Του Ανδρέα Παγιάτσου
Όπως έχουμε γράψει σε μια σειρά κείμενά μας που έχουν προηγηθεί η βασική θέση του «Ξ» είναι πως χωρίς ένα σοσιαλιστικό πρόγραμμα ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις ελπίδες και τις προσδοκίες των λαϊκών στρωμάτων (*). Και πως χρειάζεται, από τη μεριά του, μια καθαρή «πρόταση εξουσίας» (**) στηριγμένη σε συγκεκριμένες κοινωνικές/πολιτικές δυνάμεις που να παλέψουν και να θέσουν σε εφαρμογή το σοσιαλιστικό πρόγραμμα.
Αυτό το θέμα, προκαλεί ήδη σημαντικές συζητήσεις στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ. Ένα κομμάτι του ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει θερμά την αναγκαιότητα να κατατεθεί «πρόταση εξουσίας» από τον ΣΥΡΙΖΑ, επιδιώκοντας μ’ αυτό να δώσει «όραμα» και προοπτική στα πλατιά λαϊκά στρώματα.
Ένα άλλο κομμάτι, με επίκεντρο τους «Ανανεωτικούς» του ΣΥΝ, επίσης υποστηρίζουν την πρόταση αυτή, αλλά αυτό που έχουν στο μυαλό τους είναι την κεντροαριστερά – την συγκυβέρνηση μαζί με το ΠΑΣΟΚ.
Ένα τρίτο κομμάτι διαφωνεί, υποστηρίζοντας πως αν σήμερα τεθεί ζήτημα εξουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ, αυτό τον οδηγεί σε συγκυβέρνηση με το ΠΑΣΟΚ- λόγω του σημερινού συσχετισμού δυνάμεων. Οι σ. αυτοί επιμένουν πως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρέπει να εγκαταλείψει τα αρχικά χαρακτηριστικά του, που τον καθιστούν ένα μέτωπο ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό το οποίο έχει σαν βασικό στόχο την ανάπτυξη των κοινωνικών αγώνων.
Είναι αλήθεια πως η συζήτηση περί «πρότασης εξουσίας» από τον ΣΥΡΙΖΑ περιέχει κινδύνους για κεντροαριστερές αποκλίσεις. Και είναι επίσης αλήθεια πως ο ΣΥΡΙΖΑ δημιουργήθηκε σαν ένα μέτωπο ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό, και πως επομένως κάθε συζήτηση για σοσιαλιστικό πρόγραμμα και πρόταση εξουσίας ξεπερνά τα όρια του, όπως αυτά είχαν αρχικά αποφασιστεί.
Όμως το «Ξ» πιστεύει πως ο ΣΥΡΙΖΑ είναι υποχρεωμένος να προσαρμόζεται στις ανάγκες του κινήματος και της κοινωνίας. Δεν πρέπει να παραμένει προσκολλημένος σε θέσεις και δομές οι οποίες έχουν ξεπεραστεί από την πραγματικότητα της ζωής. Και, σ’ ότι αφορά τους κινδύνους μιας συζήτησης που αφορά την «εξουσία», αυτοί εξαρτούνται από το περιεχόμενο της συζήτησης αυτής και από τα αποτελέσματά της.
Γι’ αυτό η συζήτηση πρέπει να προχωρήσει στην ουσία.
Γιατί μπαίνει ζήτημα εξουσίας σήμερα;
Το πρώτο ερώτημα είναι γιατί τίθεται θέμα «πρότασης εξουσίας» από τον ΣΥΡΙΖΑ, σήμερα, όταν πριν από ένα μόλις χρόνο, κάτι τέτοιο δεν υπήρχε. Η απάντηση, όπως έχουμε γράψει και αλλού, είναι απλή: όταν η κοινωνία κάνει το εκπληκτικό άλμα να δώσει 18% (στις δημοσκοπήσεις, έστω) σε ένα νέο πολιτικό σχηματισμό, ο λόγος που το κάνει είναι γιατί θέλει να δει πώς αυτός ο σχηματισμός μπορεί να αλλάξει την ζωή του. Αυτό στη συνείδηση των λαϊκών στρωμάτων ταυτίζεται με το ζήτημα του ποιος κυβερνά τον τόπο.
Τα λαϊκά στρώματα θέλουν να χτυπηθεί ο δικομματισμός, θέλουν να φύγει η διακυβέρνηση από τα χέρια και την εναλλαγή του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ. Στην ουσία τα λαϊκά στρώματα θέτουν στον ΣΥΡΙΖΑ το ακόλουθο δίλημμα:
…αν ανεβάσουμε τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ στο 25%, μειώνοντας αντίστοιχα τα ποσοστά του ΠΑΣΟΚ, ας πούμε κάτω από 20%, πως θα τα αξιοποιήσετε, τι είδους πρωτοβουλίες θα πάρετε για να φύγει η κυβέρνηση της ΝΔ και να την αντικαταστήσει μια κυβέρνηση που να υπερασπίζεται τα λαϊκά στρώματα; Αν ανταποκριθούμε στο κάλεσμά σας και «σπάσουμε» τον δικομματισμό στηρίζοντας εσάς, με τι θα τον αντικαταστήσετε;
Το δίλημμα είναι αδήριτο! Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει κανένα τρόπο να το αποφύγει!
Καλώς ή κακώς, στις επόμενες εκλογές μπροστά στα εργατικά στρώματα θα μπει το ερώτημα: πως θα ξεφορτωθούμε την ΝΔ; Αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει πρόταση πάνω σ’ αυτό, ένα σημαντικό κομμάτι των λαϊκών στρωμάτων που σήμερα κοιτάνε προς τον ΣΥΡΙΖΑ, θα κλονιστούν, με κίνδυνο να του γυρίσουν την πλάτη.
Κατανοώντας πιθανά αυτή την αναγκαιότητα ο Αλέκος Αλαβάνος έθεσε, έμμεσα, αυτό το ζήτημα από τον προηγούμενο Μάρτη (χρησιμοποιώντας τα δικά του λόγια: «μια νέα πλειοψηφία με επίκεντρο την ριζοσπαστική αριστερά»). Όμως δεν μπήκε στην ουσία της πρότασης, στο περιεχόμενο της «νέας πλειοψηφίας» – ποιοι δηλαδή θα την αποτελούν και με βάση ποιο πολιτικό πρόγραμμα. Αυτό είναι το κεντρικό θέμα με το οποίο θα ασχοληθούμε εδώ.
Μήπως έτσι ανοίγει ο δρόμος στην κεντροαριστερά;
Όπως αναφέραμε πιο πάνω, κάποιοι από τους συντρόφους στον ΣΥΡΙΖΑ, θεωρούν πως το ζήτημα της «εξουσίας» δεν πρέπει να τεθεί γιατί έτσι ρίχνουμε νερό στον μύλο της κεντροαριστεράς.
Θα ήταν, όντως, αφέλεια να υποτιμηθεί αυτός ο κίνδυνος. Το άνοιγμα της συζήτησης για την συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, περιέχει πραγματικά τον κίνδυνο η «δεξιά» πτέρυγα και τα «ασταθή» στοιχεία στην αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ και του ΣΥΝ, να αδράξουν την ευκαιρία (κάποιοι) ή να συρθούν από την πίεση της λεγόμενης «πραγματικότητας» (άλλοι) και να καταλήξουν στην αγκαλιά της κεντροαριστεράς (μαζί με το ΠΑΣΟΚ) – κάτω από την πίεση των ΜΜΕ και της (διαμορφωμένης από τα ΜΜΕ) «κοινής γνώμης» που δεν θα βλέπει άλλο τρόπο να διωχθεί η ΝΔ από την κυβέρνηση.
