Άρθρο του συνεργάτη και φίλου του Ξεκινήματος, Θόδωρου Μαράκη
Οι καταλήψεις των πλατειών στις βασικές πόλεις της χώρας, με κορυφαία κατάληψη αυτή της πλατείας Συντάγματος, από δεκάδες και εκατοντάδες χιλιάδες λαϊκών μαζών αυθόρμητα- ή σχεδόν αυθόρμητα- έχουν σαν πηγή έμπνευσης τις εξεγέρσεις στη Β. Αφρική και τη Μ. Ανατολή και ιδιαίτερα αυτές τις Τυνησίας και της Αιγύπτου. Η κατάληψη της πλατείας Ταχρίρ έχει γίνει σύμβολο και σημείο αναφοράς για τις καταλήψεις τόσο στην Ισπανία, στην Ελλάδα, όσο και σ’ αυτές, που είναι το πιο πιθανό να συμβούν και σε άλλες χώρες.
Βασικό τους χαρακτηριστικό η αυθόρμητη είσοδος των λαϊκών μαζών στην πολιτική σκηνή. Ξεπερνώντας τις παραδοσιακές τους οργανώσεις συνδικάτα και κόμματα, εκδηλώνουν την απόφαση τους να πάρουν την ευθύνη του αγώνα επάνω τους. Αυτό το στοιχείο σηματοδοτεί ένα σημείο καμπής στην πορεία της ταξικής πάλης γιατί αποτελεί αλάθητη βαρομετρική ένδειξη προεπαναστατικής περιόδου. Στην ουσία ο πλανήτης Γη έχει μπει χωρίς επιστροφή σε μια νέα εποχή εξεγέρσεων, επαναστατικών ανατροπών και αντεπαναστάσεων, εμφυλίων πολέμων και πολέμων, όπου η κατάληξη τους θα προσδιορίσει αποφασιστικά το μέλλον του , σύμφωνα πάντα με την γνωστή ρήση «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα»! Η προοπτική αυτή έχει τη βάση της και καθορίζεται αποφασιστικά από το βάθεμα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης.
Η πορεία της παγκόσμιας επανάστασης δεν θα είναι ευθύγραμμη, θα γνωρίσει ανόδους και καθόδους νίκες και ήττες και οπωσδήποτε θα υπάρξουν αντεπαναστατικές περίοδοι. Αυτή είναι η μεγάλη αλήθεια που βγαίνει σαν συμπέρασμα από την μακραίωνη ιστορία της πάλης των τάξεων. Έχουμε απέναντί μας μια έμπειρη και καλά εξοπλισμένη άρχουσα τάξη. Ενώ από την άλλη βρίσκονται οι λαϊκές μάζες με την παλιά γενιά «κουρασμένη» και εν μέρει «απογοητευμένη», γιατί κουβαλάει τις ήττες και τα «ξεπουλήματα» και τη νέα γενιά ξεκούραστη, ενθουσιώδη, αλλά πολιτικά «ανώριμη» και συγχυσμένη. Και το πιο σημαντικό χωρίς επαναστατική ηγεσία-ένα Μαρξιστικό Επαναστατικό Κόμμα- με την αριστερά κοινοβουλευτική και εξωκοινοβουλευτική διασπασμένη και πολιτικά πολύ πίσω από τις ανάγκες που μας επιβάλει η κατά μέτωπο επίθεση του κεφαλαίου και των κυβερνήσεών του.
