Δημοσιεύουμε κείμενο της «Ομάδας ψυχολόγων που ζουν και εργάζονται στην Ελλάδα» σχετικά με το εργασιακό καθεστώς των «5μηνων» και τις επιπτώσεις του σε επαγγελματικό και εργασιακό επίπεδο για τον κλάδο
Το παρόν κείμενο είναι αποτέλεσμα μιας συζήτησης που αναπτύχθηκε μεταξύ ψυχολόγων οι οποίοι εργάστηκαν κατά τα προηγούμενα έτη στα προγράμματα κοινωφελούς εργασίας του ΟΑΕΔ. Λόγος για να γραφτεί ήταν η ανάγκη να καταθέσουμε την εμπειρία μας και να μοιραστούμε την εικόνα που εμείς είδαμε μέσα από τα προγράμματα αυτά, ως η ελάχιστη κίνηση που μπορούμε να κάνουμε για να εναντιωθούμε στα όσα συμβαίνουν εις βάρος μας. Αφορμή, στάθηκαν οι εξαγγελίες για τις νέες «θέσεις εργασίας» που έρχονται πάλι μέσω ΟΑΕΔ και η προοπτική που αυτές σκιαγραφούν για όλους όσους ζούμε και εργαζόμαστε σε αυτόν τον τόπο.
Τα προγράμματα κοινωφελούς εργασίας ή αλλιώς 5μηνα του ΟΑΕΔ, ισοδυναμούν με ένα -όχι και τόσο νέο εργασιακό καθεστώς (βλ τα προγενέστερα stage) στο πλαίσιο του οποίου προσλαμβάνονται άνεργοι για να εργαστούν σε διάφορες υπηρεσίες και οργανισμούς για 5 μήνες.
Οι άνεργοι μπορεί να είναι πτυχιούχοι οποιασδήποτε ειδικότητας ή απόφοιτοι υποχρεωτικής εκπαίδευσης και δεν υπόκεινται σε κάποιο ηλικιακό όριο, αρκεί να είναι άνω των 18. Επομένως, είναι προγράμματα που απευθύνονται σε όλους και όχι μόνο στους νέους ή στους νεοεισερχόμενους στον εργασιακό στίβο. Οι ψυχολόγοι που συμμετείχαν στα προγράμματα αυτά απορροφήθηκαν από δήμους, σχολεία Α’βάθμιας και Β’βάθμιας εκπαίδευσης, διευθύνσεις υγείας, παιδικούς σταθμούς, ΚΑΠΗ κ.α.
Τι σημαίνει 5μηνο για έναν ψυχολόγο;
Τα πεντάμηνα απασχόλησαν ψυχολόγους στηριζόμενα στη δημοφιλή, αλλά εσφαλμένη αντίληψη ότι ο ψυχολόγος είναι ένας γιατρός και σαν τέτοιος πρέπει να θεραπεύει προβλήματα μέσα σε λίγες- το πολύ- μέρες. Στη βάση αυτής της λογικής του «χαπιού», οι ψυχολόγοι έπρεπε μέσα σε 5 μήνες να παράσχουν υποστηρικτικό έργο και μάλιστα όχι σε μία, αλλά σε τρεις ή και πλέον διαφορετικές δομές αφού, λόγω των αυξημένων αναγκών, τοποθετήθηκαν σε περισσότερες από μια υπηρεσίες ο καθένας.
Μπορούσαμε δηλαδή να δούμε έναν ψυχολόγο να δουλεύει σε πέντε διαφορετικά σχολεία την εβδομάδα, τη στιγμή που οι ανάγκες ενός και μόνο σχολείου απαιτούν από εκείνον/-η καθημερινή παρουσία.