Ο κίνδυνος της κεντροαριστεράς υπάρχει έτσι κι αλλιώς!
Όμως αυτός ο κίνδυνος είναι υπαρκτός είτε έτσι είτε αλλιώς – και επομένως δεν μπορούμε να τον αποφύγουμε ξορκίζοντας τον. Ας δούμε, χαρακτηριστικά, ένα απόσπασμα από μια πρόσφατη ομιλία:
«Η εναλλακτική πρόταση της αριστεράς σήμερα είναι αναγκαία όσο ποτέ αλλά και απολύτως εφικτή. Δείτε το παράδειγμα της Κύπρου. Ποιος θα περίμενε ότι η αριστερά στις μέρες μας θα ήταν στην εξουσία; Αποδεικνύεται όμως ότι όχι μόνο μπορεί αλλά είναι και σε θέση να οικοδομεί ένα εναλλακτικό πολιτικό σχέδιο που όχι μόνο είναι εφαρμόσιμο αλλά είναι και το μόνο που μπορεί να δώσει λύσεις να ανοίξει διεξόδους… η Κυπριακή αριστερά είναι η πρώτη στην Ευρώπη που έρχεται αντιμέτωπη με την πρόκληση ενός εναλλακτικού πολιτικού σχεδίου και η πρώτη που δείχνει ότι μπορεί να τα καταφέρει» (Αυγή, 5.7.08). Η τοποθέτηση αυτή ανήκει στον πρόεδρο του ΣΥΝ, Αλέξη Τσίπρα, σε ομιλία του στην Κεντρική Πολιτική Επιτροπή του ΣΥΝ, στις 4 Ιούλη 2008.
Τι είναι όμως η κυβέρνηση του ΑΚΕΛ στην Κύπρο; Είναι μία κυβέρνηση του ΑΚΕΛ μαζί με την ΕΔΕΚ (αντίστοιχο κόμμα με το ΠΑΣΟΚ) και με το ΔΗΚΟ. Η ΕΔΕΚ είναι μόνο κατ’ όνομα σοσιαλιστική, όσο είναι και το ΠΑΣΟΚ, ενώ το ΔΗΚΟ, ένα παραδοσιακό κεντροδεξιό κόμμα του κεφαλαίου. Αυτό το κόμμα, με πρόεδρο τον Τάσο Παπαδόπουλο, κυβερνούσε την Κύπρο για δύο τετραετίες (2000 – 2008) και εφάρμοσε όλες τις νεοφιλελεύθερες επιταγές της ΕΕ, υπάκουα και χωρίς καμία διαμαρτυρία (επίσης παραχώρησε την Κύπρο στο ΝΑΤΟ στην διάρκεια του πολέμου Ιράκ – και πάλι αδιαμαρτύρητα).
Η κυβέρνηση λοιπόν του Δημήτρη Χριστόφια στην Κύπρο, είναι κυβέρνηση της Κεντροαριστεράς! Και ουσιαστικά και τυπικά! Όμως ο Αλέξης Τσίπρας την χρησιμοποιεί σαν πρότυπο. Την ίδια στιγμή σε πολλές άλλες τοποθετήσεις του ο Α. Τσίπρας με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο απορρίπτει την κεντροαριστερά, την ιταλική εμπειρία, κοκ. Τι δείχνει αυτό; Τι συμπεράσματα να βγάλουμε; Αν θεωρήσουμε πως αυτή η αναφορά στο ΑΚΕΛ είναι ένα «λάθος», τότε αυτό το λάθος έρχεται να επαναλάβει άλλα «λάθη» στα οποία έχουμε ξανά αναφερθεί – όπως στο Σοσιαλιστικό Κόμμα Ολλανδίας, το Αριστερό Κόμμα στη Γερμανία, κοκ, που έχουν επίσης αναφερθεί σαν πρότυπα σε άλλες συζητήσεις.
Η ουσία, αυτό που θέλουμε να τονίσουμε, είναι ότι, χωρίς να έχει προηγηθεί καμιά συζήτηση για το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να έχει υπάρξει καμία απόφαση για το ζήτημα της στάσης του απέναντι στο θέμα της διακυβέρνησης και της εξουσίας, βλέπουμε ότι μέσα στην ηγεσία του ΣΥΝ οι τάσεις που ωθούνε προς κάποιας μορφής κεντροαριστερά είναι πολύ περισσότερο από υπαρκτές! Και, βέβαια, κανείς δεν αμφιβάλλει ότι αν ο ΣΥΝ κάνει το βήμα της κεντροαριστεράς θα έχει καθορίσει και την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ – προς τον γκρεμό!
Μαζί με ποιους;
«Μαζί με ποιους;» είναι το δεύτερο ερώτημα. Ποιοι μπορούν να αποτελούν την κυβέρνηση της αριστεράς; Το ερώτημα είναι εντελώς επίκαιρο καθώς το ΠΑΣΟΚ με τον Γιώργο Παπανδρέου επικεφαλής, προσπαθεί να παρουσιαστεί σαν αριστερό.
Η απάντηση του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να είναι πολύ συγκεκριμένη. Η πρόταση πρέπει κατ’ αρχήν να απευθύνεται στο ΚΚΕ – και με βάση τη συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ-ΚΚΕ οι πόρτες να είναι ανοιχτές σε όλη την υπόλοιπη (εξωκοινοβουλευτική) αριστερά.
Υπάρχει μία πραγματικότητα που απαιτεί ευαίσθητους χειρισμούς: η πλειοψηφία των σημερινών υποστηρικτών του ΣΥΡΙΖΑ αποτελείται από πρώην ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ. Πολλοί απ’ αυτούς υποστηρίζουν τη συνεργασία ΠΑΣΟΚ-ΣΥΝ και μάλιστα, προεκλογικά (αυτό εξάλλου δείχνουν και όλες οι δημοσκοπήσεις).
Η απάντηση του ΣΥΡΙΖΑ σ’ αυτό περιέχει ασφαλώς το σκέλος ότι, το ΠΑΣΟΚ, έχοντας υποταχθεί ολοκληρωτικά στα συμφέροντα του κεφαλαίου δεν μπορεί να θεωρείται αριστερά. Αλλά αυτό δεν φτάνει. Γιατί δεν απαντάει στο ερώτημα πως θα αποφύγουμε μια νέα 4ετία της ΝΔ; Για να έχει απάντηση αυτό το ερώτημα ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να δείξει τις πολιτικές δυνάμεις που μπορούν, μαζί με τον ΣΥΡΙΖΑ, να ανατρέψουν το πολιτικό σκηνικό – κι αυτό είναι βασικά το ΚΚΕ. Σ’ αυτό πρέπει τολμηρά, δυνατά, επίμονα, αλλά και συντροφικά, να απευθυνθεί ο ΣΥΡΙΖΑ.