Ωστόσο το αισιόδοξο μήνυμα που μας έρχεται από την ιστορία του παγκόσμιου εργατικού κινήματος είναι ότι μέσα από τις εναλλαγές της ταξικής πάλης και ιδιαίτερα από τις ήττες, θα σχηματίζεται μια νέα μαζική εργατική επαναστατική πρωτοπορία, ασύγκριτα πιο μαζική από οποιαδήποτε άλλη περίοδο στην ιστορία του κινήματος-λόγω του μεγάλου σε αριθμούς μεγέθους της εργατιάς τόσο στη χώρα μας, όσο και παγκόσμια- η οποία θα υποχρεωθεί αναγκαστικά να προχωρήσει στη συγκρότηση μαζικών Μαρξιστικών Επαναστατικών κομμάτων σε κάθε χώρα του πλανήτη, τμήματα μιας νέας επαναστατικής διεθνούς. Αυτό μας το επιβεβαιώνει και ο Έγκελς με το ακόλουθο απόσπασμα:
«Για την τελική νίκη των θέσεων που διακηρύσσονται στο Μανιφέστο, Ο Μάρξ στηρίζεται μοναδικά στην πνευματική ανάπτυξη της εργατικής τάξης, που θα ‘πρεπε να προκύψει αναγκαστικά από την ενιαία δράση και από τη συζήτηση. Τα γεγονότα και οι εναλλαγές στην πάλη ενάντια στο κεφάλαιο, οι ήττες πιο πολύ από τις νίκες, δε μπορούσαν να μην δώσουν στους αγωνιζόμενους να νοιώσουν πόσο ανεπαρκείς ήταν οι ως τα τότε πανάκειες τους και δε μπορούσαν να μην τους κάνουν να κατανοήσουν βαθιά τους αληθινούς όρους της χειραφέτησης των εργατών».[1]
Πάνω σ’ αυτή την βάση θα μπει ξανά, πραγματικά, και με μπολσεβίκικους όρους η κατάληψη της εξουσίας, η ανατροπή του καπιταλισμού και η οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Θα χρειαστεί, σύντροφοι να εξοπλιστούμε με υπομονή και να προετοιμαστούμε για μια σχετικά μακροχρόνια δύσκολη πορεία. Και εννοούμε στις επόμενες μια το πολύ δύο δεκαετίες!
Ο Λ. Τρότσκι στο πρόλογο του έργου του «Ιστορία της Ρώσικης επανάστασης» μας δίνει χρήσιμα συμπεράσματα για την κίνηση των μαζών τα οποία αξίζει να τα αναφέρουμε γιατί θα μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε καλύτερα τα χαρακτηριστικά των εξεγερμένων μαζών:
«Το πιο αδιαφιλονίκητο γνώρισμα της επανάστασης είναι η άμεση επέμβαση των μαζών στα ιστορικά γεγονότα. […] στις αποφασιστικές καμπές, όταν το παλιό καθεστώς γίνεται ανυπόφορο για τις μάζες, τότε αυτές σπάνε τους φράχτες που τις χωρίζουν από τον πολιτικό στίβο, ανατρέπουν τους πατροπαράδοτους εκπροσώπους τους και, μ’ αυτή τους την επέμβαση, δημιουργούν το ξεκίνημα για ένα καινούργιο καθεστώς».
Και παρακάτω συμπληρώνει ότι:
«Οι μάζες δε ρίχνονται στην επανάσταση με ένα ολοέτοιμο σχέδιο κοινωνικής αλλαγής, μα με το στυφό αίσθημα ότι δεν μπορούν πια να υποφέρουν άλλο το παλιό καθεστώς».[2]
Ο Λένιν γίνεται ακόμη πιο αναλυτικός, χαρακτηρίζει «σχολαστική και γελοία άποψη»
«…, όταν νομίζει κανείς ότι (…) πρόκειται να συνταχθεί από το ένα μέρος ένας στρατός που θα πει: «εμείς είμαστε υπέρ του σοσιαλισμού», και από το άλλο, ένας άλλος στρατός που θα πει: « εμείς είμαστε υπέρ του ιμπεριαλισμού», κι αυτό φαντάζονται θα είναι η κοινωνική επανάσταση!
Όποιος περιμένει μια ”καθαρή” κοινωνική επανάσταση, δεν θα τη δει ποτέ του. Αυτός είναι επαναστάτης στα λόγια που δεν καταλαβαίνει τι θα πει αληθινή επανάσταση.