Μπορεί όμως να παραχθεί ουσιαστικό έργο μέσα σε 5 μήνες (4 για την ακρίβεια αν αφαιρέσουμε γιορτές και αργίες) και υπό αυτές τις συνθήκες; Αν υπήρχε έστω και ένας ψυχολόγος στην ομάδα έργου που σχεδίασε τα προγράμματα κοινωφελούς εργασίας, είναι βέβαιο ότι θα απαντούσε αρνητικά. Μέσα σε ένα τόσο περιορισμένο και επιβαρυμένο χρονοδιάγραμμα, δεν υπάρχει η δυνατότητα για σχεδιασμό και φυσικά ούτε για υλοποίηση δράσεων, πόσο μάλλον όταν δεν υπάρχει καμία προοπτική παράτασης ή ανανέωσης της συνεργασίας. Ίσως η ανάγκη για περισσότερο χρόνο να ακούγεται παράξενη σε κάποιον ο οποίος δεν εργάζεται στο χώρο της ψυχικής υγείας. Ακούγεται ακόμη και ελιτίστικη ή ειρωνική σε μια εποχή που όλοι και όλα τρέχουν με τρελούς ρυθμούς. Όμως ο χρόνος για τον ψυχολόγο, όπως και για όποιον άλλον καταπιάνεται με επαγγέλματα των ανθρωπιστικών επιστημών, είναι κομμάτι της δουλειάς του, είναι εργαλείο, είναι ό,τι και η άρτια κατάρτισή του και το καθαρό του μυαλό. Ως επαγγελματίες ψυχικής υγείας γνωρίζουμε τον πρωταρχικό ρόλο που παίζει στη δουλειά μας η ανάπτυξη σχέσης με τον αποδέκτη των υπηρεσιών. Η σχέση αυτή δεν μπορεί ούτε να επισπευσθεί ούτε να εξαναγκαστεί εντός της διορίας των 5 μηνών. Δεν είναι λοιπόν υπερβολή να πούμε ότι το επάγγελμα του ψυχολόγου δε χωρά στα 5μηνα διότι το μόνο που μπορείς να αρχίσεις και να τελειώσεις με υπευθυνότητα σε αυτά, είναι μια σειρά ομιλιών και τίποτα παραπάνω.
Η δουλειά στα εν λόγω προγράμματα, επιβαρύνθηκε επιπλέον από την παντελή έλλειψη πλαισίου που κανονικά θα έπρεπε να συνοδεύει την πρόσληψη μας. Ποιος θα ήταν ο ρόλος του ψυχολόγου, οι αρμοδιότητες και οι στόχοι της δουλειάς του ήταν κάτι που δεν το γνώριζε κανείς, ούτε ο ψυχολόγος ούτε ο ίδιος ο φορέας υποδοχής. Στις συμβάσεις δεν διευκρινίστηκε ποτέ το είδος της εργασίας ούτε και το αν ο ρόλος μας θα ήταν διαγνωστικός, θεραπευτικός, συμβουλευτικός κ.ο.κ. Κάποιες διευκρινιστικές διατάξεις που στην πορεία εστάλησαν, περιείχαν αφηρημένου τύπου γενικότητες, δυσερμήνευτες και καθόλου βοηθητικές σε πρακτικό επίπεδο.
Ποτέ επίσης δεν υπήρξε πρόβλεψη για εποπτεία, έννοια άμεσα συνυφασμένη με το επάγγελμά μας. Ξέρουμε πολύ καλά ότι ο ψυχολόγος δεν λειτουργεί αυτόνομα και όπου κι αν δουλεύει, οφείλει να έχει εποπτεία προκειμένου να παραμένει βοηθητικός για τους ανθρώπους με τους οποίους συνεργάζεται. Το αποτέλεσμα όλων αυτών των ελλείψεων οδήγησε σε μια χαοτική κατάσταση εξαιτίας της οποίας δεν χάθηκε μόνο επιπλέον χρόνος αλλά επιβαρύνθηκε και ο κάθε εργαζόμενος ξεχωριστά.
Στην Ελλάδα όπου οι ψυχολόγοι εκλείπουν από τις δημόσιες υπηρεσίες και άρα δεν υπάρχει εμπειρία συνεργασίας και μια πεπατημένη στην οποία θα μπορούσαμε να ανατρέξουμε, ο κάθε ψυχολόγος κλήθηκε να μπαλώσει ο ίδιος την ανοργανωσιά των προγραμμάτων αυτών. Σε αυτήν την προσπάθεια έπρεπε να αντιμετωπίσει τις υπέρμετρες απαιτήσεις του κάθε φορέα υποδοχής αλλά και τις αντιστάσεις που συνεπάγεται η είσοδος μιας νέας ειδικότητας σε χώρους που δεν είχαν συνηθίσει την παρουσία της. Και όπως είναι αναμενόμενο όταν αφήνεις κάποιον ξεκρέμαστο με την οδηγία «κάνε ότι καταλαβαίνεις», δεν λείπουν ούτε τα λάθη ούτε οι αυθαιρεσίες.