Είναι αλήθεια πως ο ΣΥΡΙΖΑ καλεί το ΚΚΕ σε συνεργασία, έτσι κι αλλιώς. Όμως εννοούμε κάτι παραπέρα! Άλλο πράγμα το κάλεσμα γενικά σε συνεργασία και άλλο, το κάλεσμα σε συγκεκριμένη συνεργασία για μια κοινή κυβέρνηση στη βάση ενός συγκεκριμένου προγράμματος της αριστεράς!
Αν το ΚΚΕ πει όχι;
Η απάντηση των «Ανανεωτικών» του ΣΥΝ είναι ότι το κάλεσμα στο ΚΚΕ δεν έχει νόημα γιατί το ΚΚΕ δεν πρόκειται να ανταποκριθεί θετικά.
Αυτή η τοποθέτηση δεν είναι ειλικρινής. Στην ουσία η «δεξιά» πτέρυγα του ΣΥΝ δεν θέλει τη συνεργασία με το ΚΚΕ και κρύβεται πίσω από τις αρνήσεις του.
Η πραγματικότητα είναι πως αυτός που δεν θέλει είναι η ηγεσία του ΚΚΕ – η βάση του κόμματος είναι κάτι το εντελώς διαφορετικό. Η βάση του κόμματος, όχι μόνο η κοινωνική και εκλογική αλλά ακόμα και η οργανωμένη, παρακολουθεί τις εξελίξεις!
Έτσι όταν μπροστά στην κοινωνική βάση του ΚΚΕ τεθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ ένα πρόγραμμα εργατικό, ταξικό, σοσιαλιστικό, που να συνοδεύεται από κάλεσμα στην ηγεσία του ΚΚΕ, με υπομονή και επιμονή, για να αναλάβουν από κοινού την ευθύνη μιας αριστερής διακυβέρνησης της χώρας, τότε, είτε η ηγεσία του ΚΚΕ θα ακολουθήσει, είτε το κόμμα θα βρεθεί αντιμέτωπο με μια τεράστια εσωτερική κρίση. Γιατί τα λαϊκά στρώματα του ΚΚΕ δεν θα μπορούν να καταλάβουν πώς γίνεται η ηγεσία του κόμματος τους να αρνείται να μπει σε μια κυβέρνηση που θα εφαρμόσει ένα πρόγραμμα υπέρ των εργαζομένων.
Έτσι, αν η ηγεσία του ΚΚΕ αρνηθεί μια τέτοια πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ αυτό θα σημαίνει μαζική πτώση των ποσοστών του και αντίστοιχη άνοδο των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ. Που σημαίνει πως και πάλι ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι σε θέση να επιφέρει σεισμικές ανατροπές στο πολιτικό σκηνικό και τελειωτικό κτύπημα στον δικομματισμό.
Η τεράστια δυναμική της συνεργασίας της Αριστεράς
Βγαίνουν τα ποσοστά; Κάποιοι αμφισβητούν την πρόταση με το επιχείρημα ότι και να προσθέσεις το 18% του ΣΥΡΙΖΑ και το 8% του ΚΚΕ και πάλι είσαι γύρω στο 25%, πράγμα που δεν είναι αρκετό για τη διακυβέρνηση του τόπου.
Το ζήτημα δεν είναι στατικό. Η ουσία είναι η δυναμική που μπορεί να αναπτύξει στην κοινωνία η συνεργασία της αριστεράς στην προοπτική της εξουσίας.
Κατ’ αρχήν, πέρα από τους αριστερούς ψηφοφόρους που θα εισρεύσουν και θα συσπειρωθούν, η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ θα ελκύσει αναποφάσιστους, λευκά, άκυρα και αποχή. Ακόμα περισσότερο όμως θα λειτουργήσει καταλυτικά μέσα στα πιο φτωχά εργατικά στρώματα που σήμερα ψηφίζουν ΠΑΣΟΚ. Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για μια κυβέρνηση της αριστεράς στη βάση ενός εργατικού – σοσιαλιστικού προγράμματος, θα πρέπει εμφατικά να απευθύνεται και στην κοινωνική/εκλογική βάση του ΠΑΣΟΚ.
Η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ απευθύνεται στον ΣΥΝ και τον καλεί σε συνεργασία, αλλά δεν λέει λέξη για την ταμπακέρα, που είναι, ποιο πρόγραμμα θα εφαρμόσει μια τέτοια κυβέρνηση. Ένα πολύ μεγάλο κομμάτι των λαϊκών στρωμάτων που ψηφίζουν ΠΑΣΟΚ βλέπουν με συμπάθεια αυτή την πρόταση σαν τον τρόπο να φύγει η κυβέρνηση της ΝΔ.
Η πιο καταλυτική απάντηση που μπορεί να δώσει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι να απευθύνει μαζικά το κάλεσμά του για μια κυβέρνηση της αριστεράς, να αναπτύξει αναλυτικά το εργατικό – σοσιαλιστικό πρόγραμμα του και να προκαλέσει την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ να πάρει θέση. Έτσι θα ξεκαθαρίσουν τα πράγματα. Υπάρχει περίπτωση η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ να εγκαταλείψει τις μέχρι σήμερα πολιτικές της και να κάνει μια στροφή 180ο υπέρ των εργατικών αγώνων, της πάλης για την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου και για το σοσιαλισμό; Ούτε κατά διάνοια! Η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ είναι πολύ πιο πιθανό να αρχίσει να συζητάει με τη ΝΔ την προοπτική της «μεγάλης συμμαχίας» (τύπου Γερμανίας – κυβέρνηση Χριστιανοδημοκρατών με Σοσιαλδημοκράτες) για να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος της αριστεράς, παρά να συμμετάσχει σε μια κυβέρνηση της αριστεράς. Το κάλεσμα στον κόσμο που ψηφίζει ΠΑΣΟΚ να στηρίξει μια κυβέρνηση της αριστεράς και η πολεμική της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ εναντίον της, θα απελευθερώσουν ότι αγνό και ταξικό παραμένει σήμερα ακόμα στον χώρο του ΠΑΣΟΚ.
Ξανά, επαναλαμβάνουμε, η κοινωνική δυναμική μιας αριστερής πρότασης εξουσίας θα είναι τεράστια.
Μπορεί ένα «μέτωπο» να παίρνει τέτοιες αποφάσεις;
Μια από τις πρώτες αντιδράσεις στο να υιοθετήσει ο ΣΥΡΙΖΑ την πρόταση της «κυβέρνησης της αριστεράς στη βάση ενός σοσιαλιστικού προγράμματος» είναι πως είναι αδύνατο για τον ΣΥΡΙΖΑ να αποφασίσει κάτι τέτοιο. Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα μέτωπο και όχι ένας πολιτικός φορέας. Και, γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ αποφασίζει στη βάση της συναίνεσης, που σημαίνει ότι πρέπει να συμφωνήσουν όλοι για να παρθεί οποιαδήποτε απόφαση. Επομένως, αφού είναι αδύνατο να συμφωνήσουν όλοι στην αναγκαιότητα ενός σοσιαλιστικού προγράμματος και του καλέσματος, κατ’ αρχήν προς το ΚΚΕ για μια αριστερή διακυβέρνηση του τόπου, γιατί να γίνει η πρόταση;
Είναι γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει συγκροτηθεί σαν ένα μέτωπο ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό. Όμως αυτό το «μέτωπο» μιλά ταυτόχρονα για τον σοσιαλισμό. Ταυτόχρονα κατεβαίνει σε εκλογές, εκλέγει βουλευτές, ευρωβουλευτές κλπ. Αυτοί, θα κληθούν αύριο να πάρουν θέση σε ζητήματα κυβερνητικών πολιτικών. Και, βέβαια, δεν μπορούν απλά να λένε «όχι». Κατά κανόνα είναι υποχρεωμένοι να κάνουν αντιπροτάσεις – αφού η κοινωνία θέλει να καταλάβει τι αντιπροτείνεις όταν απορρίπτεις τις επιλογές της κάθε κυβέρνησης.
