Μια τέτοια μετάβαση θα μπορεί να απασχολήσει έναν σημαντικό αριθμό εργαζομένων και με αυτόν τον τρόπο να συνεισφέρει και στην επίλυση και κοινωνικών προβλημάτων εκτός από οικολογικών.
Το σίγουρο είναι ότι αυτός ο σχεδιασμός δεν πρόκειται να γίνει ποτέ στα πλαίσια του συστήματος του κέρδους. Οι ανθρώπινες κοινωνίες που εξαρτώνται από το περιβάλλον για την επιβίωσή τους, είναι και αυτές που πρέπει τελικά να βγουν μπροστά για να το προστατέψουν.