Η ρώσικη επανάσταση του 1905 ήταν αστικοδημοκρατική. Αποτελούταν από μια σειρά μάχες όλων των δυσαρεστημένων τάξεων, ομάδων και στοιχείων του πληθυσμού. Ανάμεσα τους υπήρχαν μάζες με τις πιο πρωτόγονες προλήψεις, με τους πιο ασαφείς και φανταστικούς σκοπούς του αγώνα, υπήρχαν ομαδούλες που έπαιρναν λεφτά από τους Ιάπωνες, υπήρχαν κερδοσκόποι και τυχοδιώκτες κτλ. Αντικειμενικά, το κίνημα των μαζών τσάκιζε τον τσαρισμό και ξεκαθάριζε το δρόμο για τη δημοκρατία, γι αυτό το καθοδηγούσαν οι συνειδητοί εργάτες.
Η σοσιαλιστική επανάσταση στην Ευρώπη δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά το ξέσπασμα της μαζικής πάλης όλων των καταπιεζομένων και δυσαρεστημένων. Αναπόφευκτα θα πάρουν μέρος σ’ αυτήν τμήματα των μικροαστών και των καθυστερημένων εργατών – χωρίς μια τέτοια συμμετοχή δεν είναι δυνατή η μαζική πάλη, δεν είναι δυνατή καμία επανάσταση – κι’ εξίσου αναπόφευκτα θα φέρουν μαζί τους στο κίνημα τις προλήψεις τους, τις αντιδραστικές τους φαντασιοπληξίες, τις αδυναμίες και τα λάθη τους. Αντικειμενικά όμως θα επιτίθενται ενάντια στο κεφάλαιο, και η συνειδητή εμπροσθοφυλακή της επανάστασης, το πρωτοπόρο προλεταριάτο, εκφράζοντας αυτή την αντικειμενική αλήθεια της ποικιλόχρωμης και ποικιλόφωνης, ανομοιόμορφης και εξωτερικά κομματιασμένης μαζικής πάλης, θα μπορέσει να τη συνενώσει και να την κατευθύνει, να κατακτήσει την εξουσία, να καταλάβει τις τράπεζες, να απαλλοτριώσει τα μισητά για όλους (αν και για διάφορους λόγους!) τραστ και να πραγματοποιήσει άλλα … μέτρα, που στο σύνολο τους μας δίνουν την ανατροπή της αστικής τάξης και τη νίκη του σοσιαλισμού, νίκη που κάθε άλλο παρά «θα ξεκαθαριστεί» αμέσως από τη μικροαστική σκουριά».[3]
Θεωρούμε ότι τα παραπάνω αποσπάσματα είναι ικανά να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε τα πολιτικά ή «απολιτικά» χαρακτηριστικά των «αγανακτισμένων» και αυτό έχει μεγάλη σημασία για την επέμβαση των επαναστατών σ’ αυτό το κίνημα. Γιατί η επέμβαση των επαναστατών ή αν θέλετε των οργανώσεων της αριστεράς εμπεριέχει τους εξής κινδύνους: πρώτο τον κίνδυνο του σεχταρισμού με κορυφαίο παράδειγμα τη στάση της ηγεσίας του ΚΚΕ. Ωστόσο ο σεχταρισμός μπορεί να εκδηλωθεί και με άλλους τρόπους. Για παράδειγμα με θέσεις και συνθήματα πολύ πιο μπροστά από το επίπεδο συνείδησης των μαζών στη συγκεκριμένη στιγμή, πράγμα που σημαίνει έλλειψη υπομονετικής εξήγησης και πίστης στη δυνατότητα της συνείδησης του κινήματος να προχωράει μέσα από τις δικές του εμπειρίες μέρα με τη μέρα κατά τη διάρκεια του αγώνα. Ο δεύτερος σοβαρός κίνδυνος είναι αυτός της προσαρμογής στις λαθεμένες και ενίοτε αντιδραστικές θέσεις που προβάλλει το κίνημα ιδιαίτερα στο ξεκίνημα του. Αυτό λέγεται καιροσκοπισμός και δεν βοηθάει το κίνημα να βρει το δρόμο του.