Με άλλα λόγια, μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να μην είναι κόμμα, αλλά σίγουρα είναι κάτι πολύ παραπάνω από ένα απλό μέτωπο.
Διλήμματα στελεχών που δεν αφορούν την κοινωνία.
Αυτή όμως η συζήτηση για το τι ακριβώς είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, αν είναι μέτωπο ή κάποιου άλλου είδους μόρφωμα – λίγο μετωπικό, λίγο συνδικαλιστικό, λίγο πολιτικό – δεν αφορά, δεν απασχολεί, την κοινωνία. Απασχολεί μόνο τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ.
Σπάσιμο του δικομματισμού απαιτεί πολιτική αντιπρόταση! Τα λαϊκά στρώματα δεν ενδιαφέρονται για τις αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ. Τον στηρίζουν γιατί περιμένουν απ’ αυτόν λύσεις, στα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα. Λύσεις στα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα μπορεί να δώσει μόνο μια αριστερή κυβέρνηση στη βάση ενός σοσιαλιστικού προγράμματος! Αυτή η θέση πρέπει να προβληθεί εμφατικά, κατά τη γνώμη μας, από όλους όσους συμφωνούν μ’ αυτή την άποψη.
Και, αυτοί που διαφωνούν να αναλάβουν την ευθύνη της διαφωνίας τους.
Μπορεί τελικά ο ΣΥΡΙΖΑ να μην μπορεί να καταλήξει, σήμερα, σε μια πρόταση όπως την πιο πάνω. Όμως την ευθύνη για την «αδυναμία» αυτή πρέπει να την αναλάβουν αυτοί που διαφωνούν μ’ αυτή την πρόταση!
Το ερώτημα επομένως αν μπορεί ή δεν μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να αποφασίσει κάτι τέτοιο κακώς τίθεται. Το πραγματικό ερώτημα είναι, γιατί δεν μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να αποφασίσει κάτι τέτοιο. Ποιοι υποστηρίζουν κάτι τέτοιο, και ποιοι είναι αυτοί οι οποίοι, επειδή διαφωνούν, δεν επιτρέπουν να ληφθεί μια τέτοια απόφαση. Αυτή η συζήτηση, μάλιστα, πρέπει να γίνει δημόσια, μπροστά στον κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ, μπροστά στα λαϊκά στρώματα. Για να ξέρουν όλοι την θέση καθενός.
Γιατί αυτοί που σήμερα θα διαφωνήσουν πολιτικά με την πρόταση για μια κυβέρνηση της αριστεράς στη βάση ενός σοσιαλιστικού προγράμματος, είναι αυτοί που αύριο θα είναι επιρρεπείς στην κεντροαριστερά.
Πως εξοπλίζεται το κίνημα για το μέλλον, πολιτικά και ιδεολογικά
Κατά τη γνώμη μας, η πρόταση ενός σοσιαλιστικού προγράμματος αποτελεί την πιο σημαντική συμβολή την οποία έχει να κάνει η αριστερή πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ – είτε μιλάμε για συνιστώσες, είτε μιλάμε για άτομα/στελέχη. Το χειρότερο από όλα είναι οι υποστηριχτές του σοσιαλιστικού προγράμματος να το αποκρύψουν, να αποφύγουν να το προτείνουν, επειδή περιμένουν πως δεν θα συμφωνήσει η ανανεωτική πτέρυγα του ΣΥΝ (ή και κάποιοι άλλοι).
Η πάλη για τον σοσιαλισμό, η πορεία του κινήματος προς μια σοσιαλιστική κοινωνία απαιτεί ξεκαθάρισμα του στόχου από την αρχή και συνέπεια λόγων και έργων στη συνέχεια. Δεν είναι δυνατό να υποστηρίζει κανείς ότι παλεύει για το σοσιαλισμό, αλλά εν τω μεταξύ να κάνει και μια… ε, «προσωρινή» συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ, μέχρι, «να ωριμάσουν», υποτίθεται, οι συνθήκες… Αυτά τα έχουμε δει και τα έχουμε ακούσει πολλές φορές.
Μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ υπάρχει ένα κομμάτι το οποίο περιμένει την ευκαιρία να κυβερνήσει μαζί με το ΠΑΣΟΚ. Αν και όταν καταφέρουν κάτι τέτοιο, αυτοί οι θαυμαστές του Κύρκου και του Κωνσταντόπουλου, θα έχουν επιφέρει στον ΣΥΡΙΖΑ ένα πλήγμα το οποίο μπορεί να είναι ακόμα και καταστροφικό. Η μόνη άμυνα της αριστεράς σ’ αυτό τον κίνδυνο είναι να εκπαιδεύσει, να ατσαλώσει στελέχη μέσα στο κίνημα που να μην ξεπουλιούνται στην κεντροαριστερά, να μην μπερδεύονται, να μην ταλαντεύονται. Κι ο μόνος τρόπος να το κάνει αυτό, είναι εξηγώντας, από την αρχή, αναλυτικά, με στοιχεία, τεκμηριωμένα, επιστημονικά, την βαρβαρότητα στην οποία οδηγεί την ανθρωπότητα ο καπιταλισμός και την αναγκαιότητα ενός σοσιαλιστικού προγράμματος.
Από «μέτωπο ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό», πολιτικός φορέας;
Στο πιο πάνω ερώτημα η απάντηση είναι «ναι»! Ο ΣΥΡΙΖΑ, πράγματι, δημιουργήθηκε σαν ένα μέτωπο ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό. Όμως για την κοινωνία είναι κάτι παραπάνω, όπως εξηγήσαμε πιο πάνω. Και από τη στιγμή που η κοινωνία καλεί τον ΣΥΡΙΖΑ να περάσει από το τεστ ενός πολιτικού φορέα, θα ήταν αυτοκτονία ο ΣΥΡΙΖΑ να πει «λυπούμαι, δεν μπορώ να αναλάβω ευθύνες πολιτικού φορέα, είμαι απλά ένα μέτωπο».
Αντιμέτωπος λοιπόν με νέα καθήκοντα, έχοντας την τύχη – και την τιμή – να επιλεγεί από το μαζικό κίνημα για να παίξει ένα καταλυτικό ρόλο για την ανατροπή του πολιτικού σκηνικού, ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να προσαρμοστεί στις ανάγκες της κοινωνίας. Ας ξεκίνησε σαν μέτωπο – σήμερα οφείλει να κατανοήσει πως η κοινωνία του ζητάει ένα ρόλο πολιτικού φορέα, και να προσαρμοστεί, να μετασχηματιστεί.