Τι σημαίνει 5μηνο για όλους μας ως εργαζόμενους και ως πολίτες;
Ωστόσο, είναι μυωπικό να κοιτάζουμε τα 5μηνα αποκλειστικά και μόνο από τη σκοπιά ενός ψυχολόγου που εργάζεται σε αυτά. Το θέμα των 5μήνων μας αφορά όλους γιατί έχει προεκτάσεις που μας επηρεάζουν όλους.
Τα 5μηνα του ΟΑΕΔ ισοδυναμούν με μια τεράστια παρανομία από πλευράς κράτους. Χωρίς την ανάγκη πλέον να συγκαλυφθεί η αυθαιρεσία, στο κείμενο της ίδιας της προκήρυξης αναγράφεται επί λέξη ότι οι αμοιβές ορίζονται
α) σε 19,6 ευρώ ημερησίως και όχι μεγαλύτερο από 490,00 ευρώ μηνιαίως για τους ανέργους άνω των 25 ετών και
β) σε 17,1 ευρώ ημερησίως και όχι μεγαλύτερο από 427,00 ευρώ μηνιαίως για τους ανέργους κάτω των 25 ετών, κατά ̟παρέκκλιση των νόμιμων αμοιβών ̟που προβλέπονται από την Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας και τις οικείες συλλογικές συμβάσεις.
Κατά παρέκκλιση της νομιμότητας επίσης, εξαφανίζονται και όλα τα εργασιακά δικαιώματα, δεν παρέχεται καμία απολύτως κάλυψη σε περίπτωση ασθένειας, δεν παρέχεται άδεια και φυσικά δεν καλύπτεται κανένα ατύχημα στο χώρο εργασίας. Πρόκειται δηλαδή για μια ωμή εργασιακή συνθήκη απογυμνωμένη από οτιδήποτε ήταν υπέρ της προστασίας του εργαζομένου μέχρι τώρα. Γι’ αυτό άλλωστε και οι εργαζόμενοι στα προγράμματα αυτά δεν αποκαλούνται εργαζόμενοι, αλλά «ωφελούμενοι» μιας και η νέα αυτή συνθήκη απαιτεί και νέους όρους για να συνεννοούμαστε.
Παρόλο που η προκήρυξη σου έδινε τις αφορμές να υποπτευθείς αυτό που ακολουθεί, στην πραγματικότητα μόνο μέσα από την ίδια την πράξη ήταν δυνατό να αντιληφθεί κανείς περί τίνος πρόκειται. Όσοι έτυχε να τοποθετηθούν σε σχολεία, κατάλαβαν εκ των υστέρων ότι ο μισθός τους μειώθηκε στα 215 και στα 187 ευρώ αντίστοιχα (ανάλογα την ηλικία) για το μήνα του Πάσχα, καθώς τα σχολεία κλείνουν για διακοπές δύο εβδομάδες. Σε άλλες περιπτώσεις που οι εποπτικοί φορείς (πχ δήμοι) φρόντισαν να καλύψουν τις μέρες που οι υπηρεσίες ήταν κλειστές, οι εργαζόμενοι της κοινωφελούς εργασίας τοποθετήθηκαν σε άλλες θέσεις, ασχέτως αντικειμένου, προκειμένου να δικαιολογήσουν τα 19,60/17,1 ευρώ την ημέρα. Στις περισσότερες των περιπτώσεων, κατέληγαν να βγάζουν φωτοτυπίες σε κάποιο γραφείο ή να κάθονται απλά περιμένοντας να περάσει η ώρα.