Πριν από όλα να σταθούμε και να ερμηνεύσουμε τους λόγους ή καλύτερα τις αιτίες που ώθησαν τον κόσμο με μπροστάρη τη νεολαία να προχωρήσει στις καταλήψεις και στην ουσία να πάρει τον αγώνα στα χέρια του έξω από κόμματα και οργανώσεις, ακόμη – ακόμη σε πρώτη φάση σοβαρά επιφυλακτικός και με τα συνδικάτα.
Όλοι θα συμφωνήσουμε ότι η βασική αιτία βρίσκεται στη συσσωρευμένη αγανάκτηση των λαϊκών μαζών, κατάλαβαν ότι η πολιτική της κυβέρνησης σπρώχνει τη ζωή τους από το κακό στο χειρότερο, στην εξαθλίωση και τη μιζέρια , ότι οι θυσίες τους πάνε χαμένες ή καλύτερα πάνε στις τσέπες των τοκογλύφων τραπεζιτών. Κατά συνέπεια απορρίπτουν την πολιτική της κυβέρνησης και των κομμάτων του μνημονίου, όπως έχει καθιερωθεί να λέγεται.
Επίσης θεωρούν ότι για αυτή την κατάσταση τους, έχουν ευθύνες τα κόμματα και οι οργανώσεις της αριστεράς, επειδή από την μια δεν μπόρεσαν να εμποδίσουν την εφαρμογή αυτής της πολιτικής, και γιατί από την άλλη με την διάσπαση και την πολυφωνία που υπάρχει στην αριστερά δεν μπορεί να καταλάβει πια είναι η πολιτική εκείνη που μπορεί να βγάλει την οικονομία. από την κρίση. Γι’ αυτό και δεν ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του Αλαβάνου όταν πρότεινε να γίνει η πλατεία του Συντάγματος η Ταχρίρ της Ελλάδας. Δεν εμπιστεύεται πλέον τα συνδικάτα, γιατί έχασαν όλες τις μάχες και αυτά πού έχουν συμβιβασμένες ηγεσίες, αλλά και αυτά που λένε ότι έχουν ταξικές! Ηττήθηκαν πρόσφατα και οι σημαντικοί αγώνες των εργαζομένων στις συγκοινωνίες παρά την διάρκεια τους και την καθολική συμμετοχή των εργαζομένων και τον συντονισμό τους. Γιατί η δεξιά της ΠΑΣΚΕ μαζί με τη ΔΑΚΕ κατάφεραν να τους υπονομεύσουν. Κάτι ανάλογο συνέβη και στον ηρωικό αγώνα των συμβασιούχων του Δήμου της Αθήνας.
Η κυβέρνηση όταν πέτυχε να σταματήσει τον σημαντικό αγώνα των εργαζομένων στα ΜΜΜ, θεώρησε ότι είχε πλέον δρόμο ανοικτό για να κλιμάκωση την επίθεση της σε βάρος των εργαζομένων με τα μέτρα που εμπεριέχει το λεγόμενο «Μεσοπρόθεσμο». Αλλά βρέθηκε αντιμέτωπη με το απρόσμενο –πιθανά για όλους μας – κίνημα των καταλήψεων. Οι λαϊκές μάζες οργάνωσαν την άμυνα τους απέναντι στην επίθεση της κυβέρνησης και του κεφαλαίου με το εργαλείο της κατάληψης της πλατείας, αλλά Ταχρίρ, που είδαν ότι είχε αποτέλεσμα, αφήνοντας στην άκρη σαν εργαλεία «άχρηστα» κόμματα και συνδικάτα.