Κι εδώ θα προκύψει πάλι το δίλημμα που τέθηκε πιο πάνω: δεν συμφωνούν όλες οι οργανώσεις και τα κόμματα που συμμετέχουν στον ΣΥΡΙΖΑ, στην μετατροπή του σε πολιτικό φορέα. Αυτό ισχύει. Και πάλι όμως, αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να αναλάβει τις ευθύνες της μετεξέλιξής του σε ένα πολιτικό φορέα, τότε την ευθύνη πρέπει να αναλάβουν αυτοί που διαφωνούν με αυτή την πρόταση.
Όσοι υποστηρίζουν την άποψη της μετεξέλιξης του ΣΥΡΙΖΑ στις πιο πάνω γραμμές, είτε είναι συνιστώσες είτε είναι άτομα, χρειάζεται να παλέψουν γι’ αυτή την άποψη ανοιχτά και καθαρά. Και όσοι, πάλι, διαφωνούν να πάρουν την ευθύνη της διαφωνίας τους.
Το χειρότερο απ’ όλα είναι οι υποστηριχτές της πρότασης να την αποκρύβουν επειδή δεν πρόκειται να γίνει αποδεκτή από ένα άλλο τμήμα, είτε του ΣΥΝ είτε του ΣΥΡΙΖΑ.
Οι 4 και οι φίλοι τους – συγκρούσεις μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ
Ασφαλώς αν ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρήσει να προχωρήσει σε ένα πρόγραμμα πολιτικής ανατροπής και εξουσίας της αριστεράς θα υπάρξει μέσα από τις γραμμές του μια πολύ ισχυρή αντίσταση προερχόμενη, καταρχήν, από την «ανανεωτική» πτέρυγα του ΣΥΝ, αλλά όχι μόνο.
Τον προηγούμενο μήνα (Ιούνη 2008) είχαμε στο θέμα του δημοψηφίσματος για τη συνθήκη της Λισσαβόνας την άρνηση τεσσάρων βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ (Παπαγιαννάκης, Τσούκαλης, Φιλίνη, Ψαριανός) να καταψηφίσουν τη συνθήκη και να ψηφίσουν υπέρ του δημοψηφίσματος για την έγκριση της συνθήκης από τον ελληνικό λαό. Πρόκειται για μια σκανδαλώδη στάση τεσσάρων βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ: όχι μόνο ταυτίζονται με τις αντιλαϊκές πολιτικές του διευθυντηρίου της Ε.Ε. αλλά αρνούνται και το στοιχειώδες δημοκρατικό δικαίωμα του ελληνικού λαού να αποφασίσει αυτός μέσα από ένα δημοψήφισμα για την θέση της ελληνικής κυβέρνησης. Και βέβαια αναιρούν στην πράξη τις προγραμματικές θέσεις και αρχές που περιέχονται στην ιδρυτική διακήρυξη του ΣΥΡΙΖΑ.
Πολλά στελέχη της «δεξιάς» πτέρυγας του ΣΥΝ, που μέχρι πολύ πρόσφατα συνεργάζονταν στενά με το ΠΑ.ΣΟ.Κ. σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης ή συνδικάτων, έχουν κάνει στροφή την τελευταία περίοδο. Έχουν σπάσει την συνεργασία με το ΠΑ.ΣΟ.Κ. και, αρκετοί, έχουν γίνει «βασιλικότεροι του βασιλέως» υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ. Μπορεί να υπάρχει σ’ αυτά τα άτομα εμπιστοσύνη; Δεν αρνούμαστε ότι κάποιοι μπορεί να έχουν επανεξετάσει τις απόψεις τους. Όμως για πολλούς απ’ αυτούς, αυτό που ισχύει είναι ότι είναι απλοί καιροσκόποι που κοιτάνε ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να εξυπηρετήσουν τα δικά τους προσωπικά συμφέροντα. Έτσι, τη μια μέρα συνεργάζονται με το ΠΑ.ΣΟ.Κ. και την επόμενη πηδάνε στο τρένο του ΣΥΡΙΖΑ όταν βλέπουν πως αυτό μπορεί να προωθήσει τα προσωπικά τους συμφέροντα πιο μακριά. Αυτοί οι άνθρωποι, οι άνθρωποι χωρίς αρχές, είναι δεδομένο πώς θα σταθούν εμπόδιο σε κάθε προσπάθεια να δώσει ο ΣΥΡΙΖΑ προοπτική εξουσίας, σοσιαλιστική προοπτική, στα πιο φτωχά και καταπιεσμένα στρώματα της κοινωνίας.
Το κεντρικό ερώτημα είναι αν πρέπει ο ΣΥΡΙΖΑ στο όνομά του συμβιβασμού με αυτά τα στοιχεία, να καταλήξει σε ένα νερόβραστο πρόγραμμα, να εγκαταλείψει τη σοσιαλιστική προοπτική από φόβο μην προκαλέσουν διάσπαση.
Η δική μας απάντηση είναι ένα κατηγορηματικό «όχι». Η ευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ είναι πρώτα και κύρια απέναντι στον λαϊκά στρώματα που στρέφονται προς αυτόν. Στις εκατοντάδες χιλιάδες των εργαζομένων και των νέων που περιμένουν από αυτόν. Αυτή είναι η δύναμη του. Αυτό είναι το μέλλον του. Πάνω σ’ αυτό τον κόσμο πρέπει να επενδύσει. Και αν για να επενδύσει πάνω σ’ αυτό τον κόσμο θα πρέπει να συγκρουστεί με το κομμάτι του ΣΥΡΙΖΑ που είναι συντηρητικό και δεν θέλει ή δεν αντέχει τις κοινωνικές συγκρούσεις και τις πολιτικές ανατροπές, τότε καλώς να συγκρουστεί.
Γιατί σ’ αντίθετη περίπτωση στο όνομα των «συμβιβασμών για χάρη της ενότητας» ο ΣΥΡΙΖΑ θα προδώσει τις ελπίδες και τα οράματα της κοινωνίας και θα χάσει τις χιλιάδες και δεκάδες χιλιάδες των ανιδιοτελών αγωνιστών που θα είναι έτοιμοι να στρατευτούν στις γραμμές του.
Για τις οργανωτικές δομές του ΣΥΡΙΖΑ
Όλα τα πιο πάνω δεν μπορούν παρά να συνδυάζονται με προσαρμογή των οργανωτικών δομών του ΣΥΡΙΖΑ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να δώσει χώρο στους «ανένταχτους» – αυτούς που δεν ανήκουν σε καμιά απ’ τις οργανωμένες συνιστώσες του με τρόπο πραγματικό και ουσιαστικό. Πρέπει να ανοίξει τις πόρτες του σ’ αυτό τον κόσμο, όχι τυπικά, αλλά ουσιαστικά. Αυτό σημαίνει να μπορούν να έχουν λόγο στις αποφάσεις. Αν αυτό δεν γίνει, τότε δεν έχουν πραγματικό λόγο και κίνητρο συμμετοχής.
Ο τρόπος με τον οποίο σήμερα αποφασίζονται τα πράγματα στον ΣΥΡΙΖΑ που είναι με συναίνεση ανάμεσα στις πολιτικές οργανώσεις που τον αποτελούν, στην ουσία «πετάει» τους «ανένταχτους» εκτός.