Μια ακόμη ενδιαφέρουσα ανακάλυψη που ποτέ δεν αναφέρθηκε στους όρους πρόσληψης, ήρθε μετά το τέλος των 5μηνων όταν οι εκ νέου άνεργοι διεκδίκησαν κάποια άλλη θέση εργασίας. Ενημερωθήκαμε τότε ότι, με εντολή του υπουργείου, τα 5μηνα δεν λογαριάζονται σαν εργασιακή εμπειρία αλλά σαν προγράμματα εκπαίδευσης ανέργων, οπότε ο εργαζόμενος είναι ένας εκπαιδευόμενος που δεν εκπαιδεύεται αλλά δουλεύει(!). Σε περίπτωση δε που μπροστά σε αυτές τις εξαθλιωμένες συνθήκες αποφάσιζες να μην συνεχίσεις στα 5μηνα, παρόλο που επιλέχθηκες, τότε έπρεπε να «πληρώσεις» με την απώλεια της κάρτας ανεργίας σου, αφού σου παρεχόταν δουλειά και εσύ την αρνήθηκες.
Είναι προφανές ότι τα 5μηνα δεν στήθηκαν για να παρέχουν έργο «κοινωφελούς χαρακτήρα» ούτε για να αναβαθμίσουν την ποιότητα των δημόσιων υπηρεσιών, όπως διατείνονται οι εμπνευστές τους. Στήθηκαν καθαρά ως σύστημα ανακύκλωσης ανέργων και «μαγειρέματος» των δεικτών ανεργίας. Πατάνε στη λογική του να δουλέψουν «λίγοι για λίγο» μέχρι να επιστρέψουν ξανά στην αποθήκη ανεργίας και να χρησιμοποιηθούν άλλοι, προκειμένου να πούμε ότι κάτι γίνεται. Για την υλοποίησή τους δεν υπάρχει κανένας σχεδιασμός ούτε κανένας κεντρικός έλεγχος. Αποτέλεσμα ήταν σε πολλές περιπτώσεις να «στριμώχνονται» διάφορες ειδικότητες σε υπηρεσίες, όπου δεν υπήρχε όχι απλά η ανάγκη για τις ειδικότητες αυτές, αλλά ούτε καν χώρος να στεγαστούν τόσα άτομα. Έτσι, κάποιοι βρέθηκαν να δουλεύουν χωρίς αντικείμενο ή να απασχολούνται σε εντελώς άσχετα με την ειδικότητά τους αντικείμενα.
Σε εμάς που εργαστήκαμε στα 5μηνα, είναι ξεκάθαρος ένας ακόμη λόγος ύπαρξης τους. Τα 5μηνα αποτελούν επιλογή από πλευράς κράτους και χρησιμοποιούνται για να συνηθίσει σταδιακά ο άνεργος πληθυσμός την έννοιά τους. Να συνηθίσει δηλαδή σε κάτι καινοφανές που ουσιαστικά δε σου παρέχει τίποτα αλλά λειτουργεί στη λογική του «από το τίποτα, καλύτερο». Όταν αυτά, που πριν από χρόνια θα θεωρούνταν εργασιακή εξαθλίωση, περάσουν σαν κάτι συνηθισμένο, δεν θα είναι αδύνατη και η εφαρμογή τους για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών της κοινωνίας, κάτι που γίνεται ήδη σε ένα βαθμό άλλωστε. Δεν αποκλείεται δηλαδή μελλοντικά να δούμε 5μηνους δασκάλους ή καθηγητές και να τελούμε όλοι υπό καθεστώς ολιγόμηνων συμβάσεων χωρίς εργασιακά δικαιώματα.
Ποιον λοιπόν ωφελεί αυτή η «κοινωφελής εργασία»; Σίγουρα όχι εμάς που εργαστήκαμε σε αυτά τα προγράμματα και σίγουρα ούτε και κανέναν εργαζόμενο σε αυτή τη χώρα. Είναι προγράμματα που στήνονται από την τρέχουσα πολιτική τάξη για να εξυπηρετήσουν την τρέχουσα πολιτική τάξη. Είναι στην πραγματικότητα μια παγίδα που εγκλωβίζει όλους όσους έχουμε παραμείνει εντός της χώρας σε ένα διαρκές και ψυχοφθόρο ιδιότυπο καθεστώς ανεργίας.