Το κίνημα ξεκίνησε κατά συνέπεια με το «όχι στα κόμματα, όχι στα συνδικάτα» και ζήτησε από κάθε συμμετέχοντα να αφήσει τη κομματική του ταυτότητα εκτός πλατείας. Ωστόσο δεν πέρασε πολύς καιρός και οι ανάγκες του κινήματος έσπρωξαν τη Λαϊκή Συνέλευση της πλατείας να καλέσει τα συνδικάτα σε κοινό αγώνα. Ζήτησε μάλιστα από τη ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ να προχωρήσουν σε γενικές απεργίες και να συμμετέχουν οι απεργοί στην περικύκλωση της βουλής, τόσο την ημέρα που θα κατατεθεί η ψήφος εμπιστοσύνης στη ανασχηματισμένη κυβέρνηση του ΓΑΠ, όσο και τις ημέρες κατά τις οποίες το «μεσοπρόθεσμο» θα συζητιέται και θα ψηφίζεται στη βουλή.
Στο θέμα των κομμάτων επιμένουν και για να το αντιμετωπίσουμε χρειάζεται να το ερμηνεύσουμε παραπέρα, σε βάθος, στη βάση της συνείδησης του καλοπροαίρετου αγωνιστή, με το δοσμένο πολιτικό επίπεδο. Πιστεύει ότι μ’ αυτό τον τρόπο θα διασφαλίσει την ενότητα του κινήματος, το σύνθημά του είναι «είμαστε διαφορετικοί αλλά είμαστε ενωμένοι». Και πιστεύει ότι η «νόμιμη» εμφάνιση των κομμάτων και των οργανώσεων θα μεταφέρει στο κίνημα την πολυδιάσπαση τους. Και εδώ που τα λέμε δεν έχει και τόσο άδικο! Άλλο πράγμα αν εμείς οι πολύξεροι λέμε: αυτό είναι λάθος. Θεωρεί ότι το κίνημα θα «καπελωθεί» από τους οργανωμένους και έτσι θα καταργηθεί η δημοκρατία που είναι το οξυγόνο κάθε μαζικού κινήματος και θα του επιβάλουν τις λάθος και αποτυχημένες αντιλήψεις τους. Δεν πιστεύει στη δημοκρατία των κομμάτων, διαισθάνεται με το οξυμένο κριτήριο του ότι είναι λειψή και ότι η έλλειψή της είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες για την άσχημη πολιτική και οργανωτική κατάσταση τους. Εδώ βέβαια ισχύει η λαϊκή ρήση ότι: «μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά», που σημαίνει ότι όλη την αριστερά την βάζουν μέσα στο ίδιο τσουβάλι!
Νομίζουμε ότι χρειάζεται να πάρουμε σοβαρά υπ’ όψη μας αυτή την αντίληψη τους για τα κόμματα, όχι για να προσαρμοστούμε, αλλά για να τους πλησιάσουμε σωστά και να τους βοηθήσουμε να κατανοήσουν το λάθος τους, με υπομονετική στάση και εξήγηση. Να μην πάμε κατ’ ευθεία κόντρα συζητώντας ή γράφοντας για το λάθος της θέσης τους. Δεν χρειάζεται να χρησιμοποιήσουμε μανούβρες ή τεχνητά μέσα με διαδικασίες αυτού ή εκείνου του τύπου για να επιβάλουμε την παρουσία μας. Το σημείο κλειδί είναι να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη τους και αυτό μπορεί να συμβεί, πρώτο κερδίζοντας τους στις απόψεις μας και δεύτερο μπαίνοντας μπροστά για την υλοποίηση των αποφάσεων της Λ. Σ.