Χρειάζεται, σε τοπικό επίπεδο, ο κάθε ΣΥΡΙΖΑ να μπορεί να παίρνει τις δικές του αποφάσεις. Χρειάζεται να υπάρχουν τοπικές οργανώσεις με ουσία και περιεχόμενο. Που σημαίνει να μπορούν να παίρνουν πρωτοβουλίες για θέματα που τους αφορούν, είτε είναι εργατικά, είτε νεολαιίστικα, είτε περιβαλλοντικά, είτε τοπικά. Να μπορούν να εκδίδουν τις δικές τους αφίσες και τις δικές τους προκηρύξεις. Πρέπει να έχουν αυτονομία. Να έχουν ελευθερία στην συζήτηση, στις αποφάσεις και στην δράση. Αυτή η αυτονομία έχει τα μέγιστα να προσφέρει σε έναν ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος έχει ξεκαθαρίσει ότι στόχος του είναι η σοσιαλιστική προοπτική. Με βάση τους κεντρικούς πολιτικούς άξονες, τους ενταγμένους στον στρατηγικό στόχο του σοσιαλισμού, οι πρωτοβουλίες της «βάσης», έχουν να προσφέρουν ένα πλούτο μοναδικό ο οποίος θα πολλαπλασιάσει την ισχύ και τα όπλα του ΣΥΡΙΖΑ, οργανωτικά και πολιτικά, και στο τοπικό επίπεδο αλλά σωρευτικά και στο επίπεδο της κεντρικής πολιτικής σκηνής.
Αυτό σημαίνει ο ΣΥΡΙΖΑ να γίνει κόμμα;
Στο ερώτημα αν οι πιο πάνω προτάσεις σημαίνουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να μετασχηματιστεί σε κόμμα, η απάντηση δεν είναι ένα απλό «ναι» ή «όχι». Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει κατά τη γνώμη μας να μετασχηματιστεί, ναι, σε ένα «πολιτικό φορέα», ειδικού όμως τύπου, με τα δικά του, δηλαδή, πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τα οποία τον διαφοροποιούν από τα υπόλοιπα κόμματα όπως τα ξέρουμε και όπως λειτουργούν.
Η μετεξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ σε έναν «πολιτικό φορέα» είναι απαραίτητη για να ευθυγραμμιστεί με τις ανάγκες της κοινωνίας. Όμως ο ΣΥΡΙΖΑ σαν πολιτικός φορέας δεν νοείται να καταργήσει την ανεξαρτησία των συνιστωσών που τον αποτελούν. Αν επιχειρήσει κάτι τέτοιο θα καταργηθεί ο ίδιος. Δεν νοείται να βάλει περιορισμούς στην ελευθερία έκφρασης, είτε ατόμων, είτε ρευμάτων, είτε οργανώσεων. Δεν νοείται να θέσει περιορισμούς στην ανεξαρτησία δράσης της καθεμιά ξεχωριστής οργάνωσης. Με αυτές τις έννοιες δεν μπορεί να υπάρξει σαν κόμμα, όπως τα παραδοσιακά κόμματα. Όμως μπορεί να υπάρξει σαν ένας πολιτικός φορέας ο οποίος να έχει έντονα ομοσπονδιακά χαρακτηριστικά. Αυτή είναι η δική μας πρόταση.
Κάποιοι από τους συντρόφους οι οποίοι διαφωνούν με αυτή την πρόταση χρησιμοποιούν την επιχειρηματολογία αν ο ΣΥΡΙΖΑ μετατραπεί σε «κόμμα» τότε ο ΣΥΝ, που είναι η πιο μεγάλη συνιστώσα, θα καταλάβει την πλειοψηφία σε όλα τα επίπεδα και έτσι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα είναι τίποτα περισσότερο από μια προέκταση του ΣΥΝ. Αυτή όμως η επιχειρηματολογία ισχύει μόνο για την περίπτωση μετεξέλιξης του ΣΥΡΙΖΑ σε ενιαίο κόμμα. Η μετεξέλιξή του όμως σε ένα «ομοσπονδιακό πολιτικό φορέα» με πλήρη ελευθερία δράσης σε όσους τον αποτελούν είναι άλλο θέμα. Γιατί είναι δυνατό, σε ένα τέτοιο φορέα, την ίδια στιγμή που διασφαλίζεται η ανεξαρτησία κάθε συνιστώσας, να τεθούν ρήτρες οι οποίες να προστατεύουν την εσωτερική δημοκρατία του ΣΥΡΙΖΑ από το «καπέλωμα» οποιασδήποτε, συνιστώσας. Ρήτρες για παράδειγμα οι οποίες να προνοούν ότι σε οποιοδήποτε όργανο, σε οποιοδήποτε επίπεδο, οι εκπρόσωποι των οργανωμένων συνιστωσών δεν μπορούν να ξεπερνούν ένα συγκεκριμένο ποσοστό (για παράδειγμα το 40% ή το 50% ή κάτι παρόμοιο). Και ακόμα ότι τα ποσοστά οποιασδήποτε μιας συνιστώσας δεν μπορούν να ξεπερνούν π.χ. το 10% του συνόλου. Σε αυτό το επίπεδο μπορεί να βρεθεί άκρη με λίγη προσπάθεια και καλή θέληση. Έτσι και αλλιώς, όπως είναι σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ, λειτουργούν μια σειρά από ρήτρες για να αποτρέπουν το καπέλωμα από την πιο δυνατή συνιστώσα – δηλαδή τον ΣΥΝ. Αυτές μπορούν να επεκταθούν. Επίσης υπάρχει μία σημαντική διεθνής εμπειρία από αντίστοιχες προσπάθειες στο εξωτερικό.
Αριστερή κυβέρνηση με σοσιαλιστικό πρόγραμμα – η μόνη απάντηση στην κεντροαριστερά!
Με άλλα λόγια, δεν είναι η συζήτηση για την πρόταση εξουσίας του ΣΥΡΙΖΑ που θα ανοίξει τον δρόμο προς την κεντροαριστερά. Γιατί αυτός ο δρόμος είναι ήδη ανοιχτός. Κάποιοι παρασύρονται σ’ αυτό το δρόμο, κάτω από πιέσεις. Και κάποιοι άλλοι καραδοκούν – το κομμάτι του ΣΥΝ το οποίο συνειδητά επιζητεί συγκυβέρνηση με το ΠΑΣΟΚ, και οι οποίοι θεωρούν πως μετά τα αριστερίστικα παιγνιδίσματα της πρώτης περιόδου του ΣΥΡΙΖΑ, τώρα ο ΣΥΝ πρέπει ν’ αρχίσει να σοβαρεύει, να γίνεται «ρεαλιστής». Πρώτοι και καλύτεροι ο Ν. Κωνσταντόπουλος και ο Λ. Κύρκος.
Αν λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ αρνιόταν να μπει στην συζήτηση για την δική του «πρόταση εξουσίας» αυτό θα σήμαινε δύο πράγματα:
– πρώτο, τα λαϊκά στρώματα κινδυνεύουν να απογοητευτούν και να του στρέψουν την πλάτη, για τους λόγους που αναπτύξαμε πιο πάνω
– και δεύτερο, αν προκύψουν αφόρητες πιέσεις – πχ σε περίπτωση αδυναμίας σχηματισμού κυβέρνησης στις επόμενες εκλογές – τότε ο ΣΥΡΙΖΑ «θα γίνει κομμάτια» καθώς ένα κομμάτι του θα κινηθεί προς την κεντροαριστερά, ένα άλλο θα καταγγείλει την ασυνέπειά του και θα εγκαταλείψει το κοινό εγχείρημα, και ένα τρίτο, το μεγαλύτερο, θα καταλήξουν απογοητευμένοι στα σπίτια τους.