Σίγουρα όλοι πιεζόμαστε οικονομικά και ψυχολογικά όμως αν αφεθούμε στο βάρος των παραπάνω πιέσεων δημιουργούμε ακόμη πιο γόνιμο έδαφος για εκμετάλλευση. Είναι θεωρούμε ευθύνη μας να μην σιωπούμε μπροστά στην εργασιακή αναξιοπρέπεια που βιώνουμε, συνηθίζοντας ως δεδομένη την εξαθλίωση και την παρανομία από πλευράς κράτους. Είναι επιπλέον ευθύνη μας να ανοίγουμε αυτό που βιώνουμε σε όσους δεν το γνωρίζουν και να μην αρκούμαστε σε ψευτοπαρηγοριές τύπου «τι να κάνουμε, από το τίποτα κάτι είναι και αυτό».
Όπως όλοι, έτσι κι οι ψυχολόγοι αναζητούμε ευκαιρίες για να είμαστε δημιουργικοί κι όχι να δουλεύουμε χωρίς απολαβές και δικαιώματα ή να εξαναγκαζόμαστε σε αχρηστία μέσα από θέσεις εργασίας χωρίς αντικείμενο. Η παρουσία μας σε όλους τους εργασιακούς χώρους που προέβλεψαν τα 5μηνα κρίνεται και από εμάς απαραίτητη ωστόσο δεν μπορεί η λειτουργία μας σε αυτούς να ετεροκαθορίζεται. Άνθρωποι που δεν γνωρίζουν το αντικείμενό μας και δεν λαμβάνουν υπόψιν τους όρους μας δεν μπορούν να αποφασίζουν για εμάς χωρίς εμάς.
Οι αποδέκτες των υπηρεσιών ψυχικής υγείας δεν μπορεί να εξαναγκάζονται σε 5μηνες σχέσεις με αναλώσιμους ψυχολόγους τη στιγμή που η σταθερότητα είναι αναγκαία προϋπόθεση της θεραπευτικής διαδικασίας. Τέλος, η παροχή ψυχοκοινωνικής κάλυψης μέσα από δημόσιους φορείς δεν μπορεί να απαξιώνεται με αυτόν τον τρόπο και να καθίσταται μονόδρομος ο ιδιωτικός τομέας, ειδικά όχι σήμερα.
Το παρόν κείμενο δεν έχει να προσθέσει κάτι νέο σε όλα όσα έχουν κατά καιρούς ειπωθεί για τη μορφή που παίρνει η εργασία και οι συνθήκες διαβίωσης στην Ελλάδα σήμερα. Καταθέτουμε όμως αυτή την εμπειρία γιατί ήταν ανάγκη μας να κοινοποιήσουμε σε όλους τους συναδέλφους και μη, το αδιέξοδο που ζήσαμε, όχι τόσο σαν αποφόρτιση αλλά σαν μια ελάχιστη αντίσταση στα όσα βλέπουμε σιγά σιγά να μας πνίγουν.
Καταθέτουμε αυτό το κείμενο γιατί δεν μπορεί σαν επαγγελματίες ψυχικής υγείας να εθελοτυφλούμε μπροστά στα όσα συμβαίνουν γύρω μας. Γιατί ο ρόλος μας στην προαγωγή της ψυχικής υγείας στην κοινωνία δεν μπορεί να ξεκινά και να τελειώνει μέσα σε ένα γραφείο ή μια υπηρεσία. Γιατί πιστεύουμε ότι οι λύσεις των κοινωνικο-πολιτικών ζητημάτων με τα οποία είμαστε όλοι αντιμέτωποι δεν βρίσκονται στις επιπλέον εκπαιδεύσεις ή στην ψυχοθεραπεία μας, αλλά στις μικρές νησίδες αντίστασης που μπορούμε να δημιουργήσουμε συλλογικά.
Καταθέτουμε λοιπόν αυτό το κείμενο ως προτροπή σε εμάς τους ίδιους, αλλά και σε όποιον το διαβάζει, για αναζήτηση και δημιουργία των δικών του νησίδων. Για να μην συνηθίσουμε το απαράδεκτο του χθες σαν το φυσιολογικό του σήμερα.