Να παρέμβουμε με την κατανόηση ότι η κομματική μας ταυτότητα είναι κύρια το πρόγραμμα και οι ιδέες μας. Στο βαθμό που το πρόγραμμα και οι θέσεις γίνονται αποδεκτά από την πλειοψηφία «των αγανακτισμένων» τα κόμματα και οι οργανώσεις που παρεμβαίνουν θα κερδίζουν την εμπιστοσύνη τους και ταυτόχρονα το δικαίωμα να μιλάνε ανοιχτά στις συνελεύσεις με ή χωρίς διαδικαστικούς περιορισμούς.
Επίσης θεωρούμε σκόπιμο και αναγκαίο οι οργανώσεις που παρεμβαίνουν και συγκεκριμένα ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να επιδιώξουν μέσα από συντροφική συζήτηση να συμφωνήσουν σε κάποια κοινά σημεία, διατηρώντας – δεν το συζητάμε – το δικαίωμα της ανοιχτής προβολής και παρουσίας των απόψεων για τις οποίες δεν υπήρξε συμφωνία. Η λαϊκή μάζα «των αγανακτισμένων» θα αποφασίσει για την ορθότητα αυτής ή της άλλης άποψης.
Το κίνημα μας για να μπορέσει πράγματι να εκπληρώσει το σύνθημα του «είμαστε καταδικασμένοι να νικήσουμε» χρειάζεται να συντονιστεί και να οργανωθεί πάνω σε πραγματική δημοκρατική βάση. Απέναντί μας έχουμε ένα έμπειρο, καλά οργανωμένο και πειθαρχημένο αντίπαλο. Πειθαρχημένο βέβαια όχι σε δημοκρατική βάση κι αυτό αν θέλετε, είναι το αδύνατό του σημείο, επειδή πρόκειται για πειθαρχία που επιβάλλεται με καταναγκαστικά μέσα κι όχι με την ελευθερία της βούλησης. Αυτό στο αποκορύφωμα του αγώνα έχοντας απέναντί τους ένα ρωμαλέο και ανυποχώρητο κίνημα που ξέρει τι θέλει, μπορεί να δημιουργήσει τους όρους για την διάλυση των γραμμών του αντιπάλου, όπως έχει συμβεί αρκετές φορές στην ιστορία του εργατικού κινήματος, όπως συνέβη πρόσφατα στο στρατό στην Τυνησία και την Αίγυπτο. Πρόκειται για το καθοριστικό στοιχείο που κρίνει τον νικητή της ταξικής αναμέτρησης!
Αλλά… θα είμαστε καταδικασμένοι ακόμη και αν νικήσουμε, αν το κίνημά μας παραμείνει ένα κίνημα απλής διαμαρτυρίας, που θεωρεί αρκετό να ρίξει τη κυβέρνηση και την επόμενη, πιθανά και έξη κυβερνήσεις όπως έγινε και στην Αργεντινή, και δεν μετατραπεί σε κίνημα εξουσίας ώστε όταν θα ρίξει τις κυβερνήσεις του κεφαλαίου, να μπορέσει στη θέση τους να βάλει μια δική του βγαλμένη από το κίνημα Λαϊκή Κυβέρνηση που θα υλοποιήσει τα αιτήματα και το πρόγραμμα της «πλατείας»! Αυτό μας το επιβεβαιώνουν και τα παραδείγματα της Τυνησίας και της Αιγύπτου. Δεν αρκεί να ανατραπεί ο Μπεν Αλί και ο Μουμπάρακ, για να βγούμε από τη κρίση και να εφαρμοστεί μια φιλεργατική και φιλολαϊκή πολιτική, χρειάζεται στη θέση τους να μπει μια γνήσια άμεσα ελεγχόμενη από το λαό Λαϊκή Κυβέρνηση.