Ακριβώς επειδή κάποια στιγμή είναι πολύ πιθανό ο ΣΥΡΙΖΑ να βρεθεί κάτω από τέτοιες πιέσεις, αν δεν έχει διαμορφώσει από πριν τη δική του πρόταση εξουσίας, που να απαντά και να αναιρεί την κεντροαριστερά, τότε θα είναι περισσότερο ευάλωτος στις πιέσεις!
Με άλλα λόγια, το άνοιγμα της συζήτησης για την πρόταση εξουσίας του ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο δεν σέρνει τον ΣΥΡΙΖΑ στο δρόμο της κεντροαριστεράς, αλλά είναι ο μόνος τρόπος να οχυρωθεί ο ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στον κίνδυνο της κεντροαριστεράς.
Για όλους αυτούς τους λόγους ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να έχει μια καθαρή πρόταση εξουσίας. Και πρόταση εξουσίας σημαίνει πρώτα και κύρια πρόγραμμα – ένα πρόγραμμα σοσιαλιστικό από μια κυβέρνηση ταγμένη να το υπηρετήσει και να το εφαρμόσει, μια κυβέρνηση της αριστεράς.
Πολιτική προοπτική και δυναμικό μαζικό κίνημα
Μια ακόμη ένσταση η οποία έχει ακουστεί στην πρότασή της διεκδίκησης της εξουσίας από την αριστερά είναι ότι δεν μπορεί να τεθεί ζήτημα εξουσίας από την Αριστερά αν το κίνημα δεν βρίσκεται σε άνοδο. Ότι δηλαδή, η Αριστερά μπορεί να διεκδικήσει την εξουσία μόνο αν στην κοινωνία αναπτύσσονται τεράστιοι κοινωνικοί αγώνες.
Το λάθος αυτής της άποψης, κατά τη γνώμη μας, είναι ότι δεν βλέπει τη σύνδεση που υπάρχει ανάμεσα στην ανάπτυξη των κοινωνικών και ταξικών αγώνων από τη μια και την ύπαρξη μιας πολιτικής προοπτικής για το κίνημα από την άλλη. Ενός πολιτικού στόχου που να δίνει στο κίνημα προοπτική, αισιοδοξία και δύναμη για να παλέψει. Αυτό το λάθος είναι σοβαρό.
Η ιστορική εμπειρία, και στη χώρα μας αλλά και διεθνώς, έχει ήδη αποδείξει πολλές φορές ότι η απουσία πολιτικού οράματος λειτουργεί αποθαρρυντικά για τους αγώνες. Οι εργαζόμενοι χρειάζονται πολιτικούς στόχους. Όταν υπάρχουν αυτοί οι πολιτικοί στόχοι τότε είναι πολύ πιο αποφασισμένοι να κατέβουν σε πραγματικά μαχητικούς ταξικούς αγώνες.
Την προηγούμενη περίοδο στην Ελλάδα είχαμε πολύ σοβαρούς αγώνες. Είχαμε κινητοποιήσεις για το ασφαλιστικό οι οποίες γράψανε ιστορία. Στους προηγούμενους μήνες είχαμε σκληρές απεργίες, π.χ. στην Δ.Ε.Η. που κράτησε 18 μέρες. Είχαμε την απεργία των λιμενεργατών, μαχητικές απεργίες των δημοσιογράφων κοκ. Πριν από αυτόν τον τελευταίο γύρο των κινητοποιήσεων, είχαμε το μεγάλο κίνημα της παιδείας, με καταλήψεις των φοιτητών οι οποίες κράτησαν ένα χρόνο, με αποχή των πανεπιστημιακών στην περίοδο των εξετάσεων, με απεργία των δασκάλων που κράτησε έξι βδομάδες και την υποστήριξη τους από τους εκπαιδευτικούς της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Αν εξαιρέσουμε τη νίκη των φοιτητών για το άρθρο 16 του Συντάγματος, όλοι οι υπόλοιποι αγώνες οδηγήθηκαν σε ήττα.
Επομένως, μεγάλους αγώνες την προηγούμενη περίοδο είχαμε. Το εργατικό κίνημα καθώς και το νεολαιίστικο έδειξαν ότι είχαν πραγματικά διάθεση για μεγάλους αγώνες. Τι άλλο πρέπει να κάνει το κίνημα για να θεωρεί η Αριστερά ότι ήρθε η ώρα να του «δώσει» και πολιτική προοπτική;
Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, είναι αναγκαία η πολιτική προοπτική από την Αριστερά – δηλαδή τον ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί το κίνημα νιώθει χτυπημένο, ηττημένο και απογοητευμένο. Και νιώθοντας, πράγματι, πως δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα με την κυβέρνηση, πως δεν έχει τρόπο να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις που δέχεται, αναπόφευκτα στρέφεται στο πολιτικό επίπεδο αναζητώντας τον τρόπο μιας μεγάλης ανατροπής, εκεί, στο πολιτικό επίπεδο.
Σε αυτή την προσμονή ο ΣΥΡΙΖΑ έχει υποχρέωση να ανταποκριθεί. Διαφορετικά είναι σαν να απαλλάσσει τον εαυτό του από τις δικές του ευθύνες.
Η σύνδεση ανάμεσα στην πολιτική προοπτική του κινήματος και τους καθημερινούς αγώνες για το μεροκάματο, τη δουλειά και τα δικαιώματα είναι στενή, είναι διαρκής, είναι αμφίδρομη. Όταν δώσεις στο κίνημα, πολιτικό όραμα, τότε μπαίνει στους αγώνες πολύ πιο μαχητικά. Όταν οι αγώνες είναι μαχητικοί τότε η προοπτική του πολιτικού οράματος γίνεται πιο ζωντανή και ρεαλιστική. Και όσο αυτή η προοπτική γίνεται πιο ρεαλιστική τόσο αναπτύσσονται οι ταξικοί αγώνες.
Το καθήκον του ΣΥΡΙΖΑ λοιπόν δεν είναι να περιμένει να αναπτυχθούν τεράστια κοινωνικά κινήματα για να δώσει αυτός στη συνέχεια «πολιτικό όραμα» θέτοντας ζήτημα εξουσίας. Είναι, άμεσα, να δώσει την πολιτική προοπτική για να βοηθήσει τους αγώνες να αναπτυχθούν και έτσι να διευκολύνει την προοπτική της ανάληψης της εξουσίας από την Αριστερά.
Παλεύουμε για το μέλλον. Πρέπει να χτιστούν συνειδήσεις
Όλο το πιο πάνω πλαίσιο προτάσεων δεν επιδιώκει να δώσει λύσεις μέσα στους επόμενους μήνες ή ένα-δύο χρόνια. Λύσεις που αφορούν ιστορικά προβλήματα όπως της κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος ή των ενδογενών αδυναμιών της αριστεράς δεν λύνονται ως δια μαγείας. Δεν χωράει επίσης καμία αυταπάτη ότι είναι δυνατό το παραπάνω πλαίσιο να υιοθετηθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ με ένα τρόπο εύκολο και απλό για να γίνει στη συνέχεια (εύκολα κι απλά) κτήμα της κοινωνίας.
Κάθε άλλο. Το πιο πάνω πλαίσιο είναι πρόταση πάλης – και μάλιστα μακροπρόθεσμης. Πάλης μέσα στις γραμμές κατ’ αρχήν του ΣΥΡΙΖΑ για να διαμορφωθούν συνειδήσεις που να προετοιμάζουν το μέλλον. Γιατί, ο ΣΥΡΙΖΑ κινδυνεύει. Το λέμε και το επαναλαμβάνουμε. Κινδυνεύει, να μην μπορέσει να αντλήσει την κοινωνική δυναμική που σήμερα η κοινωνία του προσφέρει στο πιάτο. Ή κινδυνεύει, να καταφέρει μεν να αντλήσει την δυναμική αυτή αλλά να την στρέψει σε λάθος κατευθύνσεις. Κινδυνεύει να ακολουθήσει το παράδειγμα της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης την Ιταλία η οποία επανέλαβε τα «λάθη» της παραδοσιακής αριστεράς και πρόδωσε τις ελπίδες για τα οράματα των Ιταλών εργαζομένων!
Υπάρχει μόνο ένας δρόμος να μην αποτύχει ο ΣΥΡΙΖΑ! Κι αυτός είναι να προσφέρει στην κοινωνία την σοσιαλιστική προοπτική και το δρόμο για να την κάνει πραγματικότητα! Να θέσει αυτή την προοπτική μπροστά στην κοινωνία αποφασιστικά και τολμηρά! Και έτσι να προετοιμάσει το έδαφος για τις μελλοντικές πολιτικές και κοινωνικές ανατροπές!
αναφορά στον σοσιαλισμό σήμερα και η έμφαση στην σοσιαλιστική προοπτική, την πολιτική ανατροπή και την εξουσία της αριστεράς, δεν σημαίνουν ανυπομονησία! Δεν σημαίνουν βιασύνη. Δεν σημαίνουν την αυταπάτη ότι αύριο θα έχουμε σοσιαλισμό. Η πάλη για τον σοσιαλισμό και την εργατική δημοκρατία έχει μπροστά της δρόμο. Το ερώτημα είναι πως προετοιμαζόμαστε γι’ αυτό το δρόμο, πως προετοιμαζόμαστε για το μέλλον.
Τα λαϊκά στρώματα, το εργατικό κίνημα και η νεολαία, δεν είναι βρύση την οποία μπορεί κανείς να ανοίγει και να κλείνει ανάλογα με το ποια αυτός κρίνει πως είναι τα καθήκοντα της στιγμής. Για να μπορέσει το εργατικό κίνημα να φέρει σε πέρας το έργο της κοινωνικής ανατροπής και του σοσιαλισμού θα πρέπει να προετοιμάζεται από πριν και για πολύ χρόνο. Θα πρέπει σε μια προηγούμενη ιστορική περίοδο να έχουν χτιστεί οι σοσιαλιστικές συνειδήσεις και τα αντίστοιχα στελέχη μέσα στην κοινωνία. Θα πρέπει να έχει δημιουργηθεί ένα μαζικό ρεύμα υπέρ του σοσιαλισμού. Ένα μαζικό ρεύμα που να ξέρει τι σημαίνει σοσιαλισμός – πέρα από συνθήματα και γενικές φράσεις – συγκεκριμένα και πρακτικά. Που να ξέρει τι σημαίνει, συγκεκριμένα και πρακτικά, αφαίρεση της εξουσίας από το κεφάλαιο, λαϊκή εξουσία, εργατική εξουσία. Πού να ξέρει τι σημαίνει εργατικός και κοινωνικός έλεγχος, εργατική δημοκρατία. Αυτές οι φράσεις δεν πρέπει να είναι κενές περιεχομένου – ούτε γενικές και ασαφείς ώστε ο καθένας να τους δίνει ότι ερμηνεία θέλει.
Αυτή η διαδικασία «διαπαιδαγώγησης» του μαζικού κινήματος αποτελεί ευθύνη αυτών που βρίσκονται μπροστά – αυτών που χαρακτηρίζονται με την αρνητικά φορτισμένη έκφραση «ηγεσία». Αυτή η διαδικασία «διαπαιδαγώγησης» απαιτεί χρόνο, είναι αργή, ιδιαίτερα στην εποχή που διανύουμε, περνάει μέσα από το χτίσιμο στελεχών μέσα στο μαζικό κίνημα.
Όσοι συμφωνούν και όσοι κατανοούν αυτή την αναγκαιότητα μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουν άλλη επιλογή από το να μπουν μπροστά σ’ αυτή την πάλη. Όσοι μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ πιστεύουν στην πάλη για την ανατροπή του καπιταλισμού και για τον σοσιαλισμό οφείλουν κατά τη γνώμη μας να μπουν στη μάχη για να αποκτήσει ο ΣΥΡΙΖΑ αυτά τα χαρακτηριστικά – πολιτικά και οργανωτικά. Ανεξάρτητα από το αν σήμερα αυτές οι απόψεις μπορούν να γίνουν πλειοψηφία ή όχι. Αυτό που έχει σημασία είναι να ξεκινήσει η πάλη για αυτές τις ιδέες μέσα κι έξω από τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό που έχει σημασία είναι να συσπειρωθούν δυνάμεις στη βάση αυτών των ιδεών. Να μπορέσουν αυτές οι ιδέες να γίνουν σταδιακά ένα μαζικό ρεύμα μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ και μέσα στην κοινωνία. Άμα επιτευχθεί αυτό τότε θα έχει ανοίξει ο δρόμος.
Είναι σίγουρο πως κάποιοι, που σήμερα ανήκουν στον ΣΥΡΙΖΑ, θα επιλέξουν την φυγή, άλλοι την αποχώρηση, άλλοι τον συμβιβασμό και άλλοι τα ξεπουλήματα. Όμως είναι ακόμα πιο σίγουρο πως αυτές οι ιδέες θα βρουν μέσα στα εργατικά και λαϊκά στρώματα και ιδιαίτερα τη νεολαία, την πιο μεγάλη απήχηση. Θα αγκαλιαστούν με ενθουσιασμό. Θα δώσουν ελπίδα και προοπτική. Θα εμπνεύσουν. Και έτσι θα ετοιμάσουν τις μεγάλες κοινωνικές δυνάμεις που θα μπορέσουν να φέρουν σε πέρας, αυτό για το οποίο θυσιάστηκαν τόσες γενιές, την εναλλακτική κοινωνία, την ανθρώπινη, την χωρίς εκμετάλλευση, την χωρίς καταπίεση, όπου οι άνθρωποι θα μπορούν να είναι αφέντες της ζωής τους, όπου η τεχνολογία θα υπηρετεί τον άνθρωπο αντί να τον καταδυναστεύει, όπου ο άνθρωπος θα είναι ελεύθερος, σε συνθήκες πραγματικής δημοκρατίας, εργατικής δημοκρατίας, με ελευθερία έκφρασης και οργάνωσης: τον σοσιαλισμό.