Αυτό σημαίνει ότι το κίνημα μας επιδιώκει τη οργάνωση της λαϊκής μάζας σε λαϊκές συνελεύσεις σε κάθε δήμο σε κάθε μεγάλη συνοικία κάθε επιχείρηση σε κάθε εργοστάσιο. Η Λ.Σ. σε κάθε μεγάλη πόλη ή νομό να πραγματοποιείται στη βάση αιρετών και άμεσα ανακλητών αντιπροσώπων π,χ η Λ.Σ του Συντάγματος χρειάζεται να λειτουργεί στη βάση αντιπροσώπων των συνοικιών και των δήμων της Αθήνας. Στην άμεση δημοκρατία για να λειτουργήσει αποτελεσματικά το σκέλος της δημοκρατίας είναι αναγκαίο και επιβάλλεται τη «χύμα» άμεση να την αντικαταστήσουμε με την οργανωμένη ή συγκροτημένη άμεση δημοκρατία. Οι αντιπρόσωποι των νομών συγκροτούν την πανελλαδική Λ.Σ από την οποία μπορεί να εκλεγεί η Λαϊκή Κυβέρνηση, η οποία λογοδοτεί στο σώμα που την εξέλεξε. Αυτό ισχύει αυτονόητα για κάθε σώμα αντιπροσώπων. Είναι κάποιες σκέψεις για προβληματισμό και συζήτηση…
Κατά τη γνώμη μας μόνο μια τέτοια κυβέρνηση στηριγμένη πάνω στις οργανωμένες εργατικές και λαϊκές μάζες μπορεί να συντρίψει την αντίδραση του ευρωπαϊκού και ελληνικού κεφαλαίου και να προχωρήσει σε μέτρα δραστικά που μπορούν να βγάλουν σύντομα την οικονομία από τη κρίση και να ανακουφιστεί ο λαός.
Και αυτά τα μέτρα, γνωστά σ ’όλους μας είναι:
- Διαγραφή του χρέους
- Στο διάολο και πιο πέρα το μνημόνιο το ΔΝΤ, τρόικα και λοιποί συγγενείς.
- Εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος. Δημιουργία μιας πανεθνικής τράπεζας.
- Επανεθνικοποίηση των ΔΕΚΟ.
- Εθνικοποίηση των στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων και της εκκλησιαστικής περιουσίας.
- Όλος ο εθνικοποιημένος τομέας της οικονομίας κάτω από εργατική και κοινωνική διαχείριση και έλεγχο.
- Όλα τα στελέχη και οι αξιωματούχοι του δημόσιου τομέα και της κρατικής μηχανής αιρετοί και ανακλητοί με μισθό ειδικευμένου εργάτη.
- Πάνω στη βάση της εθνικοποιημένης οικονομίας σχεδιάζουμε δημοκρατικά την παραγωγή με βάση τις ανάγκες της κοινωνίας.
- Επιβάλλεται το μονοπώλιο του κράτους στο εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο.
Τα παραπάνω μέτρα μας οδηγούν αυτόματα – δεν χρειάζεται και πολύ κουβέντα – έξω από τη «στρούγκα» του ευρωπαϊκού και ελληνικού καπιταλισμού. Και βέβαια μας επιβάλλεται η αναγκαιότητα για άλλο νόμισμα με εθνικά προς το παρόν χαρακτηριστικά.
Καταργώντας τους αντικοινωνικούς νόμους της αγοράς και του κέρδους η οικονομία για να λειτουργήσει χρειάζεται οδηγό και σχέδιο που να βασίζεται στις ανάγκες της κοινωνίας. Από την άλλη ο σχεδιασμός θα μας επιτρέψει να ανορθώσουμε γρήγορα την οικονομία και θα μας βοηθήσει τα μέγιστα για να αντέξουμε το διεθνή αποκλεισμό του κεφαλαίου, μέχρις ότου ξεσηκωθούν οι λαοί ακολουθώντας το παράδειγμα της Ελλάδας. Και τότε θα μπούνε οι βάσεις για να σπάσουμε την οικονομική μας απομόνωση, για την οικοδόμηση των Ενωμένων Σοσιαλιστικών Πολιτειών της Ευρώπης.